Του Νικ Μπιμς
Καθώς εξακολουθούν να αυξάνονται οι τιμές στα χρηματιστήρια —ο δείκτης Dow Jones σημείωσε νέο ρεκόρ στις 4/12, μετά την ψήφιση από την αμερικανική Γερουσία μεγάλης περικοπής φόρων [για τους υπερπλούσιους]—αυξάνονται οι προειδοποιήσεις ότι επίκειται μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση. Η άνοδος των χρηματοπιστωτικών αγορών συνοδεύεται από μια όλο και μεγαλύτερη ώθηση για μείωση των μισθών και τη αχρήστευση της κοινωνικής πρόνοιας , ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τις συνθήκες για την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού σπιτιού από τραπουλόχαρτα, με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών ή Τράπεζα των Κεντρικών Τραπεζών, στην τριμηνιαία έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική κατάσταση που εξέδωσε στις 3/12, ανέφερε ότι η τρέχουσα κατάσταση έχει ομοιότητες με εκείνην που είχε επικρατήσει πριν από το κραχ του 2008.
Προειδοποίησε ότι οι αυξήσεις επιτοκίων της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Αγγλίας απέτυχαν να αναχαιτίσουν τις ριψοκίνδυνες επενδύσεις και οι χρηματοπιστωτικές φούσκες διογκώθηκαν. Οι χρηματοπιστωτικοί επενδυτές απολάμβαναν το «φως και τη ζέστη» της παγκόσμιας οικονομικής μεγέθυνσης, του χαλιναγωγημένου πληθωρισμού και της αύξησης των χρηματιστηρίων, ενώ οι υποκείμενοι κίνδυνοι αυξάνονταν.
Παρουσιάζοντας την έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, ο Κλάουντιο Μπόριο, επικεφαλής του νομισματικού και οικονομικού τμήματος, αναφέρει:
«Οι ευπάθειες που δημιουργήθηκαν σ’ όλο τον κόσμο κατά τη διάρκεια μιας μακράς χρονικής περιόδου ασυνήθιστα χαμηλών επιτοκίων δεν έχουν εξαλειφθεί. Τα υψηλά επίπεδα χρέους, τόσο σε εγχώριο όσο και σε ξένο νόμισμα, υπάρχουν ακόμη. Το ίδιοκαι οι επιπόλαιες αποτιμήσεις.Και ακόμη χειρότερα, όσο περισσότερο συνεχίζεται η ανάληψη ρίσκου, τόσο πιο υψηλή καθίσταται η έκθεση του υποκείμενου ισολογισμού. Η βραχυχρόνια ηρεμία έρχεται με το κόστος πιθανής μακροχρόνιαςαναταραχής».
Την Παρασκευή 1/12, ο Νιλ Γούντφορντ, που θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς διαχειριστές επενδυτικών κεφαλαίων στη Βρετανία, δημοσιοποίησε μια ακόμη πιο έντονη προειδοποίηση απ’ αυτήν της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών. Σε μια συνέντευξή του στους Financial Times, είπε ότι σε όλο τον κόσμο έχουν δημιουργηθεί χρηματιστηριακές «φούσκες» που , όταν σκάσουν, θα μπορούσαν να είναι «πολύ μεγαλύτερες και πιο επικίνδυνες» από τα χειρότερα κραχ της αγοράς στην ιστορία.
Η κατάσταση αυτή έχει προκύψει από τις πολιτικές που υιοθέτησε η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες με τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και τη διοχέτευση τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόστηκε μετά το 2008.
«Δέκα χρόνια μετά από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, γινόμαστε μάρτυρες αυτού που παρήγαγε το μεγαλύτερο πείραμα νομισματικής πολιτικής στην ιστορία», είπε ο Γούντφορντ.
«Οι επενδυτές έχουν ξεχάσει το ρίσκο και αυτό συμβάλλει στη διόγκωση των τιμών των τίτλων και στη διόγκωση των αποτιμήσεων. Είτε μιλούμε για το bitcoin που φτάνει τα $10.000, είτε για τα ευρωπαϊκά junk bonds --υψηλού ρίσκου και αποδόσεων ομόλογα [των υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων]-- που αποδίδουν τώρα λιγότερο από τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, είτε για τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα μεταβλητότητας, είτε για τα τριπλά μοχλευμένα, διαπραγματεύσιμα στα χρηματιστήρια ιδιωτικά κεφάλαια που προσελκύουν γιγαντιαίες εισροές – υπάρχουν τόσο πολλές ενδείξεις στο κόκκινο που έχω χάσει το λογαριασμό».
Ο Γούντφορντ σχολίασε ότι σε ένα δύσκολο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, έχουν γίνει δημοφιλείς οι ελάχιστες μετοχές που μπορούν να προσφέρουν αξιόπιστη αύξηση. Ωστόσο, αυτό εκδηλώθηκε με «ακραίες και αβάσιμες αποτιμήσεις» , που σημαίνει ότι η φούσκα «έχει γίνει ακόμη μεγαλύτερη και πιο επικίνδυνη».
Ο Μπόριο, στις παρατηρήσεις του που περιέχονται στην τριμηνιαία έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, επισήμανε άλλον έναν λόγο για τις διογκωμένες αποτιμήσεις της αγοράς – την εγγύηση/διαβεβαίωση των κεντρικών τραπεζών ότι είναι έτοιμες να παρέμβουν για να στηρίξουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Στην πορεία προς το κραχ του 2008, παρατήρησε, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ διαβεβαίωνε τις αγορές ότι ο όποιος περιορισμός των επιτοκίων θα γινόταν με «μετρημένο ρυθμό». Η νομισματική πολιτική στις παρούσες συνθήκες έχει γίνει «αν μη τι άλλο, πιο τηλεγραφική».
«Αν και ο σταδιακός ρυθμός παρηγορεί τους συμμετέχοντες στις αγορές ότι μια πιο σφικτή πολιτική δεν θα εκτροχιάσει την οικονομία ούτε θα δημιουργήσει αναταραχή στις αγορές τίτλων, η προβλεψιμότητα περιορίζει τα πριμ επικινδυνότητας», ανέφερε ο Μπόριο. «Αυτό μπορεί να ενθαρρύνει την υψηλότερη μόχλευση [μεγαλύτερη αναλογία δανειακών προς ίδια κεφάλαια] και την ανάληψη μεγαλύτερων ρίσκων. Για τον ίδιο λόγο, η όποια αίσθηση ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν θα μείνουν στο περιθώριο, εάν αυξηθούν οι εντάσεις στις αγορές, απλώς ενισχύει αυτά τα κίνητρα».
Με άλλα λόγια, ενώ στις παλιότερες περιόδους η επωδός ήταν πως, όταν το πάρτι της αγοράς εκτραχηλίζεται, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να μαζεύουν τα ποτά, τώρα ο ρόλος τους είναι να φέρνουν ακόμη περισσότερο αλκοόλ στο τραπέζι, ώστε το πάρτι να συνεχίζεται επ’ άπειρον.
Εκτός από τη νομισματική πολιτική της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας, ένας ακόμη παράγοντας που ανεβάζει τις χρηματοπιστωτικές αγορές φέτος είναι η υπόσχεση ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα «πιάσει την καλή» ως αποτέλεσμα της τεράστιας μείωσης των φόρων για τις μεγάλες εταιρείες και τις χρηματοπιστωτικές ελίτ που εφαρμόζει η κυβέρνηση Τραμπ.
Ο δείκτης S&P500σημείωσε την πιο μακροχρόνια άνοδο σε πολύ υψηλά επίπεδα.Αυξήθηκε κατά18,6%σε ετήσια βάση.ΟDow Jones έχει ανέλθει σχεδόν 24% και ο Nasdaq 26,7%.
Όταν η κυβέρνηση Ρέιγκαν εφάρμοσε φορολογικές περικοπές πριν από 30 χρόνια, η πολιτική αυτή συνοδεύτηκε με τις διακηρύξεις ότι αυτές θα αντιμετωπίζονταν μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης την οποία θα τροφοδοτούσαν οι αυξημένες επενδύσεις – το «ψευτοφάρμακο» των «οικονομικών της προσφοράς».
Ενώ η κυβέρνηση Τραμπ διακηρύσσει επίσης ότι τα μέτρα της θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα προκαλέσουν επενδύσεις στην οικονομία, είναι κοινό μυστικό ότι οι μεγάλες εταιρείες που είναι οι κυρίως ωφελημένες δεν θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα κέρδη για επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Θα χρησιμοποιήσουν τα χρήματα για ακόμη μεγαλύτερη κερδοσκοπία, συμπεριλαμβανομένων των εξαγορών, των συγχωνεύσεων και των επαναγορών δικών τους μετοχών, προκειμένου να φουσκώσουν τις τιμές τους.
Και το επιπρόσθετο ενάμισι τρισεκατομμύριο δολάρια του ομοσπονδιακού ελλείμματος θα καλυφθεί με μεγάλες περικοπές στην περίθαλψη των ηλικιωμένων και σε άλλες κοινωνικές υπηρεσίες […]
Τα τεράστια νομισματικά κέρδη των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι αποτέλεσμα των λειτουργιών του πλασματικού κεφαλαίου. Δηλαδή δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγής αληθινού πλούτου, που επιτυγχάνεται μέσω της επέκτασης των επενδύσεων και της παραγωγής, αλλά σε τελευταία ανάλυση αντιπροσωπεύουν αξιώσεις επί της υπεραξίας που αποσπάται από τον εργαζόμενο πληθυσμό.
Στον βαθμό που οι απαιτήσεις του πλασματικού κεφαλαίου αυξάνονται, μέσω της κλιμάκωσης των αποτιμήσεων των χρηματοοικονομικών τίτλων, θα πρέπει να ικανοποιηθούν με τη μάζα της υπεραξίας επί της οποίας, τελικά, έχουν αξιώσεις. Έτσι η άνοδος των χρηματοπιστωτικών αγορών συνοδεύεται από μια όλο και μεγαλύτερη ώθηση για μείωση των μισθών και την αχρήστευση της κοινωνικής πρόνοιας, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τις συνθήκες για την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού σπιτιού από τραπουλόχαρτα, με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Πηγή: http://www.wsws.org/en/articles/2017/12/05/mark-d05.html
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου