14 Αυγούστου 1954, χαράματα, ο Νίκος Πλουμπίδης, φορώντας ένα μαύρο κουστούμι και λευκό πουκάμισο, δεμένος με χειροπέδες, μεταφέρεται με αυτοκίνητο από τις φυλακές όπου κρατείται στην Αγία Μαρίνα, στο Δαφνί. Η ύστατη ώρα πλησιάζει μα εκείνος δεν χάνει το κουράγιο του. Απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους που είναι συγκεντρωμένοι αξημέρωτα στον τόπο εκτέλεσής του, λέει: «Γεια σας παιδιά. Μπράβο, όλο νιάτα βλέπω μπροστά μου. Σας εύχομαι καλή σταδιοδρομία, να ’στε πάντα καλά. Βλέπετε εγώ σε λίγο φεύγω με ψεύτικες και άδικες κατηγορίες.
Το Κόμμα μου, το ξέρω, θα βρει την αλήθεια και θα με δικαιώσει». Σε λίγο το εκτελεστικό απόσπασμα στήνεται απέναντί του, ο ίδιος αρνείται να του δέσουν τα μάτια και να κοινωνήσει. «Εξετελέσθη ζητωκραυγάζων υπέρ του ΚΚΕ, αντιμετώπισε με απόλυτον ψυχραιμίαν τας σφαίρας του αποσπάσματος»έγραφαν οι εφημερίδες την επόμενη μέρα.
Το Κόμμα μου, το ξέρω, θα βρει την αλήθεια και θα με δικαιώσει». Σε λίγο το εκτελεστικό απόσπασμα στήνεται απέναντί του, ο ίδιος αρνείται να του δέσουν τα μάτια και να κοινωνήσει. «Εξετελέσθη ζητωκραυγάζων υπέρ του ΚΚΕ, αντιμετώπισε με απόλυτον ψυχραιμίαν τας σφαίρας του αποσπάσματος»έγραφαν οι εφημερίδες την επόμενη μέρα.
Του Π. Ροδάκη
Τέλη 1948 με αρχές 1949: μια σκοτεινή εποχή για την Ελλάδα ολόκληρη, μα και ιδιαίτερα τραγική για την αριστερά, όπως αυτή εκφράστηκε από το ΚΚΕ, το Δημοκρατικό Στρατό και την κυβέρνηση του Βουνού. Ετοιμαζόταν τότε το τελικό χτύπημα του ένοπλου κινήματος και υφαινόταν ο εφιάλτης της χαφιεδοφοβίας, που, χωρίς αμφιβολία, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην τελική ήττα της αριστεράς. ‘Οτι απέμεινε μετά την ήττα αυτή (Αύγουστος του ’49) το διάβρωσε ο ύπουλος ψίθυρος για τους «πράκτορες» που είχε «βάλει η Ασφάλεια» στις γραμμές του κόμματος. Η κομματική ηγεσία — που έκανε σημαία της τη χαφιεδοφοβία — δε φαίνεται ποτέ να κατάλαβε το κακό που έκανε στο κίνημα, υιοθετώντας μια τέτοια τακτική… Πέρασαν πάνω από 35 χρόνια από τη σκοτεινή εκείνη εποχή. Πολλοί κομμουνιστές εκτελέστηκαν, αλλά και πολλά κομματικά στελέχη επέζησαν μέσα σ’ αυτή τη θύελλα… Τώρα πια τα γεγονότα ανήκουν στην ιστορία. Η απόσταση είναι αρκετή, όχι μόνο για να προβληθούν πάνω από φοβίες και πάθη, αλλά και να αξιολογηθούν. Και όμως. Κανένας από τους επιζώντες δε θέλησε να μιλήσει τώρα. Ενας αδιόρατος φόβος — απόηχος της εφιαλτικής εκείνης εποχής — και ένα αίσθημα ενοχής φαίνεται να κράτα ερμητικά κλειστά τα χείλη όλων. Τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ εκείνης της περιόδου — με εξαίρεση το Ζαχαριάδη και το Γούσια — εξακολουθούν να ζουν και να κυκλοφορούν ανάμεσα μας. Και ήταν τα ηγετικά στελέχη που ύψωσαν τη χαφιεδοφοβία και έφτασαν στον παραλογισμό να στιγματίσουν ως προδότες, αγωνιστές και ανώτερα κομματικά στελέχη σαν τον Πλουμπίδη και το Βαβούδη, που ανάλωσαν ολόκληρη τη ζωή τους στην υπηρεσία του ΚΚΕ. Η τότε ηγεσία ξεσήκωσε τέτοιο θόρυβο για τους «χαφιέδες» (που για χρόνια ολόκληρα κατεύθυναν τον παράνομο κομματικό μηχανισμό), που τα απλά μέλη του κόμματος φοβούνταν και τη σκιά τους ακόμα. Κι όμως! Ποτέ δε δόθηκαν συγκεκριμένα στοιχεία για τους «χαφιέδες» — στελέχη του κόμματος. Μια απαίσια καταγγελία στάθηκε αρκετή για να παραλύσει τα πάντα στην παράνομη δουλειά…
Η «αποκατάσταση»
Εκείνοι που ανέτρεψαν το Ζαχαριάδη το 1956, αποκατέστησαν δειλά τα θύματα του παραλογισμού του, χωρίς και αυτοί να εξηγήσουν γιατί τα αποκατέστησαν. Ενας ακόμα παραλογισμός ήρθε να προστεθεί με στόχο να καλύψει τον προηγούμενο. Αυτός ο παραλογισμός μπέρδεψε ακόμα περισσότερο τα πράγματα και δημιούργησε πολλά ερωτηματικά και ανησυχίες στις γραμμές του ΚΚΕ. Τα περισσότερα μέλη της νέας ηγεσίας (που ανέτρεψε το Ζαχαριάδη) ανήκουν και στην προηγούμενη. Είναι φυσικό να γνωρίζουν τους λόγους που επικαλέστηκε ο πρώην γραμματέας για να βγάλει τους Πλουμπίδη — Βαβούδη προδότες, και να μπορούν πια να διαπιστώσουν ότι οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν. Δεν κάνουν όμως κανένα κόπο να εξηγήσουν τι ακριβώς έγινε εκείνη τη σκοτεινή περίοδο. Ετσι, με την αποκατάσταση των θυμάτων της ζαχαριαδικής εποχής, τα ερωτήματα πληθαίνουν και είναι φυσικό όλοι να θέλουν να μάθουν τι είχε μεσολαβήσει. Μια χαραμάδα στα σκοτεινά εκείνα χρόνια μπορεί να ρίξει αρκετό φως σε τούτη την ιστορία…
Υπόθεση Αναστασιάδη: το κλειδί…
Πρέπει να τονίσουμε σ’ αυτό το σημείο πως το κλειδί της ιστορίας του «χαφιεδισμού» που έφτασε στην καταγγελία των Πλουμπίδη — Βαβούδη είναι η υπόθεση του Στέριου Αναστασιάδη (μέλους του Πολιτικού Γραφείου, που «κρατούσε» την παράνομη οργάνωση της Αθήνας στα χρόνια του εμφύλιου και είχε εκλεγεί στο 7ο συνέδριο του ΚΚΕ — 1945 — με το ψευδώνυμο «στρατηγός Πετρίτης»). Αν κάποιος θελήσει να μάθει τι ακριβώς υπάρχει πίσω από την καταγγελία των Πλουμπίδη — Βαβούδη, θα πρέπει να ξέρει τι είναι η «υπόθεση Αναστασιάδη». Και, φυσικά, πρέπει να κατανοήσει το βάθος της σκέψης του Ζαχαριάδη, που πήγαζε απευθείας από τη σκέψη του Στάλιν, και μάλιστα του Στάλιν της εποχής 1934 — 1940 (οπότε γίνανε οι μεγάλες «εκκαθαρίσεις» στο ΚΚΣΕ). Πριν απ’ όλα ας δούμε το γενικό ιστορικό πλαίσιο της περιόδου από τα τέλη του 1948 και ως τις αρχές του 1949 στην Ελλάδα.
Αποτυγχάνουν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
Στα τέλη του 1948 η Ελλάδα εξακολουθεί να δοκιμάζεται σκληρά από τον εμφύλιο πόλεμο. ‘Ετσι, το ιστορικό πλαίσιο της εποχής προσδιορίζεται από το δίπτυχο των αντιμαχόμενων: στη συγκεκριμένη ιστορική φάση, απο τη μια πλευρά βρίσκεται η αμερικανοκρατία και από την άλλη το ΚΚΕ. Κάνουμε αυτή τη διάκριση, γιατί από το καλοκαίρι του 1948 η Ελλάδα ελέγχεται απόλυτα και χωρίς προσχήματα από τους Αμερικανούς, ενώ την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ δεν την εγκρίνει ούτε το ΚΚ Σοβιετικής ‘Ενωσης ούτε τα ΚΚ της Ευρώπης (με εξαίρεση της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας). Κι ακόμη, ενώ η κυβέρνηση της Αθήνας δεν είναι σε θέση να κάνει την παραμικρή ενέργεια χωρίς την αμερικάνικη συναίνεση, ο Ζαχαριάδης κινείται αντίθετα με τη γραμμή των περισσοτέρων ΚΚ.
Το καλοκαίρι του 1948 τερματίζονται με παταγώδη αποτυχία οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που είχε αναλάβει ο στρατός της Αθήνας, με την καθοδήγηση του Αμερικανού στρατηγού Βαν Φλητ (που λίγο αργότερα θα εγκατασταθεί στην Αθήνα ως υπάλληλος της… εταιρείας υδάτων). Ο Δημοκρατικός Στρατός είναι σε θέση, ακόμα και κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων να εξαπολύει εντυπωσιακές αντεπιθέσεις.
«Clan Amerikain…»
Οι Αμερικανοί μετρούν τις συνέπειες της αποτυχίας και μέσα στο φθινόπωρο του 1948 παίρνουν τολμηρές αποφάσεις: επιδιώκουν να ξεκαθαρίσουν στρατιωτικά την κατάσταση και να διαμορφώσουν στην Ελλάδα τις συνθήκες εκείνες που θα τους επέτρεπαν να την ελέγξουν με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Με το «σχέδιο Μαρσαλ» — που μπήκε σε εφαρμογή απο το καλοκαίρι — διαμορφώνουν αυτό που ο Ζαν Μεϊνό θα ονομάσει αργότερα «αμερικάνικη φάρα» (clan Americain). Μοιράζοντας τα δύο δισεκατομμύρια δολάρια του Σχεδίου — που μεταφράζονται σε άχρηστο γι’ αυτούς υλικό — δημιουργούν την τάξη των Ελλήνων μεγαλοεφοπλιστών, καθώς και μια σειρά οικονομικά στηρίγματα, που θα τους βοηθήσουν να διαμορφώσουν μια «αμερικάνικη» παράταξη. Μέσα στο φθινόπωρο του 1948, η πορεία διαμόρφωσης της «αμερικάνικης φάρας» προχωρεί σημαντικά… Ταυτόχρονα οι Αμερικανοί επιλέγουν — και πρέπει να ομολογήσουμε πολύ πετυχημένα — τον εκπρόσωπο των συμφερόντων τους, στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Παπάγου, μια και πρέπει να βασίσουν τον έλεγχο τους σε προσωπικότητες που βρίσκονταν σε ρήξη με τα ανάκτορα και τους Αγγλους. Η επιβολή του Παπάγου ήταν δύσκολη. Τον αποκρούουν τα ανάκτορα και ιδιαίτερα η Φρειδερίκη και δεν τον θέλουν οι ανώτατοι αξιωματικοί, που κρατούσαν την εξουσία της τότε. Οι Αμερικανοί προωθούν αρχικά και πετυχαίνουν, κυβερνητική λύση Σοφούλη, επί των ημερών του οποίου προωθείται και ο Παπάγος ως αρχιστράτηγος. Ετσι, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση της Φρειδερίκης, ο Παπάγος αναλαμβάνει, στις 20 Ιανουαρίου 1949, στρατάρχης της Ελλάδας, με πλήρη ελευθερία κινήσεων. Εδώ πρέπει να τονίσουμε, ότι ανάμεσα σ’ εκείνους που αντέδρασαν στην εκλογή του Παπάγου είναι και ο Βαν Φλητ.
…Τομ Καραμεσίνης και CIA
Παράλληλα, ως το καλοκαίρι του 1948, ο περίφημος Ελληνοαμερικανός Τομ Καραμεσίνης (που στις αρχές του 1950 θα τον δούμε σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα και λίγο αργότερα υπαρχηγό της) εγκατέστησε, σ’ όλη την κλίμακα του κρατικού μηχανισμού, τους ανθρώπους που θα εκφράσουν την αμερικάνικη πολιτική. Για το ρόλο του Τομ Καραμεσίνη, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, στο βιβλίο του «Από το Δόγμα Τρούμαν στο Δόγμα Χούντα» (σελ. 72 — 73) γράφει: «Οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν και μια άλλη μέθοδο για τη διείσδυση τους στις δημόσιες υπηρεσίες, τα υπουργεία και τον κρατικό μηχανισμό γενικά. Αποδείχτηκε ιδιαίτερα ωφέλιμη και διπλά αποδοτική. Εμπνευστής της ήταν ο Αμερικανός «οικονομικός δερβέναγας» Ντουάιτ Γκρίσγουολντ. Για να τηρηθούν κάπως τα προσχήματα — αν μπορεί να λεχθεί ότι ο κυβερνήτης της Νεμπράσκα ενδιαφέρονταν για προσχήματα — απαίτησε σε ορισμένες θέσεις — κλειδιά του ελληνικού κρατικού μηχανισμού να τοποθετηθούν όχι Αμερικανοί της ΑMAG ή εκτός απ’ αυτήν, αλλά Ελληνες, τους οποίους όμως υποδείκνυε, χωρίς να μπορεί να διατυπωθεί αντίρρηση, ο ίδιος. Είναι ολοφάνερο ποιος βρισκόταν πίσω από αυτήν την επιλογή. Ο «Τομ» Καραμεσίνης, βέβαια. Ο «Τομ», όπως αναφέραμε ήδη, είχε κάνει πολύ καλή δουλειά στην Ελλάδα για στρατολόγηση ανθρώπων «πιστών» στους Αμερικανούς. Και αυτό δεν είναι δικό του καύχημα. Το λένε οι ίδιοι οι προϊστάμενοι του στη CIA, που ιδρύεται από τον Τρούμαν τον Σεπτέμβριο τοϋ 1947 και στην οποία, βέβαια, «αποροφιέται» ο Καραμεσίνης και όλοι οι άνθρωποι που έχει στρατολογήσει στην Ελλάδα. Το 1948, ο «Τομ» θα μετατεθεί στην Ουάσιγκτον, στο στρατηγείο της CIA, που είναι εγκατεστημένο στο Λάνγκεϋ του Μαίριλαντ, κοντά στην Ουάσιγκτον. Και τον Ιούνιο του 1950 θα γυρίσει στην Ελλάδα σαν «σταθμάρχης» της CIA. θα μείνει άλλα τρία χρόνια* ως το 1953. Τα πιο κρίσιμα χρόνια της αμερικανοκρατίας στον τόπο μας.
Η Φρειδερίκη. Στις 28/8/1949 έγραφε στο στρατηγό Μάρσαλ: «… Οι δυτικές δημοκρατίες δε θα έπρεπε να παραλείπουν καμιά ευκαιρία για να διευρύνουν την προσπέλαση τους μέσα στην Ανατολική. Ευρώπη. Η Ελλάς αποτελεί το σκαλοπάτι γι’ αυτό το πράγμα (από το βιβλίο της «Μετρον Κατανοήσεως»).
Ο «Τομ» λοιπόν θα επιλέξει προσωπικά τους Ελληνες «εμπειρογνώμονες» που θα τοποθετήσει ο Γκρίσγουολντ σε πολλές επίκαιρες θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Έτσι, από τη μια μεριά ο Αμερικανός«δερβέναγας» εξασφαλίζει τη διοχέτευση της πολιτικής του ως το τελευταίο σκαλοπάτι της ελληνικής εθνικής ζωής και τον απόλυτο έτσι έλεγχο της κι απ’ την άλλη, ο «Τομ» δικτυώνει τους έμπιστους του. Πράγμα που θα βαρύνει ιδιαίτερα σοβαρά στην εξέλιξη των ελληνικών πραγμάτων σε όλη του την έκταση, δεκαετίες ολόκληρες». Η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ασφάλειας — που είχε αρχίσει από τους Αγγλους μόλις το φθινόπωρο, του 1948 — άρχισε να δίνει καρπούς και οι αρχές ήταν πια σε θέση να αξιοποιήσουν στοιχεία που έφταναν στα χέρια τους μετά από διάφορες συλλήψεις. Ηταν κάτι που η αριστερά δεν εκτίμησε. Οι υπηρεσίες ασφαλείας αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ικανές στο να δημιουργούν εντυπώσεις και να καλλιεργούν το κλίμα του «χαφιεδισμού». Από την πλευρά του το ΚΚΕ, με βάση ορισμένα στοιχεία, κατέληξε τότε στο συμπέρασμα πως οι «χαφιέδες» είχαν εισχωρήσει βαθιά στις γραμμές του. Μια τέτοια αντίληψη ήταν κάτι που ταίριαζε στη νοοτροπία του Ζαχαριάδη… Με τις παραπάνω προϋποθέσεις, η μια πλευρά — της Αμερικανοκρατίας — εξασφάλιζε αισθητή βελτίωση των θέσεων της. Η αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων την είχε ωθήσει να αναθεωρήσει σωστά τις θέσεις της.
Ο Τίτο σε καραντίνα
Στο άλλο στρατόπεδο η κατάσταση εξελίσσεται εντελώς αρνητικά. Πρώτα — πρώτα, το καλοκαίρι του 1948, εκδηλώνεται η σύγκρουση του Τίτο με την Κομινφόρμ, δηλαδή με το Στάλιν. Το κομμουνιστικό στρατόπεδο, τρομαγμένο από την ανταρσία, τον αποκαλεί προδότη και τον απομονώνει. Ο Ζαχαριάδης, πιστό παιδί του Στάλιν, ακολουθεί την «ορθόδοξη» γραμμή, αυτό όμως δυσκολεύει τη θέση του, αφού βασικά ο Δημοκρατικός Στρατός είχε σαν στήριγμα τη Γιουγκοσλαβία. ‘Ετσι με την υιοθέτηση της εκστρατείας κατά του Τίτο από το ΚΚΕ, δυσκολεύει ακόμα πιο πολύ η θέση του ένοπλου κινήματος.
Ο Ζαχαριάδης επιβάλλει τη γραμμή του…
Μα ενώ επιδεινώνεται η κατάσταση για το Δημοκρατικό Στρατό, ο Ζαχαριάδης και η ηγεσία του δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τις συνέπειες που είχε η αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του καλοκαιριού για τους Αμερικανούς. Πιστεύουν πως αυτό σημαίνει παράλυση των εχθρικών δυνάμεων και γυρεύουν να περάσουν σε αντεπίθεση. Εδώ εμφανίζεται και η σύγκρουση ανάμεσα στο Ζαχαριάδη και το Μάρκο Βαφειάδη. Ο πρώτος θέλει να περάσει σε αντεπίθεση τακτικού στρατού, για να δημιουργήσει ελεύθερες περιοχές και ο δεύτερος αντιτάσσεται στο σχέδιο αυτό και υποστηρίζει ότι πρέπει να συνεχιστεί η αντάρτικη μορφή του κινήματος, με στόχο τον εξαναγκασμό της Αθήνας σε κάποιο συμβιβασμό. Αυτή η σύγκρουση έχει ως συνέπεια την απομάκρυνση του Μάρκου από την ηγεσία, με τις κατηγορίες της δειλίας, αλλά και των γενικότερων ευθυνών για τη μη πραγματοποίηση των στόχων του Δημοκρατικού Στρατού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο παραμερισμός του Μάρκου γίνεται ουσιαστικά τότε, αλλά θα αναγγελθεί τον Ιανουάριο του 1949. Ο Ζαχαριάδης δε φαίνεται να εκτίμησε ποτέ τι σήμαινε η απώλεια της Πελοποννήσου για το Δημοκρατικό Στρατό. Εδώ όμως ας γίνουν ορισμένες διευκρινιστικές παρατηρήσεις, σχετικά με τη νοοτροπία του Ζαχαριάδη και όλης της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ. Πιστεύουν πως η γραμμή του κόμματος είναι σωστή. Και σωστή θα πει ότι εφαρμοζόμενη στις συγκεκριμένες συνθήκες έπρεπε να φέρει αποτελέσματα. Αν η πολιτική σκόνταφτε δεν έφταιγε η ίδια, αλλά οι άνθρωποι που δεν την εφαρμόζουν. Ετσι, αν δεν αναπτύχτηκε όσο έπρεπε το αντάρτικο, δεν έφταιγαν οι αντικειμενικές συνθήκες , δεν αποδεικνυόταν το ανέφικτο του αλλά έφταιγε ο Μάρκος, που πήγε — όπως είπε ο Ζαχαριάδης — στο Σμοκοβο να κάνει λουτρά κ.λπ. Για την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, οι αποτυχίες είναι έργο προδοτών και μόνο. Ποτέ δεν αναρωτήθηκε αν η πολιτική της ήταν σωστή ή όχι. Θεωρούσε νόμο πως πίσω απο την αποτυχία κρύβεται ο προδότης…
Απρίλιος 1948. Τα Καλάβρυτα στα χέρια των κυβερνητικών δυνάμεων.
1951: η «χρυσή» εποχή των Αμερικανών. Ο Πιουριφόι με τον προστατευόμενο του στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο.
….αλλά το τέλος φτάνει
Ο παραμερισμός του Μάρκου αναγγέλεται — όπως είπαμε — στις αρχές του 1949 και η προεδρία της κυβέρνησης του βουνού ανατίθεται στον Ιωαννίδη. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης επιμελείται τη μετατροπή του ανταρτοπόλεμου οε τακτικό πόλεμο και εξαπολύει, πραγματικά, εντυπωσιακές αντεπιθέσεις.
Στις 11 Ιανουαρίου 1949 ο Δημοκρατικός Στρατός καταλαμβάνει τη Νάουσα, την κρατά τρεις μέρες και στρατολογεί 100 νέους και νέες. Στις 20 του ίδιου μήνα ο Καραγιώργης κυριεύει το Καρπενήσι και το ελέγχει για 18 μέρες. Ταυτόχρονα σχηματίζεται στην Αθήνα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και αρχιστράτητος γίνεται ο Παπάγος.
Στην κρίσιμη αυτή περίοδο (Φθινόπωρο 1948 — αρχές 1949) με την υπόδειξη του Βαν Φλητ επιβάλλεται η συστηματική μετακίνηση του πληθυσμού της υπαίθρου. Έτσι, ετοιμάζεται η τελική αναμέτρηση, που θ’ αρχίσει από την Πελοπόννησο, αμέσως μετά την ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον Παπάγο. Από τις πρώτες μέρες της αναμέτρησης αυτής γίνεται φανερό ότι ο Δημοκρατικός Στρατός είναι κουρασμένος, πράγμα που τον οδηγεί στην ήττα.
Κανένα δίδαγμα για το Ζαχαριάδη. Είδε τις πρόσκαιρες νίκες του ως σημείο υπεροχής και αγνόησε την καταστροφή στην Πελοπόννησο.
Ανδρες και γυναίκες του Δημοκρατικού Στράτου κάπου στο βουνό. Δεν έμελλε να χαρούν τη νίκη..
Αθήνα: η Ασφάλεια στα ίχνη του παράνομου μηχανισμού
Ως το φθινόπωρο του 1948 δεν έχουν χτυπηθεί στην κορυφή οι παράνομες οργανώσεις. Εχουν πιαστεί πολλοί και έχουν εκτελεστεί αρκετοί, αλλά η Ασφάλεια αδυνατεί να φτάσει στον κεντρικό πυρήνα. Η δράση των οργανώσεων συνεχίζεται και μετά τη δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Λαδά, ενω η Ασφάλεια έχει εξαπολύσει πραγματικό πογκρόμ στην Αθήνα. Ηγεσία της παράνομης δουλειάς (του «παράνομου κλιμακίου» όπως το έλεγαν) στην Αθήνα είναι: 1) η Χρύσα Χατζηβασιλείου, μέλος του Π.Γ. (που φεύγει άρρωστη για «έξω» αργότερα), 2) ο Στέριος Αναστασιάδης, μέλος και αυτός του Π.Π, 3) ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της Κ.Ε. με το ψευδώνυμο «Μπάρμπας». Οι παραπάνω πλαισιώνονται από μια σειρά στελέχη που κρατούν βασικούς τομείς της παράνομης δουλειάς και είναι: 1) ο Βασίλης Μαρκεζίνης, 2) ο Γιώργης Σπανός, 3) ο Μπάμπης Δρακόπουλος, 4) ο Λευτέρης Καββαδίας. Την ίδια εποχή, γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής Αθήνας είναι ο Αχιλλέας Μπλάνας, με επαγρυπνητή το Σωτήρη Σουκαρά. Σημειώνεται ότι τη σύνδεση με την Επιτροπή Αθήνας — από την πλευρά του κλιμακίου — φαίνεται να την κρατά ο Καββαδίας. Ως το φθινόπωρο του 1948, το ηγετικό απαράτ της παράνομης δουλειάς δεν έχει «χτυπηθεί» από τότε όμως αρχίζουν οι περιπέτειες. Πρώτα «χτυπιέται» η Επιτροπή Αθήνας, πράγμα που εξαγριώνει το Ζαχαριάδη και τα μέλη της κομματικής ηγεσίας. Χωρίς να εξετάσουν κανένα στοιχείο, κατηγορούν τον Μπλάνα για οπορτουνισμό και ηττοπάθεια και του καταλογίζουν πλήρη ευθύνη για τις συλλήψεις. Αυτό σημαίνει απομόνωση του μέσα στις φυλακές… Ο Ζαχαριάδης δε θέλει να μελετήσει το «χτύπημα». Αν το έκανε, θα καταλάβαινε ότι η Ασφάλεια αξιοποίησε, θετικά γι’ αυτήν, τα στοιχεία που είχε συλλέξει από προηγούμενες συλλήψεις. Κι είναι φοβερό ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπόρεσε να σκεφτεί ένα πολύ απλό πράγμα: για να φτάσει η Ασφάλεια στον Μπλάνα, είχε βάλει στο χέρι και τη σύνδεση του με το κλιμάκιο (ήταν φυσικό εφόσον παρακολουθούσε στενά τον Καββαδία και κατά συνέπεια είχε αρχίσει να προσεγγίζει το κλιμάκιο της παράνομης δουλειάς).
Η καταιγίδα πλησιάζει
Για τη σύλληψη του Μπλάνα το κόμμα δεν κατηγορεί κανένα. Θεωρεί υπεύθυνο τον ίδιο… Αντί να παρθούν μέτρα προφύλαξης, ο ίδιος σύνδεσμος — ο Καββαδίας — προχωρά σε ανασύνταξη της Επιτροπής Αθήνας, με το Λευτέρη Τζάκο, την ‘Ελλη Ιωαννίδου (Παπά),τον Κασιμάτη και άλλους. Ομως η Ασφάλεια έχει αλλάξει και τακτική. Μέχρι το φθινόπωρο του 1948 συνήθιζε να χτυπά άμεσα, μόλις έφτανε σε μια παράνομη οργάνωση. Από τότε φροντίζει ν’ αφήνει κάποιο νήμα, για να προχωρά πιο βαθιά. Ετσι μετά τον Μπλάνα, πιάνεται ο Βασίλης Μαρκεζίνης. Φυσικά και γι’ αυτό δεν κατηγορήθηκε κανένας (δε μίλησε για «χαφιέδες» ο Ζαχαριάδης). ‘Ομως, μετά το νέο «χτύπημα», οι αρχές έχουν φτάσει στον κύκλο του κλιμακίου. Ο Μαρκεζίνης βασανίζεται σκληρά κι αργότερα εκτελείται… Αυτή ήταν η μέχρι τότε ατμόσφαιρα της παράνομης δουλειάς στην Αθήνα.
Το σπίτι του αστυφύλακα
Το αίνιγμα της εποχής που θα δώσει τροφή στο τρομερό πλέγμα του «χαφιεδισμού» (ενός «χαφιεδισμού» που κινείται στα ανώτερα κομματικά κλιμάκια της παρανομίας) είναι το σπίτι που έμενε ο Αναστασιάδης. Ομως ας δώσουμε ένα πλήρες ιστορικό για το θέμα. Ο Αναστασιάδης είχε εγκατασταθεί στο σπίτι του εν ενεργεία αστυφύλακα Νικολάου Χωραΐτη, στην οδό Λάμπρου στα Πατήσια (που σήμερα δουλεύει κάπου σαν θυρωρός). Το σπίτι αυτό το είχε βρει ο Γ. Σπανός, στον οποίο είχε αναθέσει την αποστολή αυτή ο Κώστας Φαρμάκης (ο τελευταίος πιάστηκε το φθινόπωρο του 1948 και σκοτώθηκε στη Θεσσαλονίκη). Σημειώνεται ότι το σπίτι γνώριζαν — εκτός από τον Αναστασιάδη, μόνο ο Σπανός κι ο Φαρμάκης.
Η Ασφάλεια χτυπά την πόρτα…
Τα Χριστούγεννα του 1948 ή στις πρώτες μέρες του 1949 — πάντως μέσα στο διάστημα των γιορτών — το σπίτι του Χωραΐτη εντοπίζεται κατά μυστηριώδη τρόπο από την Ασφάλεια. Ενα βράδυ, ενώ ο Αναστασιάδης βρίσκεται εκεί, χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού. Η γυναίκα του αστυφύλακα ανοίγει το παράθυρο φοβισμένη — ήξερε τι σημαίνει να κρύβεις παράνομους — για να δει και ρωτάει «ποιος είναι;». «Αστυνομία» της απαντούν. Η γυναίκα παγώνει. Οι αστυνομικοί όμως τη βγάζουν από τη δύσκολη θέση: «Ποιος μένει εδώ;» ρωτάνε ο «αστυφύλακας Χωραΐτης» απαντά αυτή. Ακολουθούν εφιαλτικές στιγμές με τους αστυνομικούς στο κατώφλι του σπιτιού να συζητούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους. Υστερα κάποιος από αυτούς σπάζει τη σιωπή: «μας συγχωρείτε…» Η Χωραΐτη φαίνεται να παίρνει θάρρος: «ν’ ανοίξω;» «Οχι δεν πειράζει», αποκρίνονται και προχωρούν στο διπλανό σπίτι. Ηταν η εποχή που η Ασφάλεια έμπαινε όπου ήθελε και έκανε έλεγχο οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας. Ετσι, αφού πέρασαν από το σπίτι του Χωραΐτη οι αστυνομικοί, μπήκαν στο επόμενο και εξέτασαν τους πάντες. Η γυναίκα του δεύτερου αυτού σπιτιού, είπε, την άλλη μέρα, πως έκαναν κάποιο τηλέφωνο από κει. Η ίδια άκουσε ότι ανέφεραν τη στιχομυθία με τη Χωραΐτη, και ότι τους απάντησαν από την άλλη πλευρά: «Α! το διπλανό! Δεν ήταν αυτό…». Αργά το βράδυ γύρισε ο αστυφύλακας και όταν του είπαν τι είχε συμβεί, πήρε τον Αναστασιάδη και τον πήγε σε άλλο σπίτι. Είναι φανερό πως κάποιος είχε καταδώσει το καταφύγιο της οδού Λάμπρου. Η συμπεριφορά των αστυνομικών υποδηλώνει πως ο «καταδότης» δεν ήταν σίγουρος για τη διεύθυνση ή δεν είχε πάει ποτέ εκεί ο ίδιος. Δεν έπρεπε ακόμα να ήξερε πως ο Αναστασιάδης κρυβόταν σε σπίτι αστυφύλακα ή η σχετική πληροφορία να είχε δοθεί στην Ασφάλεια εντελώς αόριστα. Το γεγονός αυτό έμεινε χωρίς συνέπειες, επειδή ακριβώς δε «χτυπήθηκε» τότε τελικά το σπίτι του αστυφύλακα. Κανένας, εξάλλου, δεν ενόχλησε το ζεύγος Χωραΐτη τις επόμενες ημέρες.
Ο μηχανισμός επαγρύπνησης δε λειτουργεί
Ο Σπανός είχε πάρει μέτρα ασφαλείας για κάθε επίσκεψη του στον Αναστασιάδη (στο σπίτι του Χωραΐτη). Επαιρνε τηλέφωνο σε κοντινό μπακάλικο και από την απάντηση καταλάβαινε αν το έδαφος είναι ελεύθερο. Μετά το επεισόδιο και τη φυγή του Αναστασιάδη πηγαίνει εκεί χωρίς να τηλεφωνήσει πριν. Βρίσκει τους πάντες τρομοκρατημένους. Πιστεύοντας ότι το σπίτι παρακολουθείται πια, καταστρέφει ότι ενοχοποιητικό στοιχείο υπάρχει και φεύγει χωρίς να συμβεί τίποτα. Περνούν αρκετές μέρες αγωνιώδους σιωπής. Τελικά ο Αναστασιάδης στέλνει τον Καββαδία να συναντήσει το Σπανό. Ο τελευταίος πληροφορείται ότι το θέμα Αναστασιάδη είναι «τακτοποιημένο» και του δίνεται παραγγελία να πάει να δει τι έγινε στο σπίτι του Χωραΐτη. Ο Σπανός ξαναπηγαίνει, μα δεν έχει συμβεί τίποτα. Ολα είναι ήσυχα… Στη συνέχεια ειδοποιεί — μέσω του Καββαδία — τον Αναστασιάδη και ο τελευταίος παραγγέλνει να παραδοθεί το σπίτι στον Καβαδδία.
«ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ» ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ
Εγώ σας λέω ότι μπορούσε κανένας να μην πιστέψει ότι ήταν χαφιές οΣιαντος.Εδω όμως βγαίνει η φωτογραφία του μέσα απ’ τα γεγονότα. Ενα, δύο, τρία, πολλά στοιχεία τα βάζεις στη σειρά και βγαίνει η φωτογραφία και αυτή σου λέει ότι είναι ο Σιαντος χαφιές, ύποπτος
Και για το Βαφειάδη υπάρχουν πολλά στοιχεία και απο τη γραμμή του και από τη δράση του και από τη ζωή του και απ’ όλα. Εγώ είμαι ο τελευταίος στο ΠΓ, που πείστηκα γι’ αυτό το γεγονός, ότι είναι ύποπτος…
Ο Βελουχιώτης (Κλάρας) εκτός από τα άλλα, ήταν και δηλωσίας. Ο Κλάρας, που είχε στρατιωτικές ικανότητες κατσαπλιαδισμού, ίσως κάτι παραπάνω, σαν κομματική φυσιογνωμία, ήταν ένας άνθρωπος, που μόνο να χαντακώσει το κόμμα μπορούσε. Καθόταν κι έτρεφε ψείρες, μεθούσε, έκανε οργιά, δούλευε διαλυτικά και χαντάκωνε το κίνημα και τον ΕΛΑΣ. Παρ’ ολο ότι και αυτός σε ορισμένα σημεία, μπορεί να είχε δίκιο, στη βάση τάχτηκε ενάντια στο κόμμα. Ηταν ένας μικροαστός — τυχοδιώχτης. ‘Οταν σφίχτηκε λιγάκι στην Κέρκυρα, ούτε ένα μπάτσο δεν έφαγε και λύγισε. Και έπειτα είχε αξιώσεις ηγέτη και καθοδηγητή…
Ο Παρτσαλίδης, στο κόμμα μας — αυτό δε θέλει να το πει, γιατί ντρέπεται — είναι γνωστός με το ψευδώνυμο, το παρατσούκλι Μοας, που θα πει Μήτσος ο αδιόρθωτος..,».
Τα παραπάνω αποδελτιωμένα αποσπάσματα προέρχονται από ένα και μόνο λόγο του Ζαχαριάδη και συγκεκριμένα από την εισήγηση του στην τρίτη συνδιάσκεψη του KKE, τον Οκτώβριο του 1950 (δημοσιεύτηκε στο κομματικό περιοδικά «Νέος Κόσμος», στις 11/12/1952).
‘Ομως έπρεπε να ειδοποιηθεί σχετικά και ο ίδιος ο αστυφύλακας. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Σπανός, που επισκέπτεται την οδό Λάμπρου την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και μένει εκεί και την Καθαρή Δευτέρα. Αφού «τακτοποιεί» τα πάντα, πηγαίνει στο ορισμένο ραντεβού με τον Καββαδία. Ο τελευταίος όμως δεν παρουσιάζεται. Είχε στο μεταξύ πιαστεί.
Ν. Ζαχαριάδης. Μια, αναμφισβήτητα, ηγετική φυσιογνωμία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία κλίματος χαφιεδοφοβιας στο ΚΚΕ.
Ο Καββαδίας έσπασε στην ανάκριση. Αυτό είναι γνωστό σε όλους, όπως είναι γνωστό πως δε φαίνεται να κράτησε και πολλά πράγματα που να μην είπε. Την πρώτη βδομάδα της Σαρακοστής πιάνεται ο Αναστασιάδης, ο Δρακόπουλος, ο Ποτήρης και άλλοι. Ετσι «χτυπήθηκε» το κλιμάκιο της παράνομης δουλειάς στην Αθήνα και τότε πιάστηκε και ο αστυφύλακας. Εξω μένει ο Πλουμπίδης ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη της παράνομης δουλειάς. Αυτός ορίζει το Σπανό να «βλέπει» την Αθήνα (Τζάκο, Ιωαννίδου — Παπά, Κασιμάτη κ.λπ.). Η παραπάνω κατάσταση συνεχίζεται για δυο μήνες περίπου.
«Χαφιέδες», παντού «χαφιέδες»
Ομως τα πράγματα περιπλέκονται. Ο Αναστασιάδης κατορθώνει, μέσα από την Ασφάλεια, να στείλει σημείωμα στο οποίο λέει καθαρά ότι πρέπει να απομονωθεί ο Σπανός (τον αναφέρει με το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε). Το σημείωμα πηγαίνει στα χέρια του ίδιου του Σπανού, που — κομματικότατα — το προωθεί προς τα «πάνω». Υστερα από αυτό απομονώνεται, χωρίς καν να του αναγγελθεί τίποτα σχετικό. Στο ραντεβού που είχε με τα στελέχη της Αθήνας δεν εμφανίζεται κανένας. Τότε καταλαβαίνει… Αποφασίζει να χρησιμοποιήσει την επαφή που είχε με το Βαβούδη. Αυτός του επιβεβαιώνει την απομόνωση και του δηλώνει ότι θα φροντίσει να βρει σπίτι να μείνει. Ο Σπανός, στη συνέχεια, ζητά επαφή με τον Πλουμπίδη και εκείνος τον ειδοποιεί να βρει κάποιο σπίτι για το ραντεβού. Το σπίτι βρίσκεται — με φροντίδα του Σπανού — και γίνεται η συνάντηση. Στο μεταξύ ο Ζαχαριάδης, που είχε λάβει γνώση του περιεχομένου του σημειώματος του Αναστασιάδη, ανακοινώνει από το σταθμό της Ελεύθερης Ελλαδάς οτι ο Σπανός είναι χαφιές! Ο Ζαχαριάδης λειτουργεί εντελώς στοιχειακά: για να χτυπηθεί το κλιμάκιο χρειάζεται κάποιος χαφιές… Αδυνατεί να συνδυάσει οτιδήποτε. Αποσπά τα γεγονότα και τα εξετάζει ξεκομένα. Το σπίτι του αστυφύλακα είναι γι’ αυτόν το οριακό και ξεκάθαρο σημάδι του «μεγάλου χαφιέ».
Η μικρή Οδύσσεια
Ομως ας γυρίσουμε στη συνάντηση Πλουμπίδη — Σπανού. Ο πρώτος λέει στο δεύτερο να πάρει το καΐκι που είχε για τη δουλειά του και να φύγει, αφού πάρει μαζί του και τον Κώστα Θέο (ο οποίος ήταν τότε στην Αθήνα). Ο Σπανός αντιδρά και απαντά: «Αν πιαστούμε, πως θα πείσω ότι δεν τον κατέδωσα εγώ; Και αν η Ασφάλεια με σκοτώσει — όπως κάνει πολλές φορές — ποιος δε θα πει πως ήμουν ο χαφιές…». Ο Πλουμπίδης όμως επιμένει και τελικά ο Σπανός υποκύπτει. Παίρνει το Θέο στο καΐκι και φεύγουν. Μετά από περιπετειώδες ταξίδι στην τρικυμισμένη θάλασσα φτάνουν στην Κρήτη, από εκεί στην Ιταλία και καταλήγουν στην Αλβανία. Ο Δημοκρατικός Στρατός, στο μεταξύ, είχε ηττηθεί και είχε αποσυρθεί έξω από τη χώρα. Οι μαχητές του ήταν στην Αλβανία συγκεντρωμένοι σε στρατόπεδα. Ο Σπανός πήγε στο Μπουρέλι, εκεί συνάντησε τον Παρτσαλίδη και του είπε, να κάνει σημείωμα για τα όσα συνέβηκαν.
Ποιός μίλησε;
Το μεγάλο ερώτημα για το Σπανό ήταν το ποιος «έδωσε» το σπίτι του Αναστασιάδη. Πίστευε πως το σπίτι αυτό — στα τέλη του 1948 το ήξεραν μόνο τρεις: ο ίδιος, ο Αναστασιάδης και ο Φαρμάκης. Και όμως δεν ήταν απόλυτα έτσι.
Ηταν γνωστό, ακόμα, στον Πλουμπίδη, αλλά και στο Μαρκεζίνη (κι ας μην είχε πάει ποτέ εκεί). Ο Μαρκεζίνης δεν ήξερε πως ανήκει σε εν ενεργεία αστυφύλακα και όταν πιάστηκε, σε κάποια φάση της ανάκρισης του, πρέπει να έδωσε κάποια στοιχεία γι’ αυτό. Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι ο Φαρμάκης «έσπασε» κατά την ανάκριση του στη Θεσσαλονίκη και πρέπει να «μίλησε». Τα στοιχεία όμως της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι δεν αξιοποιήθηκαν στην Αθήνα. Οι αστυνομικοί που πήγαν στην οδό Λάμπρου έπεσαν από τα σύννεφα. Βρέθηκαν μπροστά στο σπίτι συναδέλφου τους εν ενεργεία και τους δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι πληροφορίες ήταν ψεύτικες. Αυτό φαίνεται από το τηλεφώνημα που έκαναν. Η υπόθεση «σπίτι Αναστασιάδη» γίνεται ακόμα απλούστερη από το γεγονός ότι τα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ που ήταν κρατούμενοι στις φυλακές Αβέρωφ, πίστευαν πως «μίλησε» ο Μαρκεζίνης ενώ τους ήταν γνωστό το «σπάσιμο» του Φαρμάκη. Αλλωστε, ένας κοινά έξυπνος άνθρωπος, καταλάβαινε ότι το «ξήλωμα» που έκανε στην Αθήνα η Ασφάλεια την εποχή εκείνη, ήταν συνέπεια του τρόπου με τον οποίο δρούσε η ίδια η οργάνωση. Εφόσον τα «στέκια» ήταν σταθερά και εκατοντάδες άνθρωποι πιάνονταν κάθε μέρα, το πιο φυσικό ήταν η Ασφάλεια να προσεγγίζει (έστω και αργά — αργά στην αρχή) το χώρο του κλιμακίου. Οσο συρρικνώνεται η παράνομη οργάνωση, τόσο οι δυνατότητες των αρχών μεγαλώνουν. Και η συρρίκνωση γίνεται από τη μια με τις συλλήψεις, και από την άλλη με τη γενικότερη κούραση του λαϊκού κινήματος. Ενας λαός που «σφάζεται» από την Κατοχή ως το 1949, χωρίς να βλέπει προοπτική νίκης ή άλλης λύσης, αρχίζει να κάμπτεται. Οι εξορίες και οι φυλακές δημιουργούν ευνοϊκό κλίμα για τις καταδιωκτικές αρχές. Πολλοί συγγενείς που τριγυρνούν στις φυλακές, συνήθως κρατάνε και κάποια παράνομη επαφή. Και μια που η Ασφάλεια έχει πια δυνατότητες να αξιοποιεί όλα τα στοιχεία που φτάνουν σ’ αυτή, δεν αφήνει τέτοιες ευκαιρίες ανεκμετάλλευτες. Ας δούμε αυτό το, χαρακτηριστικό παράδειγμα: η γυναίκα του Καββαδία που αφέθηκε ελεύθερη, γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Συνεχίζει να επισκέπτεται τη φυλακή, μιλά με κρατούμενους και συνεχίζει να κινείται μέσα στον κύκλο των παρανόμων… Και να ήταν μόνο αυτή. Ολοι οι συγγενείς των πολιτικών κρατούμενων κάνουν την ίδια δουλειά…
Το λάθος του Αναστασιάδη
Αλλά ας γυρίσουμε οτον Αναστασιάδη. Εστειλε — όπως είπαμε — ένα μήνυμα για απομόνωση του Σπανού. Ως εδώ καλά. Η κίνηση του φαίνεται λογική και σωστή. Κάνει όμως το βαρύ λάθος να μην πει ποιος άλλος γνωρίζει το σπίτι του αστυφύλακα. Περίεργη στάση. Αν πραγματικά ενδιαφερόταν για τη διαλεύκανση της υπόθεση, θα έπρεπε να πει ότι και ο ίδιος ζήτησε να το χρησιμοποιήσει και ότι με δική του πρωτοβουλία «δόθηκε» στον Καββαδία. Μα αυτό θα σήμαινε ότι δε φοβόταν τίποτα, στα τέλη Ιανουαρίου — αρχές Φεβρουαρίου . Εφόσον, πάλι, εμφανίζεται να «δίνει» σπίτι στον Καββαδία, είναι φυσικό να συμπεράνουμε πως είχε κάνει ανάλογους χειρισμούς και σε άλλες περιπτώσεις…
Ανακαλύπτεται η φόρμουλα της «κατασκοπείας», για τη δίωξη κομμουνιστών. Χαρακτηριστική «είδηση» από τη «Βραδυνή» της 30/3/1951.
Μια ακόμη παρατήρηση, που δίνει νέα διάσταση στην «μπερδεμένη» αυτή ιστορία. Αν το σπίτι είχε «καρφωθεί» από το Σπανό ή τον Πλουμπίδη, αυτοί ήταν φυσικό να δώσουν πλήρη στοιχεία στις αρχές. Ο Αναστασιάδης ήταν το ανώτατο στέλεχος του παράνομου μηχανισμού και φυσικό θα ήταν τότε να πιαστεί. Η Ασφάλεια όμως, όταν πήγε στη οδό Λάμπρου, δε γνώριζε ότι θα βρεθεί στο σπίτι εν ενεργεία αστυφύλακα. Εκείνος λοιπόν που «έδωσε» το σπίτι αγνοούσε το στοιχείο αυτό, ή η Ασφάλεια δεν έριξε βάρος στη σχετική πληροφορία. Ο Αναστασιάδης μπορούσε εύκολα να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Το ότι αργότερα πιάσανε τον αστυφύλακα Χωραΐτη δεν πρέπει να δημιουργεί συγχύσεις. Ο Χωραΐτης πιάστηκε μετά από αποκαλύψεις του Καββαδία, πράγμα κοινά γνωστό. Το σκοτεινό σημείο εξακολουθεί να βρίσκεται στην παράξενη αυτή επίσκεψη της αστυνομίας στο σπίτι όπου κρυβόταν ο Αναστασιάδης… Και θα ήταν αφέλεια να σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με γκάφα της Ασφάλειας, πως ήξερε δηλαδή ότι εκεί κρυβόταν ο Αναστασιάδης και τον άφησε να μετακινηθεί.
Ο Ζαχαριάδης δίνει τη δική του «λύση»…
Για το Ζαχαριάδη τα πράγματα κινήθηκαν σε διαφορετικό επίπεδο. Η λογική του, του λέει ότι υπάρχει χαφιές. Αφού — κατά τη γνώμη του — όλα κινούνται σε σωστή γραμμή, μόνο χαφιές θα μπορούσε να κάνει αυτή τη ζημιά. Ετσι παραβλέπει τα πάντα. Παραβλέπει κυρίως την τρομερή συρρίκνωση της οργάνωσης και το ότι η Ασφάλεια είχε περικυκλώσει από πολλές πλευρές το κέντρο της παράνομης δουλειάς. Η λύση του «χαφιέ» — Σπανού, του ήρθε πολύ βολική και δεν κάθησε να σκεφτεί τίποτα. Αν και ήξερε πολύ καλά τι σημαντικό πόστο δουλειάς κρατά ο Σπανός, τα τινάζει όλα στον αέρα… Γιατί είναι πολύ φυσικό, εκείνοι που συνεργάζονται με το Σπανό, να εγκαταλείψουν την οργάνωση. Και είναι επίσης φυσικό ο Σπανός που γνώριζε τα πάντα, να συνεχίσει να κινείται — όπως και έγινε — ανάμεσα στις παράνομες οργανώσεις και να «βλέπει» το Βαβούδη και τον Πλουμπίδη (οι τελευταίοι βέβαια δεν πίστεψαν ποτέ πως έχουν να κάνουν με χαφιέ). Το ίδιο φυσικό ήταν — τέλος — αυτοί που συνεργάζονται με το Σπανό και έχουν ήδη πιαστεί, να αναδιπλώνονται και να «σπάνε» εύκολα. Αλλά ας σκεφτούμε και τη θέση εκείνων που είχαν παραχωρήσει το σπίτι τους σε παράνομους και τώρα μάθαιναν πως ο Σπανός είχε καταγγελθεί σαν χαφιές από το κόμμα…
Η περιπέτεια του Σπανού συνεχίζεται
Ομως ο μεγάλος παραλογισμός του Ζαχαριάδη είναι ότι αφήνει επικεφαλής της παράνομης δουλειάς τον Πλουμπίδη, που… συνεργαζόταν άμεσα με το Σπανό. Ούτε για μια στιγμή δεν του γεννιέται τότε η αμφιβολία γι’ αυτόν, θα περάσουν χρόνια για να θυμηθεί ξανά το σπίτι του Αναστασιάδη και να ρίξει το «ανάθεμα» του χαφιέ στον Πλουμπίδη. Για άλλους λόγους…
Μάρκος Βαφειάδης: Υπήρξε ο στρατιωτικός εγκέφαλος των πολλών επιτυχιών του Δημοκρατικού Στρατού. Αντιτάχτηκε στο Ζαχαριάδη και βαφτίστηκε «ύποπτος»…
Ο Αμερικανός στρατηγός Βαν Φλητ. Οι αποτυχίες του στη διάρκεια του 1948 υποχρέωσαν τους Αμερικανούς ν αλλάξουν γραμμή.
Ο Σπανός συναντιέται — όπως είπαμε — με τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού στο Μπουρέλι της Αλβανίας. Εκεί ο Παρτσαλίδης του ζητά να προχωρήσει σε έκθεση. Αυτός συμφωνεί. Στη συνέχεια, μαζί με τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού φεύγει με πλοίο για την Τασκένδη. Εκεί, μένει για ένα διάστημα σε «καραντίνα» και τον στέλνουν να δουλέψει σε εργοστάσιο για 2 — 3 μήνες. Ξαφνικά η «καραντίνα» λήγει. Οι Γούσιας και Μπαρτζώτας του ανακοινώνουν ότι το θέμα του διευθετήθηκε και του αναθέτουν κομματική δουλειά. Ενα χρόνο αργότερα εκδηλώνεται η σύγκρουση Παρτσαλίδη — Ζαχαριάδη. Ο τελευταίος δεν έχει φραγμούς. Οταν συγκρούεται με κάποιον τον συντρίβει και δε δείχνει γι’ αυτό ιδιαίτερες ευαισθησίες. Με τον Παρτσαλίδη διαφώνησε πολιτικά, αλλά «χτυπάει» σε άλλα επίπεδα, θυμάται τη δραπέτευση του από την Ικαρία, την οποία είχε οργανώσει ο Σπανός, σε συνεργασία με τον Αναστασιάδη. Για τη δραπέτευση αυτή είχε χρησιμοποιηθεί και ο Ικαριώτης Θεόφιλος Γιόκας, που κάποτε είχε συνδεθεί με την αντικατασκοπεία της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Και παρ’ όλο που ο Γιόκας ήταν και αυτός πρόσφυγας οτην Τασκένδη, ο Παρτσαλίδης κατηγορείται… Για ύποπτες σχέσεις με την Ιντέλιτζενς Σέρβις. Και φυσικά νεκρανασταίνεται η υπόθεση του Σπανού. Τον καλούν και του αναγγέλουν ότι τον «ξηλώνουν» από γραμματέα της οργάνωσης, οτην οποία οι ίδιοι είχαν τοποθετήσει και του προτείνουν να πάει σε μια επιτροπή διαφώτισης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο Γιάκα είχε δοθεί καΐκι με έγκριση του Ζαχαριάδη, για να μεταφέρει άντρες και όπλα στο Δημοκρατικό Στρατό… Σε λίγο «ξηλώνουν» το Σπανό από τη διαφώτιση και τον ξαναβάζουν σε «καραντίνα». Ζητά να πάει στο εργοστάσιο και πάλι, αλλά δεν τον αφήνουν, και χρειάζεται να γράψει γράμμα στο Πολιτικό Γραφείο του κόμματος, για να του επιτραπεί να εργαστεί… Εμεινε στο εργοστάσιο μέχρι που καταγγέλθηκε επίσημα ο Πλουμπίδης ως χαφιές από το Ζαχαριάδη. Τότε πήγε ο ίδιος ο Ζαχαριάδης να του το πει: «Είδες ποιος ήταν ο χαφιές; Τώρα το θέμα σου έληξε και θα αποκατασταθείς…».
Τα στελέχη αντιδρούν στη «χαφιεδολογία»
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και τη φυγή των ανταρτών, ο Ζαχαριάδης αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Η πολιτική του έχει αποδειχτεί λαθεμένη και οι ευθύνες του είναι βαριές. Αν ήθελε να επιδείξει, τουλάχιστον, πολιτική τόλμη, έπρεπε να παραδεχτεί την αποτυχία του και να παραιτηθεί, μαζί με όλη την ηγεσία που χάραξε την παράλογη εκείνη γραμμή. Μα ο Ζαχαριάδης δε γνώριζε δισταγμούς. Επρεπε τώρα να φορτώσει τις ευθύνες σε άλλους. Προχωρά σε διώξεις κατά του Μάρκου Βαφειάδη, αλλά δε σταματά εκεί. Την τύχη του Βαφειάδη ακολουθούν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, όπως ο Καραγιώργης, ο Παρτσαλίδης και άλλοι. Σκοπός του Ζαχαριάδη είναι να αποδείξει ότι η πολιτική του για την ήταν σωστή και ότι φταίνε «άλλοι» που δεν υλοποιήθηκε. Είναι η εποχή που στις φυλακές, τα πιστά στο Ζαχαριάδη μέλη της ΚΕ, ετοιμάζουν εκθέσεις για να δικαιώσουν τον αρχηγό (εντοπίζουν και εκείνους που δεν επέτρεψαν να βγουν οι οργανωμένοι της Αθήνας στο βουνό). Οι εκθέσεις αυτές γίνονται γνωστές έξω από τις φυλακές και δημιουργούν πραγματικό κομφούζιο και για τον ίδιο το Ζαχαριάδη (για τον οποίο, άλλωστε, γίνονταν). Τα στοιχεία που συγκεντρώνονται από τους Ζαχαριαδικούς — ανάμεσα τους ξεχώριζε ο Κεπέσης — δεν ελέγχονται (αφού είναι απόρρητα για όλους του κρατούμενους)και χαρακτηριστικό είναι το ότι παίρνονται εκλεκτικά, έτσι ώστε να υπηρετούν τη «γραμμή».
Το «μέλλον» του Πλουμπίδη
Στην προσπάθεια του αυτή να διασωθεί, ο Ζαχαριάδης έρχεται διαρκώς σε σύγκρουση με πλατύτερο κύκλο στελεχών, που αρχίζουν να διακρίνουν την πραγματικότητα: ότι ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ένα τραγικό λάθος. Και καθώς ο ίδιος δεν έχει στοιχεία που να δικαιώνουν την πολιτική του, καταγγέλλει για προδότη οποιονδήποτε του φέρει αντιρρήσεις. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα θα κινηθεί και η υπόθεση Πλουμπίδη — Βαβούδη. Οταν ο τελευταίος αρνηθεί να παίξει το ρόλο που θέλει ο αρχηγός, θα γίνει «ύποπτος». Κι όταν θα προβάλλει μια άλλη άποψη, τότε θα στιγματιστεί ως προδότης. Η κίνηση για να βγει προδότης και χαφιές ο Πλουμπίδης αρχίζει από τη στιγμή που δε θα δεχτεί να καλύψει το Ζαχαριάδη, στην προσπάθεια του να βρει άλλους υπαίτιους για την κακή έκβαση του εμφύλιου πολέμου. Οπως και στην περίπτωση του Παρτσαλίδη, ο Ζαχαριάδης αρχίζει να σκαλίζει τα «παλιά του δεφτέρια» για να καταλήξει στο πέταγμα της λάσπης. Και η παλιά υπόθεση του σπιτιού της οδού Λάμπρου, ήταν το βασικό στοιχείο για να στηρίξει την ενοχή του Πλουμπίδη…
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και τη φυγή των ανταρτών στις Λαϊκές Δημοκρατίες, η θέση του Ζαχαριάδη γίνεται δύσκολη. Η πολιτική του, η πολιτική που επέβαλε στο κόμμα με το 7ο Συνέδριο ― και κυρίως με τη 2η Ολομέλεια ― έχει ξεκάθαρα αποτύχει. Καταλαβαίνει πως αυτό σημαίνει παραμερισμό του από την ηγεσία (κι ίσως παραπομπή σε κομματικό δικαστήριο) μια κι έχει ρίξει τον ελληνικό λό και την Αριστερά σε μια τρομακτική περιπέτεια κι έχει οδηγήσει το λαϊκό κίνημα σε μια καταστροφή χειρότερη από εκείνην του Δεκεμβρίου 1944. Μόνη διέξοδος πια γι’ αυτόν και την τότε κομματική ηγεσία είναι να δικαιωθεί η αποτυχημένη πολιτική γραμμή. Πρέπει ν’ αποδειχτεί στον κόσμο, στα μέλη του ΚΚΕ και στις ηγεσίες των αδελφών κομμάτων (στις χώρες των οποίων έχει συγκεντρωθεί η προσφυγιά) ότι το κόμμα έχει κάνει σωστές πολιτικές επιλογές. Πώς όμως θα εξηγηθεί τότε η ήττα; Ποιοι φταίνε γι’ αυτήν; Αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα του Ζαχαριάδη.
Ο Ν. Πλουμίδης στο δικαστήριο
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα διατυπώνει αρχικά την παράλογη θέση ότι ο Δημοκρατικός Στρατός κρατά «το όπλο παρά πόδας»! Τρομερός δονκιχωτισμός, αν σκεφτεί κανείς ότι οι κυνηγημένοι αντάρτες που πέρασαν τα σύνορα αφοπλίστηκαν και περιορίστηκαν σε στρατόπεδα, για να μεταφερθούν ― στη συνέχεια ― μακριά από την Ελλάδα (μέχρι την Τασκένδη και τα βάθη της Ασίας). Με τη δήλωση «το όπλο παρά πόδας» ο Ζαχαριάδης δήλωνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν «επαναστατική», ακόμα και μετά τη συντριπτική ήττα! Ομως μια επαναστατική κατάσταση απαιτεί και επαναστατική λύση… Έτσι για να βρει κάποια λογική εξήγηση, βγάζει το συμπέρασμα ότι οι λαϊκές δυνάμεις γνώρισαν απλώς μια τακτική ήττα, που οφειλόταν αποκλειστικά σε ειδικούς παράγοντες. Και απαριθμεί τους τρεις σημαντικότερους: ο ένας είναι η προδοσία του Τίτο, που κατάφερε «πισώπλατο» χτύπημα στο ΚΚΕ, ο δεύτερος ήταν η τακτική του Μάρκου Βαφειάδη, που είχε υπονομεύσει το κόμμα και διατηρούσε κάποιες επαφές με τον «προδότη» Τίτο, ο τρίτος ― και πιο αποφασιστικός ― ήταν το «σαμποτάρισμα» της κομματικής γραμμής από το κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου της Αθήνα… Πιο υπεύθυνη εμφανίζει τη Χρύσα Χατζηβασιλείου (που θα πεθάνει, σε πλήρη απομόνωση, από λευχαιμία, στη Ρουμανία). Μαζί της ― κατά το Ζαχαριάδη ― ευθύνονται ο Στέργιος Ανάστασιάδης (ήδη εκτελεσμένος τότε) και ο Πλουμπίδης. Από την τριάδα αυτή, εύκολος στόχος ήταν ο τελευταίος…
Τα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ εκδηλώνουν συγκεκριμένες αντιρρήσεις για τα παραπάνω «συμπεράσματα». Πολλοί από τους καπεταναίους του Δημοκρατικού Στρατού αρχίζουν να εκφράζονται υπέρ του Βαφειάδη, πράγμα που φέρνει σε ακόμα πιο δύσκολη θέση το Ζαχαριάδη. Αυτός αντεπιτίθεται και συγκεντρώνει στοιχεία για να «κατακεραυνώσει» τον αντίπαλο του. Οι κατηγορίες κατά του Μάρκου είναι πραγματικά κωμικές: του αποδίδει ότι πριν φύγει για το «βουνό», επισκέφτηκε τη γυναίκα του Καραμαούνα στη Θεσσαλονίκη ― με την οποία τον κατηγορεί ότι είχε σχέσεις ― και της αποκάλυψε την αποστολή του. Αυτή, σαν «χαφιές» που ήταν, πληροφόρησε αμέσως την Ασφάλεια… Τον ισχυρισμό αυτό στήριξε ο Ζαχαριάδης σε βεβαίωση του γραμματέα της Μακεδονίας, Γ. Ερυθριάδη, που έκανε σχετική έρευνα. Στην 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ, το 1956 (οπότε καθαιρέθηκε και ο Ζαχαριάδης) η κατηγορία αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Παρ’ όλα αυτά ο Ερυθριάδης, κρατούμενος τότε στις φυλακές, την επιβεβαίωσε σε μας (συγκροτούμενους του) και ισχυρίστηκε πως είχε ο ίδιος εξακριβώσει την αλήθεια της…
Αναζητώντας το… Σατανά
Αλλη κατηγορία κατά του Μάρκου ήταν ότι, όταν το κόμμα πήρε απόφαση για μαζική επιστράτευση, αυτός, αντί να κινηθεί για την εφαρμογή της απόφασης, πήγε να κάνει λουτρά στο Σμόκοβο…! Ευθυνόταν τέλος ― πάντα κατά το Ζαχαριάδη ― για το ότι έσπειρε ηττοπάθεια στο Δημοκρατικό στρατό, τον οποίο εμπόδισε να μετατραπεί σε τακτική στρατιωτική δύναμη (επηρεασμένος από το «φίλο» του τον Τίτο). Για το κλιμάκιο της Αθήνας απευθύνεται στα φυλακισμένα στελέχη του κόμματος (κυρίως στον πιστό οπαδό της πολιτικής του, το Νίκανδρο Κεπέση) και αρχίζει ένα πραγματικό όργιο αναζητήσεων, στο γνωστό στυλ της χαφιεδομανίας. Η ηγεσία ψάχνει για τον επάρατο «προδότη», όπως ακριβώς οι ρασοφόροι του Μεσαίωνα έψαχναν για τον επάρατο «σατανά». Στους φυλακισμένους αγωνιστές του ΚΚΕ μπαίνει ωμά ένα πρόβλημα: γιατί η οργάνωση της Αθήνας δεν έβγαλε αντάρτες; Υπήρχε κομματική απόφαση γι’ αυτό… Ποιος εμπόδισε την εφαρμογή της; Ποιος σαμποτάρι ― σε τη γραμμή; Μέσα στη σκληρή δοκιμασία που περνούσαν όλοι οι φυλακισμένοι, ο «χαφιές» ήρθε να δώσει τη «λύση» κι έγινε σκιά τους. Κανένας τους δεν είχε προβληματιστεί μέχρι τότε σοβαρά για τη ζαχαριαδική πολιτική και την αναγκαιότητα του εμφύλιου πολέμου. Ενός πολέμου στον οποίο η Αθήνα δεν είχε δώσει αντάρτες, ενώ έπρεπε, ενώ είχε αποφασιστεί. Αρχίζουν να αναζητούν το «σατανά» της παράνομης δουλειάς, χωρίς ν’ αμφισβητούν την ειλικρίνεια του Ζαχαριάδη. Δε σκέφτονται ― ακόμα ― αν ήταν δυνατό να βγουν μαζικά αντάρτες έξω από την Αθήνα. Κανείς τους δε θυμάται ότι το πρόβλημα είχε ήδη απασχολήσει το κόμμα και ότι είχε αποφασιστεί να δημιουργηθεί θύλακας στον Κιθαιρώνα, που να μπορέσει να καλύπτει τις απαραίτητες κινήσεις. Ξεχνούν ακόμη ότι η δημιουργία αρχηγείου σε Κιθαιρώνα ― Αττική είχε αποτύχει, όταν σκοτώθηκε ένα ανώτατο και λαμπρό στέλεχος του Δημοκρατικού Στρατού, ο Πελοπίδας…
Εν όψει εκλογών
Ο Ζαχαριάδης τα γνωρίζει και τα θυμάται όλα αυτά, αλλά πρέπει να δικαιολογήσει την αποτυχία του, να κρατήσει την αρχηγία του κόμματος. Δε δείχνει να διστάζει ούτε στιγμή. Καταλαβαίνει ότι τα περισσότερα από τα στελέχη της Αθήνας νιώθουν κάποτε ενοχές, ή έχουν κάποιες αναστολές, οπότε θα «σκύψουν το κεφάλι». Κανένας τους δεν μπορεί να δει καθαρά την αλήθεια, ν’ αντισταθεί (όπως ― αντίθετα ― γίνεται με τα στελέχη που ζουν στις Λαϊκές Δημοκρατίες).
Ενώ ο ηττημένος Δημοκρατικός Στρατός έχει πια διαλυθεί, ο Ζαχαριάδης προσπαθεί να συγκροτήσει μικρές ανταρτικές ομάδες στα βουνά, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν ως σύνδεσμοι με τις παράνομες οργανώσεις που θέλει ν’ αναπτύξει στην Αθήνα. Εκεί όμως εξελίσσονται ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Οι Αμερικανοί επιδιώκουν να κάνουν την Ελλάδα «Μπανανιά» τους ― κατά την έκφραση του Πιουριφόι ― και θεωρούν για το σκοπό αυτό απαραίτητους κάποιους δημοκρατικούς θεσμούς. Διερευνούν το πολιτικό κλίμα της χώρας και διαπιστώνουν ότι πρέπει να συγκρουστούν με το παλάτι, το πειθήνιο όργανο της αγγλικής πολιτικής. Θέλουν να διαμορφώσουν ένα καθαρά αμερικάνικο πλαίσιο πολιτικών εξελίξεων. Προκηρύσσονται εκλογές για τις 5 Μαρτίου 1950 (6 μόλις μήνες από τη λήξη του εμφυλίου) που βάζουν το Ζαχαριάδη μπροστά σε νέα προβλήματα, στα οποία αδυνατεί αντικειμενικά να δώσει λύση (το ΚΚΕ είναι παράνομο, και τα βασικά του στελέχη βρίσκονται στη φυλακή ή στο εξωτερικό. Στην Αθήνα, στο μεταξύ, κινούνται οι παλιοί αριστεροί που δεν είχαν συμφωνήσει και δεν είχαν εμπλακεί στον εμφύλιο πόλεμο, με σκοπό την κάθοδο τους στις εκλογές. Ύστερα από διαβουλεύσεις σχηματίζεται η Δημοκρατική Παράταξη, από τις οργανώσεις ΕΛΔ ― ΣΚΕ (των Τσιριμώκου και Σβώλου), τους Αριστερούς Φιλελεύθερους (των Χατζημπέη και Ν. Γρηγοριάδη) και τους Αριστερούς Δημοκρατικούς (του Σοφιανόπουλου).
Η διαφωνία Πλουμπίδη
Οι υπεύθυνοι της Δημοκρατικής Παράταξης φοντίζουν να έλθουν σε επαφή με το κλιμάκιο του ΚΚΕ, δηλαδή με τον Πλουμπίδη, που εγκρίνει τη συγκρότηση της. Αυτό εξοργίζει το Ζαχαριάδη, ο οποίος βλέπει ότι το ΚΚΕ δεν μπορεί ν’ ασκήσει κανένα ουσιαστικό έλεγχο στο νέο πολιτικό σχηματισμό. Οι ηγέτες του τελευταίου έχουν διαφωνήσει ανοιχτά μαζί του το Δεκέμβριο του 1944… Ο Πλουμπίδης ενέκρινε το σχηματισμό της Δημοκρατικής Παράταξης πιστεύοντας ότι έπρεπε να υπάρξει μια νόμιμη έκφραση της Αριστεράς, έστω κι αν δεν ελεγχόταν από το ΚΚΕ. Η συλλογιστική του, αλλά και η επιμονή του σ’ αυτήν, τον έφεραν σε άμεση σύγκρουση με το Ζαχαριάδη. Η συνέχεια είναι γνωστή: τον περίμενε το στίγμα του προδότη, του «χαφιέ». Η «ξεχασμένη» ιστορία του σπιτιού του Αναστασιάδη, θα αναβίωνε. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, η Δημοκρατική Παράταξη παίρνει το 9,7% των ψήφων και βγάζει συνολικά 18 βουλευτές. Η ηγεσία του ΚΚΕ απαιτεί τον άμεσο έλεγχο πάνω στην πολιτική του νέου κόμματος, αλλά δεν εισακούγεται. Το χάσμα μεγαλώνει. Ο Πλουμπίδης πιστεύει ότι ο έλεγχος αυτός δεν είναι αναγκαίος και ο Ζαχαριάδης υποχρεώνεται ν’ αντιδράσει. Δημιουργεί νέο κέντρο του παράνομου μηχανισμού και μεθοδεύει έτσι την απομόνωση του Πλουμπίδη. Τα κομματικά στελέχη έρχονται σ’ επαφή με το νέο κέντρο και παίρνουν γραμμή να «ξεκόψουν» από τον παλιό τους υπεύθυνο. Ο Πλουμπίδης βλέπει να ματαιώνονται, το ένα μετά το άλλο τα κομματικά του ραντεβού. Ομως το κόμμα δεν τον «ξεκόβει» τελείως. Συνεχίζει να του στέλνει οδηγίες και να παίρνει πληροφορίες απ’ αυτόν, ενώ ταυτόχρονα του διαλύει τις οργανώσεις και τον απομονώνει από τα στελέχη…
Ο Πλουμπίδης… ψάχνει για το… χαφιέ
Την άνοιξη του 1950 ο Ζαχαριάδης αποφασίζει να στείλει το Ν. Μπελογιάννη στην Αθήνα, για να «ξεκαθαρίσει» τα πράγματα (θα γινόταν ο αρχηγός του νέου κλιμακίου και θα «ανακάλυπτε το χαφιέ» που είχε καταφέρει τόσα χτυπήματα στο κόμμα). Παράλληλα, ο οταθμος του ΚΚΕ «Ελεύθερη Ελλάδα» καλεί καθημερινά τους κομμουνιστές να ανακαλύψουν και να απομονώσουν τους «χαφιέδες», αλλά και να δημιουργήσουν «ανεξάρτητες» κομμουνιστικές οργανώσεις, που να μην έχουν επαφή με εκείνες που έχουν «διαβρωθεί από την Ασφάλεια». Το παράξενο είναι ότι την επιχειρηματολογία αυτή αποδέχτηκε καλόπιστα… κι ο ίδιος ο Πλουμπίδης (δεν μπορούσε ακόμα να φανταστεί ότι στόχος ήταν ο ίδιος…). Εδώ όμως εμφανίζεται ένας νέος παραλογισμός. Βάση της παράνομης δουλειάς είναι ο Ν. Βαβούδης, που χειριζόταν τους
Ο Κώστας Κολιγιάννης. Γραμματέας του ΚΚΕ μετά την πτώση του Ζαχαριάδη. Ζήτησε «άφεση αμαρτιών» για τον Κασιμάτη
2 ασύρματους. Με τους ασύρματους η ηγεσία του ΚΚΕ επικοινωνούσε με την Αθήνα, για να δώσει εντολές και να πάρει πληροφορίες. Ο Βαβούδης ήταν επομένως συνδετικός κρίκος του Ζαχαριάδη με τη νέα παράνομη οργάνωση και επομένως γνώστης και των λεπτότερων κομματικών χειρισμών. Παρ’ όλα αυτά όχι μόνο έχει επαφή με τον Πλουμπίδη, αλλά βρίσκεται επίσημα και… κάτω από την επίβλεψη του. Τώρα πώς γίνεται να απομονώνεις κάποιον σαν ύποπτο χαφιεδισμού και ταυτόχρονα να του αφήνεις τον έλεγχο των μόνων μέσων επικοινωνίας με την ηγεσία στο εξωτερικό ― που χρησιμοποιεί και το νέο κέντρο ― είναι… συνωμοτική λογική, που δύσκολα εξηγείται…
Ο Μπελογιάννης στην Αθήνα
Τον Ιούνιο του 1950 ξεκινά για την Αθήνα ο Νίκος Μπελογιάννης, με την εντολή να βρει τη αυτόνομες οργανώσεις και να αποφύγει τις «διαβρωμένες από την Ασφάλεια». Μοναδικός που γνωρίζει την άφιξη του εδώ είναι ο ασυρματιστής Βαβούδης, μέσο του οποίου θα γίνεται η επικοινωνία με το Ζαχαριάδη. Αν ο τελευταίος, θεωρούσε πραγματικά χαφιέ τον Πλουμπίδη ― που έλεγχε τη δουλειά του ασυρμάτου ― τότε βγάζουμε το συμπέρασμα ότι έστελνε τον Μπελογιάννη κυριολεκτικά στο «στόμα του λύκου». ‘ Οτι τον παρέδιδε μέσο του «χαφιέ» στην Ασφάλεια. Φυσικά όπως δε συμφωνούμε με τη σκέψη ότι ο Πλουμπίδης ήταν χαφιές, το ίδιο απορρίπτουμε και κάθε άποψη ότι ο Ζαχαριάδης ήθελε συνειδητά κάτι τέτοιο. Ο Ζαχαριάδης θεωρούσε απλώς τον εαυτό του μεγάλο ηγέτη, αλάθητο θεωρητικό, έξυπνο συνωμότη (στα πρότυπα του «μεγάλου» Στάλιν) και ήταν αδίσταχτος όταν αποφάσιζε κάτι. Και καθώς τα πράγματα του πήγαιναν ανάποδα ― γιατί ακριβώς είχε κάνει λάθος επιλογή ― αυτός δε δίσταζε να «θυσιάσει» τους πάντες και τα πάντα για να δικαιωθεί και να «σώσει» καταστάσεις…
Η έκθεση Κασιμάτη
Η κατηγορία κατά του Πλουμπίδη ήταν δεδομένη αλλά αναπόδεικτη. Η τότε κομματική ηγεσία γνώριζε ότι αδυνατούσε ακόμα να μιλήσει ανοιχτά εναντίον του ή να εκδώσει μια σχετική απόφαση, μια και θα γινόταν ελάχιστα πιστευτή, κυρίως σ’ όσους είχαν συνεργαστεί άμεσα μαζί του. Το πρόβλημα θα έλυνε ο Σταύρος Κασιμάτης, μέλος της
Επιτροπής Πόλης Αθήνας του ΚΚΕ (που σχηματίστηκε μετά τη σύλληψη του Αχιλλέα Μπλάνα). Αυτός είχε κατηγορηθεί παλαιότερα για οικονομικές ατασθαλίες στο κόμμα και ήταν φοβισμένος. Το 1950 «βγαίνει» στο εξωτερικό και ο Ζαχαριάδης φροντίζει να «αξιοποιήσει» τις ενοχές του και να τον χρησιμοποιήσει για την πραγμάτωση των σχεδίων του (ήταν ο «κατάλληλος» άνθρωπος, και τον «κρατούσε στα χέρια του»). ‘ Ετσι και έγινε. Ο Κασιμάτης θα συντάξει τελικά την περίφημη έκθεση, με την οποία ο Πλουμπίδης βαφτιζόταν επίσημα χαφιές. Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη στην 6η Ολομέλεια του 1956, ο Κασιμάτης εκλέγεται στο 7μελές Γραφείο του ΚΚΕ, που θα αντικαταστήσει το Πολιτικό Γραφείο. Η νέα ηγεσία διαπιστώνει γρήγορα τις ευθύνες του για την ενοχοποίηση του Πλουμπίδη, τον διώχνει από το πόστο του, τον διαγράφει από την Κεντρική Επιτροπή και τον απομονώνει στο Ιάσιο της Ρουμανίας (όπου και σπουδάζει στο Πολυτεχνείο). Μετά το 8ο συνέδριο του ΚΚΕ (1961), ο Κασιμάτης ζητά με επιστολή προς την Κεντρική Επιτροπή να συζητηθεί το θέμα του
και να αποκατασταθεί, γιατί κατά τη σύνταξη της περίφημης έκθεσης του ήταν θύμα του Ζαχαριάδη! Η τότε κομματική ηγεσία είναι βαθιά διχασμένη ως προς το πρόσωπο του. Ο Κ. Κολιγάννης υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει αποκατάσταση, μια και όλοι είχαν διατελέσει ― με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ― θύματα της Ζαχαριαδικής πολιτικής ενώ ο Μ. Τσιάντης αντιδρά, θεωρώντας τον υπεύθυνο για όλη την κατάσταση.
Πώς στήθηκε η πλεκτάνη
Ο Κασιμάτης επιμένει στο θέμα της αποκατάστασης του, με νέες επιστολές. Τελικά αποφασίζεται να συνεδριάσει η Κεντρική Επιτροπή, με αποκλειστικό θέμα το δικό του. Στην ολομέλεια που ακολουθεί (4η ή 5η του 8ου Συνεδρίου), ο Κασιμάτης, από τη θέση του εισηγητή, υποστηρίζει ότι τα όσα έγραψε στην περίφημη έκθεση του ― που στάθηκε «απόδειξη» για το «χαφιεδισμό» του Πλουμπίδη ― ήταν επινόηση του Ζαχαριάδη. Λέει ακόμα ότι στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν ενεργά και άλλα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ. Ενα απ’ αυτά, ο Β. Μπαρτζώτας, είχε πάει και τον είχε βρει.
Αφού μίλησαν για το πρόβλημα, τον ρώτησε τι γνώμη είχε για τον Πλουμπίδη, δίνοντας του να καταλάβει ότι η Κεντρική Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ήταν χαφιές. Επειδή ο ίδιος ο Κασιμάτης ήταν ήδη εκτεθειμένος ― με το παλιότερο θέμα των οικονομικών ατασθαλιών ― φοβήθηκε πως αν δε συνταχθεί με τι απόψεις της ηγεσίας θα «έβρισκε τον μπελά»του. Ο Μπαρτζώτας, βλέποντας το δισταγμό του, του εξηγεί ότι μπορεί να μιλήσει «ελεύθερα», μια και ο Πλουμπίδης «ποτέ δε στάθηκε στο ύψος του» και έχει πολλές «σκιές» στη δράση του… Αυτό ακριβώς ― κατά τον Κασιμάτη ― είναι που τον έσπρωξε να κάνει την έκθεση με τα κατασκευασμένα στοιχεία. Αλλωστε ― λέει ― είχε και μια προσωπική τραυματική εμπειρία από τον Πλουμπίδη: όταν συνεργαζόταν μ’ αυτόν στην Αθήνα, κατάλαβε κάποτε τον εαυτό του απομονωμένο• ο Πλουμπίδης τον είχε «στήσει» σε 3 ραντεβού, γεγονός που ίσως οφειλόταν σε ορισμένες διαφωνίες τους… Ο Κασιμάτης συναντήθηκε με τον Μπαρτζώτα τρεις φορές και μετά προχώρησε στη σύνταξη της έκθεσης. Ακολούθησε η σύνδεση του με τον Αλέκο Ψηλορείτη και το Στάθη Καραγεώργη ― ήσαν συντάκτες της «Ελεύθερης Ελλάδας». Μ’ αυτούς θα ετοίμαζαν την επίσημη πια καταγγελία του Πλουμπίδη, όταν θα το επέτρεπαν οι περιστάσεις.
Τα φυλακισμένα στελέχη επιβεβαιώνουν
Οι «απόψεις» του Κασιμάτη μεταβιβάστηκαν στα κρατούμενα κομματικά στελέχη της Αθήνας που τις «επιβεβαίωσαν». Πίσω από τις συλλήψεις και τις «ατυχίες» της παράνομης δουλειάς τους, ξεπρόβαλε πια ο υπεύθυνος, ο «χαφιές» Πλουμπίδης… Ο Ζαχαριάδης είχε πετύχει βασικά το στόχο του. Μεγάλο του «ατού» ήταν το περίφημο σπίτι του Αναστασιάδη ― για το οποίο μιλήσαμε στο προηγούμενο τεύχος ― που είχε «δοθεί» στην Ασφάλεια από τον «προδότη», για να ακολουθήσουν οι πολυάριθμες συλλήψεις ηγετικών στελεχών της παράνομης δουλειάς. Ας σημειωθεί ότι ανάμεσα σ’ εκείνους που «επιβεβαίωσαν» την έκθεση Κασιμάτη περιλαμβάνεται και ο Μπάμπης Δρακόπουλος, καθώς και ο Αχιλλέας Μπλάνας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τις συζητήσεις στην ολομέλεια, ο Τσιάντης αντέδρασε στην εισήγηση του Κασιμάτη και απέρριψε τις δικαιολογίες του. Δεν επιτρέπεται ― είπε ― να προβάλλει τέτοιους λόγους ένα ανώτερο στέλεχος που δούλεψε παράνομα τόσα χρόνια. Είχε την υποχρέωση να μην κρύψει από τότε την αλήθεια, γιατί τελικά, με την τακτική αυτή, εξαπατήθηκε ολόκληρο το κόμμα. Ο Κολιγάννης ― αντίθετα ― υποστήριξε ότι ο Κασιμάτης υπήρξε κι αυτός θύμα του ζαχαριαδισμού, αλλά δεν έπεισε την Κεντρική Επιτροπή να τον αποκαταστήσει. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην τοπική οργάνωση του Κασιμάτη, που του απέδωσε και πάλι την ιδιότητα του απλού κομματικού μέλους. Σημασία έχει ότι τα στοιχεία της έκθεσης Κασιμάτη είχαν αποδειχτεί πλαστά. Η υπόθεση Πλουμπίδη ήταν σκευωρία του Ζαχαριάδη, που για να αντιμετωπίζει τις διαφωνίες μέσα στο κόμμα, φρόντιζε να εξουθενώνει ηθικά τους αντιπάλους του. ‘ Ετσι στο 8ο Συνέδριο, συντελείται η πρώτη ουσιαστική αποκατάσταση του Πλουμπίδη…
Ο αστυνόμος Θ. Ρακιτζής, ένας από τους «αρχιτέκτονες» των δικαστικών σκευωριών
Ομως ας κλείσουμε την παρένθεοη κι ας γυρίσουμε πίσω, στην Αθήνα του 1950. Δεν πρόκειται φυσικά ν’ ασχοληθούμε λεπτομερειακά με την υπόθεση Μπελογιάννη, παρά μόνο στα σημεία που συναντιέται με την υπόθεση Πλουμπίδη.
Ο «διαβρωμένος» μηχανισμός
Ετσι, σημειώνουμε τα παρακάτω: Στα τέλη Ιουνίου 1950 ο Μπελογιάννης φεύγει από την έδρα της Κεντρικής Επιτροπής με κατεύθυνση την Αθήνα. Πρώτη του δουλειά είναι να έλθει σε επαφή με το Βαβούδη (φυσικά όχι με τον «ύποπτο» Πλουμπίδη) και να ενημερωθεί έτσι η ηγεσία για την άφιξη του. Φτάνει εδώ αεροπορικά ως τουρίστας, με πλαστό διαβατήριο (η Ασφάλεια αργότερα θα πει πολλά για την πορεία του μέσο Παρισιού και Ρώμης• ο Ίδιος όμως δε μίλησε ποτέ γι’ αυτήν). Από το αεροδρόμιο πηγαίνει κατευθείαν στο ξενοδοχείο «Μέγα» στα Χαυτεία, όπου και κλείνει δωμάτιο. Στη συνέχεια ειδοποιεί «πάνω» ότι έφτασε, προφανώς μέσο του Βαβούδη (ο ίδιος ο Μπελογιάννης ποτέ δεν παραδέχτηκε την επαφή αυτή). Δεν ξέρουμε πόσο καιρό έμεινε στο ξενοδοχείο. Μάλλον ελάχιστα. Από τις πρώτες μέρες αλλάζει το πλαστό διαβατήριο του με μια πλαστή ταυτότητα και «μπαίνει» στην παράνομη δουλειά. Τι σημαίνει όμως παρανομία για ένα στέλεχος που έρχεται απ’ «έξω»; Για να κινηθεί και να κάνει τη δουλειά του χρειάζεται, πριν απ’ όλα, χρήματα. Σαν τουρίστας ο Μπελογιάννης δεν έχει φέρει παρά ελάχιστα, όσα δηλαδή επιτρέπει ο νόμος (που δε φτάνουν ούτε για τρεις μέρες). Πρέπει λοιπόν να βρει. Τα χρήματα που προορίζονται όμως για παράνομο είναι δύσκολο να διακινηθούν. Αν τα φέρει κάποιος κατευθείαν από «έξω» μπαίνει αναγκαστικά στα μυστικά του παράνομου μηχανισμού, με κίνδυνο να τον «τινάξει στον αέρα». ‘ Ετσι, η ηγεσία του ΚΚΕ, που βρισκόταν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, είχε φροντίσει να εξασφαλίσει ένα μηχανισμό χρηματοδότησης των στελεχών του. Ο μηχανισμός αυτός αποτελείται από ένα κεντρικό διαχειριστή, από τους συνδέσμους παροχής των χρημάτων, κι από το δίκτυο που καθορίζει τη διοχέτευση τους, εκεί που χρειάζεται. Την εποχή που φτάνει ο Μπελογιάννης στην Αθήνα, κεντρικό πρόσωπο του μηχανισμού χρηματοδότησης είναι η Ελλη Ιωαννίδου ― Παππά. Σ’ αυτή φτάνουν τα χρήματα από το εξωτερικό και μέσο αυτής διοχετεύονται στις παράνομες οργανώσεις. Ο Μπελογάννης έρχεται έτσι άμεσα σε επαφή με την Έλλη, που έμελλε να γίνει μητέρα του παιδιού του… Ολόκληρος ο μηχανισμός με τον οποίο έρχεται σε επαφή ο Μπελογάννης, από την ώρα της άφιξης του εδώ ― ασύρματος με το Βαβούδη, οικονομικά με την Ελλη ― είναι κοινός και για τις παλιές κομματικές οργανώσεις (τις «διαβρωμένες» κατά το Ζαχαριάδη) και για τις νέες, που υποτίθεται ότι δημιουργούνται στο μεταξύ. Αν όμως η Ασφάλεια είχε διαβρώσει τις οργανώσεις του Πλουμπίδη, τότε ήταν φυσικό να γνώριζε το ρόλο της Ελλης. Αν, πάλι, δεν υπήρχε πράκτορας της Ασφάλειας που να φτάνει μέχρι αυτήν, ήταν απλός ο τρόπο να την εντοπίσουν: αρκούσε να έπαιρναν από κοντά τον Πλουμπίδη. Τα ίδια ισχύουν φυσικά και σ’ ότι αφορά το Βαβούδη.
Η «είδηση», από την «Ακρόπολη» της 30/11/1954.
Τα παραπάνω ισχύουν αν υπήρχε απλά μια «διάβρωση» των οργανώσεων του Πλουμπίδη, χωρίς ο ίδιος να είναι άμεσα χαφιές. Αν υποτεθεί ότι ήταν χαφιές ― όπως ισχυρίζεται ο Ζαχαριάδης ― τότε τα πράγματα είναι πιο απλά: και η Ελλη και ο Βαβούδης είναι στα χέρια της Ασφάλειας και σ’ αυτούς στέλνεται τώρα ο Μπελογιάνης, για να αναδιοργανώσει το κόμμα!!! Τι να πει κανείς για την οργανωτική λογική της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ; Θα φτάναμε να αποδεχτούμε τη γνώμη του Πότη Παρασκευόπουλου, που στον « Ανθρωπο με το γαρύφαλο» διατυπώνει τη σκέψη, πως ο Ζαχαριάδης επιδίωκε τότε δυο στόχους: από τη μια μεριά να «αποκαλύψει» το ρόλο του «πράκτορα» ― Πλουμπίδη, κι από την άλλη να αναδείξει ένα μάρτυρα ― ήρωα του κόμματος, στέλνοντας τον Μπελογιάννη σε σίγουρο θάνατο… Ομως τα πράγματα αποδεικνύουν ότι ο Ζαχαριάδης δεν είχε τέτοιες προθέσεις αλλά απλά ότι έβλεπε τα πάντα τελείως πρακτικά. Οι κινήσεις του δείχνουν πως σίγουρα δε θεωρούσε τον Πλουμπίδη χαφιέ, άσχετα με το αν οι στενοί συνεργάτες του (Μπαρτζώτας, Γούσιας, Βλαντάς) είχαν φτάσει να πιστεύουν, κάτι τέτοιο. Χρειαζόταν απλά ένα, έστω και ψεύτικο, άλλοθι για την αποτυχία του, έναν «κακό δαίμονα» που έφταιγε για την ήττα… Η Χρύσα Χατζηβασιλείου και ο Αναστασιάδης ήταν νεκροί κι αν τολμούσε να στραφεί εναντίον τους θα ξεσηκώνονταν κι οι πέτρες. Ο Πλουμπίδης ήταν ευάλωτος και θα μπορούσε εύκολα να παίξει το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, να σώσει με τη θυσία του την τιμή του κόμματος, της «γραμμής» και του αρχηγού… Ιδιαίτερα από την άνοιξη του 1950, οι «χειρισμοί» αυτοί εμφανίζονται αναγκαίοι για το Ζαχαριάδη. Ηταν η εποχή που πλήθαινε ο όγκος των «δυσαρεστημένων» στο κόμμα, κι ακόμα η εποχή που ορισμένα στελέχη (Καραγεώργης, Παρτσαλίδης και άλλοι) έβαζαν σχεδόν ανοιχτά θέμα ηγεσίας. Με την υπόθεση χαφιεδοποίηοης του Πλουμπίδη θα ενίσχυε τη θέση του και στη συνέχεια θα διοργάνωνε την Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (Οκτώβριος 1950), με την οποία θα εξαφάνιζε ― όπως και πίστευε ― κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή.
Ο Μπελογιάννης συνδέεται με Πλουμπίδη ― Βαβούδη
Ο μηχανισμός του οικονομικού ήταν ο πιο αδύνατος στο κομματικό σύστημα παρανομίας. Τα χρήματα έφταναν μέσο ναυτιλιακού γραφείου από τη Γαλλία και παραδίδονταν στο Δ. Μπάτση, ο οποίος τα μετέφερε στην Ελλη Ιωαννίδου ― Παππά. Αυτή είχε άμεση επαφή με τον Πλουμπίδη και τον Μπελογιάννη. Οταν αργότερα, έγινε ανοιχτή καταγγελία κατά του Πλουμπίδη, ο Ζαχαριάδης κατηγόρησε και την ‘ Ελλη, ότι τον έφερε σε επαφή με τον Μπελογιάννη! Κι όμως τα πράγματα γίναν αντίστροφα, μια και ουσιαστικά ο Πλουμπίδης είναι αυτός που πήγε τον Μπελογιάννη στην Ελλη. Ο Ζαχαριάδης ήξερε φυσικά την αλήθεια αλλά τη διαστρέβλωσε συνειδητά, έτσι ώστε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Η επαφή Μπελογιάννη ― Πλουμπίδη πρέπει να θεωρείται βέβαιη και έγινε κάτω από τις εξής συνθήκες: μετά την αφιξή του, ο Μπελογιάννης συναντήθηκε με το Βαβούδη και μετά με τον Πλουμπίδη. Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί έγινε αυτό, ενώ υπήρχαν αντίθετες επιλογές της ηγεσίας. Μα απλούστατα γιατί ο Μπελογιάννης διαπίστωσε, αφού προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τις παράνομες οργανώσεις, ότι τα μέλη και τα στελέχη τους διατηρούσαν επαφές με τον Πλουμπίδη. Δεν είχαν πιστέψει τις φήμες που είχε έντεχνα διοχετεύσει ο Ζαχαριάδης. Ετσι, ο Μπελογιάννης ήταν υποχρεωμένος να κινηθεί με τον τρόπο που κινήθηκε για να πετύχει την αποστολή του και να κατευθύνει την παράνομη δουλειά. Σήμερα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, ότι ― όπως αποδεικνύουν τά πράγματα ― ούτε ο ίδιος ο Μπελογιάννης θεωρούσε τον Πλουμπίδη χαφιέ.
Ο υπάλληλος του ναυτιλιακού γραφείου
Ο Δ. Μπάτσης παραλάμβανε τα χρήματα από το ναυτιλιακό γραφείο, και πιο συγκεκριμένα από κάποιον υπάλληλο του γραφείου αυτού. Ο μηχανισμός λειτουργεί φυσιολογικά μέχρι τη στιγμή που το πρόσωπο αυτό (ο υπάλληλος του ναυτιλιακού γραφείου) αποφασίζει να «καρφώσει», προφανώς για να «φάει» το ποσό που έπρεπε να παραδώσει. Η Ασφάλεια βρίσκεται έτσι ― εντελώς συμπτωματικά ― μπροστά σε πραγματικό «θησαυρό». Παρακολουθεί τον Μπάτση, φτάνει στην ‘ Ελλη και εντοπίζει όλο το μηχανισμό. Δε «χτυπάει» όμως άμεσα, προσπαθώντας να φτάσει στη ρίζα. Σίγουρα η ασφάλεια δεν μπορεί να ξέρει ποιος είναι αυτός ο μυστηριώδης τύπος που επισκέπτεται το σπίτι της ‘ Ελλης. Τον παρακολουθεί και διαπιστώνει πως κινείται δραστήρια. Κάποτε ο Μπελογιάννης πηγαίνει σ’ ένα σπίτι της οδού Πλαπούτα, όπου μένει ο παλιός κομμουνιστής Στέργιος Γραμμένος, υπεύθυνος της συνδικαλιστικής δουλειάς του κόμματος. Στο δεύτερο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 1950, και αφού η Ασφάλεια έχει πια μπει στο «μεδούλι» της παράνομης δουλειάς, συλλαμβάνει το Γραμμένο και αρκετούς από εκείνους που σύχναζαν στο σπίτι της οδού Πλαπούτα. Υστερα βάζει ανθρώπους της εκεί που περιμένουν τα θύματα… Θα πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι οι καταδιωχτικές αρχές, την εποχή αυτή, έχουν άνεση και σιγουριά στις κινήσεις τους. Καλύπτουν τις συλλήψεις και δε «δείχνουν» ποτέ τα «χαρτιά» τους. Η σύλληψη του Γραμμένου δίνει σ’ αυτές το ποθούμενο αποτέλεσμα. Ο Γραμμένος γνωρίζει την πραγματική ταυτότητα του Μπελογιάννη. Με τις ανακριτικές μεθόδους της εποχής, η Ασφάλεια γίνεται κάτοχος του μυστικού… Αργότερα γεννήθηκε το ερώτημα για το πώς χτυπήθηκε ο Γραμμένος. Ο Ζαχαριάδης δε θέλησε ποτέ να το εξετάσει. ‘ Εκανε ότι και με τον Αχιλλέα Μπλάνα: έριξε πάνω του όλη την ευθύνη και ησύχασε. Αλλωστε ο Γραμμένος δεν ανήκε στις οργανώσεις του Πλουμπίδη και τώρα κάθε αναφορά σε «χαφιέδες» θα στρεφόταν εναντίον του.
Τα ερωτηματικά της σύλληψης του Μπελογιάννη
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1950 ο Μπελογιάννης πηγαίνει στο σπίτι τη οδού Πλαπούτα, στο προσδιορισμένο κομματικό ραντεβού του. Πριν μπει εξετάζει αν το έδαφος είναι ελεύθερο (διαπιστώνει ότι υπάρχουν τα συνθηματικά «σημάδια» με τα οποία οι ένοικοι δήλωναν πως δεν υπήρχαν κίνδυνοι κι ότι η επίσκεψη μπορούσε να γίνει) και σίγουρος, τραβά το σχοινάκι της πόρτας και ανοίγει. Αμέσως καρφώνονται πάνω του τα πιστόλια των αστυνομικών… Μεταφέρεται στη συνέχεια στην ασφάλεια και βρίσκεται πάνω του η πλαστή ταυτότητα. Ο Π. Παρασκευόπουλος, στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλο» σημειώνει: «Ο Μπελογιάννης δείχνει την πλαστή ταυτότητα που έφερε το όνομα ενός πολιτικού μηχανικού της Αθήνας. Κατά «σύμπτωση», έτσι εμφανίστηκε, ένας αστυνομικός από την ομάδα που τον συνέλαβε, έτυχε να γνωρίζει τον πολιτικό μηχανικό του οποίου το όνομα χρησιμοποιούσε ο Μπελογιάννης. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, για να καταλάβει ο αναννώστης, ότι οι παράνομοι κομμουνιστές χρησιμοποιούσαν ταυτότητες υπαρκτών προσώπων που δεν είχαν φάκελο αριστερού στην Ασφάλεια. Με τα ίδια στοιχεία και τον αριθμό της ταυτότητας των προσώπων αυτών, έφτιαχναν μια δεύτερη ταυτότητα και τοποθετούσαν σ’ αυτήν τη φωτογραφία του παράνομου κομμουνιστή που θα τη χρησιμοποιούσε. Σφραγίδες και υπογραφές ήταν πλαστές. Με τον τρόπο αυτό σε μια πρόχειρη εξακρίβωση της ταυτότητας του, αν πιανόταν ως ύποπτος, η απάντηση από τη Γενική Ασφάλεια ή το αστυνομικό τμήμα που είχε εκδώσει την πραγματική ταυτότητα ήταν: «εθνι ― κόφρων, δεν διώκεται, να αφεθή ελεύθερος». Ο αστυνομικός λοιπόν που γνώριζε τον πολιτικό μηχανικό της ταυτότητας, είπε στον Μπελογιάννη ότι η ταυτότητα του είναι πλαστή. Και για να γίνει πιο πιστευτός, πήρε στο τηλέφωνο το μηχανικό, δεν τον βρήκε και κάλεσε τη μητέρα του νάρθει να αναγνωρίσει το γιο της. Η μητέρα του μηχανικού έρχεται και εξεγείρεται κατά του Μπελογιάννη γιατί χρησιμοποίησε το όνομα του γιου της. Σκηνοθεσία η διαβολεμένη σύμπτωση; Στο ερώτημα αυτό δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση ο Μπελογιάννης. Οπωσδήποτε, παραδέχεται ότι δεν είναι ο πολιτικός μηχανικός της ταυτότητας. Αρνείται όμως να αποκαλύψει ποιος είναι. Ο μόνος λόγος που εξηγεί την άρνηση του είναι η προσπάθεια του να μαντέψει αν οι αστυνομικοί γνώριζαν την είσοδο του στην Ελλάδα κι αν ήξεραν ποιόν έπιασαν στο σπίτι της οδού Πλαπούτα.
Και όμως η Ασφάλεια ήξερε…
Η άρνηση του να αποκαλύψει ποιος ήταν του στοίχισε και., κάποια ταλαιπωρία. Οι αστυνομικοί αγανακτούν ή προσποιούνται ότι αγανακτούν για την επίμονη άρνηση του και τον ρίχνουν με χειροπέδες α’ ένα κελλί της απομόνωσης. Αργότερα, την ίδια νύχτα τον επισκέπτεται στο κελλί ο επικεφαλής της ομάδας διώξεως κομμουνισμού Κροντήρης. Του μιλάει με το πραγματικό του όνομα και του βγάζει τις χειροπέδες. Είπαν στον Μπελογιάννη ότι ανακάλυψαν ποιος ήταν από τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Μια παραπλανητική εξήγηση, αληθοφανής, που ο Μπελογιάννης τη δέχτηκε χωρίς και να απαλλαγεί πλήρως από τις ανησυχίες που τον βασάνιζαν». Είναι φανερό πως αυτή η ιστορία είναι σκηνοθετημένη. Θέλουν να παραπλανήσουν τον Μπελογιάννη και να δημιουργήσουν σύγχιση στο μηχανισμό, που ήδη σφυροκοπιόταν από την «Ελεύθερη Ελλάδα» για τους «χαφιέδες» που είχε στις γραμμές του… Με τη σύλληψη του Μπελογιάννη, ο Ζαχαριάδης χάνει κάθε ίχνος ψυχραιμίας. Δεν μπορεί να συλλάβει τι συμβαίνει, μια και ο Μπάτσης ― απ’ όπου ξεκίνησε η ιστορία ― εξακολουθεί να είναι ελεύθερος. Η Ασφάλεια έχει δουλέψει παστρικά. Μόνο όταν ο Μπελογιάννης πάει στη φυλακή δημιουργούνται υποψίες πως κάποιες ανωμαλίες υπάρχουν στη χρηματοδοτική σύνδεση με το Παρίσι.
Το δίκτυο ξηλώνεται
Είναι φανερό πως η Ασφάλεια ήξερε από τη στιγμή της σύλληψης ότι είχε να κάνει με τον Μπελογιάννη. Τον βασάνιζε για να αποκαλύψει ο ίδιος την ταυτότητα του, απλώς και μόνο για να «θολώσει τα νερά». Οταν διαπιστώνεται όμως ότι δεν «σπάει» τότε «ανακαλύπτονται» τα αποτυπώματα. Η έρευνα όμως των αποτυπωμάτων δεν μπορούσε να γίνει μέσα σε μία ώρα, που κράτησε όλη αυτή η ιστορία! Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, το σχέδιο της Ασφάλειας έχει πετύχει, αφού ο Μπελογιάννης πείστηκε πως αποκαλύφθηκε από τα αποτυπώματα του… Ο Ζαχαριάδης δίνει αόριστα την πληροφορία ότι υπεύθυνο για τη σύλληψη είναι το κλιμάκιο του Πλουμπίδη, χωρίς ακόμα να τον κατονομάσει σαν «προδότη» (όλοι όμως καταλαβαίνουν καλά τι εννοεί). Παράλληλα κατηγορεί τον Μπελογιάννη ότι παραβίασε ρητές εντολές του κόμματος, να αποφύγει επαφή με τον Πλουμπίδη. Τον είχε στείλει ο ίδιος εκεί, και τώρα του ζητά ευθύνες!!! Η Ασφάλεια στο μεταξύ «ξηλώνει» όλο το δίκτυο της παράνομης δουλειάς. Ενενήντα τρεις κομμουνιστές συλλαμβάνονται και παραπέμπονται στο στρατοδικείο για παράβαση του αναγκαστικού νόμου 509/1947. Ούτε μετά από τις εξελίξεις αυτές δε δέχεται να σκεφτεί ο Ζαχαριάδης, μια και είναι σαφές ότι υπήρχε παρακολούθηση, που έκανε εύκολες αυτές τις γρήγορες συλλήψεις. Ολα, για το Ζαχαριάδη, έχουν ξεκινήσει από το «μεγάλο χαφιέ». Ας σημειωθεί ότι η Ασφάλεια γνωρίζει πια και την ύπαρξη και τη θέση και το χειριστή των ασυρμάτων. Ομως δε «χτυπά» ακόμα …
Η ΕΔΑ και ο Πλουμπίδης
Λίγο μετά τη σύλληψη του Μπελογιάννη γίνεται η κίνηση για τη δημιουργία της ΕΔΑ, μια και η τότε κομματική ηγεσία δεν μπορούσε να δεχτεί ως νόμιμο εκπρόσωπο της Αριστεράς τη Δημοκρατική Παράταξη (ένα σχηματισμό που δεν εννοούσε να πειθαρχήσει στο ΚΚΕ). Οι κομμουνιστές της Αθήνας κινούνται στα πλαίσια της νέας κομματικής γραμμής, αδυνατούν όμως να βρουν προσβάσεις στον πολιτικό κόσμο. Στις συνθήκες αυτές το κόμμα αναθέτει στον Πλουμπίδη τις πολιτικές διαβουλεύσεις και ο Ζαχαριάδης συνεννοείται προσωπικά μαζί του (μέσο των ασυρμάτων) για τους απαιτούμενους χειρισμούς. Ποια λογική εξήγηση μπορεί να υπάρξει γι’ αυτήν την τακτική; Πώς γίνεται ο γραμματέας του κόμματος να αναθέτει στο «χαφιέ» τόσο λεπτούς χειρισμούς; Πώς γίνεται να εκπροσωπεί πολιτικά το ΚΚΕ ένας «προδότης» με τις ευλογίες της ηγεσίας; Η εξήγηση είναι απλή: ο Πλουμπίδης δεν ήταν χαφιές και ο Ζαχαριάδης το ήξερε… Στις 19 Οκτωβρίου 1951 αρχίζει η δίκη Μπελογάννη. Ακόμα δεν έχει σχηματιστεί η κεντρώα κυβέρνηση συνασπισμού, που είχε προκύψει από τις εκλογές του προηγούμενου μήνα. Οι νικητές των εκλογών αυτών έχουν δηλώσει ότι οι υποθέσεις του Α.Ν. 509/1947 θα αφαιρεθούν από την αρμοδιότητα των στρατοδικείων και η δεξιά βιάζεται να προλάβει. Στις 23 του ίδιου μήνα συλλαμβάνεται ο Μπάτσης και τα πράγματα περιπλέκονται. Στις 27 ορκίζεται νέα κυβέρνηση Πλαστήρα ― Βενιζέλου, που απαιτεί διακοπή της δίκης Μπελογιάννη. Ο πρόεδρος του στρατοδικείου Αντρέας Σταυρόπουλος απειλεί να αυτοκτονήσει σε περίπτωση διακοπής. Η κυβέρνηση τελικά υποχωρεί και η δίκη συνεχίζεται. Στις 13 Νοεμβρίου ― τρεις ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης ― αποκαλύπτονται οι ασύρματοι του Βαβούδη και αναγγέλλεται η αυτοκτονία του. Για την ιστορία σημειώνουμε ότι ο Βαβούδης προσπάθησε να κάψει το αρχείο με τα σήματα που είχε στείλει, αλλά ― όπως είπε και η Ασφάλεια ― δεν πρόλαβε να καταστρέψει τον κώδικα. ‘ Εναν κώδικα που της επέτρεπε να αποκρυπτογραφήσει εκπομπές που είχε συλλάβει παλιότερα στους δικούς της ασυρμάτους.
Οι Μπελογιάννης ― Γραμμένος οδηγούνται στο δικαστήριο.
Μια τραγική εικόνα, από τον τύπο του 1952. Ο Μπελογιάννης, ο Αργυριάδης, ο Μπάτσης κι ο Καλούμενος, λίγα δευτερόλεπτα πριν πέσουν νεκροί από τις σφαίρες του αποσπάσματος...
Με την αποκάλυψη των ασυρμάτων άνοιγε ο δρόμος για νέα δίκη του Μπελογιάννη, για κατασκοπεία αυτή τη φορά… Δε θα σταθούμε ιδιαίτερα στην υπόθεση των ασυρμάτων, παρά μόνο σ’ ότι έχει σχέση με το θέμα μας. Αναφέρουμε απλά ότι μόλις ο Ζαχαριάδης πληροφορήθηκε την αυτοκτονία του Βαβούδη, δήλωσε πως ήταν πράκτορας της Ασφάλειας!!! Σε λίγες μέρες προχωρά σε επίσημη καταγγελία από το σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας» και ανακοινώνει ότι οι Αμερικανοί φυγάδευσαν το Βαβούδη στο εξωτερικό και συγκεκριμένα σε κάποια χώρα της Νότιας Αμερικής!!! Η Ασφάλεια εκμεταλλεύεται επιδέξια την κατάσταση και με ασαφείς ανακοινώσεις ενισχύει τη σύγχιση.
«Εγώ είμαι καθοδηγητής».
Το πιο παράξενο στην όλη ιστορία είναι ότι τη ζαχαριαδική λογική περί χαφιέδων αποδέχεται τότε και ο ίδιος ο … Πλουμπίδης, που θεωρεί ως πράκτορα τον Αργυριάδη και τους ανθρώπους της οργάνωσης Παρισιού. Δεν πιστεύει φυσικά πως ο Βαβούδης ήταν προδότης, πέφτει όμως στην παγίδα της χαφιεδομανίας, που τόσο τεράστια πλήγματα είχε καταφέρει στο κόμμα. Πάντως, οφείλουμε να πούμε, ότι πλησιάζει κάπως στην αλήθεια, εντοπίζοντας το «πλήγμα» στον οικονομικό μηχανισμό. Οσο για την καταγγελία κατά του Αργυριάδη, αυτή ήταν τόσο άδικη και παράλογη όσο εκείνη που δέχτηκε ο ίδιος από το Ζαχαριάδη… Η νέα δίκη του Μπελογιάννη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952 και 15 μέρες αργότερα εκδίδεται η θανατική απόφαση για τον ίδιο, καθώς και για 8 από τους 29 κατηγορούμενους. Ακολουθεί μια αγωνιώδης προσπάθεια, από παράγοντες της Ελλάδας και του εξωτερικού, για να ματαιωθούν οι εκτελέσεις. Στις συνθήκες αυτές ο Ζαχαριάδης γίνεται ιδιαίτερα προκλητικός, λες και το επιδίωκε (πράγμα που δε συνέβαινε). Σε ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου (23 Φεβρουαρίου) δηλώνει: «Τη στιγμή που ο Βενιζέλος υποκρίνεται στη Λισαβόνα τον ειρηνοποιό και δηλώνει ότι όλες οι προσπάθειες της Ελλάδος τείνουν στη διατήρηση της ειρήνης, ο Ρέντης σηκώνει στη Βουλή το δαυλό του εμπρηστή’και απειλεί να μετατρέψει τον ψυχρό πόλεμο σε θερμό. Και ο Πλαστήρας ετοιμάζεται να προσφέρει στον Αϊζενχάουερ το κεφάλι του Μπελογιάννη επί πινάκι, σαν δείγμα απόλυτης υποταγής στα κελεύσματα του. Η δικαστική παρωδία και σκηνοθεσία των Ρέντη ― Πιουριφόι καταρέει κάτω από το ξεσκέπασμα και τις αντιφάσεις των ίδιων των αυτουργών και κάτω από την κατακραυγή της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Ένα ανεξίτηλο στίγμα σημάδεψε τον Πλαστήρα ― απατεώνα, που με τη δίκη του Ρέντη βρήκε την ευκαιρία να αποτινάξει και τα υπόλοιπα κουρέλια απ’ την ειρηνευτική απάτη του. Ο λαός όμως γνώρισε τους πλαστογράφους δήμιους. Και η παγκόσμια κοινή γνώμη τους στιγμάτισε. Και έχουν τη δύναμη να σταματήσουν το χέρι του δημίου». Εντελώς διαφορετική είναι η στάση του Πλουμπίδη. Στις 12 Μαρτίου γράφει την περίφημη επιστολή προς τους δικηγόρους του Μπελογιάννη (Τσουκαλά και Γαλέο), με την οποία αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη. Η επιστολή αυτή έχει ως εξής: «Προς τους κ. κ. Τσουκαλάν και Γαλέον, συνηγόρους του Ν. Μπελογιάννη. Ενταύθα. Αξιότιμοι κύριοι, Είναι γνωστό ότι η επιτελικά σκηνοθετηθείσα δίκη του συντρόφου μου Ν. Μπελογιάννη επεβλήθη από τους Αμερικανούς αποικιστές της χώρας μας. Εναι επίσης γνωστό ότι ο Μπελογιάννης κατεδικάσθη όχι γιατί ήταν ένοχος συγκεκριμένης πράξης αλλά σαν θαραλέος και συνεπής αγωνιστής του λαού, γιατί είναι μέλος της Κ. Ε. του ΚΚΕ, γιατί είναι κομμουνιστής. Οι σκηνοθέτες της δίκης δεν τόλμησαν να πουν ανοιχτά ότι καταδικάζουν τον Μπελογιάννη για την ιδεολογία του, αλλά στήριξαν την απόφαση τους τυπικά, στα πλαστά στοιχεία και στις καταθέσεις των οργάνων της Ασφάλειας ότι ο Μπελογιάννης ήταν ο καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Για να άποδειχθή αν είχε προ ― αποφασισθή ή όχι η καταδίκη του Μπελογιάννη από τους Αμερικανούς και την κυβέρνηση, για να μη εκτελεστή ο ήρωας του ελληνικού λαού Μπελογιάννης, για να δώσω τη δυνατότητα στην Κυβέρνηση και στο Συμβούλιο Χαρίτων να κρατήσουν τίμια και αξιοπρεπή στάση ατομικά και εθνικά, και για να αφαιρέσω και το τυπικό στοιχείο καταδίκης του Μπελογιάννη, ΔΗΛΩΝΩ
1) Καθοδηγητής του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ ήμουν εγώ και ΟΧΙ ο Μπελογιάννης. Γι’ αυτή μου την ιδιότητα και τις πράξεις μου αναλαμβάνω ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΥΘΥΝΕΣ. Ύστερα από τη δήλωση μου αυτή κάθε επιμονή στην εκτέλεση του Μπελογιάννη είναι ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ, ΑΔΙΚΗ και ολοφάνερα ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ πράξη.
2) Για να μη νομισθή ότι κάνω τον παλληκαρά εκ του ασφαλούς ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ να παρουσιασθώ στις αρχές και να δικασθώ αν μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του φίλου μου και συντρόφου μου Ν. Μπελογιάννη.
Χρήση του παρόντος να κάνετε όπου νομίσετε (Συμβούλιο Χαρίτων, Τύπο κλπ.). Με τιμή. ΝΙΚΟΣ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ μέλος της Κ. Ε. του Κ. Κ. Ε. Υ.Γ.: Για το γνήσιο της υπογραφής, έξω από το γραφικό μου χαρακτήρα που είναι γνωστός σε πολλούς, βάζω και το δακτυλικό μου αποτύπωμα. Αθήνα 12.3.1952. (υπογραφή) Ν. ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ»
Το ίδιο γράμμα στέλνει και στις εφημερίδες, με το ακόλουθο διακριτικό σημείωμα:
Κύριε Διευθυντά, Σας στέλνω αντίγραφο (γραμμένο με τα χέρια μου) επιστολής που έστειλα στους συνηγόρους του συντρόφου μου Ν. Μπελογιάννη και σας παρακαλώ να τη δημοσιεύσετε. Την υπόσχεση μου να παρουσιασθώ και να δικασθώ τη δίνω και σε ΣΑΣ και στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ, αν μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ. Αθήνα, 14.3.1952. με τιμή. ΝΙΚΟΣ Α. ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ. μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.»
Μόλις ο Ζαχαριάδης μαθαίνει την επιστολή Πλουμπίδη, ανακοινώνει, από το σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας», ότι πρόκεται για «χαφιέδικο κατασκεύασμα». Προσθέτει ακόμα, ότι ο Πλουμπίδης βρίσκεται στο εξωτερικό (!) και ότι δεν έχει στείλει ποτέ τέτοια επιστολή. Ολοι παγώνουν με την κομματική ανακοίνωση. Τι επιδίωκε ο Ζαχαριάδης; Μήπως ανησύχησε μπας και σωθεί ο Μπελογιάννης; Θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίζαμε κάτι τέτοιο. Μήπως φοβήθηκε ότι κινδυνεύει να γκρεμιστεί το σχέδιο με το οποίο θα στήριζε τη δικαίωση της πολιτικής του; Ίσως. Γιατί αν σκεφτούμε ότι με την κίνηση του αυτή ο Πλουμπίδης αποδείκνυε τον πραγματικά τίμιο και ηρωικό χαρακτήρα του, δεν θα έμενε τίποτε από τα χαφιεδοπαραμύθια της ζαχαριαδικής ηγεσίας… Ομως ο Ζαχαριάδης δεν σταματά εδώ. Καταγγέλει πια άμεσα και επίσημα τον Πλουμπίδη σαν χαφιέ. Και τότε, παρόλο που κανείς από τους κομμουνιστές της Αθήνας δεν πιστεύει σοβαρά την κατηγορία, αρχίζει η φριχτή απομόνωση του. Ο Πλουμπίδης μένει απομονωμένος μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 1952 οπότε και πιάνεται. Ο σταθμός της «Ελεύθερης Ελλάδας» ανακοινώνει απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ με την οποία τον καταγγέλει ως χαφιέ από… 27ετίας και ως καταδότη του Μπελογιάννη. Υποστηρίζει ακόμα το κόμμα, με την απόφαση του, ότι επειδή άρχισε να ξεσκεπάζεται ο βρόμικος ρόλος του Πλουμπίδη σκηνοθετήθηκε από την Ασφάλεια η ψευδοσύλληψή του, για να «θολωθούν τα νερά». Στο εξωτερικό η κομματική ηγεσία θριαμβολογεί. Ο Ζαχαριάδης πιάνει το Σπανό και του λέει: «βλέπεις ποιος ήταν ο χαφιές;», ρίχνοντας έτσι στον Πλουμπίδη όλο το βάρος για τις συλλήψεις του 1949.
Το τέλος ή… η εκτέλεση ενός «προβοκάτορα»
Για την Ασφάλεια η υπόθεση έχει τελειώσει. Εχει κατορθώσει να δημιουργήσει τρομερό σάλο στο ΚΚΕ και μια νοσηρή ατμόσφαιρα στις γραμμές του, που θα περάσουν δεκαετίες για ν’ αρχίσει να ξεκαθαρίζεται. Τον Αύγουστο του 1953 ο Πλουμπίδης οδηγείται στο δικαστήριο, ενώ η «Ελεύθερη Ελλάδα» λυσσομανά εναντίον του και επαναλαμβάνει τα πλαστά στοιχεία της περίφημης έκθεσης Κασιμάτη. Στις 14 Αυγούστου 1954 ο Πλουμπίδης εκτελείται στο χώρο εκτελέσεων του Δαφνιού, κρατώντας ― όπως και σ* ολόκληρη τη διάρκεια ιης κράτησης του ― ηρωική στάση και αποφεύγοντας να ξεστομίσει έστω και μια φράση κατά του κόμματος του. Η Ασφάλεια, προκαλώντας το Ζαχαριάδη, επιτρέπει την παρουσία δημοσιογράφων κατά την εκτέλεση και τη λήψη φωτογραφιών. Την ώρα της εκτέλεσης ο Πλουμπίδης ζητωκραυγάζει υπέρ του ΚΚΕ και του ίδιου του Ζαχαριάδη… Να και το σχόλιο του Ζαχαριάδη που ακολούθησε την εκτέλεση: «Το ραδιόφωνο της Αθήνας ανάγγειλε την εκτέλεση παρά το Δαφνί του προβοκάτορα Πλουμπιδη. Και η Θεσσαλονίκη μετάδωσε τη σχετική είδηση με άλλα καρυκεύματα, για το φόβο του θανάτου και ότι ο Πλουμπίδης τέλος συνέρχεται και βρίσκει τη δύναμη να ζητωκραυγάσει υπέρ του Κ. Κ. Ε. Το Β.B.C. του Λονδίνου, που κάτι ξέρει από τις βρωμιές της Ιντέλλιτζενς Σέρβις και των υπηρεσιών κατασκοπείας, έδωσε την είδηση Yta τη/ εκτέλεση πρώην κομμουνιστή ηγέτη, δηλαδή του προβοκάτορα Πλουμπιδη, ύστερα από 24 ώρες και χωρίς κανένα σχόλιο. Καλώς πληροφορημένοι κύκλοι της Αθήνας σχολίαζαν χθες με περιφρόνηση την είδηση για την εκτέλεση του προβοκάτορα. Οι κύκλοι λένε ότι ο Πλουμπίδης εκτελέστηκε τόσο, όσο πριν δύο χρόνια αυτοκίόνησε ο Βαβούδης.
Μια από τις πολλές μεταγωγές του Πλουμπιδη, στη διάρκεια της δίκης του
Η εκτέλεση του Πλουμπιδη χρειάζεται στην ασφάλεια όσο και η αυτοκτονία του Βαβούδη. Τα αφεντικά της ασφάλειας, η Ιντέλλιντζενς Σέρβις και η αμερικανική F.B.I. ξέρουν να σκηνοθετούν ακόμα και ψευτοεκτελέ ― σεις, ν’ ανακοινώνουν εκτελέσεις που δεν έγιναν και πολλά άλλα. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε στους κύκλους αυτούς, ότι η εκτέλεση έγινε ξαφνικά και μάλιστα στο Δαφνί που δεν γίνονται συνήθως εκτελέσεις και λένε οτι έγινε για να μπόρεση η ασφάλεια να σκεπάση καλύτερα τη σκηνοθεσία της. Η ανακοίνωση της εκτέλεσης του Πλουμπιδη χρειαζόταν στην ασφάλεια του Παπάγου, για να βγή απ’ το αδιέξοδο. Το Κ.Κ. Ε. εδώ και 20 μήνες, κατάγγειλε τον προβοκάτορα Πλουμπιδη και έδωσε αργότερα μια σειρά στοιχεία που ξεσκέπασαν την προβοκατόρικη δράση του. Στη δίκη του Πλουμπιδη βγήκαν στο φώς καινούργια στοιχεία για τον προβοκάτορα Πλουμπιδη, το φίλο και συνεργάτη των αρχιχαφιέδων της ασφάλειας και οι χαφιέδες προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν «σαν μεγάλο κομμουνιστή». Η ασφάλεια λοιπόν δεν μπορούσε να κάνη διαφορετικά έπρεπε να ανακοίνωση την ψευτοεκτέλεση για να πη ότι άδικα κατηγόρησε το Κ.Κ.Ε. τον Πλουμπιδη για χαφιέ και να σπείρη συγχύσεις. Μα υπάρχει και άλλος πιο ουσιαστικός λόγος που ανακοίνωσε η ασφάλεια του Παπάγου την ψευτοεκτέλεση για να δικαιολόγηση και άλλες εκτελέσεις κατά στελεχών ηγετών του Κ.Κ.Ε. με τη μηχανή της κατασκοπείας. Δεν είναι τυχαίο, ότι την ίδια μέρα με την «εκτέλεση» του Πλουμπιδη τυφεκίστηκε στη Θεσσαλονίκη και άλλος στρατιώτης. Πριν δυο βδομάδες τυφεκίστηκε άλλος πατριώτης στην Κρήτη».
Περικλής Ροδάκης
«…ΤΟΤΕ»
1983
Τέλη 1948 με αρχές 1949: μια σκοτεινή εποχή για την Ελλάδα ολόκληρη, μα και ιδιαίτερα τραγική για την αριστερά, όπως αυτή εκφράστηκε από το ΚΚΕ, το Δημοκρατικό Στρατό και την κυβέρνηση του Βουνού. Ετοιμαζόταν τότε το τελικό χτύπημα του ένοπλου κινήματος και υφαινόταν ο εφιάλτης της χαφιεδοφοβίας, που, χωρίς αμφιβολία, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην τελική ήττα της αριστεράς. ‘Οτι απέμεινε μετά την ήττα αυτή (Αύγουστος του ’49) το διάβρωσε ο ύπουλος ψίθυρος για τους «πράκτορες» που είχε «βάλει η Ασφάλεια» στις γραμμές του κόμματος. Η κομματική ηγεσία — που έκανε σημαία της τη χαφιεδοφοβία — δε φαίνεται ποτέ να κατάλαβε το κακό που έκανε στο κίνημα, υιοθετώντας μια τέτοια τακτική… Πέρασαν πάνω από 35 χρόνια από τη σκοτεινή εκείνη εποχή. Πολλοί κομμουνιστές εκτελέστηκαν, αλλά και πολλά κομματικά στελέχη επέζησαν μέσα σ’ αυτή τη θύελλα… Τώρα πια τα γεγονότα ανήκουν στην ιστορία. Η απόσταση είναι αρκετή, όχι μόνο για να προβληθούν πάνω από φοβίες και πάθη, αλλά και να αξιολογηθούν. Και όμως. Κανένας από τους επιζώντες δε θέλησε να μιλήσει τώρα. Ενας αδιόρατος φόβος — απόηχος της εφιαλτικής εκείνης εποχής — και ένα αίσθημα ενοχής φαίνεται να κράτα ερμητικά κλειστά τα χείλη όλων. Τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ εκείνης της περιόδου — με εξαίρεση το Ζαχαριάδη και το Γούσια — εξακολουθούν να ζουν και να κυκλοφορούν ανάμεσα μας. Και ήταν τα ηγετικά στελέχη που ύψωσαν τη χαφιεδοφοβία και έφτασαν στον παραλογισμό να στιγματίσουν ως προδότες, αγωνιστές και ανώτερα κομματικά στελέχη σαν τον Πλουμπίδη και το Βαβούδη, που ανάλωσαν ολόκληρη τη ζωή τους στην υπηρεσία του ΚΚΕ. Η τότε ηγεσία ξεσήκωσε τέτοιο θόρυβο για τους «χαφιέδες» (που για χρόνια ολόκληρα κατεύθυναν τον παράνομο κομματικό μηχανισμό), που τα απλά μέλη του κόμματος φοβούνταν και τη σκιά τους ακόμα. Κι όμως! Ποτέ δε δόθηκαν συγκεκριμένα στοιχεία για τους «χαφιέδες» — στελέχη του κόμματος. Μια απαίσια καταγγελία στάθηκε αρκετή για να παραλύσει τα πάντα στην παράνομη δουλειά…
Η «αποκατάσταση»
Εκείνοι που ανέτρεψαν το Ζαχαριάδη το 1956, αποκατέστησαν δειλά τα θύματα του παραλογισμού του, χωρίς και αυτοί να εξηγήσουν γιατί τα αποκατέστησαν. Ενας ακόμα παραλογισμός ήρθε να προστεθεί με στόχο να καλύψει τον προηγούμενο. Αυτός ο παραλογισμός μπέρδεψε ακόμα περισσότερο τα πράγματα και δημιούργησε πολλά ερωτηματικά και ανησυχίες στις γραμμές του ΚΚΕ. Τα περισσότερα μέλη της νέας ηγεσίας (που ανέτρεψε το Ζαχαριάδη) ανήκουν και στην προηγούμενη. Είναι φυσικό να γνωρίζουν τους λόγους που επικαλέστηκε ο πρώην γραμματέας για να βγάλει τους Πλουμπίδη — Βαβούδη προδότες, και να μπορούν πια να διαπιστώσουν ότι οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν. Δεν κάνουν όμως κανένα κόπο να εξηγήσουν τι ακριβώς έγινε εκείνη τη σκοτεινή περίοδο. Ετσι, με την αποκατάσταση των θυμάτων της ζαχαριαδικής εποχής, τα ερωτήματα πληθαίνουν και είναι φυσικό όλοι να θέλουν να μάθουν τι είχε μεσολαβήσει. Μια χαραμάδα στα σκοτεινά εκείνα χρόνια μπορεί να ρίξει αρκετό φως σε τούτη την ιστορία…
Υπόθεση Αναστασιάδη: το κλειδί…
Πρέπει να τονίσουμε σ’ αυτό το σημείο πως το κλειδί της ιστορίας του «χαφιεδισμού» που έφτασε στην καταγγελία των Πλουμπίδη — Βαβούδη είναι η υπόθεση του Στέριου Αναστασιάδη (μέλους του Πολιτικού Γραφείου, που «κρατούσε» την παράνομη οργάνωση της Αθήνας στα χρόνια του εμφύλιου και είχε εκλεγεί στο 7ο συνέδριο του ΚΚΕ — 1945 — με το ψευδώνυμο «στρατηγός Πετρίτης»). Αν κάποιος θελήσει να μάθει τι ακριβώς υπάρχει πίσω από την καταγγελία των Πλουμπίδη — Βαβούδη, θα πρέπει να ξέρει τι είναι η «υπόθεση Αναστασιάδη». Και, φυσικά, πρέπει να κατανοήσει το βάθος της σκέψης του Ζαχαριάδη, που πήγαζε απευθείας από τη σκέψη του Στάλιν, και μάλιστα του Στάλιν της εποχής 1934 — 1940 (οπότε γίνανε οι μεγάλες «εκκαθαρίσεις» στο ΚΚΣΕ). Πριν απ’ όλα ας δούμε το γενικό ιστορικό πλαίσιο της περιόδου από τα τέλη του 1948 και ως τις αρχές του 1949 στην Ελλάδα.
Αποτυγχάνουν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
Στα τέλη του 1948 η Ελλάδα εξακολουθεί να δοκιμάζεται σκληρά από τον εμφύλιο πόλεμο. ‘Ετσι, το ιστορικό πλαίσιο της εποχής προσδιορίζεται από το δίπτυχο των αντιμαχόμενων: στη συγκεκριμένη ιστορική φάση, απο τη μια πλευρά βρίσκεται η αμερικανοκρατία και από την άλλη το ΚΚΕ. Κάνουμε αυτή τη διάκριση, γιατί από το καλοκαίρι του 1948 η Ελλάδα ελέγχεται απόλυτα και χωρίς προσχήματα από τους Αμερικανούς, ενώ την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ δεν την εγκρίνει ούτε το ΚΚ Σοβιετικής ‘Ενωσης ούτε τα ΚΚ της Ευρώπης (με εξαίρεση της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας). Κι ακόμη, ενώ η κυβέρνηση της Αθήνας δεν είναι σε θέση να κάνει την παραμικρή ενέργεια χωρίς την αμερικάνικη συναίνεση, ο Ζαχαριάδης κινείται αντίθετα με τη γραμμή των περισσοτέρων ΚΚ.
Το καλοκαίρι του 1948 τερματίζονται με παταγώδη αποτυχία οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που είχε αναλάβει ο στρατός της Αθήνας, με την καθοδήγηση του Αμερικανού στρατηγού Βαν Φλητ (που λίγο αργότερα θα εγκατασταθεί στην Αθήνα ως υπάλληλος της… εταιρείας υδάτων). Ο Δημοκρατικός Στρατός είναι σε θέση, ακόμα και κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων να εξαπολύει εντυπωσιακές αντεπιθέσεις.
«Clan Amerikain…»
Οι Αμερικανοί μετρούν τις συνέπειες της αποτυχίας και μέσα στο φθινόπωρο του 1948 παίρνουν τολμηρές αποφάσεις: επιδιώκουν να ξεκαθαρίσουν στρατιωτικά την κατάσταση και να διαμορφώσουν στην Ελλάδα τις συνθήκες εκείνες που θα τους επέτρεπαν να την ελέγξουν με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Με το «σχέδιο Μαρσαλ» — που μπήκε σε εφαρμογή απο το καλοκαίρι — διαμορφώνουν αυτό που ο Ζαν Μεϊνό θα ονομάσει αργότερα «αμερικάνικη φάρα» (clan Americain). Μοιράζοντας τα δύο δισεκατομμύρια δολάρια του Σχεδίου — που μεταφράζονται σε άχρηστο γι’ αυτούς υλικό — δημιουργούν την τάξη των Ελλήνων μεγαλοεφοπλιστών, καθώς και μια σειρά οικονομικά στηρίγματα, που θα τους βοηθήσουν να διαμορφώσουν μια «αμερικάνικη» παράταξη. Μέσα στο φθινόπωρο του 1948, η πορεία διαμόρφωσης της «αμερικάνικης φάρας» προχωρεί σημαντικά… Ταυτόχρονα οι Αμερικανοί επιλέγουν — και πρέπει να ομολογήσουμε πολύ πετυχημένα — τον εκπρόσωπο των συμφερόντων τους, στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Παπάγου, μια και πρέπει να βασίσουν τον έλεγχο τους σε προσωπικότητες που βρίσκονταν σε ρήξη με τα ανάκτορα και τους Αγγλους. Η επιβολή του Παπάγου ήταν δύσκολη. Τον αποκρούουν τα ανάκτορα και ιδιαίτερα η Φρειδερίκη και δεν τον θέλουν οι ανώτατοι αξιωματικοί, που κρατούσαν την εξουσία της τότε. Οι Αμερικανοί προωθούν αρχικά και πετυχαίνουν, κυβερνητική λύση Σοφούλη, επί των ημερών του οποίου προωθείται και ο Παπάγος ως αρχιστράτηγος. Ετσι, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση της Φρειδερίκης, ο Παπάγος αναλαμβάνει, στις 20 Ιανουαρίου 1949, στρατάρχης της Ελλάδας, με πλήρη ελευθερία κινήσεων. Εδώ πρέπει να τονίσουμε, ότι ανάμεσα σ’ εκείνους που αντέδρασαν στην εκλογή του Παπάγου είναι και ο Βαν Φλητ.
…Τομ Καραμεσίνης και CIA
Παράλληλα, ως το καλοκαίρι του 1948, ο περίφημος Ελληνοαμερικανός Τομ Καραμεσίνης (που στις αρχές του 1950 θα τον δούμε σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα και λίγο αργότερα υπαρχηγό της) εγκατέστησε, σ’ όλη την κλίμακα του κρατικού μηχανισμού, τους ανθρώπους που θα εκφράσουν την αμερικάνικη πολιτική. Για το ρόλο του Τομ Καραμεσίνη, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, στο βιβλίο του «Από το Δόγμα Τρούμαν στο Δόγμα Χούντα» (σελ. 72 — 73) γράφει: «Οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν και μια άλλη μέθοδο για τη διείσδυση τους στις δημόσιες υπηρεσίες, τα υπουργεία και τον κρατικό μηχανισμό γενικά. Αποδείχτηκε ιδιαίτερα ωφέλιμη και διπλά αποδοτική. Εμπνευστής της ήταν ο Αμερικανός «οικονομικός δερβέναγας» Ντουάιτ Γκρίσγουολντ. Για να τηρηθούν κάπως τα προσχήματα — αν μπορεί να λεχθεί ότι ο κυβερνήτης της Νεμπράσκα ενδιαφέρονταν για προσχήματα — απαίτησε σε ορισμένες θέσεις — κλειδιά του ελληνικού κρατικού μηχανισμού να τοποθετηθούν όχι Αμερικανοί της ΑMAG ή εκτός απ’ αυτήν, αλλά Ελληνες, τους οποίους όμως υποδείκνυε, χωρίς να μπορεί να διατυπωθεί αντίρρηση, ο ίδιος. Είναι ολοφάνερο ποιος βρισκόταν πίσω από αυτήν την επιλογή. Ο «Τομ» Καραμεσίνης, βέβαια. Ο «Τομ», όπως αναφέραμε ήδη, είχε κάνει πολύ καλή δουλειά στην Ελλάδα για στρατολόγηση ανθρώπων «πιστών» στους Αμερικανούς. Και αυτό δεν είναι δικό του καύχημα. Το λένε οι ίδιοι οι προϊστάμενοι του στη CIA, που ιδρύεται από τον Τρούμαν τον Σεπτέμβριο τοϋ 1947 και στην οποία, βέβαια, «αποροφιέται» ο Καραμεσίνης και όλοι οι άνθρωποι που έχει στρατολογήσει στην Ελλάδα. Το 1948, ο «Τομ» θα μετατεθεί στην Ουάσιγκτον, στο στρατηγείο της CIA, που είναι εγκατεστημένο στο Λάνγκεϋ του Μαίριλαντ, κοντά στην Ουάσιγκτον. Και τον Ιούνιο του 1950 θα γυρίσει στην Ελλάδα σαν «σταθμάρχης» της CIA. θα μείνει άλλα τρία χρόνια* ως το 1953. Τα πιο κρίσιμα χρόνια της αμερικανοκρατίας στον τόπο μας.
Η Φρειδερίκη. Στις 28/8/1949 έγραφε στο στρατηγό Μάρσαλ: «… Οι δυτικές δημοκρατίες δε θα έπρεπε να παραλείπουν καμιά ευκαιρία για να διευρύνουν την προσπέλαση τους μέσα στην Ανατολική. Ευρώπη. Η Ελλάς αποτελεί το σκαλοπάτι γι’ αυτό το πράγμα (από το βιβλίο της «Μετρον Κατανοήσεως»).
Ο «Τομ» λοιπόν θα επιλέξει προσωπικά τους Ελληνες «εμπειρογνώμονες» που θα τοποθετήσει ο Γκρίσγουολντ σε πολλές επίκαιρες θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Έτσι, από τη μια μεριά ο Αμερικανός«δερβέναγας» εξασφαλίζει τη διοχέτευση της πολιτικής του ως το τελευταίο σκαλοπάτι της ελληνικής εθνικής ζωής και τον απόλυτο έτσι έλεγχο της κι απ’ την άλλη, ο «Τομ» δικτυώνει τους έμπιστους του. Πράγμα που θα βαρύνει ιδιαίτερα σοβαρά στην εξέλιξη των ελληνικών πραγμάτων σε όλη του την έκταση, δεκαετίες ολόκληρες». Η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ασφάλειας — που είχε αρχίσει από τους Αγγλους μόλις το φθινόπωρο, του 1948 — άρχισε να δίνει καρπούς και οι αρχές ήταν πια σε θέση να αξιοποιήσουν στοιχεία που έφταναν στα χέρια τους μετά από διάφορες συλλήψεις. Ηταν κάτι που η αριστερά δεν εκτίμησε. Οι υπηρεσίες ασφαλείας αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ικανές στο να δημιουργούν εντυπώσεις και να καλλιεργούν το κλίμα του «χαφιεδισμού». Από την πλευρά του το ΚΚΕ, με βάση ορισμένα στοιχεία, κατέληξε τότε στο συμπέρασμα πως οι «χαφιέδες» είχαν εισχωρήσει βαθιά στις γραμμές του. Μια τέτοια αντίληψη ήταν κάτι που ταίριαζε στη νοοτροπία του Ζαχαριάδη… Με τις παραπάνω προϋποθέσεις, η μια πλευρά — της Αμερικανοκρατίας — εξασφάλιζε αισθητή βελτίωση των θέσεων της. Η αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων την είχε ωθήσει να αναθεωρήσει σωστά τις θέσεις της.
Ο Τίτο σε καραντίνα
Στο άλλο στρατόπεδο η κατάσταση εξελίσσεται εντελώς αρνητικά. Πρώτα — πρώτα, το καλοκαίρι του 1948, εκδηλώνεται η σύγκρουση του Τίτο με την Κομινφόρμ, δηλαδή με το Στάλιν. Το κομμουνιστικό στρατόπεδο, τρομαγμένο από την ανταρσία, τον αποκαλεί προδότη και τον απομονώνει. Ο Ζαχαριάδης, πιστό παιδί του Στάλιν, ακολουθεί την «ορθόδοξη» γραμμή, αυτό όμως δυσκολεύει τη θέση του, αφού βασικά ο Δημοκρατικός Στρατός είχε σαν στήριγμα τη Γιουγκοσλαβία. ‘Ετσι με την υιοθέτηση της εκστρατείας κατά του Τίτο από το ΚΚΕ, δυσκολεύει ακόμα πιο πολύ η θέση του ένοπλου κινήματος.
Ο Ζαχαριάδης επιβάλλει τη γραμμή του…
Μα ενώ επιδεινώνεται η κατάσταση για το Δημοκρατικό Στρατό, ο Ζαχαριάδης και η ηγεσία του δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τις συνέπειες που είχε η αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του καλοκαιριού για τους Αμερικανούς. Πιστεύουν πως αυτό σημαίνει παράλυση των εχθρικών δυνάμεων και γυρεύουν να περάσουν σε αντεπίθεση. Εδώ εμφανίζεται και η σύγκρουση ανάμεσα στο Ζαχαριάδη και το Μάρκο Βαφειάδη. Ο πρώτος θέλει να περάσει σε αντεπίθεση τακτικού στρατού, για να δημιουργήσει ελεύθερες περιοχές και ο δεύτερος αντιτάσσεται στο σχέδιο αυτό και υποστηρίζει ότι πρέπει να συνεχιστεί η αντάρτικη μορφή του κινήματος, με στόχο τον εξαναγκασμό της Αθήνας σε κάποιο συμβιβασμό. Αυτή η σύγκρουση έχει ως συνέπεια την απομάκρυνση του Μάρκου από την ηγεσία, με τις κατηγορίες της δειλίας, αλλά και των γενικότερων ευθυνών για τη μη πραγματοποίηση των στόχων του Δημοκρατικού Στρατού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο παραμερισμός του Μάρκου γίνεται ουσιαστικά τότε, αλλά θα αναγγελθεί τον Ιανουάριο του 1949. Ο Ζαχαριάδης δε φαίνεται να εκτίμησε ποτέ τι σήμαινε η απώλεια της Πελοποννήσου για το Δημοκρατικό Στρατό. Εδώ όμως ας γίνουν ορισμένες διευκρινιστικές παρατηρήσεις, σχετικά με τη νοοτροπία του Ζαχαριάδη και όλης της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ. Πιστεύουν πως η γραμμή του κόμματος είναι σωστή. Και σωστή θα πει ότι εφαρμοζόμενη στις συγκεκριμένες συνθήκες έπρεπε να φέρει αποτελέσματα. Αν η πολιτική σκόνταφτε δεν έφταιγε η ίδια, αλλά οι άνθρωποι που δεν την εφαρμόζουν. Ετσι, αν δεν αναπτύχτηκε όσο έπρεπε το αντάρτικο, δεν έφταιγαν οι αντικειμενικές συνθήκες , δεν αποδεικνυόταν το ανέφικτο του αλλά έφταιγε ο Μάρκος, που πήγε — όπως είπε ο Ζαχαριάδης — στο Σμοκοβο να κάνει λουτρά κ.λπ. Για την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, οι αποτυχίες είναι έργο προδοτών και μόνο. Ποτέ δεν αναρωτήθηκε αν η πολιτική της ήταν σωστή ή όχι. Θεωρούσε νόμο πως πίσω απο την αποτυχία κρύβεται ο προδότης…
Απρίλιος 1948. Τα Καλάβρυτα στα χέρια των κυβερνητικών δυνάμεων.
1951: η «χρυσή» εποχή των Αμερικανών. Ο Πιουριφόι με τον προστατευόμενο του στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο.
….αλλά το τέλος φτάνει
Ο παραμερισμός του Μάρκου αναγγέλεται — όπως είπαμε — στις αρχές του 1949 και η προεδρία της κυβέρνησης του βουνού ανατίθεται στον Ιωαννίδη. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης επιμελείται τη μετατροπή του ανταρτοπόλεμου οε τακτικό πόλεμο και εξαπολύει, πραγματικά, εντυπωσιακές αντεπιθέσεις.
Στις 11 Ιανουαρίου 1949 ο Δημοκρατικός Στρατός καταλαμβάνει τη Νάουσα, την κρατά τρεις μέρες και στρατολογεί 100 νέους και νέες. Στις 20 του ίδιου μήνα ο Καραγιώργης κυριεύει το Καρπενήσι και το ελέγχει για 18 μέρες. Ταυτόχρονα σχηματίζεται στην Αθήνα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και αρχιστράτητος γίνεται ο Παπάγος.
Στην κρίσιμη αυτή περίοδο (Φθινόπωρο 1948 — αρχές 1949) με την υπόδειξη του Βαν Φλητ επιβάλλεται η συστηματική μετακίνηση του πληθυσμού της υπαίθρου. Έτσι, ετοιμάζεται η τελική αναμέτρηση, που θ’ αρχίσει από την Πελοπόννησο, αμέσως μετά την ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον Παπάγο. Από τις πρώτες μέρες της αναμέτρησης αυτής γίνεται φανερό ότι ο Δημοκρατικός Στρατός είναι κουρασμένος, πράγμα που τον οδηγεί στην ήττα.
Κανένα δίδαγμα για το Ζαχαριάδη. Είδε τις πρόσκαιρες νίκες του ως σημείο υπεροχής και αγνόησε την καταστροφή στην Πελοπόννησο.
Ανδρες και γυναίκες του Δημοκρατικού Στράτου κάπου στο βουνό. Δεν έμελλε να χαρούν τη νίκη..
Αθήνα: η Ασφάλεια στα ίχνη του παράνομου μηχανισμού
Ως το φθινόπωρο του 1948 δεν έχουν χτυπηθεί στην κορυφή οι παράνομες οργανώσεις. Εχουν πιαστεί πολλοί και έχουν εκτελεστεί αρκετοί, αλλά η Ασφάλεια αδυνατεί να φτάσει στον κεντρικό πυρήνα. Η δράση των οργανώσεων συνεχίζεται και μετά τη δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Λαδά, ενω η Ασφάλεια έχει εξαπολύσει πραγματικό πογκρόμ στην Αθήνα. Ηγεσία της παράνομης δουλειάς (του «παράνομου κλιμακίου» όπως το έλεγαν) στην Αθήνα είναι: 1) η Χρύσα Χατζηβασιλείου, μέλος του Π.Γ. (που φεύγει άρρωστη για «έξω» αργότερα), 2) ο Στέριος Αναστασιάδης, μέλος και αυτός του Π.Π, 3) ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της Κ.Ε. με το ψευδώνυμο «Μπάρμπας». Οι παραπάνω πλαισιώνονται από μια σειρά στελέχη που κρατούν βασικούς τομείς της παράνομης δουλειάς και είναι: 1) ο Βασίλης Μαρκεζίνης, 2) ο Γιώργης Σπανός, 3) ο Μπάμπης Δρακόπουλος, 4) ο Λευτέρης Καββαδίας. Την ίδια εποχή, γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής Αθήνας είναι ο Αχιλλέας Μπλάνας, με επαγρυπνητή το Σωτήρη Σουκαρά. Σημειώνεται ότι τη σύνδεση με την Επιτροπή Αθήνας — από την πλευρά του κλιμακίου — φαίνεται να την κρατά ο Καββαδίας. Ως το φθινόπωρο του 1948, το ηγετικό απαράτ της παράνομης δουλειάς δεν έχει «χτυπηθεί» από τότε όμως αρχίζουν οι περιπέτειες. Πρώτα «χτυπιέται» η Επιτροπή Αθήνας, πράγμα που εξαγριώνει το Ζαχαριάδη και τα μέλη της κομματικής ηγεσίας. Χωρίς να εξετάσουν κανένα στοιχείο, κατηγορούν τον Μπλάνα για οπορτουνισμό και ηττοπάθεια και του καταλογίζουν πλήρη ευθύνη για τις συλλήψεις. Αυτό σημαίνει απομόνωση του μέσα στις φυλακές… Ο Ζαχαριάδης δε θέλει να μελετήσει το «χτύπημα». Αν το έκανε, θα καταλάβαινε ότι η Ασφάλεια αξιοποίησε, θετικά γι’ αυτήν, τα στοιχεία που είχε συλλέξει από προηγούμενες συλλήψεις. Κι είναι φοβερό ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπόρεσε να σκεφτεί ένα πολύ απλό πράγμα: για να φτάσει η Ασφάλεια στον Μπλάνα, είχε βάλει στο χέρι και τη σύνδεση του με το κλιμάκιο (ήταν φυσικό εφόσον παρακολουθούσε στενά τον Καββαδία και κατά συνέπεια είχε αρχίσει να προσεγγίζει το κλιμάκιο της παράνομης δουλειάς).
Η καταιγίδα πλησιάζει
Για τη σύλληψη του Μπλάνα το κόμμα δεν κατηγορεί κανένα. Θεωρεί υπεύθυνο τον ίδιο… Αντί να παρθούν μέτρα προφύλαξης, ο ίδιος σύνδεσμος — ο Καββαδίας — προχωρά σε ανασύνταξη της Επιτροπής Αθήνας, με το Λευτέρη Τζάκο, την ‘Ελλη Ιωαννίδου (Παπά),τον Κασιμάτη και άλλους. Ομως η Ασφάλεια έχει αλλάξει και τακτική. Μέχρι το φθινόπωρο του 1948 συνήθιζε να χτυπά άμεσα, μόλις έφτανε σε μια παράνομη οργάνωση. Από τότε φροντίζει ν’ αφήνει κάποιο νήμα, για να προχωρά πιο βαθιά. Ετσι μετά τον Μπλάνα, πιάνεται ο Βασίλης Μαρκεζίνης. Φυσικά και γι’ αυτό δεν κατηγορήθηκε κανένας (δε μίλησε για «χαφιέδες» ο Ζαχαριάδης). ‘Ομως, μετά το νέο «χτύπημα», οι αρχές έχουν φτάσει στον κύκλο του κλιμακίου. Ο Μαρκεζίνης βασανίζεται σκληρά κι αργότερα εκτελείται… Αυτή ήταν η μέχρι τότε ατμόσφαιρα της παράνομης δουλειάς στην Αθήνα.
Το σπίτι του αστυφύλακα
Το αίνιγμα της εποχής που θα δώσει τροφή στο τρομερό πλέγμα του «χαφιεδισμού» (ενός «χαφιεδισμού» που κινείται στα ανώτερα κομματικά κλιμάκια της παρανομίας) είναι το σπίτι που έμενε ο Αναστασιάδης. Ομως ας δώσουμε ένα πλήρες ιστορικό για το θέμα. Ο Αναστασιάδης είχε εγκατασταθεί στο σπίτι του εν ενεργεία αστυφύλακα Νικολάου Χωραΐτη, στην οδό Λάμπρου στα Πατήσια (που σήμερα δουλεύει κάπου σαν θυρωρός). Το σπίτι αυτό το είχε βρει ο Γ. Σπανός, στον οποίο είχε αναθέσει την αποστολή αυτή ο Κώστας Φαρμάκης (ο τελευταίος πιάστηκε το φθινόπωρο του 1948 και σκοτώθηκε στη Θεσσαλονίκη). Σημειώνεται ότι το σπίτι γνώριζαν — εκτός από τον Αναστασιάδη, μόνο ο Σπανός κι ο Φαρμάκης.
Η Ασφάλεια χτυπά την πόρτα…
Τα Χριστούγεννα του 1948 ή στις πρώτες μέρες του 1949 — πάντως μέσα στο διάστημα των γιορτών — το σπίτι του Χωραΐτη εντοπίζεται κατά μυστηριώδη τρόπο από την Ασφάλεια. Ενα βράδυ, ενώ ο Αναστασιάδης βρίσκεται εκεί, χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού. Η γυναίκα του αστυφύλακα ανοίγει το παράθυρο φοβισμένη — ήξερε τι σημαίνει να κρύβεις παράνομους — για να δει και ρωτάει «ποιος είναι;». «Αστυνομία» της απαντούν. Η γυναίκα παγώνει. Οι αστυνομικοί όμως τη βγάζουν από τη δύσκολη θέση: «Ποιος μένει εδώ;» ρωτάνε ο «αστυφύλακας Χωραΐτης» απαντά αυτή. Ακολουθούν εφιαλτικές στιγμές με τους αστυνομικούς στο κατώφλι του σπιτιού να συζητούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους. Υστερα κάποιος από αυτούς σπάζει τη σιωπή: «μας συγχωρείτε…» Η Χωραΐτη φαίνεται να παίρνει θάρρος: «ν’ ανοίξω;» «Οχι δεν πειράζει», αποκρίνονται και προχωρούν στο διπλανό σπίτι. Ηταν η εποχή που η Ασφάλεια έμπαινε όπου ήθελε και έκανε έλεγχο οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας. Ετσι, αφού πέρασαν από το σπίτι του Χωραΐτη οι αστυνομικοί, μπήκαν στο επόμενο και εξέτασαν τους πάντες. Η γυναίκα του δεύτερου αυτού σπιτιού, είπε, την άλλη μέρα, πως έκαναν κάποιο τηλέφωνο από κει. Η ίδια άκουσε ότι ανέφεραν τη στιχομυθία με τη Χωραΐτη, και ότι τους απάντησαν από την άλλη πλευρά: «Α! το διπλανό! Δεν ήταν αυτό…». Αργά το βράδυ γύρισε ο αστυφύλακας και όταν του είπαν τι είχε συμβεί, πήρε τον Αναστασιάδη και τον πήγε σε άλλο σπίτι. Είναι φανερό πως κάποιος είχε καταδώσει το καταφύγιο της οδού Λάμπρου. Η συμπεριφορά των αστυνομικών υποδηλώνει πως ο «καταδότης» δεν ήταν σίγουρος για τη διεύθυνση ή δεν είχε πάει ποτέ εκεί ο ίδιος. Δεν έπρεπε ακόμα να ήξερε πως ο Αναστασιάδης κρυβόταν σε σπίτι αστυφύλακα ή η σχετική πληροφορία να είχε δοθεί στην Ασφάλεια εντελώς αόριστα. Το γεγονός αυτό έμεινε χωρίς συνέπειες, επειδή ακριβώς δε «χτυπήθηκε» τότε τελικά το σπίτι του αστυφύλακα. Κανένας, εξάλλου, δεν ενόχλησε το ζεύγος Χωραΐτη τις επόμενες ημέρες.
Ο μηχανισμός επαγρύπνησης δε λειτουργεί
Ο Σπανός είχε πάρει μέτρα ασφαλείας για κάθε επίσκεψη του στον Αναστασιάδη (στο σπίτι του Χωραΐτη). Επαιρνε τηλέφωνο σε κοντινό μπακάλικο και από την απάντηση καταλάβαινε αν το έδαφος είναι ελεύθερο. Μετά το επεισόδιο και τη φυγή του Αναστασιάδη πηγαίνει εκεί χωρίς να τηλεφωνήσει πριν. Βρίσκει τους πάντες τρομοκρατημένους. Πιστεύοντας ότι το σπίτι παρακολουθείται πια, καταστρέφει ότι ενοχοποιητικό στοιχείο υπάρχει και φεύγει χωρίς να συμβεί τίποτα. Περνούν αρκετές μέρες αγωνιώδους σιωπής. Τελικά ο Αναστασιάδης στέλνει τον Καββαδία να συναντήσει το Σπανό. Ο τελευταίος πληροφορείται ότι το θέμα Αναστασιάδη είναι «τακτοποιημένο» και του δίνεται παραγγελία να πάει να δει τι έγινε στο σπίτι του Χωραΐτη. Ο Σπανός ξαναπηγαίνει, μα δεν έχει συμβεί τίποτα. Ολα είναι ήσυχα… Στη συνέχεια ειδοποιεί — μέσω του Καββαδία — τον Αναστασιάδη και ο τελευταίος παραγγέλνει να παραδοθεί το σπίτι στον Καβαδδία.
«ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ» ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ
Εγώ σας λέω ότι μπορούσε κανένας να μην πιστέψει ότι ήταν χαφιές οΣιαντος.Εδω όμως βγαίνει η φωτογραφία του μέσα απ’ τα γεγονότα. Ενα, δύο, τρία, πολλά στοιχεία τα βάζεις στη σειρά και βγαίνει η φωτογραφία και αυτή σου λέει ότι είναι ο Σιαντος χαφιές, ύποπτος
Και για το Βαφειάδη υπάρχουν πολλά στοιχεία και απο τη γραμμή του και από τη δράση του και από τη ζωή του και απ’ όλα. Εγώ είμαι ο τελευταίος στο ΠΓ, που πείστηκα γι’ αυτό το γεγονός, ότι είναι ύποπτος…
Ο Βελουχιώτης (Κλάρας) εκτός από τα άλλα, ήταν και δηλωσίας. Ο Κλάρας, που είχε στρατιωτικές ικανότητες κατσαπλιαδισμού, ίσως κάτι παραπάνω, σαν κομματική φυσιογνωμία, ήταν ένας άνθρωπος, που μόνο να χαντακώσει το κόμμα μπορούσε. Καθόταν κι έτρεφε ψείρες, μεθούσε, έκανε οργιά, δούλευε διαλυτικά και χαντάκωνε το κίνημα και τον ΕΛΑΣ. Παρ’ ολο ότι και αυτός σε ορισμένα σημεία, μπορεί να είχε δίκιο, στη βάση τάχτηκε ενάντια στο κόμμα. Ηταν ένας μικροαστός — τυχοδιώχτης. ‘Οταν σφίχτηκε λιγάκι στην Κέρκυρα, ούτε ένα μπάτσο δεν έφαγε και λύγισε. Και έπειτα είχε αξιώσεις ηγέτη και καθοδηγητή…
Ο Παρτσαλίδης, στο κόμμα μας — αυτό δε θέλει να το πει, γιατί ντρέπεται — είναι γνωστός με το ψευδώνυμο, το παρατσούκλι Μοας, που θα πει Μήτσος ο αδιόρθωτος..,».
Τα παραπάνω αποδελτιωμένα αποσπάσματα προέρχονται από ένα και μόνο λόγο του Ζαχαριάδη και συγκεκριμένα από την εισήγηση του στην τρίτη συνδιάσκεψη του KKE, τον Οκτώβριο του 1950 (δημοσιεύτηκε στο κομματικό περιοδικά «Νέος Κόσμος», στις 11/12/1952).
‘Ομως έπρεπε να ειδοποιηθεί σχετικά και ο ίδιος ο αστυφύλακας. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Σπανός, που επισκέπτεται την οδό Λάμπρου την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και μένει εκεί και την Καθαρή Δευτέρα. Αφού «τακτοποιεί» τα πάντα, πηγαίνει στο ορισμένο ραντεβού με τον Καββαδία. Ο τελευταίος όμως δεν παρουσιάζεται. Είχε στο μεταξύ πιαστεί.
Ν. Ζαχαριάδης. Μια, αναμφισβήτητα, ηγετική φυσιογνωμία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία κλίματος χαφιεδοφοβιας στο ΚΚΕ.
Ο Καββαδίας έσπασε στην ανάκριση. Αυτό είναι γνωστό σε όλους, όπως είναι γνωστό πως δε φαίνεται να κράτησε και πολλά πράγματα που να μην είπε. Την πρώτη βδομάδα της Σαρακοστής πιάνεται ο Αναστασιάδης, ο Δρακόπουλος, ο Ποτήρης και άλλοι. Ετσι «χτυπήθηκε» το κλιμάκιο της παράνομης δουλειάς στην Αθήνα και τότε πιάστηκε και ο αστυφύλακας. Εξω μένει ο Πλουμπίδης ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη της παράνομης δουλειάς. Αυτός ορίζει το Σπανό να «βλέπει» την Αθήνα (Τζάκο, Ιωαννίδου — Παπά, Κασιμάτη κ.λπ.). Η παραπάνω κατάσταση συνεχίζεται για δυο μήνες περίπου.
«Χαφιέδες», παντού «χαφιέδες»
Ομως τα πράγματα περιπλέκονται. Ο Αναστασιάδης κατορθώνει, μέσα από την Ασφάλεια, να στείλει σημείωμα στο οποίο λέει καθαρά ότι πρέπει να απομονωθεί ο Σπανός (τον αναφέρει με το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε). Το σημείωμα πηγαίνει στα χέρια του ίδιου του Σπανού, που — κομματικότατα — το προωθεί προς τα «πάνω». Υστερα από αυτό απομονώνεται, χωρίς καν να του αναγγελθεί τίποτα σχετικό. Στο ραντεβού που είχε με τα στελέχη της Αθήνας δεν εμφανίζεται κανένας. Τότε καταλαβαίνει… Αποφασίζει να χρησιμοποιήσει την επαφή που είχε με το Βαβούδη. Αυτός του επιβεβαιώνει την απομόνωση και του δηλώνει ότι θα φροντίσει να βρει σπίτι να μείνει. Ο Σπανός, στη συνέχεια, ζητά επαφή με τον Πλουμπίδη και εκείνος τον ειδοποιεί να βρει κάποιο σπίτι για το ραντεβού. Το σπίτι βρίσκεται — με φροντίδα του Σπανού — και γίνεται η συνάντηση. Στο μεταξύ ο Ζαχαριάδης, που είχε λάβει γνώση του περιεχομένου του σημειώματος του Αναστασιάδη, ανακοινώνει από το σταθμό της Ελεύθερης Ελλαδάς οτι ο Σπανός είναι χαφιές! Ο Ζαχαριάδης λειτουργεί εντελώς στοιχειακά: για να χτυπηθεί το κλιμάκιο χρειάζεται κάποιος χαφιές… Αδυνατεί να συνδυάσει οτιδήποτε. Αποσπά τα γεγονότα και τα εξετάζει ξεκομένα. Το σπίτι του αστυφύλακα είναι γι’ αυτόν το οριακό και ξεκάθαρο σημάδι του «μεγάλου χαφιέ».
Η μικρή Οδύσσεια
Ομως ας γυρίσουμε στη συνάντηση Πλουμπίδη — Σπανού. Ο πρώτος λέει στο δεύτερο να πάρει το καΐκι που είχε για τη δουλειά του και να φύγει, αφού πάρει μαζί του και τον Κώστα Θέο (ο οποίος ήταν τότε στην Αθήνα). Ο Σπανός αντιδρά και απαντά: «Αν πιαστούμε, πως θα πείσω ότι δεν τον κατέδωσα εγώ; Και αν η Ασφάλεια με σκοτώσει — όπως κάνει πολλές φορές — ποιος δε θα πει πως ήμουν ο χαφιές…». Ο Πλουμπίδης όμως επιμένει και τελικά ο Σπανός υποκύπτει. Παίρνει το Θέο στο καΐκι και φεύγουν. Μετά από περιπετειώδες ταξίδι στην τρικυμισμένη θάλασσα φτάνουν στην Κρήτη, από εκεί στην Ιταλία και καταλήγουν στην Αλβανία. Ο Δημοκρατικός Στρατός, στο μεταξύ, είχε ηττηθεί και είχε αποσυρθεί έξω από τη χώρα. Οι μαχητές του ήταν στην Αλβανία συγκεντρωμένοι σε στρατόπεδα. Ο Σπανός πήγε στο Μπουρέλι, εκεί συνάντησε τον Παρτσαλίδη και του είπε, να κάνει σημείωμα για τα όσα συνέβηκαν.
Ποιός μίλησε;
Το μεγάλο ερώτημα για το Σπανό ήταν το ποιος «έδωσε» το σπίτι του Αναστασιάδη. Πίστευε πως το σπίτι αυτό — στα τέλη του 1948 το ήξεραν μόνο τρεις: ο ίδιος, ο Αναστασιάδης και ο Φαρμάκης. Και όμως δεν ήταν απόλυτα έτσι.
Ηταν γνωστό, ακόμα, στον Πλουμπίδη, αλλά και στο Μαρκεζίνη (κι ας μην είχε πάει ποτέ εκεί). Ο Μαρκεζίνης δεν ήξερε πως ανήκει σε εν ενεργεία αστυφύλακα και όταν πιάστηκε, σε κάποια φάση της ανάκρισης του, πρέπει να έδωσε κάποια στοιχεία γι’ αυτό. Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι ο Φαρμάκης «έσπασε» κατά την ανάκριση του στη Θεσσαλονίκη και πρέπει να «μίλησε». Τα στοιχεία όμως της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι δεν αξιοποιήθηκαν στην Αθήνα. Οι αστυνομικοί που πήγαν στην οδό Λάμπρου έπεσαν από τα σύννεφα. Βρέθηκαν μπροστά στο σπίτι συναδέλφου τους εν ενεργεία και τους δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι πληροφορίες ήταν ψεύτικες. Αυτό φαίνεται από το τηλεφώνημα που έκαναν. Η υπόθεση «σπίτι Αναστασιάδη» γίνεται ακόμα απλούστερη από το γεγονός ότι τα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ που ήταν κρατούμενοι στις φυλακές Αβέρωφ, πίστευαν πως «μίλησε» ο Μαρκεζίνης ενώ τους ήταν γνωστό το «σπάσιμο» του Φαρμάκη. Αλλωστε, ένας κοινά έξυπνος άνθρωπος, καταλάβαινε ότι το «ξήλωμα» που έκανε στην Αθήνα η Ασφάλεια την εποχή εκείνη, ήταν συνέπεια του τρόπου με τον οποίο δρούσε η ίδια η οργάνωση. Εφόσον τα «στέκια» ήταν σταθερά και εκατοντάδες άνθρωποι πιάνονταν κάθε μέρα, το πιο φυσικό ήταν η Ασφάλεια να προσεγγίζει (έστω και αργά — αργά στην αρχή) το χώρο του κλιμακίου. Οσο συρρικνώνεται η παράνομη οργάνωση, τόσο οι δυνατότητες των αρχών μεγαλώνουν. Και η συρρίκνωση γίνεται από τη μια με τις συλλήψεις, και από την άλλη με τη γενικότερη κούραση του λαϊκού κινήματος. Ενας λαός που «σφάζεται» από την Κατοχή ως το 1949, χωρίς να βλέπει προοπτική νίκης ή άλλης λύσης, αρχίζει να κάμπτεται. Οι εξορίες και οι φυλακές δημιουργούν ευνοϊκό κλίμα για τις καταδιωκτικές αρχές. Πολλοί συγγενείς που τριγυρνούν στις φυλακές, συνήθως κρατάνε και κάποια παράνομη επαφή. Και μια που η Ασφάλεια έχει πια δυνατότητες να αξιοποιεί όλα τα στοιχεία που φτάνουν σ’ αυτή, δεν αφήνει τέτοιες ευκαιρίες ανεκμετάλλευτες. Ας δούμε αυτό το, χαρακτηριστικό παράδειγμα: η γυναίκα του Καββαδία που αφέθηκε ελεύθερη, γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Συνεχίζει να επισκέπτεται τη φυλακή, μιλά με κρατούμενους και συνεχίζει να κινείται μέσα στον κύκλο των παρανόμων… Και να ήταν μόνο αυτή. Ολοι οι συγγενείς των πολιτικών κρατούμενων κάνουν την ίδια δουλειά…
Το λάθος του Αναστασιάδη
Αλλά ας γυρίσουμε οτον Αναστασιάδη. Εστειλε — όπως είπαμε — ένα μήνυμα για απομόνωση του Σπανού. Ως εδώ καλά. Η κίνηση του φαίνεται λογική και σωστή. Κάνει όμως το βαρύ λάθος να μην πει ποιος άλλος γνωρίζει το σπίτι του αστυφύλακα. Περίεργη στάση. Αν πραγματικά ενδιαφερόταν για τη διαλεύκανση της υπόθεση, θα έπρεπε να πει ότι και ο ίδιος ζήτησε να το χρησιμοποιήσει και ότι με δική του πρωτοβουλία «δόθηκε» στον Καββαδία. Μα αυτό θα σήμαινε ότι δε φοβόταν τίποτα, στα τέλη Ιανουαρίου — αρχές Φεβρουαρίου . Εφόσον, πάλι, εμφανίζεται να «δίνει» σπίτι στον Καββαδία, είναι φυσικό να συμπεράνουμε πως είχε κάνει ανάλογους χειρισμούς και σε άλλες περιπτώσεις…
Ανακαλύπτεται η φόρμουλα της «κατασκοπείας», για τη δίωξη κομμουνιστών. Χαρακτηριστική «είδηση» από τη «Βραδυνή» της 30/3/1951.
Μια ακόμη παρατήρηση, που δίνει νέα διάσταση στην «μπερδεμένη» αυτή ιστορία. Αν το σπίτι είχε «καρφωθεί» από το Σπανό ή τον Πλουμπίδη, αυτοί ήταν φυσικό να δώσουν πλήρη στοιχεία στις αρχές. Ο Αναστασιάδης ήταν το ανώτατο στέλεχος του παράνομου μηχανισμού και φυσικό θα ήταν τότε να πιαστεί. Η Ασφάλεια όμως, όταν πήγε στη οδό Λάμπρου, δε γνώριζε ότι θα βρεθεί στο σπίτι εν ενεργεία αστυφύλακα. Εκείνος λοιπόν που «έδωσε» το σπίτι αγνοούσε το στοιχείο αυτό, ή η Ασφάλεια δεν έριξε βάρος στη σχετική πληροφορία. Ο Αναστασιάδης μπορούσε εύκολα να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Το ότι αργότερα πιάσανε τον αστυφύλακα Χωραΐτη δεν πρέπει να δημιουργεί συγχύσεις. Ο Χωραΐτης πιάστηκε μετά από αποκαλύψεις του Καββαδία, πράγμα κοινά γνωστό. Το σκοτεινό σημείο εξακολουθεί να βρίσκεται στην παράξενη αυτή επίσκεψη της αστυνομίας στο σπίτι όπου κρυβόταν ο Αναστασιάδης… Και θα ήταν αφέλεια να σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με γκάφα της Ασφάλειας, πως ήξερε δηλαδή ότι εκεί κρυβόταν ο Αναστασιάδης και τον άφησε να μετακινηθεί.
Ο Ζαχαριάδης δίνει τη δική του «λύση»…
Για το Ζαχαριάδη τα πράγματα κινήθηκαν σε διαφορετικό επίπεδο. Η λογική του, του λέει ότι υπάρχει χαφιές. Αφού — κατά τη γνώμη του — όλα κινούνται σε σωστή γραμμή, μόνο χαφιές θα μπορούσε να κάνει αυτή τη ζημιά. Ετσι παραβλέπει τα πάντα. Παραβλέπει κυρίως την τρομερή συρρίκνωση της οργάνωσης και το ότι η Ασφάλεια είχε περικυκλώσει από πολλές πλευρές το κέντρο της παράνομης δουλειάς. Η λύση του «χαφιέ» — Σπανού, του ήρθε πολύ βολική και δεν κάθησε να σκεφτεί τίποτα. Αν και ήξερε πολύ καλά τι σημαντικό πόστο δουλειάς κρατά ο Σπανός, τα τινάζει όλα στον αέρα… Γιατί είναι πολύ φυσικό, εκείνοι που συνεργάζονται με το Σπανό, να εγκαταλείψουν την οργάνωση. Και είναι επίσης φυσικό ο Σπανός που γνώριζε τα πάντα, να συνεχίσει να κινείται — όπως και έγινε — ανάμεσα στις παράνομες οργανώσεις και να «βλέπει» το Βαβούδη και τον Πλουμπίδη (οι τελευταίοι βέβαια δεν πίστεψαν ποτέ πως έχουν να κάνουν με χαφιέ). Το ίδιο φυσικό ήταν — τέλος — αυτοί που συνεργάζονται με το Σπανό και έχουν ήδη πιαστεί, να αναδιπλώνονται και να «σπάνε» εύκολα. Αλλά ας σκεφτούμε και τη θέση εκείνων που είχαν παραχωρήσει το σπίτι τους σε παράνομους και τώρα μάθαιναν πως ο Σπανός είχε καταγγελθεί σαν χαφιές από το κόμμα…
Η περιπέτεια του Σπανού συνεχίζεται
Ομως ο μεγάλος παραλογισμός του Ζαχαριάδη είναι ότι αφήνει επικεφαλής της παράνομης δουλειάς τον Πλουμπίδη, που… συνεργαζόταν άμεσα με το Σπανό. Ούτε για μια στιγμή δεν του γεννιέται τότε η αμφιβολία γι’ αυτόν, θα περάσουν χρόνια για να θυμηθεί ξανά το σπίτι του Αναστασιάδη και να ρίξει το «ανάθεμα» του χαφιέ στον Πλουμπίδη. Για άλλους λόγους…
Μάρκος Βαφειάδης: Υπήρξε ο στρατιωτικός εγκέφαλος των πολλών επιτυχιών του Δημοκρατικού Στρατού. Αντιτάχτηκε στο Ζαχαριάδη και βαφτίστηκε «ύποπτος»…
Ο Αμερικανός στρατηγός Βαν Φλητ. Οι αποτυχίες του στη διάρκεια του 1948 υποχρέωσαν τους Αμερικανούς ν αλλάξουν γραμμή.
Ο Σπανός συναντιέται — όπως είπαμε — με τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού στο Μπουρέλι της Αλβανίας. Εκεί ο Παρτσαλίδης του ζητά να προχωρήσει σε έκθεση. Αυτός συμφωνεί. Στη συνέχεια, μαζί με τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού φεύγει με πλοίο για την Τασκένδη. Εκεί, μένει για ένα διάστημα σε «καραντίνα» και τον στέλνουν να δουλέψει σε εργοστάσιο για 2 — 3 μήνες. Ξαφνικά η «καραντίνα» λήγει. Οι Γούσιας και Μπαρτζώτας του ανακοινώνουν ότι το θέμα του διευθετήθηκε και του αναθέτουν κομματική δουλειά. Ενα χρόνο αργότερα εκδηλώνεται η σύγκρουση Παρτσαλίδη — Ζαχαριάδη. Ο τελευταίος δεν έχει φραγμούς. Οταν συγκρούεται με κάποιον τον συντρίβει και δε δείχνει γι’ αυτό ιδιαίτερες ευαισθησίες. Με τον Παρτσαλίδη διαφώνησε πολιτικά, αλλά «χτυπάει» σε άλλα επίπεδα, θυμάται τη δραπέτευση του από την Ικαρία, την οποία είχε οργανώσει ο Σπανός, σε συνεργασία με τον Αναστασιάδη. Για τη δραπέτευση αυτή είχε χρησιμοποιηθεί και ο Ικαριώτης Θεόφιλος Γιόκας, που κάποτε είχε συνδεθεί με την αντικατασκοπεία της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Και παρ’ όλο που ο Γιόκας ήταν και αυτός πρόσφυγας οτην Τασκένδη, ο Παρτσαλίδης κατηγορείται… Για ύποπτες σχέσεις με την Ιντέλιτζενς Σέρβις. Και φυσικά νεκρανασταίνεται η υπόθεση του Σπανού. Τον καλούν και του αναγγέλουν ότι τον «ξηλώνουν» από γραμματέα της οργάνωσης, οτην οποία οι ίδιοι είχαν τοποθετήσει και του προτείνουν να πάει σε μια επιτροπή διαφώτισης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο Γιάκα είχε δοθεί καΐκι με έγκριση του Ζαχαριάδη, για να μεταφέρει άντρες και όπλα στο Δημοκρατικό Στρατό… Σε λίγο «ξηλώνουν» το Σπανό από τη διαφώτιση και τον ξαναβάζουν σε «καραντίνα». Ζητά να πάει στο εργοστάσιο και πάλι, αλλά δεν τον αφήνουν, και χρειάζεται να γράψει γράμμα στο Πολιτικό Γραφείο του κόμματος, για να του επιτραπεί να εργαστεί… Εμεινε στο εργοστάσιο μέχρι που καταγγέλθηκε επίσημα ο Πλουμπίδης ως χαφιές από το Ζαχαριάδη. Τότε πήγε ο ίδιος ο Ζαχαριάδης να του το πει: «Είδες ποιος ήταν ο χαφιές; Τώρα το θέμα σου έληξε και θα αποκατασταθείς…».
Τα στελέχη αντιδρούν στη «χαφιεδολογία»
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και τη φυγή των ανταρτών, ο Ζαχαριάδης αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Η πολιτική του έχει αποδειχτεί λαθεμένη και οι ευθύνες του είναι βαριές. Αν ήθελε να επιδείξει, τουλάχιστον, πολιτική τόλμη, έπρεπε να παραδεχτεί την αποτυχία του και να παραιτηθεί, μαζί με όλη την ηγεσία που χάραξε την παράλογη εκείνη γραμμή. Μα ο Ζαχαριάδης δε γνώριζε δισταγμούς. Επρεπε τώρα να φορτώσει τις ευθύνες σε άλλους. Προχωρά σε διώξεις κατά του Μάρκου Βαφειάδη, αλλά δε σταματά εκεί. Την τύχη του Βαφειάδη ακολουθούν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, όπως ο Καραγιώργης, ο Παρτσαλίδης και άλλοι. Σκοπός του Ζαχαριάδη είναι να αποδείξει ότι η πολιτική του για την ήταν σωστή και ότι φταίνε «άλλοι» που δεν υλοποιήθηκε. Είναι η εποχή που στις φυλακές, τα πιστά στο Ζαχαριάδη μέλη της ΚΕ, ετοιμάζουν εκθέσεις για να δικαιώσουν τον αρχηγό (εντοπίζουν και εκείνους που δεν επέτρεψαν να βγουν οι οργανωμένοι της Αθήνας στο βουνό). Οι εκθέσεις αυτές γίνονται γνωστές έξω από τις φυλακές και δημιουργούν πραγματικό κομφούζιο και για τον ίδιο το Ζαχαριάδη (για τον οποίο, άλλωστε, γίνονταν). Τα στοιχεία που συγκεντρώνονται από τους Ζαχαριαδικούς — ανάμεσα τους ξεχώριζε ο Κεπέσης — δεν ελέγχονται (αφού είναι απόρρητα για όλους του κρατούμενους)και χαρακτηριστικό είναι το ότι παίρνονται εκλεκτικά, έτσι ώστε να υπηρετούν τη «γραμμή».
Το «μέλλον» του Πλουμπίδη
Στην προσπάθεια του αυτή να διασωθεί, ο Ζαχαριάδης έρχεται διαρκώς σε σύγκρουση με πλατύτερο κύκλο στελεχών, που αρχίζουν να διακρίνουν την πραγματικότητα: ότι ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ένα τραγικό λάθος. Και καθώς ο ίδιος δεν έχει στοιχεία που να δικαιώνουν την πολιτική του, καταγγέλλει για προδότη οποιονδήποτε του φέρει αντιρρήσεις. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα θα κινηθεί και η υπόθεση Πλουμπίδη — Βαβούδη. Οταν ο τελευταίος αρνηθεί να παίξει το ρόλο που θέλει ο αρχηγός, θα γίνει «ύποπτος». Κι όταν θα προβάλλει μια άλλη άποψη, τότε θα στιγματιστεί ως προδότης. Η κίνηση για να βγει προδότης και χαφιές ο Πλουμπίδης αρχίζει από τη στιγμή που δε θα δεχτεί να καλύψει το Ζαχαριάδη, στην προσπάθεια του να βρει άλλους υπαίτιους για την κακή έκβαση του εμφύλιου πολέμου. Οπως και στην περίπτωση του Παρτσαλίδη, ο Ζαχαριάδης αρχίζει να σκαλίζει τα «παλιά του δεφτέρια» για να καταλήξει στο πέταγμα της λάσπης. Και η παλιά υπόθεση του σπιτιού της οδού Λάμπρου, ήταν το βασικό στοιχείο για να στηρίξει την ενοχή του Πλουμπίδη…
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και τη φυγή των ανταρτών στις Λαϊκές Δημοκρατίες, η θέση του Ζαχαριάδη γίνεται δύσκολη. Η πολιτική του, η πολιτική που επέβαλε στο κόμμα με το 7ο Συνέδριο ― και κυρίως με τη 2η Ολομέλεια ― έχει ξεκάθαρα αποτύχει. Καταλαβαίνει πως αυτό σημαίνει παραμερισμό του από την ηγεσία (κι ίσως παραπομπή σε κομματικό δικαστήριο) μια κι έχει ρίξει τον ελληνικό λό και την Αριστερά σε μια τρομακτική περιπέτεια κι έχει οδηγήσει το λαϊκό κίνημα σε μια καταστροφή χειρότερη από εκείνην του Δεκεμβρίου 1944. Μόνη διέξοδος πια γι’ αυτόν και την τότε κομματική ηγεσία είναι να δικαιωθεί η αποτυχημένη πολιτική γραμμή. Πρέπει ν’ αποδειχτεί στον κόσμο, στα μέλη του ΚΚΕ και στις ηγεσίες των αδελφών κομμάτων (στις χώρες των οποίων έχει συγκεντρωθεί η προσφυγιά) ότι το κόμμα έχει κάνει σωστές πολιτικές επιλογές. Πώς όμως θα εξηγηθεί τότε η ήττα; Ποιοι φταίνε γι’ αυτήν; Αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα του Ζαχαριάδη.
Ο Ν. Πλουμίδης στο δικαστήριο
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα διατυπώνει αρχικά την παράλογη θέση ότι ο Δημοκρατικός Στρατός κρατά «το όπλο παρά πόδας»! Τρομερός δονκιχωτισμός, αν σκεφτεί κανείς ότι οι κυνηγημένοι αντάρτες που πέρασαν τα σύνορα αφοπλίστηκαν και περιορίστηκαν σε στρατόπεδα, για να μεταφερθούν ― στη συνέχεια ― μακριά από την Ελλάδα (μέχρι την Τασκένδη και τα βάθη της Ασίας). Με τη δήλωση «το όπλο παρά πόδας» ο Ζαχαριάδης δήλωνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν «επαναστατική», ακόμα και μετά τη συντριπτική ήττα! Ομως μια επαναστατική κατάσταση απαιτεί και επαναστατική λύση… Έτσι για να βρει κάποια λογική εξήγηση, βγάζει το συμπέρασμα ότι οι λαϊκές δυνάμεις γνώρισαν απλώς μια τακτική ήττα, που οφειλόταν αποκλειστικά σε ειδικούς παράγοντες. Και απαριθμεί τους τρεις σημαντικότερους: ο ένας είναι η προδοσία του Τίτο, που κατάφερε «πισώπλατο» χτύπημα στο ΚΚΕ, ο δεύτερος ήταν η τακτική του Μάρκου Βαφειάδη, που είχε υπονομεύσει το κόμμα και διατηρούσε κάποιες επαφές με τον «προδότη» Τίτο, ο τρίτος ― και πιο αποφασιστικός ― ήταν το «σαμποτάρισμα» της κομματικής γραμμής από το κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου της Αθήνα… Πιο υπεύθυνη εμφανίζει τη Χρύσα Χατζηβασιλείου (που θα πεθάνει, σε πλήρη απομόνωση, από λευχαιμία, στη Ρουμανία). Μαζί της ― κατά το Ζαχαριάδη ― ευθύνονται ο Στέργιος Ανάστασιάδης (ήδη εκτελεσμένος τότε) και ο Πλουμπίδης. Από την τριάδα αυτή, εύκολος στόχος ήταν ο τελευταίος…
Τα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ εκδηλώνουν συγκεκριμένες αντιρρήσεις για τα παραπάνω «συμπεράσματα». Πολλοί από τους καπεταναίους του Δημοκρατικού Στρατού αρχίζουν να εκφράζονται υπέρ του Βαφειάδη, πράγμα που φέρνει σε ακόμα πιο δύσκολη θέση το Ζαχαριάδη. Αυτός αντεπιτίθεται και συγκεντρώνει στοιχεία για να «κατακεραυνώσει» τον αντίπαλο του. Οι κατηγορίες κατά του Μάρκου είναι πραγματικά κωμικές: του αποδίδει ότι πριν φύγει για το «βουνό», επισκέφτηκε τη γυναίκα του Καραμαούνα στη Θεσσαλονίκη ― με την οποία τον κατηγορεί ότι είχε σχέσεις ― και της αποκάλυψε την αποστολή του. Αυτή, σαν «χαφιές» που ήταν, πληροφόρησε αμέσως την Ασφάλεια… Τον ισχυρισμό αυτό στήριξε ο Ζαχαριάδης σε βεβαίωση του γραμματέα της Μακεδονίας, Γ. Ερυθριάδη, που έκανε σχετική έρευνα. Στην 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ, το 1956 (οπότε καθαιρέθηκε και ο Ζαχαριάδης) η κατηγορία αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Παρ’ όλα αυτά ο Ερυθριάδης, κρατούμενος τότε στις φυλακές, την επιβεβαίωσε σε μας (συγκροτούμενους του) και ισχυρίστηκε πως είχε ο ίδιος εξακριβώσει την αλήθεια της…
Αναζητώντας το… Σατανά
Αλλη κατηγορία κατά του Μάρκου ήταν ότι, όταν το κόμμα πήρε απόφαση για μαζική επιστράτευση, αυτός, αντί να κινηθεί για την εφαρμογή της απόφασης, πήγε να κάνει λουτρά στο Σμόκοβο…! Ευθυνόταν τέλος ― πάντα κατά το Ζαχαριάδη ― για το ότι έσπειρε ηττοπάθεια στο Δημοκρατικό στρατό, τον οποίο εμπόδισε να μετατραπεί σε τακτική στρατιωτική δύναμη (επηρεασμένος από το «φίλο» του τον Τίτο). Για το κλιμάκιο της Αθήνας απευθύνεται στα φυλακισμένα στελέχη του κόμματος (κυρίως στον πιστό οπαδό της πολιτικής του, το Νίκανδρο Κεπέση) και αρχίζει ένα πραγματικό όργιο αναζητήσεων, στο γνωστό στυλ της χαφιεδομανίας. Η ηγεσία ψάχνει για τον επάρατο «προδότη», όπως ακριβώς οι ρασοφόροι του Μεσαίωνα έψαχναν για τον επάρατο «σατανά». Στους φυλακισμένους αγωνιστές του ΚΚΕ μπαίνει ωμά ένα πρόβλημα: γιατί η οργάνωση της Αθήνας δεν έβγαλε αντάρτες; Υπήρχε κομματική απόφαση γι’ αυτό… Ποιος εμπόδισε την εφαρμογή της; Ποιος σαμποτάρι ― σε τη γραμμή; Μέσα στη σκληρή δοκιμασία που περνούσαν όλοι οι φυλακισμένοι, ο «χαφιές» ήρθε να δώσει τη «λύση» κι έγινε σκιά τους. Κανένας τους δεν είχε προβληματιστεί μέχρι τότε σοβαρά για τη ζαχαριαδική πολιτική και την αναγκαιότητα του εμφύλιου πολέμου. Ενός πολέμου στον οποίο η Αθήνα δεν είχε δώσει αντάρτες, ενώ έπρεπε, ενώ είχε αποφασιστεί. Αρχίζουν να αναζητούν το «σατανά» της παράνομης δουλειάς, χωρίς ν’ αμφισβητούν την ειλικρίνεια του Ζαχαριάδη. Δε σκέφτονται ― ακόμα ― αν ήταν δυνατό να βγουν μαζικά αντάρτες έξω από την Αθήνα. Κανείς τους δε θυμάται ότι το πρόβλημα είχε ήδη απασχολήσει το κόμμα και ότι είχε αποφασιστεί να δημιουργηθεί θύλακας στον Κιθαιρώνα, που να μπορέσει να καλύπτει τις απαραίτητες κινήσεις. Ξεχνούν ακόμη ότι η δημιουργία αρχηγείου σε Κιθαιρώνα ― Αττική είχε αποτύχει, όταν σκοτώθηκε ένα ανώτατο και λαμπρό στέλεχος του Δημοκρατικού Στρατού, ο Πελοπίδας…
Εν όψει εκλογών
Ο Ζαχαριάδης τα γνωρίζει και τα θυμάται όλα αυτά, αλλά πρέπει να δικαιολογήσει την αποτυχία του, να κρατήσει την αρχηγία του κόμματος. Δε δείχνει να διστάζει ούτε στιγμή. Καταλαβαίνει ότι τα περισσότερα από τα στελέχη της Αθήνας νιώθουν κάποτε ενοχές, ή έχουν κάποιες αναστολές, οπότε θα «σκύψουν το κεφάλι». Κανένας τους δεν μπορεί να δει καθαρά την αλήθεια, ν’ αντισταθεί (όπως ― αντίθετα ― γίνεται με τα στελέχη που ζουν στις Λαϊκές Δημοκρατίες).
Ενώ ο ηττημένος Δημοκρατικός Στρατός έχει πια διαλυθεί, ο Ζαχαριάδης προσπαθεί να συγκροτήσει μικρές ανταρτικές ομάδες στα βουνά, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν ως σύνδεσμοι με τις παράνομες οργανώσεις που θέλει ν’ αναπτύξει στην Αθήνα. Εκεί όμως εξελίσσονται ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Οι Αμερικανοί επιδιώκουν να κάνουν την Ελλάδα «Μπανανιά» τους ― κατά την έκφραση του Πιουριφόι ― και θεωρούν για το σκοπό αυτό απαραίτητους κάποιους δημοκρατικούς θεσμούς. Διερευνούν το πολιτικό κλίμα της χώρας και διαπιστώνουν ότι πρέπει να συγκρουστούν με το παλάτι, το πειθήνιο όργανο της αγγλικής πολιτικής. Θέλουν να διαμορφώσουν ένα καθαρά αμερικάνικο πλαίσιο πολιτικών εξελίξεων. Προκηρύσσονται εκλογές για τις 5 Μαρτίου 1950 (6 μόλις μήνες από τη λήξη του εμφυλίου) που βάζουν το Ζαχαριάδη μπροστά σε νέα προβλήματα, στα οποία αδυνατεί αντικειμενικά να δώσει λύση (το ΚΚΕ είναι παράνομο, και τα βασικά του στελέχη βρίσκονται στη φυλακή ή στο εξωτερικό. Στην Αθήνα, στο μεταξύ, κινούνται οι παλιοί αριστεροί που δεν είχαν συμφωνήσει και δεν είχαν εμπλακεί στον εμφύλιο πόλεμο, με σκοπό την κάθοδο τους στις εκλογές. Ύστερα από διαβουλεύσεις σχηματίζεται η Δημοκρατική Παράταξη, από τις οργανώσεις ΕΛΔ ― ΣΚΕ (των Τσιριμώκου και Σβώλου), τους Αριστερούς Φιλελεύθερους (των Χατζημπέη και Ν. Γρηγοριάδη) και τους Αριστερούς Δημοκρατικούς (του Σοφιανόπουλου).
Η διαφωνία Πλουμπίδη
Οι υπεύθυνοι της Δημοκρατικής Παράταξης φοντίζουν να έλθουν σε επαφή με το κλιμάκιο του ΚΚΕ, δηλαδή με τον Πλουμπίδη, που εγκρίνει τη συγκρότηση της. Αυτό εξοργίζει το Ζαχαριάδη, ο οποίος βλέπει ότι το ΚΚΕ δεν μπορεί ν’ ασκήσει κανένα ουσιαστικό έλεγχο στο νέο πολιτικό σχηματισμό. Οι ηγέτες του τελευταίου έχουν διαφωνήσει ανοιχτά μαζί του το Δεκέμβριο του 1944… Ο Πλουμπίδης ενέκρινε το σχηματισμό της Δημοκρατικής Παράταξης πιστεύοντας ότι έπρεπε να υπάρξει μια νόμιμη έκφραση της Αριστεράς, έστω κι αν δεν ελεγχόταν από το ΚΚΕ. Η συλλογιστική του, αλλά και η επιμονή του σ’ αυτήν, τον έφεραν σε άμεση σύγκρουση με το Ζαχαριάδη. Η συνέχεια είναι γνωστή: τον περίμενε το στίγμα του προδότη, του «χαφιέ». Η «ξεχασμένη» ιστορία του σπιτιού του Αναστασιάδη, θα αναβίωνε. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, η Δημοκρατική Παράταξη παίρνει το 9,7% των ψήφων και βγάζει συνολικά 18 βουλευτές. Η ηγεσία του ΚΚΕ απαιτεί τον άμεσο έλεγχο πάνω στην πολιτική του νέου κόμματος, αλλά δεν εισακούγεται. Το χάσμα μεγαλώνει. Ο Πλουμπίδης πιστεύει ότι ο έλεγχος αυτός δεν είναι αναγκαίος και ο Ζαχαριάδης υποχρεώνεται ν’ αντιδράσει. Δημιουργεί νέο κέντρο του παράνομου μηχανισμού και μεθοδεύει έτσι την απομόνωση του Πλουμπίδη. Τα κομματικά στελέχη έρχονται σ’ επαφή με το νέο κέντρο και παίρνουν γραμμή να «ξεκόψουν» από τον παλιό τους υπεύθυνο. Ο Πλουμπίδης βλέπει να ματαιώνονται, το ένα μετά το άλλο τα κομματικά του ραντεβού. Ομως το κόμμα δεν τον «ξεκόβει» τελείως. Συνεχίζει να του στέλνει οδηγίες και να παίρνει πληροφορίες απ’ αυτόν, ενώ ταυτόχρονα του διαλύει τις οργανώσεις και τον απομονώνει από τα στελέχη…
Ο Πλουμπίδης… ψάχνει για το… χαφιέ
Την άνοιξη του 1950 ο Ζαχαριάδης αποφασίζει να στείλει το Ν. Μπελογιάννη στην Αθήνα, για να «ξεκαθαρίσει» τα πράγματα (θα γινόταν ο αρχηγός του νέου κλιμακίου και θα «ανακάλυπτε το χαφιέ» που είχε καταφέρει τόσα χτυπήματα στο κόμμα). Παράλληλα, ο οταθμος του ΚΚΕ «Ελεύθερη Ελλάδα» καλεί καθημερινά τους κομμουνιστές να ανακαλύψουν και να απομονώσουν τους «χαφιέδες», αλλά και να δημιουργήσουν «ανεξάρτητες» κομμουνιστικές οργανώσεις, που να μην έχουν επαφή με εκείνες που έχουν «διαβρωθεί από την Ασφάλεια». Το παράξενο είναι ότι την επιχειρηματολογία αυτή αποδέχτηκε καλόπιστα… κι ο ίδιος ο Πλουμπίδης (δεν μπορούσε ακόμα να φανταστεί ότι στόχος ήταν ο ίδιος…). Εδώ όμως εμφανίζεται ένας νέος παραλογισμός. Βάση της παράνομης δουλειάς είναι ο Ν. Βαβούδης, που χειριζόταν τους
Ο Κώστας Κολιγιάννης. Γραμματέας του ΚΚΕ μετά την πτώση του Ζαχαριάδη. Ζήτησε «άφεση αμαρτιών» για τον Κασιμάτη
2 ασύρματους. Με τους ασύρματους η ηγεσία του ΚΚΕ επικοινωνούσε με την Αθήνα, για να δώσει εντολές και να πάρει πληροφορίες. Ο Βαβούδης ήταν επομένως συνδετικός κρίκος του Ζαχαριάδη με τη νέα παράνομη οργάνωση και επομένως γνώστης και των λεπτότερων κομματικών χειρισμών. Παρ’ όλα αυτά όχι μόνο έχει επαφή με τον Πλουμπίδη, αλλά βρίσκεται επίσημα και… κάτω από την επίβλεψη του. Τώρα πώς γίνεται να απομονώνεις κάποιον σαν ύποπτο χαφιεδισμού και ταυτόχρονα να του αφήνεις τον έλεγχο των μόνων μέσων επικοινωνίας με την ηγεσία στο εξωτερικό ― που χρησιμοποιεί και το νέο κέντρο ― είναι… συνωμοτική λογική, που δύσκολα εξηγείται…
Ο Μπελογιάννης στην Αθήνα
Τον Ιούνιο του 1950 ξεκινά για την Αθήνα ο Νίκος Μπελογιάννης, με την εντολή να βρει τη αυτόνομες οργανώσεις και να αποφύγει τις «διαβρωμένες από την Ασφάλεια». Μοναδικός που γνωρίζει την άφιξη του εδώ είναι ο ασυρματιστής Βαβούδης, μέσο του οποίου θα γίνεται η επικοινωνία με το Ζαχαριάδη. Αν ο τελευταίος, θεωρούσε πραγματικά χαφιέ τον Πλουμπίδη ― που έλεγχε τη δουλειά του ασυρμάτου ― τότε βγάζουμε το συμπέρασμα ότι έστελνε τον Μπελογιάννη κυριολεκτικά στο «στόμα του λύκου». ‘ Οτι τον παρέδιδε μέσο του «χαφιέ» στην Ασφάλεια. Φυσικά όπως δε συμφωνούμε με τη σκέψη ότι ο Πλουμπίδης ήταν χαφιές, το ίδιο απορρίπτουμε και κάθε άποψη ότι ο Ζαχαριάδης ήθελε συνειδητά κάτι τέτοιο. Ο Ζαχαριάδης θεωρούσε απλώς τον εαυτό του μεγάλο ηγέτη, αλάθητο θεωρητικό, έξυπνο συνωμότη (στα πρότυπα του «μεγάλου» Στάλιν) και ήταν αδίσταχτος όταν αποφάσιζε κάτι. Και καθώς τα πράγματα του πήγαιναν ανάποδα ― γιατί ακριβώς είχε κάνει λάθος επιλογή ― αυτός δε δίσταζε να «θυσιάσει» τους πάντες και τα πάντα για να δικαιωθεί και να «σώσει» καταστάσεις…
Η έκθεση Κασιμάτη
Η κατηγορία κατά του Πλουμπίδη ήταν δεδομένη αλλά αναπόδεικτη. Η τότε κομματική ηγεσία γνώριζε ότι αδυνατούσε ακόμα να μιλήσει ανοιχτά εναντίον του ή να εκδώσει μια σχετική απόφαση, μια και θα γινόταν ελάχιστα πιστευτή, κυρίως σ’ όσους είχαν συνεργαστεί άμεσα μαζί του. Το πρόβλημα θα έλυνε ο Σταύρος Κασιμάτης, μέλος της
Επιτροπής Πόλης Αθήνας του ΚΚΕ (που σχηματίστηκε μετά τη σύλληψη του Αχιλλέα Μπλάνα). Αυτός είχε κατηγορηθεί παλαιότερα για οικονομικές ατασθαλίες στο κόμμα και ήταν φοβισμένος. Το 1950 «βγαίνει» στο εξωτερικό και ο Ζαχαριάδης φροντίζει να «αξιοποιήσει» τις ενοχές του και να τον χρησιμοποιήσει για την πραγμάτωση των σχεδίων του (ήταν ο «κατάλληλος» άνθρωπος, και τον «κρατούσε στα χέρια του»). ‘ Ετσι και έγινε. Ο Κασιμάτης θα συντάξει τελικά την περίφημη έκθεση, με την οποία ο Πλουμπίδης βαφτιζόταν επίσημα χαφιές. Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη στην 6η Ολομέλεια του 1956, ο Κασιμάτης εκλέγεται στο 7μελές Γραφείο του ΚΚΕ, που θα αντικαταστήσει το Πολιτικό Γραφείο. Η νέα ηγεσία διαπιστώνει γρήγορα τις ευθύνες του για την ενοχοποίηση του Πλουμπίδη, τον διώχνει από το πόστο του, τον διαγράφει από την Κεντρική Επιτροπή και τον απομονώνει στο Ιάσιο της Ρουμανίας (όπου και σπουδάζει στο Πολυτεχνείο). Μετά το 8ο συνέδριο του ΚΚΕ (1961), ο Κασιμάτης ζητά με επιστολή προς την Κεντρική Επιτροπή να συζητηθεί το θέμα του
και να αποκατασταθεί, γιατί κατά τη σύνταξη της περίφημης έκθεσης του ήταν θύμα του Ζαχαριάδη! Η τότε κομματική ηγεσία είναι βαθιά διχασμένη ως προς το πρόσωπο του. Ο Κ. Κολιγάννης υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει αποκατάσταση, μια και όλοι είχαν διατελέσει ― με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ― θύματα της Ζαχαριαδικής πολιτικής ενώ ο Μ. Τσιάντης αντιδρά, θεωρώντας τον υπεύθυνο για όλη την κατάσταση.
Πώς στήθηκε η πλεκτάνη
Ο Κασιμάτης επιμένει στο θέμα της αποκατάστασης του, με νέες επιστολές. Τελικά αποφασίζεται να συνεδριάσει η Κεντρική Επιτροπή, με αποκλειστικό θέμα το δικό του. Στην ολομέλεια που ακολουθεί (4η ή 5η του 8ου Συνεδρίου), ο Κασιμάτης, από τη θέση του εισηγητή, υποστηρίζει ότι τα όσα έγραψε στην περίφημη έκθεση του ― που στάθηκε «απόδειξη» για το «χαφιεδισμό» του Πλουμπίδη ― ήταν επινόηση του Ζαχαριάδη. Λέει ακόμα ότι στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν ενεργά και άλλα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ. Ενα απ’ αυτά, ο Β. Μπαρτζώτας, είχε πάει και τον είχε βρει.
Αφού μίλησαν για το πρόβλημα, τον ρώτησε τι γνώμη είχε για τον Πλουμπίδη, δίνοντας του να καταλάβει ότι η Κεντρική Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ήταν χαφιές. Επειδή ο ίδιος ο Κασιμάτης ήταν ήδη εκτεθειμένος ― με το παλιότερο θέμα των οικονομικών ατασθαλιών ― φοβήθηκε πως αν δε συνταχθεί με τι απόψεις της ηγεσίας θα «έβρισκε τον μπελά»του. Ο Μπαρτζώτας, βλέποντας το δισταγμό του, του εξηγεί ότι μπορεί να μιλήσει «ελεύθερα», μια και ο Πλουμπίδης «ποτέ δε στάθηκε στο ύψος του» και έχει πολλές «σκιές» στη δράση του… Αυτό ακριβώς ― κατά τον Κασιμάτη ― είναι που τον έσπρωξε να κάνει την έκθεση με τα κατασκευασμένα στοιχεία. Αλλωστε ― λέει ― είχε και μια προσωπική τραυματική εμπειρία από τον Πλουμπίδη: όταν συνεργαζόταν μ’ αυτόν στην Αθήνα, κατάλαβε κάποτε τον εαυτό του απομονωμένο• ο Πλουμπίδης τον είχε «στήσει» σε 3 ραντεβού, γεγονός που ίσως οφειλόταν σε ορισμένες διαφωνίες τους… Ο Κασιμάτης συναντήθηκε με τον Μπαρτζώτα τρεις φορές και μετά προχώρησε στη σύνταξη της έκθεσης. Ακολούθησε η σύνδεση του με τον Αλέκο Ψηλορείτη και το Στάθη Καραγεώργη ― ήσαν συντάκτες της «Ελεύθερης Ελλάδας». Μ’ αυτούς θα ετοίμαζαν την επίσημη πια καταγγελία του Πλουμπίδη, όταν θα το επέτρεπαν οι περιστάσεις.
Τα φυλακισμένα στελέχη επιβεβαιώνουν
Οι «απόψεις» του Κασιμάτη μεταβιβάστηκαν στα κρατούμενα κομματικά στελέχη της Αθήνας που τις «επιβεβαίωσαν». Πίσω από τις συλλήψεις και τις «ατυχίες» της παράνομης δουλειάς τους, ξεπρόβαλε πια ο υπεύθυνος, ο «χαφιές» Πλουμπίδης… Ο Ζαχαριάδης είχε πετύχει βασικά το στόχο του. Μεγάλο του «ατού» ήταν το περίφημο σπίτι του Αναστασιάδη ― για το οποίο μιλήσαμε στο προηγούμενο τεύχος ― που είχε «δοθεί» στην Ασφάλεια από τον «προδότη», για να ακολουθήσουν οι πολυάριθμες συλλήψεις ηγετικών στελεχών της παράνομης δουλειάς. Ας σημειωθεί ότι ανάμεσα σ’ εκείνους που «επιβεβαίωσαν» την έκθεση Κασιμάτη περιλαμβάνεται και ο Μπάμπης Δρακόπουλος, καθώς και ο Αχιλλέας Μπλάνας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τις συζητήσεις στην ολομέλεια, ο Τσιάντης αντέδρασε στην εισήγηση του Κασιμάτη και απέρριψε τις δικαιολογίες του. Δεν επιτρέπεται ― είπε ― να προβάλλει τέτοιους λόγους ένα ανώτερο στέλεχος που δούλεψε παράνομα τόσα χρόνια. Είχε την υποχρέωση να μην κρύψει από τότε την αλήθεια, γιατί τελικά, με την τακτική αυτή, εξαπατήθηκε ολόκληρο το κόμμα. Ο Κολιγάννης ― αντίθετα ― υποστήριξε ότι ο Κασιμάτης υπήρξε κι αυτός θύμα του ζαχαριαδισμού, αλλά δεν έπεισε την Κεντρική Επιτροπή να τον αποκαταστήσει. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην τοπική οργάνωση του Κασιμάτη, που του απέδωσε και πάλι την ιδιότητα του απλού κομματικού μέλους. Σημασία έχει ότι τα στοιχεία της έκθεσης Κασιμάτη είχαν αποδειχτεί πλαστά. Η υπόθεση Πλουμπίδη ήταν σκευωρία του Ζαχαριάδη, που για να αντιμετωπίζει τις διαφωνίες μέσα στο κόμμα, φρόντιζε να εξουθενώνει ηθικά τους αντιπάλους του. ‘ Ετσι στο 8ο Συνέδριο, συντελείται η πρώτη ουσιαστική αποκατάσταση του Πλουμπίδη…
Ο αστυνόμος Θ. Ρακιτζής, ένας από τους «αρχιτέκτονες» των δικαστικών σκευωριών
Ομως ας κλείσουμε την παρένθεοη κι ας γυρίσουμε πίσω, στην Αθήνα του 1950. Δεν πρόκειται φυσικά ν’ ασχοληθούμε λεπτομερειακά με την υπόθεση Μπελογιάννη, παρά μόνο στα σημεία που συναντιέται με την υπόθεση Πλουμπίδη.
Ο «διαβρωμένος» μηχανισμός
Ετσι, σημειώνουμε τα παρακάτω: Στα τέλη Ιουνίου 1950 ο Μπελογιάννης φεύγει από την έδρα της Κεντρικής Επιτροπής με κατεύθυνση την Αθήνα. Πρώτη του δουλειά είναι να έλθει σε επαφή με το Βαβούδη (φυσικά όχι με τον «ύποπτο» Πλουμπίδη) και να ενημερωθεί έτσι η ηγεσία για την άφιξη του. Φτάνει εδώ αεροπορικά ως τουρίστας, με πλαστό διαβατήριο (η Ασφάλεια αργότερα θα πει πολλά για την πορεία του μέσο Παρισιού και Ρώμης• ο Ίδιος όμως δε μίλησε ποτέ γι’ αυτήν). Από το αεροδρόμιο πηγαίνει κατευθείαν στο ξενοδοχείο «Μέγα» στα Χαυτεία, όπου και κλείνει δωμάτιο. Στη συνέχεια ειδοποιεί «πάνω» ότι έφτασε, προφανώς μέσο του Βαβούδη (ο ίδιος ο Μπελογιάννης ποτέ δεν παραδέχτηκε την επαφή αυτή). Δεν ξέρουμε πόσο καιρό έμεινε στο ξενοδοχείο. Μάλλον ελάχιστα. Από τις πρώτες μέρες αλλάζει το πλαστό διαβατήριο του με μια πλαστή ταυτότητα και «μπαίνει» στην παράνομη δουλειά. Τι σημαίνει όμως παρανομία για ένα στέλεχος που έρχεται απ’ «έξω»; Για να κινηθεί και να κάνει τη δουλειά του χρειάζεται, πριν απ’ όλα, χρήματα. Σαν τουρίστας ο Μπελογιάννης δεν έχει φέρει παρά ελάχιστα, όσα δηλαδή επιτρέπει ο νόμος (που δε φτάνουν ούτε για τρεις μέρες). Πρέπει λοιπόν να βρει. Τα χρήματα που προορίζονται όμως για παράνομο είναι δύσκολο να διακινηθούν. Αν τα φέρει κάποιος κατευθείαν από «έξω» μπαίνει αναγκαστικά στα μυστικά του παράνομου μηχανισμού, με κίνδυνο να τον «τινάξει στον αέρα». ‘ Ετσι, η ηγεσία του ΚΚΕ, που βρισκόταν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, είχε φροντίσει να εξασφαλίσει ένα μηχανισμό χρηματοδότησης των στελεχών του. Ο μηχανισμός αυτός αποτελείται από ένα κεντρικό διαχειριστή, από τους συνδέσμους παροχής των χρημάτων, κι από το δίκτυο που καθορίζει τη διοχέτευση τους, εκεί που χρειάζεται. Την εποχή που φτάνει ο Μπελογιάννης στην Αθήνα, κεντρικό πρόσωπο του μηχανισμού χρηματοδότησης είναι η Ελλη Ιωαννίδου ― Παππά. Σ’ αυτή φτάνουν τα χρήματα από το εξωτερικό και μέσο αυτής διοχετεύονται στις παράνομες οργανώσεις. Ο Μπελογάννης έρχεται έτσι άμεσα σε επαφή με την Έλλη, που έμελλε να γίνει μητέρα του παιδιού του… Ολόκληρος ο μηχανισμός με τον οποίο έρχεται σε επαφή ο Μπελογάννης, από την ώρα της άφιξης του εδώ ― ασύρματος με το Βαβούδη, οικονομικά με την Ελλη ― είναι κοινός και για τις παλιές κομματικές οργανώσεις (τις «διαβρωμένες» κατά το Ζαχαριάδη) και για τις νέες, που υποτίθεται ότι δημιουργούνται στο μεταξύ. Αν όμως η Ασφάλεια είχε διαβρώσει τις οργανώσεις του Πλουμπίδη, τότε ήταν φυσικό να γνώριζε το ρόλο της Ελλης. Αν, πάλι, δεν υπήρχε πράκτορας της Ασφάλειας που να φτάνει μέχρι αυτήν, ήταν απλός ο τρόπο να την εντοπίσουν: αρκούσε να έπαιρναν από κοντά τον Πλουμπίδη. Τα ίδια ισχύουν φυσικά και σ’ ότι αφορά το Βαβούδη.
Η «είδηση», από την «Ακρόπολη» της 30/11/1954.
Τα παραπάνω ισχύουν αν υπήρχε απλά μια «διάβρωση» των οργανώσεων του Πλουμπίδη, χωρίς ο ίδιος να είναι άμεσα χαφιές. Αν υποτεθεί ότι ήταν χαφιές ― όπως ισχυρίζεται ο Ζαχαριάδης ― τότε τα πράγματα είναι πιο απλά: και η Ελλη και ο Βαβούδης είναι στα χέρια της Ασφάλειας και σ’ αυτούς στέλνεται τώρα ο Μπελογιάνης, για να αναδιοργανώσει το κόμμα!!! Τι να πει κανείς για την οργανωτική λογική της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ; Θα φτάναμε να αποδεχτούμε τη γνώμη του Πότη Παρασκευόπουλου, που στον « Ανθρωπο με το γαρύφαλο» διατυπώνει τη σκέψη, πως ο Ζαχαριάδης επιδίωκε τότε δυο στόχους: από τη μια μεριά να «αποκαλύψει» το ρόλο του «πράκτορα» ― Πλουμπίδη, κι από την άλλη να αναδείξει ένα μάρτυρα ― ήρωα του κόμματος, στέλνοντας τον Μπελογιάννη σε σίγουρο θάνατο… Ομως τα πράγματα αποδεικνύουν ότι ο Ζαχαριάδης δεν είχε τέτοιες προθέσεις αλλά απλά ότι έβλεπε τα πάντα τελείως πρακτικά. Οι κινήσεις του δείχνουν πως σίγουρα δε θεωρούσε τον Πλουμπίδη χαφιέ, άσχετα με το αν οι στενοί συνεργάτες του (Μπαρτζώτας, Γούσιας, Βλαντάς) είχαν φτάσει να πιστεύουν, κάτι τέτοιο. Χρειαζόταν απλά ένα, έστω και ψεύτικο, άλλοθι για την αποτυχία του, έναν «κακό δαίμονα» που έφταιγε για την ήττα… Η Χρύσα Χατζηβασιλείου και ο Αναστασιάδης ήταν νεκροί κι αν τολμούσε να στραφεί εναντίον τους θα ξεσηκώνονταν κι οι πέτρες. Ο Πλουμπίδης ήταν ευάλωτος και θα μπορούσε εύκολα να παίξει το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, να σώσει με τη θυσία του την τιμή του κόμματος, της «γραμμής» και του αρχηγού… Ιδιαίτερα από την άνοιξη του 1950, οι «χειρισμοί» αυτοί εμφανίζονται αναγκαίοι για το Ζαχαριάδη. Ηταν η εποχή που πλήθαινε ο όγκος των «δυσαρεστημένων» στο κόμμα, κι ακόμα η εποχή που ορισμένα στελέχη (Καραγεώργης, Παρτσαλίδης και άλλοι) έβαζαν σχεδόν ανοιχτά θέμα ηγεσίας. Με την υπόθεση χαφιεδοποίηοης του Πλουμπίδη θα ενίσχυε τη θέση του και στη συνέχεια θα διοργάνωνε την Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (Οκτώβριος 1950), με την οποία θα εξαφάνιζε ― όπως και πίστευε ― κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή.
Ο Μπελογιάννης συνδέεται με Πλουμπίδη ― Βαβούδη
Ο μηχανισμός του οικονομικού ήταν ο πιο αδύνατος στο κομματικό σύστημα παρανομίας. Τα χρήματα έφταναν μέσο ναυτιλιακού γραφείου από τη Γαλλία και παραδίδονταν στο Δ. Μπάτση, ο οποίος τα μετέφερε στην Ελλη Ιωαννίδου ― Παππά. Αυτή είχε άμεση επαφή με τον Πλουμπίδη και τον Μπελογιάννη. Οταν αργότερα, έγινε ανοιχτή καταγγελία κατά του Πλουμπίδη, ο Ζαχαριάδης κατηγόρησε και την ‘ Ελλη, ότι τον έφερε σε επαφή με τον Μπελογιάννη! Κι όμως τα πράγματα γίναν αντίστροφα, μια και ουσιαστικά ο Πλουμπίδης είναι αυτός που πήγε τον Μπελογιάννη στην Ελλη. Ο Ζαχαριάδης ήξερε φυσικά την αλήθεια αλλά τη διαστρέβλωσε συνειδητά, έτσι ώστε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Η επαφή Μπελογιάννη ― Πλουμπίδη πρέπει να θεωρείται βέβαιη και έγινε κάτω από τις εξής συνθήκες: μετά την αφιξή του, ο Μπελογιάννης συναντήθηκε με το Βαβούδη και μετά με τον Πλουμπίδη. Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί έγινε αυτό, ενώ υπήρχαν αντίθετες επιλογές της ηγεσίας. Μα απλούστατα γιατί ο Μπελογιάννης διαπίστωσε, αφού προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τις παράνομες οργανώσεις, ότι τα μέλη και τα στελέχη τους διατηρούσαν επαφές με τον Πλουμπίδη. Δεν είχαν πιστέψει τις φήμες που είχε έντεχνα διοχετεύσει ο Ζαχαριάδης. Ετσι, ο Μπελογιάννης ήταν υποχρεωμένος να κινηθεί με τον τρόπο που κινήθηκε για να πετύχει την αποστολή του και να κατευθύνει την παράνομη δουλειά. Σήμερα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, ότι ― όπως αποδεικνύουν τά πράγματα ― ούτε ο ίδιος ο Μπελογιάννης θεωρούσε τον Πλουμπίδη χαφιέ.
Ο υπάλληλος του ναυτιλιακού γραφείου
Ο Δ. Μπάτσης παραλάμβανε τα χρήματα από το ναυτιλιακό γραφείο, και πιο συγκεκριμένα από κάποιον υπάλληλο του γραφείου αυτού. Ο μηχανισμός λειτουργεί φυσιολογικά μέχρι τη στιγμή που το πρόσωπο αυτό (ο υπάλληλος του ναυτιλιακού γραφείου) αποφασίζει να «καρφώσει», προφανώς για να «φάει» το ποσό που έπρεπε να παραδώσει. Η Ασφάλεια βρίσκεται έτσι ― εντελώς συμπτωματικά ― μπροστά σε πραγματικό «θησαυρό». Παρακολουθεί τον Μπάτση, φτάνει στην ‘ Ελλη και εντοπίζει όλο το μηχανισμό. Δε «χτυπάει» όμως άμεσα, προσπαθώντας να φτάσει στη ρίζα. Σίγουρα η ασφάλεια δεν μπορεί να ξέρει ποιος είναι αυτός ο μυστηριώδης τύπος που επισκέπτεται το σπίτι της ‘ Ελλης. Τον παρακολουθεί και διαπιστώνει πως κινείται δραστήρια. Κάποτε ο Μπελογιάννης πηγαίνει σ’ ένα σπίτι της οδού Πλαπούτα, όπου μένει ο παλιός κομμουνιστής Στέργιος Γραμμένος, υπεύθυνος της συνδικαλιστικής δουλειάς του κόμματος. Στο δεύτερο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 1950, και αφού η Ασφάλεια έχει πια μπει στο «μεδούλι» της παράνομης δουλειάς, συλλαμβάνει το Γραμμένο και αρκετούς από εκείνους που σύχναζαν στο σπίτι της οδού Πλαπούτα. Υστερα βάζει ανθρώπους της εκεί που περιμένουν τα θύματα… Θα πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι οι καταδιωχτικές αρχές, την εποχή αυτή, έχουν άνεση και σιγουριά στις κινήσεις τους. Καλύπτουν τις συλλήψεις και δε «δείχνουν» ποτέ τα «χαρτιά» τους. Η σύλληψη του Γραμμένου δίνει σ’ αυτές το ποθούμενο αποτέλεσμα. Ο Γραμμένος γνωρίζει την πραγματική ταυτότητα του Μπελογιάννη. Με τις ανακριτικές μεθόδους της εποχής, η Ασφάλεια γίνεται κάτοχος του μυστικού… Αργότερα γεννήθηκε το ερώτημα για το πώς χτυπήθηκε ο Γραμμένος. Ο Ζαχαριάδης δε θέλησε ποτέ να το εξετάσει. ‘ Εκανε ότι και με τον Αχιλλέα Μπλάνα: έριξε πάνω του όλη την ευθύνη και ησύχασε. Αλλωστε ο Γραμμένος δεν ανήκε στις οργανώσεις του Πλουμπίδη και τώρα κάθε αναφορά σε «χαφιέδες» θα στρεφόταν εναντίον του.
Τα ερωτηματικά της σύλληψης του Μπελογιάννη
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1950 ο Μπελογιάννης πηγαίνει στο σπίτι τη οδού Πλαπούτα, στο προσδιορισμένο κομματικό ραντεβού του. Πριν μπει εξετάζει αν το έδαφος είναι ελεύθερο (διαπιστώνει ότι υπάρχουν τα συνθηματικά «σημάδια» με τα οποία οι ένοικοι δήλωναν πως δεν υπήρχαν κίνδυνοι κι ότι η επίσκεψη μπορούσε να γίνει) και σίγουρος, τραβά το σχοινάκι της πόρτας και ανοίγει. Αμέσως καρφώνονται πάνω του τα πιστόλια των αστυνομικών… Μεταφέρεται στη συνέχεια στην ασφάλεια και βρίσκεται πάνω του η πλαστή ταυτότητα. Ο Π. Παρασκευόπουλος, στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλο» σημειώνει: «Ο Μπελογιάννης δείχνει την πλαστή ταυτότητα που έφερε το όνομα ενός πολιτικού μηχανικού της Αθήνας. Κατά «σύμπτωση», έτσι εμφανίστηκε, ένας αστυνομικός από την ομάδα που τον συνέλαβε, έτυχε να γνωρίζει τον πολιτικό μηχανικό του οποίου το όνομα χρησιμοποιούσε ο Μπελογιάννης. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, για να καταλάβει ο αναννώστης, ότι οι παράνομοι κομμουνιστές χρησιμοποιούσαν ταυτότητες υπαρκτών προσώπων που δεν είχαν φάκελο αριστερού στην Ασφάλεια. Με τα ίδια στοιχεία και τον αριθμό της ταυτότητας των προσώπων αυτών, έφτιαχναν μια δεύτερη ταυτότητα και τοποθετούσαν σ’ αυτήν τη φωτογραφία του παράνομου κομμουνιστή που θα τη χρησιμοποιούσε. Σφραγίδες και υπογραφές ήταν πλαστές. Με τον τρόπο αυτό σε μια πρόχειρη εξακρίβωση της ταυτότητας του, αν πιανόταν ως ύποπτος, η απάντηση από τη Γενική Ασφάλεια ή το αστυνομικό τμήμα που είχε εκδώσει την πραγματική ταυτότητα ήταν: «εθνι ― κόφρων, δεν διώκεται, να αφεθή ελεύθερος». Ο αστυνομικός λοιπόν που γνώριζε τον πολιτικό μηχανικό της ταυτότητας, είπε στον Μπελογιάννη ότι η ταυτότητα του είναι πλαστή. Και για να γίνει πιο πιστευτός, πήρε στο τηλέφωνο το μηχανικό, δεν τον βρήκε και κάλεσε τη μητέρα του νάρθει να αναγνωρίσει το γιο της. Η μητέρα του μηχανικού έρχεται και εξεγείρεται κατά του Μπελογιάννη γιατί χρησιμοποίησε το όνομα του γιου της. Σκηνοθεσία η διαβολεμένη σύμπτωση; Στο ερώτημα αυτό δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση ο Μπελογιάννης. Οπωσδήποτε, παραδέχεται ότι δεν είναι ο πολιτικός μηχανικός της ταυτότητας. Αρνείται όμως να αποκαλύψει ποιος είναι. Ο μόνος λόγος που εξηγεί την άρνηση του είναι η προσπάθεια του να μαντέψει αν οι αστυνομικοί γνώριζαν την είσοδο του στην Ελλάδα κι αν ήξεραν ποιόν έπιασαν στο σπίτι της οδού Πλαπούτα.
Και όμως η Ασφάλεια ήξερε…
Η άρνηση του να αποκαλύψει ποιος ήταν του στοίχισε και., κάποια ταλαιπωρία. Οι αστυνομικοί αγανακτούν ή προσποιούνται ότι αγανακτούν για την επίμονη άρνηση του και τον ρίχνουν με χειροπέδες α’ ένα κελλί της απομόνωσης. Αργότερα, την ίδια νύχτα τον επισκέπτεται στο κελλί ο επικεφαλής της ομάδας διώξεως κομμουνισμού Κροντήρης. Του μιλάει με το πραγματικό του όνομα και του βγάζει τις χειροπέδες. Είπαν στον Μπελογιάννη ότι ανακάλυψαν ποιος ήταν από τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Μια παραπλανητική εξήγηση, αληθοφανής, που ο Μπελογιάννης τη δέχτηκε χωρίς και να απαλλαγεί πλήρως από τις ανησυχίες που τον βασάνιζαν». Είναι φανερό πως αυτή η ιστορία είναι σκηνοθετημένη. Θέλουν να παραπλανήσουν τον Μπελογιάννη και να δημιουργήσουν σύγχιση στο μηχανισμό, που ήδη σφυροκοπιόταν από την «Ελεύθερη Ελλάδα» για τους «χαφιέδες» που είχε στις γραμμές του… Με τη σύλληψη του Μπελογιάννη, ο Ζαχαριάδης χάνει κάθε ίχνος ψυχραιμίας. Δεν μπορεί να συλλάβει τι συμβαίνει, μια και ο Μπάτσης ― απ’ όπου ξεκίνησε η ιστορία ― εξακολουθεί να είναι ελεύθερος. Η Ασφάλεια έχει δουλέψει παστρικά. Μόνο όταν ο Μπελογιάννης πάει στη φυλακή δημιουργούνται υποψίες πως κάποιες ανωμαλίες υπάρχουν στη χρηματοδοτική σύνδεση με το Παρίσι.
Το δίκτυο ξηλώνεται
Είναι φανερό πως η Ασφάλεια ήξερε από τη στιγμή της σύλληψης ότι είχε να κάνει με τον Μπελογιάννη. Τον βασάνιζε για να αποκαλύψει ο ίδιος την ταυτότητα του, απλώς και μόνο για να «θολώσει τα νερά». Οταν διαπιστώνεται όμως ότι δεν «σπάει» τότε «ανακαλύπτονται» τα αποτυπώματα. Η έρευνα όμως των αποτυπωμάτων δεν μπορούσε να γίνει μέσα σε μία ώρα, που κράτησε όλη αυτή η ιστορία! Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, το σχέδιο της Ασφάλειας έχει πετύχει, αφού ο Μπελογιάννης πείστηκε πως αποκαλύφθηκε από τα αποτυπώματα του… Ο Ζαχαριάδης δίνει αόριστα την πληροφορία ότι υπεύθυνο για τη σύλληψη είναι το κλιμάκιο του Πλουμπίδη, χωρίς ακόμα να τον κατονομάσει σαν «προδότη» (όλοι όμως καταλαβαίνουν καλά τι εννοεί). Παράλληλα κατηγορεί τον Μπελογιάννη ότι παραβίασε ρητές εντολές του κόμματος, να αποφύγει επαφή με τον Πλουμπίδη. Τον είχε στείλει ο ίδιος εκεί, και τώρα του ζητά ευθύνες!!! Η Ασφάλεια στο μεταξύ «ξηλώνει» όλο το δίκτυο της παράνομης δουλειάς. Ενενήντα τρεις κομμουνιστές συλλαμβάνονται και παραπέμπονται στο στρατοδικείο για παράβαση του αναγκαστικού νόμου 509/1947. Ούτε μετά από τις εξελίξεις αυτές δε δέχεται να σκεφτεί ο Ζαχαριάδης, μια και είναι σαφές ότι υπήρχε παρακολούθηση, που έκανε εύκολες αυτές τις γρήγορες συλλήψεις. Ολα, για το Ζαχαριάδη, έχουν ξεκινήσει από το «μεγάλο χαφιέ». Ας σημειωθεί ότι η Ασφάλεια γνωρίζει πια και την ύπαρξη και τη θέση και το χειριστή των ασυρμάτων. Ομως δε «χτυπά» ακόμα …
Η ΕΔΑ και ο Πλουμπίδης
Λίγο μετά τη σύλληψη του Μπελογιάννη γίνεται η κίνηση για τη δημιουργία της ΕΔΑ, μια και η τότε κομματική ηγεσία δεν μπορούσε να δεχτεί ως νόμιμο εκπρόσωπο της Αριστεράς τη Δημοκρατική Παράταξη (ένα σχηματισμό που δεν εννοούσε να πειθαρχήσει στο ΚΚΕ). Οι κομμουνιστές της Αθήνας κινούνται στα πλαίσια της νέας κομματικής γραμμής, αδυνατούν όμως να βρουν προσβάσεις στον πολιτικό κόσμο. Στις συνθήκες αυτές το κόμμα αναθέτει στον Πλουμπίδη τις πολιτικές διαβουλεύσεις και ο Ζαχαριάδης συνεννοείται προσωπικά μαζί του (μέσο των ασυρμάτων) για τους απαιτούμενους χειρισμούς. Ποια λογική εξήγηση μπορεί να υπάρξει γι’ αυτήν την τακτική; Πώς γίνεται ο γραμματέας του κόμματος να αναθέτει στο «χαφιέ» τόσο λεπτούς χειρισμούς; Πώς γίνεται να εκπροσωπεί πολιτικά το ΚΚΕ ένας «προδότης» με τις ευλογίες της ηγεσίας; Η εξήγηση είναι απλή: ο Πλουμπίδης δεν ήταν χαφιές και ο Ζαχαριάδης το ήξερε… Στις 19 Οκτωβρίου 1951 αρχίζει η δίκη Μπελογάννη. Ακόμα δεν έχει σχηματιστεί η κεντρώα κυβέρνηση συνασπισμού, που είχε προκύψει από τις εκλογές του προηγούμενου μήνα. Οι νικητές των εκλογών αυτών έχουν δηλώσει ότι οι υποθέσεις του Α.Ν. 509/1947 θα αφαιρεθούν από την αρμοδιότητα των στρατοδικείων και η δεξιά βιάζεται να προλάβει. Στις 23 του ίδιου μήνα συλλαμβάνεται ο Μπάτσης και τα πράγματα περιπλέκονται. Στις 27 ορκίζεται νέα κυβέρνηση Πλαστήρα ― Βενιζέλου, που απαιτεί διακοπή της δίκης Μπελογιάννη. Ο πρόεδρος του στρατοδικείου Αντρέας Σταυρόπουλος απειλεί να αυτοκτονήσει σε περίπτωση διακοπής. Η κυβέρνηση τελικά υποχωρεί και η δίκη συνεχίζεται. Στις 13 Νοεμβρίου ― τρεις ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης ― αποκαλύπτονται οι ασύρματοι του Βαβούδη και αναγγέλλεται η αυτοκτονία του. Για την ιστορία σημειώνουμε ότι ο Βαβούδης προσπάθησε να κάψει το αρχείο με τα σήματα που είχε στείλει, αλλά ― όπως είπε και η Ασφάλεια ― δεν πρόλαβε να καταστρέψει τον κώδικα. ‘ Εναν κώδικα που της επέτρεπε να αποκρυπτογραφήσει εκπομπές που είχε συλλάβει παλιότερα στους δικούς της ασυρμάτους.
Οι Μπελογιάννης ― Γραμμένος οδηγούνται στο δικαστήριο.
Μια τραγική εικόνα, από τον τύπο του 1952. Ο Μπελογιάννης, ο Αργυριάδης, ο Μπάτσης κι ο Καλούμενος, λίγα δευτερόλεπτα πριν πέσουν νεκροί από τις σφαίρες του αποσπάσματος...
Με την αποκάλυψη των ασυρμάτων άνοιγε ο δρόμος για νέα δίκη του Μπελογιάννη, για κατασκοπεία αυτή τη φορά… Δε θα σταθούμε ιδιαίτερα στην υπόθεση των ασυρμάτων, παρά μόνο σ’ ότι έχει σχέση με το θέμα μας. Αναφέρουμε απλά ότι μόλις ο Ζαχαριάδης πληροφορήθηκε την αυτοκτονία του Βαβούδη, δήλωσε πως ήταν πράκτορας της Ασφάλειας!!! Σε λίγες μέρες προχωρά σε επίσημη καταγγελία από το σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας» και ανακοινώνει ότι οι Αμερικανοί φυγάδευσαν το Βαβούδη στο εξωτερικό και συγκεκριμένα σε κάποια χώρα της Νότιας Αμερικής!!! Η Ασφάλεια εκμεταλλεύεται επιδέξια την κατάσταση και με ασαφείς ανακοινώσεις ενισχύει τη σύγχιση.
«Εγώ είμαι καθοδηγητής».
Το πιο παράξενο στην όλη ιστορία είναι ότι τη ζαχαριαδική λογική περί χαφιέδων αποδέχεται τότε και ο ίδιος ο … Πλουμπίδης, που θεωρεί ως πράκτορα τον Αργυριάδη και τους ανθρώπους της οργάνωσης Παρισιού. Δεν πιστεύει φυσικά πως ο Βαβούδης ήταν προδότης, πέφτει όμως στην παγίδα της χαφιεδομανίας, που τόσο τεράστια πλήγματα είχε καταφέρει στο κόμμα. Πάντως, οφείλουμε να πούμε, ότι πλησιάζει κάπως στην αλήθεια, εντοπίζοντας το «πλήγμα» στον οικονομικό μηχανισμό. Οσο για την καταγγελία κατά του Αργυριάδη, αυτή ήταν τόσο άδικη και παράλογη όσο εκείνη που δέχτηκε ο ίδιος από το Ζαχαριάδη… Η νέα δίκη του Μπελογιάννη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952 και 15 μέρες αργότερα εκδίδεται η θανατική απόφαση για τον ίδιο, καθώς και για 8 από τους 29 κατηγορούμενους. Ακολουθεί μια αγωνιώδης προσπάθεια, από παράγοντες της Ελλάδας και του εξωτερικού, για να ματαιωθούν οι εκτελέσεις. Στις συνθήκες αυτές ο Ζαχαριάδης γίνεται ιδιαίτερα προκλητικός, λες και το επιδίωκε (πράγμα που δε συνέβαινε). Σε ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου (23 Φεβρουαρίου) δηλώνει: «Τη στιγμή που ο Βενιζέλος υποκρίνεται στη Λισαβόνα τον ειρηνοποιό και δηλώνει ότι όλες οι προσπάθειες της Ελλάδος τείνουν στη διατήρηση της ειρήνης, ο Ρέντης σηκώνει στη Βουλή το δαυλό του εμπρηστή’και απειλεί να μετατρέψει τον ψυχρό πόλεμο σε θερμό. Και ο Πλαστήρας ετοιμάζεται να προσφέρει στον Αϊζενχάουερ το κεφάλι του Μπελογιάννη επί πινάκι, σαν δείγμα απόλυτης υποταγής στα κελεύσματα του. Η δικαστική παρωδία και σκηνοθεσία των Ρέντη ― Πιουριφόι καταρέει κάτω από το ξεσκέπασμα και τις αντιφάσεις των ίδιων των αυτουργών και κάτω από την κατακραυγή της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Ένα ανεξίτηλο στίγμα σημάδεψε τον Πλαστήρα ― απατεώνα, που με τη δίκη του Ρέντη βρήκε την ευκαιρία να αποτινάξει και τα υπόλοιπα κουρέλια απ’ την ειρηνευτική απάτη του. Ο λαός όμως γνώρισε τους πλαστογράφους δήμιους. Και η παγκόσμια κοινή γνώμη τους στιγμάτισε. Και έχουν τη δύναμη να σταματήσουν το χέρι του δημίου». Εντελώς διαφορετική είναι η στάση του Πλουμπίδη. Στις 12 Μαρτίου γράφει την περίφημη επιστολή προς τους δικηγόρους του Μπελογιάννη (Τσουκαλά και Γαλέο), με την οποία αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη. Η επιστολή αυτή έχει ως εξής: «Προς τους κ. κ. Τσουκαλάν και Γαλέον, συνηγόρους του Ν. Μπελογιάννη. Ενταύθα. Αξιότιμοι κύριοι, Είναι γνωστό ότι η επιτελικά σκηνοθετηθείσα δίκη του συντρόφου μου Ν. Μπελογιάννη επεβλήθη από τους Αμερικανούς αποικιστές της χώρας μας. Εναι επίσης γνωστό ότι ο Μπελογιάννης κατεδικάσθη όχι γιατί ήταν ένοχος συγκεκριμένης πράξης αλλά σαν θαραλέος και συνεπής αγωνιστής του λαού, γιατί είναι μέλος της Κ. Ε. του ΚΚΕ, γιατί είναι κομμουνιστής. Οι σκηνοθέτες της δίκης δεν τόλμησαν να πουν ανοιχτά ότι καταδικάζουν τον Μπελογιάννη για την ιδεολογία του, αλλά στήριξαν την απόφαση τους τυπικά, στα πλαστά στοιχεία και στις καταθέσεις των οργάνων της Ασφάλειας ότι ο Μπελογιάννης ήταν ο καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Για να άποδειχθή αν είχε προ ― αποφασισθή ή όχι η καταδίκη του Μπελογιάννη από τους Αμερικανούς και την κυβέρνηση, για να μη εκτελεστή ο ήρωας του ελληνικού λαού Μπελογιάννης, για να δώσω τη δυνατότητα στην Κυβέρνηση και στο Συμβούλιο Χαρίτων να κρατήσουν τίμια και αξιοπρεπή στάση ατομικά και εθνικά, και για να αφαιρέσω και το τυπικό στοιχείο καταδίκης του Μπελογιάννη, ΔΗΛΩΝΩ
1) Καθοδηγητής του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ ήμουν εγώ και ΟΧΙ ο Μπελογιάννης. Γι’ αυτή μου την ιδιότητα και τις πράξεις μου αναλαμβάνω ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΥΘΥΝΕΣ. Ύστερα από τη δήλωση μου αυτή κάθε επιμονή στην εκτέλεση του Μπελογιάννη είναι ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ, ΑΔΙΚΗ και ολοφάνερα ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ πράξη.
2) Για να μη νομισθή ότι κάνω τον παλληκαρά εκ του ασφαλούς ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ να παρουσιασθώ στις αρχές και να δικασθώ αν μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του φίλου μου και συντρόφου μου Ν. Μπελογιάννη.
Χρήση του παρόντος να κάνετε όπου νομίσετε (Συμβούλιο Χαρίτων, Τύπο κλπ.). Με τιμή. ΝΙΚΟΣ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ μέλος της Κ. Ε. του Κ. Κ. Ε. Υ.Γ.: Για το γνήσιο της υπογραφής, έξω από το γραφικό μου χαρακτήρα που είναι γνωστός σε πολλούς, βάζω και το δακτυλικό μου αποτύπωμα. Αθήνα 12.3.1952. (υπογραφή) Ν. ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ»
Το ίδιο γράμμα στέλνει και στις εφημερίδες, με το ακόλουθο διακριτικό σημείωμα:
Κύριε Διευθυντά, Σας στέλνω αντίγραφο (γραμμένο με τα χέρια μου) επιστολής που έστειλα στους συνηγόρους του συντρόφου μου Ν. Μπελογιάννη και σας παρακαλώ να τη δημοσιεύσετε. Την υπόσχεση μου να παρουσιασθώ και να δικασθώ τη δίνω και σε ΣΑΣ και στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ, αν μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ. Αθήνα, 14.3.1952. με τιμή. ΝΙΚΟΣ Α. ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ. μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.»
Μόλις ο Ζαχαριάδης μαθαίνει την επιστολή Πλουμπίδη, ανακοινώνει, από το σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας», ότι πρόκεται για «χαφιέδικο κατασκεύασμα». Προσθέτει ακόμα, ότι ο Πλουμπίδης βρίσκεται στο εξωτερικό (!) και ότι δεν έχει στείλει ποτέ τέτοια επιστολή. Ολοι παγώνουν με την κομματική ανακοίνωση. Τι επιδίωκε ο Ζαχαριάδης; Μήπως ανησύχησε μπας και σωθεί ο Μπελογιάννης; Θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίζαμε κάτι τέτοιο. Μήπως φοβήθηκε ότι κινδυνεύει να γκρεμιστεί το σχέδιο με το οποίο θα στήριζε τη δικαίωση της πολιτικής του; Ίσως. Γιατί αν σκεφτούμε ότι με την κίνηση του αυτή ο Πλουμπίδης αποδείκνυε τον πραγματικά τίμιο και ηρωικό χαρακτήρα του, δεν θα έμενε τίποτε από τα χαφιεδοπαραμύθια της ζαχαριαδικής ηγεσίας… Ομως ο Ζαχαριάδης δεν σταματά εδώ. Καταγγέλει πια άμεσα και επίσημα τον Πλουμπίδη σαν χαφιέ. Και τότε, παρόλο που κανείς από τους κομμουνιστές της Αθήνας δεν πιστεύει σοβαρά την κατηγορία, αρχίζει η φριχτή απομόνωση του. Ο Πλουμπίδης μένει απομονωμένος μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 1952 οπότε και πιάνεται. Ο σταθμός της «Ελεύθερης Ελλάδας» ανακοινώνει απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ με την οποία τον καταγγέλει ως χαφιέ από… 27ετίας και ως καταδότη του Μπελογιάννη. Υποστηρίζει ακόμα το κόμμα, με την απόφαση του, ότι επειδή άρχισε να ξεσκεπάζεται ο βρόμικος ρόλος του Πλουμπίδη σκηνοθετήθηκε από την Ασφάλεια η ψευδοσύλληψή του, για να «θολωθούν τα νερά». Στο εξωτερικό η κομματική ηγεσία θριαμβολογεί. Ο Ζαχαριάδης πιάνει το Σπανό και του λέει: «βλέπεις ποιος ήταν ο χαφιές;», ρίχνοντας έτσι στον Πλουμπίδη όλο το βάρος για τις συλλήψεις του 1949.
Το τέλος ή… η εκτέλεση ενός «προβοκάτορα»
Για την Ασφάλεια η υπόθεση έχει τελειώσει. Εχει κατορθώσει να δημιουργήσει τρομερό σάλο στο ΚΚΕ και μια νοσηρή ατμόσφαιρα στις γραμμές του, που θα περάσουν δεκαετίες για ν’ αρχίσει να ξεκαθαρίζεται. Τον Αύγουστο του 1953 ο Πλουμπίδης οδηγείται στο δικαστήριο, ενώ η «Ελεύθερη Ελλάδα» λυσσομανά εναντίον του και επαναλαμβάνει τα πλαστά στοιχεία της περίφημης έκθεσης Κασιμάτη. Στις 14 Αυγούστου 1954 ο Πλουμπίδης εκτελείται στο χώρο εκτελέσεων του Δαφνιού, κρατώντας ― όπως και σ* ολόκληρη τη διάρκεια ιης κράτησης του ― ηρωική στάση και αποφεύγοντας να ξεστομίσει έστω και μια φράση κατά του κόμματος του. Η Ασφάλεια, προκαλώντας το Ζαχαριάδη, επιτρέπει την παρουσία δημοσιογράφων κατά την εκτέλεση και τη λήψη φωτογραφιών. Την ώρα της εκτέλεσης ο Πλουμπίδης ζητωκραυγάζει υπέρ του ΚΚΕ και του ίδιου του Ζαχαριάδη… Να και το σχόλιο του Ζαχαριάδη που ακολούθησε την εκτέλεση: «Το ραδιόφωνο της Αθήνας ανάγγειλε την εκτέλεση παρά το Δαφνί του προβοκάτορα Πλουμπιδη. Και η Θεσσαλονίκη μετάδωσε τη σχετική είδηση με άλλα καρυκεύματα, για το φόβο του θανάτου και ότι ο Πλουμπίδης τέλος συνέρχεται και βρίσκει τη δύναμη να ζητωκραυγάσει υπέρ του Κ. Κ. Ε. Το Β.B.C. του Λονδίνου, που κάτι ξέρει από τις βρωμιές της Ιντέλλιτζενς Σέρβις και των υπηρεσιών κατασκοπείας, έδωσε την είδηση Yta τη/ εκτέλεση πρώην κομμουνιστή ηγέτη, δηλαδή του προβοκάτορα Πλουμπιδη, ύστερα από 24 ώρες και χωρίς κανένα σχόλιο. Καλώς πληροφορημένοι κύκλοι της Αθήνας σχολίαζαν χθες με περιφρόνηση την είδηση για την εκτέλεση του προβοκάτορα. Οι κύκλοι λένε ότι ο Πλουμπίδης εκτελέστηκε τόσο, όσο πριν δύο χρόνια αυτοκίόνησε ο Βαβούδης.
Μια από τις πολλές μεταγωγές του Πλουμπιδη, στη διάρκεια της δίκης του
Η εκτέλεση του Πλουμπιδη χρειάζεται στην ασφάλεια όσο και η αυτοκτονία του Βαβούδη. Τα αφεντικά της ασφάλειας, η Ιντέλλιντζενς Σέρβις και η αμερικανική F.B.I. ξέρουν να σκηνοθετούν ακόμα και ψευτοεκτελέ ― σεις, ν’ ανακοινώνουν εκτελέσεις που δεν έγιναν και πολλά άλλα. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε στους κύκλους αυτούς, ότι η εκτέλεση έγινε ξαφνικά και μάλιστα στο Δαφνί που δεν γίνονται συνήθως εκτελέσεις και λένε οτι έγινε για να μπόρεση η ασφάλεια να σκεπάση καλύτερα τη σκηνοθεσία της. Η ανακοίνωση της εκτέλεσης του Πλουμπιδη χρειαζόταν στην ασφάλεια του Παπάγου, για να βγή απ’ το αδιέξοδο. Το Κ.Κ. Ε. εδώ και 20 μήνες, κατάγγειλε τον προβοκάτορα Πλουμπιδη και έδωσε αργότερα μια σειρά στοιχεία που ξεσκέπασαν την προβοκατόρικη δράση του. Στη δίκη του Πλουμπιδη βγήκαν στο φώς καινούργια στοιχεία για τον προβοκάτορα Πλουμπιδη, το φίλο και συνεργάτη των αρχιχαφιέδων της ασφάλειας και οι χαφιέδες προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν «σαν μεγάλο κομμουνιστή». Η ασφάλεια λοιπόν δεν μπορούσε να κάνη διαφορετικά έπρεπε να ανακοίνωση την ψευτοεκτέλεση για να πη ότι άδικα κατηγόρησε το Κ.Κ.Ε. τον Πλουμπιδη για χαφιέ και να σπείρη συγχύσεις. Μα υπάρχει και άλλος πιο ουσιαστικός λόγος που ανακοίνωσε η ασφάλεια του Παπάγου την ψευτοεκτέλεση για να δικαιολόγηση και άλλες εκτελέσεις κατά στελεχών ηγετών του Κ.Κ.Ε. με τη μηχανή της κατασκοπείας. Δεν είναι τυχαίο, ότι την ίδια μέρα με την «εκτέλεση» του Πλουμπιδη τυφεκίστηκε στη Θεσσαλονίκη και άλλος στρατιώτης. Πριν δυο βδομάδες τυφεκίστηκε άλλος πατριώτης στην Κρήτη».
Περικλής Ροδάκης
«…ΤΟΤΕ»
1983
ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ: ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΚΕ (1957)
14 Αυγούστου 1954: Εκτελείται ο Νίκος Πλουμπίδης
Στις 3 Αυγούστου 1953, το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκος Πλουμπίδης καταδικάζεται σε θάνατο για κατασκοπεία και λίγες μέρες αργότερα οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η δίκη του στο στρατοδικείο της Αθήνας ξεκίνησε στις 24 Ιουλίου 1953, καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο, και εκτελέστηκε στις 14 Αυγούστου 1954.Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗ
Τον Νοέμβριο του 1957, μετά από την απομάκρυνση του Ζαχαριάδη από την ηγεσία, συντάχτηκε και κατατέθηκε από αρμόδια Επιτροπή του Τμήματος Στελεχών της ΚΕ του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον ταξίαρχο του ΔΣΕ Ηλία Ρούνη, ένα σημαντικό πόρισμα για την Υπόθεση Πλουμπίδη. Στο πόρισμα αυτό, με τίτλο "Πόρισμα Εξέτασης της κομματικής υπόθεσης του Πλουμπίδη Νίκου ή Μπάρμπα", διαπιστώνεται πέρα από κάθε αμφιβολία, με πλήθος στοιχεία από τα κομματικά αρχεία του ΚΚΕ, ο συνειδητά συκοφαντικός, μεθοδευμένος και με ιδιοτελή κίνητρα χαρακτήρας της κατηγορίας που απηύθυνε η ζαχαριαδική ηγεσία ενάντια στον Πλουμπίδη.
Φώτο : Ο Ηλία Ρούνης (άκρη δεξιά) μαζί με τα στελέχη του αντάρτικου Γιώργο Αργυράκο, Μήτσο Ζυγούρα και Αλέξανδρο Ρόσιο
Τον Νοέμβριο του 1957, μετά από την απομάκρυνση του Ζαχαριάδη από την ηγεσία, συντάχτηκε και κατατέθηκε από αρμόδια Επιτροπή του Τμήματος Στελεχών της ΚΕ του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον ταξίαρχο του ΔΣΕ Ηλία Ρούνη, ένα σημαντικό πόρισμα για την Υπόθεση Πλουμπίδη. Στο πόρισμα αυτό, με τίτλο "Πόρισμα Εξέτασης της κομματικής υπόθεσης του Πλουμπίδη Νίκου ή Μπάρμπα", διαπιστώνεται πέρα από κάθε αμφιβολία, με πλήθος στοιχεία από τα κομματικά αρχεία του ΚΚΕ, ο συνειδητά συκοφαντικός, μεθοδευμένος και με ιδιοτελή κίνητρα χαρακτήρας της κατηγορίας που απηύθυνε η ζαχαριαδική ηγεσία ενάντια στον Πλουμπίδη.
Φώτο : Ο Ηλία Ρούνης (άκρη δεξιά) μαζί με τα στελέχη του αντάρτικου Γιώργο Αργυράκο, Μήτσο Ζυγούρα και Αλέξανδρο Ρόσιο
Το Πόρισμα Ρούνη, όπως και ένα ανάλογο αλλά λιγότερο αναλυτικό πόρισμα που συντάχτηκε τότε από τους Βατουσιανό και Κωτούζα, ανώτερα επίσης στελέχη του ΚΚΕ, παραμερίστηκε από την ηγεσία Κολιγιάννη, που προτίμησε να κουκουλώσει τα πράγματα, και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Το δημοσίευσε για πρώτη φορά πριν λίγους μήνες το περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη, στο πρώτο του τεύχος. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η συνοδευτική εισαγωγή του Χρήστου Κεφαλή, σελ. 29-38 του τεύχους. Το ίδιο το ντοκουμέντο περιέχεται στις σελ. 39-74 του περιοδικού.
Υπόθεση Πλουμπίδη: το άγνωστο Πόρισμα του ΚΚΕ (1957)
του Χρήστου Κεφαλή*
Το "Πόρισμα Εξέτασης της κομματικής υπόθεσης του Πλουμπίδη Νίκου ή Μπάρμπα" (*1), που δημοσιεύουμε εδώ, αποτελεί ένα σημαντικό άγνωστο ντοκουμέντο για την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Το Πόρισμα, με κωδικό Φ=28/36/2 και ημερομηνία καταχώρησης 20-11-57, συντάχτηκε από τo Τμήμα Στελεχών της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ, στο οποίο ανατέθηκε η διεξαγωγή έρευνας για την υπόθεση. Είναι ένα πυκνό κείμενο 38 δακτυλογραφημένων σελίδων, ακολουθούμενο από μια σελίδα χειρόγραφων σημειώσεων.
Σκοπός του Πορίσματος δεν ήταν να προβεί σε ένα συνολικό απολογισμό της πολιτείας της ζαχαριαδικής ηγεσίας, των κατά καιρούς τεράστιων λαθών της και του ανώμαλου καθεστώτος που επέβαλε στο ΚΚΕ. Αυτά τα θέματα είχαν τεθεί σε μια πρώτη φάση στο ΚΚΕ κατά την περιορισμένη αποσταλινοποίηση μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την απομάκρυνση του Ζαχαριάδη, επισημαίνονται δε στο Πόρισμα, χωρίς όμως να εμβαθύνονται παραπέρα. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο να αντιμετωπιστούν επαρκώς ποτέ, όμως και η τοποθέτησή τους μόνο δημιουργούσε μια πιο υγιή ατμόσφαιρα, όπου ήταν εφικτό να τεθούν μερικές κραυγαλέες περιπτώσεις αυθαιρεσιών της ηγεσίας ενάντια σε κομματικά στελέχη, όπως ο Πλουμπίδης.
Το Πόρισμα περιορίζεται έτσι ενσυνείδητα στην ακριβή, αναλυτική παρουσίαση των περιστατικών της Υπόθεσης Πλουμπίδη, την εξέταση των κατηγοριών ενάντια στον Πλουμπίδη και των ντοκουμέντων με τα οποία επιχειρήθηκε να στηριχτούν. Εδώ διαπιστώνει αναμφισβήτητα το ασύστατο των κατηγοριών και το συκοφαντικό, συνειδητά μεθοδευμένο χαρακτήρα τους. Κάνοντας ρητή αναφορά στα εγκληματικά λάθη και την ανώμαλη πολιτεία της ζαχαριαδικής ηγεσίας, σημειώνει την ανάγκη να μελετηθούν παραπέρα οι σκοποί που επεδίωκε με την ενοχοποίηση και εξόντωση του Πλουμπίδη και άλλων αγωνιστών.
Για τις διαδικασίες που οδήγησαν στη σύνταξη του Πορίσματος και την τύχη του, μόνο εύλογες υποθέσεις μπορεί να γίνουν, με βάση το ίδιο και μερικά άλλα διαθέσιμα ντοκουμέντα. Δεδομένου ότι η τωρινή νεοσταλινική ηγετική ομάδα του ΚΚΕ δεν επιτρέπει πρόσβαση στα αρχεία του, η λεπτομερής διερεύνηση αυτών των ζητημάτων είναι για την ώρα αδύνατη.
Το Πόρισμα συντάχτηκε από ομάδα στελεχών του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Ηλία Ρούνη. Αυτό πιστοποιείται από τον τίτλο στην πρώτη σελίδα «ΚΚΕ, ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Τμήμα Στελεχών» και από την τελευταία σελίδα, όπου υπάρχει δακτυλογραφημένο το όνομα του Ηλία Ρούνη και η υπογραφή του «Μπαρμπαλιάς» (το ψευδώνυμο του Ρούνη) και τέσσερεις ακόμη υπογραφές κάτω από τη χειρόγραφη λέξη «συμφωνώ» (η μόνη ευανάγνωστη είναι «Δ. Τσιάρος»). Ο Ηλίας Ρούνης, βασικός συντάκτης του Πορίσματος, ήταν ανώτερος αξιωματικός του ΔΣΕ, ένα από τα έντιμα μεσαία στελέχη που δεν είχαν εμπλακεί στις πλεκτάνες της ηγεσίας Ζαχαριάδη.
Για την τύχη του Πορίσματος, διαφωτιστική είναι η χειρόγραφη σημείωση στο τέλος του ότι «Το Πόρισμα αυτό δεν τέθηκε υπ' όψιν της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Αύγουστος 19;; (*2)) Κρατείται στο αρχείο γιατί δείχνει τις διαφωνίες του σ. Ρούνη Ηλ.». Όπως φαίνεται, η ανοικτή, διεξοδική τοποθέτηση των ζητημάτων ανησύχησε τη νέα ηγεσία Κολιγιάννη. Η ηγεσία αυτή δεν επιθυμούσε μια σε βάθος ανάλυση των γεγονότων της Υπόθεσης Πλουμπίδη, η οποία, πέρα από το ζήτημα των ευθυνών αρκετών μελών της, θα έθετε και γενικότερα ζητήματα για τον ιστορικό ρόλο του σταλινισμού, που είχαν ανοίξει με το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Γι' αυτό φρόντισε να κρατηθεί το Πόρισμα κρυφό από τα στελέχη και τα μέλη του ΚΚΕ, με το πρόσχημα ότι πρόκειται για υποκειμενικές κρίσεις και διαφωνίες του Ρούνη, εμποδίζοντας την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Υπέρ της παραπάνω ερμηνείας συνηγορεί, άλλωστε, η επιφύλαξη στο χειρόγραφο σημείωμα του διαφωνούντος μέλους Μ. Κωτούζα, ότι το Πόρισμα στρέφεται ενάντια σε «ολόκληρη την ΚΕ του ΚΚΕ, εξισώνοντας τις ευθύνες της με την ευθύνη της κλίκας Ζαχαριάδη» (βλέπε σελ. 39 [72] (*3) του Πορίσματος και σημείο 8 των συμπερασμάτων, όπου γίνεται η αναφορά στις ευθύνες της ΚΕ) και ότι το τμήμα στελεχών υπερβαίνει έτσι τις αρμοδιότητές του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την έρευνα του 1957 προέκυψε και ένα δεύτερο πόρισμα, υπογραφόμενο επίσης από ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ, τους Μ. Κωτούζα (που διατυπώνει τις χειρόγραφες διαφωνίες του στο Πόρισμα του Ρούνη) και Μ. Βατουσιανό. Το πόρισμα αυτό έχει ημερομηνία κατάθεσης 23-11-1957, τρεις μέρες μεταγενέστερη από του Ρούνη. Παραδόθηκε το 1975 στον Δημοσθένη Παπαχρίστου και έχει περιληφθεί στο βιβλίο του, Νίκος Πλουμπίδης, Ντοκουμέντα, εκδ. Το Ποντίκι, Αθήνα 1998, σελ. 161-87.
Το Πόρισμα των Βατουσιανού-Κωτούζα καταλήγει σε ουσιαστικά ταυτόσημα συμπεράσματα με του Ρούνη: «Τα αίτια που προκάλεσαν την κατηγορία και την απόφαση εξόντωσης του Νίκου Πλουμπίδη είναι πολιτικά. Όπως στο Γράμμο, το 1948, χρειάστηκαν οι Μάρκος Βαφειάδης-Γιώργος Γιαννούλης για τον αποτυχημένο ελιγμό Βίτσι-Καϊμακτσιαλάν, ο Γιώργος Γεωργιάδης για τη Νότια Ελλάδα, ο Κώστας Καραγιώργης, έτσι και μετά την ήττα μας και συγκεκριμένα στην Ελλάδα, χρειάστηκε ένας που να του φορτώσουν τη χρεοκοπία της πολιτικής τους. Και σαν τέτοιος διαλέχτηκε ο Νίκος Πλουμπίδης... Όλο το κατηγορητήριο... αποτελεί μια συκοφαντία και εξαπάτηση του κόμματος και του ελληνικού λαού» (σελ.186-87). Στη σημείωση του Κωτούζα στο Πόρισμα του Ρούνη γίνεται ακόμη η σωστή παρατήρηση πως επιδίωξη του Ζαχαριάδη με την ενοχοποίηση του Πλουμπίδη ήταν να κρύψει το ασύστατο της εκτίμησης ότι η κατάσταση στην Ελλάδα παρέμενε μετά την ήττα του ΔΣΕ επαναστατική και τα θλιβερά παρεπόμενά της για το κίνημα.
Και τα δυο πορίσματα βασίζονται στα ίδια υλικά: Βιογραφική έκθεση του Πλουμπίδη του 1946, μερικές μεταγενέστερες εκθέσεις του ίδιου προς την ηγεσία, η απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ της 27-5-1952 με την οποία καταγγέλλεται ο Πλουμπίδης σαν χαφιές, οι εκθέσεις των Ζαχαριάδη, Μπαρτζιώτα και άλλων που γράφτηκαν για να "τεκμηριωθεί" η απόφαση, οι σχετικές με την υπόθεση ανακοινώσεις του Ραδιοφωνικού Σταθμού του ΚΚΕ "Ελεύθερη Ελλάδα", η Έκθεση του Γιώργου Σπανού για τα χτυπήματα στην Αθήνα ως το 1949, η Έκθεση του Λ. Σταθά (Κασιμάτη), δημοσιεύματα του αθηναϊκού Τύπου για την υπόθεση, κ.λπ.
Από κει και πέρα, η αντιπαραβολή τους δείχνει το συγκριτικά επιδερμικό χαρακτήρα του Πορίσματος των Κωτούζα-Βατουσιανού. Το δεύτερο αυτό πόρισμα, όντας πολύ μικρότερο, περιορίζεται σε μια παράθεση και σχολιασμό κυρίως γνωστών ντοκουμέντων, όπως η επιστολή του Πλουμπίδη με την οποία προσφερόταν να δικαστεί αντί του Μπελογιάννη, κ.ά. Επιπρόσθετα, εστιάζει υπερβολικά σε δευτερεύοντα περιστατικά σχετικά με τη στάση άλλων στελεχών του ΚΚΕ που ήταν στην Αθήνα τον ίδιο καιρό με τον Πλουμπίδη, όπως οι Σταθάς και Ακριτίδης, και, υποκύπτοντας σε πιέσεις του Ζαχαριάδη, συνέβαλαν κατόπιν στην ενοχοποίησή του. Το δεύτερο Πόρισμα αποφεύγει ή υποβαθμίζει αδικαιολόγητα τα ντοκουμέντα και τις παρασκηνιακές μεθοδεύσεις της καταγγελίας. Αυτά τα ντοκουμέντα, από τα οποία προκύπτει όχι μόνο η συνειδητή συκοφάντηση του Πλουμπίδη αλλά και ο απροσμέτρητος κυνισμός της ζαχαριαδικής ηγεσίας, παρουσιάζονται πολύ πιο διεξοδικά στο Πόρισμα της ομάδας Ρούνη.
Το γεγονός ότι το Πόρισμα του Ρούνη κατατέθηκε πριν από εκείνο των Κωτούζα-Βατουσιανού και η ύπαρξη τεσσάρων υπογραφών στελεχών φαίνεται να τεκμηριώνει πως πρόκειται για το βασικό ντοκουμέντο που συντάχτηκε σε υλοποίηση της απόφασης για εξέταση της Υπόθεσης Πλουμπίδη. Γι' αυτό συνηγορεί ακόμη η επιφύλαξη του Κωτούζα στη χειρόγραφη σημείωσή του στο τέλος, για τις διαφωνίες του «στα σημεία που ανέφερα αναλυτικά όταν το τμήμα στελεχών συζήτησε το πόρισμα, ύστερα απ' την πρώτη διατύπωσή του και τα οποία δεν πάρθηκαν υπ' όψιν όταν ξαναδουλεύτηκε» (σελ. 39 [71]). Όλα αυτά διαψεύδουν τον ισχυρισμό ότι το Πόρισμα Ρούνη εξέφραζε "προσωπικές διαφωνίες", υποδηλώνοντας μια προφανή προσπάθεια κουκουλώματος.
Πιθανότατα, λοιπόν, το Πόρισμα των Κωτούζα-Βατουσιανού μεθοδεύτηκε εκ των υστέρων από την ηγεσία Κολιγιάννη για να παραμεριστεί σιωπηλά το ενοχλητικό Πόρισμα του Ρούνη. Κατόπιν δε, αφού εξυπηρέτησε αυτό το σκοπό(*4), καταχωνιάστηκε και εκείνο. Το αποτέλεσμα ήταν να περιοριστεί το ΚΚΕ στην άχρωμη, λακωνική απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ τον Αύγουστο του 1958, όπου απλά "αποκαθίσταται" ο Πλουμπίδης, χωρίς καμιά ουσιαστική νύξη για την ουσία της υπόθεσης και αποσιωπώντας την έρευνα που είχε διεξαχθεί.
Αυτός είναι ο λόγος που το παρουσιαζόμενο Πόρισμα αποτελεί ένα καίριο ντοκουμέντο. Είναι το πιο σημαντικό γνωστό κείμενο του ΚΚΕ για την Υπόθεση Πλουμπίδη, περιέχοντας μεγάλο μέρος των σχετικών με αυτή υλικών (*5) , που είναι επαρκές για να σχηματιστεί αντικειμενική άποψη για όλες τις κύριες πτυχές της, υλικά μη προσβάσιμα τα πιο πολλά από άλλες πηγές. Τα ντοκουμέντα παρατίθενται, συγκρίνονται και αξιολογούνται γενικά ευσυνείδητα, φωτίζοντας τη σημασία τους και μη διστάζοντας στον καταλογισμό των ευθυνών όλων των εμπλεκόμενων. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει ποτέ άλλοτε στον κομματικό Τύπο του ΚΚΕ, ούτε έχει παρουσιαστεί τεκμηριωμένα μια εναλλακτική άποψη για το θέμα· απεναντίας, ιδίως μετά το 1990 λαμβάνεται μέριμνα να αποφεύγεται κάθε σοβαρή έρευνα, κάτω από τις οικείες αναφορές στην "κομματικότητα" και τον "ηρωισμό" του Πλουμπίδη.
Βέβαια, επειδή τα αναφερόμενα ντοκουμέντα υπήρχαν στο φάκελο του Πλουμπίδη, παρατίθενται στο Πόρισμα μόνο τα πιο σημαντικά αποσπάσματα. Για το σύγχρονο αναγνώστη αυτό δημιουργεί ένα κενό, καθώς μόνο η συνολική γνώση των πηγών θα επιτρέψει τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης άποψης για το θέμα. Πέρα όμως από την αναπόφευκτη αυτή έλλειψη και μερικές εύλογες ενστάσεις για την αξιολόγηση κάποιων "αμφιλεγόμενων" προσώπων όπως ο Βαβούδης (*6), το Πόρισμα δεν παύει να αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή. Μερικά βασικά σημεία, γεγονότα και συμπεράσματα που τεκμηριώνονται ισχυρά από αυτό είναι τα ακόλουθα:
1) Η ηγεσία του ΚΚΕ, ιδιαίτερα ο Ζαχαριάδης, προσανατολιζόταν να αποκηρύξει τον Πλουμπίδη πριν την πρωτοβουλία του για τη σωτηρία του Μπελογιάννη, ήδη από το Σεπτέμβρη του 1951. Ακόμη και πριν το 1950 μάζευαν "στοιχεία" που θα μπορούσε να χρησιμεύσουν μελλοντικά στη συκοφάντησή του, όπως έκαναν γενικά με "ενοχλητικά" στελέχη. Αυτά προκύπτουν από τα εξής δεδομένα:
α) Η απόφαση του ΠΓ στις 3-9-1951 για τις βουλευτικές εκλογές του 1951, να μπει στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ «ζήτημα Μπάρμπα [Πλουμπίδη] για παράβαση κομματικής εντολής και διαστρέβλωση της γραμμής μας» (σελ. 7 [44])
β) Ο καταλογισμός σε αυτή τη συνάφεια στον Πλουμπίδη ότι διέπραξε θελητά ή αθέλητα λάθη. Βλ. την αναφορά στο τηλεγράφημα-έκθεση του Πλουμπίδη για τις εκλογές: «Στο τελευταίο γράμμα σας και άρθρο Νίκου λέτε ότι... έκανα θελητά ή αθέλητα λάθη» (σελ. 8 [45]). Η αναφορά σε θελητά λάθη υποδηλώνει εκτίμηση για συνειδητή προδοσία κάποιου.
γ) Την απόφαση του ΠΓ στις 10-1-1952 «... Να γράψουμε όλοι μέσα σε 15 μέρες ότι ξέρουμε για τον Πλουμπίδη» σε συνδυασμό με προγενέστερη απόφαση της 21-12-1951 περί συγκέντρωσης στοιχείων για τους Πλουμπίδη, Βαβούδη, Κασιμάτη, κλπ. Σε εφαρμογή της συντάχτηκαν οι αναφερόμενες στο Πόρισμα εκθέσεις των Ζαχαριάδη, Μπαρτζιώτα, Βλαντά, κ.ά., που αποτέλεσαν βασικό υλικό ενοχοποίησης του Πλουμπίδη (σελ. 10 [47]).
δ) Η αναφορά σε άρθρο του Σταθά στο περιοδικό του ΚΚΕ Νέος Κόσμος ότι και στον Μπελογιάννη είχε γίνει το 1950, πριν έρθει στην Ελλάδα, «έγκαιρη, ρητή και κατηγορηματική προειδοποίηση» να μην εμπιστεύεται τον Πλουμπίδη, την οποία ο Μπελογιάννης απέρριψε (σελ. 6 [43]).
ε) Στην ίδια την απόφαση καταγγελίας του Πλουμπίδη από το ΠΓ του αποδίδονται κατηγορίες για χαφιεδισμό ήδη από τη δεκαετία του '30 (βλ. παρακάτω σημείο 4)(*7).Ότι όλα αυτά ήταν επινοήσεις της ζαχαριαδικής ηγεσίας, που δεν τις πίστευε ακόμη και η ίδια, φαίνεται από το ότι, ενώ προετοίμαζε το έδαφος για τη μετατροπή του σε αποδιοπομπαίο τράγο, από την άλλη ανέθετε στον Πλουμπίδη τις πιο υπεύθυνες κομματικές δουλειές, όπως η καθοδήγηση των εκλογικών μαχών του 1950 και 1951 (σελ. 6 [43]). Κατατοπιστικό είναι ακόμη ότι η ανάγνωση της απόφασης του ΠΓ από μη μέλη της ΚΕ στη διάρκεια της 3ης Ολομέλειας του 1952 θεωρήθηκε "στραπάτσο", αφού η γελοιότητα της υπόθεσης γινόταν άμεσα αντιληπτή στον καθένα που δεν φορούσε τις παρωπίδες της ηγεσίας (σελ. 25 [60]).
2) Η διάψευση της επιστολής Πλουμπίδη για το θέμα Μπελογιάννη, με την οποία δηλωνόταν ψευδώς ότι η επιστολή είναι πλαστή και ότι «ο Πλουμπίδης είναι βαρειά άρρωστος και θεραπεύεται στο εξωτερικό» γράφτηκε από τον ίδιο τον Ζαχαριάδη, χωρίς το ζήτημα να έχει συζητηθεί πρώτα σε οποιοδήποτε κομματικό όργανο (σελ. 15 [50]).
3) Η καταγγελία του Πλουμπίδη έγινε με απόφαση του ΠΓ της 22-5-1952, με την οποία το ΠΓ «διαγράφει τον Πλουμπίδη από μέλος του ΚΚΕ και τον καταγγέλλει στο λαό και στο Κόμμα σαν χαφιέ, προβοκάτορα και προδότη» (σελ. 16 [51]). Η απόφαση συντάχτηκε από το μέλος του ΠΓ Β. Μπαρτζιώτα με εντολή του ΠΓ και του Ζαχαριάδη: «Το σχέδιο για την απόφαση, ότι ο Πλουμπίδης είναι προβοκάτορας, προδότης-χαφιές ετοιμάστηκε από το Βασίλη (όπως είχε αποφασιστεί) στις 5-7-1952, διαβάστηκε και στη συνεδρίαση του ΠΓ στις 25-7-1952 συζητήθηκε και εγκρίθηκε» (σελ. 11 [48]).
Η απόφαση του ΠΓ για τον Πλουμπίδη δεν ανακοινώθηκε στα μέλη και τα στελέχη του κόμματος. Όπως σημειώνει το Πόρισμα, «βρίσκεται μέχρι σήμερα στο αρχείο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σε φάκελο που χαρακτηρίζεται: "Αποφάσεις του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (που δεν δημοσιεύτηκαν)"» (σελ. 25 [59])(*8). Η απόφαση αυτή δεν συζητήθηκε επίσης στην 3η Ολομέλεια της ΚΕ, που συνήλθε στις 23-25/11/1952, δυο μόλις μέρες πριν την ανοιχτή καταγγελία του Πλουμπίδη από το ραδιοσταθμό, ούτε σε κάποια άλλη ολομέλεια: «...ενώ ο Ν. Πλουμπίδης ήταν μέλος της ΚΕ, σε καμιά ολομέλεια δεν συζητήθηκε ζήτημα Πλουμπίδη... δυο μέρες μετά τη λήξη των εργασιών της [3ης] ολομέλειας (στην οποία δεν συζητήθηκε ζήτημα Πλουμπίδη και επομένως δεν πάρθηκε απ' αυτήν καμιά απόφαση) μεταδίδεται (στις 27-11-52) απ' το ΡΣΕΕ σαν ανακοίνωση της ΚΕ ότι ο Πλουμπίδης είναι χαφιές, πράκτορας, βαμένος και θανάσιμος εχθρός του λαού» (σελ. 25 [60]).
Τα περιστατικά αυτά πιστοποιούν ότι η καταγγελία του Πλουμπίδη έγινε με ευθύνη των Ζαχαριάδη-Μπαρτζιώτα και, επίσης, των Γούσια-Βλαντά, χωρίς πραγματική νομιμοποίηση από αρμόδιο κομματικό σώμα.
4) Η απόφαση του ΠΓ της 22-5-1952, με την οποία καταγγέλλεται ο Πλουμπίδης, περιλαμβάνει 27 σημεία (βλ. σελ. 16-25 [52-59]) με κατηγορίες για τις υποτιθέμενες προβοκατόρικες ενέργειές του, οι οποίες αναφέρονται σε όλη την κομματική θητεία του από τη δεκαετία του '30. Για καμιά, ωστόσο, δεν παρατίθεται ούτε ένα σοβαρό υποστηρικτικό στοιχείο ή μαρτυρία. Αντίθετα, είναι εμφανής η πρόθεση να συκοφαντηθεί ο Πλουμπίδης, με την εμφάνιση κατά καιρούς πολιτικών θέσεών του ως προβοκατόρικων, την απόδοση σε αυτόν ευθυνών για λάθη και παραλείψεις της ηγεσίας, τη σπίλωση θετικών συνεισφορών του, την ηθική μείωσή του με υπαινιγμούς και ψεύδη για την προσωπική του ζωή.
Χαρακτηριστικά:
α) Η κριτική που είχε ασκήσει ο Πλουμπίδης στο γράμμα του Ζαχαριάδη το 1940, χαρακτηρίζοντάς το πλαστό με πολιτικά επιχειρήματα όπως ότι καλούσε σε ανεπιφύλακτη υποστήριξη του πολέμου, παρότι διεξαγόταν από τη μεταξική κυβέρνηση, εμφανίζεται ως προβοκατόρικη.
Ο ίδιος ο Πλουμπίδης σε βιογραφικό που υπέβαλε στο κόμμα το 1946 αναγνώριζε τα λάθη στις απόψεις του εκείνης της περιόδου. Σημείωνε δε ότι η στάση του είχε υποκινηθεί και από την εκτίμησή του για τον Μιχαηλίδη, που με εντολή του Ζαχαριάδη είχε κάνει δήλωση για να ελευθερωθεί. Ο Μιχαηλίδης πέρασε μετά με την ασφάλεια και με τη χαφιεδική Προσωρινή Διοίκηση που οργάνωσε προκάλεσε τεράστια ζημιά στο ΚΚΕ (σημείο 7) Για τον Ζαχαριάδη ήταν αδιανόητο ότι μπορούσε κάποιο στέλεχος να έχει ένα διαφορετικό πολιτικό σκεπτικό και ότι δικές του επιλογές, όπως η αμφιλεγόμενη αποστολή που ανέθεσε στον Μιχαηλίδη, ήταν δυνατό να έχουν αρνητικές συνέπειες. Από δω η –τυπική για τις σταλινικές ηγεσίες– προθυμία του να χαρακτηρίσει τον Πλουμπίδη χαφιέ.
β) Ο Πλουμπίδης κατηγορείται ότι σαμποτάρισε την κομματική γραμμή στις βουλευτικές εκλογές του 1950 και 1951 (σημεία 18, 23), και συνωμότησε με τον Μ. Κύρκο για να ματαιωθεί η υποψηφιότητα και εκλογή του Μπελογιάννη, που θα απέτρεπε την εκτέλεσή του (σημείο 22).
Στην πραγματικότητα ο Πλουμπίδης, κάτω από τις ακραία αντίξοες συνθήκες της παρανομίας, καθοδήγησε με επάρκεια τις δυο εκλογικές μάχες και συνέτεινε να επιτευχθεί ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Με τις συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρούν να σπιλώσουν θετικές συνεισφορές του, φορτώνοντάς του ευθύνες του ίδιου του ΠΓ, που δεν του είχε αποσαφηνίσει τι να κάνει αν ο Μ. Κύρκος αρνούνταν ως το τέλος την υποψηφιότητα του Μπελογιάννη (σημείο 22). Στην έκθεση του Πλουμπίδη για τις εκλογές του 1951, σελ. 8 [45], δηλώνεται ότι δεν υπήρχε ρητή σχετική οδηγία του ΠΓ και αυτό, μαζί με μια σειρά ακόμη κριτικές επισημάνσεις του, πρέπει να ήταν ο καταλύτης στην οριστική λήψη της απόφασης για την καταγγελία του. Η ζαχαριαδική ηγεσία δεν μπορούσε να δεχτεί ότι έκανε και σε αυτή τη φάση του αγώνα κρίσιμα λάθη.
γ) Αποδίδονται αυθαίρετα στον Πλουμπίδη ευθύνες για την εξόντωση του μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ Π. Δαμασκόπουλου στην κατοχή (σημείο 6). Υποστηρίζεται δε ότι «με βοηθό τον προστατευόμενό του χαφιέ Αχιλλέα Μπλάνα διέλυσε την ΚΟΑ και εμπόδισε χιλιάδες μέλη του Κόμματος να βγουν στο βουνό» (σημείο 14).
Εδώ επίσης μεταβιβάζονται στον Πλουμπίδη ευθύνες που βαραίνουν την ηγετική ομάδα Σιάντου-Ιωαννίδη στην υπόθεση Δαμασκόπουλου και τη ζαχαριαδική ηγεσία συνολικά για την καταστροφή των οργανώσεων στην Αθήνα στα 1948-49. Στον Μπλάνα, μέλος της ΚΕ και Γραμματέα τότε της ΚΟΑ, είχαν φορτωθεί οι ευθύνες για τις συνέπειες αυτές των καταστροφικών επιλογών της ηγεσίας (πέρασμα στον εμφύλιο χωρίς καμιά προετοιμασία, κλπ.) και είχε ανακηρυχτεί χαφιές πάλι χωρίς απόφαση κομματικού οργάνου (σημείο 14).
δ) Καταλογίζεται στον Πλουμπίδη ότι «πρόδοσε στην ασφάλεια τον ήρωα του ελληνικού λαού και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ σ. Νίκο Μπελογιάννη και πρωτοστάτησε στην εξόντωσή του» (σημείο 19). Δηλώνεται δε ότι «σε συνεργασία με τον Πανόπουλο και το ΓΕΣ έγραψε το γράμμα που δήλωνε ότι αναλαβαίνει να παρουσιαστεί και να δικαστεί (ο Πλουμπίδης) σαν υπεύθυνος της παράνομης δουλιάς» (σημείο 24).
Εδώ ειδικά ξεπροβάλλει έντονα ο ακραίος κυνισμός της ζαχαριαδικής κλίκας. Κατά την εμπαθή λογική της, ο Πλουμπίδης, που πρόσφερε τη ζωή του για τη σωτηρία του Μπελογιάννη, το έκανε σε συνεννόηση με την ασφάλεια για να τον προδώσει, ενώ η ίδια, που με τη διάψευση της επιστολής του καταδίκασε οριστικά τον Μπελογιάννη, ήταν άσπιλη και υπεράνω κριτικής.
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν οι αιτιάσεις ότι ο Πλουμπίδης «μαζί με την ασφάλεια-Πανόπουλο σκηνοθέτησε τη δήθεν ανακάλυψη ασυρμάτων και το πιάσιμο τηλεγραφημάτων» του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ (σημείο 27).
ε) Χαρακτηρίζεται ο Πλουμπίδης "γυναικάς" και "έκφυλος", ενώ αμφισβητείται ακόμη ότι ήταν φυματικός, εμφανίζοντας ότι ο υφηγητής που είχε βεβαιώσει την ασθένειά του ήταν "ύποπτος" (σημεία 9 και 21). Τα χρόνια της κράτησής του στη Σωτηρία, εμφανίζονται ως προνομιακή μεταχείριση από την ασφάλεια σε ανταμοιβή για τη χαφιεδική του δράση (σημείο 5).
5) Η απομόνωση του Πλουμπίδη από το μηχανισμό, που οδήγησε στη σύλληψη και εξόντωσή του, έγινε με εντολή του τότε μέλους του ΠΓ, πιστού οργάνου του Ζαχαριάδη, Δ. Βλαντά (βλ. την οδηγία του Βλαντά στον Β. Ζάχο, τότε αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ που στάλθηκε στην Ελλάδα, να «βγει από τη μέση» ο Πλουμπίδης, σελ. 26 [60]).
6) Στη συκοφάντηση του Πλουμπίδη σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Λ. Σταθάς, βασικό επίσης στέλεχος του παράνομου μηχανισμού στην Αθήνα στα 1949-51. Όταν διέφυγε στις Λαϊκές Δημοκρατίες τέλη του 1952 ο Σταθάς (αναπληρωματικό τότε μέλος της ΚΕ) υποστήριξε τις αποφάσεις της ηγεσίας για τον Πλουμπίδη. Η μελέτη των μαρτυριών του, ωστόσο, δείχνει ότι δεν περιέχουν κανένα στοιχείο, όντας υπαγορευμένες από το φόβο για την προσωπική του τύχη.
7) Η εμφανής έλλειψη τεκμηρίωσης των κατηγοριών ενάντια στον Πλουμπίδη, πέρα από την αποφυγή συζήτησης του θέματος στην ΚΕ, ώθησε τη ζαχαριαδική ηγεσία σε μια παραπέρα προσπάθεια επινόησης "στοιχείων" για τη συκοφάντησή του και την παρουσίαση της δίκης και εκτέλεσής του ως "σκηνοθεσίας" της αντίδρασης και των Αγγλο-Αμερικάνων.
Όπως τεκμηριώνεται αναλυτικά στο Πόρισμα, στην περίοδο από τη σύλληψη ως την εκτέλεση του Πλουμπίδη, μαγειρεύονταν από τη ζαχαριαδική ηγεσία μια σειρά κείμενα και εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού του ΚΚΕ. Τα κείμενα αυτά γράφονταν με ρητές οδηγίες από όργανά της στην Αθήνα, και παρουσιάζονταν κατόπιν για να τους δοθεί κύρος ως αναφορές της ΚΟΑ. Έτσι επιχειρήθηκε η παρουσίαση της εκτέλεσης του Πλουμπίδη ως σκηνοθεσίας με επίκληση δήθεν μαρτυρίας της ΚΟΑ: «Στις 30-8-1954 ο ΡΣΕΕ μετέδοσε "ανακοίνωση" της "ΚΟΑ του ΚΚΕ για την ψευτοεκτέλεση του Πλουμπίδη". Τίποτε δεν έγραψε η ΚΟΑ. Η "ανακοίνωση" αυτή μαγειρεύτηκε κατά παραγγελία στο μηχανισμό του ραδιοσταθμού, όπως και τόσες άλλες "ανταποκρίσεις και τα γράμματα από την Αθήνα"» (σελ. 34 [68]).
Αποκαλυπτικά για τις κυνικές μεθοδεύσεις της ζαχαριαδικής ηγεσίας είναι και τα ακόλουθα αποσπάσματα: «Σημειώνουμε ότι στο φάκελλο του Πλουμπίδη δεν υπάρχει τίποτε ανάμεσα στα υλικά που να έχει σχέση με τη γνώμη της ΚΟΑ... Εκείνος που έλεγχε τα σκαρωμένα αυτά "γράμματα από την Αθήνα" σε ένα τέτοιο "γράμμα από την Αθήνα" που μεταδόθηκε από το ΡΣΕΕ στις 20-8-1953 γράφει σε υποσημείωση: "Το κομμάτι αυτό είναι καλό. Δεν μπορούμε να κάνουμε μια αντιπαραβολή πώς φέρνονταν δικαστές και χαφιέδες προς το Μπελογιάννη και Πλουμπίδη;" Και σε λίγες μέρες είχε σκαρωθεί η "ανταπόκριση από την Αθήνα" και μεταδόθηκε από το ΡΣΕΕ στις 26-8-1953 με τίτλο: "μερικές αποκαλυπτικές λεπτομέρειες για τη δίκη του προβοκάτορα Πλουμπίδη"» (σελ. 28-29 [62-63]).
8) Τα παρατιθέμενα στοιχεία τεκμηριώνουν αδιαμφισβήτητα το βασικό συμπέρασμα του Πορίσματος ότι: «Η τότε καθοδήγηση του Κόμματος (ζαχαριαδική κλίκα) και στην περίπτωση του Ν. Πλουμπίδη έβαλε σε εφαρμογή τη μέθοδο που και προηγούμενα χρησιμοποίησε για να ξεφύγει την κριτική και να σκεπάσει τις ευθύνες λαθών και τυχοδιωκτισμών, φορτώνοντας το αποτέλεσμα κάθε τυχοδιωκτικής ενέργειας στον "οππορτουνισμό" στην "προδοσία" και στο "χαφιεδισμό" ανωτέρων, με κύρος στελεχών του Κόμματος». Πιστοποιούν ότι η καταδίκη του Πλουμπίδη ήταν ένας κρίκος στην αλυσίδα των συκοφαντιών και των διώξεων που εξαπέλυσε ενάντια σε έντιμους αγωνιστές η ηγεσία Ζαχαριάδη, από την αποκήρυξη των Άρη Βελουχιώτη και Πετσόπουλου το 1945 ως την καταδίκη ή εξόντωση των Βαφειάδη, Καραγιώργη, ενός πλήθους μαχητών του ΔΣΕ κ.ά., μετά την ήττα του κινήματος· ότι δεν επρόκειτο για λαθεμένες κρίσεις λόγω κακής πληροφόρησης, αλλά, όπως τονίζεται, για «συνειδητή εξαπάτηση του κόμματος και του λαού και για εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών» (σελ. 36-37 [69-70], σημεία 2 και 6).
9) Όσον αφορά το γιατί επιλέχτηκε τότε ειδικά ο Πλουμπίδης ως αποδιοπομπαίος τράγος, το Πόρισμα επισημαίνει δυο λόγους, την κριτική του στο γράμμα του Ζαχαριάδη το 1940 και την υπόθεση Μιχαηλίδη. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί το πρακτικό πνεύμα του Πλουμπίδη, ο οποίος συχνά έπαιρνε ρεαλιστικές θέσεις, που συγκρούονταν με τους τυχοδιωκτισμούς της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Ο Πλουμπίδης φαίνεται να είχε αποστασιοποιηθεί από την αποχή στις εκλογές του 1946 (*9), ενώ η πρακτική πολιτική του αίσθηση διαφαίνεται στις παρατηρήσεις του για τις εκλογές του 1951. Η ζαχαριαδική ηγεσία θεωρούσε επικίνδυνους όσους μπορούσε να εκθέσουν μελλοντικά, όταν θα έμπαινε το θέμα των ευθυνών της, τις καταστροφικές αποφάσεις της και εδώ πρέπει να αναζητηθεί ο βαθύτερος λόγος για την εξόντωση του Νίκου Πλουμπίδη.
Το ιδιάζον στην περίπτωση αυτή –που δεν μπορεί να μην αποκομίσει ως ισχυρή αίσθηση ο αναγνώστης του Πορίσματος– δεν είναι μόνο η αντίστιξη ανάμεσα στην άδολη στάση του Πλουμπίδη και τα ιδιοτελή κίνητρα της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Είναι κυρίως ο φανατισμός με τον οποίο οι απόλυτοι "ηγήτορες" παρανοούσαν ολοσχερώς την πραγματικότητα και κατασκεύαζαν ένα φανταστικό κόσμο για να διατηρούν αλώβητη την ψευδαίσθηση του μεγαλείου τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η εσπευσμένη αποκήρυξη της επιστολής Πλουμπίδη και η μετέπειτα συκοφάντηση του Πλουμπίδη σχετίζονται με την απέχθειά τους απέναντι σε κάθε γνήσια αγωνιστική, έντιμη και ανιδιοτελή πράξη, για την οποία διαισθάνονταν ότι αποκάλυπτε τη δική τους ιστορική μικρότητα.
■ ■ ■
Ως επίλογο, αξίζει να αναφερθεί η νηφάλια κρίση του Μπελογιάννη για τον Πλουμπίδη, όπως παρατίθεται σε Έκθεση του Σταθά. Αναφερόμενος στην εμπιστοσύνη που έδειχνε ο Μπελογιάννης στον Πλουμπίδη και τις δικές του επίμονες προσπάθειες να τον πείσει ότι ήταν χαφιές, ο Σταθάς παραθέτει την απάντηση του Μπελογιάννη: «Δεν μπορεί, βρε αδελφέ, να 'ναι χαφιές, έχει τραβήξει τόσα, δεν γίνεται» (βλ. το "Πόρισμα των Κωτούζα-Βατουσιανού", Δ. Παπαχρίστου, ό.π., σελ. 174-75).
Σε αυτή τη λακωνική απάντηση δεν αντανακλάται μόνο το ήθος και η ακεραιότητα του Μπελογιάννη. Γίνεται επίσης έκδηλη η διαφορά ανάμεσα στον πραγματικό, προικισμένο με κρίση, πολιτικό ηγέτη, και τους κατά φαντασία "επαναστάτες" και "αρχηγούς", των οποίων η κοντόφθαλμη μεγαλομανία αμαύρωσε τα κομμουνιστικά ιδανικά, στοιχίζοντας εκατόμβες στο κίνημα. Αναδεικνύεται δε το καθήκον των κομμουνιστών για το ως το τέλος ξεκαθάρισμα της σταλινικής κληρονομιάς και των ποικίλων σύγχρονων αναβιώσεών της.
Σημειώσεις
(*1). Ευχαριστούμε τον Νίκο Μπελογιάννη για την παραχώρηση του ντοκουμέντου από το αρχείο της Έλλης Παππά.
(*2). Μουτζούρα στο κείμενο. Είναι η 9η Ολομέλεια του 1958, όπου "αποκαταστάθηκε" ο Πλουμπίδης.
(*3). Στο εξής σε παραπομπές στο Πόρισμα σημειώνεται ο αριθμός σελ. στο δακτυλογραφημένο πρωτότυπο και σε [] ο αντίστοιχος αριθμός σελ. στο περιοδικό.
(*4). Όπως αναφέρει ο Β. Καραμανωλάκης, το πόρισμα των Κωτούζα-Βατουσιανού ήταν εκείνο που εγκρίθηκε τελικά, "Πιστός μέχρι το τέλος στο κόμμα που τον θυσίασε", Τα Νέα, 14-8-2009.
(*5). Μερικά υλικά, όπως τα δημοσιευμένα από τον Δ. Παπαχρίστου γράμματα του Πλουμπίδη στα 1953-54, δεν ήταν τότε γνωστά. Ας σημειωθεί ότι ο Παπαχρίστου, πριν τα δημοσιεύσει το 1997 από αντίγραφα που κράτησε, παρέδωσε τα πρωτότυπα των γραμμάτων στο ΚΚΕ το 1974, τα οποία θάφτηκαν από τις μεταπολιτευτικές ηγεσίες, ακριβώς όπως το Πόρισμα του 1957.
(*6). Ο Βαβούδης, χειριστής των ασυρμάτων του ΚΚΕ, κατηγορήθηκε από τον Ζαχαριάδη σαν χαφιές, για να του φορτωθεί η αποκάλυψη του "παράνομου μηχανισμού", ενώ η αυτοκτονία του πριν συλληφθεί παρουσιάστηκε κυνικά ως "σκηνοθεσία" των αρχών (βλ. στο Πόρισμα, σελ. 9-10, 32-33 [46, 66] κλπ.).
Όπως ιστορεί η Διδώ Σωτηρίου στην Εντολή (εκδ. Κέδρος, σελ. 300-02), ο Βαβούδης ήταν ένα από τα πιστά όργανα του Ζαχαριάδη, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί στο κυρίαρχο πνεύμα της τυφλής υποταγής στην ηγεσία, της συνωμοτικότητας και των μηχανορραφιών. Η αυτοκτονία του ήταν μια ηρωική πράξη, δεν δικαιολογεί όμως να προβάλλεται ως πρότυπο, όπως γίνεται στο Πόρισμα.
(*7). Τον προσανατολισμό της ζαχαριαδικής ηγεσίας για καταγγελία του Πλουμπίδη ακόμη και πριν το 1950 επιβεβαιώνουν μετέπειτα μαρτυρίες των άμεσα εμπλεκόμενων Σταθά και Βλαντά. Βλ. Σ. Γρηγοριάδης, Μετά τον Εμφύλιο. Η Άνοδος του Παπάγου στην Εξουσία, Το Βήμα, Βιβλιοθήκη 5, σελ.166. Ακόμη όμως και αν δούμε με επιφύλαξη τις προσωπικές μαρτυρίες, οι παρατειθέμενες στο Πόρισμα επίσημες αποφάσεις του ΚΚΕ αρκούν για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη αυτού του προσανατολισμού μετά το 1950.
(*8). Η συγκεκριμένη απόφαση περιλήφθηκε, όπως αναφέρει ο Δ. Παπαχρίστου, στα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, τόμ.7, 1949-1955, εκδ. ΣΕ, όπου επίσης δεν γίνεται καμιά ουσιαστική εκτίμηση
(*9). Βλ. σχετικά, Κ. Μάτσα, "Ν. Πλουμπίδης, Η αποκατάσταση που δεν έγινε", 27/09/2002,http://www.politikokafeneio.com/istoria/ploumpidis279.htm.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός και συγγραφέας.
Υπόθεση Πλουμπίδη: το άγνωστο Πόρισμα του ΚΚΕ (1957)
του Χρήστου Κεφαλή*
Το "Πόρισμα Εξέτασης της κομματικής υπόθεσης του Πλουμπίδη Νίκου ή Μπάρμπα" (*1), που δημοσιεύουμε εδώ, αποτελεί ένα σημαντικό άγνωστο ντοκουμέντο για την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Το Πόρισμα, με κωδικό Φ=28/36/2 και ημερομηνία καταχώρησης 20-11-57, συντάχτηκε από τo Τμήμα Στελεχών της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ, στο οποίο ανατέθηκε η διεξαγωγή έρευνας για την υπόθεση. Είναι ένα πυκνό κείμενο 38 δακτυλογραφημένων σελίδων, ακολουθούμενο από μια σελίδα χειρόγραφων σημειώσεων.
Σκοπός του Πορίσματος δεν ήταν να προβεί σε ένα συνολικό απολογισμό της πολιτείας της ζαχαριαδικής ηγεσίας, των κατά καιρούς τεράστιων λαθών της και του ανώμαλου καθεστώτος που επέβαλε στο ΚΚΕ. Αυτά τα θέματα είχαν τεθεί σε μια πρώτη φάση στο ΚΚΕ κατά την περιορισμένη αποσταλινοποίηση μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την απομάκρυνση του Ζαχαριάδη, επισημαίνονται δε στο Πόρισμα, χωρίς όμως να εμβαθύνονται παραπέρα. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο να αντιμετωπιστούν επαρκώς ποτέ, όμως και η τοποθέτησή τους μόνο δημιουργούσε μια πιο υγιή ατμόσφαιρα, όπου ήταν εφικτό να τεθούν μερικές κραυγαλέες περιπτώσεις αυθαιρεσιών της ηγεσίας ενάντια σε κομματικά στελέχη, όπως ο Πλουμπίδης.
Το Πόρισμα περιορίζεται έτσι ενσυνείδητα στην ακριβή, αναλυτική παρουσίαση των περιστατικών της Υπόθεσης Πλουμπίδη, την εξέταση των κατηγοριών ενάντια στον Πλουμπίδη και των ντοκουμέντων με τα οποία επιχειρήθηκε να στηριχτούν. Εδώ διαπιστώνει αναμφισβήτητα το ασύστατο των κατηγοριών και το συκοφαντικό, συνειδητά μεθοδευμένο χαρακτήρα τους. Κάνοντας ρητή αναφορά στα εγκληματικά λάθη και την ανώμαλη πολιτεία της ζαχαριαδικής ηγεσίας, σημειώνει την ανάγκη να μελετηθούν παραπέρα οι σκοποί που επεδίωκε με την ενοχοποίηση και εξόντωση του Πλουμπίδη και άλλων αγωνιστών.
Για τις διαδικασίες που οδήγησαν στη σύνταξη του Πορίσματος και την τύχη του, μόνο εύλογες υποθέσεις μπορεί να γίνουν, με βάση το ίδιο και μερικά άλλα διαθέσιμα ντοκουμέντα. Δεδομένου ότι η τωρινή νεοσταλινική ηγετική ομάδα του ΚΚΕ δεν επιτρέπει πρόσβαση στα αρχεία του, η λεπτομερής διερεύνηση αυτών των ζητημάτων είναι για την ώρα αδύνατη.
Το Πόρισμα συντάχτηκε από ομάδα στελεχών του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Ηλία Ρούνη. Αυτό πιστοποιείται από τον τίτλο στην πρώτη σελίδα «ΚΚΕ, ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Τμήμα Στελεχών» και από την τελευταία σελίδα, όπου υπάρχει δακτυλογραφημένο το όνομα του Ηλία Ρούνη και η υπογραφή του «Μπαρμπαλιάς» (το ψευδώνυμο του Ρούνη) και τέσσερεις ακόμη υπογραφές κάτω από τη χειρόγραφη λέξη «συμφωνώ» (η μόνη ευανάγνωστη είναι «Δ. Τσιάρος»). Ο Ηλίας Ρούνης, βασικός συντάκτης του Πορίσματος, ήταν ανώτερος αξιωματικός του ΔΣΕ, ένα από τα έντιμα μεσαία στελέχη που δεν είχαν εμπλακεί στις πλεκτάνες της ηγεσίας Ζαχαριάδη.
Για την τύχη του Πορίσματος, διαφωτιστική είναι η χειρόγραφη σημείωση στο τέλος του ότι «Το Πόρισμα αυτό δεν τέθηκε υπ' όψιν της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Αύγουστος 19;; (*2)) Κρατείται στο αρχείο γιατί δείχνει τις διαφωνίες του σ. Ρούνη Ηλ.». Όπως φαίνεται, η ανοικτή, διεξοδική τοποθέτηση των ζητημάτων ανησύχησε τη νέα ηγεσία Κολιγιάννη. Η ηγεσία αυτή δεν επιθυμούσε μια σε βάθος ανάλυση των γεγονότων της Υπόθεσης Πλουμπίδη, η οποία, πέρα από το ζήτημα των ευθυνών αρκετών μελών της, θα έθετε και γενικότερα ζητήματα για τον ιστορικό ρόλο του σταλινισμού, που είχαν ανοίξει με το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Γι' αυτό φρόντισε να κρατηθεί το Πόρισμα κρυφό από τα στελέχη και τα μέλη του ΚΚΕ, με το πρόσχημα ότι πρόκειται για υποκειμενικές κρίσεις και διαφωνίες του Ρούνη, εμποδίζοντας την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Υπέρ της παραπάνω ερμηνείας συνηγορεί, άλλωστε, η επιφύλαξη στο χειρόγραφο σημείωμα του διαφωνούντος μέλους Μ. Κωτούζα, ότι το Πόρισμα στρέφεται ενάντια σε «ολόκληρη την ΚΕ του ΚΚΕ, εξισώνοντας τις ευθύνες της με την ευθύνη της κλίκας Ζαχαριάδη» (βλέπε σελ. 39 [72] (*3) του Πορίσματος και σημείο 8 των συμπερασμάτων, όπου γίνεται η αναφορά στις ευθύνες της ΚΕ) και ότι το τμήμα στελεχών υπερβαίνει έτσι τις αρμοδιότητές του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την έρευνα του 1957 προέκυψε και ένα δεύτερο πόρισμα, υπογραφόμενο επίσης από ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ, τους Μ. Κωτούζα (που διατυπώνει τις χειρόγραφες διαφωνίες του στο Πόρισμα του Ρούνη) και Μ. Βατουσιανό. Το πόρισμα αυτό έχει ημερομηνία κατάθεσης 23-11-1957, τρεις μέρες μεταγενέστερη από του Ρούνη. Παραδόθηκε το 1975 στον Δημοσθένη Παπαχρίστου και έχει περιληφθεί στο βιβλίο του, Νίκος Πλουμπίδης, Ντοκουμέντα, εκδ. Το Ποντίκι, Αθήνα 1998, σελ. 161-87.
Το Πόρισμα των Βατουσιανού-Κωτούζα καταλήγει σε ουσιαστικά ταυτόσημα συμπεράσματα με του Ρούνη: «Τα αίτια που προκάλεσαν την κατηγορία και την απόφαση εξόντωσης του Νίκου Πλουμπίδη είναι πολιτικά. Όπως στο Γράμμο, το 1948, χρειάστηκαν οι Μάρκος Βαφειάδης-Γιώργος Γιαννούλης για τον αποτυχημένο ελιγμό Βίτσι-Καϊμακτσιαλάν, ο Γιώργος Γεωργιάδης για τη Νότια Ελλάδα, ο Κώστας Καραγιώργης, έτσι και μετά την ήττα μας και συγκεκριμένα στην Ελλάδα, χρειάστηκε ένας που να του φορτώσουν τη χρεοκοπία της πολιτικής τους. Και σαν τέτοιος διαλέχτηκε ο Νίκος Πλουμπίδης... Όλο το κατηγορητήριο... αποτελεί μια συκοφαντία και εξαπάτηση του κόμματος και του ελληνικού λαού» (σελ.186-87). Στη σημείωση του Κωτούζα στο Πόρισμα του Ρούνη γίνεται ακόμη η σωστή παρατήρηση πως επιδίωξη του Ζαχαριάδη με την ενοχοποίηση του Πλουμπίδη ήταν να κρύψει το ασύστατο της εκτίμησης ότι η κατάσταση στην Ελλάδα παρέμενε μετά την ήττα του ΔΣΕ επαναστατική και τα θλιβερά παρεπόμενά της για το κίνημα.
Και τα δυο πορίσματα βασίζονται στα ίδια υλικά: Βιογραφική έκθεση του Πλουμπίδη του 1946, μερικές μεταγενέστερες εκθέσεις του ίδιου προς την ηγεσία, η απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ της 27-5-1952 με την οποία καταγγέλλεται ο Πλουμπίδης σαν χαφιές, οι εκθέσεις των Ζαχαριάδη, Μπαρτζιώτα και άλλων που γράφτηκαν για να "τεκμηριωθεί" η απόφαση, οι σχετικές με την υπόθεση ανακοινώσεις του Ραδιοφωνικού Σταθμού του ΚΚΕ "Ελεύθερη Ελλάδα", η Έκθεση του Γιώργου Σπανού για τα χτυπήματα στην Αθήνα ως το 1949, η Έκθεση του Λ. Σταθά (Κασιμάτη), δημοσιεύματα του αθηναϊκού Τύπου για την υπόθεση, κ.λπ.
Από κει και πέρα, η αντιπαραβολή τους δείχνει το συγκριτικά επιδερμικό χαρακτήρα του Πορίσματος των Κωτούζα-Βατουσιανού. Το δεύτερο αυτό πόρισμα, όντας πολύ μικρότερο, περιορίζεται σε μια παράθεση και σχολιασμό κυρίως γνωστών ντοκουμέντων, όπως η επιστολή του Πλουμπίδη με την οποία προσφερόταν να δικαστεί αντί του Μπελογιάννη, κ.ά. Επιπρόσθετα, εστιάζει υπερβολικά σε δευτερεύοντα περιστατικά σχετικά με τη στάση άλλων στελεχών του ΚΚΕ που ήταν στην Αθήνα τον ίδιο καιρό με τον Πλουμπίδη, όπως οι Σταθάς και Ακριτίδης, και, υποκύπτοντας σε πιέσεις του Ζαχαριάδη, συνέβαλαν κατόπιν στην ενοχοποίησή του. Το δεύτερο Πόρισμα αποφεύγει ή υποβαθμίζει αδικαιολόγητα τα ντοκουμέντα και τις παρασκηνιακές μεθοδεύσεις της καταγγελίας. Αυτά τα ντοκουμέντα, από τα οποία προκύπτει όχι μόνο η συνειδητή συκοφάντηση του Πλουμπίδη αλλά και ο απροσμέτρητος κυνισμός της ζαχαριαδικής ηγεσίας, παρουσιάζονται πολύ πιο διεξοδικά στο Πόρισμα της ομάδας Ρούνη.
Το γεγονός ότι το Πόρισμα του Ρούνη κατατέθηκε πριν από εκείνο των Κωτούζα-Βατουσιανού και η ύπαρξη τεσσάρων υπογραφών στελεχών φαίνεται να τεκμηριώνει πως πρόκειται για το βασικό ντοκουμέντο που συντάχτηκε σε υλοποίηση της απόφασης για εξέταση της Υπόθεσης Πλουμπίδη. Γι' αυτό συνηγορεί ακόμη η επιφύλαξη του Κωτούζα στη χειρόγραφη σημείωσή του στο τέλος, για τις διαφωνίες του «στα σημεία που ανέφερα αναλυτικά όταν το τμήμα στελεχών συζήτησε το πόρισμα, ύστερα απ' την πρώτη διατύπωσή του και τα οποία δεν πάρθηκαν υπ' όψιν όταν ξαναδουλεύτηκε» (σελ. 39 [71]). Όλα αυτά διαψεύδουν τον ισχυρισμό ότι το Πόρισμα Ρούνη εξέφραζε "προσωπικές διαφωνίες", υποδηλώνοντας μια προφανή προσπάθεια κουκουλώματος.
Πιθανότατα, λοιπόν, το Πόρισμα των Κωτούζα-Βατουσιανού μεθοδεύτηκε εκ των υστέρων από την ηγεσία Κολιγιάννη για να παραμεριστεί σιωπηλά το ενοχλητικό Πόρισμα του Ρούνη. Κατόπιν δε, αφού εξυπηρέτησε αυτό το σκοπό(*4), καταχωνιάστηκε και εκείνο. Το αποτέλεσμα ήταν να περιοριστεί το ΚΚΕ στην άχρωμη, λακωνική απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ τον Αύγουστο του 1958, όπου απλά "αποκαθίσταται" ο Πλουμπίδης, χωρίς καμιά ουσιαστική νύξη για την ουσία της υπόθεσης και αποσιωπώντας την έρευνα που είχε διεξαχθεί.
Αυτός είναι ο λόγος που το παρουσιαζόμενο Πόρισμα αποτελεί ένα καίριο ντοκουμέντο. Είναι το πιο σημαντικό γνωστό κείμενο του ΚΚΕ για την Υπόθεση Πλουμπίδη, περιέχοντας μεγάλο μέρος των σχετικών με αυτή υλικών (*5) , που είναι επαρκές για να σχηματιστεί αντικειμενική άποψη για όλες τις κύριες πτυχές της, υλικά μη προσβάσιμα τα πιο πολλά από άλλες πηγές. Τα ντοκουμέντα παρατίθενται, συγκρίνονται και αξιολογούνται γενικά ευσυνείδητα, φωτίζοντας τη σημασία τους και μη διστάζοντας στον καταλογισμό των ευθυνών όλων των εμπλεκόμενων. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει ποτέ άλλοτε στον κομματικό Τύπο του ΚΚΕ, ούτε έχει παρουσιαστεί τεκμηριωμένα μια εναλλακτική άποψη για το θέμα· απεναντίας, ιδίως μετά το 1990 λαμβάνεται μέριμνα να αποφεύγεται κάθε σοβαρή έρευνα, κάτω από τις οικείες αναφορές στην "κομματικότητα" και τον "ηρωισμό" του Πλουμπίδη.
Βέβαια, επειδή τα αναφερόμενα ντοκουμέντα υπήρχαν στο φάκελο του Πλουμπίδη, παρατίθενται στο Πόρισμα μόνο τα πιο σημαντικά αποσπάσματα. Για το σύγχρονο αναγνώστη αυτό δημιουργεί ένα κενό, καθώς μόνο η συνολική γνώση των πηγών θα επιτρέψει τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης άποψης για το θέμα. Πέρα όμως από την αναπόφευκτη αυτή έλλειψη και μερικές εύλογες ενστάσεις για την αξιολόγηση κάποιων "αμφιλεγόμενων" προσώπων όπως ο Βαβούδης (*6), το Πόρισμα δεν παύει να αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή. Μερικά βασικά σημεία, γεγονότα και συμπεράσματα που τεκμηριώνονται ισχυρά από αυτό είναι τα ακόλουθα:
1) Η ηγεσία του ΚΚΕ, ιδιαίτερα ο Ζαχαριάδης, προσανατολιζόταν να αποκηρύξει τον Πλουμπίδη πριν την πρωτοβουλία του για τη σωτηρία του Μπελογιάννη, ήδη από το Σεπτέμβρη του 1951. Ακόμη και πριν το 1950 μάζευαν "στοιχεία" που θα μπορούσε να χρησιμεύσουν μελλοντικά στη συκοφάντησή του, όπως έκαναν γενικά με "ενοχλητικά" στελέχη. Αυτά προκύπτουν από τα εξής δεδομένα:
α) Η απόφαση του ΠΓ στις 3-9-1951 για τις βουλευτικές εκλογές του 1951, να μπει στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ «ζήτημα Μπάρμπα [Πλουμπίδη] για παράβαση κομματικής εντολής και διαστρέβλωση της γραμμής μας» (σελ. 7 [44])
β) Ο καταλογισμός σε αυτή τη συνάφεια στον Πλουμπίδη ότι διέπραξε θελητά ή αθέλητα λάθη. Βλ. την αναφορά στο τηλεγράφημα-έκθεση του Πλουμπίδη για τις εκλογές: «Στο τελευταίο γράμμα σας και άρθρο Νίκου λέτε ότι... έκανα θελητά ή αθέλητα λάθη» (σελ. 8 [45]). Η αναφορά σε θελητά λάθη υποδηλώνει εκτίμηση για συνειδητή προδοσία κάποιου.
γ) Την απόφαση του ΠΓ στις 10-1-1952 «... Να γράψουμε όλοι μέσα σε 15 μέρες ότι ξέρουμε για τον Πλουμπίδη» σε συνδυασμό με προγενέστερη απόφαση της 21-12-1951 περί συγκέντρωσης στοιχείων για τους Πλουμπίδη, Βαβούδη, Κασιμάτη, κλπ. Σε εφαρμογή της συντάχτηκαν οι αναφερόμενες στο Πόρισμα εκθέσεις των Ζαχαριάδη, Μπαρτζιώτα, Βλαντά, κ.ά., που αποτέλεσαν βασικό υλικό ενοχοποίησης του Πλουμπίδη (σελ. 10 [47]).
δ) Η αναφορά σε άρθρο του Σταθά στο περιοδικό του ΚΚΕ Νέος Κόσμος ότι και στον Μπελογιάννη είχε γίνει το 1950, πριν έρθει στην Ελλάδα, «έγκαιρη, ρητή και κατηγορηματική προειδοποίηση» να μην εμπιστεύεται τον Πλουμπίδη, την οποία ο Μπελογιάννης απέρριψε (σελ. 6 [43]).
ε) Στην ίδια την απόφαση καταγγελίας του Πλουμπίδη από το ΠΓ του αποδίδονται κατηγορίες για χαφιεδισμό ήδη από τη δεκαετία του '30 (βλ. παρακάτω σημείο 4)(*7).Ότι όλα αυτά ήταν επινοήσεις της ζαχαριαδικής ηγεσίας, που δεν τις πίστευε ακόμη και η ίδια, φαίνεται από το ότι, ενώ προετοίμαζε το έδαφος για τη μετατροπή του σε αποδιοπομπαίο τράγο, από την άλλη ανέθετε στον Πλουμπίδη τις πιο υπεύθυνες κομματικές δουλειές, όπως η καθοδήγηση των εκλογικών μαχών του 1950 και 1951 (σελ. 6 [43]). Κατατοπιστικό είναι ακόμη ότι η ανάγνωση της απόφασης του ΠΓ από μη μέλη της ΚΕ στη διάρκεια της 3ης Ολομέλειας του 1952 θεωρήθηκε "στραπάτσο", αφού η γελοιότητα της υπόθεσης γινόταν άμεσα αντιληπτή στον καθένα που δεν φορούσε τις παρωπίδες της ηγεσίας (σελ. 25 [60]).
2) Η διάψευση της επιστολής Πλουμπίδη για το θέμα Μπελογιάννη, με την οποία δηλωνόταν ψευδώς ότι η επιστολή είναι πλαστή και ότι «ο Πλουμπίδης είναι βαρειά άρρωστος και θεραπεύεται στο εξωτερικό» γράφτηκε από τον ίδιο τον Ζαχαριάδη, χωρίς το ζήτημα να έχει συζητηθεί πρώτα σε οποιοδήποτε κομματικό όργανο (σελ. 15 [50]).
3) Η καταγγελία του Πλουμπίδη έγινε με απόφαση του ΠΓ της 22-5-1952, με την οποία το ΠΓ «διαγράφει τον Πλουμπίδη από μέλος του ΚΚΕ και τον καταγγέλλει στο λαό και στο Κόμμα σαν χαφιέ, προβοκάτορα και προδότη» (σελ. 16 [51]). Η απόφαση συντάχτηκε από το μέλος του ΠΓ Β. Μπαρτζιώτα με εντολή του ΠΓ και του Ζαχαριάδη: «Το σχέδιο για την απόφαση, ότι ο Πλουμπίδης είναι προβοκάτορας, προδότης-χαφιές ετοιμάστηκε από το Βασίλη (όπως είχε αποφασιστεί) στις 5-7-1952, διαβάστηκε και στη συνεδρίαση του ΠΓ στις 25-7-1952 συζητήθηκε και εγκρίθηκε» (σελ. 11 [48]).
Η απόφαση του ΠΓ για τον Πλουμπίδη δεν ανακοινώθηκε στα μέλη και τα στελέχη του κόμματος. Όπως σημειώνει το Πόρισμα, «βρίσκεται μέχρι σήμερα στο αρχείο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σε φάκελο που χαρακτηρίζεται: "Αποφάσεις του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (που δεν δημοσιεύτηκαν)"» (σελ. 25 [59])(*8). Η απόφαση αυτή δεν συζητήθηκε επίσης στην 3η Ολομέλεια της ΚΕ, που συνήλθε στις 23-25/11/1952, δυο μόλις μέρες πριν την ανοιχτή καταγγελία του Πλουμπίδη από το ραδιοσταθμό, ούτε σε κάποια άλλη ολομέλεια: «...ενώ ο Ν. Πλουμπίδης ήταν μέλος της ΚΕ, σε καμιά ολομέλεια δεν συζητήθηκε ζήτημα Πλουμπίδη... δυο μέρες μετά τη λήξη των εργασιών της [3ης] ολομέλειας (στην οποία δεν συζητήθηκε ζήτημα Πλουμπίδη και επομένως δεν πάρθηκε απ' αυτήν καμιά απόφαση) μεταδίδεται (στις 27-11-52) απ' το ΡΣΕΕ σαν ανακοίνωση της ΚΕ ότι ο Πλουμπίδης είναι χαφιές, πράκτορας, βαμένος και θανάσιμος εχθρός του λαού» (σελ. 25 [60]).
Τα περιστατικά αυτά πιστοποιούν ότι η καταγγελία του Πλουμπίδη έγινε με ευθύνη των Ζαχαριάδη-Μπαρτζιώτα και, επίσης, των Γούσια-Βλαντά, χωρίς πραγματική νομιμοποίηση από αρμόδιο κομματικό σώμα.
4) Η απόφαση του ΠΓ της 22-5-1952, με την οποία καταγγέλλεται ο Πλουμπίδης, περιλαμβάνει 27 σημεία (βλ. σελ. 16-25 [52-59]) με κατηγορίες για τις υποτιθέμενες προβοκατόρικες ενέργειές του, οι οποίες αναφέρονται σε όλη την κομματική θητεία του από τη δεκαετία του '30. Για καμιά, ωστόσο, δεν παρατίθεται ούτε ένα σοβαρό υποστηρικτικό στοιχείο ή μαρτυρία. Αντίθετα, είναι εμφανής η πρόθεση να συκοφαντηθεί ο Πλουμπίδης, με την εμφάνιση κατά καιρούς πολιτικών θέσεών του ως προβοκατόρικων, την απόδοση σε αυτόν ευθυνών για λάθη και παραλείψεις της ηγεσίας, τη σπίλωση θετικών συνεισφορών του, την ηθική μείωσή του με υπαινιγμούς και ψεύδη για την προσωπική του ζωή.
Χαρακτηριστικά:
α) Η κριτική που είχε ασκήσει ο Πλουμπίδης στο γράμμα του Ζαχαριάδη το 1940, χαρακτηρίζοντάς το πλαστό με πολιτικά επιχειρήματα όπως ότι καλούσε σε ανεπιφύλακτη υποστήριξη του πολέμου, παρότι διεξαγόταν από τη μεταξική κυβέρνηση, εμφανίζεται ως προβοκατόρικη.
Ο ίδιος ο Πλουμπίδης σε βιογραφικό που υπέβαλε στο κόμμα το 1946 αναγνώριζε τα λάθη στις απόψεις του εκείνης της περιόδου. Σημείωνε δε ότι η στάση του είχε υποκινηθεί και από την εκτίμησή του για τον Μιχαηλίδη, που με εντολή του Ζαχαριάδη είχε κάνει δήλωση για να ελευθερωθεί. Ο Μιχαηλίδης πέρασε μετά με την ασφάλεια και με τη χαφιεδική Προσωρινή Διοίκηση που οργάνωσε προκάλεσε τεράστια ζημιά στο ΚΚΕ (σημείο 7) Για τον Ζαχαριάδη ήταν αδιανόητο ότι μπορούσε κάποιο στέλεχος να έχει ένα διαφορετικό πολιτικό σκεπτικό και ότι δικές του επιλογές, όπως η αμφιλεγόμενη αποστολή που ανέθεσε στον Μιχαηλίδη, ήταν δυνατό να έχουν αρνητικές συνέπειες. Από δω η –τυπική για τις σταλινικές ηγεσίες– προθυμία του να χαρακτηρίσει τον Πλουμπίδη χαφιέ.
β) Ο Πλουμπίδης κατηγορείται ότι σαμποτάρισε την κομματική γραμμή στις βουλευτικές εκλογές του 1950 και 1951 (σημεία 18, 23), και συνωμότησε με τον Μ. Κύρκο για να ματαιωθεί η υποψηφιότητα και εκλογή του Μπελογιάννη, που θα απέτρεπε την εκτέλεσή του (σημείο 22).
Στην πραγματικότητα ο Πλουμπίδης, κάτω από τις ακραία αντίξοες συνθήκες της παρανομίας, καθοδήγησε με επάρκεια τις δυο εκλογικές μάχες και συνέτεινε να επιτευχθεί ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Με τις συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρούν να σπιλώσουν θετικές συνεισφορές του, φορτώνοντάς του ευθύνες του ίδιου του ΠΓ, που δεν του είχε αποσαφηνίσει τι να κάνει αν ο Μ. Κύρκος αρνούνταν ως το τέλος την υποψηφιότητα του Μπελογιάννη (σημείο 22). Στην έκθεση του Πλουμπίδη για τις εκλογές του 1951, σελ. 8 [45], δηλώνεται ότι δεν υπήρχε ρητή σχετική οδηγία του ΠΓ και αυτό, μαζί με μια σειρά ακόμη κριτικές επισημάνσεις του, πρέπει να ήταν ο καταλύτης στην οριστική λήψη της απόφασης για την καταγγελία του. Η ζαχαριαδική ηγεσία δεν μπορούσε να δεχτεί ότι έκανε και σε αυτή τη φάση του αγώνα κρίσιμα λάθη.
γ) Αποδίδονται αυθαίρετα στον Πλουμπίδη ευθύνες για την εξόντωση του μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ Π. Δαμασκόπουλου στην κατοχή (σημείο 6). Υποστηρίζεται δε ότι «με βοηθό τον προστατευόμενό του χαφιέ Αχιλλέα Μπλάνα διέλυσε την ΚΟΑ και εμπόδισε χιλιάδες μέλη του Κόμματος να βγουν στο βουνό» (σημείο 14).
Εδώ επίσης μεταβιβάζονται στον Πλουμπίδη ευθύνες που βαραίνουν την ηγετική ομάδα Σιάντου-Ιωαννίδη στην υπόθεση Δαμασκόπουλου και τη ζαχαριαδική ηγεσία συνολικά για την καταστροφή των οργανώσεων στην Αθήνα στα 1948-49. Στον Μπλάνα, μέλος της ΚΕ και Γραμματέα τότε της ΚΟΑ, είχαν φορτωθεί οι ευθύνες για τις συνέπειες αυτές των καταστροφικών επιλογών της ηγεσίας (πέρασμα στον εμφύλιο χωρίς καμιά προετοιμασία, κλπ.) και είχε ανακηρυχτεί χαφιές πάλι χωρίς απόφαση κομματικού οργάνου (σημείο 14).
δ) Καταλογίζεται στον Πλουμπίδη ότι «πρόδοσε στην ασφάλεια τον ήρωα του ελληνικού λαού και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ σ. Νίκο Μπελογιάννη και πρωτοστάτησε στην εξόντωσή του» (σημείο 19). Δηλώνεται δε ότι «σε συνεργασία με τον Πανόπουλο και το ΓΕΣ έγραψε το γράμμα που δήλωνε ότι αναλαβαίνει να παρουσιαστεί και να δικαστεί (ο Πλουμπίδης) σαν υπεύθυνος της παράνομης δουλιάς» (σημείο 24).
Εδώ ειδικά ξεπροβάλλει έντονα ο ακραίος κυνισμός της ζαχαριαδικής κλίκας. Κατά την εμπαθή λογική της, ο Πλουμπίδης, που πρόσφερε τη ζωή του για τη σωτηρία του Μπελογιάννη, το έκανε σε συνεννόηση με την ασφάλεια για να τον προδώσει, ενώ η ίδια, που με τη διάψευση της επιστολής του καταδίκασε οριστικά τον Μπελογιάννη, ήταν άσπιλη και υπεράνω κριτικής.
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν οι αιτιάσεις ότι ο Πλουμπίδης «μαζί με την ασφάλεια-Πανόπουλο σκηνοθέτησε τη δήθεν ανακάλυψη ασυρμάτων και το πιάσιμο τηλεγραφημάτων» του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ (σημείο 27).
ε) Χαρακτηρίζεται ο Πλουμπίδης "γυναικάς" και "έκφυλος", ενώ αμφισβητείται ακόμη ότι ήταν φυματικός, εμφανίζοντας ότι ο υφηγητής που είχε βεβαιώσει την ασθένειά του ήταν "ύποπτος" (σημεία 9 και 21). Τα χρόνια της κράτησής του στη Σωτηρία, εμφανίζονται ως προνομιακή μεταχείριση από την ασφάλεια σε ανταμοιβή για τη χαφιεδική του δράση (σημείο 5).
5) Η απομόνωση του Πλουμπίδη από το μηχανισμό, που οδήγησε στη σύλληψη και εξόντωσή του, έγινε με εντολή του τότε μέλους του ΠΓ, πιστού οργάνου του Ζαχαριάδη, Δ. Βλαντά (βλ. την οδηγία του Βλαντά στον Β. Ζάχο, τότε αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ που στάλθηκε στην Ελλάδα, να «βγει από τη μέση» ο Πλουμπίδης, σελ. 26 [60]).
6) Στη συκοφάντηση του Πλουμπίδη σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Λ. Σταθάς, βασικό επίσης στέλεχος του παράνομου μηχανισμού στην Αθήνα στα 1949-51. Όταν διέφυγε στις Λαϊκές Δημοκρατίες τέλη του 1952 ο Σταθάς (αναπληρωματικό τότε μέλος της ΚΕ) υποστήριξε τις αποφάσεις της ηγεσίας για τον Πλουμπίδη. Η μελέτη των μαρτυριών του, ωστόσο, δείχνει ότι δεν περιέχουν κανένα στοιχείο, όντας υπαγορευμένες από το φόβο για την προσωπική του τύχη.
7) Η εμφανής έλλειψη τεκμηρίωσης των κατηγοριών ενάντια στον Πλουμπίδη, πέρα από την αποφυγή συζήτησης του θέματος στην ΚΕ, ώθησε τη ζαχαριαδική ηγεσία σε μια παραπέρα προσπάθεια επινόησης "στοιχείων" για τη συκοφάντησή του και την παρουσίαση της δίκης και εκτέλεσής του ως "σκηνοθεσίας" της αντίδρασης και των Αγγλο-Αμερικάνων.
Όπως τεκμηριώνεται αναλυτικά στο Πόρισμα, στην περίοδο από τη σύλληψη ως την εκτέλεση του Πλουμπίδη, μαγειρεύονταν από τη ζαχαριαδική ηγεσία μια σειρά κείμενα και εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού του ΚΚΕ. Τα κείμενα αυτά γράφονταν με ρητές οδηγίες από όργανά της στην Αθήνα, και παρουσιάζονταν κατόπιν για να τους δοθεί κύρος ως αναφορές της ΚΟΑ. Έτσι επιχειρήθηκε η παρουσίαση της εκτέλεσης του Πλουμπίδη ως σκηνοθεσίας με επίκληση δήθεν μαρτυρίας της ΚΟΑ: «Στις 30-8-1954 ο ΡΣΕΕ μετέδοσε "ανακοίνωση" της "ΚΟΑ του ΚΚΕ για την ψευτοεκτέλεση του Πλουμπίδη". Τίποτε δεν έγραψε η ΚΟΑ. Η "ανακοίνωση" αυτή μαγειρεύτηκε κατά παραγγελία στο μηχανισμό του ραδιοσταθμού, όπως και τόσες άλλες "ανταποκρίσεις και τα γράμματα από την Αθήνα"» (σελ. 34 [68]).
Αποκαλυπτικά για τις κυνικές μεθοδεύσεις της ζαχαριαδικής ηγεσίας είναι και τα ακόλουθα αποσπάσματα: «Σημειώνουμε ότι στο φάκελλο του Πλουμπίδη δεν υπάρχει τίποτε ανάμεσα στα υλικά που να έχει σχέση με τη γνώμη της ΚΟΑ... Εκείνος που έλεγχε τα σκαρωμένα αυτά "γράμματα από την Αθήνα" σε ένα τέτοιο "γράμμα από την Αθήνα" που μεταδόθηκε από το ΡΣΕΕ στις 20-8-1953 γράφει σε υποσημείωση: "Το κομμάτι αυτό είναι καλό. Δεν μπορούμε να κάνουμε μια αντιπαραβολή πώς φέρνονταν δικαστές και χαφιέδες προς το Μπελογιάννη και Πλουμπίδη;" Και σε λίγες μέρες είχε σκαρωθεί η "ανταπόκριση από την Αθήνα" και μεταδόθηκε από το ΡΣΕΕ στις 26-8-1953 με τίτλο: "μερικές αποκαλυπτικές λεπτομέρειες για τη δίκη του προβοκάτορα Πλουμπίδη"» (σελ. 28-29 [62-63]).
8) Τα παρατιθέμενα στοιχεία τεκμηριώνουν αδιαμφισβήτητα το βασικό συμπέρασμα του Πορίσματος ότι: «Η τότε καθοδήγηση του Κόμματος (ζαχαριαδική κλίκα) και στην περίπτωση του Ν. Πλουμπίδη έβαλε σε εφαρμογή τη μέθοδο που και προηγούμενα χρησιμοποίησε για να ξεφύγει την κριτική και να σκεπάσει τις ευθύνες λαθών και τυχοδιωκτισμών, φορτώνοντας το αποτέλεσμα κάθε τυχοδιωκτικής ενέργειας στον "οππορτουνισμό" στην "προδοσία" και στο "χαφιεδισμό" ανωτέρων, με κύρος στελεχών του Κόμματος». Πιστοποιούν ότι η καταδίκη του Πλουμπίδη ήταν ένας κρίκος στην αλυσίδα των συκοφαντιών και των διώξεων που εξαπέλυσε ενάντια σε έντιμους αγωνιστές η ηγεσία Ζαχαριάδη, από την αποκήρυξη των Άρη Βελουχιώτη και Πετσόπουλου το 1945 ως την καταδίκη ή εξόντωση των Βαφειάδη, Καραγιώργη, ενός πλήθους μαχητών του ΔΣΕ κ.ά., μετά την ήττα του κινήματος· ότι δεν επρόκειτο για λαθεμένες κρίσεις λόγω κακής πληροφόρησης, αλλά, όπως τονίζεται, για «συνειδητή εξαπάτηση του κόμματος και του λαού και για εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών» (σελ. 36-37 [69-70], σημεία 2 και 6).
9) Όσον αφορά το γιατί επιλέχτηκε τότε ειδικά ο Πλουμπίδης ως αποδιοπομπαίος τράγος, το Πόρισμα επισημαίνει δυο λόγους, την κριτική του στο γράμμα του Ζαχαριάδη το 1940 και την υπόθεση Μιχαηλίδη. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί το πρακτικό πνεύμα του Πλουμπίδη, ο οποίος συχνά έπαιρνε ρεαλιστικές θέσεις, που συγκρούονταν με τους τυχοδιωκτισμούς της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Ο Πλουμπίδης φαίνεται να είχε αποστασιοποιηθεί από την αποχή στις εκλογές του 1946 (*9), ενώ η πρακτική πολιτική του αίσθηση διαφαίνεται στις παρατηρήσεις του για τις εκλογές του 1951. Η ζαχαριαδική ηγεσία θεωρούσε επικίνδυνους όσους μπορούσε να εκθέσουν μελλοντικά, όταν θα έμπαινε το θέμα των ευθυνών της, τις καταστροφικές αποφάσεις της και εδώ πρέπει να αναζητηθεί ο βαθύτερος λόγος για την εξόντωση του Νίκου Πλουμπίδη.
Το ιδιάζον στην περίπτωση αυτή –που δεν μπορεί να μην αποκομίσει ως ισχυρή αίσθηση ο αναγνώστης του Πορίσματος– δεν είναι μόνο η αντίστιξη ανάμεσα στην άδολη στάση του Πλουμπίδη και τα ιδιοτελή κίνητρα της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Είναι κυρίως ο φανατισμός με τον οποίο οι απόλυτοι "ηγήτορες" παρανοούσαν ολοσχερώς την πραγματικότητα και κατασκεύαζαν ένα φανταστικό κόσμο για να διατηρούν αλώβητη την ψευδαίσθηση του μεγαλείου τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η εσπευσμένη αποκήρυξη της επιστολής Πλουμπίδη και η μετέπειτα συκοφάντηση του Πλουμπίδη σχετίζονται με την απέχθειά τους απέναντι σε κάθε γνήσια αγωνιστική, έντιμη και ανιδιοτελή πράξη, για την οποία διαισθάνονταν ότι αποκάλυπτε τη δική τους ιστορική μικρότητα.
■ ■ ■
Ως επίλογο, αξίζει να αναφερθεί η νηφάλια κρίση του Μπελογιάννη για τον Πλουμπίδη, όπως παρατίθεται σε Έκθεση του Σταθά. Αναφερόμενος στην εμπιστοσύνη που έδειχνε ο Μπελογιάννης στον Πλουμπίδη και τις δικές του επίμονες προσπάθειες να τον πείσει ότι ήταν χαφιές, ο Σταθάς παραθέτει την απάντηση του Μπελογιάννη: «Δεν μπορεί, βρε αδελφέ, να 'ναι χαφιές, έχει τραβήξει τόσα, δεν γίνεται» (βλ. το "Πόρισμα των Κωτούζα-Βατουσιανού", Δ. Παπαχρίστου, ό.π., σελ. 174-75).
Σε αυτή τη λακωνική απάντηση δεν αντανακλάται μόνο το ήθος και η ακεραιότητα του Μπελογιάννη. Γίνεται επίσης έκδηλη η διαφορά ανάμεσα στον πραγματικό, προικισμένο με κρίση, πολιτικό ηγέτη, και τους κατά φαντασία "επαναστάτες" και "αρχηγούς", των οποίων η κοντόφθαλμη μεγαλομανία αμαύρωσε τα κομμουνιστικά ιδανικά, στοιχίζοντας εκατόμβες στο κίνημα. Αναδεικνύεται δε το καθήκον των κομμουνιστών για το ως το τέλος ξεκαθάρισμα της σταλινικής κληρονομιάς και των ποικίλων σύγχρονων αναβιώσεών της.
Σημειώσεις
(*1). Ευχαριστούμε τον Νίκο Μπελογιάννη για την παραχώρηση του ντοκουμέντου από το αρχείο της Έλλης Παππά.
(*2). Μουτζούρα στο κείμενο. Είναι η 9η Ολομέλεια του 1958, όπου "αποκαταστάθηκε" ο Πλουμπίδης.
(*3). Στο εξής σε παραπομπές στο Πόρισμα σημειώνεται ο αριθμός σελ. στο δακτυλογραφημένο πρωτότυπο και σε [] ο αντίστοιχος αριθμός σελ. στο περιοδικό.
(*4). Όπως αναφέρει ο Β. Καραμανωλάκης, το πόρισμα των Κωτούζα-Βατουσιανού ήταν εκείνο που εγκρίθηκε τελικά, "Πιστός μέχρι το τέλος στο κόμμα που τον θυσίασε", Τα Νέα, 14-8-2009.
(*5). Μερικά υλικά, όπως τα δημοσιευμένα από τον Δ. Παπαχρίστου γράμματα του Πλουμπίδη στα 1953-54, δεν ήταν τότε γνωστά. Ας σημειωθεί ότι ο Παπαχρίστου, πριν τα δημοσιεύσει το 1997 από αντίγραφα που κράτησε, παρέδωσε τα πρωτότυπα των γραμμάτων στο ΚΚΕ το 1974, τα οποία θάφτηκαν από τις μεταπολιτευτικές ηγεσίες, ακριβώς όπως το Πόρισμα του 1957.
(*6). Ο Βαβούδης, χειριστής των ασυρμάτων του ΚΚΕ, κατηγορήθηκε από τον Ζαχαριάδη σαν χαφιές, για να του φορτωθεί η αποκάλυψη του "παράνομου μηχανισμού", ενώ η αυτοκτονία του πριν συλληφθεί παρουσιάστηκε κυνικά ως "σκηνοθεσία" των αρχών (βλ. στο Πόρισμα, σελ. 9-10, 32-33 [46, 66] κλπ.).
Όπως ιστορεί η Διδώ Σωτηρίου στην Εντολή (εκδ. Κέδρος, σελ. 300-02), ο Βαβούδης ήταν ένα από τα πιστά όργανα του Ζαχαριάδη, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί στο κυρίαρχο πνεύμα της τυφλής υποταγής στην ηγεσία, της συνωμοτικότητας και των μηχανορραφιών. Η αυτοκτονία του ήταν μια ηρωική πράξη, δεν δικαιολογεί όμως να προβάλλεται ως πρότυπο, όπως γίνεται στο Πόρισμα.
(*7). Τον προσανατολισμό της ζαχαριαδικής ηγεσίας για καταγγελία του Πλουμπίδη ακόμη και πριν το 1950 επιβεβαιώνουν μετέπειτα μαρτυρίες των άμεσα εμπλεκόμενων Σταθά και Βλαντά. Βλ. Σ. Γρηγοριάδης, Μετά τον Εμφύλιο. Η Άνοδος του Παπάγου στην Εξουσία, Το Βήμα, Βιβλιοθήκη 5, σελ.166. Ακόμη όμως και αν δούμε με επιφύλαξη τις προσωπικές μαρτυρίες, οι παρατειθέμενες στο Πόρισμα επίσημες αποφάσεις του ΚΚΕ αρκούν για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη αυτού του προσανατολισμού μετά το 1950.
(*8). Η συγκεκριμένη απόφαση περιλήφθηκε, όπως αναφέρει ο Δ. Παπαχρίστου, στα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, τόμ.7, 1949-1955, εκδ. ΣΕ, όπου επίσης δεν γίνεται καμιά ουσιαστική εκτίμηση
(*9). Βλ. σχετικά, Κ. Μάτσα, "Ν. Πλουμπίδης, Η αποκατάσταση που δεν έγινε", 27/09/2002,http://www.politikokafeneio.com/istoria/ploumpidis279.htm.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός και συγγραφέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου