(ξυλογραφία Κώστας Πλακωτάρης, «Μπλόκο στο Δουργούτι» )
Λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση η Αθήνα και ο Πειραιάς ματοκυλίστηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Το καλοκαίρι του 1944 υπήρξε εφιαλτικό για τους κατοίκους των συνοικιών αυτών των δύο πόλεων.
Ο αυγουστιάτικος ουρανός μαύρισε από τους καπνούς των πυρπολημένων σπιτιών και το χώμα ποτίστηκε από το αίμα των εκτελεσμένων .
Ένα μικρό αφιέρωμα σε τρεις συνέχειες με αφηγητή τον ιστορικό Ιάσονα Χανδρινό από το εξαιρετικό βιβλίο Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942 -1944.
«…Ο κύκλος του αίματος μόλις άνοιγε. Από την πρώτη μέρα του Αυγούστου μάχες και συμπλοκές σε Αθήνα και Πειραιά βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη με τα Τάγματα να πληθαίνουν τις επιδρομές και τους μαχητές του ΕΛΑΣ να επιδεικνύουν πρωτοφανή αυτοθυσία. Την πρώτη μέρα του μήνα, μια περιπολία Ευζώνων στο συνοικισμό της Νέας Εφέσου στην Καισαριανή κατέληξε σε ανοιχτή μάχη με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τριών Ευζώνων και το θάνατο δύο μαχητών του ΕΛΑΣ. Πολλοί κάτοικοι τραυματίστηκαν επίσης , όταν δέκα σπίτια του συνοικισμού παραδόθηκαν στις φλόγες κατά τη διάρκεια της μάχης. Δύο ημέρες αργότερα, δύο δεκαοκτάχρονοι μαχητές του ΕΛΑΣ Κατσιποδίου κλείστηκαν σε ένα σπιτάκι της οδού Αιγαίου και σκοτώθηκαν πολεμώντας υπέρτερες δυνάμεις Γερμανών. Την επομένη ένας δεκατετράχρονος σύνδεσμος του ΕΛΑΣ Γούβας, ο Γιάννης ( Τζώνης) Φραγκονικιλόπουλος, εγκλωβίστηκε σε μια ταράτσα στη Νέα Ελβετία και αυτοκτόνησε με το πιστόλι του για να μην πέσει στα χέρια των Τσολιάδων. Ακόμα και για τους πλέον αμέτοχους , εκείνος ο Αύγουστος απέπνεε μια τρομακτικά πολεμική ατμόσφαιρα. « Ζω σε μια πολιτεία που έχει πάθει ένα είδος αμόκ. Στην περιφέρεια της Αθήνας κάθε βράδυ γίνονται μάχες σωστές ανάμεσα στο ΕΑΜ και στα σώματα ασφαλείας. Στο κέντρο της πόλης γίνονται συνεχώς δολοφονίες. Παράξενο μας φαίνεται όταν δεν ακούγονται πυροβολισμοί» ( Γ. Θεοτοκάς, Τετράδια Ημερολογίου 1939 -1953)
«Το Δίστομο της Αθήνας»: Μπλόκα σε Βύρωνα και Δουργούτι (7 και 9.8. 1944)
Το μεσημέρι της 7ης Αυγούστου, το Φρουραρχείο του Βύρωνα, με επικεφαλής τον «αριστερόχειρα» λοχαγό και πρώην μέλος της ΟΠΛΑ Μανόλη Τζουλιαδάκη, είχε εμπλακεί σε μια αψιμαχία ρουτίνας με Γερμανούς και ταγματασφαλίτες κατά μήκος της λεωφόρου Χρυσοστόμου Σμύρνης. Διατηρώντας μια απόσταση 300 μέτρων από τους αντιπάλους, δύο μαχητές, ο Αριστοτέλης Τσιφλάκος ( γνωστότερος ως « Βάγγος Καμπούρης») και ο νεαρός Κ.Γ., υπεράσπιζαν το αριστερό μέρος του δρόμου υποχωρώντας σταδιακά προς το αλσύλλιο της Αγίας Τριάδας. Αφού πέρασαν μέσα από την κλειστή αγορά του Βύρωνα στο ύψος του Αγίου Λαζάρου και εξήλθαν στην οδό Μεσολογγίου, πρόσεξαν ένα γερμανικό τζιπ που τους καταδίωκε. « Ο Βάγγος τράβηξε κανά – δυο ριπές και άλλαζε δεσμίδα κι εγώ κάλυπτα με το Μάουζερ. Καλυπτόμασταν και βλέπαμε προς την κατηφόρα και ήρθε ένα τζιπ γερμανικό από αυτά τα χαμηλά. Και ήταν ένας αξιωματικός Γερμανός ( μάλλον λοχαγός) και Τσολιάδες. Εμείς καλυφθήκαμε στο στενό μέρος που τελείωνε το αλσύλλιο της Μεσολογγίου που κάνει ένα δίχαλο περίπου και βλέπαμε[…] Μπορεί και 300. Πλατεία Αγίου Λαζάρου μέχρι πάνω. Κατεβαίνει ο Γερμανός και την ώρα που το λέω του Βάγγου, έριξε και τον τραυμάτισε». Σε αντίποινα, έντεκα νεαροί, μεταξύ των οποίων και ο γραμματέας της ΕΠΟΝ Βύρωνα, Παναγιώτης Κασιμάτης, εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς επί της Χρυσοστόμου Σμύρνης, στη γωνία του Παιδικού Σταθμού του « Μοργκεντάου» και άλλοι εξακόσιοι πήραν το δρόμο για τα γερμανικά στρατόπεδα. Ο Βύρωνας άδειασε και από στελέχη, αφού εβδομήντα μαχητές από το ΙΙ Τάγμα και οι ομάδες της ΟΠΛΑ κατέφυγαν προσωρινά στο Κατσιπόδι και το Δουργούτι.
Κώστας Πλακωτάρης, «Μπλόκο στο Δουργούτι» ξυλογραφία
Κάποιοι όμως έμειναν για να μην εκκενωθεί εντελώς η συνοικία και το επόμενο πρωί, τρία από τα « πρώτα πιστόλια» της ΟΠΛΑ στις ανατολικές συνοικίες, οι Σοφοκλής Σουλιτζιδάκης ( «Σόφος»), Χριστόφορος Σωτηράκος ( « Λάμπης») και Κώστας Μπαλμπακάκης ( « Τσακοράφος»), παρατήρησαν έναν άγνωστο άνδρα με πολιτικά να βαδίζει με προφύλαξη στη Χρυσοστόμου Σμύρνης, μια ανάσα από τη «γιάφκα» της ΟΠΛΑ στο περίπτερο του « Καμπούρη» ( οδός Χρυσοστόμου Σμύρνης, κοντά στην Αγία Τριάδα του Βύρωνα): « Εγώ ερχόμουνα από πιο μέσα. Άκουσα τη φασαρία. Και κάνει ένα σάλτο ο Σόφος από το πεζοδρόμιο – αυτός έτρεξε προς τα κάτω να φύγει -, έρχεται στην άλλη γωνία και του έριξε από τη γωνία ( εν κινήσει) και τον έριξε. Ήταν της Ειδικής Ασφάλειας. Του βρήκανε ταυτότητα στη βάτα του ώμου». Η ταυτότητα που βρέθηκε πάνω του αποκάλυψε πράγματι έναν υπενωμοτάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, ο οποίος προφανώς πραγματοποιούσε αναγνώριση στη συνοικία.
Σύντομα φάνηκε πως επρόκειτο για το πρώτο μέρος μιας καλά μελετημένης τανάλιας. Τα ξημερώματα της 9ης Αυγούστου τα φυλάκια του ΕΛΑΣ στη λεωφόρο Συγγρού παρατήρησαν μεγάλη κίνηση γερμανικών ημιφορτηγών και θωρακισμένων οχημάτων σε Συγγρού και Βουλιαγμένης αλλά δεν ενημέρωσαν τα Φρουραρχεία, γιατί η κίνηση γερμανικών οχημάτων τη νύχτα ήταν κάτι σύνηθες. Οι Γερμανοί ανενόχλητοι απέκλεισαν τη Συγγρού μέχρι το Δέλτα προωθώντας δυνάμεις προς τα νεκροταφεία Φαλήρου και Νέας Σμύρνης και προωθήθηκαν από Αγίας Σοφίας – Αρτάκης ως τη Δεξαμενή και από την Εφέσου μέχρι το ρέμα των Φυλακών Συγγρού. Η φάλαγγα της Βουλιαγμένης εξασφάλισε την περιοχή γύρω από τον Άγιο Δημήτριο. Στις 04.30 ένας κλοιός είχε σχηματιστεί γύρω από τις συνοικίες Νέος Κόσμος, Δουργούτι, Φάρος, Κατσιπόδι ( Δάφνη), Άνω Νέα Σμύρνη και Άγιος Ιωάννης. Σε υψώματα, πλατείες και διασταυρώσεις δρόμων τοποθετήθηκαν πολυβόλα και πριν ακόμα ξημερώσει, τα ελληνόφωνα χωνιά καλούσαν τους κατοίκους ηλικίας 15 έως 60 ετών να συγκεντρωθούν στην πλατεία Φάρου, κοντά στο εργοστάσιο ελαστικών ΕΘΕΛ, και στην αρμένικη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος. Οι Γερμανοί και τα Τάγματα είχαν εγκλωβίσει σημαντικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ : Ολόκληρο το Ι και το ΙΙ Τάγμα που είχε «ξεριζωθεί» από το Βύρωνα, συνολικά περίπου 180 αντάρτες. Η διοίκηση του Ι Τάγματος Κατσιποδίου προσπάθησε να ειδοποιήσει τους λόχους με συνδέσμους που δεν έφτασαν ποτέ. Οι άνδρες και η διοίκηση χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες και σκόρπισαν στα στενά αποφεύγοντας ενστικτωδώς τα σημεία που δεν ακούγονταν πυροβολισμοί. « Φτάσαμε στην οδό Πισσά. Εκεί χτυπηθήκαμε. Σε όλες τις γωνίες είχαν στήσει πολυβόλα. Μας θέριζαν όσο επιχειρούσαμε να προχωρήσουμε[…] Όλοι μαζί δεν ξεπερνούσαμε τους οχτώ, οπλισμένοι πολύ ελαφρά. Πουθενά αφύλακτο στενό!». Κάθε τόσο ακούγονταν σε διάφορα σημεία ριπές και εκρήξεις χειροβομβίδων, καθώς οι αποκομμένοι μαχητές – κυρίως από τους λόχους του Τάγματος Βύρωνα – πολεμούσαν για τη ζωή τους. Σε ένα σπίτι, κοντά στις εργατικές πολυκατοικίες, αυτοκτόνησαν με την τελευταία τους σφαίρα οι διοικητές του 1ου Λόχου Ηλιούπολης και 2ου Λόχου Υμηττού, Μπάμπης Μανωλιτσάκης ( « Άρης») και Στέλιος Τσεκουράκης. Εκείνη την ημέρα πολλοί διέφυγαν το θάνατο κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες: Ο καπετάνιος του Ι/2 Τάγματος, Γιώργης Ζαφειρόπουλος ( « Μουστάκιας»), εγκλωβίστηκε μέσα στο εργοστάσιο της ΕΘΕΛ, ακριβώς στο σημείο συγκέντρωσης του μπλόκου. Όταν άρχισαν να ερευνούν το κτίριο, ο Μουστάκιας περνούσε από αίθουσα σε αίθουσα και τελικά, οπλισμένος με το θράσος της απελπισίας, πέρασε μέσα από τους ταγματασφαλίτες, οι οποίοι δεν τον υποπτεύθηκαν. Επίσης ο υπεύθυνος της Πολιτοφυλακής Δουργουτίου, Μουράτ Γκεντελκιάν ( αρμένικης καταγωγής) γλίτωσε μένοντας κρεμασμένος σε ένα φεγγίτη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μπλόκου, οι δυνάμεις που βρίσκονταν εκτός κλοιού ( Τάγματα Καισαριανής, Καλλιθέας, Νέων Σφαγείων) έκαναν επιθέσεις από τη Γούβα, τον Άγιο Σώστη, το Κουκάκι, την Δεξαμενή, αλλά βρέθηκαν αντιμέτωπες με ασύγκριτα ισχυρότερη δύναμη πυρός και σε κανένα σημείο δεν δημιούργησαν ρήγμα. Μόνο στο εργοστάσιο ΦΙΞ επί της Συγγρού, ομάδες που είχαν διεισδύσει από την Καλλιθέα κατάφεραν, σύμφωνα με μαρτυρίες, να σκοτώσουν ένα γερμανό υπολοχαγό του μηχανικού και να τραυματίσουν μερικούς ακόμα οπλίτες.
Κώστας Πλακωτάρης, «Αντίποινα»
Στην πλατεία Φάρου εκτυλίσσονταν την ίδια στιγμή δραματικές σκηνές. Εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς κάπου 60 πολίτες, οργανωμένοι και μη, 20 μαχητές του Τάγματος Κατσιποδίου που πήραν το ρίσκο να παρουσιαστούν στη συγκέντρωση ως άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και 34 ακόμα Ελασίτες από το Βύρωνα, που αναγνωρίστηκαν ως « ξένοι» από τους μασκοφόρους. Στις απώλειες στελεχών ξεχωρίζει ο Βυρωνιώτης Δημήτρης Βαρουτίδης ( «Σταύρος»), στέλεχος της ΟΠΛΑ, ο οποίος υπέστη φριχτά βασανιστήρια πριν εκτελεστεί. Οι εκτελέσεις σταμάτησαν στις 13.00, όταν άρχισε η διαλογή εκατοντάδων ομήρων για τα γερμανικά στρατόπεδα. Αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία, το σύνολο των απωλειών στην επιχείρηση που μετέβαλλε την Αθήνα « σε σκλαβοπάζαρο του κατακτητή» υπολογίζεται σε περισσότερα από 150 άτομα, σχεδόν όλοι τους αγωνιστές της Αντίστασης. Η συνοικία έμοιαζε το ίδιο βράδυ με κρανίου τόπο και η προσπάθεια των συνεργείων της ΕΠΟΝ να βγάλουν χωνιά για να εμψυχώσουν τον κόσμο αντιμετωπίστηκε μάλλον ψυχρά από τους κατοίκους που θρηνούσαν απαρηγόρητοι τους οικείους τους. Ανάμεσα στα φριχτά περιστατικά που συνέθεσαν το « Μεγάλο Μπλόκο», ξεχωρίζει το παρακάτω: Σε « ξεχωριστά» αντίποινα για το θάνατο του γερμανού αξιωματικού στο εργοστάσιο ΦΙΞ, οι γερμανοί σκότωσαν μερικά παιδάκια νηπιακής ηλικίας, τα πτώματα των οποίων βρέθηκαν την επομένη σε χωματερή του Μοσχάτου.
***
Ιάσων Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942 -1944.Θεμέλιο 2012, β΄έκδοση συμπληρωμένη(σελ.240 – 256 )
Τα χαρακτικά και οι ξυλογραφίες περιέχονται στα λευκώματα:
Ασαντούρ Μπαχαριάν – Πέτρος Ανταίος , Εικαστικές Μαρτυρίες, Οδυσσέας 1995, γ΄έκδοση
Εικαστικές Τέχνες και Αντίσταση, Δήμος Αθηναίων και Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας, Αθήνα 2014
Επιμέλεια: ofisofi //
Λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση η Αθήνα και ο Πειραιάς ματοκυλίστηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Το καλοκαίρι του 1944 υπήρξε εφιαλτικό για τους κατοίκους των συνοικιών αυτών των δύο πόλεων.
Ο αυγουστιάτικος ουρανός μαύρισε από τους καπνούς των πυρπολημένων σπιτιών και το χώμα ποτίστηκε από το αίμα των εκτελεσμένων .
Ένα μικρό αφιέρωμα σε τρεις συνέχειες με αφηγητή τον ιστορικό Ιάσονα Χανδρινό από το εξαιρετικό βιβλίο Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942 -1944.
«…Ο κύκλος του αίματος μόλις άνοιγε. Από την πρώτη μέρα του Αυγούστου μάχες και συμπλοκές σε Αθήνα και Πειραιά βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη με τα Τάγματα να πληθαίνουν τις επιδρομές και τους μαχητές του ΕΛΑΣ να επιδεικνύουν πρωτοφανή αυτοθυσία. Την πρώτη μέρα του μήνα, μια περιπολία Ευζώνων στο συνοικισμό της Νέας Εφέσου στην Καισαριανή κατέληξε σε ανοιχτή μάχη με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τριών Ευζώνων και το θάνατο δύο μαχητών του ΕΛΑΣ. Πολλοί κάτοικοι τραυματίστηκαν επίσης , όταν δέκα σπίτια του συνοικισμού παραδόθηκαν στις φλόγες κατά τη διάρκεια της μάχης. Δύο ημέρες αργότερα, δύο δεκαοκτάχρονοι μαχητές του ΕΛΑΣ Κατσιποδίου κλείστηκαν σε ένα σπιτάκι της οδού Αιγαίου και σκοτώθηκαν πολεμώντας υπέρτερες δυνάμεις Γερμανών. Την επομένη ένας δεκατετράχρονος σύνδεσμος του ΕΛΑΣ Γούβας, ο Γιάννης ( Τζώνης) Φραγκονικιλόπουλος, εγκλωβίστηκε σε μια ταράτσα στη Νέα Ελβετία και αυτοκτόνησε με το πιστόλι του για να μην πέσει στα χέρια των Τσολιάδων. Ακόμα και για τους πλέον αμέτοχους , εκείνος ο Αύγουστος απέπνεε μια τρομακτικά πολεμική ατμόσφαιρα. « Ζω σε μια πολιτεία που έχει πάθει ένα είδος αμόκ. Στην περιφέρεια της Αθήνας κάθε βράδυ γίνονται μάχες σωστές ανάμεσα στο ΕΑΜ και στα σώματα ασφαλείας. Στο κέντρο της πόλης γίνονται συνεχώς δολοφονίες. Παράξενο μας φαίνεται όταν δεν ακούγονται πυροβολισμοί» ( Γ. Θεοτοκάς, Τετράδια Ημερολογίου 1939 -1953)
«Το Δίστομο της Αθήνας»: Μπλόκα σε Βύρωνα και Δουργούτι (7 και 9.8. 1944)
Το μεσημέρι της 7ης Αυγούστου, το Φρουραρχείο του Βύρωνα, με επικεφαλής τον «αριστερόχειρα» λοχαγό και πρώην μέλος της ΟΠΛΑ Μανόλη Τζουλιαδάκη, είχε εμπλακεί σε μια αψιμαχία ρουτίνας με Γερμανούς και ταγματασφαλίτες κατά μήκος της λεωφόρου Χρυσοστόμου Σμύρνης. Διατηρώντας μια απόσταση 300 μέτρων από τους αντιπάλους, δύο μαχητές, ο Αριστοτέλης Τσιφλάκος ( γνωστότερος ως « Βάγγος Καμπούρης») και ο νεαρός Κ.Γ., υπεράσπιζαν το αριστερό μέρος του δρόμου υποχωρώντας σταδιακά προς το αλσύλλιο της Αγίας Τριάδας. Αφού πέρασαν μέσα από την κλειστή αγορά του Βύρωνα στο ύψος του Αγίου Λαζάρου και εξήλθαν στην οδό Μεσολογγίου, πρόσεξαν ένα γερμανικό τζιπ που τους καταδίωκε. « Ο Βάγγος τράβηξε κανά – δυο ριπές και άλλαζε δεσμίδα κι εγώ κάλυπτα με το Μάουζερ. Καλυπτόμασταν και βλέπαμε προς την κατηφόρα και ήρθε ένα τζιπ γερμανικό από αυτά τα χαμηλά. Και ήταν ένας αξιωματικός Γερμανός ( μάλλον λοχαγός) και Τσολιάδες. Εμείς καλυφθήκαμε στο στενό μέρος που τελείωνε το αλσύλλιο της Μεσολογγίου που κάνει ένα δίχαλο περίπου και βλέπαμε[…] Μπορεί και 300. Πλατεία Αγίου Λαζάρου μέχρι πάνω. Κατεβαίνει ο Γερμανός και την ώρα που το λέω του Βάγγου, έριξε και τον τραυμάτισε». Σε αντίποινα, έντεκα νεαροί, μεταξύ των οποίων και ο γραμματέας της ΕΠΟΝ Βύρωνα, Παναγιώτης Κασιμάτης, εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς επί της Χρυσοστόμου Σμύρνης, στη γωνία του Παιδικού Σταθμού του « Μοργκεντάου» και άλλοι εξακόσιοι πήραν το δρόμο για τα γερμανικά στρατόπεδα. Ο Βύρωνας άδειασε και από στελέχη, αφού εβδομήντα μαχητές από το ΙΙ Τάγμα και οι ομάδες της ΟΠΛΑ κατέφυγαν προσωρινά στο Κατσιπόδι και το Δουργούτι.
Κώστας Πλακωτάρης, «Μπλόκο στο Δουργούτι» ξυλογραφία
Κάποιοι όμως έμειναν για να μην εκκενωθεί εντελώς η συνοικία και το επόμενο πρωί, τρία από τα « πρώτα πιστόλια» της ΟΠΛΑ στις ανατολικές συνοικίες, οι Σοφοκλής Σουλιτζιδάκης ( «Σόφος»), Χριστόφορος Σωτηράκος ( « Λάμπης») και Κώστας Μπαλμπακάκης ( « Τσακοράφος»), παρατήρησαν έναν άγνωστο άνδρα με πολιτικά να βαδίζει με προφύλαξη στη Χρυσοστόμου Σμύρνης, μια ανάσα από τη «γιάφκα» της ΟΠΛΑ στο περίπτερο του « Καμπούρη» ( οδός Χρυσοστόμου Σμύρνης, κοντά στην Αγία Τριάδα του Βύρωνα): « Εγώ ερχόμουνα από πιο μέσα. Άκουσα τη φασαρία. Και κάνει ένα σάλτο ο Σόφος από το πεζοδρόμιο – αυτός έτρεξε προς τα κάτω να φύγει -, έρχεται στην άλλη γωνία και του έριξε από τη γωνία ( εν κινήσει) και τον έριξε. Ήταν της Ειδικής Ασφάλειας. Του βρήκανε ταυτότητα στη βάτα του ώμου». Η ταυτότητα που βρέθηκε πάνω του αποκάλυψε πράγματι έναν υπενωμοτάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, ο οποίος προφανώς πραγματοποιούσε αναγνώριση στη συνοικία.
Σύντομα φάνηκε πως επρόκειτο για το πρώτο μέρος μιας καλά μελετημένης τανάλιας. Τα ξημερώματα της 9ης Αυγούστου τα φυλάκια του ΕΛΑΣ στη λεωφόρο Συγγρού παρατήρησαν μεγάλη κίνηση γερμανικών ημιφορτηγών και θωρακισμένων οχημάτων σε Συγγρού και Βουλιαγμένης αλλά δεν ενημέρωσαν τα Φρουραρχεία, γιατί η κίνηση γερμανικών οχημάτων τη νύχτα ήταν κάτι σύνηθες. Οι Γερμανοί ανενόχλητοι απέκλεισαν τη Συγγρού μέχρι το Δέλτα προωθώντας δυνάμεις προς τα νεκροταφεία Φαλήρου και Νέας Σμύρνης και προωθήθηκαν από Αγίας Σοφίας – Αρτάκης ως τη Δεξαμενή και από την Εφέσου μέχρι το ρέμα των Φυλακών Συγγρού. Η φάλαγγα της Βουλιαγμένης εξασφάλισε την περιοχή γύρω από τον Άγιο Δημήτριο. Στις 04.30 ένας κλοιός είχε σχηματιστεί γύρω από τις συνοικίες Νέος Κόσμος, Δουργούτι, Φάρος, Κατσιπόδι ( Δάφνη), Άνω Νέα Σμύρνη και Άγιος Ιωάννης. Σε υψώματα, πλατείες και διασταυρώσεις δρόμων τοποθετήθηκαν πολυβόλα και πριν ακόμα ξημερώσει, τα ελληνόφωνα χωνιά καλούσαν τους κατοίκους ηλικίας 15 έως 60 ετών να συγκεντρωθούν στην πλατεία Φάρου, κοντά στο εργοστάσιο ελαστικών ΕΘΕΛ, και στην αρμένικη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος. Οι Γερμανοί και τα Τάγματα είχαν εγκλωβίσει σημαντικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ : Ολόκληρο το Ι και το ΙΙ Τάγμα που είχε «ξεριζωθεί» από το Βύρωνα, συνολικά περίπου 180 αντάρτες. Η διοίκηση του Ι Τάγματος Κατσιποδίου προσπάθησε να ειδοποιήσει τους λόχους με συνδέσμους που δεν έφτασαν ποτέ. Οι άνδρες και η διοίκηση χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες και σκόρπισαν στα στενά αποφεύγοντας ενστικτωδώς τα σημεία που δεν ακούγονταν πυροβολισμοί. « Φτάσαμε στην οδό Πισσά. Εκεί χτυπηθήκαμε. Σε όλες τις γωνίες είχαν στήσει πολυβόλα. Μας θέριζαν όσο επιχειρούσαμε να προχωρήσουμε[…] Όλοι μαζί δεν ξεπερνούσαμε τους οχτώ, οπλισμένοι πολύ ελαφρά. Πουθενά αφύλακτο στενό!». Κάθε τόσο ακούγονταν σε διάφορα σημεία ριπές και εκρήξεις χειροβομβίδων, καθώς οι αποκομμένοι μαχητές – κυρίως από τους λόχους του Τάγματος Βύρωνα – πολεμούσαν για τη ζωή τους. Σε ένα σπίτι, κοντά στις εργατικές πολυκατοικίες, αυτοκτόνησαν με την τελευταία τους σφαίρα οι διοικητές του 1ου Λόχου Ηλιούπολης και 2ου Λόχου Υμηττού, Μπάμπης Μανωλιτσάκης ( « Άρης») και Στέλιος Τσεκουράκης. Εκείνη την ημέρα πολλοί διέφυγαν το θάνατο κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες: Ο καπετάνιος του Ι/2 Τάγματος, Γιώργης Ζαφειρόπουλος ( « Μουστάκιας»), εγκλωβίστηκε μέσα στο εργοστάσιο της ΕΘΕΛ, ακριβώς στο σημείο συγκέντρωσης του μπλόκου. Όταν άρχισαν να ερευνούν το κτίριο, ο Μουστάκιας περνούσε από αίθουσα σε αίθουσα και τελικά, οπλισμένος με το θράσος της απελπισίας, πέρασε μέσα από τους ταγματασφαλίτες, οι οποίοι δεν τον υποπτεύθηκαν. Επίσης ο υπεύθυνος της Πολιτοφυλακής Δουργουτίου, Μουράτ Γκεντελκιάν ( αρμένικης καταγωγής) γλίτωσε μένοντας κρεμασμένος σε ένα φεγγίτη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μπλόκου, οι δυνάμεις που βρίσκονταν εκτός κλοιού ( Τάγματα Καισαριανής, Καλλιθέας, Νέων Σφαγείων) έκαναν επιθέσεις από τη Γούβα, τον Άγιο Σώστη, το Κουκάκι, την Δεξαμενή, αλλά βρέθηκαν αντιμέτωπες με ασύγκριτα ισχυρότερη δύναμη πυρός και σε κανένα σημείο δεν δημιούργησαν ρήγμα. Μόνο στο εργοστάσιο ΦΙΞ επί της Συγγρού, ομάδες που είχαν διεισδύσει από την Καλλιθέα κατάφεραν, σύμφωνα με μαρτυρίες, να σκοτώσουν ένα γερμανό υπολοχαγό του μηχανικού και να τραυματίσουν μερικούς ακόμα οπλίτες.
Κώστας Πλακωτάρης, «Αντίποινα»
Στην πλατεία Φάρου εκτυλίσσονταν την ίδια στιγμή δραματικές σκηνές. Εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς κάπου 60 πολίτες, οργανωμένοι και μη, 20 μαχητές του Τάγματος Κατσιποδίου που πήραν το ρίσκο να παρουσιαστούν στη συγκέντρωση ως άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και 34 ακόμα Ελασίτες από το Βύρωνα, που αναγνωρίστηκαν ως « ξένοι» από τους μασκοφόρους. Στις απώλειες στελεχών ξεχωρίζει ο Βυρωνιώτης Δημήτρης Βαρουτίδης ( «Σταύρος»), στέλεχος της ΟΠΛΑ, ο οποίος υπέστη φριχτά βασανιστήρια πριν εκτελεστεί. Οι εκτελέσεις σταμάτησαν στις 13.00, όταν άρχισε η διαλογή εκατοντάδων ομήρων για τα γερμανικά στρατόπεδα. Αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία, το σύνολο των απωλειών στην επιχείρηση που μετέβαλλε την Αθήνα « σε σκλαβοπάζαρο του κατακτητή» υπολογίζεται σε περισσότερα από 150 άτομα, σχεδόν όλοι τους αγωνιστές της Αντίστασης. Η συνοικία έμοιαζε το ίδιο βράδυ με κρανίου τόπο και η προσπάθεια των συνεργείων της ΕΠΟΝ να βγάλουν χωνιά για να εμψυχώσουν τον κόσμο αντιμετωπίστηκε μάλλον ψυχρά από τους κατοίκους που θρηνούσαν απαρηγόρητοι τους οικείους τους. Ανάμεσα στα φριχτά περιστατικά που συνέθεσαν το « Μεγάλο Μπλόκο», ξεχωρίζει το παρακάτω: Σε « ξεχωριστά» αντίποινα για το θάνατο του γερμανού αξιωματικού στο εργοστάσιο ΦΙΞ, οι γερμανοί σκότωσαν μερικά παιδάκια νηπιακής ηλικίας, τα πτώματα των οποίων βρέθηκαν την επομένη σε χωματερή του Μοσχάτου.
***
Ιάσων Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942 -1944.Θεμέλιο 2012, β΄έκδοση συμπληρωμένη(σελ.240 – 256 )
Τα χαρακτικά και οι ξυλογραφίες περιέχονται στα λευκώματα:
Ασαντούρ Μπαχαριάν – Πέτρος Ανταίος , Εικαστικές Μαρτυρίες, Οδυσσέας 1995, γ΄έκδοση
Εικαστικές Τέχνες και Αντίσταση, Δήμος Αθηναίων και Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας, Αθήνα 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου