Του Γιώργου Αλεξάτου
Έχοντας αναλάβει πρωθυπουργός τον Απρίλιο 1936 με τη στήριξη όλων των αστικών κομμάτων, ο Ιωάννης Μεταξάς θα διαλύσει τη Βουλή χωρίς προκήρυξη εκλογών και πάλι με τη συναίνεσή τους, με την εξαίρεση ελάχιστων βουλευτών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Επρόκειτο για μια μορφή εκτροπής από την κοινοβουλευτική ομαλότητα, ενδεικτική του προσανατολισμού του αστικού πολιτικού κόσμου στην υπέρβαση των οξύτατων αντιθέσεων που προκάλεσαν τα στρατιωτικά κινήματα του προηγούμενου χρόνου (το βενιζελικό του Μαρτίου και το βασιλικό του Οκτωβρίου), και στην αντιμετώπιση του σοβαρού προβλήματος που συνιστούσε η ανάδειξη του ΚΚΕ σε ρυθμιστική δύναμη στη Βουλή.
Ο Μεταξάς, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Κεφαλονιάς, έγινε στρατιωτικός μετά από σπουδές και στη Γερμανία, όπου επηρεάστηκε από το πρωσικό μοντέλο της στρατιωτικής οργάνωσης, και αναδείχτηκε σε επιτελικό στέλεχος, σε μια περίοδο κατά την οποία επικεφαλής του στρατού ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος και οι άλλοι πρίγκιπες, γιοι του βασιλιά Γεώργιου Α΄. Παρέμεινε επιτελής στο πλευρό του Κωνσταντίνου και κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τάχθηκε υπέρ της πολιτικής ουδετερότητας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχει υποστηριχτεί πως ήταν αυτός που ίδρυσε το κίνημα των επιστράτων, αλλά κάτι τέτοιο δεν επαληθεύεται, καθώς το κίνημα αυτό, όπως έχουμε δει, ήταν αυθόρμητο. Εντούτοις, συμμετείχε ενεργά στην οργάνωσή του, στη συνέχεια. Εξόριστος στην Κορσική στα 1917-20, θα επιστρέψει μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου.
Ο Μεταξάς υπήρξε ένας από τους ελάχιστους στρατιωτικούς και πολιτικούς που αντιτάχθηκαν στην επέκταση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, υποστηρίζοντας πως θα ήταν αδύνατη η στρατιωτική υπεράσπιση ενός περιορισμένου μικρασιατικού ελληνικού εδάφους. Αργά ή γρήγορα θα δεχόταν την πίεση από υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, που θα είχαν στη διάθεσή τους μια τεράστια ενδοχώρα. Εξαιτίας αυτής του της άποψης, που δικαιώθηκε με την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, έμεινε εκτός των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων στα 1920-22. Την ίδια περίοδο ίδρυσε το Κόμμα Ελευθεροφρόνων.
Έχοντας συμμετάσχει στο αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου, τον Νοέμβριο 1923, διέφυγε και πάλι στο εξωτερικό, ενώ στα 1926-28 θα συμμετάσχει στην Οικουμενική Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Ως υπουργός Συγκοινωνιών θα συνδέσει το όνομά του με την αποικιακού τύπου παραχώρηση της ηλεκτροκίνησης στην αγγλική εταιρία Πάουερ.
Το κόμμα του ήταν το πρώτο αντιβενιζελικό κόμμα που αναγνώρισε το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας και θεωρούνταν μετριοπαθές. Με ποσοστά μεταξύ 1,6% και 3,9% στις εκλογές της περιόδου 1932-36 (έναντι 15,8% το 1926 και 5,3% το 1928), δεν αποτελούσε παρά μια μικρή πολιτική δύναμη. Ο Μεταξάς θα συμμετάσχει και στις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις του 1933-34.
Αν και μέχρι τότε δεν αναφέρονται σχέσεις του ίδιου και του κόμματός του με φασιστικές ή φιλοφασιστικές κινήσεις, από το 1934 θα πυκνώνουν οι αναφορές του στην ανάγκη επιβολής καθεστώτος έκτακτης ανάγκης.
Όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Μεταξάς δεν ήταν ο μόνος πολιτικός που ερωτοτροπούσε με την ιδέα της αντιδημοκρατικής εκτροπής. Ωστόσο και αυτός, όπως και οι άλλοι, ακόμα και όσοι κατά καιρούς εκφράζονταν θετικά ως προς το καθεστώς της Ιταλίας ή και της Γερμανίας, δεν τοποθετούνταν υπέρ ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Την εκτροπή την αντιλαμβάνονταν ή έστω έτσι ήθελαν να φαίνεται, σαν μια προσωρινή παρένθεση για την αντιμετώπιση της κρισιμότητας της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι μαζί του συνομιλούσαν εκπρόσωποι ακόμα και του βενιζελικού χώρου, εξετάζοντας το ενδεχόμενο εγκαθίδρυσης ενός τέτοιου δικτατορικού καθεστώτος.
Εξαιρετικά χαρακτηριστικές ήταν οι αποκαλύψεις του Σοφοκλή Βενιζέλου στην ημιπαράνομη ελληνική εφημερίδα “Ελευθερία” του Παρισιού, στις 21 Ιουλίου 1939. Αναφερόμενος σε συνάντησή του με τον υπουργό Εσωτερικών της κυβέρνησης Μεταξά, Σκυλακάκη, λίγο πριν την 4η Αυγούστου 1936, έγραφε ότι “από καιρό είχα παύσει να είμαι θιασώτης του ακράτου κοινοβουλευτισμού, ιδίως δε ως ούτος ελειτούργει παρ’ ημίν”. Έχοντας συμφωνήσει με τον συνομιλητή του για την ανάγκη επιβολής δικτατορίας, συναντήθηκε και με τον ίδιο τον Μεταξά, στον οποίο εξέφρασε την άποψη ότι το δικτατορικό καθεστώς δεν θα έπρεπε να κρατήσει περισσότερο από δύο χρόνια, ενώ ο υποψήφιος δικτάτορας του υποσχέθηκε πως θα τον έκανε αντιπρόεδρο της δικτατορικής κυβέρνησης.
“Ολίγας ημέρας αργότερον (…) πληροφορούμαι από τους δημοσιογράφους την κήρυξιν της δικτατορίας. Αλλ’ ούτε και την επομένην εκρατήθην ενήμερος των γεγονότων. Μόνον διάφοροι ανεύθυνοι παράγοντες, ανήκοντες εις την αντίθετον παράταξιν, με επεσκέφθησαν δια να μου προτείνουν εάν θα ήμην διατεθειμένος να εισέλθω εις την νέαν κυβέρνησιν. Απήντησα ότι με τον πρόεδρον της κυβερνήσεως είχομεν συμφωνήσει εφ’ όλων των ζητημάτων και εάν θα ήτο διατεθειμένος να εκπληρώσει τας υποσχέσεις του, θα ήμην πρόθυμος να μετάσχω των ευθυνών της δικτατορικής κυβερνήσεως. Ουδεμία απάντησις μου εδόθη και αντελήφθην πλέον σαφώς ότι η αθέτησις ήτο πλήρης. Αφήνω, συνεπώς, εις τον ελληνικόν λαόν να κρίνει την διαγωγήν του Μεταξά, όστις εγείρει αξιώσεις διαπαιδαγωγήσεως της ελληνικής νεολαίας και γενικότερον του ελληνικού λαού” (Σπύρος Λιναρδάτος, Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου – ε΄ έκδ. Θεμέλιο Αθήνα 1988, σ. 235-236).
Το κείμενο είναι αρκούντως αποκαλυπτικό. Ο γιος του ιδρυτή του Κόμματος των Φιλελευθέρων δεν δυσφόρησε για την επιβολή της δικτατορίας, αλλά γιατί ο Μεταξάς αθέτησε την υπόσχεση να τον κάνει αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, μετά την κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εντούτοις, έχει ιδιαίτερη σημασία η αναφορά του στην προσωρινή διάρκεια που θεωρούσε πως θα έπρεπε να έχει η αντιδημοκρατική εκτροπή. Όπως και πολλά άλλα στελέχη του βενιζελικού και του αντιβενιζελικού πολιτικού κόσμου, θεωρούσε αναγκαίο ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε και προσχώρηση στη φασιστική αντίληψη του ολοκληρωτικού κράτους, καθώς επιδίωξη θα ήταν η επάνοδος στον κοινοβουλευτισμό, αν και όχι σ’ αυτή του τη μορφή που τον καθιστούσε “άκρατο”. Το δικτατορικό καθεστώς και την πλήρη κατάργηση των δημοκρατικών ελευθεριών, θα το διαδεχόταν ένα καθεστώς ελεγχόμενης δημοκρατίας, με περιορισμένες τις δημοκρατικές ελευθερίες.
Αξίζει να αναφερθεί ότι τις επαφές αυτές του Σοφοκλή Βενιζέλου με τον Σκυλακάκη και τον Μεταξά τις αγνοούσε ο ηγέτης του Κόμματος των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο οποίος, μάλιστα, σε δηλώσεις του στις 20 Ιουλίου αναφέρθηκε στην ανάγκη αποκατάστασης της ομαλής λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού. Ανάλογη θέση εξέφρασε και ο Παπαναστασίου, αλλά και παράγοντες του αντιβενιζελικού χώρου, όπως οι επικεφαλής του Εθνικού Λαϊκού Κόμματος Ιωάννης Θεοτόκης και Ιωάννης Ράλλης, οι οποίοι είχαν συμφωνήσει με τον Σοφούλη τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Η ενημέρωση του βασιλιά για την πρόθεση απόσυρσης της εμπιστοσύνης από την κυβέρνηση συνέβαλε στην απόφαση να επιβληθεί η δικτατορία στις 4 Αυγούστου, για την οποία εξασφαλίστηκε από τον Μεταξά και η συναίνεση του βρετανού πρεσβευτή Σίντνεϊ Γουότερλοου.
Καθοριστικά για τον προσανατολισμό στην επιβολή δικτατορίας υπήρξαν τα γεγονότα του Μαΐου 1936 στη Θεσσαλονίκη, όταν η απεργία των καπνεργατών μετεξελίχθηκε σε πανεργατική, η αστυνομία απάντησε με τη δολοφονία εργατών και εργατριών, για να ακολουθήσει παλλαϊκή εξέγερση, άρνηση των τοπικών στρατιωτικών δυνάμεων να συμμετάσχουν στην καταστολή και διήμερη παράλυση της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Καθώς επί ένα δίμηνο ανάλογες εργατικές και παλλαϊκές κινητοποιήσεις σε μια σειρά πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα διαμόρφωσαν εκρηκτικό κλίμα, η εξαγγελία γενικής πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας για τις 5 Αυγούστου, με αφορμή κυβερνητική απόφαση που έθιγε τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων, χρησίμευσε ως πρόσχημα για την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, με συναπόφαση του πρωθυπουργού Μεταξά και του βασιλιά Γεώργιου.
Θα απομακρυνόμασταν πολύ από το θέμα μας αν επιχειρούσαμε μια σε βάθος διερεύνηση του κατά πόσο το εργατικό και λαϊκό κίνημα αντιπροσώπευε πραγματικό κίνδυνο για το αστικό καθεστώς το καλοκαίρι του 1936. Ας μείνουμε σε κάποια βασικά σημεία, που αφορούν άμεσα στο ζήτημα που πραγματευόμαστε.
Η ραγδαία ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, σε συνδυασμό με ανάλογες εκδηλώσεις και άλλων κοινωνικών στρωμάτων (αγρότες, επαγγελματίες, φοιτητές κ.λπ.), διαμόρφωνε, ούτως ή άλλως, ένα ευρύ κοινωνικό μέτωπο, ως έκφραση και της κρίσης εκπροσώπησης πλατιών λαϊκών μαζών από τα αστικά κόμματα. Όπως είναι ευνόητο, το κόμμα που ευνοούνταν από μια τέτοια κατάσταση ήταν το ΚΚΕ. Εντούτοις, το κόμμα αυτό δεν έθετε ζήτημα κοινωνικής επανάστασης, καθώς ήδη από το καλοκαίρι του 1935 είχε προσανατολιστεί στην προώθηση της πολιτικής που επεξεργάστηκε το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, για τη συγκρότηση αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου.
Το Λαϊκό Μέτωπο, στο οποίο, εκτός από τις δυνάμεις της Αριστεράς, καλούνταν να συμμετάσχουν και αστικές δημοκρατικές δυνάμεις, θα είχε ως στόχο την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου, με τη θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών, και την πραγματοποίηση ενός ελάχιστου κοινωνικών μεταρρυθμίσεων προς όφελος των εργαζομένων και συνολικά των κυριαρχούμενων τάξεων, ώστε να αφαιρεθεί το πολιτικό και κοινωνικό έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζονταν οι δυνάμεις που απεργάζονταν τη φασιστική εκτροπή. Κατά συνέπεια, τα Κ.Κ. δεν έθεταν ως άμεσο στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό, εκτιμώντας πως κάτι τέτοιο θα πόλωνε το σύνολο ή έστω το μεγαλύτερο μέρος των αστικών δυνάμεων, με την υποστήριξη και μεγάλων τμημάτων των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, προς την πλευρά του φασισμού.
Στην πραγματικότητα, πουθενά όπου συγκροτήθηκαν Λαϊκά Μέτωπα δεν απέκτησαν το εύρος που επιδίωκαν οι κομμουνιστές. Τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ισπανία και αργότερα, το 1938, στη Χιλή, τα αποτέλεσαν αποκλειστικά και μόνο δυνάμεις της Αριστεράς: κομμουνιστές, σοσιαλιστές και αριστεροί δημοκράτες. Ανεξαρτήτως των προθέσεων και των διακηρύξεων των Κ.Κ., οι αστικοδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν τα Λαϊκά Μέτωπα σαν “δούρειο ίππο” για την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Άλλωστε, δεν ήταν διατεθειμένες να συναινέσουν ούτε στη διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών ούτε στην πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζομένων. Στην περίπτωση, μάλιστα, της Ισπανίας, μετά την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος κατά της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, τον Ιούνιο 1936, το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου -με εξαίρεση τους αριστερούς ρεπουμπλικάνους- συμπαρατάχθηκε με τους φασίστες πραξικοπηματίες.
Η συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου στην Ελλάδα δεν σκόνταφτε μόνο στην άρνηση των αστικοδημοκρατικών δυνάμεων να συνεργαστούν με το ΚΚΕ. Η πρότασή του, πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, απορρίφθηκε τόσο από το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας όσο και από το αναιμικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Το Παλλαϊκό Μέτωπο που συμμετείχε τελικά στις εκλογές δεν ήταν παρά το ίδιο το ΚΚΕ, με τη συμμετοχή και κάποιων προσωπικοτήτων που προέρχονταν από τα άλλα δύο αριστερά κόμματα. Έτσι, το ποσοστό 5,76% που πήρε δεν ήταν και πολύ μεγαλύτερο από το 4,64% των εκλογών του 1933 (Στις εκλογές του 1935 το ΚΚΕ είχε πάρει 9,59%, αλλά ουσιαστικά η δύναμή του παρέμενε η ίδια, καθώς απείχαν τα βενιζελικά κόμματα). Εντούτοις, η ανάδειξη 15 βουλευτών και η ισοδυναμία βενιζελικών και αντιβενιζελικών στη νέα Βουλή, καθιστούσε το ΚΚΕ ρυθμιστική δύναμη και ενέτεινε τις ανησυχίες του αστικού κόσμου.
Επιμένοντας στην προώθηση των στόχων στους οποίους απέβλεπε η πρόταση για συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου, το ΚΚΕ θα προχωρήσει σε συμφωνία με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Συμφωνία Σοφούλη-Σκλάβαινα), για στήριξή τους στη Βουλή, με αντάλλαγμα τον περιορισμό της κρατικής καταστολής και τη λήψη στοιχειωδών μέτρων υπέρ των εργαζομένων. Η ύπαρξη και το περιεχόμενο της συμφωνίας θα αποκαλυφθούν από το ίδιο το ΚΚΕ, μετά τη στήριξη από τους φιλελεύθερους της κυβέρνησης Μεταξά. Η αποκάλυψη αυτή θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία ως προς τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε η συμμετοχή των κομμουνιστών στην πολιτική ζωή της χώρας.
Η κινδυνολογία θα αποκορυφωθεί κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο, καθώς η αντικομμουνιστική προπαγάνδα θα τα παρουσιάσει σαν “πρόβα τζενεράλε” για την επικείμενη κομμουνιστική επανάσταση. Η οποία, κατά τον Μεταξά, θα πραγματοποιούνταν με την απεργία της 5ης Αυγούστου.
Προφανώς, το ΚΚΕ δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση ούτε τον Μάιο ούτε τον Αύγουστο. Άλλωστε, οι χειρισμοί του στις κρίσιμες μέρες του Μαΐου και αμέσως μετά, κατέτειναν στην αποφυγή γενικευμένης αντιπαράθεσης, η οποία θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν αφορμή για την επιβολή δικτατορίας. Αν και η ελεγχόμενη από το κόμμα Ενωτική ΓΣΕΕ πίεζε τη ΓΣΕΕ για κοινή προκήρυξη γενικής πανελλαδικής απεργίας αμέσως μετά τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, το αίτημα που προβαλλόταν ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης Μεταξά. Το ίδιο αίτημα προωθούσε το ΚΚΕ, απευθυνόμενο και στα βενιζελικά δημοκρατικά κόμματα, επιμένοντας στη συγκρότηση πανδημοκρατικού μετώπου για την αποτροπή του κινδύνου επιβολής δικτατορίας.
Η αγωνιώδης και συστηματική αυτή προσπάθεια του ΚΚΕ δεν έφερε παρά περιορισμένα αποτελέσματα. Λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας, τον Ιούλιο, υπογράφηκε μεταξύ ΚΚΕ και ΑΚΕ το Συμφωνητικό της ίδρυσης Λαϊκού Μετώπου, ενώ αποφασίστηκε και η ενοποίηση της ΓΣΕΕ και της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Κι αυτές ακόμα οι εξελίξεις αξιοποιήθηκαν από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της μεταξικής κινδυνολογίας.
Δεν θα μπορούσαμε εδώ να εξετάσουμε κατά πόσο υπήρξε εκείνη την περίοδο επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα. Κατά πόσο, δηλαδή, είχε διαμορφωθεί συνθήκη κατά την οποία, σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του Λένιν, “οι από πάνω δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν και οι από κάτω δεν ήθελαν να κυβερνηθούν όπως μέχρι τότε”. Αυτό που μπορούμε, όμως, να πούμε με βεβαιότητα, είναι ότι το ΚΚΕ δεν έθετε ως στόχο την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας. Κατά συνέπεια, ακόμα κι αν υπήρχε επαναστατική κατάσταση, δεν θα εξελισσόταν σε επαναστατική κρίση. Για μια τέτοια εξέλιξη απαιτείται η ύπαρξη πολιτικού υποκειμένου, κόμματος, που να θέσει ως στόχο την επαναστατική ανατροπή.
Κάτι που έχει εξαιρετική σημασία για το ζήτημα που μας απασχολεί είναι η ανυπαρξία όλη αυτή την περίοδο μαζικής αντίδρασης απέναντι στο ανερχόμενο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Ενώ η Θεσσαλονίκη ζει μέρες εξέγερσης και η αναταραχή εξαπλώνεται σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα, δεν είχαμε την οποιαδήποτε μαζική κινητοποίηση που να στρέφεται ενάντια σ’ αυτούς “που διασάλευαν τη δημόσια τάξη, θέτοντας σε κίνδυνο το κοινωνικό καθεστώς”, όπως έγραφαν τότε οι περισσότερες αστικές εφημερίδες.
Όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι φασιστικές και φιλοφασιστικές οργανώσεις, σχεδόν στο σύνολό τους, είχαν μπει σε κρίση, κάποιες είχαν διαλυθεί και άλλες είχαν συρρικνωθεί. Ακριβώς κατά την περίοδο που οι κοινωνικές αντιθέσεις εκρήγνυνται, οι φασίστες απουσιάζουν από το πεδίο των συγκρούσεων, με ελάχιστες και εντελώς περιθωριακές εξαιρέσεις, όπως μερικές δεκάδες τριεψιλιτών που συνεργάστηκαν με την αστυνομία στις επιθέσεις της κατά των απεργών στη Θεσσαλονίκη.
Μπορούμε να πούμε πως αυτή η συρρίκνωση και η αδράνεια των φασιστικών οργανώσεων και η απουσία μαζικών αντεργατικών κινητοποιήσεων (τόσο συνηθισμένων στην Ιταλία στα 1921-22, στη Γερμανία στα 1930-33, στην Ισπανία στα 1934-36, αλλά και στη Γαλλία την ίδια περίοδο), αποτελούν και τις πιο σοβαρές αποδείξεις της ανυπαρξίας μαζικού φασιστικού κινήματος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Ακριβώς αυτή την κρίσιμη περίοδο μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου 1936, όταν ο κόσμος απ’ όλα τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα (εργάτες, αγρότες, επαγγελματίες κ.λπ.) κινητοποιείται, συνδέει άμεσα τα όποια αιτήματά του και με δημοκρατικές διεκδικήσεις, στρεφόμενος ενάντια στην κρατική καταστολή, ενώ πολύ σπάνια απουσιάζει από ανακοινώσεις, προκηρύξεις και όποια άλλα δημοσιεύματα και η σαφής αντιφασιστική τοποθέτηση και η επισήμανση της ανάγκης αποτροπής μιας ενδεχόμενης δικτατορίας.
Ήταν όλος ο λαϊκός κόσμος ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στο αναπτυσσόμενο εργατικό και λαϊκό κίνημα; Ήταν στο σύνολό του ο εργαζόμενος ελληνικός λαός τοποθετημένος σταθερά υπέρ της δημοκρατίας; Θα ήταν ανόητο να ισχυριστεί κάποιος κάτι τέτοιο. Σε μια ιστορική στιγμή που φασιστικά και δικτατορικά καθεστώτα έχουν εγκαθιδρυθεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όταν η αντιδημοκρατική εκτροπή συζητιέται δημοσίως από πολιτικούς, διανοούμενους και δημοσιογράφους, είναι αυτονόητο πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα απασχολούσε ως θετική εξέλιξη και τμήμα του λαϊκού κόσμου. Άλλωστε, απόψεις που αντιτάσσονται σε εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις ή και ερωτοτροπούν και με αντιλήψεις σαφώς αντιδημοκρατικές, εμφανίζονται, λιγότερο ή περισσότερο μαζικά, και σε καιρούς πολύ πιο ήρεμους από το ελληνικό 1936. Άρα, το ζήτημα δεν είναι αυτό. Εκείνο που μας απασχολεί είναι αν το τμήμα αυτό του λαού που τοποθετούνταν αρνητικά απέναντι στο κύμα των εργατικών και λαϊκών κινητοποιήσεων, ενώ παράλληλα δεν απέρριπτε και μια προοπτική αντιδημοκρατικής εκτροπής, συγκροτούσε μαζικό κίνημα με αντεργατικό και αντιδημοκρατικό προσανατολισμό. Αν, δηλαδή, συγκροτούσε κίνημα φασιστικό. Κάτι τέτοιο σαφώς και δεν συνέβη, ακόμα και στις παραμονές της δικτατορίας. Η οποία δεν επιβλήθηκε με τη στήριξη και την κινητοποίηση μαζών, όπως συνέβη σε άλλες χώρες όπου επικράτησαν φασιστικά καθεστώτα, αλλά υπήρξε ένα πραξικόπημα των κορυφαίων της πολιτικής ηγεσίας της χώρας: του βασιλιά και του πρωθυπουργού.
Δεν είναι τυχαία η σχετική αναφορά του Γουότερλοου σε επιστολή του προς τον βρετανό υπουργό Εξωτερικών Ήντεν, στις 7 Αυγούστου, τρεις μέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας:
“Η φύση του ελληνικού χαρακτήρα είναι τέτοια, ώστε κανένας δεν είναι πιθανό να ευχαριστηθεί με τη δικτατορία, ακόμη κι αν φέρει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και οικονομική ευημερία”.
Κανένας δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι ο Μεταξάς δεν θα μπορούσε να εγκαθιδρύσει δικτατορικό καθεστώς χωρίς τη συναίνεση του βασιλιά. Όπως, επίσης, ότι το καθεστώς αυτό δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί, αν ο βασιλιάς για τους οποιουσδήποτε λόγους έπαυε να στηρίζει τον δικτάτορα. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, η ύπαρξη, δηλαδή, δύο πόλων εξουσίας, συνιστά μια ιδιαιτερότητα που δεν ανταποκρίνεται στα φυσιογνωμικά στοιχεία ενός καθεστώτος φασιστικού. Η συγκέντρωση της εξουσίας στο πρόσωπο του Αρχηγού (Furer, Ducce, Caudillio κ.λπ.) αποτελεί βασική αρχή για τον φασισμό. Πρόκειται για μια σημαντική ειδοποιό δαφορά του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου από τα τυπικά φασιστικά καθεστώτα, που προστίθεται στην ανυπαρξία μαζικού φασιστικού κινήματος, τόσο πριν την εγκαθίδρυσή του όσο και κατά τη διάρκειά του.
Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε η δικτατορία ήταν η διάλυση του συνόλου των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των φασιστικών, αλλά και του κόμματος του ίδιου του δικτάτορα. Σε αντίθεση με τα φασιστικά καθεστώτα, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου δεν επιδίωξε τη συγκρότηση κόμματος, για την οργάνωση και κινητοποίηση των οπαδών της. Το κενό αυτό μπορεί να υπήρξε αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, ένας από τους οποίους ήταν και η αντίθεση του βασιλιά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς θα ισχυροποιούσε κατά πολύ τη θέση του Μεταξά ανέναντί του. Ένας άλλος σημαντικός λόγος ήταν η απουσία εκείνου του πλήθους των στελεχών που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην οργάνωση και λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος, όντας ιδεολογικά συγκροτημένα τα ίδια. Άλλωστε, υπήρχε και ο κίνδυνος να παρέμενε ένα τέτοιο κόμμα άμαζο, στον βαθμό που δεν διαγράφονταν προθέσεις μαζικής λαϊκής υποστήριξης στη δικτατορία.
Ενδεικτική αυτής της αδυναμίας του καθεστώτος να εξασφαλίσει μαζική υποστήριξη αποτέλεσε η απροθυμία ένταξης στην Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο 1936. Με την ίδρυσή της ο Μεταξάς επιδίωκε την εδραίωση της θέσης του, κάτι που αντιλήφθηκε το Παλάτι, με συνέπεια την αντίδραση στην ανάπτυξη της οργάνωσης (Νάση Μπαλτά, Ιστοριογραφικές καταγραφές και ερευνητικές προοπτικές, στο ΑΣΚΙ – Ι. Ν. Πουλαντζάς 2010, σ. 46-47). Η αντίδραση του βασιλιά συμπληρώνεται και με την απροθυμία προσχώρησης των νέων στην οργάνωση, η οποία τον Ιανουάριο 1938 δεν είχε παρά 15.000 μέλη (Γεώργιος Ρούσσος, Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974 – Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήνα 1975, τ. 7ος σ. 137). Κι αυτό, παρά τις κάθε είδους διευκολύνσεις, την πρόσβαση σε θεάματα, τη διοργάνωση εκδρομών και ποικίλων άλλων ψυχαγωγικών εκδηλώσεων, που θα μπορούσαν να την καταστήσουν ελκτική.
Το μικρό ποσοστό που αντιπροσώπευαν τα μέλη της ΕΟΝ στο σύνολο της νεολαίας δείχνει, σε σημαντικό βαθμό, και το ποσοστό των γονέων που ήταν φιλικά προσκείμενοι στο καθεστώς και κατά συνέπεια ενθάρρυναν ή και υποχρέωναν τα παιδιά τους να ενταχθούν στην οργάνωση. Η ΕΟΝ δεν θα μαζικοποιηθεί παρά μόνο μετά την απόφαση υποχρεωτικής ένταξης των μαθητών και των φοιτητών στις γραμμές της. Θα εξελιχθεί, έτσι, σε μαζική οργάνωση, με σύνθεση κυρίως μαθητική και δευτερευόντως φοιτητική. Η πολυπληθέστατη εκείνα τα χρόνια εργαζόμενη, εργατική και αγροτική, νεολαία θα εξακολουθήσει, στη μεγάλη της πλειονότητα, να απέχει. Αλλά και για τους περισσότερους απ’ αυτούς που συμμετείχαν, πλέον, στην οργάνωση, η υποχρεωτική ένταξη δεν σήμαινε και αποδοχή των ιδεολογικών αρχών του καθεστώτος. Ενδεικτική είναι η κυκλοφορία του περιοδικού “Η Νεολαία”, που δεν ξεπερνάει τα 70.000 αντίτυπα (Αθηνά Μπαλτά, Το περιοδικό της ΕΟΝ Η Νεολαία. Σκοποί και απήχηση – στο Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας – Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, τ. 2ος, σ. 631-639).
Ήταν ακριβώς αυτές οι ιδεολογικές διακηρύξεις της 4ης Αυγούστου που την έφερναν πολύ κοντά στα φασιστικά καθεστώτα. Κύριος εκφραστής τους ήταν ο ίδιος ο δικτάτορας, πλαισιωμένος από έναν τεράστιο, για τα μέχρι τότε ελληνικά μέτρα, προπαγανδιστικό μηχανισμό, με τη συμμετοχή πολιτικών παραγόντων του καθεστώτος, δημοσιογράφων, εκπαιδευτικών και μεγάλου αριθμού διανοουμένων, στη διάθεση των οποίων τέθηκαν εφημερίδες, εκδοτικοί οίκοι, οργανωμένες εκδηλώσεις, καθώς και ο κρατικός -και μοναδικός- ραδιοφωνικός σταθμός, που άρχισε να εκπέμπει το 1938.
Σύμφωνα με τον Μεταξά, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου -όπως ακριβώς διακήρυτταν και τα φασιστικά καθεστώτα- ήταν αντικοινοβουλευτικό, αντικομμουνιστικό και αντιπλουτοκρατικό. Δεν αποτελούσε προσωρινή παρένθεση στην ομαλή κοινοβουλευτική δημοκρατική ζωή, αλλά επρόκειτο να παγιωθεί με την οικοδόμηση ενός κράτους βασισμένου στις αρχές του ολοκληρωτισμού, που θα τιθόταν στην υπηρεσία του έθνους.
Καθώς το έθνος αναγορεύεται σε υπέρτατη και απόλυτη αξία, καθετί που μπορεί να το διχάσει και να κλονίσει τη συνοχή του και την ικανότητά του να ανταποκριθεί στο ιστορικό του πεπρωμένο, αντιμετωπίζεται εχθρικά και καταστέλλεται. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να είναι ανεκτή η διαίρεση που προκαλεί η ύπαρξη διαφορετικών πολιτικών κομμάτων, όπως προϋποθέτει και συνεπάγεται ο κοινοβουλευτισμός. Αντιστοίχως, δεν μπορεί να είναι ανεκτός ο κομμουνισμός, που βασίζεται στην αρχή της αντιπαράθεσης των κοινωνικών τάξεων και απέναντι στον εθνικισμό αντιπαραθέτει τον διεθνισμό. Στο πλαίσιο αυτής της ολοκληρωτικής αντίληψης περί έθνους και εθνικής ενότητας δεν γίνεται ανεκτή και οποιοδήποτε μορφή ατομικισμού, και κατά συνέπεια ούτε και η επιδίωξη ατομικού πλουτισμού, όταν αυτή είναι ανεξέλεγκτη και δεν εξυπηρετεί το κοινό εθνικό συμφέρον.
Όπως επισημαίνεται, το στοιχείο που “αποτελεί παράγοντα εκ των ουκ άνευ στη συγκρότηση του έθνους είναι η κοινή εθνική συνείδηση, το κοινό φρόνημα. Το κοινό φρόνημα δεν προκύπτει σαν η συνισταμένη πολλών και διαφορετικών απόψεων, αλλά ανάγεται στον κοινό ψυχικό δεσμό που πρέπει να διέπει τα μέλη της ομάδας. Η κοινότητα φρονήματος υπαγορεύει την κοινότητα συμφέροντος μεταξύ των μελών της εθνικής ομάδας. Αντικειμενικό κριτήριο για τη διάγνωση του εθνικού συμφέροντος δεν υπάρχει. (…). Οι ιδεολόγοι της 4ης Αυγούστου απαιτούν από το άτομο να γνωρίζει το εθνικό συμφέρον, παραμένουν όμως, όπως άλλωστε συνηθίζουν, σκόπιμα ασαφείς ως προς τα κριτήρια, εκχωρώντας τελικά στο Κράτος και τον Αρχηγό το δικαίωμα να αποφασίζει περί του εθνικού συμφέροντος” (Χρήστος Σουρουλής, ΑΣΚΙ – Ι. Ν. Πουλαντζάς 2010, σ. 79-80). Φέρνοντας στο αποκορύφωμά τους τις κρατιστικές αντιλήψεις, κατά τις οποίες το ατομικό συμφέρον υποτάσσεται στο γενικό και εξυπηρετείται μέσα απ’ αυτό, ο δικτάτορας και οι απολογητές του επαναλαμβάνουν σταθερά μια λέξη: Πειθαρχία (στο ίδιο, σ. 81).
Είναι προφανές πως όλα τα παραπάνω έχουν αντληθεί από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του φασισμού, από το οποίο προέρχεται και η διακήρυξη της δικτατορίας ότι αποβλέπει στη δημιουργία ενός νέου εθνικού πολιτισμού. Η αναφορά του ως Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού (μετά τον αρχαιοελληνικό και τον βυζαντινό) παραπέμπει σαφώς στο ναζιστικό Γ΄ Ράιχ.
Η αποδοχή από τους ιδεολογικούς εκφραστές της δικτατορίας της ήδη κυρίαρχης αντίληψης της επίσημης ιδεολογίας του ελληνικού κράτους για την τρισχιλιετή ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους συνδέεται και με την προβολή της επίσης κυρίαρχης αντίληψης για τον “ελληνοχριστιανικό πολιτισμό”. Οι αναφορές στην ορθοδοξία, ως θεμελιώδους συστατικού της ιδεολογίας του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού, αναπόσπαστου από τον εθνικισμό, συνιστούν σημαντική απόκλιση από τον ιταλικό φασισμό (στην ιδεολογία του οποίου η θέση της θρησκείας ήταν εξαιρετικά περιορισμένη) κι ακόμα περισσότερο από τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, ο οποίος δεν έκρυβε τις παγανιστικές και αντιχριστιανικές του τάσεις, ανεξαρτήτως της ανοχής που αναγκαζόταν να επιδεικνύει απέναντι στην Καθολική και την Ευαγγελική Εκκλησία. Από την άποψη αυτή, η ιδεολογία της 4ης Αυγούστου ήταν πλησιέστερη στον αυστριακό χριστιανοφασισμό του Ντόλφους και στον ισπανικό φρανκισμό. Η Ορθοδοξία προβάλλεται ως εθνική θρησκεία, που διαφοροποιεί τους Έλληνες από την παπική Δύση και την “άθεη” Ρωσία, και στο εσωτερικό επιτρέπει την κατάδειξη των κομμουνιστών ως εχθρών (Σουρούλης, ό.π., σ. 79).
Ιδιαίτερη σημασία έχει η απουσία από τον ιδεολογικό λόγο του καθεστώτος τόσο του ιμπεριαλισμού και του εδαφικού επεκτατισμού όσο και του ρατσισμού. Καθώς η εξωτερική πολιτική της δικτατορίας αποτελεί συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων, οι αναφορές στους αλύτρωτους αδελφούς της Κύπρου, της Δωδεκανήσου και της Βόρειας Ηπείρου δεν συνοδεύονται από την προβολή επεκτατικών αξιώσεων, αλλά παραμένουν, όπως μέχρι τότε, σε ένα αφηρημένο επίπεδο προσμονής της εθνικής ολοκλήρωσης κάπου στο μέλλον και ως συνέπεια μάλλον ειρηνικών διπλωματικών διευθετήσεων.
Η Ελλάδα της 4ης Αυγούστου εξακολουθεί να επιδιώκει τη διατήρηση σχέσεων καλής γειτονίας με όλες τις χώρες της Βαλκανικής και με την Ιταλία, ενώ ταυτόχρονα παραμένει πιστή στις ιδιαίτερες σχέσεις της με τη Μεγάλη Βρετανία. Καθώς ο ιταλικός επεκτατισμός και οι απροκάλυπτες διακηρύξεις του Μουσολίνι για την κατάκτηση κυρίαρχης θέσης στην ανατολική Μεσόγειο προκαλούν εύλογες ανησυχίες για το άμεσο μέλλον, η προσήλωση στην ελληνοβρετανική φιλία αποτελεί επιλογή στρατηγικής σημασίας, εγγυητής της οποίας είναι ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος.
Εντούτοις, αυτός ο φιλοβρετανικός προσανατολισμός δεν συνεπάγεται και εκδηλώσεις που θα μπορούσαν να διαταράξουν τις ελληνοϊταλικές σχέσεις, πόσο μάλλον να αποτελέσουν αφορμή για την εκδήλωση της ιταλικής επιθετικότητας. Το καθεστώς, άλλωστε, φροντίζει και για ιδεολογικούς λόγους για την ανάπτυξη των σχέσεών του με τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία. Ο εκθειασμός των καθεστώτων τους από τους ιδεολογικούς απολογητές του, ακόμα και από κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, οι επισκέψεις εκπροσώπων τους, όπως ο Γκέμπελς, η συστηματική προβολή των “επιτευγμάτων” τους από τον Τύπο και κυρίως από τα κρατικά προπαγανδιστικά έντυπα, εξυπηρετεί τόσο ιδεολογικές όσο και διπλωματικές στοχεύσεις.
Συχνά γίνεται το λάθος να εμφανίζονται τα δύο κέντρα εξουσίας (θρόνος και κυβέρνηση) αντιμαχόμενα ως προς τον προσανατολισμό της Ελλάδας προς τη Μεγάλη Βρετανία ή προς τις χώρες του φασιστικού Άξονα. Στην πραγματικότητα, όσο κι αν στον κυβερνητικό μηχανισμό και τον περίγυρό του υπήρχαν πάντα εκφραστές της άποψης για πρόσδεση της χώρας στη Γερμανία -κυρίως στελέχη προδικτατορικών φασιστικών οργανώσεων- ο Μεταξάς και η κυβέρνησή του κρατούσαν σταθερή φιλοβρετανική στάση. Στη στάση αυτή οφείλεται και η ρήξη με τον Σκυλακάκη, που απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση τον Δεκέμβριο 1936. Μαζί του απομακρύνθηκε και ο Αλέξανδρος Παπαχελάς. Ακολούθησε, τον Φεβρουάριο 1938, η απομάκρυνση του Μιχαήλ Πάσσαρη και τον Μάιο 1939 του Περικλή Κάβδα.
Το καλοκαίρι του 1940 η ανακάλυψη και εξάρθρωση, από τον υφυπουργό Ασφάλειας Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, συνωμοτικού φιλογερμανικού κύκλου οδήγησε σε συλλήψεις και εκτοπίσεις. Οι συνωμότες επιδίωκαν την αντικατάσταση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού Αλέξανδρου Παπάγου από τον γερμανόφιλο στρατηγό Κωνσταντίνο Πλατή, ο οποίος υπήρξε υφυπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Δεμερτζή. Μεταξύ των συλληφθέντων, εκτός από τον ίδιο τον Πλατή, ήταν ο διευθυντής του Πυροσβεστικού Σώματος Παύλος Καραπατέας, ο απόστρατος συνταγματάρχης Δημήτριος Πολύζος, που θα αναλάβει υπουργός Επισιτισμού κατά την Κατοχή, ο παλιός ηγέτης της Οργάνωσης Ελλήνων Εθνικιστών Αλέξανδρος Γιάνναρος, ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Γεώργιος Μερκούρης κ.ά. Εκτοπίστηκαν, επίσης, και οι συνδεδεμένοι με τους συνωμότες πολιτικοί Σωτήρης Γκοτζαμάνης, Στέφανος Στεφανόπουλος, Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, Πέτρος και Περικλής Ράλλης και Πέτρος Μαυρομιχάλης, ενώ απέφυγε τη σύλληψη, παρά την εμπλοκή του, ο υπουργός-διοικητής Πρωτευούσης Κωνσταντίνος Κοτζιάς. Μεταξύ των διωχθέντων συνωμοτών ήταν και ο θεωρητικός του καθεστώτος Αρίστος Καμπάνης, ο Νικόλαος Γιοκαρίνης (διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου στην Κατοχή), οι Κώστας Καιροφύλλας και Φώτος Γιοφύλλης (συνεργάτες της ελληνόγλωσσης ιταλικής προπαγανδιστικής εφημερίδας “Κουαδρίβιο” κατά την Κατοχή) κ.ά.
Τον Απρίλιο 1941 αντιμετωπίστηκε μια ακόμα σοβαρότερη φιλογερμανική συνωμοσία, που είχε σαφή εθνοπροδοτικό χαρακτήρα, καθώς εκδηλώθηκε αμέσως μετά την επίθεση της Γερμανίας κατά της Ελλάδας. Σ’ αυτήν συμμετείχαν οι Πάσσαρης και Κάβδας, ο Νικόλαος Λούβαρις, ο Γεώργιος Μερκούρης, ο Πέτρος Ράλλης, ο Νικόλαος Δαρβέρης, ο Κωνσταντίνος Ροδόπουλος -που θα γίνει αργότερα, επί Καραμανλή, υπουργός και πρόεδρος της Βουλής- ο Ναπολέων Ζέρβας, ο εμπλεκόμενος στην απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου το 1933, αξιωματικός της αστυνομίας, Ιωάννης Πολυχρονόπουλος κ.ά. Οι συνωμότες θα παραμείνουν κρατούμενοι μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα.
Παρόλ’ αυτά, η ελληνική εξωτερική πολιτική κινείται σε ένα πλαίσιο αποφυγής προκλήσεων προς τις χώρες του Άξονα και κυρίως προς την Ιταλία, η οποία, μετά την κατάληψη της Αλβανίας, το 1939, εμφανίζεται όλο και περισσότερο επιθετική, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την καταπίεση της αλβανικής μειονότητας των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας.
Ως προς τις εθνικές μειονότητες, το καθεστώς ακολούθησε, επίσης, την πολιτική των παλιότερων κυβερνήσεων, αν και εντάθηκαν οι προσπάθειες του εξελληνισμού των Σλαβομακεδόνων και οι διώξεις της δημόσιας χρήσης της γλώσσας τους, ενώ ολοκληρώθηκε ο εξελληνισμός των ονομάτων των χωριών της Μακεδονίας, που επεκτάθηκε και σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα, σε μια προσπάθεια να εξαλειφθούν ονομασίες σλαβικής, αλβανικής, βλάχικης και τουρκικής προέλευσης.
Τα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου θα μπορούσαμε να πούμε πως υπήρξαν η μοναδική περίοδος κατά την οποία η εβραϊκή κοινότητα έπαψε να αντιμετωπίζει όχι μόνο προβλήματα διακρίσεων από το κράτος (που όπως είδαμε ήταν ιδιαίτερα έντονα όταν στην εξουσία βρισκόταν η βενιζελική παράταξη), αλλά και αυτά που δημιουργούσαν οι φασιστικές και φιλοφασιστικές οργανώσεις, που, όπως είπαμε, είχαν, πλέον, διαλυθεί. Απ’ αυτή την άποψη, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου κινούνταν στον αντίποδα του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, καθώς και άλλων φασιστικών καθεστώτων, όπως της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας. Δεν επρόκειτο καν για την αντιμετώπιση των Εβραίων ως ισότιμων με τους άλλους υπηκόους του κράτους, όπως συνέβαινε στη φασιστική Ιταλία. Ακριβώς επειδή είχε προηγηθεί μια περίοδος συνεχών τρομοκρατικών προκλήσεων, ιδιαίτερα στα χρόνια 1927-33, η κρατική προστασία που απολάμβαναν οι Εβραίοι στα 1936-41 αποτελούσε εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη.
Σε πλήρη αντίθεση με τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, η ιδεολογία της 4ης Αυγούστου δεν ήταν ρατσιστική. Αν και κυριαρχούν οι αναφορές στην ανωτερότητα του ελληνικού έθνους, αυτή δεν εκλαμβάνεται με βιολογικούς όρους, ως φυλετική. Αυτό που προβάλλεται είναι η πολιτισμική αποστολή του έθνους των Ελλήνων ανά τους αιώνες και από την άποψη αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι την περίοδο της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου συστηματοποιήθηκε, κατά κάποιο τρόπο, η επίσημη ιδεολογία του ελληνικού κράτους, αναφορικά με το έθνος. Έτσι, “αν πάρουμε υπόψη μας ότι όσα λέγονται σχετικά με τη φυλή συνδυάζονται με τη δημιουργία του Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού, μπορούμε να μιλήσουμε για μια πολιτισμική περισσότερο και λιγότερο αιματική συγγένεια των προγενέστερων με τους σύγχρονους Έλληνες” (Σουρούλης, σ.79).
Ανάλογη συνέχεια της επίσημης ιδεολογίας που διαμορφώθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, διαπιστώνουμε και στην ανυπαρξία επεκτατικών και ιμπεριαλιστικών τάσεων, που συνιστά σημαντική διαφορά με την ιδεολογία των φασιστικών καθεστώτων και κινημάτων. Όπως ήδη έχουμε πει, οι όποιες αναφορές στους αλύτρωτους αδελφούς δεν συνδέονται με άμεσες αξιώσεις εδαφικής επέκτασης του ελληνικού κράτους.
Αξίζει να σημειώσουμε μια ακόμη διαφορά με τα φασιστικά καθεστώτα, που αφορά στη δυνατότητα λειτουργίας οργανώσεων -πέραν των εκκλησιαστικών- οι οποίες δεν εξαρτώνται από το κράτος και δρουν στη βάση μιας δικής τους ιδεολογικής κατεύθυνσης. Πρόκειται για οργανώσεις όπως η μασονία, ο προσκοπισμός, οι ΧΑΝ-ΧΕΝ κ.ά., τις οποίες οι αντισημίτες κατήγγειλαν -και εξακολουθούν να καταγγέλλουν- σαν όργανα του διεθνούς σιωνισμού, ενώ η λειτουργία τους απαγορεύτηκε στις χώρες όπου επιβλήθηκε ο φασισμός. Η απαγόρευσή τους -ανεξαρτήτως αντιεβραϊκού ή μη προσανατολισμού του εκάστοτε φασιστικού καθεστώτος- εντασσόταν στην ολοκληρωτική αντίληψη για το κράτος, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η ύπαρξη οργανώσεων που να μην ελέγχονται οργανωτικά και ιδεολογικά απ’ αυτό. Πόσο μάλλον οργανώσεων όπως αυτές, που είχαν διεθνή υπόσταση.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου δεν έθεσε ζήτημα διάλυσης των μασονικών στοών, μέλη των οποίων, άλλωστε, ήταν και επιφανή κυβερνητικά και άλλα στελέχη, μεταξύ των οποίων και ο βασιλιάς Γεώργιος, αλλά και ο Μεταξάς.
Εντούτοις, στο στόχαστρο του δικτάτορα είχε τεθεί το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, το οποίο, αντικειμενικά, λειτουργούσε ανταγωνιστικά προς την ΕΟΝ. Στη διάλυσή του, όμως, αντιτασσόταν ο βασιλιάς, ενώ επικεφαλής των προσκόπων βρισκόταν ο διάδοχος Παύλος. Η επιδίωξη του Μεταξά θα υλοποιηθεί, τελικά, το 1938, όταν ανέλαβε ο ίδιος προσωπικά το Υπουργείο Παιδείας, διεκδικώντας έναν περισσότερο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων του καθεστώτος με τη νεολαία. Τον Ιούνιο 1939 θα αποφασιστεί και η διάλυση των Προσκόπων, της ΧΑΝ-ΧΕΝ κ.λπ. Ως αντιστάθμισμα, γενικός αρχηγός της ΕΟΝ είχε οριστεί ο Παύλος.
Ενώ μεγάλος αριθμός διανοουμένων αντιμετωπίζει διώξεις, καθώς αρνείται να αποδεχτεί την αντιδημοκρατική εκτροπή, πόσο μάλλον να ενταχθεί στον ιδεολογικό μηχανισμό της δικτατορίας (Δημήτρης Γληνός, Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αβροτέλης Ελευθερόπουλος, Αλέξανδρος Σβώλος κ.ά.), είναι κατά πολύ περισσότεροι αυτοί που σιώπησαν, αλλά και εκείνοι που εκφράστηκαν υπέρ του καθεστώτος, είτε από τον πρώτο καιρό της εγκαθίδρυσής του είτε αργότερα.
Εκτός από τους δηλωμένους φασίστες, όπως οι Νίκος Κρανιωτάκης, Αρίστος Καμπάνης, Ευάγγελος Κυριάκης (εκδότης και βασικός αρθρογράφος του περιοδικού “Νέον Κράτος”), Σίτσα Καραϊσκάκη κ.ά., που ανέλαβαν την επεξεργασία και εκλαΐκευση, σε επίπεδο δημοσιογραφικό, των ιδεολογικών θέσεων της 4ης Αυγούστου, πλήθος πανεπιστημιακών, αλλά και λογοτεχνών (Σπύρος Μελάς, Μ. Καραγάτσης, Στρατής Μυριβήλης, Τίμος Μωραϊτίνης, Κωστής Μπαστιάς, Φώτος Γιοφύλλης κ.ά.) τάχθηκε στο πλευρό της, ενώ δεν θα διστάσουν να συνεργαστούν και διανοούμενοι που θεωρούνταν συνεπείς δημοκράτες. Ανάμεσά τους ήταν ο συγγραφέας Γρηγόρης Ξενόπουλος, καθώς και οι φιλόλογοι και εκπαιδευτικοί Αλέξανδρος Δελμούζος και Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Αιτία της προσέγγισης του καθεστώτος από τους δύο αυτούς μεγάλους δημοτικιστές υπήρξε η υποστήριξη της δημοτικής γλώσσας από τον δικτάτορα, ο οποίος, μάλιστα, ανέθεσε στον Τριανταφυλλίδη τη σύνταξη της Νεοελληνικής Γραμματικής.
Ασφαλώς, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως η συνεργασία όλων αυτών των διανοουμένων με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου απέρρεε από την πλήρη αποδοχή του ιδεολογικού της λόγου. Παρόλ’ αυτά, πρέπει να πάρουμε υπόψη όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, σε σχέση με τη συνέχεια που χαρακτήριζε βασικά σημεία αυτού του λόγου με την επίσημη ιδεολογία του προγενέστερου κοινοβουλευτικού καθεστώτος.
Ακόμα και όσοι δεν αποδέχονταν τις αντικοινοβουλευτικές διακηρύξεις και τον προσανατολισμό στην παγίωση της δικτατορίας, μπορούσαν να την προσεγγίσουν χωρίς να απομακρυνθούν από αντιλήψεις που ήδη είχαν διαμορφώσει για μια σειρά άλλα ζητήματα και οι οποίες είχαν ενσωματωθεί στον ιδεολογικό της λόγο: ο ελληνοχριστιανισμός, η πίστη στις αξίες της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, και ο αντικομμουνισμός, αποτελούσαν ικανούς όρους για την ιδεολογική συμπόρευση με την 4η Αυγούστου. Αρκεί οι επιφυλάξεις απέναντι στην αντιδημοκρατική ιδεολογία του καθεστώτος να μην εκφράζονταν δημοσίως. Άλλωστε, όπως έχουμε δει, οι τάσεις αμφισβήτησης του κοινοβουλευτισμού και αναζήτησης διεξόδου μέσα από ένα σύντομης ή μεγαλύτερης διάρκειας, καθεστώς έκτακτης ανάγκης, εκφράζονταν από χρόνια πριν και όχι μόνο από άτομα ή κινήσεις που εντάσσονταν στον φασιστικό χώρο. Όπως επισημαίνεται “εάν εξετάσουμε τις πολιτικές, τους θεσμούς ακόμα και τα πρόσωπα που στελεχώνουν το κράτος επί Μεταξά τότε θα δούμε μια εντυπωσιακή συνέχιση. Γι’ αυτό και πάρα πολλοί διανοούμενοι, επιστήμονες, τεχνοκράτες που θα τους χαρακτηρίζαμε φιλελεύθερους, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν ή να εκθειάσουν τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου” (Πολυμέρης Βόγλης, 4η Αυγούστου: ένα πείραμα εκφασισμού – συνέντευξη στην εφημ. “Αυγή” 6/10/2013).
Όπως επισημαίνει η Άννα Φραγκουδάκη, “η σύγχυση στο χώρο των ιδεών και η έλλειψη κοινωνικής συνείδησης των διανοουμένων επέτρεψε σε ευγενικές και δημοκρατικές φυσιογνωμίες να δημοσιεύσουν υμνητικά κείμενα για τον Ιωάννη Μεταξά και το δημοτικιστικό του πνεύμα. Η σύγχυση αυτή επέτρεψε στις δημοκρατικές συνειδήσεις ν’ ανεχθούν τη φασιστική βία” (Άννα Φραγκουδάκη, Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και Φιλελεύθεροι Διανοούμενοι. Άγονο και ιδεολογικό αδιέξοδο στο μεσοπόλεμο – Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 23).
Τραγική φιγούρα μεταξύ των διανοουμένων της εποχής υπήρξε ο Ιωάννης Συκουτρής. Εμβριθής μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, επηρεασμένος από το έργο του Περικλή Γιαννόπουλου, θα υποστηρίξει τη νιτσεϊκής έμπνευσης θεωρία του “ηρωικού τρόπου ζωής”, που θα τον φέρει κοντά στις απόψεις του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού.
Απέχοντας από τη δραστηριότητα των ελληνικών φασιστικών κινήσεων, θα ταχθεί διακριτικά υπέρ του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, αλλά το καλοκαίρι του 1937 θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη διπλή οδυνηρή διάψευση των αυταπατών του. Την απογοήτευση από την επίσκεψή του στη Γερμανία θα συμπληρώσει η αποδοκιμασία από τους έλληνες καθεστωτικούς διανοούμενους της Εισαγωγής του στο “Συμπόσιο” του Πλάτωνα το οποίο μετέφρασε στη νεοελληνική, καθώς κρίθηκε εγκωμιαστική της παιδεραστίας και της ομοφυλοφιλίας. Διαπιστώνοντας την τεράστια διάσταση ανάμεσα στον τρόπο που αντιλαμβανόταν ο ίδιος την αναγέννηση του αρχαιοελληνικού πνεύματος και στην πραγματικότητα που συνιστούσαν τα καθεστώτα που αναφέρονταν σ’ αυτό, θα αυτοκτονήσει τον Σεπτέμβριο 1937, πέφτοντας από την Ακροκόρινθο.
Δεν ήταν μόνο το “Συμπόσιο”, πόσο μάλλον η Εισαγωγή που έγραψε ο Συκουτρής, που θεωρήθηκε πως αντιτίθεται στις ιδεολογικές αρχές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Με εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας αποκλείστηκαν, για λόγους ευνόητους, από τη σχολική διδασκαλία η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή και ο “Επιτάφιος” του Περικλή. Φυσικά, κατασχέθηκαν όλα τα μαρξιστικά βιβλία, αλλά και τα ελάχιστα έργα που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε στην Ελλάδα σχετικά με την ψυχανάλυση, καθώς επίσης και αντιπολεμικά λογοτεχνικά (όπως το “Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο” του Έριχ-Μαρία Ρεμάρκ) κ.ά. Δεν έλειψαν και οι αντιγραφές των ναζιστικών τελετών δημόσιου καψίματος “αντεθνικών” βιβλίων.
Ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας της πολιτιστικής και εκπαιδευτικής πολιτικής της δικτατορίας εκφράστηκε και με ένα ακόμα μέτρο σε βάρος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Πρόκειται για τον περιορισμό της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στα τέσσερα χρόνια, με την κατάργηση των δύο τελευταίων τάξεων του δημοτικού σχολείου, που εντάχθηκαν στο γυμνάσιο. Το καθεστώς έκανε σαφές ότι οι εγκωμιαστικές αναφορές του στους αγρότες και τους εργάτες, ως τα πιο αγνά τμήματα του λαού, απέρρεαν, εκτός των άλλων, και από την πρόθεσή του να αποκλειστούν από τις όποιες μορφωτικές διαδικασίες, που κρίνονταν κατάλληλες μόνο για τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Συνοψίζοντας τα μέχρι τώρα συμπεράσματα των βασικών χαρακτηριστικών του που έχουμε εξετάσει, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το καθεστώς έκτακτης ανάγκης της 4ης Αυγούστου ήταν δικτατορία με φασιστικό προσανατολισμό, αλλά δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι καθεστώς φασιστικό.
Η συνύπαρξη των δύο κέντρων εξουσίας και η περισσότερο φαινομενική και διακηρυκτική και όχι και τόσο πραγματική, ύπαρξη Αρχηγού (όπως εμφανιζόταν και θα ήθελε να είναι ο Μεταξάς), συμπληρωνόταν με την ανυπαρξία μαζικού κινήματος πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί η επιβολή και διατήρηση του καθεστώτος. Βασική δύναμη στήριξής του ήταν και παρέμεινε μέχρι τέλους ο στρατός, η ηγεσία και η στελέχωση του οποίου ήταν σαφέστατα φιλοβασιλική, έχοντας αναδειχθεί μετά τις μαζικές αποτάξεις των βενιζελικών στρατιωτικών, που ακολούθησαν το αποτυχημένο κίνημα του Μαρτίου 1935. Ήταν ο στρατός που επέβαλε την παλινόρθωση του βασιλιά και μόνο με την εξασφάλιση της συναίνεσης του στρατού μπόρεσε να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία, η οποία φυσικά δεν ταυτιζόταν με τις στρατιωτικές δικτατορίες, όπως θα ήταν αυτή της 21ης Απριλίου 1967. Στην περίπτωση της 4ης Αυγούστου δεν ήταν ο στρατός που κατέλυσε το κοινοβουλευτικό καθεστώς, αναλαμβάνοντας την εξουσία, αλλά περιορίστηκε στη στήριξη της δικτατορίας που επέβαλαν ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός.
Η δικτατορία εξασφάλισε τη στήριξη της και από την αστική τάξη. Εξάλλου, για την επιβολή της είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον κορυφαίοι εκπρόσωποί της, προεξάρχοντος του Μποδοσάκη, ενώ κάποιοι συμμετείχαν και στην κυβέρνηση. Ανάμεσά τους και ο πρόεδρος του ΣΕΒ Ανδρέας Χατζηκυριάκος, που ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Η εξασφάλιση από τη δικτατορία της υποστήριξης από το μεγάλο κεφάλαιο καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολη την αντιπολιτευτική δράση των αστών πολιτικών, που ένιωθαν να παραμερίζονται πλήρως.
Στη φιλοδικτατορική στάση του ελληνικού κεφαλαίου συνέβαλε τόσο η στήριξη του καθεστώτος από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, χώρες με τις οποίες υπήρχαν παραδοσιακές σχέσεις, όσο και η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τη Γερμανία. Η αγορά, π.χ., από την τελευταία του 40% της ελληνικής καπνοπαραγωγής υπήρξε ικανός λόγος για την υποστήριξη της κυβέρνησης Μεταξά από το ισχυρό καπνεμπορικό κεφάλαιο.
Το καθεστώς στηρίχτηκε, επίσης, από το εφοπλιστικό κεφάλαιο, το οποίο εξασφάλισε την κάλυψή του ακόμα και σε δραστηριότητες που έρχονταν σε καταφανή αντίθεση με τις ιδεολογικές του διακηρύξεις. Ο Μεταξάς “ως πραγματιστής πολιτικός περιόριζε τον αντικομμουνισμό του στο εσωτερικό της χώρας και δεν δίσταζε να καλύπτει πολιτικά και διπλωματικά, έναντι των αιτιάσεων του διεθνούς φασιστικού στρατοπέδου, εκείνους τους Έλληνες εφοπλιστές που τα καράβια τους μετέφεραν όπλα από τη Σοβιετική Ένωση στη Δημοκρατία της Ισπανίας σπάζοντας το εμπάργκο” (Μιχάλης Κατσίγερας, Η 4η Αυγούστου, ο Μεταξάς και οι νέοι κάπηλοί του – Καθημερινή 4 Αυγούστου 2013).
Αναμφίβολα, ο πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο η αστική τάξη της χώρας τάχθηκε υπέρ του καθεστώτος ήταν η εξασφάλιση της εσωτερικής “κοινωνικής ειρήνης”. Με την επιβολή της δικτατορίας, διαλύθηκε η ελεγχόμενη από το ΚΚΕ Ενωτική ΓΣΕΕ και οι οργανώσεις που εντάσσονταν σ’ αυτήν, και εκατοντάδες κομμουνιστές συνδικαλιστές φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, ενώ απαγορεύτηκαν και οι απεργίες. Το συνδικαλιστικό κίνημα τέθηκε υπό άμεσο κυβερνητικό έλεγχο και τις εκλεγμένες διοικήσεις των οργανώσεων που ανήκαν στη ΓΣΕΕ τις αντικατέστησαν διορισμένες, αν και συνήθως με τα ίδια πρόσωπα. Στο πλαίσιο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ιδρύθηκε Υφυπουργείο Εργασίας, το οποίο ανέλαβε ο Αριστείδης Δημητράτος, μέλος της ΟΚΝΕ μέχρι το 1925, κορυφαίο στέλεχος κατόπιν της συντηρητικής αντικομμουνιστικής πτέρυγας του συνδικαλιστικού κινήματος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του “εργατοπατερισμού”. Ο ίδιος θα διοριστεί και γραμματέας της ΓΣΕΕ (η θέση του προέδρου θα καθιερωθεί πολύ αργότερα, κατά την περίοδο της χούντας), η οποία το 1939 μετονομάστηκε σε Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος.
Η πολιτική της δικτατορίας έναντι της εργατικής τάξης καθορίστηκε από την επιδίωξη επιβολής του κλίματος “κοινωνικής ειρήνης” που επιζητούσε το κεφάλαιο. Τον ασφυκτικό κυβερνητικό έλεγχο στο συνδικαλιστικό κίνημα και τις αστυνομικές διώξεις κατά των συνδικαλιστών που εντάσσονταν στην Αριστερά, συνόδευε η λήψη μέτρων για την πρόληψη της όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων, με την περαιτέρω συστηματοποίηση της εργατικής νομοθεσίας και τη μέριμνα για την εφαρμογή της. Αυτή η πολιτική της δικτατορίας Μεταξά επέτρεψε την καλλιέργεια του μύθου του “φιλεργατικού” προσανατολισμού της, που επικεντρώνεται, κυρίως, στην ανιστόρητη αναφορά στην ίδρυση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και στην καθιέρωση του οχτάωρου. Στην πραγματικότητα, το μεν ΙΚΑ είχε ιδρυθεί ήδη το 1932, με τον νόμο 5733, που συμπληρώθηκε με τον νόμο 6298/1934, οπότε διορίστηκε ως πρώτος πρόεδρός του ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ενώ το οχτάωρο είχε καθιερωθεί στους περισσότερους κλάδους με τον νόμο 2269 του 1920, και το 1936 κάλυπτε το σύνολο, σχεδόν, των εργαζομένων. Η δικτατορία το επέκτεινε και στους ελάχιστους κλάδους στους οποίους δεν ίσχυε ή δεν εφαρμοζόταν ώς τότε.
Η εργατική πολιτική της 4ης Αυγούστου συνιστά τυπικό παράδειγμα της λειτουργίας του αστικού κράτους στο πλαίσιο της σχετικής αυτονομίας του από την αστική τάξη. Όπως έχει δείξει ο Νίκος Πουλαντζάς, το αστικό κράτος λειτουργεί ως το “πολιτικό κόμμα της αστικής τάξης”, αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση των πολιτικών της συμφερόντων. Κατά συνέπεια, μπορεί να λαμβάνει και μέτρα που φαίνεται πως αντίκεινται στα οικονομικά συμφέροντα ετούτου ή του άλλου καπιταλιστή, τα οποία, εντούτοις, κρίνονται αναγκαία για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση κοινωνικών εκρήξεων που θα έθεταν σε κίνδυνο το καπιταλιστικό σύστημα.
Από την άποψη αυτή, η δικτατορία ακολούθησε μια πολιτική ανάλογη με αυτήν της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, μόνο που ανάλογη πολιτική άμβλυνσης των μεγάλων αντιθέσεων, που έφερναν πολύ κοντά τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης του κοινωνικού καθεστώτος, ακολούθησαν την ίδια περίοδο, μετά τη μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση του 1929, και κυβερνήσεις όπως αυτή του Ρούσβελτ στις ΗΠΑ, οι σοσιαλδημοκράτες που ανήλθαν στην εξουσία στις σκανδιναβικές χώρες κ.ά. Επρόκειτο, άλλωστε, για μια ιστορική περίοδο κατά την οποία ο κεϊνσιανισμός πρόβαλλε ως εναλλακτική λύση, απέναντι στον καταρρέοντα οικονομικό φιλελευθερισμό και στο σοβιετικό σύστημα, η αίγλη του οποίου δεν περιοριζόταν στους οπαδούς των Κ.Κ.
Παρόλ’ αυτά, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι υπήρξε κατά την περίοδο της δικτατορίας βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και του συνόλου των φτωχών λαϊκών τάξεων. Αν και ήδη από το 1935 είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζονται τα οξύτατα προβλήματα που προκάλεσε η οικονομική κρίση και κυρίως να περιορίζεται η ανεργία, η κοινωνική ανισότητα το 1939 ήταν εντυπωσιακή. Ενώ 2.500 οικογένειες διέθεταν ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο του 1.000.000 δραχμών, το εισόδημα 1.534.000 οικογενειών ήταν χαμηλότερο από 80.000, με 630.000 να ζουν κάτω από τα όρια της επιβίωσης, με λιγότερες από 20.000 δραχμές ετησίως. Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη κατηγορία βρίσκονταν 104.000 οικογένειες (Χρυσός Ευελπίδης, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδος – β΄ έκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1950, σ. 112). Κατά συνέπεια, απέναντι στο εξαιρετικά πλούσιο 0,15% και στο 6,5% περίπου που αποτελούνταν απ’ όσους ζούσαν χωρίς στερήσεις έως και πλούσια, περισσότερο από το 93% του πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, με το 38,4% να ζει κάτω και από αυτά τα όρια.
Για να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα, αρκεί να αναφέρουμε ότι οι 20.000 δραχμές αντιστοιχούσαν σε 1.000 οκάδες ψωμί, που σημαίνει ότι περισσότερο από το ένα τρίτο του εισοδήματος των 2/5 του ελληνικού λαού ξοδευόταν για την εξασφάλιση αυτού του βασικού είδους διατροφής, αν υποθέσουμε ότι κάθε οικογένεια κατανάλωνε μια οκά ψωμί καθημερινά.
Οι συνθήκες φτώχειας στις οποίες ζούσαν οι εργαζόμενες λαϊκές τάξεις προφανώς δεν δημιουργούσαν και τις καταλληλότερες προϋποθέσεις για μια ευνοϊκή τοποθέτησή τους απέναντι στο καθεστώς. Η συμμετοχή των εργατών στις φιέστες και τις παρελάσεις, με τη συγκρότησή τους σε Τάγματα Εργασίας κατά το ναζιστικό πρότυπο, δεν συνιστά απόδειξη φιλοδικτατορικής στάσης, πόσο μάλλον φασιστικοποίησης. Όπως συνέβαινε και με την ένταξη των νέων στην ΕΟΝ, η συμμετοχή αυτή ήταν υποχρεωτική και η άρνησή της είχε ως συνέπεια τη δίωξη από την αστυνομία του Μανιαδάκη.
Επιδιώκοντας την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της δραστηριότητας των κομμουνιστών και την ηθική σπίλωσή τους, το καθεστώς επιστράτευσε τη μέθοδο των δηλώσεων αποκήρυξης των ιδεών τους, επιτυγχάνοντας με βασανιστήρια ή με την απειλή βασανιστηρίων, φυλάκισης ή εκτόπισης στα ξερονήσια του Αιγαίου, την απόσπαση δηλώσεων που υπερέβαιναν κατά πολύ τον αριθμό των 75.000 ψηφοφόρων της κομμουνιστικής Αριστεράς (73.400 του ΚΚΕ και των 1.350 των αρχειομαρξιστών και των τροτσκιστών) στις τελευταίες εκλογές του Ιανουαρίου 1936. Εντούτοις, η υπογραφή δήλωσης αποκήρυξης του κομμουνισμού δεν σήμαινε και πραγματική απόρριψη της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Όπως έγραφε ο Άγγελος Ελεφάντης “κανένας δεν παίρνει τον βασανιστή του για σωτήρα”. Απόδειξη ήταν η μαζική συμμετοχή αυτού του κόσμου στο εαμικό κίνημα, μετά από λίγο μόλις καιρό, και η ένταξη ή επανένταξή τους στο ΚΚΕ και αντιστοίχως -αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό- στις αρχειομαρξιστικές και τροτσκιστικές οργανώσεις.
Χαρακτηριστικό της απομόνωσης της δικτατορίας από τη μεγάλη πλειονότητα του λαού ήταν επίσης και η απουσία φαινομένων συνηθισμένων στη φασιστική Ιταλία, τη ναζιστική Γερμανία και σε άλλες χώρες όπου εγκαθιδρύθηκαν ανάλογα καθεστώτα, όπως η κατάδοση καταδιωκόμενων κομμουνιστών από άτομα που δεν εντάσσονταν, ως αστυνομικοί ή έμμισθοι χαφιέδες, στους διωκτικούς μηχανισμούς. Αν και ο χαφιεδισμός γνώρισε λαμπρές μέρες δόξας, ασκούνταν από άτομα που είχαν κυρίως οικονομικές δοσοληψίες με την αστυνομία και την Ειδική Ασφάλεια. Αυτή ακριβώς η απροθυμία της μεγάλης πλειονότητας των απλών ανθρώπων -ανεξαρτήτως ιδεολογικο-πολιτικής τοποθέτησης- να συνεργαστούν με το καθεστώς στη δίωξη των κομμουνιστών, είναι που υποχρέωσε στην επέκταση του έμμισθου χαφιεδισμού, αλλά και στη μεθοδευμένη προσπάθεια διείσδυσης μέσα στις ίδιες τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ.
Πράγματι, στα περισσότερα από τέσσερα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου ήταν ελάχιστες οι περιπτώσεις σύλληψης κομμουνιστή μετά από κατάδοση από απλό πολίτη, γείτονα, συνάδελφο κ.λπ., εξαιρουμένων των έμμισθων χαφιέδων. Οι περισσότερες, μάλιστα, συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια κομμουνιστών, που μετά τη σύλληψή τους υποχρεώθηκαν με βασανιστήρια ή υπό την απειλή βασανιστηρίων, να αποκαλύψουν το παράνομο δίκτυο στο οποίο εντάσσονταν.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η συγκρότηση, το 1940, παράλληλου καθοδηγητικού κέντρου του ΚΚΕ, της λεγόμενης “Προσωρινής Διοίκησης”, από στελέχη του κόμματος που πέρασαν στην υπηρεσία του Μανιαδάκη.
Ανεξαρτήτως των όποιων προθέσεων του Μεταξά (Ο Νικολούδης, κορυφαίο στέλεχος του καθεστώτος και στενός συνεργάτης του Μεταξά, τον χαρακτήρισε “συντηρητικό επαναστάτη” – Το Νέον Κράτος, τ. 42, Φεβρουάριος 1941) και κάποιων από τους συνεργάτες του, η 4η Αυγούστου ήταν ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, μια δικτατορία του ίδιου και του βασιλιά Γεωργίου, με ρητορική φασιστική, με αντιγραφή ιδεολογικών διακηρύξεων, συμβόλων και πρακτικών από τον φασισμό της Ιταλίας και τον ναζισμό της Γερμανίας, αλλά φασιστικό καθεστώς δεν ήταν, καθώς, όπως ήδη έχουμε δει:
Δεν επικράτησε και δεν διατηρήθηκε με τη στήριξη μαζικού φασιστικού κινήματος. Αντίθετα, “ο ελληνικός λαός, στη μεγάλη πλειοψηφία του, δεν συγκατένευσε” (Σουρουλής, σ. 77).
Δεν επέβαλε ένα κέντρο εξουσίας, προσωποποιημένο στον Αρχηγό, καθώς εξακολουθούσε να λειτουργεί με ρόλο ιδιαίτερα βαρύνοντα και ο άλλος πόλος εξουσίας, το Παλάτι.
Δεν διαμόρφωσε μια ιδεολογία πλήρως φασιστική, καθώς από τον εθνικιστικό ιδεολογικό της λόγο απουσίαζε το στοιχείο του επεκτατισμού και του ιμπεριαλισμού.
Θα μπορούσαμε, έτσι, να συμφωνήσουμε με τον Άγγελο Ελεφάντη: “η Ελλάδα της δεκαετίας του ’30 δικτατορεύεται, δικτατοροκρατείται, αλλά δεν φασιστικοποιείται… Ο φασισμός δεν πέρασε στην Ελλάδα του μεσοπολέμου” (Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο μεσοπόλεμο – Ολκός, Αθήνα 1976, σ. 201). Στην πραγματικότητα, με την 4η Αυγούστου είχαμε μια απόπειρα εκφασισμού, δηλαδή “μια προσπάθεια “από τα πάνω” να αναδιοργανωθεί η ελληνική κοινωνία στα πρότυπα που παραπέμπουν σε φασιστικά καθεστώτα της εποχής, αλλά η προσπάθεια αυτή τελικά έμεινε ανεπιτυχής” (Πολυμέρης Βόγλης, ό.π.).
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ίσως θα έπρεπε να πάρουμε υπόψη και την αντιπαράθεση μεταξύ των ίδιων των μεταγενέστερων ελλήνων φασιστών, σχετικά με τον χαρακτήρα του καθεστώτος του 1936-41. Όσο κι αν κυρίαρχη είναι η άποψη ότι η βασιλο-μεταξική δικτατορία αποτέλεσε το ελληνικό ανάλογο του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού (ο τίτλος “Κόμμα 4ης Αυγούστου” επιλέχθηκε, μάλιστα, για την εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1965), ισχυρά παραμένουν τα επιχειρήματα εκείνων των ναζί που φρίττουν στην ιδέα της αναφοράς στο καθεστώς του “κοντοπίθαμου ενεργούμενου του βασιλιά και των Άγγλων”…
Κρίσιμη καμπή για το δικτατορικό καθεστώς αποτέλεσε η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Παρά τη συστηματική προσπάθεια αποφυγής προκλήσεων προς την Ιταλία, ακόμα και αποφυγής απάντησης σε δικές της σοβαρές προκλήσεις, όπως ήταν ο τορπιλισμός του καταδρομικού “Έλλη” στις 15 Αυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου, ήταν σαφής ο προσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Μεγάλη Βρετανία. Επρόκειτο για μια αυτονόητη επιλογή, άσχετη με τις ιδεολογικές συμπάθειες του ίδιου του Μεταξά και των συνεργατών του.
Η διακριτική συμπαράταξη με τη Μεγάλη Βρετανία απέρρεε από την ταυτότητα συμφερόντων, καθώς ο ιταλικός επεκτατισμός στην ανατολική Μεσόγειο έθετε σε κίνδυνο τη βρετανική παρουσία στην περιοχή και ταυτόχρονα συνιστούσε κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα και εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ανάλογο κίνδυνο αποτελούσαν και οι επεκτατικές τάσεις της Βουλγαρίας, η οποία εξακολουθούσε να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στη Μακεδονία και τη Θράκη, έχοντας προσχωρήσει στη συμμαχία των φασιστικών χωρών.
Εντούτοις, τα στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεση των μελετητών συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι τόσο η κυβέρνηση Μεταξά όσο και η στρατιωτική ηγεσία δεν πίστευαν πως θα μπορούσε να προβληθεί αποτελεσματική αντίσταση στην ιταλική επίθεση. Από την άποψη αυτή, η απόκρουση των ιταλικών στρατευμάτων, ο εξαναγκασμός τους σε υποχώρηση και η καταδίωξή τους στο αλβανικό έδαφος υπήρξαν έργο του στρατευμένου λαού, παρά τις ηττοπαθείς αντιλήψεις των κυβερνητικών και στρατιωτικών επιτελείων. Ενώ η ηγεσία έμπαινε στον πόλεμο θεωρώντας πως δίνει μια μάχη “για την τιμή των όπλων”, ο ελληνικός λαός ήξερε πως αγωνίζεται για να αποτρέψει την υποδούλωση και τον εξανδραποδισμό του. Κατά συνέπεια, έχοντας επίγνωση πως δίνει έναν αγώνα ζωής και θανάτου, πολεμούσε στοχεύοντας στη νίκη.
Η επίθεση από τη φασιστική Ιταλία έδωσε στη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού τη δυνατότητα να εκδηλώσει τα αντιφασιστικά της αισθήματα, ενώ ταυτόχρονα εκδηλωνόταν και ο λαϊκός πατριωτισμός, η αποφασιστικότητα στην υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτόν τον συνδυασμό αντιφασισμού και λαϊκού πατριωτισμού εξέφρασε και το ιστορικό γράμμα του κρατούμενου ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες στις 30 Οκτωβρίου 1940.
(*Είναι γνωστό ότι η παράνομη “Παλιά Κ.Ε.” του ΚΚΕ, αποτελούμενη από στελέχη που είχαν αποφύγει τη σύλληψη, κατήγγειλε το γράμμα του Ζαχαριάδη σαν πλαστό κατασκεύασμα του Μανιαδάκη. Εντούτοις, το αποδέχτηκε η τεράστια πλειονότητα των κομμουνιστών, ενώ οι 2.000 περίπου φυλακισμένοι και εξόριστοι, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, ζήτησαν την απελευθέρωσή τους ώστε να συμμετάσχουν στην πολεμική προσπάθεια.
Μετά την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης και την εκδίωξη των εισβολέων από το ελληνικό έδαφος, ακολούθησαν δύο ακόμη γράμματα του Ζαχαριάδη, τα οποία η κυβέρνηση απέκρυψε και αρνήθηκε να δημοσιεύσει. Σ’ αυτά, ο ηγέτης του ΚΚΕ κατήγγειλε τη συνέχιση του πολέμου από την πλευρά της Ελλάδας, ως εκδήλωση κατακτητικών προθέσεων σε βάρος της Αλβανίας, αλλά και ως συνέπεια των δεσμεύσεων του καθεστώτος Γλύξμπουργκ-Μεταξά έναντι του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Προτείνοντας την επιδίωξη τερματισμού του πολέμου χωρίς μεταβολή των συνόρων, με μεσολάβηση της ΕΣΣΔ, ερχόταν σε αντίθεση με προτάσεις που κατέθεταν την ίδια περίοδο αστοί πολιτικοί, όπως, π.χ., ο Πλαστήρας, για ειρήνευση με τη μεσολάβηση της ναζιστικής Γερμανίας. Κάτι που θα σήμαινε και αναγνώρισή της ως ρυθμιστικής δύναμης στις βαλκανικές υποθέσεις).
Ενώ ο φασισμός ταυτίζεται στη συνείδηση του ελληνικού λαού με την επιβουλή κατά της εθνικής του ανεξαρτησίας, ακόμα και ο ίδιος ο Μεταξάς εκφράζει, λίγο πριν τον θάνατό του, την απογοήτευσή του από τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Μια από τις τελευταίες εγγραφές στο Ημερολόγιό του είναι αποκαλυπτική:
“Μια φορά είναι όχι μόνον μωρός αλλά και κακόπιστος ο Έλληνας που πιστεύει κι ακόμα τώρα πλέον, με αυτά που βλέπουμε γύρω μας, σε ιδεολογίες του Χίτλερ και πολύ περισσότερο του Μουσολίνι. Είναι μεγάλοι άνθρωποι, αλλά χαμηλοί, πολύ χαμηλοί. Ούτε σε γερμανικές ιδεολογίες και ρωμαντισμούς. Ιταλικές δεν υπάρχουν” ( Μεταξάς, Ημερολόγιο 2/1/1941).
βαθυ κοκκινο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου