της Ελένης Μαρκάκη
”Γνωρίζω την καταγωγή μου και ζω το χώρο μου. Δεν διαθέτω καμιά ευκολία να περνώ σε ξένα οικόπεδα. Η ανάγκη της προσωπικής μου έκφρασης ήταν πολύ πιο σοβαρή από κάθε είδους επιρροές. Αυτές έρχονταν δευτερότερες σε προτεραιότητα”.
Έτσι εκφράζεται ο Μιγάδης για το έργο του και την εν γένει στάση του. Παρουσιάζει τον εαυτό του με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο και απλώνει μπροστά μας τον προσωπικό του κόσμο, το έργο του, λέγοντας απλά: ”αυτός είμαι”.
Ανήκει στην κατηγορία των ζωγράφων που δηλώνουν ότι ζωγραφίζουν όπως ζωγραφίζουν επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Ζει στο χώρο του ”σαν μια ξεχωριστή περίπτωση μέσα στο σύνολο”, μια ξεχωριστή περίπτωση πάντως…
Με την πρώτη ματιά το έργο του απηχεί τις αξίες της νεοελληνικής ζωγραφικής όπως διαμορφώθηκαν μετά τη γενιά του Μεσοπόλεμου. Προέχει η ανάγκη για προσωπική έκφραση και η προσήλωση στις ειδικές ποιότητες της ζωγραφικής.
Η ζωγραφική του δεν λειτουργεί εγκεφαλικά, αποθαρρύνει τις επιτιδευμένες θεωρητικές αναλύσεις, αντιστέκεται σε εξειδικευμένες τεχνοτροπικές κατατάξεις και μερικές φορές ξεφεύγει από τις τρέχουσες τέχνο-ιστορικές τοποθετήσεις. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν θα εμπιστευόταν τέτοιες προσεγγίσεις που απομακρύνουν από την ουσιαστική λειτουργία της ζωγραφικής. Έχει μάλιστα δηλώσει επανειλημένα την αρνητική του γνώμη για τη ”φιλολογία που θολώνει τα νερά”. Δεν του αρέσουν οι ερμηνείες και αμφισβητεί τις εκτιμήσεις των ειδικών: ”Ας τα βρούν αυτά οι ”σοφοί”, πράγμα πολύ επικίνδυνο γι αυτούς και για μας χειρότερο, αν τους παίρνουμε στα σοβαρά και δεν έχουμε το κουράγιο να αδιαφορούμε”..
Γεννήθηκε το 1926 στο Ηράκλειο και άφησε την τελευταία του πνοή πριν από πέντε ημέρες, πλήρης ημερών, στα 91 του χρόνια, στο σπίτι του, στην Αθήνα.
Ένας σεμνός και αθόρυβος εικαστικός δημιουργός, που με ”τα σύνεργα του μυαλού και της καρδιάς” χάραξε την πολύχρονη εικαστική του πορεία.
Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο νεαρος Κρητικός πρόλαβε να γευτεί τον πρώτο καιρό των σπουδών του κάτι από τη διδασκαλία του Παρθένη που αποχώρησε από τη σχολή το 1947.
Στο μεταξύ είχε γνωριστεί με τον Τσαρούχη, o oποίος ήταν παλιότερος μαθητής του Παρθένη. Η τσαρουχική αισθητική ερχόταν σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ακαδημαικά πρότυπα. Συνδύαζε με προσωπικό τρόπο εικαστικές καινοτομίες της μοντέρνας ζωγραφικής με την εύστοχη χρήση στοιχείων απο τη βυζαντινή και λαική τέχνη. ”Για μας ήταν αποκάλυψη, ήταν πρωτοπορία” έλεγε ο Μιγάδης για τον Τσαρούχη.
ΤΟ 1953 κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα στο ξενοδοχείον ”Κεντρικόν”, όπου στεγαζόταν η γκαλερί Σρατηγοπούλου. ”Η ώχρα, το χοντροκόκκινο, το λουλακί και το πράσινο σπάνια έχουν χρησιμοποιηθεί με τόσην επιτυχίαν” διαβάζουμε στις κριτικές της εποχής.
Ένα χρόνο αργότερα το 1955 ήρθε η σκηνογραφία του ”Βυσσινόκηπου” στο θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Η συνεργασία με τον Κουν συνεχίστηκε μέχρι το 1959 σε πέντε παραστάσεις. ΤΟ 1958 σκηνογράφησε τέσσερα έργα διεθνούς ρεπερτορίου και το ”φυντανάκι” του Χορν για το ”Ελεύθερο Θέατρο ” του Τριβιζά.
Ο Μιγάδης δημιούργησε σκηνικά και κοστούμια για μια σειρά αξιόλογων θεατρικών παραστάσεων τις επόμενες δεκαετίες. Οι σκηνογραφίες του ξεπερνούν τις ενενήντα. Συνεργάστηκε διαδοχικά και επανειλημμένα με όλα σχεδόν τα ”ιερά τέρατα” του ελληνικού θεάτρου, με τον Αλέξη Δαμιανό, τη Μαριέττα Ριάλδη, τον Αλεξανδράκη, την Έλλη Λαμπέτη, το Μάνο Κατράκη, τους Γιάννη Φέρτη- Ξένια Καλογεροπούλου, το Θανάση Μυλώνα κ.α Τα χρόνια της μεταπολίτευσης είχε τακτική συνεργασία με με κρατικούς θιάσους, το Εθνικό Θέατρο και το ΚΘΒΕ. Αγάπησε αυτή την τέχνη και την υπηρέτησε με αφοσίωση είτε σε μεγάλες παραστάσεις είτε σε μικρότερες, συχνά πρωτοποριακές, με έργα κλασσικά ή σύγχρονα ελληνικά ή ξένα.
Αλλά δεν ασχολήθηκε μόνο με το θέατρο αλλά και με τον κινηματογάφο. Έξι ταινίες από το 1956 έως το 1967. Ξεκινώντας με το ”o Χριστός ξανασταυρώνεται” του Ντασσέν, στο πλευρό του Τσαρούχη, ακολούθησαν συνεργασίες με τον Ροβήρο Μανθούλη, τον Ζώη και τον Σαβίλ.
Στο Παρίσι βρέθηκε αρχές 1960 για σπουδές σκηνογραφίας και ενδυματολογίας στην περίφημη Arts Deco.
Δίχως αμφιβολία η σκηνογραφική δουλειά γονιμοποιεί τη φαντασία του ζωγράφου,του επιτρέπει να απλώσει το έργο του στον τρισδιάστατο χώρο, να δει με άλλο μάτι το φως τα χρώματα, τη σχέση του με τους θεατές.
Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα , ευχάριστα και χρήσιμα, δεν συγκρίνονται όμως με το αυτόνομο ζωγραφικό έργο. Στην πορεία ο Μιγάδης αραίωσε σιγά-σιγά τις θεατρικές συνεργασίες για να αφιερωθεί πιο ολοκληρωτικά στη ζωγραφικη. Ίσως να ένιωσε ότι η σκηνογραφική δουλειά ”έκλεβε” χρόνο απο τη ζωγραφική του.
”Η ζωγραφική παιδί μου είναι φαγάνα, σου τρώει ολο το χρόνο, δεν σε αφήνει να κάνεις τίποτε άλλο, κι εγώ οταν έκανα σκηνικά για καιρό δεν μπορούσα να ζωγραφίσω” έλεγε…
Οι εκθέσεις ζωγραφικής που ακολούθησαν το 1970 και το 1974 είχαν θεματική προερχόμενη από παλιές φωτογραφίες αστικών οικογενειών, σαν αυτές που βρίσκει κανείς στα παλαιοπωλεία.
”Χρόνια μαζεύω ξεθωριασμένες φωτογραφίες, ενθύμια, κόκκινα βελούδινα άλμπουμ, αρώματα, νεκρούς… Καρφιτσώνω το χρόνο με μεταξωτές κλωστές και σύνεργα του μυαλού και της καρδιάς… Έχω πλήθος από δαύτα που μοιάζουν με τη μνήμη του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Έχω τις φωτογραφίες, συντρόφους που με γεμίζουν αγαλίαση, μα και με καταδυναστεύουν”…
Μη φανταστείτε όμως στα έργα αυτά τίποτα ρομαντικές αναπολήσεις περασμένων εποχών, ή ακόμα και αναφορές στις ”ρίζες”. Στα έργα του Μιγάδη η εικόνα εχει μεταμορφωθεί σε σχόλιο της αστικής αυταρέσκειας, αν και χωρίς τη σκληρή επιθετικότητα που χαρακτήριζε τα συνήθη κριτικα σχόλια της εποχής. Έβλεπες τους προ πολλού μεταστάντες προγόνους , άνδρες, γυναίκες παιδιά, ολόσωμους και καμαρωτούς με τα ευπρεπή ενδύματα των αρχών του αιώνα, οχι ακριβώς όπως τους είδε τότε ο φακός του φωτογράφου, αλλά με το ανήσυχο μάτι του ανθρώπου που κληρονόμησε τις αμαρτίες και τη μιζέρια τους.
”Υπάρχει φυσικά στόχος σε μιά καλλιτεχνική πράξη. Αλλά μόνο ο σκοπός δεν δικαιώνει τα μέσα. Μονος ο στόχος δίχως κάλυψη, δίχως δικαίωση, γίνεται μια κουραστική θεωρία και μένει μονο το μανιφέστο. Είναι δύσκολο να τολμάς τα αθόρυβα και να κωφεύεις στις κραυγαλές σειρήνες, τα ομαδικά και ”εγγυημένα” ρεύματα. Έτσι βέβαια εξασφαλίζεις την αδιαφορία των ”προοδευτικών” και των φοβισμένων, μη δε φανούν προοδευτικότεροι των προτύπων”, έγραφε ο Μιγάδης το 1980…
Ο Μιγάδης ανήκει σε μια κατηγορία καλλιτεχνών που δεν εντάσσονται τυπικά σε κάποιο ρεύμα, αλλά διατηρούν ουσιαστική επαφη με το σφυγμό της εποχής τους. Ανήκει σε αυτούς που δεν αποστρέφουν το πρόσωπο τους, ούτε περιρίζονται στην εξωτερική παρατήρηση. Βιώνουν τα πράγματα με τον δικό τους τρόπο, τά νιωθουν σαν μέρος του εαυτού τους. Εξάλλου οι φορτισμένες εικόνες του απέχουν έτη φωτός από τα απρόσωπα μαζικά ντοκουμέντα της νεορεαλιστικής ζωγραφικής. Το κοινωνικό σχόλιο του που ναι, υπάρχει, δεν αφορά καταρχήν την τρέχουσα επικαιρότητα. Μοιάζει μεν να σχολιάζει τις καταβολές της άρχουσας τάξης, τους καθώσπρέπει προγόνους των σημερίνων εξουσιαστών, αλλά στη πραγματικότητα μιλάει για τις δικές του (και τις δικές μας) καταβολές, για τους κορσέδες και τα σφικτά κολάρα, που νιώθουμε ακόμα να μας πιέζουν, κι ας έχουν λειώσει προ πολλού μέσα σε ξεχασμένους τάφους. Η κριτική του λοιπόν είναι έμμεση.
Τα πρόσωπά του και τα σώματα , ούτε ωραία, ούτε αθώα, ούτε καθόλου ρομαντικά, έχουν υποστεί παραμορφώσεις όσο χρειάζεται για να σχηματοποιηθεί η ταλαιπωρημένη φυσιογνωμία τους. Πολύ σωστά και μετρημένα, ο ζωγράφος αφήνεται σε ένα ειδος ”λαικότητας” για να απεικονίσει τους αστούς νοικοκυραίους. Το κάνει αυθόρμητα όχι για να τους ντροπιάσει, μόνο για να μοιραστεί τη θλίψη τους. Έτσι οι φωτογραφισμένοι του παλιού καιρού γίνονται ”φίλοι άσπονδοι και ποζάρουν μαζί του, σαν σε ”έναν καθρέφτη σαλονιού που ξεχάστηκε ζαλισμένος απο μουσική tango”.
Ενα πολύ σημαντικό θεματικό κομμάτι στη δουλειά του Μιγάδη κατέχουν και τα αντικείμενα, τα ”άψυχα”, όπως τα αποκαλεί ο ίδιος. Οπως έγραφε ο καλλιτέχνης το 1992, ”η άφωνη συμπαράστασή τους έγινε η γέφυρα του χρόνου, τα τηλέφωνα ανεξιχνίαστων ήχων”. Μέσα σε ένα κλίμα που κάποτε θυμίζει μαγικό ρεαλισμό, ο καλλιτέχνης παίζει συχνά με παράταιρες συνευρέσεις αντικειμένων που ξαφνιάζουν. Οι θαμπές ματιέρες που φέρνουν, θαρρείς, πάνω τους την πατίνα του χρόνου, η συνήθως ήπια, διακριτική τονικότητα και το μαλακό φως που αγκαλιάζει το χώρο και τα πράγματα, δημιουργούν την αίσθηση της οικειότητας και ταυτόχρονα υποδηλώνουν την ψυχολογική εγγύτητα του ζωγράφου με το θέμα.
‘Τα θέματά μου καμιά φορά είναι ασήμαντα, γίνονται όμως σημαντικά από τον τρόπο που επικοινωνώ εγώ μαζί τους. Τα συνθέτω. Εχω αμέτρητα πράγματα στο ατελιέ, τα οποία ζουν μαζί μου, είναι σύντροφοί μου. Η ζωγραφική είναι για μένα το ίδιο όπως τρώω, αναπνέω, αγαπώ. Είμαι ρεαλιστής, αλλά με ένα φίλτρο δικό μου. Δε φωτογραφίζω, κάνω απεικονίσεις μέσα από τη δική μου όραση, τις δικές μου αισθήσεις”.
Σ’ αυτό το πνεύμα κινούνται και τα τοπία του, έργα που αναφέρονται στον αστικό, κατοικημένο χώρο, καθώς και στο φυσικό τοπίο, κυρίως το θαλασσινό. Εξαιρετικός σχεδιαστής με μεγάλη χρωματική ευαισθησία, ο Γ. Μιγάδης δημιουργεί μεγάλες ενότητες με ”Εσωτερικά” και ”Ακάλυπτους”, ενώ τα ”τοπία” του αποτελούν ”καταφύγια – λίκνα, συμπυκνωμένα από σιωπή ή μουσική πέτρινη, από νερό, φως ή τη φωνή των Σειρήνων”.
”Αγαπώ πολύ τη φύση, τη θάλασσα, τα τοπία που έχουν και μια μεταφυσική οπτική αίσθηση. Δεν τα κάνω εκ του φυσικού. Τα βλέπω πάρα πολύ καλά, τα γνωρίζω σε βάθος και μετά γίνονται από μνήμης. Διότι η ζωγραφική είναι μια ποίηση, μια απογείωση, και το θέμα δεν είναι αυτό που είναι, αλλά αυτό που βλέπουμε κάθε φορά. Γι αυτό και κάθε καλλιτέχνης μπορεί να βλέπει άλλα πράγματα. Η ειλικρίνεια μετράει. Αν δεν είσαι ειλικρινής δεν πείθεις ούτε τον εαυτό σου ούτε τους άλλους”…
ο Νίκος Καρούζος έλεγε: ”Ο Γιάννης Μιγάδης ανήκει σε μια συστοιχία ζωγράφων ενός ”ελληνόπρεπου” λυρικού ρεαλισμού, με κανονικότητες που προσφέρονται, θα έλεγα, ωσάν ”ηρεμιστικά” της δράσης. Αυτός ο τρόπος εικαστικής συμπεριφοράς, χωρίς να μεταβάλλει σε περιπέτεια το χρωστήρα, κομίζει ενδιαφέρουσες οπτικές απολαύσεις. Άλλωστε γνωρίζουμε πόσο περίπλοκο είναι το φαινόμενο της καλλιτεχνικής συνείδησης, πόσα αίτια συμπλέκονται στην κάθε συγκεκριμένη δημιουργική ”διαμόρφωση”, και τι λαβύρινθος καθορίζει τη διαλεκτική σχέση του ”έσω” με του ”έξω”…
”Η ζωγραφική του Μιγάδη δεν επιδέχεται κατατάξεις σε σχολές και κινήματα. Καλλιτέχνης της εποχής του αλλά όχι εγκλωβισμένος σ’ αυτήν, σε εγρήγορση μπροστά στα “σημεία των καιρών” αλλά κρατώντας πάντα μια απόσταση -όπως έχει τεκμηριωμένα καταδείξει η Μάρθα Χριστοφόγλου στη μονογραφία της για το ζωγράφο- με στερεή εικαστική παιδεία από τον Παρθένη, με κάποιες καταβολές στον Τσαρούχη, με φόντο τη ζωγραφική της “ελληνικότητας” και με γόνιμη θητεία στο θέατρο, ο Γιάννης Μιγάδης χάραξε με συνέπεια έναν πολύ προσωπικό, αναγνωρίσιμο δρόμο, που έχει ενσωματώσει δημιουργικά τους προσωπικούς του και τους ιστορικούς χρόνους. Οι οξύτατες κεραίες μιας δεκτικής όσο και καλλιεργημένης ευαισθησίας, ένα γερό ένστικτο, ένα διεισδυτικό και συχνά κριτικό βλέμμα σε καταστάσεις και πράγματα, ένα πλούσιο ιδιοσυγκρασιακό υπόστρωμα αλλά και φίλτρα που ελέγχουν και επεξεργάζονται την πρωτογενή συγκίνηση, όλα αυτά είναι ευανάγνωστα μέσα στο έργο του Μιγάδη. Ένα έργο που στοιχειοθετεί μια σύνθετη, πολυδιάστατη σχέση με τον άνθρωπο και με τον κόσμο. Ένα έργο που οξύνει τη νεοελληνική ευαισθησία μας, που ενεργοποιεί τη βιωματική αλλά και την πολιτισμική μας μνήμη.” λέει η ιστορικός Τέχνης Αφροδίτη Κούρια στο βιβλίο της ”Γιάννης Μιγάδης: Το χρώμα της μνήμης”.
Πηγές:
— ”Γιάννης Μιγάδης”. Μάρθα-Ελένη Χριστοφόγλου, Κ. ΑΔΑΜ Εκδοτική
–Αφροδίτη Κούρια, ”Γιάννης Μιγάδης: Το χρώμα της μνήμης”, εκδόσεις Μουσείου Μπενάκη, 2008
–Το απόσπασμα του Ν. Καρούζου είναι από το βιβλίο ”Γιάννης Μιγάδης” των εκδόσεων Βικελλαία Βιβλιοθήκη του Δήμου Ηρακλείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου