Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Η ζωή και το έργο του Αντόνιο Γκράμσι

του Παναγιώτη Λίλλη
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-18) αποτέλεσε ένα σοκ για όλη την ανθρωπότητα. Δεν ήταν μόνο τα 15 εκατομμύρια νεκροί και η τεράστια καταστροφή, αλλά επίσης ο κλονισμός αξιών και θεσμών που κυριαρχούσαν μέχρι εκείνη την εποχή. Στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα του πολέμου, κατέπεσαν 3 αυτοκρατορίες (η ρωσική, η αυστροουγγρική και η οθωμανική) και ένα τεράστιο επαναστατικό κύμα (1917-23) σάρωσε όλη την ήπειρο. Η μοναδική όμως επανάσταση που επικράτησε και έμεινε όρθια ήταν η ρωσική κάτω απ’ την ηγεσία των μπολσεβίκων.
Στην Ιταλία ο μεγάλος πόλεμος κουβάλησε μέσα του την κοινωνική και πολιτική καταιγίδα της επανάστασης. Η Ιταλία πριν από το 1914 ήταν ένα βασίλειο με κοινοβούλιο όπου κυριαρχούσαν οι αστοί πολιτικάντηδες μέσα απ’ το σύστημα περιορισμένης ψήφου και των ατελείωτων κυβερνητικών συνδυασμών που πατούσαν στην αμορφία και στην έλλειψη μεγάλων και σταθερών κομμάτω

Η Ιταλία ήταν μια βαθιά διαιρεμένη χώρα. Τον αναπτυγμένο Βορρά τον υποβάσταζε ο αγροτικός Νότος, όπου κυριαρχούσε η μεγάλη γαιοκτησία, ακόμη και φεουδαρχικού χαρακτήρα, και μια τεράστια μάζα αγροτιάς πνιγμένης στη φτώχεια, την καθυστέρηση και την κηδεμονία του καθολικισμού. Αυτή η αγροτιά που έμενε παραδοσιακά παθητική και είχε απότομα ξεσπάσματα εξέγερσης, για πρώτη φορά ξύπνησε πολιτικά μέσω του πολέμου και του κινήματος των πολεμιστών.
Ενώ η πρωτεύουσα της χώρας ήταν η Ρώμη που έπαιζε το ρόλο του διοικητικού κέντρου και της γραφειοκρατίας, η οικονομική πρωτεύουσα της χώρας ήταν το Μιλάνο και το βιομηχανικό κέντρο το Τορίνο.


Τι ήταν όμως το Τορίνο (1); Ήταν μια πόλη με 400.000 πληθυσμό, στην πλειονότητά τους εργάτες. Καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της πόλης έπαιζε η αυτοκινητοβιομηχανία της FIAT με 30.000 εργάτες. Το Τορίνο δεν ήταν μόνο μια εργατούπολη αλλά και μια πόλη με παράδοση ταξικής πάλης. Το 1911 ξέσπασε η απεργία των μεταλλεργατών και το 1912, έπειτα από 90 μέρες αγώνα οι απεργοί επιβάλλουν όλα τα αιτήματά τους στους βιομηχάνους. Το 1914 το Τορίνο βρίσκεται σε διαρκή εξεγερσιακή κατάσταση ενάντια στον πόλεμο. Ήταν με άλλα λόγια η Πετρούπολη της Ιταλίας, το κόκκινο κάστρο του προλεταριάτου. Για τους Ιταλούς βιομηχάνους ήταν μια επικίνδυνη και ατίθαση πόλη. Γι’ αυτό ζητούσαν πάντα να ισχύει στην περιοχή ο στρατιωτικός νόμος.


Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε τον Γκράμσι στο Τορίνο. Είχε πάει εκεί το 1911 με υποτροφία σπουδάζοντας φιλολογία και γλωσσολογία. Παρότι φτωχός και με εύθραυστη υγεία, ήταν ένας πολύ καλός φοιτητής. Η ατμόσφαιρα όμως του Τορίνο δεν επέτρεπε τέτοιες «πολυτέλειες» και έτσι εγκατέλειψε τις σπουδές του και εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα όπου εντάχθηκε ο Γκράμσι ήταν ένας τεράστιος και χαλαρός μηχανισμός. Οι βουλευτές, οι συνδικαλιστές και οι δημοτικοί σύμβουλοι ήταν εντελώς ανεξάρτητοι απ’ το κόμμα. Ταυτόχρονα το κόμμα ήταν οργανωμένο σε μεγάλες τοπικές οργανώσεις και λειτουργούσε με αρχές κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που βοηθούσαν στην ανάδειξη πολλών πολιτικών αστέρων αλλά κρατούσε την πλειοψηφία των μελών παθητικοποιημένη. Ήταν πάντα ένα κόμμα πολυτασικό, θεωρητικά και πολιτικά, και με αμείλικτους φραξιονιστικούς αγώνες.


Το κόμμα διασπάστηκε βαθιά στο ζήτημα του πολέμου. Ένας απ’ τους ηγέτες του, ο Μουσολίνι, έκανε στροφή στον εθνικισμό και έγινε ένθερμος υποστηρικτής του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Διαγράφτηκε απ’ το κόμμα αλλά δεν ήταν ο μόνος που ήταν σοσιαλπατριώτης. Όλη η δεξιά πτέρυγα του κόμματος υπέκυψε στο κύμα του πατριωτισμού που είχε κατακλύσει τις μικροαστικές μάζες. Το κέντρο του κόμματος όμως είχε μείνει όρθιο ενάντια στο μιλιταρισμό και με αρχηγό τον Σεράτι κράτησε μια στάση αντιπολεμικής ουδετερότητας αλλά παθητική. Την περίοδο όμως που ο εθνικισμός σάρωνε όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα, ακόμη και μια τέτοια στάση δεν ήταν μικρή υπόθεση. Εξάλλου μόνο οι μπολσεβίκοι και κάποιες μικρές ομάδες διεθνιστών βρίσκονταν στο αντιπολεμικό στρατόπεδο.


Ο Σεράτι ήταν ο εκφραστής ενός ιδιόμορφου πολιτικού ρεύματος, του μαξιμαλισμού, που είχε κερδίσει την πλειοψηφία στο κόμμα απ’ το 1914. Υποτίθεται ότι οι μαξιμαλιστές προπαγάνδιζαν το μάξιμουμ πρόγραμμα του κόμματος σε αντίθεση με τους ρεφορμιστές που προωθούσαν το άμεσο. Στην πράξη όμως ο μαξιμαλισμός ξοδευόταν σε μια άδεια ριζοσπαστική ρητορική χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.





Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και τα πρώτα νέα για το γκρέμισμα του τσάρου και την εξουσία των σοβιέτ έφταναν σιγά-σιγά στην Ιταλία, ένα σύνθημα εξαπλώθηκε γρήγορα στις μάζες του Τορίνο: «Να το κάνουμε όπως στη Ρωσία». Αυτό δεν άργησε να δοκιμαστεί μια πρώτη φορά με την εξέγερση για την τιμή του ψωμιού. Χρειάστηκε να αποσταλεί στρατός για να κατασταλεί (με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες) αλλά ο αέρας της εξέγερσης αντί να κοπάσει δυνάμωσε ακόμη πιο πολύ. Ήταν ένα προμήνυμα για τα γεγονότα που έρχονταν…

Η Κόκκινη Διετία (1919-20)


Το τέλος του πολέμου βρήκε την Ιταλία σε βαθιά κρίση. Ο πόλεμος είχε κοστίσει πάνω από 600.000 νεκρούς και τα εδαφικά κέρδη ήταν ανάξια λόγου για τους εθνικιστές. Η ιταλική άρχουσα τάξη αισθανόταν προδομένη από τη μοιρασιά της λείας των νικητών. Την ίδια ώρα οι εργαζόμενες μάζες έμπαιναν σε κίνηση διεκδικώντας όσα τους είχαν υποσχεθεί για τις πολεμικές θυσίες. Το 8ωρο και το μοίρασμα της γης ήταν οι υποσχέσεις που είχαν δώσει στις μάζες για το αίμα στα χαρακώματα. Τα αιτήματα του κόσμου όμως βρίσκονταν σε ευθεία αντιπαράθεση με την κρίση κερδών των Ιταλών βιομηχάνων. Οι παλιές πολεμικές αγορές είχαν κλείσει όπως και η στρόφιγγα των κερδών –και έτσι η ταξική πόλωση κλιμακωνόταν συνέχεια.


Η ριζοσπαστικοποίηση των μαζών δεν ήταν μια αφηρημένη έννοια. Οι απεργίες των εργατών εξαπλώνονταν ραγδαία. Το 1913 είχαν γίνει 810 απεργίες, το 1919 είχαν φτάσει τις 1.663 και το 1920 είχαν ξεπεράσει τις 1.880. Την ίδια ώρα οι καταλήψεις γης και αγροτικές εξεγέρσεις πολλαπλασιάζονταν.


Τα μαζικά κινήματα βρήκαν την αντανάκλασή τους και στις αριστερές οργανώσεις. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα από 25.000 μέλη περίπου, ξεπέρασε τις 200.000 το 1920. Ενώ η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας από 250.000 μέλη έφτασε τα 2 εκατομμύρια. Την ίδια ώρα το νέο κόμμα των Λαϊκών, καθολικής επιρροής, συγκέντρωνε τη δημοκρατική αγροτική μάζα και τους μικροαστούς. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αριστερής στροφής ακόμη και μεσαία στελέχη των Λαϊκών πρωτοστατούσαν σε καταλήψεις γης δίπλα στους σοσιαλιστές προκαλώντας την οργή των γαιοκτημόνων.


Έχοντας μπροστά στα μάτια τους τον καταποντισμό του ιταλικού κατεστημένου, ο Γκράμσι και μια ομάδα νέων επαναστατών ιδρύουν το περιοδικό «Ordine Nuovo», τον Μάη του 1919. Γρήγορα προσανατολίζονται στο εργατικό κίνημα και τα ερωτήματα που πήγαζαν απ’ την οργάνωση και τη δράση του και αναδεικνύουν ως κεντρική ιδέα της έκδοσης τις εργοστασιακές επιτροπές.
Να πώς περιέγραφε τις αναζητήσεις της ομάδας: «Πρέπει να μελετήσουμε αυτό που συμβαίνει μέσα στις εργατικές μάζες. Υπάρχει, άραγε, στην Ιταλία ως θεσμός της εργατικής τάξης κάτι που να μπορεί να συγκριθεί με τα Σοβιέτ; Κάτι που μας επιτρέπει να βεβαιώσουμε ότι τα Σοβιέτ είναι μια καθολική μορφή και όχι ένας θεσμός ρωσικός και μόνο ρωσικός; Το πρόβλημα αυτό μπήκε ως θεμελιώδες πρόβλημα της εργατικής ελευθερίας… Οι εργάτες αγαπούσαν το “Οrdine Nuovo”. Αλλά γιατί αγαπούσαν το “Ordine Nuovo”; Επειδή στα άρθρα αυτής της εφημερίδας ξαναβρίσκανε ένα μέρος από τον εαυτό τους, το καλύτερο μέρος του εαυτού τους…».


Ήδη τον Οκτώβρη η ομάδα του Γκράμσι έχει διατυπώσει το πρόγραμμα των εργοστασιακών επιτροπών (2) και η συγκρότησή τους εξαπλώνεται συνέχεια στο Τορίνο. Προς το τέλος της χρονιάς 150.000 βιομηχανικοί εργάτες είναι οργανωμένοι σε εργατικά συμβούλια.


Το Νοέμβρη του 1919 γίνονται οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές που καταλήγουν σε μεγάλη νίκη των σοσιαλιστών και του Λαϊκού Κόμματος. Οι παλιοί πολιτικοί μηχανισμοί των φιλελευθέρων και οι διάφοροι εθνικιστικοί σχηματισμοί δέχονται σκληρό χτύπημα. Η αντίδραση προσπαθεί να απαντήσει μέσα στο Τορίνο οργανώνοντας ένα πογκρόμ κατά των σοσιαλιστών της πόλης. Η απάντηση των συμβουλίων είναι κεραυνοβόλα. Μέσα σε μια ώρα, με πυρήνα τις επιτροπές της FIAT, 120.000 εργάτες, εξοπλισμένοι με ό,τι είναι δυνατόν, κατεβαίνουν στο κέντρο της πόλης και συντρίβουν τις εθνικιστικές συγκεντρώσεις!

Συμβούλια – συνδικάτα – κόμμα


Η δύναμη των εργατικών συμβουλίων προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας των συνδικάτων και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η ιδέα των εργατικών συμβουλίων χλευάζεται απ’ όλες τις πτέρυγες.


Τί είναι όμως το εργατικό συμβούλιο;


Το συμβούλιο το απαρτίζουν όλοι οι εργάτες σε ένα χώρο δουλειάς, εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους και τους ανακαλούν ανά πάσα στιγμή. Όλοι οι εκλεγμένοι επίτροποι εργάζονται και έχουν αρμοδιότητες να ελέγχουν τους όρους των συμφωνιών με τις οργανώσεις των αφεντικών, να υπερασπίζουν τους εργάτες από κάθε αυθαιρεσία και να ελέγχουν τα λογιστικά των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια είναι η αντίπαλη εξουσία στην εξουσία του αφεντικού μέσα στο εργοστάσιο. Και ενώ τα συνδικάτα είναι οργάνωση που διαπραγματεύεται μισθούς και ωράρια με τους καπιταλιστές σε μια φάση αμυντική για την εργατική τάξη, τα συμβούλια είναι η μαζική οργάνωση της εργατικής τάξης όταν επιτίθεται για την κατάληψη της εξουσίας. Μια τέτοια οργάνωση δεν είναι νοητή έξω απ’ την συγκυρία της επαναστατικής κατάστασης και αποτελεί ουσιαστικά το πρόπλασμα κρατικής οργάνωσης της εργατικής δημοκρατίας σε αντίθεση με την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.


Για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ήταν μια ανοιχτή πρόκληση από κάθε άποψη. Αλλά και οι «κομματικοί» αισθάνονται ότι απειλούνται αυτή τη φορά «απ’ τα κάτω».


Ο Σεράτι δηλώνει απερίφραστα: «Δικτατορία του προλεταριάτου είναι η δικτατορία του κόμματος». Στην ίδια γραμμή ο Μπορντίγκα αδιαφορεί εντελώς για τα συμβούλια και γράφει ένα πολεμικό άρθρο με τίτλο «Να κατακτήσουμε τα εργοστάσια ή την εξουσία;» κάνοντας κριτική στην ομάδα του «Ordine Nuovo» για «συνδικαλισμό» και διατυπώνοντας τη θέση ότι τα σοβιέτ θα είναι κομμουνιστικά και θα συγκροτηθούν μετά την κατάληψη της εξουσίας απ’ το κόμμα. Η δεξιά πτέρυγα κατηγορεί τους τουρινέζους εργάτες για αναρχισμό και οι συνδικαλιστές ηγέτες είναι πολύ δυσαρεστημένοι γιατί θα πρέπει πλέον να λογοδοτούν σε επιτροπές. Μόνο ο Λένιν παίρνει θέση υπέρ του Γκράμσι όταν (το 1920 στο 2ο συνέδριο της Κομιντέρν) δηλώνει μπροστά στην έκπληκτη ιταλική αντιπροσωπεία: «Όποιος δεν καταλαβαίνει τα σοβιέτ, δεν είναι κομμουνιστής και ο μόνος κομμουνιστής που ξέρω στην Ιταλία είναι ο Γκράμσι».


Αυτό το κλίμα της σύγχυσης αξιοποιούν οι Ιταλοί βιομήχανοι που συσπειρώνουν τις δυνάμεις τους σε ένα σύνδεσμο και με σύνθημα «στα εργοστάσια δεν κάνουμε πολιτική, δουλεύουμε και ακούμε μόνο» εγκαλούν την κυβέρνηση για αδυναμία να προστατέψει την ατομική ιδιοκτησία και την αναγκάζουν να στείλει 50 χιλιάδες στρατό περικυκλώνoντας το Τορίνο και προβοκάροντας με κάθε τρόπο για μετωπική σύγκρουση.


Η σύγκρουση γίνεται αναπότρεπτη και ξεσπάει απεργία σ’ όλη την περιοχή με τη συμμετοχή μισού εκατομμυρίου εργατών. Ωστόσο η απεργία όντας απομονωμένη από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, δεν μπορεί να αντέξει πολύ και υποχωρεί νικημένη.


Για τον Γκράμσι είναι η στιγμή της αλήθειας. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα και η στάση του ήταν η αιτία της ήττας. Το καθήκον που διατυπώνει για πρώτη φορά είναι η ανασυγκρότηση του κόμματος στη βάση μια κομμουνιστικής πλατφόρμας ή αλλιώς, η διάσπασή του. Έτσι έρχεται σε επαφή με τον Μπορντίγκα, τον ηγέτη της αριστερής φράξιας των σοσιαλιστών.


Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο το ιταλικό εργατικό κίνημα δίνει ακόμη μια μεγαλειώδη μάχη. Οι βιομήχανοι, αναθαρρώντας από τη νίκη του Απρίλη, κηρύσσουν lock out γιατί θεωρούν εξωφρενικές τις αυξήσεις μισθών που ζητούν τα μιλανέζικα συνδικάτα. Η εργατική βάση επιβάλλει στην ηγεσία τις καταλήψεις. Το κύμα των καταλήψεων εξαπλώνεται γρήγορα στο Τορίνο και σ’ όλη την Ιταλία. Η κρίση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Οι βιομήχανοι πιέζουν για άμεση στρατιωτική λύση. Ο πρωθυπουργός Τζολίτι αποφασίζει παρ’ όλα αυτά να συνεργαστεί με τους συνδικαλιστές και το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Τους προσφέρει μια συμφωνία που περιέχει πολλές παροχές και μια μορφή «συνδιοίκησης» στα εργοστάσια με την προϋπόθεση ότι η συμφωνία θα ψηφιστεί απ’ τα μέλη των συνδικάτων. Σε μια ιστορική συνάντηση συνδικαλιστών και σοσιαλιστών ηγετών, οι πρώτοι, με μια δόση μεγάλης ειρωνείας, προτείνουν στους δεύτερους να πάρουν την ηγεσία του αγώνα και να ξεκινήσουν την επανάσταση όπως τόσο καιρό διατυμπανίζουν ή να υπογράψουν τη συμφωνία. Οι δεύτεροι πανικοβάλλονται ακόμη και με την ιδέα της επανάστασης και συμφωνούν στο δημοψήφισμα. Έτσι στο δημοψήφισμα που επακολουθεί μεταξύ επανάστασης και «συμφωνίας» όπου ψηφίζουν μόνο τα μέλη των συνδικάτων και όχι όσοι συμμετέχουν στα εργατικά συμβούλια, κερδίζει η πρόταση της συμφωνίας με τον Τζολίτι. Έτσι έκλεισε η Κόκκινη Διετία.(3)


Ένα μήνα μετά ξέσπασε η φασιστική επίθεση στην Μπολόνια.

Ο φασισμός


Ο φασισμός δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός και συνέπιπτε με τη γενική επίθεση της άρχουσας τάξης. Δεν οφειλόταν στη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ιταλία αλλά στην αποτυχία της. Και αυτή η αποτυχία της συμβάδιζε με την απότομη εξάπλωση της ανεργίας που τσάκισε τις εργατικές μάζες.


Στην αρχή ο φασισμός ξεκίνησε με επιθέσεις ενάντια σε καθολικά και σοσιαλιστικά συνδικάτα της υπαίθρου. Στρατιωτικές συμμορίες πληρωμένες απ’ τους γαιοκτήμονες και εκπαιδευμένες από απόστρατους αξιωματικούς εξαπολύανε επιδρομές σε χωριά και μικρές πόλεις, συντρίβοντας κάθε αριστερή και μαζική οργάνωση, καταστρέφοντας γραφεία και βιβλιοθήκες και δολοφονώντας αγωνιστές.Μέχρι αυτό το σημείο έμοιαζαν πολύ με τη «λευκή» τρομοκρατία αλλά υπήρχε και κάτι ακόμη. Στο κενό των διαλυμένων σοσιαλιστικών οργανώσεων έχτιζαν ένα σκληρό δίκτυο του φασιστικού κόμματος, που γέμιζε απ’ όλους τους απογοητευμένους από την Αριστερά και τη δημοκρατία. Μικροί ιδιοκτήτες γης, βετεράνοι πολεμιστές, δημόσιοι υπάλληλοι, στελέχη της αστυνομίας και του στρατού, παλιοί και νέοι μικροαστοί, φοιτητική νεολαία, λούμπεν και κάθε είδους καθυστερημένα στοιχεία συγκρότησαν ένα φανατικό στρατό ενάντια στην εργατική τάξη και τις οργανώσεις της.





Πιο ιδανικός εκφραστής αυτής της άθλιας αχαλίνωτης μάζας ήταν ο Μουσολίνι. Από αριστερός σοσιαλιστής, κατέληξε σοσιαλπατριώτης και έγινε φασίστας. Η απειλή για κρεμάλα (στους προδότες, τους μαρξιστές, τους διεθνιστές κ.λπ.) κοσμούσε κάθε εμπρηστικό του λόγο (αυτό βέβαια δεν τον βοήθησε να αποφύγει ο ίδιος την κρεμάλα: αντιφασίστες παρτιζάνοι τον κρέμασαν το 1945).


Ο Γκράμσι διατύπωσε με πολύ πυκνό τρόπο τις σχέσεις φασισμού, καπιταλιστών και μικροαστών: «…ο φασισμός, δουλεύοντας για τους γαιοκτήμονες και τους βιομηχάνους, πολέμησε το προλεταριάτο κι έφτασε στην εξουσία οργανώνοντας την έλλειψη συνείδησης και τη μωρία της μικροαστικής τάξης που ήταν μεθυσμένη από μίσος ενάντια στην εργατική τάξη…». (4)

ΤΟ ΚΚΙ


Μέσα στη συγκυρία της φασιστικής επίθεσης ιδρύεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, τον Γενάρη του 1921. Στο συνέδριο των σοσιαλιστών που γίνεται στο Λιβόρνο, η αριστερή πτέρυγα με επικεφαλής τον Μπορντίγκα έχει 58.783 ψήφους έναντι 98.028 του Κέντρου και 14.695 της δεξιάς πτέρυγας. Χωρίς να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες στην πλατιά μάζα των μελών του κόμματος προχωρεί στη διάσπαση. Από την αρχή του ακόμη, το ΚΚΙ δίνει μάχη επιβίωσης ενάντια στη φασιστική βία. Παρά τον αναμφισβήτητο ηρωισμό των μελών του η λαθεμένη γραμμή της ηγεσίας του, οδηγεί γρήγορα σε φθορά των δυνάμεων και του κύρους του νέου κόμματος.


Την άνοιξη του 1921 διαλύονται, έπειτα από δύο χρόνια ύπαρξης, τα εργατικά συμβούλια στο Τορίνο. Οι φασίστες μελανοχίτωνες προελαύνουν χωρίς αντίσταση απ’ το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η εργατική βάση όμως αντιστέκεται. Συγκροτείται η οργάνωση αντίστασης «Οι Θαρραλέοι του λαού» από σοσιαλιστές, αναρχικούς και κομμουνιστές εργάτες. Στη Ρώμη διαλύουν το φασιστικό συνέδριο. Ο Γκράμσι ενθουσιάζεται αλλά η ηγεσία του ΚΚΙ διαχωρίζεται… και συγκροτεί δικές της κομμουνιστικές στρατιωτικές ομάδες. Είναι γεγονός ότι αναπτύσσουν δράση με επιτυχία, αλλά απέχουν πολύ απ’ το να φράξουν το δρόμο στο φασισμό. Μια νέα ευκαιρία παρουσιάζεται με την Εργατική Συμμαχία που την αποτελούν η CGL και άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά και σ’ αυτό το ζήτημα ο Γκράμσι βρίσκεται απομονωμένος στην Κ.Ε. του ΚΚΙ.


Τελευταία πράξη άμυνας του εργατικού κινήματος είναι η κήρυξη της γενικής απεργίας τον Αύγουστο του 1922. Ήδη όμως τα συνδικάτα είναι πολύ αποδυναμωμένα. Για την οργάνωση της απεργίας δεν υπάρχει ούτε οργανωτικό κέντρο. Η απεργία συντρίβεται και ανοίγει ο δρόμος για την «Πορεία στη Ρώμη», το θεατρινίστικο πραξικόπημα του Μουσολίνι.


Η καταστολή που επακολουθεί την «κατάληψη» της εξουσίας από τους φασίστες είναι πρωτόγνωρη για την Αριστερά. Σχεδόν τα μισά μέλη του κόμματος συλλαμβάνονται, ξεκινώντας απ’ τον Μπορντίγκα.


Ο Τύπος του κόμματος φιμώνεται και κατάσχονται όλοι οι οικονομικοί του πόροι. Η αποτελεσματικότητα της καταστολής ήταν συνέπεια της εντελώς λαθεμένης αντίληψης για το φασισμό που είχε η ηγεσία του ΚΚΙ, ότι δηλαδή ο φασισμός είναι μια παραλλαγή της «λευκής» τρομοκρατίας, είναι ένδειξη της αδυναμίας της αστικής τάξης και είναι πολύ ασταθές καθεστώς. (5)Σ’ αυτή την συγκυρία, με το ΚΚΙ σε κρίση αποδιοργάνωσης και τη σύλληψη του Μπορντίγκα, ο Γκράμσι αναλαμβάνει την ανασυγκρότηση του κόμματος το 1924. Εκδίδει αμέσως την «Unita», την καθημερινή εφημερίδα του κόμματος. Αναδιοργανώνει τις δυνάμεις του κόμματος με εργοστασιακούς πυρήνες αντί των μεγάλων τοπικών οργανώσεων. Βάζει στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος το χτίσιμο εργατικών επιτροπών, το ζήτημα των εργατών γης και των αγροτικών μαζών, ενώ προσπαθεί να πάρει ενωτικές πρωτοβουλίες για τις εκλογές νοθείας που ετοιμάζουν οι φασίστες τον Απρίλιο του 1924.





Η πολιτική κρίση ξεσπάει όταν δολοφονείται ο Ματεότι γιατί καταγγέλλει τα όργια διαφθοράς, βίας και νοθείας στις εκλογές. Η κρίση εκδηλώνεται στην αρχή ως κοινοβουλευτική εξέγερση της αντιπολίτευσης, που αγκαλιάζεται όμως απ’ την κοινή γνώμη και παραλύει τις ισορροπίες του ιταλικού κράτους. Οι δημοκρατικοί πιέζουν τον βασιλιά να τους δεχτεί και να απολύσει την κυβέρνηση Μουσολίνι (να πραγματοποιήσουν μια αντίστροφη «πορεία προς τη Ρώμη»). Το ΚΚΙ περιγελάει αυτά τα σχέδια και προτείνει απεργίες και διαδηλώσεις. Η αστική αντιπολίτευση διαισθάνεται τον κίνδυνο επιστροφής του εργατικού κινήματος στο προσκήνιο και αρνείται, αλλά έτσι καταδικάζει και τις δικές της προοπτικές.


Η κρίση Ματεότι που κρατάει περίπου 6-7 μήνες (Ιούνης 1924-Γενάρης 1925) αναδεικνύει για πρώτη φορά το ΚΚΙ σε δύναμη ηγεμονική μέσα στο ευρύ στρατόπεδο των αντιφασιστικών δυνάμεων. Τα μέλη του τριπλασιάζονται και φτάνουν σχεδόν τις 30.000! Αναδεικνύεται πρώτη δύναμη στη ΓΣΕ σε βάρος των ρεφορμιστών. Και τα συνθήματα της «Ομοσπονδίας εργατικών και αγροτικών συμβουλίων» κατακτούν όλο και πλατύτερη αποδοχή…


Τον Γενάρη του 1926 διεξάγεται το τρίτο συνέδριο του κόμματος στη Λιόν της Γαλλίας. Η φασιστική δικτατορία όλο και περισσότερο πετάει τον κοινοβουλευτικό της μανδύα και μετατρέπεται σε ολοκληρωτικό καθεστώς. «Οι θέσεις της Λιόν» (6) που γράφει ο Γκράμσι και αποτελούν την εισήγηση της Κ.Ε. στο συνέδριο είναι κατά τη γνώμη μας η κορυφαία θεωρητική του στιγμή. Ο Γκράμσι αναλύει την ιταλική πολιτική κατάσταση και διατυπώνει τα καθήκοντα του κόμματος με απαράμιλλο τρόπο. Τα ζητήματα που απασχόλησαν το τρίτο συνέδριο ήταν η αντιφασιστική τακτική, η δουλειά στα συνδικάτα, το αγροτικό ζήτημα αλλά κυρίως ο κομματικός συγκεντρωτισμός ενάντια στη ρευστότητα και τον πολιτικό και κοινωνικό αμορφισμό. Είναι γεγονός ότι το 98% των μελών του κόμματος ήταν εργάτες και αυτό θεωρούνταν βασική προϋπόθεση για την αντιφασιστική πάλη. Ας δώσουμε καλύτερα το λόγο στον ίδιο τον Γκράμσι: «… Οι Ιταλοί εργάτες έχουν μάθει απ’ την εμπειρία τους (1919-20) ότι, όπου η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος (κόμμα της εργατικής τάξης και κόμμα της επανάστασης) λείπει, δεν είναι δυνατή καμία νικηφόρα ανατροπή του καπιταλισμού…». Ή, λίγο αργότερα (7): «… Πώς θα μπορεί η μάζα των χωρίς κόμμα να έχει εμπιστοσύνη ότι το όργανο της επαναστατικής πάλης, το κόμμα, κατορθώνει να οδηγεί χωρίς ταλαντεύσεις την αδυσώπητη πάλη για να κατακτήσει και να διατηρήσει την εξουσία…; Θα ήταν αδύνατο αν στην κοινωνική ομοιογένεια και τη μονολιθική δομή της οργάνωσης του κόμματος δεν ερχόταν να προστεθεί η συνείδηση μιας ιδεολογικής και πολιτικής ομοιογένειας…».


Το 1926 είναι όμως και η τελευταία χρονιά που ο Γκράμσι θα μπορέσει να έχει ελεύθερη πολιτική δράση. Ήδη απ’ το 1921 ο Μουσολίνι απειλούσε «τον καμπούρη που έχει μεγάλο κεφάλι αλλά αναμφισβήτητα ένα πολύ δυνατό μυαλό». Τον Νοέμβρη συλλαμβάνεται, ενώ το κύμα της καταστολής με αφορμή μια σκηνοθετημένη απόπειρα δολοφονίας του Μουσολίνι, έχει ήδη πάρει μεγάλες διαστάσεις και το κόμμα μπαίνει σε βαθιά παρανομία. Η Κ.Ε. προσπαθεί να τον φυγαδεύσει αλλά είναι αμετάπειστος. Ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν αναγκαίο κατά τη γνώμη του μόνο αν οι ίδιοι οι εργάτες το θεωρούσαν δικαιολογημένο. Έτσι σημειώνει: «Έγινε κανόνας ότι ο καπετάνιος πρέπει να εγκαταλείπει τελευταίος το καράβι του σε ναυάγιο. Ότι δεν πρέπει να το εγκαταλείπει παρά μόνο όταν σωθούν όλοι στο πλοίο. Μερικοί έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται πως σε τέτοιες περιπτώσεις ο καπετάνιος πρέπει να βουλιάζει μαζί με το καράβι του. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι λιγότερο παράλογοι απ’ όσο μπορεί να φαίνονται…». (8) Στη δίκη που επακολουθεί ο Γκράμσι καταδικάζεται σε 20 χρόνια φυλακή.

Το Ρωσικό Ζήτημα


Λίγο πριν από τη σύλληψη του Γκράμσι, είχε προκύψει η διαμάχη στο ΚΚ Ρωσίας μεταξύ της «Αριστερής Αντιπολίτευσης» και του Στάλιν. Η θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» είχε γίνει το επίσημο δόγμα του σοβιετικού καθεστώτος και η καταστολή των άλλων απόψεων είχε ήδη γίνει φανερή. Ο Γκράμσι έστειλε μια επιστολή στον Τολιάτι για να παραδοθεί στην Κομιντέρν όπου ξεκαθάριζε τη θέση του: δεν ήταν με την Αντιπολίτευση αλλά θεωρούσε απαράδεκτες τις μεθόδους που εγκαθίδρυε η σταλινική ηγεσία. Ο Τολιάτι (ο εκλεκτός του Στάλιν που έγινε γενικός γραμματέας του ΚΚΙ το 1927) δεν παρέδωσε ποτέ αυτό το γράμμα. Αυτό προκάλεσε την οργή του Γκράμσι και την αγεφύρωτη ρήξη στις σχέσεις του με τον Τολιάτι.


Είναι γεγονός ότι το ΚΚΙ δεν είχε ποτέ (μέχρι το 1926) αρμονικές σχέσεις με τη Κομιντέρν. Η βασική αιτία τα πρώτα χρόνια ήταν η τακτική του ενιαίου μετώπου που απέρριπτε ο Μπορντίγκα (και «συμφωνούσε» πολλές φορές μαζί του ακόμη και ο Γκράμσι!).Όταν όμως, μετά το 1925, άρχισε να κυριαρχεί ο σταλινισμός στην Κομιντέρν, το κύριο αντικείμενο διαμάχης έγινε η πολιτική «ρωσοποίησης» της Διεθνούς. Ο Μπορντίγκα μπορεί να ήταν αθεράπευτα αριστεριστής δεν υπήρξε όμως ποτέ «πρόβατο». Στην διευρυμένη Ε.Ε. που συνεδρίασε στις αρχές του 1926, παρουσία του Στάλιν, κατήγγειλε το καθεστώς τρόμου ενάντια στους αντιπολιτευόμενους, αφήνοντας άφωνους τους πάντες. Έχει γραφτεί ότι ήταν ο πρώτος και μόνος που στάθηκε με τέτοια σαφήνεια ενάντια στον Στάλιν και δεν δολοφονήθηκε…

Τα «Τετράδια της Φυλακής»


Το 1929-30 ήταν η τελευταία άμεση πολιτική παρέμβαση του Γκράμσι στα ζητήματα του κόμματος. Η Κομιντέρν είχε αλλάξει την πολιτική της προαναγγέλλοντας την «τρίτη περίοδο». Για να συγκεντρώσει όλα τα Κ.Κ. στην ουρά της διπλωματίας της Μόσχας, κήρυσσε την άμεση επικαιρότητα της επανάστασης, ιεραρχούσε ως πιο επικίνδυνο εχθρό τη σοσιαλδημοκρατία και όχι τους φασίστες και απέρριπτε πλήρως την παράδοση και την πολιτική του ενιαίου μετώπου.


Όταν προσπάθησε να περάσει, στην ηγεσία του ΚΚΙ αυτή τη γραμμή, ο Τολιάτι βρήκε αντιστάσεις (η αντιπολίτευση των 3 –Λεονέτι, Τρέσο, Ραβατζόλι) που θεωρούσαν αυτή την πολιτική αυτοκτονική. Διαγράφτηκαν απ’ το κόμμα. Στη συζήτηση που αναπτύχθηκε στις φυλακές ο Γκράμσι πήρε τη θέση των 3, κατηγορήθηκε για σοσιαλδημοκρατική απόκλιση και απομονώθηκε απ’ τους συντρόφους του. Στη μοναχική διαδρομή που ακολούθησε ο Γκράμσι κατέληξε στην ανάγκη το κίνημα να διατυπώσει μεταβατικά αντιφασιστικά συνθήματα με κεντρικό το σύνθημα για «συνταχτική συνέλευση» που θα ήταν μέσο για τη συγκέντρωση δημοκρατικών μαζών γύρω απ’ το κόμμα. Στο ανάλογο συμπέρασμα κατέληγε όμως και ο Τρότσκι που ήταν εξόριστος και είχε αποκτήσει επαφές με την αντιπολίτευση των 3.


Το ιστορικό παράδοξο όμως δεν είναι αυτό, αλλά ότι στα «Τετράδια της Φυλακής», που κατά τους πολλούς θεωρείται το κορυφαίο θεωρητικό έργο του Γκράμσι και απ’ τα μεγαλύτερα του μαρξισμού, ο Τρότσκι και η θεωρία της διαρκούς επανάστασης είναι ο τυπικός στόχος πολλών επιθέσεων απ’ τον Γκράμσι. Όταν όμως προσέξει κανείς το περιεχόμενο των θέσεων που κριτικάρει ο συγγραφέας και πίσω απ’ την έμμεση γλώσσα της φυλακής, αναγνωρίζει αμέσως ότι αυτός ο πραγματικός στόχος είναι ο Στάλιν και η γραμμή της «τρίτης περιόδου».


Στα τετράδια της φυλακής ο Γκράμσι ανέπτυξε (1929-35) με τη μορφή αποσπασματικών σημειώσεων μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων, φιλοσοφικών, κουλτούρας και πολιτικής. Σ’ αυτά τα «Τετράδια» οφείλεται η εκπληκτική φήμη που έχει ως θεωρητικός. Ο Γκράμσι είχε ενεργητική πολιτική ζωή από το 1914 μέχρι το 1926. Η εμπειρία που καθόρισε περισσότερο τη σκέψη του ήταν τα εργατικά συμβούλια του Τορίνο και το πώς χάθηκε η μεγάλη επαναστατική ευκαιρία. Στα «Τετράδια» τα ερωτήματα για την χαμένη ευκαιρία διευρύνθηκαν με την παρατήρηση ότι όλες οι επαναστάσεις στη Δυτική Ευρώπη είχαν ηττηθεί.


Έτσι η ανάλυση του ζητήματος της στρατηγικής στη Δύση και τις διαφορές που έχει με την στρατηγική στην Ανατολή έγινε το κεντρικό ζήτημα των «Τετραδίων». «Κλειδί» σ’ αυτή την ανάλυση είναι η έννοια της ηγεμονίας που είναι το αντίθετο της κυριαρχίας ή της δικτατορίας. Να κάποια από τα πιο γνωστά αποσπάσματα: «… Στην Ανατολή, το κράτος ήταν το παν, η κοινωνία των πολιτών ήταν πρωτόγονη και ζελατινώδης. Στη Δύση, υπήρξε μια κανονική σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών και όταν το κράτος τρανταζόταν, φανερωνόταν αμέσως μια στερεή δομή της κοινωνίας των πολιτών…» και «η υπεροχή μιας κοινωνικής ομάδας παίρνει δύο μορφές: κυριαρχία αλλά και πνευματική και ηθική διεύθυνση. Μια κοινωνική ομάδα κυριαρχεί πάνω σε εχθρικές ομάδες… και είναι διευθύνουσα πάνω σε συγγενικές… Μου φαίνεται ότι ο Ίλιτς είχε καταλάβει ότι χρειαζόταν μια αλλαγή από τον πόλεμο ελιγμών που εφαρμόστηκε νικηφόρα στην Ανατολή το 1917, στον πόλεμο των θέσεων που ήταν ο μόνος δυνατός στη Δύση… Αυτό μου φαίνεται σημαίνει η διατύπωση του “ενιαίου μετώπου”…».(9)


Η ζωή του Γκραμσι στην φυλακή ήταν πολύ δύσκολη. Οι αρρώστιες που είχε τον τσάκισαν, αλλά έμεινε αξιοπρεπής μέχρι το τέλος. «Οι μαχητές δεν μπορούν και δεν πρέπει να ελεεινολογούν τη μοίρα τους, επειδή πάλεψαν όχι γιατί τους εξανάγκασε κανείς αλλά γιατί το θέλησαν οι ίδιοι συνειδητά», έλεγε ο ίδιος.


Στα «Τετράδια της Φυλακής» ο Γκράμσι χρησιμοποιεί συνέχεια μια μεταμφιεσμένη γλώσσα για να ξεφύγει απ’ τη φασιστική λογοκρισία. Ταυτόχρονα όμως οι αναλύσεις του κινούνται σε πολύ υψηλό επίπεδο γενικότητας (καθώς πλέον ήταν ξεκομμένος απ’ τις ζωντανές μάχες των μαζών).


Εξάλλου τα «Τετράδια» ήταν σημειώσεις και όχι ολοκληρωμένες εργασίες.(10)

Αυτό έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους ευρωκομμουνιστές, αυτόνομους ακόμη και νεοσταλινικούς να πιαστούν από αποσπάσματα για να καταλήξουν σε λάθος γενικεύσεις.


Τελικά ποιος ήταν πραγματικά ο Γκράμσι; Ο Γκράμσι, κατά τη γνώμη μας, ήταν το πρόγραμμα του «Οrdine Nuovo» για τα εργοστασιακά συμβούλια ενάντια στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, ήταν η μετωπική πάλη ενάντια στο φασισμό, ήταν η ανασυγκρότηση του ΚΚΙ και η ανάδειξή του σε ηγεμονική δύναμη της αντιφασιστικής αντιπολίτευσης, ήταν η στρατηγική της επανάστασης στη Δύση, ενάντια στις ιδέες του ρεφορμισμού. Η εξέλιξη της δράσης και της σκέψης του Γκράμσι δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες: ήταν ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες και ένας από τους μεγαλύτερους μαρξιστές θεωρητικούς.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γκράμσι: «Το Τουρινέζικο κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων» (1920)
2. Γκράμσι: «Το πρόγραμμα των τομεακών επιτροπών» (1919)
3. Chris Bambery: «Antonio Gramsci» (2006)
4. Γκράμσι: «Η ιταλική κρίση» (1924)
5. Bordiga: «Report on fascism» (1922)
6. Γκράμσι: «The Lyons Theses» (1926)
7. Γκράμσι: «Πέντε χρόνια ζωής του κόμματος» (1926)
8. Κ.Χόαρ-Τ. Ν. Σμιθ: «Για τον Γκράμσι» (1980)
9. Γκράμσι: «Για τον Μακιαβέλι» (1929-35)
10. Λουτσιάνο Γκρούπι: «Εισαγωγή» (1972)
Πηγη:dea.org.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου