του David Miranda
Η διεφθαρμένη πλούσια ελίτ της Βραζιλίας, που δεν μπόρεσε ποτέ να νικήσει την Ρουσέφ στην κάλπη, προσπαθεί να το καταφέρει με την παραπομπή της στην δικαιοσύνη.
Η ιστορία της πολιτικής κρίσης της Βραζιλίας, και η παγκόσμια προπαγάνδα γύρω από αυτήν, ξεκινά με τα ΜΜΕ της χώρας. Τα κυρίαρχα ραδιοτηλεοπτικά και έντυπα μέσα της χώρας ανήκουν σε πολύ λίγες από τις πλουσιότερες οικογένειες της Βραζιλίας και είναι σταθερά συντηρητικά νεοφιλελεύθερα. Για δεκαετίες, τα εν λόγω μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιούνται προς όφελος των πλουσίων της Βραζιλίας, εξασφαλίζοντας ότι η αβυσσαλέα ανισότητα πλούτου (και η πολιτική ανισότητα που προκύπτει) παραμένει εσαεί.
Πράγματι, τα περισσότερα από τα σημερινά μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης – που εμφανίζονται αξιόπιστα στους τρίτους – υποστήριξαν το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1964, που επέβαλε δύο δεκαετίες δεξιάς δικτατορίας και πλούτισε περισσότερο τους Ολιγάρχες της χώρας. Αυτό το σημαντικό ιστορικό γεγονός εξακολουθεί να ρίχνει την σκιά του πάνω στην ταυτότητα και την πολιτική της Βραζιλίας. Οι εν λόγω επιχειρήσεις ενημέρωσης – με επικεφαλής τα πολλαπλά παρακλάδια του οργανισμού Globo – ανήγγειλαν το πραξικόπημα ως λυτρωτική κίνηση εναντίον μιας διεφθαρμένης, δημοκρατικά εκλεγμένης φιλελεύθερης κυβέρνησης. Σας θυμίζει κάτι;
Για περισσότερο από ένα χρόνο, αυτά τα ίδια μέσα ενημέρωσης προωθούν μια ιστορία που τα εξυπηρετεί: «οργισμένοι πολίτες, έξαλλοι με την κυβερνητική διαφθορά, εξεγείρονται και απαιτούν την ανατροπή της πρώτης γυναίκας προέδρου της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρουσέφ, και του Κόμματος των Εργατών, του οποίου ηγείται». Ο κόσμος παρακολουθεί ατελείωτες εικόνες από τεράστια πλήθη διαδηλωτών στους δρόμους, ένα θέαμα που πάντα εντυπωσιάζει.
Αλλά αυτό που οι περισσότεροι έξω από τη Βραζιλία δεν είδαν ήταν ότι τα πλουτοκρατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης της χώρας υποκινούσαν επί μήνες τις διαδηλώσεις αυτές (ενώ προσποιούντο ότι απλώς τις «κάλυπταν»). Οι διαδηλωτές δεν ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού της Βραζιλίας. Ήταν, αντιθέτως, δυσανάλογα λευκοί και πλούσιοι: οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι που πολεμούσαν εδώ και δύο δεκαετίες το Κόμμα των Εργατών και τα προγράμματά του κατά της φτώχειας.
Σιγά-σιγά, ο έξω κόσμος αρχίζει να βλέπει πέρα από την ευχάριστη, επιφανειακή καρικατούρα, την κατασκευασμένη από τον εγχώριο τύπο, και να καταλαβαίνει ποιοι θα ενισχυθούν αν εκδιωχθεί η Ρουσέφ. Έχει πλέον καταστεί σαφές ότι η διαφθορά δεν είναι η αιτία της προσπάθειας απομάκρυνσης της δύο φορές εκλεγμένης προέδρου της Βραζιλίας, αλλά είναι απλώς η αφορμή.
Το μετριοπαθές αριστερό κόμμα της Ρουσέφ κέρδισε πρώτη φορά την προεδρία το 2002, όταν ο προκάτοχός της, Λουίς Ιγνάσιο Λούλα ντα Σίλβα, κατήγαγε μια καθαρή νίκη. Χάρη, κυρίως, σε μεγάλο βαθμό στην δημοτικότητα και το χάρισμά του, και ενισχυόμενο από την ακμάζουσα οικονομική ανάπτυξη της Βραζιλίας υπό την προεδρία του, το Κόμμα των Εργατών κέρδισε τέσσερις συνεχόμενες προεδρικές εκλογές – συμπεριλαμβανομένης και της εκλογικής νίκης της Ρουσέφ το 2010 και στη συνέχεια, μόλις πριν από 18 μήνες, της επανεκλογής της με 54 εκατομμύρια ψήφους.
Μέλος ανταρτικών οργανώσεων στα νιάτα της που βασανίστηκε επί δικτατορίας, η Ντίλμα Ρουσέφ, μετείχε στην αντίσταση με τα ψευδώνυμα «Εστέλα», «Βάντα», «Λουίζα». Φυλακίστηκε σε ηλικία 22 ετών, βασανίστηκε φρικτά και πέρασε τρία χρόνια στη φυλακή. Πάλαιψε πολλά χρόνια με τον καρκίνο και βγήκε νικήτρια.
Η Ντίλμα Ρουσέφ μιλά σπάνια για την οδυνηρή αυτή εποχή. «Στη ζωή μου, έχω αντιμετωπίσει τις πιο δύσκολες καταστάσεις, άσκηση αφόρητης σωματικής βίας. Τίποτα δεν με εξέτρεψε από την πορεία μου, από τις δεσμεύσεις μου…» εξομολογείται.
Η οικογένειά της ανήκε στη μεσαία τάξη. Ο πατέρας της Πέτρο Ρουσέφ, βούλγαρος μετανάστης, δικηγόρος και κομμουνιστής και η μητέρα της καθηγήτρια, η Ντίλμα Τζέιν ντα Σίλβα, τη μύησαν από πολύ νωρίς στα βιβλία: Μπαλζάκ, Ζολά, Ντοστογέφσκι.
Η Ρουσέφ σπάνια αφήνει να διαφανεί η ενδόμυχη πλευρά της: προληπτική,μανιώδης αναγνώστρια που δεν αποκοιμιέται παρά μόνο έχοντας διαβάσει μερικές σελίδες, λάτρης της βόλτας τη νύχτα πάνω σε μοτοσικλέτα, ινκόγκνιτο στη Μπραζίλια… [http://www.news.gr] . Σκληρό καρύδι, με λίγα λόγια, για τους καρχαρίες της Νέας Τάξης.
Η ελίτ της χώρας και τα μέσα ενημέρωσης -όργανά της- έχουν αποτύχει, ξανά και ξανά, στις προσπάθειές τους να νικήσουν το κόμμα στην κάλπη. Αλλά οι πλουτοκράτες είναι γνωστό ότι δεν αποδέχονται την ήττα τους, ούτε παίζουν σύμφωνα με τους κανόνες. Αυτό που δεν μπόρεσαν να επιτύχουν δημοκρατικά, τώρα προσπαθούν να το επιτύχουν αντι-δημοκρατικά: με ένα περίεργο μείγμα πολιτικών – εξτρεμιστών ευαγγελιστών, ακροδεξιών υποστηρικτών της επιστροφής σε στρατιωτικό νόμο και παραγόντων που δρουν παρασκηνιακά – να την εκδιώξουν από το αξίωμά της.
Πράγματι, οι επικεφαλής της εκστρατείας μομφής της, οι οποίοι καραδοκούν να ανέβουν στην εξουσία – κυρίως ο πρόεδρος της Βουλής Εντουάρντο Κούνια (Eduardo Cunha) – εμπλέκονται πολύ περισσότερο σε σκάνδαλα προσωπικής διαφθοράς απ’ ό,τι η Ρουσέφ. Ο Κούνια πιάστηκε πέρυσι με εκατομμύρια δολάρια, προϊόντα δωροδοκιών, σε μυστικούς λογαριασμούς του σε ελβετικές τράπεζες, αφού αρνήθηκε ψευδώς στο Κογκρέσο ότι διατηρούσε λογαριασμούς στο εξωτερικό. Ο Κούνια αναφέρεται επίσης στα Panama Papers, ότι προσπάθησε να κρύψει τα εκατομμύρια που απέκτησε παράνομα σε υπεράκτιες εταιρείες προκειμένου να αποφύγει τον εντοπισμό και την φορολόγηση.
Όλοι αυτοί δεν μπορούν να πείσουν κανέναν για τον αγώνα τους «κατά της διαφθοράς» και «υπέρ της δημοκρατίας», όταν ταυτόχρονα εργάζονται για την επιβολή του πιο διεφθαρμένου και εντελώς αντιπαθή στην λαϊκή βάση πολιτικού της χώρας. Είναι σουρεαλιστικό να παρακολουθείς την ψηφοφορία για την πρόταση μομφής κατά της Ρουσέφ στην Γερουσία, μετά το πέρας της οποίας, εξόφθαλμα διεφθαρμένα μέλη του Κογκρέσου διακήρυτταν χωρίς αιδώ ότι είχαν ψηφίσει την απομάκρυνση της Ρουσέφ επειδή είχαν εξαγριωθεί από την έκταση της διαφθοράς.
Όπως ανέφερε ο Guardian: «Ναι, ψήφισε ο Paulo Maluf, ο οποίος βρίσκεται στη κόκκινη λίστα της Ιντερπόλ για συνωμοσία. Ναι, ψήφισε ο Nilton Capixaba, ο οποίος κατηγορείται για ξέπλυμα χρήματος. “Επιτέλους”, αναφώνησε ο Silas Camara, ο οποίος ερευνάται για παραποίηση δημοσίων εγγράφων και υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος».
Το θράσος τους έχει υπερβεί τα όρια. Ακόμη και οι παντοδύναμοι πλουτοκράτες της Βραζιλίας δεν μπορούν να πείσουν τον κόσμο ότι η μομφή κατά της Ρουσέφ εμπίπτει πραγματικά στον αγώνα για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Αντίθετα, ο συνασπισμός τους θα φέρει στο προσκήνιο πολιτικούς με τέτοια σκάνδαλα που σε κάθε υγιή δημοκρατία θα σήμαιναν το τέλος της δημόσιας καρριέρας τους.
Ένα πρόσφατο άρθρο των New York Times ανέφερε ότι «το 60% των 594 μελών του Κογκρέσου της Βραζιλίας» – αυτοί που ψήφισαν για την παραπομπή σε δίκη της Ρουσέφ – «αντιμετωπίζουν σοβαρές κατηγορίες, όπως δωροδοκία, εκλογική νοθεία, παράνομη αποψίλωση των δασών, απαγωγή και ανθρωποκτονία». Αντίθετα, γράφει το άρθρο, η Ρουσέφ «είναι κάτι σπάνιο μεταξύ των μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων της Βραζιλίας: δεν έχει κατηγορηθεί ποτέ για κλοπή δημόσιου χρήματος για ίδιον όφελος».
Η τηλεοπτική κάλυψη της διαδικασίας στην Κάτω Βουλή επέτρεψε να ακουστούν κάποιες χαρακτηριστικές δηλώσεις που έγιναν από τους υπέρμαχους της μομφής. Ένας από αυτούς, ο εξέχων δεξιός γερουσιαστής Jair Bolsonaro – που αναμένεται να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος και ο οποίος φαίνεται να είναι ο βασικός υποψήφιος μεταξύ των πλουτοκρατών της Βραζιλίας – είπε ότι έριξε την ψήφο του προς τιμήν ενός συνταγματάρχη της χούντας της Βραζιλίας, προσωπικά υπεύθυνου για τα βασανιστήρια που είχε υποστεί η Ρουσέφ. Ο γιος του, Eduardo, έριξε με υπερηφάνεια την ψήφο του προς τιμήν των «στρατιωτικών του ’64» – δηλαδή των επικεφαλής της χούντας.
Μέχρι τώρα, οι Βραζιλιάνοι είχαν στραμμένη την προσοχή αποκλειστικά προς την Ρουσέφ, η οποία έχει χάσει πολύ σε δημοτικότητα λόγω της σοβαρής ύφεσης της χώρας. Κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσουν οι Βραζιλιάνοι, ειδικά οι φτωχοί και οι εργαζόμενες τάξεις, απέναντι στο νεοδιορισμένο πρόεδρό τους: τον μέχρι τότε αντιπρόεδρο Μισέλ Τεμέρ, χωρίς ιδιαίτερη προσωπικότητα, βουτηγμένο στην διαφθορά και υπέρ του κεφαλαίου, για τον οποίο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι θέλουν να παραπεμφθεί στην Δικαιοσύνη.
Αυτό που προκαλεί την μεγαλύτερη αστάθεια είναι ότι πολλοί – συμπεριλαμβανομένων των εισαγγελέων και των ανακριτών που διεξάγουν την έρευνα κατά της διαφθοράς – φοβούνται ότι το πραγματικό σχέδιο πίσω από την μομφή κατά της Ρουσέφ είναι να τεθεί τέλος στην συνεχιζόμενη έρευνα, προστατεύοντας έτσι τη διαφθορά, χωρίς να υπάρξει τιμωρία. Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ότι από τη στιγμή που θα παραπεμφθεί, τα μέσα ενημέρωσης της Βραζιλίας δεν θα είναι πλέον τόσο επικεντρωμένα στη διαφθορά, το δημόσιο συμφέρον θα περάσει σε δεύτερη μοίρα, και η νέα ισχυρή φατρία στην Μπραζίλια θα μπορεί να εκμεταλλευθεί την πλειοψηφία που διαθέτει στο Κογκρέσο για να παρεμποδίσει την έρευνα και να προστατεύσει τους δικούς της.
Τελικά, οι ελίτ της πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης της Βραζιλίας παίζουν με τους μηχανισμούς της δημοκρατίας. (H.N.: κάτι ανάλογο βλέπουμε σε πολλές χώρες όπου τα ΜΜΕ είναι στα χέρια τους). Πρόκειται για ένα επικίνδυνο και απρόβλεπτο παιχνίδι, όπου κι αν παίζεται, αλλά ιδιαίτερα σε μια νεαρή δημοκρατία με πρόσφατη ιστορία πολιτικής αστάθειας και τυραννίας, και όπου εκατομμύρια πολίτες είναι έξαλλοι με την οικονομική ανέχεια που βιώνουν.
[Πηγή: The Guardian, 13/05/2016,http://www.theguardian.com/commentisfree/2016/apr/21/dilma-rousseff-enemies-impeached-brazil]
Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus, τ.108, Ιούνιος 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου