Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Ξεριζωμός Ιφιγένεια Χρυσοχόου

Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1922 σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα και τραγικά με την μικρασιατική καταστροφή. Όσοι από τον μικρασιατικό ελληνισμό δεν αιχμαλωτίστηκαν και δεν σφαγιάστηκαν οδηγήθηκαν στην προσφυγιά και ξεριζώθηκαν μια για πάντα από τις πατρογονικές τους εστίες. Πολλοί συγγραφείς και ποιητές έχουν διασώσει μέσα από τα κείμενα και τους στίχους τους τις μέρες και τα έργα των μικρασιατών, αλλά και τον πόνο και την οδύνη της καταστροφής και του ξεριζωμού.
Ξεχωριστή συγγραφέας της πρώτης γενιάς λογοτεχνών που έγραψαν για τη Μικρά Ασία είναι η Ιφιγένεια Χρυσοχόου. Γεννημένη το 1909 στη Μαινεμένη της Μικράς Ασίας οδηγήθηκε με την οικογένειά της στην προσφυγιά και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Από τα πιο σημαντικά της έργα είναι η μικρασιατική τετραλογία: «Πυρπολημένη Γη» (1973), «Μαρτυρική Πορεία, το χρονικό της ομηρίας 1922 – 1924» (1974), «Ξεριζωμένη Γενιά, το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη» (1977) και «Εδώ Σμύρνη ….Εδώ Σμύρνη» (1985). Τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Κ. και Ελ. Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, τον Επαινο της Ακαδημίας Αθηνών, το Αρώνειο Έπαθλο της Ένωσης Σμυρναίων, το Βραβείο της Εστίας Νέας Σμύρνης και το Βραβείο Ειρήνης και Φιλίας “Ιπεκτσί”.

Ιφιγένεια Χρυσοχόου

Έφυγε από τη ζωή στις 3 Σεπτεμβρίου του 2008.

* * *

…Με το τελευταίο σπρώξιμο, βρέθηκαν πια στο καράβι, ξεσκισμένοι, καταματωμένοι, ξεμαλλιασμένοι. Ούτ’ ένα μπογαλάκι μαζί τους…Κι οι πιο πολλοί άντρες να λείπουν…

Και σαν ξεκίνησε το καράβι, και σιγουρεύτηκε η ψυχή, και ξελαγάρισε το μυαλό, τότε, απ’ τ’ ανθρώπινα ρημάδια, που ξεριζώνονταν απ’ τον τόπο τους, ένα ουρλιαχτό άρχισε να βγαίνει και να σκίζει τον αγέρα. Ένα ουρλιαχτό που’ γινε θρήνος και μοιρολόι για τους άντρες, που έμειναν στα χώματα τους, και που ίσως ποτέ δε θα ξανάβλεπαν πια.[1]

Κάποτε σταμάτησε ο θρήνος και το μοιρολόι. Μονάχα λυγμοί κι αναφιλητά ταράζουν τ’ ανθρώπινα ρημάδια. Αυλακιές στα μάγουλα η καυτή αρμύρα απ’ τα μάτια. Τρεμουλιάζουν τα σφαλιγμένα στόματα. Πηχτή χολή το σάλιο. Αγκάθια, οι πρησμένες αμυγδαλές, ξεγδέρνουν το λαρύγγι. Αγκομαχά το καράβι απ’ το φορτωμένο πόνο.

Όταν έκανε να μερώσει ο δαρμός της ψυχής, άρχισαν οι ανάγκες του κορμιού. Ο ένας θέλει να πάει προς νερού του. Ο άλλος διψάει. Το παιδί ζητάει να φάει. Ο γέρος πονάει. Πού όμως να κουνηθείς; Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Φίσκα αμπάρι, μηχανές, κάτω, γύρω, παντού.

Μερικοί, κουρνιασμένοι στις άκρες, ξεσκεπάσανε τα κεφάλια. Βγάλανε τα γυναικεία ρούχα. Είναι άγουρα παλικαράκια κι ώριμοι άντρες. Καταφέρανε να ξεγλιστρήσουν ανάμεσα απ’ τους Τούρκους. Οι τυχερές δε σκέφτουνται τη συμφορά. Ποιος λογαριάζει αν χάθηκε το βιός; Ποιος αν ξεριζώθηκαν; Ξέρουν, γρήγορα θα γυρίσουν πίσω. Φτάνει που έχουν τους άντρες κοντά τους. Όμως ακόμα φοβούνται.

– Σε στενοχωρούν τα ρούχα, Θοδωρή, και βιάστηκες να τα βγάλεις;

– Με στενοχωρούν, γυναίκα. Θέλω να πάω να κατουρήσω. Δε θα τα καταφέρω με τη φούστα και το γυναικείο βρακί.

Πέταξε κι ο Πέτρος το τσεμπέρι. Πάει να βγάλει τα ψεύτικα στήθια.

– Μη, παιδί μου, μη, αγόρι μου. Κάνε λίγη υπομονή. Να ξεμακρύνει το καράβι, τρέμει η μάνα του.

– Ακόμα υπομονή; Τρεις μέρες είμαι μασκαρεμένος. Πανάθεμά σας, παλιοτουρκαλάδες, πώς μας καταντήσατε…

Ο Κιρκόρ, ο Αρμένης, τυλιγμένος στα σαλβάρια, δεν κοτάει να κουνηθεί.

– Έλα, πατέρα. Βγάλε τα μαγουλίκια. Ν’ ανασάνεις λίγο. Έλα, πέρασε πια ο κίνδυνος, παρακαλάει η κόρη του η Τακουή.

– Άσε, να πατήσουμε πρώτα σ’ ελληνικό χώμα.

Ατσάλι τρεμουλιαστό η θάλασσα, τινάζει νερένιες σπίθες. Ένα δελφίνι κάνει βουτιές.

– Ένα μεγάλο ψάρι. Ένα μεγάλο ψάρι, φωνάζουν κάτι παιδιά κολλημένα στην κουπαστή που ξέχασαν κιόλας τη συμφορά.

-Είναι δελφίνι, λέει ο Αντρίκος απ’ το Κορδελιό, που ο θείος του είχε ψαράδικο.

– Πού το ξέρεις;

– Έχω ταξιδέψει με το θείο μου. Νάτον, εκεί.

– Κι άλλο δελφίνι.

– Πούν’ το;

– Πάει, τώρα χάθηκε.

Χτυπιέται το κύμα στα μάγουλα του καραβιού. Αφρολογά το νερό και ραντίζει αρμύρα.

Η Χατζηνάσιου με τα οχτώ παιδιά της κοίτεται σε μιαν άκρη. Ο άντρας της δεν κατάφερε να μπει στο καράβι. Την τελευταία στιγμή έμεινε όξω. Πρόφτασε ν’ αρπάξει ο Κλήτος απ’ τα χέρια του το Λευτεράκη. Σα χαμένος απόμεινε εκείνος να κοιτάζει με το φακιόλι και τα γυναικεία ρούχα. Φώναζε, τσίριζε η γυναίκα του απ’ την κορφή της ανεμόσκαλας. Τραβούσε τους ναύτες απ’ τα μανίκια. Έδειχνε με τα χέρια προς το μέρος του. Τίποτα. Κάποια στιγμή τον έχασε απ’ τα μάτια της. Ρουφήχτηκε απ’ τ’ αλαφιασμένο μπουλούκι.

Ξαφνικά σφύριξε η μπουρού. Έβαλε μπρος η μηχανή. Ξεκίνησε το καράβι. Ουρλιάζει, δέρνεται το γυναικομάζωμα. Μετά ήρθε ο θρήνος και το μοιρολόι.

Πόσες ώρες είναι που ξεκίνησαν; Η Νάσαινα ακόμα κλαίει. Μετράει και ξαναμετράει τα παιδιά της.Δόξα Σοι ο Θεός, σωστά είναι.

Κοντά της μια μικρή γυναίκα βαστάει ένα λεχούδι. Ώρα παιδεύεται να το βυζάξει.

– Από χτες έχει να φάει, παραπονιέται η νέα μητέρα.

– Μη στέρεψε το γάλα σου;

– Να, κάτι στάζει, ζουπάει με τα δυο δάχτυλα το βυζί.

– Δοκίμασε πάλι. Τι θαρρείς; Έχασε κι αυτό τη βολή του.

Το χέρι οδηγεί τη ρόγα στο σφαλισμένο στόμα. Εκείνο δε λέει να τ’ ανοίξει. Η ρόγα σεργιανά στα ξασπρισμένα χειλάκια. Τα πασπατεύει. Ψάχνει να βρει δρόμο να χωθεί. τρεμοσάλεψε το στοματάκι. Πρόφτασε η μάνα να το μπουκώσει με τη ρόγα της. Μια ρουφηξιά. Δυο ρουφηξιές. Ξαφνικά σταμάτησε το μωρό να βυζαίνει. Ανησυχία την αντάριασε. Γυροφέρνει τη ρόγα με τα δάχτυλα μέσα στο στόμα. Την κουνά πέρα δώθε. Είναι πρωτάρα. Δεν έχει χρόνο παντρεμένη. Τώρα μπήκε στα δεκαοχτώ. Θυμάται, πριν ένα μήνα, όταν της είχε βάλει για πρώτη φορά η μαμή το μωρό στο πλάι της, σαν παλαβό έψαχνε το ορθάνοιχτο στοματάκι του να βρει τη ρόγα. Κι όταν τη βρήκε, την άρπαξε λιμασμένα. Τη σφήνωσαν τα χειλάκια και την πιπίλιζαν σφιχτά σφιχτά, λες και χρόνια το δασκάλευαν πώς να βυζαίνει. Τώρα η ρόγα της έμεινε φυλακισμένη στο στοματάκι του. Θεέ μου, σα να μη σαλεύει το μωρό! Ένα σύγκρυο γλίστρησε στα σωθικά της. Πασπατεύει το κορμάκι του. Ξυλιασμένο, μπούζι.

– Το παιδί μου, το παιδί μου! Χριστιανοί, πέθανε το παιδί μου, φωνάζει και περιμένει να της πουν ότι είναι ψέματα.

Η Νάσαινα κοιτάει να την παρηγορήσει.

– Είναι αβάφτιστο, ασαράντιστο, δέρνεται η μικρή μάνα. Ψυχή μου, τζιέρι μου, ούτε παπά να σε διαβάσω, ούτε γης να σε θάψω. Τι θα πω στον πατέρα σου, όταν σμίξουμε;

– Σταμάτα πια. Τ’ αγάπησε ο Θεός, το γλίτωσε. Ποιος ξέρει τι μας μέλλεται εμάς…κλαψουρίζουν οι γυναίκες τριγύρω.

Το πήρε μια γριά. Του σταύρωσε τα χεράκια. Το τύλιξε σ’ ένα μποχτσά. Ετοιμάστηκε να το πετάξει στη θάλασσα.

– Όχι, όχι, τ’ αρπάει η μάνα. Δεν αφήνω το παιδί μου αδιάβαστο κι άταφο.

Το σφίγγει στην αγκαλιά της. Γέρνει το κεφάλι της απάνω του και μένει ασάλευτη.

Το μεσημέρι μοίρασαν παστές σαρδέλες, κασκαβάλι και γαλέτες. Στα μωρά δώσανε μπισκότα και γάλα του κουτιού. Ύστερα απ’ το φαΐ, όλοι το ρίξανε στο νερό.

Η Ιφιάνασσα ζεστάθηκε πολύ. Δυο φουστανάκια φοράει. Το έν’ απάνω στ’ άλλο. Το μπλου το μαρνέρ με τ’ άσπρα σειρήτια. Από μέσα την καινούργια της σαντακρούτα. « Φορέστε όσο πιο πολλά ρούχα μπορείτε», έλεγε η μαμά, την ώρα που ετοιμάζονταν να φύγουν απ’ το Νταραγάτσι. «Ποιος ξέρει τι μας περιμένει στον ξένο τόπο». Τρία βρακάκια και τρία πουκαμισάκια φόρεσε η Ιφιάνασσα. « Σαν τουλούμι έγινες», την κοροϊδεύανε τ’ αδέρφια της.



Σηκώθηκε απάνω. Έβγαλε το μαρνέρ. Έμεινε με τη σαντακρούτα. Κοιτάζει τα πόδια της. Μονάχα ένα παπούτσι φοράει. Το άλλο έμεινε χτες στο δρόμο, στο «Και». Ο κόσμος σκουντούσε και σκουντιόταν. Όλοι πάσκιζαν να φτάσουν στην αποβάθρα. Εφτά ελληνικά βαπόρια στη θάλασσα περίμεναν να φορτώσουν. Έσπρωχνε ο κόσμος με την ελπίδα να μπαρκάρει. Στην αγωνία, μη μείνει κανείς όξω, έσπασε η ζώνη. Έπηξε ο δρόμος. Ένα αυτοκίνητο με Τούρκους αξιωματούχους τρέχει. Τίποτα δε λογαριάζει. Όποιον κόψει. Θα την πατούσε την Ιφιάνασσα, αν την τελευταία στιγμή δεν την άρπαε ο πατέρας. Η ρόδα τής άγγιξε το πόδι. Παράσυρε το παπούτσι. Ύστερα από ώρες, φτάσανε στην αποβάθρα. Τα έξι βαπόρια φορτώσανε και φύγανε. Έμεινε το τελευταίο. Ποιος όμως θα πρωτομπεί; Χιμήξανε όλοι μαζί. Μια ανθρώπινη μάζα που’ ναι αγωνία, ταραχή, τρόμος κι απόφαση, τσαλαπατιέται και ζουπιέται.

Φόρτωσε και το τελευταίο καράβι. Οι πιο πολλοί μείνανε όξω. « Δεν αντέχω άλλο», λέει μπαϊλντισμένη η μαμά. « Ας γυρίσουμε πίσω». « Όχι, όχι, μαμά, παρακαλούσε η Ιφιάνασσα, ας μείνουμε. Τώρα θα μπούμε απ’ τους πρώτους». « Ας μείνουμε», είπε ο πατέρας. « Εδώ είναι πιο σίγουρα. Περάσαμε τόσες και τόσες ζώνες. Ξεφύγαμε τόσες φορές απ’ τον κίνδυνο…Δεν ξέρεις, μπορεί να’ χουμε τύχη να καταφέρουμε να φύγουμε με το επόμενο βαπόρι».

Ολόκληρη τη νύχτα περιμέναμε στην αποβάθρα. Τα ξημερώματα πλεύρισε ένα ρούσικο καράβι. Με το τελευταίο σπρώξιμο, βρέθηκαν μέσα. Δεν πρόφτασε να μπει ο πατέρας. Εκεί έμεινε. Αν τον πάρουν οι Τούρκοι; Αν τον σκοτώσουν; βούρκωσε η Ιφιάνασσα. Θέλει να κλάψει δυνατά. Έκλεισε τα μάτια και σκεφτόταν τον πατέρα.

Πόση ώρα πέρασε; Μπορεί και να την πήρε ο ύπνος.

Όταν άνοιξε τα μάτια, κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος. Ατλάζι λουλακί η θάλασσα, πήρε να κοκκινίζει. Λίγα άσπρα συννεφάκια γίνανε φλόγες. Άναψε ολόκληρος ο ουρανός. Πανηγύρι της φωτιάς ο ορίζοντας.

Πάντα ξελογιαζότανε με το ηλιοβασίλεμα η Ιφιάνασσα. Όμως ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα, πρώτη φορά της βλέπει. Ζαλίστηκε απ’ την ομορφιά. Ξέχασε τη θέση τους.

Κάποτε άρχισε να μουνταίνει ο ουρανός. Έγινε μαβής. Ύστερα μολυβής. Μολυβιά κι η θάλασσα. Όλα σκούραιναν, σκούραιναν, ώσπου τα κουκούλωσε το σκοτάδι.

Ξάφνου πήρε να φυσά. Κουνήθηκε το καράβι.

– Φτάσαμε στο Τσανταρλί. Σε λίγο θα’ μαστε στη Μυτιλήνη, ακόυστηκε μια φωνή.

Η Ιφιάνασσα θυμήθηκε τον Αντώνη το Φωκιανό, που χάθηκε με το καΐκι του στο Τσανταρλί.

Σαν πας στο Τσανταρλί,

βάστα λιβάνι και κερί,

λέγανε οι γυναίκες κάθε φορά που φεύγανε δικοί τους. άσχημο πέρασμα. Αλίμονο αν βρεθούν πλεούμενα με κακοκαιριά εκεί.

Ο αγέρας δυναμώνει. Ένα απότομο τράνταγμα τίναξε τον κόσμο. Πατάει τις φωνές η γυναίκα με το πεθαμένο μωρό στην αγκαλιά.

– Σπλάχνο μου, καρδιά μου.

Σαν να’ ταν σύνθημα άρχισαν κι άλλες.

– Παιδί μου.

– Πατέρα.

– Γιόκα μου, γιόκα μου, θα σε ξαναδώ άραγε;

– Κοριτσάκι μου, πού να ‘σαι; Καλύτερα να πεθάνεις παρά να τουρκέψεις.

Μπήγουν τα κλάματα τα μωρά. Πατάνε τις φωνές τα παιδιά. Ξαναρχίζουν οι γυναίκες το μοιρολόι. Ο άνεμος δυναμώνει…Αγρίεψε η θάλασσα. Ταρακουνιέται το καράβι. Τσιριές, κλάματα, βογκητά χτυπάνε τη νύχτα. έσμιξε ο θρήνος των ανθρώπων με το μούγκρισμα των κυμάτων, το πάλαιμα των στοιχειών. Σπάραζε το σκοτάδι.

Το πρωί, ησυχία. Ασπρογάλανη γαλήνη στην πλάση. Σε λίγο βάφτηκαν τα νερά τριανταφυλλιά. Κι όταν ο ήλιος ανέβηκε, τρεμούλιαζαν φως και ασήμι.

Μοίρασαν γαλέτες και κεφαλοτύρι για πρωινό.

– Ρίξε το παιδί στη θάλασσα. Δεν καταλαβαίνεις; Όπου να’ ναι θ’ αρχίσει να μυρίζει, λένε στη γυναίκα με το πεθαμένο μωρό.

– Όχι, όχι, δέρνεται εκείνη.

– Μα αφού πέθανε πια.

Σαν είδε ότι δε γίνεται αλλιώς, άρχισε να παρακαλεί.

– Ας το διαβάσει τουλάχιστον ένας παπάς.

– καλέ, τι τον θέλετε τον παπά; Αυτό είναι αγγελούδι. Δεν έχει αμαρτίες, λέει μια μεσόκοπη με άσπρα μαλλιά.

Αρπάει το παιδί απ’ την αγκαλιά της μάνας, δένει τον μποχτσά που ήτανε τυλιγμένο, το σταυρώνει με το χέρι και το ρίχνει στη θάλασσα. Ένα «μπλουμ» ακούστηκε. Το «μπλουμ» μπουνιά χτύπησε τα σπλάχνα της Ιφιάνασσας. « Παναγίτσα μου, πάει το μωρό…Τώρα; Αν το φάνε τα ψάρια; Μπορεί να το τρώνε κιόλας…». Νιώθει τα δόντια τους στο κορμί της. Πάγωσε. Όχι, όχι… « Αυτό είναι αγγελούδι» είπε η γυναίκα με τ’ άσπρα μαλλιά. Πώς είναι αγγελούδι, αφού είναι αβάφτιστο; Δεν της είχε πει η Βαγγελίτσα, τότε στο αμπέλι τους, ότι τα αβάφτιστα παιδιά δε γίνονται αγγελούδια;

Ξαφνικά ένας γλάρος πέταξε. Ζυγιάζει τα φτερά του στο μέρος που’ πεσε το παιδί. Βουτάει στα νερά. Σε λίγο σηκώνεται. Οι κάτασπρες φτερούγες μοιάζουν με φτερούγες αγγέλου. Λες, αυτός ο γλάρος να’ ναι αγγελούδι; Και βέβαια είναι. Είναι η ψυχή του μωρού που πέθανε. Χάρηκε η Ιφιάνασσα στη σκέψη ότι το παιδί έγινε αγγελούδι. Ο γλάρος έκανε λίγους κύκλους ακόμα και πέταξε ψηλά.

Κάμποσες γυναίκες σηκώθηκαν και ψάχνουν. Πολλές βρήκαν συντοπίτες και γνωστούς. Άλλες σμίξανε με τους δικούς τους, που είχαν χάσει στην ανεμομπουμπούλα του φευγιού. Οι πιο πολλές δε σάλεψαν απ’ τη θέση τους.

Η Μερσίνα ούτε κουνήθηκε. Πέτρα ριζωμένη, κοιτάει με γυαλωμένα τα μάτια. Κανένας σπασμός στο μούτρο. Η Μερσίνα δεν έκλαψε, δεν τσίριξε. Δε δάρθηκε, σαν τις άλλες, όταν βρέθηκε πεταμένη στο καράβι.

– Μερσίνα, Μερσίνα, τη γνώρισε η συμπατριώτισσά της η Μαρία.

Η Μερσίνα δε γυρίζει το κεφάλι.

– Μερσίνα, γιατί δε μου μιλάς;

Η Μερσίνα, ασάλευτη, δε βλέπει, δεν ακούει.

– Μερσίνα, καταλαβαίνω, θα πήρανε τον άντρα σου…Όλοι μας τα ίδια πάθαμε. Ο Θεός θα βοηθήσει. Κάνε υπομονή. Έλα. Δε βλέπω τα παιδιά σου; Μερσίνα, βουβάθηκες;

Η Μερσίνα είναι απ’ τη Μαγνησία. Με το τελευταίο τρένο έφτασε με τον άντρα της και τα τρία παιδιά της στη Σμύρνη. Πριν απ’ τη φωτιά τούς οι Τούρκοι στην Πούντα. Διατάζουν τον άντρα της να τους ακολουθήσει. Εκείνος έκανε ν’ αντισταθεί. Με την πρώτη σφαίρα έπεσε. Ετοιμάζονται να σκοτώσουν τα παιδιά, άλλοι ν’ ατιμάσουν την ίδια. Πρόφτασε αυτή να τ’ αρπάξει και να ριχτεί μαζί τους στη θάλασσα. Ένας Τούρκος την τράβηξε όξω. Αφού τη βιάσανε, την παράτησαν εκεί. Ούτε ξέρει πώς βρέθηκε στο καράβι.

Ούτε κι η κόνα Ανέτα ξέρει. Άχνα δεν έβγαλε από προχτές. Η κόνα Ανέτα είναι ογδόντα πέντε χρονώ. Στημένη και λερωμένη πατσαβούρα τα μούτρα. Τα μαύρα τσιμπλιασμένα μάτια, τα σκοτείνιασε πιο πολύ η συμφορά. Τέσσερις γενιές έχασε η κόνα Ανέτα. Ό,τι έχτιζε η ζωή ογδόντα πέντε χρόνια, το χάλασε ο πόλεμος σε λίγην ώρα. Η κόνα Ανέτα είναι απ’ το Γκερένκιοϊ της Μαινεμένης. Κόντευε ν’ αδειάσει το χωριό τους, κι αυτοί το κουβέντιαζαν ακόμα. Να φύγουν, να μη φύγουν. Ο άντρας της, ο Σταυρής, δεν ήθελε να το κουνήσει. « Κοντεύω τα ενενήντα. Ούτε για δρόμο είμαι, ούτε για καινούργια ζωή». Παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, όλοι μαζεμένοι στο σπίτι. Ο μεγάλος γιος, κοντά εξήντα πέντε, επιμένει να φύγουνε. Οι άλλοι γιοι και τα εγγόνια έτοιμοι για δρόμο. Ο Σταυρής δεν ακούει κανένα. Τους πρόφτασαν οι Τούρκοι στο σπίτι. Χώθηκε η κόνα Ανέτα με τη δισεγγόνα της, τη Μαρίτσα, που άρχισε να κλαίει, να την τραβάει απ’ το φουστάνι. Χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε στην κάμαρα. Οι Τούρκοι είχαν φύγει. Η κόνα Ανέτα κοιτάει και δεν κοιτάει. Βλέπει και δε βλέπει. Άντρας, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, όλοι τους σκοτωμένοι στο πάτωμα. Γκιόλι το αίμα. Χάνει τον εαυτό της. Πέφτει χάμω. Κλαίει, τσιρίζει η Μαρίτσα. Μπαίνει ο παραγιός τους ο Κωστής, που κατέβαινε απ’ τ’ αμπέλι. Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε με την εγγόνα της στον αραμπά, ούτε πώς έφτασε στη Σμύρνη. Ούτε πώς βρέθηκε στο καράβι. Όμως πού’ ναι η Μαρίτσα; Τι έγινε ο παραγιός;

Ξαφνικά νιώθει κάποιος να τη σκουντάει. Σαστισμένη γυρίζει να δει.

Ένα κοριτσάκι την κοιτάει στα μάτια, λες και ζητάει βοήθεια.

– Μαρίτσα…ξεστόμισε βραχνά η λαχτάρα.

Όχι δεν είναι η Μαρίτσα. Αυτό είναι ένα κοριτσάκι λιγνό και ξανθό. Είναι και πιο μικρό. Ούτε εφτά χρονώ. Η Μαρίτσα περπατούσε στα εννιά.

Ξανακλείσανε τα σταφιδιασμένα χείλια. Βουρκώσανε πάλι τα τσιμπλιασμένα μάτια. Ένας κόμπος πνίγει την κόνα Ανέτα. Ένα δισεγγονάκι τής απόμεινε. Το’ χασε κι αυτό. Τι λόγο έχει πια να ζήσει; Ο Θεός, που είναι δίκαιος, γιατί δεν την παίρνει;

Μες στο παράπονό της, νιώθει ένα κεφαλάκι ν’ ακουμπά στα γόνατά της. Άνοιξε τα μάτια. Είναι το κοριτσάκι. Χάιδεψε με το ξυλιασμένο χέρι της το μουτράκι του. Το παιδί σφίχτηκε κοντά της. Η ζέστα του κορμιού του πέρασε στο κορμί της. Χύθηκε στην καρδιά.

– Πώς σε λένε;

– Κατινίτσα.

– Πού’ ναι η μαμά σου;

– Τη σκότωσαν οι Τούρκοι.

– Ο πατέρας σου;

– Δεν ξέρω. Τον πήρανε οι Τούρκοι.

– Θα πεινάς, λέει η κόνα Ανέτα και το σέρνει στην αγκαλιά της. Έλα, πάρε τη γαλέτα και το κασκαβάλι μου. Έλα, φάε.

Το κοριτσάκι τρώει. Η κόνα Ανέτα το χαϊδεύει. Το πήρε ο ύπνος. Εκείνη ξέχασε το δικό της πόνο.

– Κοντά μου θα μείνεις, του λέει. Θα δεις, δε θα σου λείψει τίποτα. Έχω κάμποσες παγκανότες . Κι όταν τελειώσουν, θα βρούμε κολάι να ζήσουμε, ώσπου να γυρίσουμε στο Γκερένκιοϊ.

Στη μέση, κοντά στη μπουρού, κάτι σοβαρό γίνεται. Κάμποσες γυναίκες στριφογυρίζουν. Μες στα ψιθυρίσματά τους, στο βουητό της μηχανής, τα βογκητά, ξεχωρίζουν τσιριές και ξεφωνητά. Στην τελευταία τσιριά, μπερδεύτηκε κλάμα μωρού.

– Άντε, να σου ζήσει. Κορίτσι είναι, ακούστηκε η φωνή της γυναίκας που’ κανε τη μαμή.

– Στο πέλαγος γεννήθηκε. Πελαγία να το βγάλεις, συμβουλεύει μια γριά.

Δυο κορίτσια κοντά στη σκάλα. Σε κανέναν και σε τίποτα δε δίνουν σημασία. Καθισμένα κοντά κοντά, κουβεντιάζουν ατέλειωτα. Το ένα κορίτσι ξανθό με γαλαζοπράσινα μάτια. Ίδια νεράιδα. Το άλλο δε λέει να βγάλει το φακιόλι. Διπλοτυλιγμένο το κεφάλι. Δεν ξεχωρίζουν παρά δυο μάτια πίσσα. Σπίθες και φλόγες τινάζει το βλέμμα. Τα χέρια τραχιά και κοκκαλιάρικα…Άχαρο και το φουστάνι, πέφτει σαν ξένο στο κορμί. Ούτε μέση, ούτε μεριά, ούτε βυζιά φάνηκαν, όταν πριν λίγο σηκώθηκε να πάει προς νερού του.

Το φακιόλι σκύβει. Σφίγγει το χέρι της ξανθιάς νεράιδας.

– Δε θα ξεχάσω που μ ‘ έσωσες.

Η ξανθιά νεράιδα δε μιλά. Μια γλύκα τη ζάλισε.

– Από χρόνια σ’ αγαπώ.

– Κι εγώ. Τι θαρρείς; Πώς μπόρεσα να βρω κουράγιο, μες στις ώρες της σφαγής, να τρέξω στο χτήμα σου και να σου φέρω τα ρούχα και το φακιόλι της θειάς μου;

– Άννα, λέει το τυλιγμένο κεφάλι.

– Ανδρέα, απαντάει η ξανθιά νεράιδα.

– Δεν έχω κανένα στον κόσμο.

– Ούτ’ εγώ.

– Άννα, μόλις πατήσουμε στη γη, θα στεφανωθούμε. Είμαι είκοσι χρονώ κι εσύ δεκαοχτώ. Θα δουλέψω οπουδήποτε, ακόμα και χαμάλης, ώσπου να γυρίσουμε στον τόπο μας.

Τρεις μέρες στο καράβι, κι ακόμα να φτάσουν κάπου.

– Τι θα γίνει; ρωτά ο Αντρίκος το θειο του. Δε θα πιάσουμε καμιά φορά λιμάνι; Έτσι, στα κουτουρού θα τραβάμε;

– Κανένα καράβι δεν τραβάει στα κουτουρού, εκτός κι αν χαλάσει ο μπούσουλας.

– Γιατί δε βγήκαμε στη Μυτιλήνη;

– Δεν άφησαν. Είχε πολύν κόσμο.

– Τώρα τραβάμε για την Αθήνα; ρώτησε με λαχτάρα το αγόρι, που’ θελε να γνωρίσει την πρωτεύουσα.

– Όχι, κατά το βοριά.

– Τι αργοκίνητο καράβι…Πες, θείε, δεν είναι;

– Ναι.

– Και γιατί δεν πάει πιο γρήγορα;

– Είναι φορτηγό, είναι παλιό, είναι παραφορτωμένο.

Την άλλη μέρα, παραμονή του Σταυρού, μπήκαν στο Θερμαϊκό κόλπο.

– Να, η Θεσσαλονίκη.

Τινάχτηκε ο κόσμος.

– Η Θεσσαλονίκη! Άρχισαν να ετοιμάζονται.

– Σα να σταματάει το καράβι, φώναξε κάποιος.

– Γιατί σταμάτησε; Τι συμβαίνει; τρόμαξαν όλοι.

– Είκοσι τέσσερις ώρες καραντίνα.

Το νέο διαδόθηκε αμέσως. Άρχισαν οι γυναίκες πάλι το μοιρολόι. Πατήσανε τα μωρά τα κλάματα. Τα παιδιά τις φωνές. Σωστό πανδαιμόνιο.

Πρωί, πρωί, ανήμερα του Σταυρού, μπήκε το βαπόρι στο λιμάνι. Πριν καλοπλευρίσει, τινάχτηκε το ρημαγμένο ανθρωπομάνι. Άρπαξε μωρά και μπόγους, και χίμηξε στη σκοινόσκαλα.

Στο λιμάνι κόσμος, κόσμος, κόσμος… Όλοι σημαδεμένοι απ’ τη συμφορά. Γριές, νιες, μεσόκοπες κλαίνε, φωνάζουν, τσιρίζουν. Όσες ξέκριναν κάποια συμπατριώτισσα, κάποια γνωστή, κάποια συγγενή στους καινούργιους, πάνε κοντά και ρωτάνε.

– Μάρθα, Μάρθα, είδες το γιο μου τον Κυριάκο; Μέσα από την αγκαλιά μου τον πήρανε οι Τούρκοι.

– Θεία Αγλαΐτσα, ήρθες; Πού’ ναι η μαμά μου; Στην Πούντα τη χάσαμε. Δυο μέρες είμαστε με τ’ αδερφάκι μου στη Θεσσαλονίκη.

– Κόνα Λέγκω, μπας κι είδες τον Αναστάση μας;

– Κυρά Παρασκευή, μην είναι μαζί σας ο πατέρας μου;

Τα βαπόρια κουβαλάνε, κουβαλάνε…[2]



[1] Ιφιγένεια Χρυσοχόου, Πυρπολημένη Γη, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1981, β’ έκδοση
[2] Ιφιγένεια Χρυσοχόου, Ξεριζωμένη γενιά, το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Αλέξανδρος, Αθήνα 1999, ε΄έκδοση


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου