Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Γιάννης Ρίτσος, ο απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου

Σαν σήμερα, στις 11 Νοεμβρίου του 1990, έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Ρίτσος...  Ο Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν κορυφαίος έλληνας ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του. Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Συνεισέφερε επίσης ποιήματα στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ίδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι τον θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάιος 1949) και το 1950 στον Άγιο Ευστράτιο. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη κι ένα χρόνο αργότερα γεννιέται η -μοναδική- κόρη τους Ελευθερία (Έρη). Το 1956, τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ, το οποίο δεν πήρε διότι θεωρήθηκε στρατευμένος ποιητής (δηλαδή ήταν μέλος του ΚΚΕ). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν. (Πηγή:el.wikipedia)

Ο ποιητής μέσα από στίχους του [1]
Γιάννης Π. Τζήκας*
Είπε: «Να λες: ουρανός· κι ας μην είναι». «Φύτεψε ένα δέντρο, το μεγάλωσε. Κι ό,τι κι αν έγινε δε γύρισε πίσω»… Νεαρό ποιητή τον προσφώνησε ο Παλαμάς: «Όρθρος καθαράς αυγής φέρνει την ημέρα/ γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης/ παραμερίζω ποιητή για να περάσεις».

Γιάννης Ρίτσος, ο σύντροφος που σπούδασε, «ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα» μαζί με τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. Επάγγελμά του: η τεχνουργία των λέξεων, ποιητής, «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου». Πλούτισε «τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση».
Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα που μας πέρασε, θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σα χρονικό, στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία, στην μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατεσπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα πιο βαθιά στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Υπαινικτικά όπως: «Πίσω απ΄τα χρυσά βουνά, λιοκαμένο παλικάρι/ κόκκινο σου αγόρασα πουκάμισο, κόκκινα παπούτσια στο παζάρι./ Το άλογο έφυγε στη θάλασσα, ο ήλιος κόπηκε στη μέση - / τώρα τα χρυσά, τώρα τα κόκκινα, ποιος θα τα φορέσει;»

Ο ποιητής, ο σύντροφος, ο άνθρωπος Γιάννης Ρίτσος που «Απ’ την πληγή του κοίταξε του κόσμου την πληγή» και που παρ’ όλες τις πληγές «έχτιζε» για την αιωνιότητα για το δίκιο και τη θλιμμένη ομορφιά του κόσμου. «Αυτά που χάθηκαν/ αυτά που δεν ήρθαν/ μην τα κλαις./ Αυτά που τα ‘χες/ και δεν τα ‘δωσες/ να κλαις)»… Κι αυτός έδωσε απλόχερα. «Εκείνα που μαζεύεις στο σεντούκι σου, στο θάνατο πάνε. Εκείνα που χαρίζεις, πάνε στη ζωή.»…Κι αυτός δε μάζεψε στο σεντούκι του, μας χάρισε ποτάμια και ωκεανούς.

Ασπίδα η ποίησή του, «ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ’ του Αχιλλέα» και για κείνον «Το ποίημα είναι/ το αρνητικό της σιωπής./ Μια μέρα/ μέσα στο οξύ των λέξεων εμφανίζεται/ το πρόσωπό της./ Τα μάτια της διόλου κλαμένα./ Τα τρία διαμαντάκια/ ασάλευτα απαστράπτοντα/ καρφωμένα στο στήθος της./ Ω ανήμπορο ποίημα/ ανήμπορο ανήμπορο/ ατελέσφορο./ Οι νεκροί δεν ανασταίνονται./ Υπάρχουν.».
Ο ποιητής έγραφε έγραφε ακατάπαυστα «από ανάγκη», αλλά ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Και δε θα ψάξουμε πολύ για να τον βρούμε, μας λέει: «Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι…/ κι αν δεν με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα./ θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,/ θα σμίξουνε τα χνάρια των χεριών μας». Στα απλά, καθημερινά της ζωής θα τον βρούμε, και θα ‘ναι μακρύς μακρύς ο δρόμος μας ώσπου να πούμε όπως αυτός: «Και να, αδερφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα ήσυχα κι απλά…Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περσότερα…».

Εμείς οι δάσκαλοι γνωρίζουμε καλά και την «παιδική» πλευρά του μεγάλου ποιητή, καθώς απ’ τη Μεταπολίτευση και μετά στα βιβλία της Γλώσσας του Δημοτικού πάντα υπήρχαν ποιήματά του: «Δύσκολα είναι, κοριτσάκι,/στην αρχή./Τι να πεις, δεν ξέρεις./ Δύσκολα είναι στην αρχή./ Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι,/να μάθεις μόνο/εκείνο που είσαι,/ εκείνο που έχεις γίνει./ Είναι να γίνεις/ ό,τι ζητάει/ η ευτυχία του κόσμου,/ είναι να φτιάχνεις,/ κοριτσάκι,/ την ευτυχία του κόσμου./ Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη/ απ’ τη χαρά που δίνεις./ Να το θυμάσαι, κοριτσάκι». Ή το άλλο που οι καλοί συνάδελφοι στο 132ο Δημοτικό Σχολείο Αθήνας (Γκράβα), στο πλαίσιο διαπολιτισμικού προγράμματος, το έκαναν καθημερινή πρωινή προσευχή: «Καλέ θεούλη, εμείς είμαστε καλά. Κάνε καλέ θεούλη, νάχουν όλα τα παιδάκια ένα ποταμάκι γάλα, μπόλικα αστεράκια, μπόλικα τραγούδια. Κάνε καλέ θεούλη, νάναι όλοι καλά έτσι που κι εμείς να μη ντρεπόμαστε για τη χαρά μας».

Για το Ρίτσο «Την πρώτη και την τελευταία λέξη/ την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση./ Όλη του τη σιωπή την είπε η ποίηση». Ο Γιάννης Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου, του αριστερού, του κομουνιστή. Ανυπότακτος ακόμα και σε κείνα τα πέτρινα χρόνια, όπου: «Κάνεις να σκύψεις στο τραπέζι, αίμα στο πιάτο./ Κάνεις να πιάσεις την πόρτα/ αίμα στα σανίδια./ Κάνεις να βγάλεις μια φωνή, βγαίνει αίμα».

Η Επανάσταση και ο Έρωτας ήταν συνυφασμένα με την ποίησή του: «Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους/ εσύ Επανάσταση μας άνοιξες φαρδιές λεωφόρους/ για μια πανανθρώπινη συνάντηση/ Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, μάθαμε τουλάχιστον πως αύριο θα συναντηθούμε».
«Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο».

Θα τον θυμόμαστε γιατί αγάπησε τον κόσμο και την ποίηση. Γιατί ευλόγησε τον έρωτα, την ομορφιά, την επανάσταση. Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς τους ποιητές, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο.

1. Το κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Π.Ε. νομού Μαγνησίας στις 17-6-09 για να τιμήσει τα 100χρονα του Γιάννη Ρίτσου.
(Πηγή: Αυγή)

Ο Γιάννης Ρίτσος κι η σχολή του Μεσοπολέμου
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ
Η ποίηση του Ρίτσου είναι πολύμορφη και πολυεπίπεδη. Ξεκινώντας από τον καρυωτακισμό της νεότητάς του, ο Γιάννης Ρίτσος πέρασε πολλά λογοτεχνικά στάδια. Αναφέρω ενδεικτικά, δίχως βέβαια να τις εξαντλώ, ορισμένες από τις μεταμορφώσεις της λυρικής του τέχνης: την λαϊκότροπη ποίηση του Επιτάφιου, της Κυράς των Αμπελιών και της Ρωμιοσύνης, τα επιγραμματικά Ερωτικά του, την ‘υπερρεαλίζουσα’Γκραγκάντα, την πολιτική και αγωνιστική του μούσα.
Ωστόσο θεωρώ πως οι βασικοί πυλώνες του έργου του είναι δύο: η τριλογία που απαρτίζουν Το εμβατήριο του Ωκεανού, το Τραγούδι της Αδελφής μου και η Εαρινή Συμφωνία και οι μονόλογοι της Τέταρτης Διάστασης. Εδώ κυρίως βρίσκεται ο αυθεντικότερος Ρίτσος. Μπορούμε, απ’ τις πάμπολλες ενδιάμεσες συνθέσεις, να παρακολουθήσουμε τον δρόμο που οδήγησε στο αποκορύφωμα της Τέταρτης Διάστασης.
Η Παλιά Μαζούρκα σε Ρυθμό Βροχής είναι μια τέτοια ενδεικτική ενδιάμεση σύνθεση. Οι στίχοι της, ανακαλώντας από τη μνήμη θολές εικόνες, φυσιογνωμίες και περιστατικά, αποπνέουν τη μαγική μελωδία της εφηβείας. Πίσω απ’ την ομίχλη του χρόνου μαντεύει κανείς ένα ολόκληρο εφηβικό μυθιστόρημα, σαν αυτά που έγραψε ο Κοσμάς Πολίτης κι ο Γιώργος Θεοτοκάς, μόνο που εδώ κάθε αφηγηματικός αρμός έχει αφαιρεθεί και τελικά δεν απομένει παρά μια ενότητα ατμόσφαιρας.
Πράγματι, η πεζογραφία της εποχής καλλιέργησε, ως αντίβαρο στην εξαντλημένη λυρική τέχνη, μια άλλη ποίηση, ή μάλλον μια ποιητικότητα, αυτήν την ποιητικότητα που βρίσκεται διάχυτη στη ζωή μας, αλλά που δυστυχώς η αυστηρά θωρακισμένη και περιχαρακωμένη ποίηση -και τότε και τώρα- αδυνατεί συχνά να συλλάβει και να αποδώσει.
Ας δούμε, λ.χ., τα εξής αποσπάσματα: «Στο δάσος απλώνεται ρυθμικός δροσερός κρότος, κι αν κλείσει κανείς τα μάτια, του φαίνεται πως τα μακρυσμένα κύματα κυλούν με πάταγο, λες και κάνουν την επιδρομή τους ώς εμάς. Ο αέρας ανεμπόδιστα περνάει χαϊδεύοντας τον ανυπεράσπιστο λαιμό και τους ώμους… Σκοτεινιά».
«Βαριές ασάλευτες ναρκωμένες ημέρες περνούσαν. Τέτοιες μέρες τυχαίνουν στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου. Τις μέρες αυτές πέφτουν πυκνές, μαύρες οι σκιές. Είναι ευχάριστα στον ήλιο. Είναι λιγάκι κουρασμένος. Χτυπητά πορφυρένιος φεύγει πίσω απ’ τα μαύρα δάση. Κάποτε πλέοντας απλώνονται πυκνά τα σύγνεφα, που ξαφνίζουν με τα παράξενά τους σχήματα».
«Φθινοπωρινή ώρα. Υποσχέθηκε στον πολυαγαπημένο της Βορρά και ήρθε να τον ανταμώσει από μακρινή χώρα, χλωμοπράσινη, με τα εκστατικά χρυσοπόρφυρα, μεγαλωμένα πρασινωπά της μάτια, που μοιάζουν με την αιωνιότητα».
«Νά, ο ήλιος κάθισε περισσότερη ώρα στο έκτο πάτωμα των σπιτιών και τα σπίτια φαίνονται σαν να χαμογελούν ζητώντας για κάτι συγνώμη».
Τα αποσπάσματα προέρχονται από το μυθιστόρημα Η Μονάκριβη του -άγνωστού μου από αλλού- Zenzor, το οποίο, μεταφρασμένο «εκ του ρωσικού», κυκλοφόρησε το 1921 από τον Ελευθερουδάκη. Εδώ το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από την μυθοπλασία (ο διχασμός ενός μποέμ δικηγόρου ανάμεσα σε τρεις γυναίκες) στην αποτύπωση των ψυχικών ιριδισμών και των εξωτερικών εντυπώσεων που συνυφαίνονται μαζί τους. Η φύση, τα δάση έξω απ’ την Πετρούπολη, τα σύννεφα, η θάλασσα, η εναλλαγή των εποχών, όλα αυτά είναι ο αδιόρατος αλλά πανταχού παρών πρωταγωνιστής.
Στους αντίποδες του ρεαλισμού, από το τέλος του 19ου αιώνα, αναπτύχθηκε αυτή η ιμπρεσιονιστική πεζογραφία, στην οποία η πλοκή υπονομεύεται για να εκφραστεί η ομορφιά των καθημερινών στιγμών: μια αίθρια φθινοπωρινή νύχτα, η ληθαργική γαλήνη της θερινής μεσημβρίας, ο μολυβένιος ουρανός κάποιου πρωινού του Νοέμβρη, όλα αυτά δεν πλαισιώνουν απλώς τη ζωή μας αλλά, εμφιλοχωρώντας στον ψυχικό μας κόσμο, συνθέτουν τη βαθύτερη ουσία της.
Όπως όμως η ιμπρεσιονιστική πεζογραφία γίνεται ποιητική, έτσι και πολλοί τότε ποιητές, για να ανανεώσουν την τέχνη τους, αντλούν από τις κατακτήσεις των πεζογράφων. Τα λογοτεχνικά είδη, άλλωστε, δεν αποστρέφονται τις γόνιμες επιμειξίες.
Μια τέτοια επιμειξία μαρτυρούν αρκετά έργα του Ρίτσου. Ας επανέλθουμε στην Παλιά Μαζούρκα κι ας παραθέσουμε στίχους της: «Πρώτη σταγόνα της βροχής έξω στον τσίγκο. Πώς αργεί. / Ο θυρωρός της πλαϊνής πολυκατοικίας / θα κουβαλήσει την καρέκλα του απ’ το πεζοδρόμιο / και θα σταθεί σκυφτός με σταυρωμένα χέρια πίσω απ’ την τζαμένια πόρτα / σαν άγαλμα της πλήξης μαυρισμένο απ’ την πολυκαιρία». Ή αλλού: «Ξαστέρωσε το βράδυ. Βγήκανε τ’ αστέρια. / Δροσιά έξω στην ταράτσα. Μοναξιά. / - Καλά, μητέρα, θά 'ρθω. Μια στιγμή. / Δεν έχει σου λέω υγρασία. Σε λίγο». Η ομοιότητα του ύφους των παραπάνω στίχων με τα αποσπάσματα από το ρωσικό μυθιστόρημα είναι προφανής.
Εύκολα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν τα παραδείγματα που δείχνουν τι οφείλει ο Ρίτσος στην ιμπρεσιονιστική σχολή του μεσοπολέμου - ας την πούμε έτσι, αν και ο όρος δεν είναι καθιερωμένος.
Βέβαια, ετούτες οι πρώιμες συνθέσεις μοιάζουν κάπως ασπόνδυλες, αφού όλα τείνουν να εξατμιστούν σε φευγαλέες εντυπώσεις. Στην Τέταρτη Διάσταση, αντίθετα, η παρουσία του αρχαίου μύθου κι ενός ισχυρού εξομολογούμενου εγώ θα οικοδομήσει ένα συμπαγές υπόβαθρο. Οι ιμπρεσιονιστικές σκιαγραφίες θα αντισταθμιστούν από τη διεισδυτική ενάργεια του στοχασμού. Οι εντυπώσεις θα αναταμούν για να αποκαλυφθεί ο εξαιρετικά σύνθετος κόσμος που κλείνουν μέσα τους.
Οι λεπτομέρειες γίνονται πια μικροί φεγγίτες σε ένα περίκλειστο δώμα, από τους οποίους ένας ισχυρός προβολέας ρίχνει άπλετο φως. Τα προσωπεία πέφτουν και τα φθαρμένα πρόσωπα μένουν ακάλυπτα μέσα στην αδυναμία τους και το άλγος του μαρασμού τους, όπως η Ισμήνη χωρίς τον εξεζητημένο καλλωπισμό της, τον περιττό φόρτο των κοσμημάτων και τη βαφή. Και φυσικά, ως ανανεωτικός καταλύτης στηνΤέταρτη Διάσταση δρα το θέατρο. Κανένα, άλλωστε, άλλο λογοτεχνικό είδος δεν επέδρασε γονιμότερα στην ποίηση του Ρίτσου από εκείνο.
Συλλογίζομαι πάντως πόσο λείπει στις μέρες μας αυτή η ατμοσφαιρική γραφή. Η μυθοπλασία κρατά πλέον, ως αδιαμφισβήτητη κυρίαρχη του παιχνιδιού, μόνη τα σκήπτρα. Αλλά ο μυθοπλαστικός σκελετός, που κι αυτός πάσχει από χρόνια οστεοπόρωση, δεν αρκεί για να δικαιώσει μια γραφή λιπόσαρκη κι αντισηπτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου