Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Ανακαλύπτοντας τον Μαύρο Σεπτέμβρη

Προτείνω αυτό το κείμενο, που μεταφράζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όχι για την αισθητική του αξία, όσο την φιλολογική. Διότι αφορά ως μαρτυρία μια προσωπικότητα της λογοτεχνίας, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερη: τον Χούλιο Κορτάσαρ, τον αργεντίνο μοντερνιστή συγγραφέα που έζησε και εργάσθηκε εξόριστος στην Γαλλία.
Όσοι δεν έχουν διαβάσει το ευρηματικό του μυθιστόρημα Το κουτσό (1963) ας σπεύσουν να το προμηθευτούν γιατί είναι μοναδικό όχι μόνον ως ευφυές λογοτεχνικό τέχνασμα (διαβάζεται από οποιοδήποτε σημείο του σαν να το διαβάζεις από την αρχή), που θυμίζει τα παίγνια των γάλλων μοντερνιστών (Περέκ, Κενό κλπ), αλλά και γιατί είναι καθαυτό ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα.
Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι το περίφημο φιλμ Βlow up (1967) του Αντονιόνι βασίσθηκε σε έργο του πολύπλευρου αυτού καλλιτέχνη.
Τάσος Γουδέλης


(Από ανέκδοτες σελίδες ημερολογίου του 1972)

του Χούλιο Κορτάσαρ*

Η βροχή είχε ξεπλύνει την ατμόσφαιρα, ο έντονος ήλιος δεν φαινόταν αληθινός μετά από μια τόσο βροχερή νύχτα. Αποφάσισα να το γιορτάσω πηγαίνοντας κοντά στο Νταντέλ ντε Μοντμιράιγ (Σ.τ.Μ. άκρη της ορέων της Βοκλίζ), το οποίο κάποια τεράστια γριούλα της παλαιολιθικής εποχής είχε κεντήσει για το κομοδίνο του ορίζοντα κατά τη διάρκεια αιώνων ανάπαυλας. Βρήκα ένα μοναχικό καταφύγιο πριν από τη Μαλοσέν, έβγαλα το γκαζάκι για τον καφέ και άνοιξα το ραδιόφωνο: είναι δύο τρόποι για να μπεις σε πρόγραμμα, αποφεύγοντας τον πειρασμό να αναρριχηθείς σε μια πλαγιά αντί να εργαστείς. Εκείνη τη στιγμή ένα τραγούδι του Σερζ Ρετζιανί (Σ.τ.Μ. γάλλος τραγουδιστής και ηθοποιός) διακόπηκε και ο σταθμός του Φρανς Εντέρ ανακοίνωσε αυτό που μόλις είχε συμβεί στο Μόναχο.
Άκουσα, φυσικά, με την αρχική έκπληξη της χειραγωγημένης λογικής σύμφωνα με την οποία κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα άλλο, πέρα από βουκέντρες, ακόντια και άλλα αθλητικά παιχνίδια. Στην αρχή δεν συνδύασα τα όσα είχαν συμβεί με τις λογοτεχνικές μου ανησυχίες και μόνον το απόγευμα, ενώ οι ειδήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη ανεξακρίβωτες και ακόμα ελπιδοφόρες, ένας διάλογος ανάμεσα στον Μάρκος και τον Όσκαρ (Σ.Τ.Μ. αναφορά στους ήρωες του διηγήματος του Libro de Manuel) κλόνισε τις πεποιθήσεις μου ως προς τη σύμπτωση των γεγονότων: εδώ μέσα στο Φάφνερ μου (Σ.τ.Μ. έτσι ονόμαζε ο Κορτάζαρ το πουλμανάκι της Φολκσβάγκεν στο οποίο ζούσε και οδηγούσε) υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι αξίωναν την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων στη Λατινική Αμερική, ενώ το γαλλικό ραδιόφωνο πήγαινε κάθε πέντε λεπτά από τον Φρανκ Σινάτρα στο Μόναχο, από την Ζιλιέτ Γκρεκό στους Φενταγίν (Σ.τ.Μ. μέλη παραστρατιωτικών μονάδων στη Μέση Ανατολή αποτελούμενων κυρίως από Παλαιστίνιους), από τον Κάνονμπολ Άντερλει (Σ.τ.Μ. αμερικανός σαξοφωνίστας) στους ισραηλινούς ομήρους.
(…) Περιμένοντας νέα από το Μόναχο, τα χειρόγραφα μου βρίσκονταν στα βαθειά νερά που έσειαν το Φάφνερ από όλες τις πλευρές, προκαλώντας τον τεράστιο θυμό αυτού του δράκου, του αλλεργικού με τη βροχή. Καλύτερα να σταματήσουμε ένα λεπτό και να σκεφτούμε άλλα πράγματα, π.χ. την εξορία, τη λεπτομερή ανάλυση ενός ας πούμε π ρ ο ο δ ε υ τ ι κ ο ύ Τύπου (το να τον αποκαλέσουμε ε π α ν α σ τ α τ ι κ ό υπερβολικό), ο οποίος πριν περίπου δύο χρόνια σε μια συγκινητική εκδήλωση εθνικής υπερηφάνειας ανακάλυπτε μέσω του Νουβέλ Ομπσερβατέρ του Παρισιού ότι μου είχαν δώσει τη γαλλική υπηκοότητα (ήταν λάθος, αλλά δεν έχει σημασία, κάποια από αυτές τις μέρες θα μου τη δώσουν)· λόγος για τον οποίο εφημερίδες όπως η Γκαθέτα ντε Τουκουμάν (Σ.τ.Μ. ημερήσια εφημερίδα της Αργεντινής) με αποκαλούν γάλλο-αργεντινό συγγραφέα. Αυτό το γεγονός μου θυμίζει, όπως τον Προυστ, το γάλλο-αγγλικό φαρμακείο όπου είχα πάει τόσες φορές όταν ήμουν νέος με την πρόφαση να αγοράσω ασπιρίνη για να δω, όμως, στην πραγματικότητα μια μελαχρινούλα, η οποία τελικά δεν θέλησε ποτέ να πάρει το χάπι μαζί μου, η κακιά. Φυσικά κανένας δεν φαίνεται να θυμάται ότι ένας Αργεντινός κρατάει την υπηκοότητα του, παρότι για πρακτικούς λόγους – πολύ πρακτικούς, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι ντόπιοι φίλοι μου μετά τον Μάιο του ‘68 -, μπορεί να ζητήσει τη γαλλική υπηκοότητα. Είναι ακόμα ευκολότερο να προσποιηθείς αγανάκτηση απέναντι σε κάτι, το οποίο εάν ειδωθεί υπό μια στοιχειώδη σοσιαλιστική προοπτική είναι απόλυτα γελοίο, πράγμα που δεν εμποδίζει πλήθος επαναστατών του καλαμαριού να τηρούν υπακοή στη σημαιούλα και να ξεχνούν ότι με τον τρόπο μου, από μακριά, αδιαφορώντας πλήρως για απόψεις και οδηγίες, ήμουν και είμαι τόσο Αργεντινός όσο και οι φωνασκούντες για το υποτιθέμενο διπλό διαβατήριο μου.
(…) Σίγουρα πρέπει να ήταν η δεύτερη πλημμύρα στο Βεζόν-λα-Ρομέν (Σ.τ.Μ. χωριουδάκι στην περιοχή Βοκλίζ των Άλπεων) που έκανε το θυμό μου να ανέβει (όπως το ηλεκτρικό και άλλα τέτοια). Όμως ξαφνικά σταμάτησε να βρέχει, είδα την παλιά πόλη ψηλά με όλα της τα φώτα και βγήκα να κάνω μια βόλτα, να αγοράσω λίγες κονσέρβες για το βραδινό φαγητό, αλλά τελικά δεν άντεξα στον πειρασμό και μπήκα σε μια ευωδιαστή πιτσαρία με κόκκινα τραπεζομάντιλα, από αυτές που αρέσουν πολύ στους cronopios (Σ.τ.Μ. μυθικά πρόσωπα παραμυθιών ενός βιβλίου του Κορτάζαρ). Όταν επέστρεψα στο Φάφνερ ήταν δέκα το βράδυ και το Φρανς Εντέρ από το Μόναχο ανέφερε τις κινήσεις της Αστυνομίας γύρω από το τους κοιτώνες με τους απαγωγείς και τους ομήρους, που δεν ήξερε ακόμα εάν θα μπορούσε να εισβάλει ή αν θα έκλεινε μια συμφωνία μετά από τις δεκάωρες διαπραγματεύσεις. Για όλους αυτούς τους λόγους δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα εκκεντρικό να επιστρέψω στα χειρόγραφά μου και να τα ξαναδιαβάσω, με φόντο ένα ελάχιστα σοβαρό διάλογο με τους απαγωγείς (…). Φυσικά, εφόσον από το εργαστήριο μου δεν λείπει ποτέ τίποτα, στην επόμενη ενημέρωση έμαθα το νέο για την απαγωγή του διευθυντή της Φίλιπς στο Μπουένος Άιρες. Εξαιτίας εκείνης της στιγμής ένιωσα όπως ποτέ άλλοτε κάτι ιδιαίτερο την ώρα που έγραφα, εννοώ μια απόσταση από τους ήρωές μου: έτσι δεν λυπήθηκα που απομακρύνθηκα από τον Μάρκος και την Σουζάνα (Σ.τ.Μ. αναφορά στους ήρωες το διηγήματος Libro de Manuel). Η αιτία ήταν εκείνο το αμετάκλητο κείμενο· και τι δεν θα έδινα να μπορούσα να ξαναμπώ στο διαμέρισμα του Πατρίθιο και να τους μεταφέρω τα τελευταία νέα, για το Μόναχο και το Μπουένος Άιρες, να τους δω άλλη μια φορά καταπρόσωπο, να τους αισθανθώ συνδεδεμένους με αυτήν την ημέρα όπως επί τόσους μήνες τους είχα αισθανθεί κοντά όταν διάβαζα καθημερινά τις εφημερίδες μου και τους τις έδινα μόλις τις τελείωνα ώστε η φτωχή Σουζάνα να μεταφράσει σε αυτούς τους κλειστούς Γάλλους οι οποίοι δεν ήταν καν ικανοί να είναι Αργεντινοί.
Από το Μόναχο προειδοποιούσαν ότι οι Φενταγίν θα έβγαιναν από τη μία στιγμή στην άλλη με τους ομήρους, με κατεύθυνση το αεροδρόμιο. Έμοιαζε να έχουν τελειώσει οι διαπραγματεύσεις και το τέλος της ιστορίας θα εκτυλισσόταν σε μια άλλη χώρα. Καλύτερα, να κοιμηθώ, τότε, η Βεζόν ήταν σκοτεινή και σιωπηλή, να στρώσω το κρεβάτι, να καπνίσω άλλο ένα τσιγάρο απευθυνόμενος στον ουρανό, παρακαλώντας την Πάτσα Μάμα (Σ.τ.Μ. θεότητα των Άνδεων) να μου χαρίσει πολύ ήλιο την Τετάρτη. Νομίζω ότι ονειρεύτηκα τρένα, αλλά επειδή δεν ονειρεύομαι τίποτα άλλο, ίσως να μπερδεύω τα όνειρα με τις αναμνήσεις, αυτήν την πονηρή τράπουλα.

Απόδοση: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ

*Ο Χούλιο Κορτάσαρ (1914-1984) ήταν αργεντινός μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Η πρωτοποριακή γραφή του ανανέωσε τη σύγχρονη λογοτεχνική έκφραση.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου