Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Του ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ* 
 
ΓΙΑΤΙ ΩΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΗΡΙΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
 
Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,

Η κατάσταση που επικρατεί στη Βρετανία αμέσως μετά το δημοψήφισμα μοιάζει εξαιρετικά παράδοξη σε έναν Έλληνα αριστερό που ζει και εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο τα τελευταίαδεκαέξι χρόνια. Φαίνεται ότι το σοκ ήταν τέτοιου μεγέθους ώστε ακόμα και οι διαβόητες βρετανικές αρετές – η αίσθηση του χιούμορ, η απουσία υπερβολής και κυρίως η κοινή λογική – έχουν ξεθωριάσει.
Στην πλευρά των ηττημένων, η οποία περιλαμβάνει φυσικά τα περισσότερα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο, οι επιπτώσεις είναι καταστροφικές αλλά και αναμενόμενες. Οι αγορές σε όλο τον κόσμο βυθίζονται και το City του Λονδίνου, το κέντρο του νευρικού συστήματος της οικονομίας, βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά.

Η κατά κάποιο τρόπο επίσημη φωνή του, οι Financial Times, θρηνούν γιατί μετά την παραίτηση τουJonathan Hill, του Βρετανού Επιτρόπου της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, «το City έχει χάσει τη φωνή του». Κάποιοι ξεκίνησαν ήδη να συλλέγουν υπογραφές για νέα ψηφοφορία ή για να αγνοηθεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Από μια ευρωπαϊκή σκοπιά, αυτή η κατάφωρη παραβίαση της δημοκρατίας δεν αποτελεί έκπληξη. Άλλωστε, σε όλα σχεδόν τα δημοψηφίσματα των παρελθόντων ετών στα οποία κρίθηκε μια πρόταση προερχόμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση (μια συνταγματική πρόταση, μια συνθήκη, η ένταξη στοευρώ, ακόμη και μια θολή εμπορική συμφωνία με την Ουκρανία) το «ΟΧΙ» επικράτησε και αγνοήθηκε.

Ωστόσο -και εκεί ακριβώς βρίσκεται το παράδοξο- δεν είναι μόνο το City βουβό και νευρικό. Το ίδιο βουβή και αμήχανη είναι και η Αριστερά.

Φυσικά, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, η πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος που ουδέποτε αποδέχθηκε την ανάδιεξη στην ηγεσία του κόμματος του Τζέρεμυ Κόρμπυν βρήκε την αφορμή που έψαχνε για να ξεκινήσει την επίθεση εναντίον του. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η πρόφαση που επικαλούνται οι επίδοξοι πραξικοπηματίες: ο Corbyn υποτίθεται πως δεν έκανε αρκετά για να στηρίξει το Remain (την παραμονή στην ΕΕ, εφεξής: Παραμονή) και είναι επομένως υπεύθυνος για την ήττα.

Τα δύο τρίτα σχεδόν των ψηφοφόρων των Εργατικών υποστήριξαν την Παραμονή. Ωστόσο, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η το Brexit κέρδισε σε όλα σχεδόν τα προπύργια των Εργατικών με εξαίρεση το Λονδίνο και μερικές πόλεις όπως το Λίβερπουλ και το Μάντσεστερ. Ακόμα και εκεί όμως, οι εργατικές συνοικίες δεν ακολούθησαν τον ευρω-ενθουσιασμό των αναβαθμισμένων αστικών κέντρων.

Ψηφίζοντας Brexit, ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων των Εργατικών (37% σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις) απέρριψε την επίσημη γραμμή της Παραμονής, μια γραμμή την οποία η αντίθετη προς τον Corbyn πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος στήριξε με ακόμη μεγαλύτερο πείσμα. Μαζί τους συντάχθηκε και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Παραδόξως, οι ίδιοι βουλευτές που μόλις αποδοκιμάστηκαν στις εκλογικές τους περιφέρειες, τώρα συνωμοτούν για να ανατρέψουν έναν ηγέτη επειδή δεν έκανε αρκετά για να υποστηρίξει μια άποψη που απέτυχε να αποσπάσει την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.

Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για μεγάλη ήττα της περίφημης βρετανικής κοινής λογικής.

Το λογικό συμπέρασμα αυτής της συλλογιστικής είναι ο βαθιά ριζωμένος στο μυαλό της βρετανικής άρχουσας τάξης κοινωνικός δαρβινισμός, τον οποίο συμμερίζονται κάθε είδους αυθεντίες, ιδιαίτερα εκείνες των «κεντροαριστερών» μέσων ενημέρωσης, όπως η Guardian.

Το Brexit κέρδισε, λένε, γιατί το υποστήριξε το πιο φτωχό -κυρίως λευκό- τμήμα της εργατικής τάξης. Και αυτές οι ομάδες κακόμοιρων και περίπου αγράμματων ανθρώπων ψήφισαν υπέρ της Εξόδου κατά βάση επειδή είναι ρατσιστές, πολιτισμικά καθυστερημένοι και ηλικιωμένοι.

Στοιχεία -όπως το 70% υπέρ της Παραμονής σε περιοχές όπως το Haringey ή το Lambeth ή σε κατηγορίες όπως οι ηλικιακές ομάδες 18-24 ή σε κατόχους πανεπιστημιακών πτυχιών- επαναλαμβάνονται διαρκώς ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη αυτού του σκεπτικού.

Η ταξική κατανομή της ψήφου είναι σίγουρα περίπλοκη. Σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης, κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου, ψήφισαν υπέρ της Παραμονής και ένα μεγάλο μέρος τους αποτελείται όντως από μη λευκούς. Όμως, όπως μαρτυρούν τα αποτελέσματα των πολυφυλετικών περιοχών των Δυτικών Μίντλαντς, η παλιά βιομηχανική καρδιά της Αγγλίας, δεν ψήφισαν όλα τα μη-λευκά τμήματα της εργατικής τάξης υπέρ της Παραμονής στην ΕΕ.

Ακόμη και εκλογικές περιφέρειες που θεωρούνται ότι ανήκουν στην «λευκή εργατική τάξη» -όπως τοΜπάρκινγκ και το Ντάγκενχαμ στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου, όπου η ακροδεξιά είχε κάποια επιτυχία στις προηγούμενες εκλογές- έχουν υψηλή αναλογία κατοίκων γενημμένων εκτός Ηνωμένου Βασιλείου (30%) και ψήφισαν με παρόμοιο τρόπο με το Λούτον, που έχει παρεμφερή αναλογία κατοίκων που γεννήθηκαν στο εξωτερικό, δίνοντας ισχυρή πλειοψηφία στο Brexit.

Αντιστρόφως, πολλές «λευκές» και εξαιρετικά εύπορες περιοχές στο Δυτικό Λονδίνο ή στην περιοχή τηςΟξφορδης ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της Παραμονής με ποσοστά που άγγιξαν το 70%στο αριστοκρατικό Κένσινγκτον και το μεγαλοαστικό Τσέλσι.

Στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από το γράφημα της Guardian, το οποίο απεικονίζει την κατανομή της ψήφου ανάλογα με το μέσο ετήσιο εισόδημα κάθε περιοχής, πολύ λίγα μέρη εκτός της Σκωτίας (και, οριακά, ορισμένες σχετικά μεγάλες πόλεις όπως το Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ και το Κάρντιφ) με ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα κάτω από 25.000 λίρες ψήφισαν υπέρ της Παραμονής. Η συντριπτική πλειοψηφία των περιοχών όπου η αναλογία των κατοίκων που ανήκουν στις λεγόμενες «κατηγορίες ABC1» (δηλαδή τα τρία στρώματα της «μεσαίας τάξης» ταξινομημένα σύμφωνα με τη στατιστική ορολογία ως «ανώτερη», «μέση» και «κατώτερη μεσαία») είναι μικρότερη του 60% ψήφισαν υπέρ του Brexit.

Και σε αυτή την περίπτωση οι εξαιρέσεις ήταν αυτές που αναφέρθηκαν προηγουμένως (Σκωτία κλπ), ενώ όλες σχεδόν οι περιοχές όπου η αναλογία αυτών των μεσαιοανώτερων στρωμάτων φθάνει ή υπερβαίνει το 70% ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της Παραμονής.

Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του Λόρδου Ashcroft υπάρχει μια αυστηρά γραμμική συσχέτιση μεταξύ αυτών που ανήκουν στην υψηλότερη κοινωνική τάξη και την πρόθεση ψήφου υπέρ της Παραμονής. 57% για την κατηγορία ΑΒ «ανώτερη μεσαία τάξη», δυστυχώς τα στοιχεία δεν διαφοροποιούν μεταξύ της ανώτερης και της μεσαίας τάξης, 34% για τις κατηγορίες C2DE «εργατική τάξη» και «μη-εργαζόμενοι/συνταξιούχοι»).

Ως εκ τούτου, η ταξική λογική είναι μεν κυρίαρχη, αλλά επικαθορίζεται από τη χωροταξική πόλωση που χαρακτηρίζει τη Βρετανία από την εποχή της Θάτσερ. Έτσι, ένας μη-λευκός εργαζόμενος που ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Αγγλίας τείνει να ψηφίσει -μαζί με τον λευκό γείτονά του- υπέρ του Brexit , ενώ ένας αντίστοιχος εργαζόμενος που ζει στην οικονομικά ακμάζουσα πρωτεύουσα, αν και όχι κατ 'ανάγκην πλουσιότερος , τείνει να ψηφίσει όπως και τα πιο εύπορα στρώματα με τα οποία γειτνιάζει στον ευρύτερο αστικό χώρο και με τα οποία συμμερίζεται την βάσιμη ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον (αν όχι για τον εαυτό του, τουλάχιστον για τα παιδιά του).

Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί σχετικά με την εκλογική συμπεριφορά του νεότερων ηλικιών , ιδιαίτερα το κομμάτι εκείνο που ενώ κατέχει πτυχίο πανεπιστημίου δεν έχει ακόμη ενταχθεί πλήρως στην αγορά εργασίας. Ο βαθμός της «ευρωφιλίας» πέφτει πράγματι απότομα στις ηλικίες της πλειονότητας του ενεργού πληθυσμού (35-55) που ψήφισαν υπέρ του Brexit. Ο ευρω-ενθουσιασμός των νέων έχει βέβαια να κάνει με πολιτιστικές και ιδεολογικές παραμέτρους, αλλά ακόμα και αυτές συσχετίζονται με την προσδοκία ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας που χαρακτηρίζει τους κατόχους πτυχίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων.

Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον στο γράφημα της Guardian είναι ότι ακραία διαφορετικές από την πλευρά της κοινωνικής και εθνοτικής τους σύνθεσης περιοχές με συγκρίσιμα όμως ποσοστά πτυχιούχων -όπως, από την μία πλευρά, το Χάρινγκεϋ, το Χάκνεϋ, το Τάουερ Χάμλετς, κατά βάσηυποβαθμισμένες και πολυφυλετικές περιοχές του Λονδίνου, και, από την άλλη η Οξφόρδη και τοΕδιμβούργο, πόλεις «λευκές» και με κυρίαρχα τα ανώτερα στρώματα,- ψήφισαν σε παρόμοιες αναλογίες υπέρ της Παραμονής.

Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία που δείχνουν την αντίθεση ανάμεσα στην «ευρωφιλία» της νεολαίας και την «ευρωφοβία» των μεγαλύτερων ηλικιών πρέπει να σχετικοποιηθούν λαμβάνοντας υπόψη δύο μεταβλητές: η πρώτη είναι ότι η προσέλευση των ψηφοφόρων 18-24 ετών ήταν σημαντικά χαμηλότερη από το μέσο όρο (οι εκτιμήσεις διαφέρουν αισθητά, από 36% σύμφωνα με το Skynews στο 64% σύμφωνα με το Ινστιτούτο Opinium, σε κάθε περίπτωση όμως είναι χαμηλότερη του μέσου όρου που ανήλθε στο 72,2%).

Ως αποτέλεσμα, ενώ οι νέοι υποστηρικτές της Παραμονής στην ΕΕ διέθεταν ισχυρότερο κίνητρο για να εκφράσουν τις απόψεις τους μέσω της ψήφου, το βάρος τους ήταν σχετικά περιορισμένο μέσα στο σύνολο της ηλικιακής κατηγορίας τους.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι η οικονομική ύφεση που πλήττει εδώ και δεκαετίες τις υποβαθμισμένες περιοχές της περιφέρειας έχει οδηγήσει στην εσωτερική μετανάστευση των νέων και των πιο μορφωμένων στρωμάτων του πληθυσμού τους, η οποία ανεβάζει αυτομάτως την μέση ηλικία όσων εξακολουθούν να ζουν εκεί.

Και πάλι, η άνιση γεωγραφική κατανομή της οικονομικής ανάπτυξης, που αποτελεί μια ιδιαίτερα βάναυση -δηλαδή νεοφιλελεύθερη– εκδοχή της τάσης της συνδυασμένης και ανισομερούς ανάπτυξης του καπιταλισμού, επικαθορίζει παράγοντες όπως η ηλικία και η εκπαίδευση.

Περιττό να πούμε ότι αυτή η πτυχή έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στην εμφάνιση του εθνικισμού στην Σκωτία, εξηγώντας την «ανώμαλη» -με κοινωνικούς και ταξικούς όρους- επικράτηση της ψήφου υπέρ της Παραμονής σε αυτό που προσιδιάζει ολοένα και περισσότερο με μια ανεξάρτητη χώρα σε αναμονή. Για να το θέσουμε διαφορετικά, ο Σκωτσέζικος εθνικισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει αυτήν την επιρροή αν η Θατσερική αναδιάρθρωση της βρετανικής οικονομίας δεν είχε δημιουργήσει τόσο έντονη γεωγραφική και οικονομική πόλωση.

Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΩΣ ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ

Ας υπερβούμε τώρα τα «αντικειμενικά» δεδομένα του ζητήματος για να συζητήσουμε ευθέως αυτό που φαίνεται να είναι το κύριο ζήτημα για πολλούς, και σίγουρα για όλους εκείνους που στάθηκαν ενάντια σε ένα Brexit από τα αριστερά. Ήταν στην πραγματικότητα ένα δημοψήφισμα για την ΕΕ ή για το ζήτημα της μετανάστευσης; Και αν ισχύει σε κάποιο βαθμό το δεύτερο, πρέπει να συμπεράνουμε ότι η αναμφισβήτητη ταξική του διάσταση υπαγορεύθηκε από μια ρατσιστική νοοτροπία που χαρακτηρίζει ιδίως την εργατική τάξη που στήριξε πλειοψηφικά το Brexit;

Αναμφισβήτητα, στην καμπάνια υπέρ του Brexit κυριάρχησε ένας λόγος με έντονες ρατσιστικές αιχμές και σαφώς ξενοφοβικός. Το επιχείρημα ότι το Brexit θα σταματήσει την εισροή των μεταναστών εργατών από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης επαναλήφθηκε μέχρι αηδίας από τον Μπόρις Τζόνσον, τονΝάϊτζελ Φάρατζ και τους όμοιούς τους[1]. Είναι επίσης αλήθεια ότι εκείνοι που επέλεξαν το Brexit συχνά ανέφεραν την αντίθεση στην μετανάστευση, κυρίως ανατολικοευρωπαϊκής προέλευσης, ως ένα σοβαρό, ακόμα και αποφασιστικό, κίνητρο.

Αλλά πολύ σπάνια, ή μάλλον: ουδέποτε αναφέρεται το κίνητρο αυτό μόνο του: ακόμη και όταν η εναντίωση στην μετανάστευση αναφερόταν ρητά ως το κύριο κριτήριο της ψήφου, ήταν ως μέρος μιας ευρύτερης εικόνας που περιελάμβανε σχεδόν πάντα κάποια ή περισσότερα από τα ακόλουθα: τηνέλλειψη εργασίας και στέγης, τους χαμηλούς μισθούς, τις κορεσμένες δημόσιες υπηρεσίες, μια γενική αίσθηση αποξένωσης, την καθοδική κοινωνική και ατομική προοπτική και την απώλεια ελέγχου στη ζωή του καθενός. Όλα αυτά αποτελούν προφανώς απολύτως πραγματικά ζητήματα και τροφοδότησαν δικαιολογημένο θυμό, πλην όμως στράφηκαν ενίοτε αποπροσανατολιστικά κατά των μεταναστών.

Όπως το διατύπωσε ο Γάλλος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ στο βιβλίο του Φυλή, Εθνος, Τάξη: οι διφορούμενες ταυτότητες[2] – ένα κλασικό πλέον κείμενο της μαρξιστικής βιβλιογραφίας αφιερωμένο σε αυτό το θέμα – ο ρατσισμός πρέπει να νοείται ως «μια μορφή μετάθεσης (déplacement) της ταξικής πάλης» που μπορεί να κυριαρχήσει όταν εξασθενεί η ταξική συνείδηση των υποτελών τάξεων .

Αντί να στραφεί ενάντια στον ταξικό αντίπαλο, η βία του ταξικού ανταγωνισμού -καθώς και το άγχος και ο ηθικός πανικός που παράγει- γίνεται εσωστρεφής και επιτείνει δραματικά προϋπάρχουσεςδιαφοροποίησεις εντός των υποτελών τάξεων . Προφανώς, μια τέτοια διαδικασία υπονομεύει ριζικά την συλλογική τους ικανότητα δράσης.

Κατά συνέπεια, η ταξική διάσταση της ψήφου για το Brexit και η ηγεμονία του αντιδραστικού λόγου στην καμπάνια υπέρ της Εξόδου δεν είναι ασύμβατα μεταξύ τους. Η σύνδεσή τους δεν αποτελεί ωστόσο κάποια μοιραία συνέπεια που απορρέει από την εκ φύσεως επιρρεπή, υποτίθεται, στο ρατσισμό εργατική τάξη, ούτε από κάποια αναπόφευκτη ξενοφοβική χροιά κάθε μορφής αντιευρωπαϊστικού λόγου. Η άρθρωση ρατσισμού και Brexit είναι ενδεχομενική. Με άλλα λόγια, προκύπτει από μια συγκεκριμένη συγκυρία που συνδυάζει την αδυναμία της Αριστεράς με την ικανότητα της Δεξιάς να διοχετεύσει και να εκφράσει την λαϊκή οργή, στρέφοντάς την στους συνήθεις «αποδιοπομπαίους τράγους» των κοινωνιών μας (μετανάστες, πρόσφυγες, μουσουλμάνοι κλπ.). Αυτός είναι επίσης και ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει τίποτε το αναπόφευκτο στην τάση διοχέτευσης της οργής μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης προς ρατσιστικές και ξενοφοβικές κατευθύνσεις.

Η εργατική τάξη δεν είναι εξ ορισμού πιο ρατσιστική από άλλες κοινωνικές ομάδες -ξέρουμε πόσο ισχυρή είναι η έπαρση των ανώτερων τάξεων και η απόσταση που φροντίζουν να διατηρούν πάση θυσία από τις «υποδεέστερες» ομάδες. Ούτε όμως έχει κάποια ανοσία στον ρατσισμό, ιδιαίτερα όταν αισθάνεται πως βρίσκεται παγιδευμένη σε ένα φαύλο κύκλο κοινωνικής υποβάθμισης και απώλειας του συλλογικού της ήθους.

Το γεγονός ότι στην περίπτωση του Brexit η εξέγερση της εργατικής τάξης πήρε – σε μεγάλο βαθμό, αν και το σε ποιο βαθμό ακριβώς εξακολουθεί να είναι υπό συζήτηση – μια ρατσιστική χροιά έχει να κάνει πρώτα απ 'όλα με την πολιτική αδυναμία της Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος, την πλήρη ανικανότητά τους να ξεπεράσουν την ζημιά που έχουν προκαλέσει δεκαετίες νεοφιλελεύθερης μεταστροφής των Εργατικών, η οποία κορυφώθηκε την εποχή του Τόνι Μπλερ και του Γκόρντον Μπράουν.

Σε λίγο θα φτάσω στους βαθύτερους λόγους για τους οποίους απέτυχε η καμπάνια των Εργατικών και κάποιων αριστερών δυνάμεων υπέρ της Παραμονής στην ΕΕ. Για την ώρα αρκεί να τονιστεί πόσο πιο επιτυχημένη ήταν η δεξιά εκστρατεία των Τζόνσον και Φάρατζ υπέρ του Brexit στο να εκφράσει την οργή της εργατικής τάξης και την ανάγκη για μια πολιτική ανατροπή, στρέφοντάς την φυσικά προς τηνξενοφοβία και τον εθνικισμό.

Από αυτή την σκοπιά, το χειρότερο πράγμα που μπορεί να κάνει η Αριστερά για να αντιμετωπίσει την ηγεμονία της Δεξιάς είναι να αποδεχθεί το κυρίαρχο αφήγημα ότι η επιτυχία του Brexit είναι ένα ρατσιστικό ξέσπασμα που ξεπηδά από τα βάθη της βρετανικής ψυχής. Όχι μόνο γιατί η ερμηνεία αυτή είναι αναλυτικά λανθασμένη, αλλά επειδή η συζήτηση αυτή ενέχει μια άμεσα επιτελεστική διάσταση.

Εάν επικρατήσει η άποψη -όπως δυστυχώς φαίνεται να συμβαίνει – ότι η ψήφος υπέρ του Brexitυποδηλώνει κατά κύριο λόγο ξενοφοβία και ρατσισμό, τότε το σύνθετο και αντιφατικό σύνολο κινήτρων και ενεργειών που οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα αυτό παγιώνεται αναδρομικά.

Για να το θέσουμε διαφορετικά, η Αριστερά απέτυχε όχι μόνο να παρέμβει αποτελεσματικά στην εκστρατεία για το δημοψήφισμα, αλλά και να κερδίσει τη μάχη για την ερμηνεία του αποτελέσματος. Το ότι έχασε αυτή τη μάχη ασφαλώς διευκολύνει όλους εκείνους που θα προσπαθήσουν να μετατρέψουν την τρέχουσα πολιτική κρίση σε μια ευκαιρία για περαιτέρω στροφή προς μια αυταρχική και ξενοφοβική μορφή νεοφιλελευθερισμού.

ΟΡΓΗ ΜΕ ΛΑΘΟΣ ΣΤΟΧΕΥΣΗ;

Υπάρχει, ωστόσο, ένα πιο επεξεργασμένο επιχείρημα που διαστρεβλώνει την πολιτική σημασία τουBrexit . Σύμφωνα μ’ αυτό, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εξέφρασε μεν μια δικαιολογημένη κοινωνική οργή, της οποίας όμως το αντικείμενο δεν έχει καμία σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ισχυρίζονται ότι ναι μεν η οργή προέκυψε από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ενδυναμώθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των Συντηρητικών , πλην όμως, οι Τζόνσον και Φάρατζ, προσφεύγοντας σε σωρεία ψεμάτων και δημαγωγικών δηλώσεων, κατάφεραν να την παρουσιάσουν ως συνέπεια της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα μέσα ενημέρωσης της «κεντροαριστεράς» προώθησαν συστηματικά αυτό το αφήγημα, το οποίο πιθανότατα θα κυριαρχήσει εντός της ευρύτερης αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Εκ πρώτης όψεως, ο συλλογισμός φαίνεται πιο αξιόπιστος, ένα καθότι επιφανειακά τουλάχιστον απαλλαγμένος από την απροκάλυπτα συγκαταβατική και ουσιοκρατική εξήγηση της επικράτησης τουBrexit ως έκφραση του ρατσισμού της εργατικής τάξης. Ωστόσο, στην ουσία του ο συλλογισμός καταλήγει σε ακόμη μεγαλύτερους παραλογισμούς και βασίζεται σε σωρεία παραπλανητικών υποθέσεων .

Ας ξεκινήσουμε από τον κύριο ισχυρισμό: το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, έτσι μας λένε, δεν είχε στην πραγματικότητα καμία σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελούσε απλά την άστοχη έκφραση της εγχώριας δυσαρέσκειας την οποία ορισμένοι δημαγωγοί κατάφεραν να στρέψουν εναντίον των Βρυξελλών.

Αν είναι όμως όντως έτσι, εάν δηλαδή, μετά από σαράντα τρία χρόνια ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πλειοψηφία του βρετανικού λαού παραμένει τόσο αδαής σχετικά με τον ακριβή ρόλο της ΕΕ ώστε να είναι έτοιμη να πιστέψει ανόητους δημαγωγούς που κατηγορούν την Ευρώπη για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τότε αυτό κάτι μας λέει κάτι για την απόλυτη αποξένωση των πολιτών από μια τέτοια Ένωση. Αντί να αποτελεί επιχείρημα κατά του Brexit, ένας τέτοιος ισχυρισμός, εάν ήταν αληθής, θα παρείχε ένα σημαντικό επιχείρημα υπέρ της Εξόδου.

Έπειτα, ο ίδιος ισχυρισμός προϋποθέτει ότι το δημοψήφισμα αποτελεί κάποιου είδους βρετανική εξαίρεση –μια κακώς εννοούμενη εξαίρεση, που συνδυάζει την οπισθοδρομική νησιωτική στενομυαλιά και την άγνοια για τα τεκταινόμενα εκτός της χώρας. Αλλά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος δεν έχει τίποτε το εξαιρετικό. Εδώ και πολλά χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χάσει σχεδόν όλα τα δημοψηφίσματα που αφορούν θέματα της δικαιοδοσίας της.

Ο κατάλογος είναι αρκετά μακρύς και περιλαμβάνει τα δημοψηφίσματα του 2000 και 2003 στη Δανίακαι τη Σουηδία σχετικά με την ένταξη στο ευρώ, το ιρλανδικό δημοψήφισμα του 2001 σχετικά με τη Συνθήκη της Νίκαιας, τα δημοψηφίσματα του 2005 στη Γαλλία και την Ολλανδία σχετικά με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, το ιρλανδικό δημοψήφισμα του 2008 σχετικά με την συνθήκη της Λισαβόνας και τελευταίο στη σειρά, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, το ελληνικό δημοψήφισμα του περασμένου έτους το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του μία μόλις εβδομάδα μετά από το ηχηρό «Όχι» του 61,3% του ελληνικού λαού.

Αν και επαίσχυντη, ούτε η συνθηκολόγηση του Τσίπρα αποτέλεσε ανωμαλία σε σχέση με τα προηγούμενα συγκρίσιμα δεδομένα. Σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις -με εξαίρεση το δημοψήφισμα σχετικά με το ευρώ που πραγματοποιήθηκε στις σκανδιναβικές χώρες - η Ευρωπαϊκή Ένωση αγνόησε επιδεικτικά τη λαϊκή ετυμηγορία. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα –όπως στη Δανίατο 1993 και στην Ιρλανδία το 2009– έφτασε στο σημείο να εξαναγκάσει το εκλογικό σώμα να επιστρέψει στις κάλπες για να κάνει επιτέλους τη «σωστή» επιλογή.

Αυτή η τροπή των εξελίξεων - όπου τα λαϊκά δημοψηφίσματα απορρίπτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Ένωση απορρίπτει τα λαϊκά δημοψηφίσματα - υπογραμμίζει ξεκάθαρα το γεγονός ότι το θεμελιώδες πρόβλημα της Ένωσης έγκειται στην άρνηση της δημοκρατίας – ένα σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε πιο αναλυτικά.

Αλλά ας κάνουμε πρώτα μια τελευταία παρατήρηση σχετικά με το επιχείρημα ότι το βρετανικό δημοψήφισμα δεν έχει σχέση με την ΕΕ. Για χάρη της συζήτησης, ας υποθέσουμε ότι ευσταθεί.

Πώς λοιπόν εξηγείται η πλήρης ανικανότητα της αριστερής εκστρατείας υπέρ της Παραμονής στην ΕΕ – που στηρίχθηκε κυρίως από το Εργατικό Κόμμα, αλλά και από τους Πράσινους, από το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP) και από τα κυριότερα συνδικάτα- να πείσει ότι η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιφέρει κάποια βελτίωση στα κοινωνικά δεδομένα του βρετανικού λαού;

Πολύ απλά: διότι ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι γελοίος. Γιατί άραγε θα έπρεπε η Ευρωπαϊκή Ένωση να κάνει αύριο το αντίθετο από ό, τι έχει κάνει τα τελευταία σαράντα τρία χρόνια; Οι όροι της συμφωνίας του Κάμερον με την ΕΕ της 19ης Φλεβάρη – όροι που θα είχαν τεθεί σε ισχύ αν το Brexit είχε ηττηθεί- δεν επιβεβαιώνουν περίτρανα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι έτοιμη να κάνει όσες παραχωρήσεις χρειαστεί εφόσον της επιτρέπουν να εδραιώνει περαιτέρω τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της;

Πόσο αξιόπιστο είναι να ισχυρίζεται κανείς ότι η παραμονή στην ΕΕ θα βελτίωνε τα κοινωνικά δικαιώματα, όταν όλοι γνωρίζουν ότι η ΕΕ είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να προωθεί αδυσώπητα την ιδρυτική αρχή του «ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού», μια αρχή που συνεπάγεται την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών;

Και αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα η νίκη της Παραμονής να προκαλέσει την χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας, τότε γιατί υποστηρίχθηκε σχεδόν ομόφωνα από το City, τις μεγάλες επιχειρήσεις και φυσικά από τον Ντέιβιντ Κάμερον και την πλειοψηφία της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής ομάδας των Συντηρητικών – με τη γενναιόδωρη συνδρομή προσκεκλημένων όπως ο Ομπάμα. ακολουθούμενος από τους συνήθεις κομπάρσους της Ευρωπαϊκής Ένωσης τύπου Γιουνκέρ καιΝτάισελμπλουμ;

ΠΟΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ;

Για να ολοκληρώσω στο σημείο αυτό ας υποβάλλω μια τελευταία και ίσως ακόμη πιο επώδυνη, από τη σκοπιά του γράφοντα τουλάχιστον, ερώτηση. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι είναι τόσο καλοί γνώστες της ευρωπαϊκής πραγματικότητας να αγνοούν τόσο κατάφωρα το τι συνέβη στην Ελλάδα και στην πρώτη εκλεγμένη αριστερή κυβέρνησή της;

Ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχτηκε αρχικά, τον Ιανουάριο του 2015, για να καταργήσει την λιτότητα και να διαγράψει το μεγαλύτερο μέρος ενός απεχθούς και παράνομου χρέους. Αντιμετώπισε έναν άμεσο ολομέτωπο πόλεμο που εξαπέλυσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο οποίος ξεκίνησε με τον στραγγαλισμό του τραπεζικού της συστήματος και μέσω κλιμακούμενων περιορισμών στην παροχή ρευστότητας που τέθηκαν σε ισχύ λίγες μόνο μέρες μετά την εκλογική του νίκη.

Ο Τσίπρας και η πλειοψηφία της κυβέρνησής του συνθηκολόγησαν τον περασμένο Ιούλιο ακριβώς επειδή είχαν παγιδευτεί από τις δικές τους αυταπάτες σχετικά με την ικανότητά τους να «μεταρρυθμίσουν την ΕΕ από μέσα» και να «μετατοπίσουν σταδιακά την ισορροπία δυνάμεων». Ως εκ τούτου, δεν είχαν κανένα «σχέδιο Β» για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον εκβιασμό της Τρόικας, που οδήγησε στην έλλειψη ρευστότητας με κατάληξη το κλείσιμο των τραπεζών την εβδομάδα του δημοψηφίσματος και την απειλούμενη κατάρρευση της οικονομίας.

Ένα τέτοιο εναλλακτικό σχέδιο θα απαιτούσε την άμεση έξοδο από το ευρώ και συνεπώς την ουσιαστική ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανάμεσα στο Grexit και την υπογραφή ενός ακόμα Μνημονίου –που σήμαινε πλήρη αναίρεση όχι μόνο του προγράμματος αλλά και του λόγου ύπαρξής τους ως πολιτικής δύναμης –ο Τσίπρας και όσοι τον ακολούθησαν επέλεξαν το δεύτερο. Το αποτέλεσμα είναι μια ολοκληρωτική καταστροφή, το βάρος της οποίας έγινε άμεσα αισθητό από ολόκληρη την ευρωπαϊκή αριστερά.

Υπάρχει όμως ένα ακόμη πιο ενοχλητικό ερώτημα που η βρετανική Αριστερά πρέπει να θέσει και στο οποίο οφείλει να απαντήσει. Από πού προήλθε η ενέργεια και η αποτελεσματικότητα της δεξιάς εκστρατείας υπέρ του Brexit; Η ικανότητά της να αρθρώσει σε ρατσιστική κατεύθυνση την λαϊκή οργή απαντά εν μέρει στο ερώτημα, αφήνει όμως εκτός συζήτησης ένα κρίσιμο σημείο.

Ας μην κοροϊδευόμαστε: χωρίς ένα ισχυρό επιχείρημα κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αντίθεση στην μετανάστευση δεν θα ήταν αρκετή για να δημιουργήσει μια πλειοψηφία υπέρ του Brexit. Παρά τα όσα ισχυρίζονται οι απογοητευμένοι οπαδοί της Παραμονής από «προοδευτική σκοπιά», το επίδικο του δημοψηφίσματος αφορούσε πράγματι την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και το κλειδί της επιτυχίας του Brexit είναι πολύ απλό: η δημοκρατία.

«Πάρτε πίσω τον έλεγχο» ήταν το κύριο σύνθημα υπέρ του Brexit και φάνηκε πειστικό, καθώς η άρνηση κάθε έννοιας της δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πλέον προφανής όχι μόνο για το βρετανικό λαό, αλλά και για ένα όλο και ευρύτερο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του Pew Research Center, που κυκλοφόρησε στις 7 Ιουνίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής στη Γαλλία και την Ελλάδα από ό, τι στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι αρνητικές κρίσεις ήταν σε επίπεδα συγκρίσιμα με τη Γερμανία, την Ισπανία και την Ολλανδία.

Ας διευκρινίσω σ’ αυτό το σημείο το εξής: η δημοκρατία έχει νόημα μόνο αν συνοδεύεται από κάποια έννοια λαϊκής κυριαρχίας – ακόμη και στην στρεβλή και απηρχαιωμένη βρετανική εκδοχή της ως «κοινοβουλευτική κυριαρχία» (parliamentary sovereignty). Ερχόμαστε έτσι στο περίπλοκο και ολισθηρό -αλλά ταυτόχρονα αναπόφευκτο- πεδίο του έθνους.

Επιτρέψτε μου πρώτα να διατυπώσω κάπως πιο ξεκάθαρα όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω, δεδομένου ότι εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, ο πραγματικός κίνδυνος της τρέχουσας κατάστασης. Εγκαταλείποντας το πεδίο της αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Δεξιά, η Βρετανική Αριστερά -με την περιορισμένης σημασίας εξαίρεση ορισμένων οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που στήριξαν την χαμηλής αναγνωρισιμότητας εκστρατεία του «Lexit»- δεν εγκατάλειψε απλώς κάθε πειστική πλατφόρμα κατά της λιτότητας. Παρέδωσε ουσιαστικά το καθήκον της υπεράσπισης της δημοκρατίας σε αντιδραστικές δυνάμεις. Και το τελευταίο δεν είναι λιγότερο καταστροφικό από το πρώτο. Σε τελευταία ανάλυση, στο Ηνωμένο Βασίλειο -όπως άλλωστε και στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης- το εργατικό κίνημα αναδείχθηκε ως πολιτική δύναμη κατά τη διάρκεια της μάχης για το δικαιώμα ψήφου, μιας στιγμής έντονης ταξικής πάλης που απετέλεσε επίσης την ιδρυτική στιγμή της σύγχρονης δημοκρατίας.

Για να συνοψίσω, οι αριστερές δυνάμεις της Βρετανίας που τάχθηκαν υπέρ της Παραμονής στην ΕΕ έπεσαν σε διπλή παγίδα: εγκλωβισμένες στην ιδεοληψία του ευρωπαϊσμού, παρέβλεψαν το ζήτημα της φύσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την άρνηση της δημοκρατίας που απορρέει από την θεσμική δομή της. Έχοντας εγκαταλείψει αυτό το αποφασιστικό πεδίο μάχης στον αντίπαλό, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αναδιπλωθούν σε ένα είδος συνδικαλισμού, εστιάζοντας σε μία ελάχιστη κοινωνική ατζέντα εργασιακών δικαιωμάτων. Υποτίθεται πως η παραμονή στην ΕΕ επιτρέπει τη διεκδίκηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που σε ορισμένα σημεία είναι πιο ευνοϊκή για τους εργαζόμενους από την βρετανική.

Δυστυχώς, μια βιαστική έστω ματιά στο φάσμα των δυνάμεων που στήριξαν την Παραμονή στην ΕΕ – μια σύνθεση που αντανακλά την απόλυτη βαρβαρότητα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλέπε το κύμα των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων της εργατικής νομοθεσίας σε διάφορες χώρες, με τη Γαλλία να αποτελεί το πιο πρόσφατο παράδειγμα)– καθιστά αυτόν τον ισχυρισμό εντελώς ευφάνταστο.

Φυσικά, η δημοκρατία – ή ακριβέστερα η δημοκρατία με την στενή, διαδικαστική και θεσμική έννοια – δεν αποτελεί ούτε μαγική λύση, ούτε θέσφατο. Η Αρχαία Αθήνα έδειξε ότι πολιτεύματα δημοκρατικά - με όλα τους τα όρια - μπορούν να γίνουν βίαιες επεκτατικές και αποικιοκρατικές δυνάμεις.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μαρξ πίστευε ότι «η πολιτική χειραφέτηση» δεν είναι το σύνολο της «ανθρώπινης χειραφέτησης» και έθετε ως στόχο την κατάργηση του διαχωρισμού ανάμεσα στο «πολιτικό κράτος» και την «κοινωνία των πολιτών» μέσω του ριζικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων που και τα δύο επίπεδα οργανώνουν και αναπαράγουν.

Ωστόσο, καμία τέτοια χειραφέτηση δεν είναι δυνατή αν δεν διεξαχθεί και κερδηθεί η πολιτική μάχη μέσω της οποίας οι υποτελείς τάξεις καθίστανται η ηγεμονική, η ηγέτιδα δύναμη στην κοινωνία.

Το καθοριστικό πεδίο για τη μάχη αυτή είναι η δημοκρατία και η άσκησή της προϋποθέτει μια θετική, προωθητική στάση απέναντι στο εθνικό επίπεδο. Αν ξεκινάμε από την παραδοχή ότι οποιαδήποτε θετική αναφορά στο έθνος παράγει εθνικισμό, ρατσισμό, αυτοκρατορική και αποικιακή νοσταλγία, τότε η Αριστερά είναι καταδικασμένη να χάσει αυτήν την πολιτική μάχη, χάνοντας την επαφή με τις εργατικές και λαϊκές τάξεις.

Αυτού του είδους η αναφορά στο έθνος είναι κατηγορηματικά αντίθετη σε οποιαδήποτε υποχώρηση στηναντι-μεταναστευτική ρητορική και τον ρατσισμό προκειμένου δήθεν να προσεταιρισθεί η «λευκή εργατική τάξη». Αντίθετα, απαιτεί την κατάκτηση της ηγεμονίας στο πεδίο του ίδιου του ορισμού του «λαού» που αποτελεί την ζώσα ουσία του έθνους έτσι ώστε το έθνος-λαός να νοείται ως ένα περιεκτικό, πολυφυλετικό, πολυπολιτισμικό, φιλόξενο και κυρίαρχο πολιτικό σώμα.

Η σημασία της αναφοράς στο έθνος από την σκοπιά της ηγεμονίας των υποτελών τάξεων είναι ότι τις ανυψώνει στο επίπεδο αυτό που ο Γκράμσι ονομάζει «εθνικό-λαϊκό» (nazional-popolare), μετατρέποντάς τες σε ένα νέο ιστορικό μπλοκ των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων που διεκδικούν την εξουσία και για να οδηγήσουν τον κοινωνικό σχηματισμό σε μία εντελώς νέα κατεύθυνση.

Όπως το έθεσαν περίφημα οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Από τη στιγμή που το προλεταριάτο πρέπει πρώτα απ 'όλα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί ως ηγετική τάξη του έθνους, να αποτελέσει το ίδιο το έθνος, είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και όχι με την αστική έννοια του όρου».

Μια τέτοια αντίληψη όχι μόνο είναι συμβατή αλλά και οδηγεί λογικά στον ουσιαστικό διεθνισμό, ο οποίος διαφέρει από τον αφηρημένο αστικό κοσμοπολιτισμό. Για να είναι ουσιαστικός, ο διεθνισμός -δηλαδή, η συνείδηση ενός ενιαίου, οικουμενικού αγώνα ενάντια σε έναν κοινό αντίπαλο- πρέπει να είναι συγκεριμένος.

Και για είναι συγκεκριμένος και ενεργός δεν μπορεί να παρακάμψει το εθνικό επίπεδο, εκεί όπου η ταξική πάλη διεξάγεται στο πολιτικό επίπεδο και όπου οι οργανώσεις των υποτελών τάξεων αποκτούν την διακριτή τους υπόσταση και ταυτότητα.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ Β

Επιτρέψτε μου να τονίσω ένα τελευταίο σημείο. Ίσως η Βρετανική Αριστερά να επιθυμεί, στην πλειοψηφία της, η υπόλοιπη ευρωπαϊκή αριστερά να μοιραστεί το πένθος της για την ήττα της Παραμονής. Αυτό ισχύει σίγουρα για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που, μαζί με την χριστιανοδημοκρατική δεξιά και άλλες συντηρητικές δυνάμεις, αποτελούν τους ιστορικούς πυλώνες του «ευρωπαϊκού εγχειρήματος» από το ξεκίνημά του. Αλλά για την υπόλοιπη ευρωπαϊκή Αριστερά, η νίκη του Brexit είναι ένα καλό νέο.

Το ρήγμα που έχει ανοίξει στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Δείτε για παράδειγμα πως αντέδρασε ο Ζαν-Λουκ Μελανσόν -ο ηγέτης της γαλλικής ριζοσπαστικής αριστεράς που σήμερα βρίσκεται πιο ψηλά στις δημοσκοπήσεις από τον ΠρόεδροΦρανσουά Ολάντ .

Για τον Μελανσόν, το Brexit αποκαλύπτει το ολοκληρωτικό αδιέξοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δίδαγμα που προκύπτει είναι ότι μια πραγματική αριστερή κυβέρνηση στη Γαλλία θα πρέπει να προτείνει αμέσως «την έξοδο από όλες τις υπάρχουσες ευρωπαϊκές συνθήκες» προκειμένου να εφαρμόσει ένα «οικοσοσιαλιστικό» πρόγραμμα ενάντια στην λιτότητα. Και αν η Γερμανία μπλοκάρει την κίνηση αυτή, τότε ένα γαλλικό δημοψήφισμα για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταστεί αναπόφευκτο.

Η τοποθέτηση του Μελανσόν δεν είναι ούτε περιθωριακή ούτε οπορτουνιστική. Μετά την συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο Μελανσόν ξεκίνησε το «εγχείρημα για ένα Σχέδιο Β» μαζί με άλλες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του Οσκαρ Λαφοντέν στην Γερμανία, της αριστερής πτέρυγας του Podemos στην Ισπανία, του Ερίκ Τουσέν και της Επιτροπής του για την Κατάργηση του Παράνομου Χρέους (CADTM), όσων στην Ελλάδα αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ για να δημιουργήσουν τη Λαϊκή Ενότητα ή την νέα κίνηση «Πλεύση Ελευθερίας» της Ζωής Κωνσταντοπούλου.

Η βασική ιδέα είναι πολύ απλή: η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εφαρμογή οποιασδήποτε πολιτικής που θα ανέτρεπε -ή έστω θα χαλάρωνε- την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας, όπως αποδείχθηκε ξεκάθαρα στην Ελλάδα.

Είναι επομένως επιτακτική ανάγκη να ανατραπούν οι ιδρυτικές ευρωπαϊκές συνθήκες, οι οποίες συνταγματοποιούν έναν αέναο νεοφιλελευθερισμό και αναιρούν κάθε έννοια δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας.

Εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό μέσω διαπραγματεύσεων -όπως δείχνει και πάλι η ελληνική περίπτωση- τότε ένα σχέδιο Β, που οδηγεί σε έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση -ξεκινώντας με μια έξοδο από την ευρωζώνη- είναι απαραίτητο. Το σχέδιο θα πρέπει να εξειδικευθεί ανάλογα με τις ανάγκες κάθε χώρας, αλλά η προοπτική δεν μπορεί παρά να είναι η δημιουργία μιας πραγματικά νέας Ευρώπης πάνω στα ερείπια της υπάρχουσας, χρεοκοπημένης Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έχουν ήδη πραγματοποιηθεί δύο διεθνείς διασκέψεις για το «Σχέδιο Β», στο Παρίσι και στη Μαδρίτη, και θα ακολουθήσουν κι άλλες. Είμαι βέβαιος ότι όλοι οι συμμετέχοντες στο εγχείρημα θα ήταν ευτυχείς να δουν τους συντρόφους τους από την Βρετανική αριστερά να συμμετέχουν στις προσεχείς δράσεις και να ξεκινούν μια σοβαρή συζήτηση πάνω στα θέματα αυτά.

Μια τέτοια κίνηση αναμφίβολα θα βοηθούσε να οικοδομήσουμε το είδος της στρατηγικής σκέψης που είναι τόσο αναγκαία σήμερα. Θα ήταν πράγματι τραγική ειρωνεία εάν σε μια χώρα με τόσο πλούσια παράδοση εργατικών αγώνων όπως η Βρετανία, η Αριστερά παρέλυε κάτω από το βάρος των ανεπαρκειών και των αντιφάσεών της, σε μια στιγμή που η κυρίαρχη τάξη και το πολιτικό προσωπικό της αντιμετωπίζουν την πιο σοβαρή πολιτική κρίση των τελευταίων δεκαετιών.

[1] Ο Μπόρις Τζόνσον, πρώην δήμαρχος Λονδίνου και νυν υπουργός εξωτερικών της νέας κυβέρνησης που συγκρότησε η Τερέζα Μέϋ μετά το δημοψήφισμα και την παραίτηση του Ντέιβιντ Κάμερον, είναι ηγέτης της ευρωσκεπτικιστικής πτέρυγας του Συντηρητικού Κόμματος. Ο Ναϊτζελ Φάρατζ είναι ο ιδρυτής του αντιδραστικού και ξενοφοβικού κόμματος UKIP, που είχε ως αποκλειστικό σχεδόν στόχο την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος μετά το δημοψήφισμα.

[2] Ελληνική έκδοση: Ετιέν Μπαλιμπάρ, Ιμάνουελ Βαλλερστάϊν, Φυλή, Εθνος, Τάξη: οι διφορούμενες ταυτότητες, μετάφραση Άγγελος Ελεφάντης, Ελένη Καλαφάτη, Εκδόσεις Ο Πολίτης, Αθήνα, 1991.

*Πηγή: erensep.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου