David Macaray*
Κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου εκλογών του 2016, η πρώην Γραμματέας του Κράτους Madeleine Albright (η αμερικάνικη απάντηση στη Margaret Thatcher) έφερε σε δύσκολη θέση τον εαυτό της κηρύσσοντας δημόσια «Υπάρχει ένα ειδικό μέρος στην Κόλαση φυλαγμένο για τις γυναίκες εκείνες που αρνούνται να υποστηρίξουν την Hillary Clinton».
Εκτός από το να προσβάλει τα εκατομμύρια νέων γυναικών (κάτω των 35) που εκούσια επέλεξαν να υποστηρίξουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Bernie Sanders, η Albright έμμεσα προσέβαλε και την ίδια την Clinton, υπαινισσόμενη ότι ο κύριος λόγος να ψηφίσουν υπέρ της είναι το φύλο της, κάτι που χυδαία αναφέρθηκε από τους σχολιαστές ως ”vagina vote” (ψήφος μήτρας).
Το ψωνισμένο σχόλιο της Albright ήταν ένα από τα δύο πιο βλακώδη σχόλια που άκουσα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Το άλλο ήταν η απάντηση του Donald Trump όταν ρωτήθηκε από έναν ρεπόρτερ τι θα έκανε με τον ISIS, αν εκλεχθή πρόεδρος. Ο Trump απάντησε «Αυτό που θα κάνω με τον ISIS θα σοκάρει τον κόσμο!» Φυσικά, με τα μίντια να μην έχουν κότσια ως συνήθως, ο ρεπόρτερ δεν αμφισβήτησε αυτή την ηλίθια απάντηση.
Ανεξάρτητα από το τι κηρύττουν οι Ρεπουμπλικάνοι (και αλίμονο, οι Δημοκρατικοί) ως μέλη του Κογκρέσου – ανεξάρτητα από το τι θα μας έκαναν να πιστεύουμε παρουσιαστές ραδιοφωνικών εκπομπών, επιχειρηματίες, αντιεργατικοί προπαγανδιστές, ρεβιζιονιστές ιστορικοί, μαριονέτες των κυρίαρχων ΜΜΕ, και βολεμένοι κάτοικοι προαστίων, ήταν η δύναμη των εργατικών ενώσεων και η σιωπηρή απειλή της βίας που από μόνη της δημιούργησε την αμερικανική μεσαία τάξη.
Είναι γεγονός. Φυσικά, επειδή η δημόσια ανυπακοή και η «δύναμη» τείνει να είναι δύσκολη και τρομακτική – που δεν καταλαβαίνει από ωραία λόγια, σεμιναριακούς λόγους, «δηλώσεις αποστολής» και ασκήσεις ανάπτυξης ομαδικού πνεύματος – το Κατεστημένο θέλει να μας κάνει να πιστεύουμε ότι κάθε τι που ξεφεύγει από τα όρια της πολιτισμένης συζήτησης και βγαίνει στους δρόμους είναι αναξιοπρεπές, δυσάρεστο, και (το μεγαλύτερο ψέμα από όλα) αχρείαστο.
Εξετάστε την ιστορία. Η μεσαία τάξη δεν συνενώθηκε μέχρι την μεταπολεμική δεκαετία του 1950. Πριν από αυτό, η μεσαία τάξη δεν υπήρχε. Και αυτή η πλουσιοπάροχη δεκαετία τυχαίνει να είναι η ίδια δεκαετία που η ενωμένη εργατιά χτύπησε το υψηλότερο ρεκόρ της, με περίπου το 35% όλων των εργατών των ΗΠΑ να ανήκουν σε συνδικάτα.
Επιπλέον, αυτά τα εντυπωσιακά νούμερα δε λαμβάνουν καν υπόψη τους «λαθρεπιβάτες» οι οποίοι επωφελήθηκαν από τους εργοδότες που τους παρείχαν μισθούς συνδικάτων, προνόμια και εργασιακές συνθήκες ώστε να κρατήσουν μακριά τα σωματεία.
Συγκρίνετέ το με την αξιοθρήνητη κατάσταση που συναντάμε σήμερα, όπου μόλις το 6% των εργασιών του ιδιωτικού τομέα διαθέτει σωματεία. Για να πω την αλήθεια, ίσα που μπορεί κανείς να κατανοήσει – να συλλάβει το μυαλό του – την τρομερή επιρροή που μπορούσε να ασκήσει ο κόσμος της εργασίας μισό αιώνα πίσω ( παρά το πέρασμα του τοξικού νόμου Taft-Hartley Act, το 1947). Η ιδέα του να έχουν οι εργάτες και οι εργάτριες τόση ωμή δύναμη ακούγεται σαν φαντασίωση στο σήμερα.
Γεγονός που μας φέρνει στο Φεμινισμό. Στην ιστορία των ΗΠΑ, πηγαίνοντας πίσω στο 1920, τη χρονιά που οι ενήλικες γυναίκες απέκτησαν επιτέλους το δικαίωμα της ψήφου, στη μόνη δουλειά που ήταν απόλυτα εγγυημένο ότι οι γυναίκες κάνοντας την ίδια δουλειά με τους άντρες θα λάβουν ακριβώς τα ίδια με τους άνδρες ήταν τα εργατικά σωματεία.
Δεν ευθύνονταν το Κογκρέσο, δεν ήταν φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν ήταν η Εκκλησία. Ήταν η οργανωμένη εργασία. Αυτό ίσχυε τότε και ισχύει και σήμερα. Αν μια γυναίκα θέλει να βεβαιωθεί πως θα παίρνει τις ίδιες απολαβές με έναν άνδρα, το μόνο μέρος που αυτό είναι εγγυημένο είναι μέσα στο πλαίσιο κάποιας εργατικής ένωσης.
Αντίστοιχα, αντί να καταθέτουν συλλογές υπογραφών στο Κογκρέσο, ή να κάνουν διαμαρτυρίες στο Δημαρχείο, ή να εγγραφούν σε ομάδες γυναικείας αλληλεγγύης, ή να γράφουν καυστικά έξυπνα άρθρα γνώμης για τους New York Times, οι γυναίκες θα έπρεπε να αναλογιστούν να γίνουν απειλητικές. Θα έπρεπε να σκεφτούν να γίνουν εκείνο που οι άντρες τρέμουν, δηλαδή να αποκτήσουν δύναμη. Χρειάζεται να ενταχθούν σε σωματεία.
Αν οι γυναίκες δικαίως πιστεύουν ότι είναι άδικο για αυτές να παίρνουν 77 cents του δολαρίου συγκριτικά με όσα βγάζουν οι άνδρες, οι Φεμινίστριες χρειάζεται να εγκαταλείψουν τον αβρό διανοουμενισμό και τη ρητορική (ασχέτως πόσο εύγλωττη), και να κάνουν κάτι τρομακτικό. Χρειάζεται να ενστερνιστούν το «ξεπερασμένο».
Όλα αυτά έκανε το «διακοσμητικό Φεμινισμό» της Hillary Clinton κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της να φαίνεται τόσο υποκριτικό. Δε μπορούσε να τα έχει όλα. Δε μπορούσε να εξυμνείται και να προμοτάρεται από τη Wall Street και ταυτόχρονα να επιμένει ότι είναι υπέρ της «ισότητας των μισθών», γιατί αυτές οι δύο απόψεις είναι αντιφατικές. Η Wall Street αντιτίθεται στην ισότητα των μισθών. Η Wall Street είναι αντίθετη με τα εργατικά σωματεία. Λυπάμαι που το λέω, αλλά έτσι είναι και η Clinton.
*O David Macaray, συγγραφέας και δραματουργός.
**Μετάφραση: Μαρίνα Παπαδοπούλου, Πηγή: antapocrisis.gr
Εκτός από το να προσβάλει τα εκατομμύρια νέων γυναικών (κάτω των 35) που εκούσια επέλεξαν να υποστηρίξουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Bernie Sanders, η Albright έμμεσα προσέβαλε και την ίδια την Clinton, υπαινισσόμενη ότι ο κύριος λόγος να ψηφίσουν υπέρ της είναι το φύλο της, κάτι που χυδαία αναφέρθηκε από τους σχολιαστές ως ”vagina vote” (ψήφος μήτρας).
Το ψωνισμένο σχόλιο της Albright ήταν ένα από τα δύο πιο βλακώδη σχόλια που άκουσα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Το άλλο ήταν η απάντηση του Donald Trump όταν ρωτήθηκε από έναν ρεπόρτερ τι θα έκανε με τον ISIS, αν εκλεχθή πρόεδρος. Ο Trump απάντησε «Αυτό που θα κάνω με τον ISIS θα σοκάρει τον κόσμο!» Φυσικά, με τα μίντια να μην έχουν κότσια ως συνήθως, ο ρεπόρτερ δεν αμφισβήτησε αυτή την ηλίθια απάντηση.
Ανεξάρτητα από το τι κηρύττουν οι Ρεπουμπλικάνοι (και αλίμονο, οι Δημοκρατικοί) ως μέλη του Κογκρέσου – ανεξάρτητα από το τι θα μας έκαναν να πιστεύουμε παρουσιαστές ραδιοφωνικών εκπομπών, επιχειρηματίες, αντιεργατικοί προπαγανδιστές, ρεβιζιονιστές ιστορικοί, μαριονέτες των κυρίαρχων ΜΜΕ, και βολεμένοι κάτοικοι προαστίων, ήταν η δύναμη των εργατικών ενώσεων και η σιωπηρή απειλή της βίας που από μόνη της δημιούργησε την αμερικανική μεσαία τάξη.
Είναι γεγονός. Φυσικά, επειδή η δημόσια ανυπακοή και η «δύναμη» τείνει να είναι δύσκολη και τρομακτική – που δεν καταλαβαίνει από ωραία λόγια, σεμιναριακούς λόγους, «δηλώσεις αποστολής» και ασκήσεις ανάπτυξης ομαδικού πνεύματος – το Κατεστημένο θέλει να μας κάνει να πιστεύουμε ότι κάθε τι που ξεφεύγει από τα όρια της πολιτισμένης συζήτησης και βγαίνει στους δρόμους είναι αναξιοπρεπές, δυσάρεστο, και (το μεγαλύτερο ψέμα από όλα) αχρείαστο.
Εξετάστε την ιστορία. Η μεσαία τάξη δεν συνενώθηκε μέχρι την μεταπολεμική δεκαετία του 1950. Πριν από αυτό, η μεσαία τάξη δεν υπήρχε. Και αυτή η πλουσιοπάροχη δεκαετία τυχαίνει να είναι η ίδια δεκαετία που η ενωμένη εργατιά χτύπησε το υψηλότερο ρεκόρ της, με περίπου το 35% όλων των εργατών των ΗΠΑ να ανήκουν σε συνδικάτα.
Επιπλέον, αυτά τα εντυπωσιακά νούμερα δε λαμβάνουν καν υπόψη τους «λαθρεπιβάτες» οι οποίοι επωφελήθηκαν από τους εργοδότες που τους παρείχαν μισθούς συνδικάτων, προνόμια και εργασιακές συνθήκες ώστε να κρατήσουν μακριά τα σωματεία.
Συγκρίνετέ το με την αξιοθρήνητη κατάσταση που συναντάμε σήμερα, όπου μόλις το 6% των εργασιών του ιδιωτικού τομέα διαθέτει σωματεία. Για να πω την αλήθεια, ίσα που μπορεί κανείς να κατανοήσει – να συλλάβει το μυαλό του – την τρομερή επιρροή που μπορούσε να ασκήσει ο κόσμος της εργασίας μισό αιώνα πίσω ( παρά το πέρασμα του τοξικού νόμου Taft-Hartley Act, το 1947). Η ιδέα του να έχουν οι εργάτες και οι εργάτριες τόση ωμή δύναμη ακούγεται σαν φαντασίωση στο σήμερα.
Γεγονός που μας φέρνει στο Φεμινισμό. Στην ιστορία των ΗΠΑ, πηγαίνοντας πίσω στο 1920, τη χρονιά που οι ενήλικες γυναίκες απέκτησαν επιτέλους το δικαίωμα της ψήφου, στη μόνη δουλειά που ήταν απόλυτα εγγυημένο ότι οι γυναίκες κάνοντας την ίδια δουλειά με τους άντρες θα λάβουν ακριβώς τα ίδια με τους άνδρες ήταν τα εργατικά σωματεία.
Δεν ευθύνονταν το Κογκρέσο, δεν ήταν φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν ήταν η Εκκλησία. Ήταν η οργανωμένη εργασία. Αυτό ίσχυε τότε και ισχύει και σήμερα. Αν μια γυναίκα θέλει να βεβαιωθεί πως θα παίρνει τις ίδιες απολαβές με έναν άνδρα, το μόνο μέρος που αυτό είναι εγγυημένο είναι μέσα στο πλαίσιο κάποιας εργατικής ένωσης.
Αντίστοιχα, αντί να καταθέτουν συλλογές υπογραφών στο Κογκρέσο, ή να κάνουν διαμαρτυρίες στο Δημαρχείο, ή να εγγραφούν σε ομάδες γυναικείας αλληλεγγύης, ή να γράφουν καυστικά έξυπνα άρθρα γνώμης για τους New York Times, οι γυναίκες θα έπρεπε να αναλογιστούν να γίνουν απειλητικές. Θα έπρεπε να σκεφτούν να γίνουν εκείνο που οι άντρες τρέμουν, δηλαδή να αποκτήσουν δύναμη. Χρειάζεται να ενταχθούν σε σωματεία.
Αν οι γυναίκες δικαίως πιστεύουν ότι είναι άδικο για αυτές να παίρνουν 77 cents του δολαρίου συγκριτικά με όσα βγάζουν οι άνδρες, οι Φεμινίστριες χρειάζεται να εγκαταλείψουν τον αβρό διανοουμενισμό και τη ρητορική (ασχέτως πόσο εύγλωττη), και να κάνουν κάτι τρομακτικό. Χρειάζεται να ενστερνιστούν το «ξεπερασμένο».
Όλα αυτά έκανε το «διακοσμητικό Φεμινισμό» της Hillary Clinton κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της να φαίνεται τόσο υποκριτικό. Δε μπορούσε να τα έχει όλα. Δε μπορούσε να εξυμνείται και να προμοτάρεται από τη Wall Street και ταυτόχρονα να επιμένει ότι είναι υπέρ της «ισότητας των μισθών», γιατί αυτές οι δύο απόψεις είναι αντιφατικές. Η Wall Street αντιτίθεται στην ισότητα των μισθών. Η Wall Street είναι αντίθετη με τα εργατικά σωματεία. Λυπάμαι που το λέω, αλλά έτσι είναι και η Clinton.
*O David Macaray, συγγραφέας και δραματουργός.
**Μετάφραση: Μαρίνα Παπαδοπούλου, Πηγή: antapocrisis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου