Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Οι Δρόμοι της Πείνας

Καθώς η Βραζιλία ήρθε στο προσκήνιο αυτές τις ημέρες με τους Ολυμπιακούς αγώνες, εμείς δεν θυμηθήκαμε κάποιον σπουδαίο αθλητή, αλλά τον μεγαλύτερο ίσως συγγραφέα της Βραζιλίας ,ο οποίος ήρθε στη ζωή στις 10 Αυγούστου του 1912 και έφυγε 89 χρόνια μετά στις 6 Αυγούστου του 2001,τον κομμουνιστή Γιόρκε ή Χόρχε Αμάντο (Jorge Amado) και το συγκλονιστικό μυθιστόρημα του οι « Δρόμοι της Πείνας». Ο Jorge Amado θεωρείται από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες παγκοσμίως και ευτύχησε να δει τα έργα του διαβασμένα από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας από το 1931 , φυλακίστηκε από τη δικτατορία του Βάργκας και αυτοεξορίστηκε το 1941. Με την επιστροφή του το 1945 εκλέχθηκε βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας και το 1948 οδηγήθηκε και πάλι στην αυτοεξορία. Το 1951 βραβεύτηκε με το βραβείο Λένιν και ήταν πολλές φορές υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μέλος της Ακαδημίας της Βραζιλίας και του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης « ξόδεψε» τη ζωή του αγωνιζόμενος για τα δίκαια των φτωχών και καταπιεσμένων και τη λύτρωσή τους, για την παγκόσμια ειρήνη και τη φιλία των λαών.

Οι « Δρόμοι της Πείνας», μυθιστόρημα, μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον λογοτέχνη Κώστα Κοτζιά., ο οποίος προλόγισε την έκδοση του 1963 παρουσιάζοντας τον συγγραφέα και το έργο του:

« Στα μεγάλα τσιφλίκια της εσωτερικής Βραζιλίας αρχίζουν οι « Δρόμοι της Πείνας» και στις καινούργιες παραθαλάσσιες πόλεις τα εξαθλιωμένα μπουλούκια των ξεσπιτωμένων αγροτών κάνουν τον προσωρινό σταθμό τους. Γύρω από τους δύο αυτούς πόλους χτίζεται όχι μόνο το μυθιστόρημά του που ακολουθεί, αλλά μαζί κι’ ολόκληρο το έργο του Γιόργκε Αμάντο. Οι δουλευτάδες της υπαίθρου θα γίνουν εργάτες των πόλεων, οι μεγαλοχτηματίες θα παίζουν πια την τύχη τους στο εμπόριο και το μόνο πράγμα που δε θ’ αλλάξει είναι η πείνα – φαινόμενο τυπικό μιας χώρας που είναι από τις πιο πλούσιες του κόσμου. Κι’ είναι ακριβώς αυτή η πραγματικότητα που έχει προσπαθήσει να συλλάβει και να περιγράψει σ’ όλη της την έχταση και σ’ όλο της το βάθος ο Γιόργκε Αμάντο.

Η ζωή και το έργο του ένα κύριο χαρακτηριστικό έχουν: Τη συνέπεια. Είκοσι ετών γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα και για θέμα του παίρνει το κακάο – πηγή αστείρευτη του βραζιλιάνικου πλούτου` είκοσι περίπου χρόνια μετά γράφει ένα από τα αριστουργήματά του, την « Οργισμένη Γη» και ξανά το κακάο έχει για θέμα του. Ένα χάσμα χωρίζει τεχνικά τα δύο αυτά έργα, που μένουν όμως μαζί σα δείγματα της ακούραστής του προσπάθειας ν’ απεικονίσει τη βραζιλιάνικη πραγματικότητα. Για να μείνει συνεπής στην προσπάθειά του αυτή, ο Αμάντο στάθηκε πολύπλευρος: Μεταχειρίστηκε και το διήγημα και το μυθιστόρημα, την ποίηση όπως και τη βιογραφία.

Από το πλήθος αυτό των έργων ξεχωρίζουν κυρίως μυθιστορήματα σαν το

« Μπαΐα, λιμάνι κάθε λογής αγίου», « Νεκρή θάλασσα», « Πλοίαρχοι των άμμων» – τα τρία αυτά έχουν κοινό κέντρο δράσης το πολυθρύλητο λιμάνι Μπαΐα, « Οργισμένη γη» με θέμα την ίδρυση των πρώτων μεγάλων τσιφλικιών. « Η γη με τους χρυσούς καρπούς», όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα, κι’ η θαυμαστή σ’ ένταση ποιητικής συγκίνησης βιογραφία του: « Ο Ιππότης της ελπίδας» με θέμα την ταραγμένη κι’ ανήσυχη ζωή του μεγάλου λαϊκού βραζιλιάνου ηγέτη Λουίζ Κάρλος Πρέστες.

Ρεαλιστής όμως ενός καινούργιου τύπου, δε θέλησε ποτέ να μείνει παθητικός θεατής των γεγονότων, στάθηκε από τα πρώτα του βήματα αποφασισμένος να βοηθήσει με κάθε δυνατό τρόπο το μετασχηματισμό της πραγματικότητας που προσπαθούσε να περιγράψει. Έτσι στάθηκε σ’ όλη του τη ζωή αγωνιστής, έβγαλε λόγους, έγραψε άρθρα, βγήκε βουλευτής, διώχτηκε, φυλακίστηκε, είδε τα βιβλία του να καίγουνται και σήμερα ζει εξόριστος μακρυά από τον τόπο του. Μα ο τόπος αυτός το έργο του Αμάντο έχει για καθρέφτη.

Καθρέφτη κάπως ιδιότυπο ίσως` γιατί καθρέφτης θα πει απεικόνιση στατική, σύλληψη μια στιγμής και το έργο του Αμάντο είναι σύλληψη διάρκειας κι’ απεικόνιση δυναμική. Δεν είδε το τσιφλίκι σαν κάτι δοσμένο μια για πάντα: το παρακολούθησε στην εξέλιξή του, το είδε να γεννιέται, να ζει, να ξεπερνιέται σα στοιχείο της οικονομικής ζωής και, στους «Δρόμους της πείνας», να διαλύεται. Δεν είδε το μεγαλοχτηματία αφηρημένα, αλλά σε συσχετισμό με τις εξελισσόμενες συνθήκες της οικονομικής ζωής, τον απεικόνισε στην

« Οργισμένη γη», στον αγώνα του για την κατάχτηση της γης και στον αγώνα του για τη διατήρησή της. Δεν είδε τον εργαζόμενο σαν έννοια μεταφυσική: Είδε το δουλευτή της γης ν’ αλλάζει τόπο, τρόπο κι’ όρους ζωής και κατάλαβε ότι σαν εργάτης άλλες αντιδράσεις θα είχε απέναντι στη ζωή` τη στιγμή που οι αντιδράσεις αυτές δεν έχουν ακόμα πέρα για πέρα διομορφωθεί στη Βραζιλία, δεν μπορούσε και να τις περιγράψει. Κατόρθωσε, όμως, με τα μέσα που σα μυθιστοριογράφος έχει στη διάθεσή του, να τις προαναγγείλει.

Ο Αμάντο, είναι ένας μεγάλος μάστορας της τέχνης του` το ρεαλισμό του τον έχει βαθειά συνδέσει με την τεχνική του κι’ έτσι στο έργο του δε δημιουργείται χάσμα ανάμεσα στου δημιουργού την πρόθεση και την εχτέλεσή της. Στους « Δρόμους της πείνας» έχει επιτύχει μια αληθινά καταπληχτική αντιστοιχία μορφής και περιεχομένου που μόνο γέννημα μιας συνάντησης γνώσης, τέχνης κι’ αγάπης μπορεί να είναι.

Είναι ακριβώς η συνάντηση αυτή που παραστέκεται στη γέννα του φλογερού κόσμου που μας περιγράφουν οι « Δρόμοι της πείνας». Ο κόσμος αυτός είναι από τους πιο πλούσιους που έχουν ζωντανευτεί από τη σύγχρονη λογοτεχνία. Τεράστιες ανθρώπινες μάζες κινούνται με μια καταπληχτική δύναμη. Αγρότες ξεσπιτωμένοι ληστές, «προφήτες» που σαλπίζουν το τέλος του κόσμου, πόρνες, φονιάδες, ένα φλογερό και ακαταστάλαχτο σύνολο, που ως τόσο δεν παραδέρνει σε κανένα αδιέξοδο. Όλος αυτός ο δυσμάχητος όγκος, αφού σπείρει με το αίμα του τις βραζιλιάνικες πάμπες, αφού διασχίσει τους δρόμους της πείνας, μπαίνει τέλος στην πλατειά λεωφόρο της ελπίδας, για να βρει το δύσβατο μονοπάτι που οδηγεί προς τη λύτρωση, το μονοπάτι για την απελευθέρωση των μαζών από την πείνα και την καταπίεση. Και σαν τέτοιος μεγαλόπνοος πίνακας « Οι δρόμοι της πείνας» είναι μοναδικό απόκτημα για την παγκόσμια λογοτεχνία.

Ο Αμάντο αγαπά τον άνθρωπο. Η αγάπη του δεν είναι η αγάπη του

« ανώτερου» προς τους « κατώτερούς» του, καθώς είναι του Φώλκνερ, δεν είναι η « αγάπη» που νοιώθει ο « πολιτισμός» για τους πρωτόγονους τύπους, καθώς είναι του Στάινμπεκ, μα η αγάπη ενός ανθρώπου για τους συνανθρώπους του. Χάρη στην αγάπη του αυτή, ο Αμάντο κατορθώνει να δημιουργήσει σειρά ολοκληρωμένων χαρακτήρων και τύπων, τους ζωντανεύει με μια ευκολία θαυμαστή που αφήνει πολύ πίσω τις οποιεσδήποτε επιτυχίες των « Σταφυλιών της οργής». Εκεί που στο Στάινμπεκ υποψιαζόμαστε το ψεύτικο, εδώ νοιώθουμε το αληθινό. Ο ρεαλισμός του Αμάντο είναι ο ρεαλισμός ενός ανθρωπιστή.

Έτσι το μυθιστόρημα που ακολουθεί, εχτός από άλλα πολλά, μας επιτρέπει να συναντήσουμε κι’ έναν από τους πρωτοπόρους ανθρωπιστές του καιρού μας που το μήνυμα ανθρωπιάς κι’ ελπίδας που μας φέρνει για την αύριο, είναι και σήμερα πολύτιμο.

Σήμερα το όνομα του Αμάντο είναι το δημοφιλέστερο ίσως στο πνευματικό κοινό της Ευρώπης. Αρκεί να σημειωθεί ότι στη Γαλλία τρεις εκδοτικοί οίκοι συναγωνίζονται ποιος θα πρωτοπαρουσιάσει τα έργα του, που κυκλοφορούν σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα.»

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

Η Καατίγκα

Άγονη κι αφιλόξενη απλώνεται η Καατίγκα. Σ’ αυτό το σερτάο, ξερό και άγονο σα μια έρημο από αγκάθια, χιλιάδες λεύγες μακρυά δε βλέπεις, παρά αραιούς θάμνους. Κάτω απ’ τον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο φίδια και σαύρες γλυστράνε ανάμεσα στις πέτρες. Σαύρες πελώριες, ακίνητες, που όταν σε καρφώνουν με τα ανέκφραστα μάτια τους, μοιάζουν σαν σκαλισμένες φιγούρες ενός πρωτόγονου απολιθωμένου κόσμου. Τα φίδια είναι απ’ τα φαρμακερά, ο Γ ι α ρ α ρ α κ ο υ σ ο ύ, η Γ α ρ α ρ ά κα, ο κροταλίας. Μόλις κουνηθεί κανένα κλαρί, ή μόλις πηδήξει καμμιά σαύρα, ή όταν ζεσταίνει τρομερά ο ήλιος, αρχίζουν να σφυρίζουνε δαιμονισμένα.Οι αφάνες των αγκαθιών, όπως διασταυρώνονται μέσα στην καρδιά της Καατίγκα, σχηματίζουνε μια έρημο αδιαπέραστη. Είναι η αδιαπέραστη καρδιά της Βορειοδυτικής χώρας. Ξηρασία, αγκάθια, φαρμάκι, τίποτ’ άλλο. Δε θα βρεις ούτε ένα δρόμο, ούτε καν μονοπάτι, ούτε δέντρο με ξεκούραστη σκιά, ούτε κανένα ζουμερό καρπό. Μονάχα μερικές ο υ μ π ο υ ρ ά ν α ς υψώνονται πού και πού διακόπτοντας τη μονοτονία των θάμνων. Το μάτι αγκαλιάζει στο άπειρο κάκτους απ’ όλα τα είδη, φ α β έ λ α ς, μ α ν τ α κ ά ρ ο υ ς, κ ο λ ο ύ μ π ι ς, κ ι χ ά μ π α ς, και στη μέση, σαν από κάποιο θαύμα, βλέπεις το λουλούδι κανενός ορχεοειδούς. Χιλιάδες λεύγες εκτείνεται η έρημος της Καατίγκα. Δίχως δρόμους, δίχως μονοπάτια, δίχως τροφή, δίχως νερό, δίχως σκιά και ρυάκια. Αδύνατο να περάσει κανείς την Καατίγκα του βορειοδυτικού σερτάο.

Ωστόσο, βήμα με βήμα προχωρούσε σ’ αυτή την έρημο ένα αμέτρητο κοπάδι χωρικοί. Άνθρωποι διωγμένοι απ’ τα σπίτια τους, απ’ τους μεγαλοτσιφλικάδες και την ξηρασία, αφανισμένοι, χωρίς δουλειά, τραβούσανε για το Σαν Πάολο, το Ελντοράντο της φαντασίας τους. Κατέβαιναν απ’ όλες τις επαρχίες γι’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι, φορώντας στα πόδια τους ένα ζευγάρι μονάχα σανδάλια. Διασχίζουν την καρδιά της Καατίγκα, ανοίγουν πέρασμα μέσ’ απ’ τα αγκάθια, νικάνε τα φαρμακερά φίδια, τη δίψα, την πείνα. Τα χέρια τους γδέρνονται, τα πρόσωπά τους ξεσχίζονται και την ψυχή τους τη ζώνει η απελπισία. Χιλιάδες και χιλιάδες σε μια απέραντη φάλαγγα που δεν έχει τέλος. Ένα ταξείδι που άρχισε πριν από πολύν καιρό και κανείς δεν ξέρει πότε θα τελειώσει, γιατί κάθε χρονιά, αμέτρητοι κολλήγοι πούχασαν τα χτηματάκια τους, διωγμένοι εργάτες, θύματα της ξηρασίας και των «συνταγματαρχαίων»[1], μαζεύουνε τα γεννήματά τους, τα παιδιά τους και τις τελευταίες τους δυνάμεις για τη μεγάλη έξοδο. Κι’ ενώ κατεβαίνουνε οι φάλαγγες προς το Ζουαζέιρο ή το Μόντες – Κλάρος, ανεβαίνουνε οι άλλοι που γυρίζουν πίσω απ’ το Σαν Πάολο. Και τότε είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πει κανείς ποιοι γεύονται την πιο μεγάλη συμφορά, εκείνοι που πάνε ή οι άλλοι που ξαναγυρίζουν στα χώματά τους. Η πείνα κι’ οι αρρώστειες σκορπάνε αμέτρητα πτώματα στο δρόμο που μένουν παρατημένα εκεί, λιπαίνοντας το χώμα της ερήμου για να γεννιώνται πιο ακμαίοι οι μ α ν τ α κ ά ρ ο υ ς, για να ορθώνονται πιο αιχμηρά τ’ αγκάθια που θα σκίζουνε τις σάρκες των φυγάδων. Πολυάριθμες οικογένειες ξεκινάνε για το ταξίδι και φτάνουνε στην Πιραπόρα ξεκληρισμένες απ’ τα μισά μέλη τους. Στις πόλεις, που βρίσκονται ολόγυρα στην Καατίγκα, θ’ ακούσει κανείς τις πιο απίστευτες ιστορίες, με τις πιο τρομαχτικές συμφορές – συμφορές που κανένα βιβλίο δεν μπορεί να περιγράψει. Ένα ταξίδι δίχως τέρμα, δίχως τελειωμό, που ξαναρχίζει πάντα απ’ την αρχή, από ανθρώπους που μοιάζουνε με τους προηγούμενους, όπως το νερό σ’ ένα ποτήρι μοιάζει με το νερό που βρίσκεται σ’ ένα άλλο. Είναι τα ίδια πρόσωπα με το απροσδιόριστο χρώμα. Τα ίδια γιγάντια πέλματα με τα απλωμένα δάχτυλα, τα ίδια τσακισμένα κορμιά, οι ίδιες γυναίκες με τα κουρασμένα πρόσωπα, όπου κάθε ίχνος ομορφιάς έχει σβήσει.

Εκεί γύρω στα χαμόδεντρα λούφαζαν οι κανγκαγκέιρος. Οι εκδικητές, οι αφέντες του σερτάο. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει ούτε ειρήνη, ούτε ανάπαυλα, δεν έχουν ούτε τσαρδί, ούτε σπίτι, ούτε μεταφορικά μέσα. Γι’ αυτούς σπίτι, τραπέζι, κρεββάτι, είναι η Καατίγκα. Τα αποσπάσματα που τους κυνηγάνε, δεν τολμάνε να προχωρήσουν εκεί που πυκνώνουν οι κάκτοι. Βαθειά στην Καατίγκα, ανάμεσα στα φίδια και τις σαύρες, ζούνε οι ληστές και κάποτε επιτίθενται στους χωρικούς που ανεβαίνουνε και κατεβαίνουνε στο αιώνιο ταξίδι τους.

Εκεί στην ξερή καρδιά της Καατίγκα τριγυρίζουν οι πιο φημισμένοι μπεάτος, αυτοί που σέρνουνε τα βήματα τους μαζί με τα τραγικά πλήθη, γεμίζοντας το σερτάο με παράξενες προσευχές, με προλήψεις, που εξαγγέλλουν με το προφητικό τους στόμα το τέλος του κόσμου και το τέλος των συμφορών του ανθρώπου. Μέσα στα χαμόκλαδα έζησαν ο Λούκας ντα Φέιρα, ο Αντώνιο Σιλβίνο κι’ ο Λαμπιάο. Σήμερα βρίσκουνε καταφύγιο ο Λούκας Αρβορέντο κι’ η συμμορία του. Τώρα στο βάθος της ερήμου παρουσιάστηκε ξαφνικά, με τα ίδια προφητικά λόγια στο στόμα, ο Μπεάτο Εστεβάο.

Τα ονόματα αλλάζουνε, μα τα πρόσωπα μένουνε τα ίδια, η ίδια μοιρολατρεία, η ίδια αποφασιστικότητα στην περπατησιά. Ανεβαίνουνε σιγά – σιγά προς το Σαν Πάολο. Εκεί, λένε, πως η γης είναι τζάμπα σχεδόν και τα λεφτά τρέχουν στους δρόμους. Κι’ ύστερα πάλι κατεβαίνουνε απ’ το Σαν Πάολο. Δεν βρήκαν ούτε γης, ούτε τίποτα.

Προχωρούνε πάντα, πάντα εκατοντάδες, χιλιάδες. Χρειάζεσαι μήνες ολάκαιρους για να περάσεις την Καατίγκα. Οι νεκροί σκεπάζουν τους απίθανους δρόμους, μα τα πτώματα δεν αλλάζουνε το ερημικό τοπίο που κοιμούνται οι παράξενες σαύρες κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Νερό θα βρεις μονάχα, όταν πάει να τελειώσει η συμφορά της Καατίγκα, εκεί που αρχίζει ο εφιάλτης του ποταμού Σαν Φραντζίσκο…

[1] Συνταγματαρχαίοι: Τιμητικός τίτλος που δόθηκε στους μεγαλοτσιφλικάδες. Επιβίωση από τους πρώτους αποικισμούς της Βραζιλίας, όταν η χώρα μοιράστηκε σε επαρχίες που τις εμπιστευτήκανε σε ανώτερους αξιωματικούς.

Γιόργκε Αμάντο, Οι Δρόμοι της Πείνας, μετάφραση Κώστα Κοτζιά, Εκδόσεις « Αρδηττός», Αθήνα 1963, 2η έκδοση. Η μακέττα του εξωφύλλου έγινε από τον καλλιτέχνη Γιώργο Φαρσακίδη.

Επιμέλεια: ofisofi //



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου