Στις 12 Δεκεμβρίου 1863, ήρθε στη ζωή, ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος Έντβαρτν Μουνκ, δημιουργός της διάσημης «Κραυγής». Θεωρείται ο πρόδρομος του εξπρεσιονισμού, στα έργα του οποίου αποτυπώνεται η συναισθηματική ζωή του ανθρώπου στον έρωτα και το θάνατο.
Γεννήθηκε στο Όσλο της Νορβηγίας. Γιος στρατιωτικού γιατρού, έρχεται από νωρίς αντιμέτωπος με το θάνατο και την ασθένεια – η μητέρα του και η αδερφή του πέθαναν από φυματίωση. Το γεγονός αυτό επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη συναισθηματική και νοητική του ανάπτυξη. Σε συνδυασμό με το φανατικό χριστιανισμό του πατέρα του, βλέπει τη ζωή του ως κυριαρχούμενη από τους «δίδυμους μαύρους αγγέλους της τρέλας και της αρρώστιας». Μετά τις σπουδές του στη μηχανική, στρέφεται στην τέχνη.
Το 1880, ο Μουνκ ξεκινά σπουδές πάνω στη ζωγραφική και συντάσσεται με τους ρεαλιστές ζωγράφους – σχολή που επεδίωκε να αποδώσει τα υποκείμενα όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται. Σημαντική είναι και η επιρροή του συγγραφέα Hans Jaeger (1854–1910), που επιθυμούσε να εγκαθιδρύσει μια ιδανική κοινωνία βασισμένη στον υλιστικό αθεϊσμό και τον ελεύθερο έρωτα.
Τα έργα του Μουνκ της περιόδου 1880 κυριαρχούνται από την επιθυμία του να χρησιμοποιήσει το καλλιτεχνικό λεξιλόγιο του ρεαλισμού για να δημιουργήσει υποκειμενικό περιεχόμενο ή περιεχόμενο ανοιχτό στην ερμηνεία του κοινού.
Στο «Άρρωστο Παιδί» του (1885–1886), όπου χρησιμοποιεί ένα μοτίβο δημοφιλές ανάμεσα στους Νορβηγούς ρεαλιστές καλλιτέχνες, δημιούργησε βάσει των χρωμάτων ένα συναίσθημα κατάθλιψης, ως ανάμνηση της νεκρής αδερφής του. Λόγω της επικριτικής απόρριψης που δέχτηκε το έργο, στράφηκε γρήγορα σε ένα πιο αποδεκτό στιλ, και μέσω του μεγάλου του πίνακα «Άνοιξη» (1889), μια περισσότερο ακαδημαϊκή εκδοχή του «Άρρωστου Παιδιού», έλαβε κρατική υποστήριξη για τις σπουδές του στη Γαλλία.
Η αλλαγή
Έπειτα από σύντομες σπουδές στο Παρίσι, ο Μουνκ άρχισε να ανακαλύπτει τις δυνατότητες που πρόσφεραν οι Γάλλοι μεταϊμπρεσιονιστές, ένα κίνημα που επεδίωκε την ώθηση του ιμπρεσιονισμού πέρα από τα όριά του. Ο θάνατος του πατέρα του το 1889 τον οδηγεί σε μια μεγάλη πνευματική κρίση και σύντομα αποκηρύσσει τη φιλοσοφία του Jaeger. Η «Νύχτα στο Άγιο Σύννεφο» (1890) εμπεριέχει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για το πνευματικό περιεχόμενο. Ο πίνακας αυτός, αφιερωμένος στη μνήμη του πατέρα του, αντιπροσώπευε την κάθε άλλο παρά θετική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο δημιουργός.
«Δεν ζωγραφίζω αυτό που βλέπω, αλλά αυτό που έβλεπα», λέει χαρακτηριστικά και χαρακτηρίζει τα έργα του «συμβολισμός: η φύση ειδωμένη μέσα από μια ιδιοσυγκρασία». Το 1892, η Ένωση Καλλιτεχνών του Βερολίνου, μια επίσημη οργάνωση αποτελούμενη κατά κύριο λόγο από Γερμανούς ακαδημαϊκούς καλλιτέχνες, προσκάλεσε τον Μουνκ να εκθέσει τα έργα του στη γερμανική πρωτεύουσα. Οι πίνακές του προκάλεσαν μεγάλο σκάνδαλο στο Βερολίνο και η έκθεση έκλεισε. Ο Μουνκ, ωστόσο, εκμεταλλεύτηκε τη δημοσιότητα για να διοργανώσει νέες εκθέσεις των έργων του και να πουλήσει πίνακες. Αποφασίζει να μείνει στη Γερμανία και αρχίζει να δουλεύει σειρά έργων, που επικεντρώνεται στα θέματα της αγάπης, του άγχους και του θανάτου.
Τα τελευταία χρόνια
Έπειτα από ένα νευρικό κλονισμό, το 1908 ο Μουνκ εισάγεται σε νοσοκομείο της Κοπεγχάγης στη Δανία. Στη σειρά λιθογραφιών «Άλφα και Ωμέγα», αναπαριστά τις ερωτικές του περιπτύξεις και τις σχέσεις του με φίλους και εχθρούς. Ένα χρόνο αργότερα, επιστρέφει στη Νορβηγία, αναζητώντας μια περισσότερο ήσυχη ζωή. Το νορβηγικό τοπίο και οι δραστηριότητες των αγροτών και των εργατών του προσφέρουν νέα καλλιτεχνικά μοτίβα. Μια περισσότερο αισιόδοξη θεώρηση της ζωής έρχεται να αντικαταστήσει το άγχος που τον διακατείχε πριν.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μουνκ επέστρεψε στα προηγούμενα μοτίβα της αγάπης και του θανάτου. Αναλαμβάνει, επίσης, τη μεγάλη πρόκληση να απεικονίσει τα θεατρικά έργα του Ίψεν. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όμως, τυφλώνεται μερικώς, και επιδίδεται στην επεξεργασία των ημερολογίων που έγραψε σε νεαρή ηλικία και ζωγραφίζει σκληρά αυτοπορτραίτα και μνήμες της προηγούμενης ζωής του.
Σαν σήμερα στις 23 Ιανουαρίου 1944 αφήνει την τελευταία του πνοή στο Έκελι, έξω από το Όσλο.
Γεννήθηκε στο Όσλο της Νορβηγίας. Γιος στρατιωτικού γιατρού, έρχεται από νωρίς αντιμέτωπος με το θάνατο και την ασθένεια – η μητέρα του και η αδερφή του πέθαναν από φυματίωση. Το γεγονός αυτό επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη συναισθηματική και νοητική του ανάπτυξη. Σε συνδυασμό με το φανατικό χριστιανισμό του πατέρα του, βλέπει τη ζωή του ως κυριαρχούμενη από τους «δίδυμους μαύρους αγγέλους της τρέλας και της αρρώστιας». Μετά τις σπουδές του στη μηχανική, στρέφεται στην τέχνη.
Το 1880, ο Μουνκ ξεκινά σπουδές πάνω στη ζωγραφική και συντάσσεται με τους ρεαλιστές ζωγράφους – σχολή που επεδίωκε να αποδώσει τα υποκείμενα όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται. Σημαντική είναι και η επιρροή του συγγραφέα Hans Jaeger (1854–1910), που επιθυμούσε να εγκαθιδρύσει μια ιδανική κοινωνία βασισμένη στον υλιστικό αθεϊσμό και τον ελεύθερο έρωτα.
Τα έργα του Μουνκ της περιόδου 1880 κυριαρχούνται από την επιθυμία του να χρησιμοποιήσει το καλλιτεχνικό λεξιλόγιο του ρεαλισμού για να δημιουργήσει υποκειμενικό περιεχόμενο ή περιεχόμενο ανοιχτό στην ερμηνεία του κοινού.
Στο «Άρρωστο Παιδί» του (1885–1886), όπου χρησιμοποιεί ένα μοτίβο δημοφιλές ανάμεσα στους Νορβηγούς ρεαλιστές καλλιτέχνες, δημιούργησε βάσει των χρωμάτων ένα συναίσθημα κατάθλιψης, ως ανάμνηση της νεκρής αδερφής του. Λόγω της επικριτικής απόρριψης που δέχτηκε το έργο, στράφηκε γρήγορα σε ένα πιο αποδεκτό στιλ, και μέσω του μεγάλου του πίνακα «Άνοιξη» (1889), μια περισσότερο ακαδημαϊκή εκδοχή του «Άρρωστου Παιδιού», έλαβε κρατική υποστήριξη για τις σπουδές του στη Γαλλία.
Η αλλαγή
Έπειτα από σύντομες σπουδές στο Παρίσι, ο Μουνκ άρχισε να ανακαλύπτει τις δυνατότητες που πρόσφεραν οι Γάλλοι μεταϊμπρεσιονιστές, ένα κίνημα που επεδίωκε την ώθηση του ιμπρεσιονισμού πέρα από τα όριά του. Ο θάνατος του πατέρα του το 1889 τον οδηγεί σε μια μεγάλη πνευματική κρίση και σύντομα αποκηρύσσει τη φιλοσοφία του Jaeger. Η «Νύχτα στο Άγιο Σύννεφο» (1890) εμπεριέχει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για το πνευματικό περιεχόμενο. Ο πίνακας αυτός, αφιερωμένος στη μνήμη του πατέρα του, αντιπροσώπευε την κάθε άλλο παρά θετική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο δημιουργός.
«Δεν ζωγραφίζω αυτό που βλέπω, αλλά αυτό που έβλεπα», λέει χαρακτηριστικά και χαρακτηρίζει τα έργα του «συμβολισμός: η φύση ειδωμένη μέσα από μια ιδιοσυγκρασία». Το 1892, η Ένωση Καλλιτεχνών του Βερολίνου, μια επίσημη οργάνωση αποτελούμενη κατά κύριο λόγο από Γερμανούς ακαδημαϊκούς καλλιτέχνες, προσκάλεσε τον Μουνκ να εκθέσει τα έργα του στη γερμανική πρωτεύουσα. Οι πίνακές του προκάλεσαν μεγάλο σκάνδαλο στο Βερολίνο και η έκθεση έκλεισε. Ο Μουνκ, ωστόσο, εκμεταλλεύτηκε τη δημοσιότητα για να διοργανώσει νέες εκθέσεις των έργων του και να πουλήσει πίνακες. Αποφασίζει να μείνει στη Γερμανία και αρχίζει να δουλεύει σειρά έργων, που επικεντρώνεται στα θέματα της αγάπης, του άγχους και του θανάτου.
Τα τελευταία χρόνια
Έπειτα από ένα νευρικό κλονισμό, το 1908 ο Μουνκ εισάγεται σε νοσοκομείο της Κοπεγχάγης στη Δανία. Στη σειρά λιθογραφιών «Άλφα και Ωμέγα», αναπαριστά τις ερωτικές του περιπτύξεις και τις σχέσεις του με φίλους και εχθρούς. Ένα χρόνο αργότερα, επιστρέφει στη Νορβηγία, αναζητώντας μια περισσότερο ήσυχη ζωή. Το νορβηγικό τοπίο και οι δραστηριότητες των αγροτών και των εργατών του προσφέρουν νέα καλλιτεχνικά μοτίβα. Μια περισσότερο αισιόδοξη θεώρηση της ζωής έρχεται να αντικαταστήσει το άγχος που τον διακατείχε πριν.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μουνκ επέστρεψε στα προηγούμενα μοτίβα της αγάπης και του θανάτου. Αναλαμβάνει, επίσης, τη μεγάλη πρόκληση να απεικονίσει τα θεατρικά έργα του Ίψεν. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όμως, τυφλώνεται μερικώς, και επιδίδεται στην επεξεργασία των ημερολογίων που έγραψε σε νεαρή ηλικία και ζωγραφίζει σκληρά αυτοπορτραίτα και μνήμες της προηγούμενης ζωής του.
Σαν σήμερα στις 23 Ιανουαρίου 1944 αφήνει την τελευταία του πνοή στο Έκελι, έξω από το Όσλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου