Πάνος Πέτρου
Η αναγνώριση από την αμερικανική κυβέρνηση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ αποτελεί μια κίνηση άνευ προηγουμένου (εξαιρώντας τη θλιβερή εξαίρεση του Αλ. Τσίπρα που προ μηνών είχε γράψει σε βιβλίο επισκεπτών του Ισραήλ ευτυχής που επισκέπτεται την «ιστορική σας πρωτεύουσα»).
Το στάτους της Ιερουσαλήμ για ιστορικούς, ηθικούς, θρησκευτικούς λόγους ήταν πάντοτε εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 1947, όταν δινόταν το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής Παλαιστίνης στους σιωνιστές εποίκους, οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν «ειδικό στάτους» για την Ιερουσαλήμ, για να εξευμενίσουν στοιχειωδώς τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η «προσάρτησή» της από το κράτος του Ισραήλ δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές πρωτεύουσες. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ το αμερικανικό Κογκρέσο από το 1995 έχει δώσει το πράσινο φως για αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, φρόντισε να δώσει στην εκτελεστική εξουσία την επιλογή να μην ενεργοποιήσει την απόφαση «αν κρίνει ότι υπάρχουν λόγοι ασφαλείας» και ότι όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι έκτοτε είχαν επικαλεστεί τέτοιους λόγους για να μην προχωρήσουν στην αδιανόητη κίνηση.
Η κίνηση Τραμπ αποτελεί μια θηριώδη τομή σε σχέση με τις παγιωμένες τακτικές του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αλλά και γενικότερα της «Διεθνούς Κοινότητας» στο πώς χειρίζεται το παλαιστινιακό. Το κάνουν σαφές και οι επικρίσεις μέσα στο ίδιο το αμερικανικό κράτος από κορυφαίους αξιωματούχους, η αποστασιοποίηση της ΕΕ από τη γραμμή της Ουάσινγκτον, η σύνοδος των μουσουλμανικών κρατών που κατήγγειλε την απόφαση Τραμπ, η υποχρέωση του ίδιου του Μαχμούντ Αμπάς, του «ανθρώπου της Ουάσινγκτον» στα παλαιστινιακά εδάφη να πει ότι οι ΗΠΑ έχασαν το δικαίωμα να αποτελούν «δίκαιο» συμμέτοχο στις διαπραγματεύσεις και την ειρηνευτική διαδικασία (όχι ότι υπήρξαν ποτέ, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα). Όλοι αυτοί δεν έχουν κάποιο ειλικρινές ενδιαφέρον για τον παλαιστινιακό λαό, οπότε οι αντιδράσεις τους δείχνουν φόβο απέναντι σε μια «νέα τακτική» που βγαίνει εκτός των συνηθισμένων (διαιώνιση της «ειρηνευτικής διαδικασίας» ως φύλλο συκής, κούφιες υποσχέσεις και συμβολικές-φραστικές παραχωρήσεις στους Παλαιστίνιους για λόγους δημόσιας εικόνας, και κάποιες «κόκκινες γραμμές» υπό το φόβο ανεξέλεγκτων εκρήξεων στην περιοχή).
Τι σημαίνει λοιπόν η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ; Αποκλείοντας το σενάριο μιας απλής «αποκοτιάς» του Τραμπ (δε λειτουργεί έτσι ο ισχυρότερος ιμπεριαλισμός του πλανήτη), πρέπει να δούμε για τί ακριβώς αλλαγή τακτικής προϊδεάζει αυτή η απίστευτη ενέργεια.
Το γενικότερο σχέδιο της Ουάσινγκτον για τη Μέση Ανατολή είναι γνωστό. Ο Τραμπ έχει την ίδια αγωνία με τον Ομπάμα να «στραφεί στον Ειρηνικό», όπου θα δοθεί η μεγάλη μάχη με την Κίνα. Έχει την ίδια ανάγκη «να κλείσει εκκρεμότητες» στη Μέση Ανατολή, για να μπορέσει να ολοκληρωθεί η στροφή χωρίς περισπασμούς. Ο Ομπάμα το επιχείρησε «καθοδηγώντας από το πίσω κάθισμα» και επιδιώκοντας ένα δύσκολο παιχνίδι εξισορροπήσεων ανάμεσα στις περιφερειακές δυνάμεις. Στο τέλος της 8ετίας του, ο απολογισμός κρίθηκε αρνητικός (δεν ήταν άλλωστε μόνο ο Τραμπ, αλλά και η Χίλαρι που διεκδικούσε το χρίσμα πάνω σε αυτήν τη βάση, της κριτικής στην «ατολμία» Ομπάμα και της πιο αποφασιστικής υπεράσπισης των αμερικανικών συμφερόντων), κυρίως λόγω της ενίσχυσης του Ιράν που κυριαρχεί απόλυτα πλέον σε Ιράκ-Συρία, μέσω της Χεζμπολά έχει «πόδι» στην κυβέρνηση του Λιβάνου, ενώ βλέπει ένα φιλικό προς την Τεχεράνη αντάρτικο να αντέχει στην Υεμένη -στα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία. Αυτή η πραγματικότητα έχει φέρει πάρα πολύ κοντά τον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ-Σαουδική Αραβία, με κοινό στόχο την αποφασιστική αναχαίτιση του Ιράν. Αυτό ήταν πάγια θέση του Ισραήλ, αποτελεί εμμονή του κύκλου Τραμπ και είναι η μέγιστη προτεραιότητα του ταχύτατα ανερχόμενου φιλόδοξου πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν που διαμορφώνει τη στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας. Το παλαιστινιακό αποτελεί το μόνο εμπόδιο για να εγκαταλειφθεί κάθε πρόσχημα και να επισημοποιηθεί ο γάμος Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ.
Ως εδώ η στρατηγική είναι σαφής. Μόνο που στην ίδια στρατηγική λογοδοτούσαν και οι παλιότεροι χειρισμοί, της «ειρηνευτικής διαδικασίας» κ.ο.κ. Φαινομενικά η ενέργεια Τραμπ τορπιλίζει αυτόν το σχεδιασμό, βάζοντας φωτιά στην περιοχή. Οι προσωπικοί-οικογενειακοί δεσμοί με τα επιχειρηματικά λόμπι των εποικιστών, οι πολιτικοί δεσμοί με ένα δεξιό «χριστιανο-σιωνιστικό» ρεύμα, φωτίζουν την επιλογή, αλλά δεν αρκούν. Μια τέτοια ενέργεια που υπερβαίνει τα εσκαμμένα σίγουρα έχει την έγκριση τμήματος έστω του αμερικανικού βαθέως κράτους και εντάσσεται σε ευρύτερα σχέδια και υπολογισμούς.
Εδώ πρέπει να θυμηθούμε μια προεκλογική υπόσχεση του Τραμπ (για την υλοποίηση της οποίας εργάζεται εντατικά ο γαμπρός του εδώ και μήνες): για το «Ultimate Deal», που μεταφράζεται και ως «η απόλυτη συμφωνία» (δηλαδή η πιο πετυχημένη) και ως «η τελική συμφωνία» (δηλαδή «είτε την δέχεστε είτε τέλος»).
Είναι πιθανό η Ουάσινγκτον να εκτίμησε το διεθνή συσχετισμό (σάπια αραβικά καθεστώτα, αδύναμο κίνημα στο δρόμο, απομονωμένη παλαιστινιακή αντίσταση κ.ο.κ.) και να έκρινε ότι ο ανοιχτός φιλο-ισραηλινός τσαμπουκάς μπορεί να πετύχει μια τελική, αντιδραστική λύση. Μιλώντας για το «Ultimate Deal», λίγο καιρό πριν ο Μπιν Σαλμάν (που είναι σε στενή επαφή με τις ΗΠΑ) κάλεσε τον Αμπάς στο Ριάντ, όπου σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, τον πίεσε να δεχτεί μια λύση «που κανένας Παλαιστίνιος ηγέτης δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί». Στα ΜΜΕ εμφανίστηκαν διάφορες εκδοχές, όλες εξίσου ανατριχιαστικές: «ηθική» μόνο αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους, ίδρυση παλαιστινιακού κράτους μόνο στη Γάζα (με την προσθήκη τμήματος της Χερσονήσου του Σινά) και παράδωση όλων των υπόλοιπων εδαφών, ίδρυση «κράτους» χωρίς εδαφική συνέχεια, χωρίς στρατό, χωρίς την ανατολική Ιερουσαλήμ για πρωτεύουσα. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως μορφής, προβλέπεται η συνέχεια/νομιμοποίηση της κατοχής στη Δυτική Όχθη, καμιά αντιστροφή των εποικισμών, ακύρωση του δικαιώματος επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων.
Η σημερινή επίδειξη πυγμής δύο σενάρια δείχνει να προετοιμάζει: α) Μια άθλια συμφωνία, η οποία θα παρουσιαστεί ως «η καλύτερη δυνατή εναλλακτική» μετά τις σημερινές απειλές για τα χειρότερα. β) Την επιβολή της χειρότερης δυνατής συμφωνίας, που θα ολοκληρώνει ουσιαστικά την απαλλοτρίωση της ιστορικής Παλαιστίνης από το κράτος του Ισραήλ, αφού μετρηθούν (στο πεδίο της πραγματικής μάχης και όχι σε φραστικό) οι αντιστάσεις.
Για τέτοια εφιαλτικά σενάρια προειδοποιεί η κίνηση του Τραμπ. Φαινομενικά, είναι μόνο μια «διακήρυξη». Η πρακτική υλοποίηση (μεταφορά της πρεσβείας) θέλει χρόνο και πρακτικά δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στα παλαιστινιακά εδάφη. Όμως πολιτικά, έχει τεράστιο βάρος, δίνοντας το «πράσινο φως» σε εξελίξεις. Αξίζει να θυμόμαστε, 100 χρόνια μετά, ότι και η Διακήρυξη Μπαλφούρ ήταν απλώς μια «διακήρυξη» προθέσεων. Αλλά αποτέλεσε το «πράσινο φως» για όσα εγκλήματα έγιναν τις επόμενες δεκαετίες...
Η υλοποίηση όποιας εκδοχής -είτε πρόκληση σύγκρουσης για να τσακιστούν οι αντιστάσεις, είτε επιβολή λύσης λόγω αδύναμων αντιδράσεων- προειδοποιεί για μεγάλες εκρήξεις: Στην πρώτη περίπτωση, ο άξονας ΗΠΑ-Ισραήλ-Σαουδική Αραβία φλερτάρει με έναν γενικευμένο πόλεμο. Στη δεύτερη, θα πρέπει να ολοκληρωθεί ένα σχέδιο σαρωτικής εθνοκάθαρσης, ή σκληρού απαρτχάιντ που θα γενικευθεί και θα «νομιμοποιηθεί» σχεδόν σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη.
Είναι εφιαλτικά σενάρια που πρέπει να αποτραπούν. Είναι επίσης σενάρια που ακόμα κι αν διαφημιστούν ως «οριστική λύση», δεν θα είναι. Οι εκτιμήσεις του διεθνούς συσχετισμού ίσως αποδειχθούν λάθος. Ενώ όπως λένε εύστοχα για τους Παλαιστίνιους, «to exist is to resist» (με το να υπάρχεις, αντιστέκεσαι)...
Ιντιφάντα
Με την είδηση της πρόκλησης Τραμπ, ξέσπασαν διαδηλώσεις στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη, την ίδια την Ιερουσαλήμ. Επανήλθε η γνώριμη εικόνα των νεαρών Παλαιστινίων να αντιμετωπίζουν με πέτρες τους «αστακούς» των Ισραηλινών δυνάμεων κατοχής, που ήδη έχουν δολοφονήσει αρκετούς διαδηλωτές. Αυτή η εικόνα, σε συνδυασμό με τις εκκλήσεις όλων των παλαιστινιακών κομμάτων και οργανώσεων, έχουν επαναφέρει ένα «φάντασμα» στην διεθνή αρθρογραφία: Την Ιντιφάντα.
Οι ανασταλτικοί παράγοντες για μια τέτοια εξέλιξη είναι πολλοί. Όμως μερικές φορές είναι ακριβώς αυτό το «αρνητικό τοπίο» που οδηγεί στο ξέσπασμα. Έτυχε τα σημερινά γεγονότα να εξελίσσονται πάνω στη συμπλήρωση 30 χρόνων από το ξέσπασμα της Πρώτης Ιντιφάντα. Η τότε εικόνα που περιγράφουν οι πρωταγωνιστές της είναι ενδεικτική: Η PLO (Οργανώση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) του Γιάσερ Αραφάτ ήταν εξόριστη. Τα αραβικά καθεστώτα αδιαφορούσαν πλήρως. Το Ισραήλ εδραίωνε τη θέση του. Οι πράξεις αντίστασης τα προηγούμενα χρόνια ήταν λίγες και σποραδικές, ενώ οι Παλαιστίνιοι ένιωθαν «ξεχασμένοι» από τον πλανήτη.
Σε πείσμα αυτής της εικόνας και εξαιτίας αυτής της εικόνας, ξέσπασε ένας συγκλονιστικός πολυετής ξεσηκωμός, με εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους να εμπλέκονται σε άπειρες δράσεις (πετροπόλεμος, απεργίες, διαδηλώσεις, μποϊκοτάζ, αντιμαθήματα κλπ) και να δημιουργούν όργανα συντονισμού του αγώνα τους, που προκάλεσαν για χρόνια φόβο στο Ισραήλ. «Ήταν η μέρα που ξαναγεννηθήκαμε ως Παλαιστίνιοι» ή «ήταν η πρώτη φορά που δεν περιμέναμε εντολές από την ηγεσία της PLO» και «νιώθαμε ελεύθεροι» ή «βρίσκαμε τη θέση μας στην ιστορία» είναι κάποιες μόνο από τις περιγραφές που αποτυπώνουν τη σημασία που είχε αυτή η εξέγερση, παρά τη στρατιωτική της ήττα, που κόστισε χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες και φυλακισμένους.
Η Ιντιφάντα -παρόλο το ανθρώπινο κόστος- δεν θα έχανε στρατιωτικά. Δεν συνετρίβη ποτέ, απλά «φυλλορόησε». Η ήττα της ήταν πολιτική. Αυτό που τότε ισχυρίζονταν οι πιο ριζοσπαστικές φωνές, σήμερα είναι αυταπόδεικτο από τις εξελίξεις των δεκαετίων που μεσολάβησαν: οι Συμφωνίες του Όσλο αποτέλεσαν σοβαρή ήττα για το παλαιστινιακό κίνημα και η Παλαιστινιακή Αρχή κατέληξε να παίζει το ρόλο φρένου/αστυνόμευσης της αντίστασης.
Σήμερα το τοπίο (η εικόνα της PLO, η στάση των καθεστώτων, η δύναμη του Ισραήλ, η κατάσταση της κοινής γνώμης) δείχνει εξίσου καταθλιπτικό με εκείνο του Δεκέμβρη του 1987. Η απάντηση που μπορεί να αλλάξει την εικόνα παραμένει η ίδια με εκείνη του 1987.
Λίγο καιρό πριν, η ανατολική Ιερουσαλήμ έζησε μια «μίνι Ιντιφάντα», που μπόρεσε να οδηγήσει το Ισραήλ σε ήττα -με την απόσυρση των δρακόντειων μέτρων ασφαλείας/πρόσβασης στο Τέμενος Αλ Ακσά, μετά από πολυήμερες διαδηλώσεις και συγκρούσεις.
Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο πρόσφατο παρελθόν, ανοίγει η δυνατότητα μια νέα Ιντιφάντα να σπάσει τον ασφυκτικό «κορσέ» που φόρεσαν στο παλαιστινιακό κίνημα οι ίδιες οι ηγεσίες του. Δεν γνωρίζουμε αν είναι όντως έτοιμη να ξεσπάσει. Αλλά ξέρουμε ότι είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Και ότι θα χρειαστεί όλη την άνευ όρων υποστήριξή μας..
Συνένοχη η ελληνική κυβέρνηση - Να τσακίσουμε τη στρατηγική συμμαχία με το κράτος-τρομοκράτη
Με την ανακοίνωση Τραμπ, ο Αμερικανοπαλαιστίνιος αγωνιστής Ali Abunimah σχολίασε ότι «Η μόνη πραγματική ειρηνευτική διαδικασία είναι το BDS». Πράγματι το διεθνές κίνημα για Μποϊκοτάζ-Απόσυρση Επενδύσεων-Κυρώσεις, έχει ένα απλό πρόγραμμα που αντιμετωπίζει τις βασικές «πληγές» πολύ πιο σοβαρά από οποιαδήποτε διαπραγμάτευση: Τερματισμός της κατοχής, ίσα δικαιώματα για τους Παλαιστίνιους που ζουν στο Ισραήλ, δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων. Αφήνει στην άκρη τη μορφή της «λύσης», αλλά διεκδικώντας αυτά τα βασικά δικαιώματα, ανοίγει ένα δρόμο αμφισβήτησης όλων των σάπιων «λύσεων» που κυκλοφορούν στις διαπραγματεύσεις.
Το BDS ξεκίνησε από έκκληση των παλαιστινιακών οργανώσεων και έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα διεθνώς. Δίνει καταρχήν τη δυνατότητα σε πολλούς αγωνιστές να εμπλακούν σε πολιτική δράση υπέρ της Παλαιστίνης στους χώρους τους. Έχει πετύχει νίκες, κυρίως σε επίπεδο πανεπιστημίων, αλλά και υποχρεώνοντας εταιρίες να σταματήσουν τη συνεργασία τους με τις ισραηλινές Αρχές. Βέβαια δεν αρκεί για να δημιουργήσει ένα τέτοιο οικονομικό «κόστος» που θα μπορεί να επιβάλει την υλοποίηση των τριών αιτημάτων. Αλλά έχει τη δυνατότητα να αυξάνει το πολιτικό «κόστος» που έχει η κατοχή, το απαρτχάιντ, ο εκτοπισμός. Δεν είναι τυχαίος ο πανικός των Ισραηλινών Αρχών απέναντι στο φαινόμενο και η οργανωμένη προσπάθεια αντεπίθεσης: Ιδεολογικής («απονομιμοποιήστε τους απονομιμοποιητές») αλλά και ποινικής (όχι μόνο από το Ισραήλ, αλλά και από δυτικές κυβερνήσεις που διώκουν δράσεις BDS).
Η διεκδίκηση διακοπής σχέσεων με το Ισραήλ από τις κυβερνήσεις, αποτελεί τον κορυφαίο στόχο στην προσπάθεια απομόνωσης του κράτους-τρομοκράτη, όπως και στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, που προηγήθηκαν δράσεις μποϊκοτάζ που ανέδειξαν διεθνώς το ζήτημα, δυσκόλεψαν πολιτικά τις κυβερνήσεις να συνεχίσουν να δρουν ως συνένοχες και συνέβαλαν στην διεθνή απομόνωση του Απαρτχάιντ.
Είναι ένας αγώνας που αποκαλύπτει την υποκρισία κρατών και θεσμών που «καταδικάζουν» τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από το Ισραήλ, ή «αναγνωρίζουν» στα λόγια παλαιστινιακό κράτος, ενώ δεν κάνουν τίποτε έμπρακτα. Έχει ειδικό βάρος στα κράτη που αποτελούν τα βασικά στηρίγματα του Ισραήλ, όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο Καναδάς κ.λπ.
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα μπήκε σε αυτό το ντροπιαστικό «κλαμπ», εξελισσόμενη σε στρατηγικό σύμμαχο-στήριγμα του Ισραήλ στην περιοχή. Αυτό υποχρεώνει σε αναβάθμιση και τη δράση της Αριστεράς και του κινήματος για αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (όπως και οι προηγούμενες) συμμετέχει ενεργά στον ιμπεριαλιστικό σχεδιασμό στην περιοχή (άξονας Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος-Ισραήλ).
Οι συχνές κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με την φονική μηχανή του ισραηλινού στρατού σε διάφορα «σενάρια» πραγματικού πολέμου που επεξεργάζεται το Τελ Αβίβ, η διαρκής εμβάθυνση κι αναβάθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας (με την Ελλάδα να είναι η μόνη που έχει τόσο «ειδική σχέση» με τον Ισραηλινό στρατό μετά τις ΗΠΑ), τα σχέδια αγωγών για «ενεργειακή τροφοδότηση της Ευρώπης» που θα ενισχύσουν κατακόρυφα τη θέση του Ισραήλ στην περιοχή, οι διαρκείς επαφές και συσκέψεις, η μετατροπή της Ελλάδας σε πιο ένθερμου υπερασπιστή του Ισραήλ (διαφοροποίηση στο ζήτημα της σήμανσης προϊόντων που προέρχονται από εποικισμούς στην ΕΕ, καταψήφιση ψηφίσματος της UNESCO που επέκρινε το Ισραήλ για τις πρακτικές του στα κατεχόμενα εδάφη κ.λπ.) ξεπερνούν τα εσκαμμένα ακόμα και άλλων δυτικών ιμπεριαλιστικών κρατών που κρατούν κάποια προσχήματα, και περιγράφουν τον απόλυτο ορισμό της άμεσης συνενοχής.
Αν η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη ήταν πάντα κεντρικό καθήκον για την Αριστερά, πλέον έχουμε ακόμα περισσότερους λόγους να σταθούμε δίπλα στους Παλαιστίνιους αδερφούς μας, να στηρίξουμε τον αγώνα τους ενάντια στους μακελάρηδες, δίνοντας το δικό μας αγώνα ενάντια στους πρόθυμους συνεργάτες τους, για τη διάλυση αυτής της ντροπιαστικής στρατηγικής συνεργασίας, για το τσάκισμα του αντιδραστικού άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ…
* Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
Η αναγνώριση από την αμερικανική κυβέρνηση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ αποτελεί μια κίνηση άνευ προηγουμένου (εξαιρώντας τη θλιβερή εξαίρεση του Αλ. Τσίπρα που προ μηνών είχε γράψει σε βιβλίο επισκεπτών του Ισραήλ ευτυχής που επισκέπτεται την «ιστορική σας πρωτεύουσα»).
Το στάτους της Ιερουσαλήμ για ιστορικούς, ηθικούς, θρησκευτικούς λόγους ήταν πάντοτε εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 1947, όταν δινόταν το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής Παλαιστίνης στους σιωνιστές εποίκους, οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν «ειδικό στάτους» για την Ιερουσαλήμ, για να εξευμενίσουν στοιχειωδώς τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η «προσάρτησή» της από το κράτος του Ισραήλ δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές πρωτεύουσες. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ το αμερικανικό Κογκρέσο από το 1995 έχει δώσει το πράσινο φως για αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, φρόντισε να δώσει στην εκτελεστική εξουσία την επιλογή να μην ενεργοποιήσει την απόφαση «αν κρίνει ότι υπάρχουν λόγοι ασφαλείας» και ότι όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι έκτοτε είχαν επικαλεστεί τέτοιους λόγους για να μην προχωρήσουν στην αδιανόητη κίνηση.
Η κίνηση Τραμπ αποτελεί μια θηριώδη τομή σε σχέση με τις παγιωμένες τακτικές του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αλλά και γενικότερα της «Διεθνούς Κοινότητας» στο πώς χειρίζεται το παλαιστινιακό. Το κάνουν σαφές και οι επικρίσεις μέσα στο ίδιο το αμερικανικό κράτος από κορυφαίους αξιωματούχους, η αποστασιοποίηση της ΕΕ από τη γραμμή της Ουάσινγκτον, η σύνοδος των μουσουλμανικών κρατών που κατήγγειλε την απόφαση Τραμπ, η υποχρέωση του ίδιου του Μαχμούντ Αμπάς, του «ανθρώπου της Ουάσινγκτον» στα παλαιστινιακά εδάφη να πει ότι οι ΗΠΑ έχασαν το δικαίωμα να αποτελούν «δίκαιο» συμμέτοχο στις διαπραγματεύσεις και την ειρηνευτική διαδικασία (όχι ότι υπήρξαν ποτέ, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα). Όλοι αυτοί δεν έχουν κάποιο ειλικρινές ενδιαφέρον για τον παλαιστινιακό λαό, οπότε οι αντιδράσεις τους δείχνουν φόβο απέναντι σε μια «νέα τακτική» που βγαίνει εκτός των συνηθισμένων (διαιώνιση της «ειρηνευτικής διαδικασίας» ως φύλλο συκής, κούφιες υποσχέσεις και συμβολικές-φραστικές παραχωρήσεις στους Παλαιστίνιους για λόγους δημόσιας εικόνας, και κάποιες «κόκκινες γραμμές» υπό το φόβο ανεξέλεγκτων εκρήξεων στην περιοχή).
Τι σημαίνει λοιπόν η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ; Αποκλείοντας το σενάριο μιας απλής «αποκοτιάς» του Τραμπ (δε λειτουργεί έτσι ο ισχυρότερος ιμπεριαλισμός του πλανήτη), πρέπει να δούμε για τί ακριβώς αλλαγή τακτικής προϊδεάζει αυτή η απίστευτη ενέργεια.
Το γενικότερο σχέδιο της Ουάσινγκτον για τη Μέση Ανατολή είναι γνωστό. Ο Τραμπ έχει την ίδια αγωνία με τον Ομπάμα να «στραφεί στον Ειρηνικό», όπου θα δοθεί η μεγάλη μάχη με την Κίνα. Έχει την ίδια ανάγκη «να κλείσει εκκρεμότητες» στη Μέση Ανατολή, για να μπορέσει να ολοκληρωθεί η στροφή χωρίς περισπασμούς. Ο Ομπάμα το επιχείρησε «καθοδηγώντας από το πίσω κάθισμα» και επιδιώκοντας ένα δύσκολο παιχνίδι εξισορροπήσεων ανάμεσα στις περιφερειακές δυνάμεις. Στο τέλος της 8ετίας του, ο απολογισμός κρίθηκε αρνητικός (δεν ήταν άλλωστε μόνο ο Τραμπ, αλλά και η Χίλαρι που διεκδικούσε το χρίσμα πάνω σε αυτήν τη βάση, της κριτικής στην «ατολμία» Ομπάμα και της πιο αποφασιστικής υπεράσπισης των αμερικανικών συμφερόντων), κυρίως λόγω της ενίσχυσης του Ιράν που κυριαρχεί απόλυτα πλέον σε Ιράκ-Συρία, μέσω της Χεζμπολά έχει «πόδι» στην κυβέρνηση του Λιβάνου, ενώ βλέπει ένα φιλικό προς την Τεχεράνη αντάρτικο να αντέχει στην Υεμένη -στα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία. Αυτή η πραγματικότητα έχει φέρει πάρα πολύ κοντά τον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ-Σαουδική Αραβία, με κοινό στόχο την αποφασιστική αναχαίτιση του Ιράν. Αυτό ήταν πάγια θέση του Ισραήλ, αποτελεί εμμονή του κύκλου Τραμπ και είναι η μέγιστη προτεραιότητα του ταχύτατα ανερχόμενου φιλόδοξου πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν που διαμορφώνει τη στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας. Το παλαιστινιακό αποτελεί το μόνο εμπόδιο για να εγκαταλειφθεί κάθε πρόσχημα και να επισημοποιηθεί ο γάμος Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ.
Ως εδώ η στρατηγική είναι σαφής. Μόνο που στην ίδια στρατηγική λογοδοτούσαν και οι παλιότεροι χειρισμοί, της «ειρηνευτικής διαδικασίας» κ.ο.κ. Φαινομενικά η ενέργεια Τραμπ τορπιλίζει αυτόν το σχεδιασμό, βάζοντας φωτιά στην περιοχή. Οι προσωπικοί-οικογενειακοί δεσμοί με τα επιχειρηματικά λόμπι των εποικιστών, οι πολιτικοί δεσμοί με ένα δεξιό «χριστιανο-σιωνιστικό» ρεύμα, φωτίζουν την επιλογή, αλλά δεν αρκούν. Μια τέτοια ενέργεια που υπερβαίνει τα εσκαμμένα σίγουρα έχει την έγκριση τμήματος έστω του αμερικανικού βαθέως κράτους και εντάσσεται σε ευρύτερα σχέδια και υπολογισμούς.
Εδώ πρέπει να θυμηθούμε μια προεκλογική υπόσχεση του Τραμπ (για την υλοποίηση της οποίας εργάζεται εντατικά ο γαμπρός του εδώ και μήνες): για το «Ultimate Deal», που μεταφράζεται και ως «η απόλυτη συμφωνία» (δηλαδή η πιο πετυχημένη) και ως «η τελική συμφωνία» (δηλαδή «είτε την δέχεστε είτε τέλος»).
Είναι πιθανό η Ουάσινγκτον να εκτίμησε το διεθνή συσχετισμό (σάπια αραβικά καθεστώτα, αδύναμο κίνημα στο δρόμο, απομονωμένη παλαιστινιακή αντίσταση κ.ο.κ.) και να έκρινε ότι ο ανοιχτός φιλο-ισραηλινός τσαμπουκάς μπορεί να πετύχει μια τελική, αντιδραστική λύση. Μιλώντας για το «Ultimate Deal», λίγο καιρό πριν ο Μπιν Σαλμάν (που είναι σε στενή επαφή με τις ΗΠΑ) κάλεσε τον Αμπάς στο Ριάντ, όπου σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, τον πίεσε να δεχτεί μια λύση «που κανένας Παλαιστίνιος ηγέτης δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί». Στα ΜΜΕ εμφανίστηκαν διάφορες εκδοχές, όλες εξίσου ανατριχιαστικές: «ηθική» μόνο αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους, ίδρυση παλαιστινιακού κράτους μόνο στη Γάζα (με την προσθήκη τμήματος της Χερσονήσου του Σινά) και παράδωση όλων των υπόλοιπων εδαφών, ίδρυση «κράτους» χωρίς εδαφική συνέχεια, χωρίς στρατό, χωρίς την ανατολική Ιερουσαλήμ για πρωτεύουσα. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως μορφής, προβλέπεται η συνέχεια/νομιμοποίηση της κατοχής στη Δυτική Όχθη, καμιά αντιστροφή των εποικισμών, ακύρωση του δικαιώματος επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων.
Η σημερινή επίδειξη πυγμής δύο σενάρια δείχνει να προετοιμάζει: α) Μια άθλια συμφωνία, η οποία θα παρουσιαστεί ως «η καλύτερη δυνατή εναλλακτική» μετά τις σημερινές απειλές για τα χειρότερα. β) Την επιβολή της χειρότερης δυνατής συμφωνίας, που θα ολοκληρώνει ουσιαστικά την απαλλοτρίωση της ιστορικής Παλαιστίνης από το κράτος του Ισραήλ, αφού μετρηθούν (στο πεδίο της πραγματικής μάχης και όχι σε φραστικό) οι αντιστάσεις.
Για τέτοια εφιαλτικά σενάρια προειδοποιεί η κίνηση του Τραμπ. Φαινομενικά, είναι μόνο μια «διακήρυξη». Η πρακτική υλοποίηση (μεταφορά της πρεσβείας) θέλει χρόνο και πρακτικά δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στα παλαιστινιακά εδάφη. Όμως πολιτικά, έχει τεράστιο βάρος, δίνοντας το «πράσινο φως» σε εξελίξεις. Αξίζει να θυμόμαστε, 100 χρόνια μετά, ότι και η Διακήρυξη Μπαλφούρ ήταν απλώς μια «διακήρυξη» προθέσεων. Αλλά αποτέλεσε το «πράσινο φως» για όσα εγκλήματα έγιναν τις επόμενες δεκαετίες...
Η υλοποίηση όποιας εκδοχής -είτε πρόκληση σύγκρουσης για να τσακιστούν οι αντιστάσεις, είτε επιβολή λύσης λόγω αδύναμων αντιδράσεων- προειδοποιεί για μεγάλες εκρήξεις: Στην πρώτη περίπτωση, ο άξονας ΗΠΑ-Ισραήλ-Σαουδική Αραβία φλερτάρει με έναν γενικευμένο πόλεμο. Στη δεύτερη, θα πρέπει να ολοκληρωθεί ένα σχέδιο σαρωτικής εθνοκάθαρσης, ή σκληρού απαρτχάιντ που θα γενικευθεί και θα «νομιμοποιηθεί» σχεδόν σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη.
Είναι εφιαλτικά σενάρια που πρέπει να αποτραπούν. Είναι επίσης σενάρια που ακόμα κι αν διαφημιστούν ως «οριστική λύση», δεν θα είναι. Οι εκτιμήσεις του διεθνούς συσχετισμού ίσως αποδειχθούν λάθος. Ενώ όπως λένε εύστοχα για τους Παλαιστίνιους, «to exist is to resist» (με το να υπάρχεις, αντιστέκεσαι)...
Ιντιφάντα
Με την είδηση της πρόκλησης Τραμπ, ξέσπασαν διαδηλώσεις στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη, την ίδια την Ιερουσαλήμ. Επανήλθε η γνώριμη εικόνα των νεαρών Παλαιστινίων να αντιμετωπίζουν με πέτρες τους «αστακούς» των Ισραηλινών δυνάμεων κατοχής, που ήδη έχουν δολοφονήσει αρκετούς διαδηλωτές. Αυτή η εικόνα, σε συνδυασμό με τις εκκλήσεις όλων των παλαιστινιακών κομμάτων και οργανώσεων, έχουν επαναφέρει ένα «φάντασμα» στην διεθνή αρθρογραφία: Την Ιντιφάντα.
Οι ανασταλτικοί παράγοντες για μια τέτοια εξέλιξη είναι πολλοί. Όμως μερικές φορές είναι ακριβώς αυτό το «αρνητικό τοπίο» που οδηγεί στο ξέσπασμα. Έτυχε τα σημερινά γεγονότα να εξελίσσονται πάνω στη συμπλήρωση 30 χρόνων από το ξέσπασμα της Πρώτης Ιντιφάντα. Η τότε εικόνα που περιγράφουν οι πρωταγωνιστές της είναι ενδεικτική: Η PLO (Οργανώση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) του Γιάσερ Αραφάτ ήταν εξόριστη. Τα αραβικά καθεστώτα αδιαφορούσαν πλήρως. Το Ισραήλ εδραίωνε τη θέση του. Οι πράξεις αντίστασης τα προηγούμενα χρόνια ήταν λίγες και σποραδικές, ενώ οι Παλαιστίνιοι ένιωθαν «ξεχασμένοι» από τον πλανήτη.
Σε πείσμα αυτής της εικόνας και εξαιτίας αυτής της εικόνας, ξέσπασε ένας συγκλονιστικός πολυετής ξεσηκωμός, με εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους να εμπλέκονται σε άπειρες δράσεις (πετροπόλεμος, απεργίες, διαδηλώσεις, μποϊκοτάζ, αντιμαθήματα κλπ) και να δημιουργούν όργανα συντονισμού του αγώνα τους, που προκάλεσαν για χρόνια φόβο στο Ισραήλ. «Ήταν η μέρα που ξαναγεννηθήκαμε ως Παλαιστίνιοι» ή «ήταν η πρώτη φορά που δεν περιμέναμε εντολές από την ηγεσία της PLO» και «νιώθαμε ελεύθεροι» ή «βρίσκαμε τη θέση μας στην ιστορία» είναι κάποιες μόνο από τις περιγραφές που αποτυπώνουν τη σημασία που είχε αυτή η εξέγερση, παρά τη στρατιωτική της ήττα, που κόστισε χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες και φυλακισμένους.
Η Ιντιφάντα -παρόλο το ανθρώπινο κόστος- δεν θα έχανε στρατιωτικά. Δεν συνετρίβη ποτέ, απλά «φυλλορόησε». Η ήττα της ήταν πολιτική. Αυτό που τότε ισχυρίζονταν οι πιο ριζοσπαστικές φωνές, σήμερα είναι αυταπόδεικτο από τις εξελίξεις των δεκαετίων που μεσολάβησαν: οι Συμφωνίες του Όσλο αποτέλεσαν σοβαρή ήττα για το παλαιστινιακό κίνημα και η Παλαιστινιακή Αρχή κατέληξε να παίζει το ρόλο φρένου/αστυνόμευσης της αντίστασης.
Σήμερα το τοπίο (η εικόνα της PLO, η στάση των καθεστώτων, η δύναμη του Ισραήλ, η κατάσταση της κοινής γνώμης) δείχνει εξίσου καταθλιπτικό με εκείνο του Δεκέμβρη του 1987. Η απάντηση που μπορεί να αλλάξει την εικόνα παραμένει η ίδια με εκείνη του 1987.
Λίγο καιρό πριν, η ανατολική Ιερουσαλήμ έζησε μια «μίνι Ιντιφάντα», που μπόρεσε να οδηγήσει το Ισραήλ σε ήττα -με την απόσυρση των δρακόντειων μέτρων ασφαλείας/πρόσβασης στο Τέμενος Αλ Ακσά, μετά από πολυήμερες διαδηλώσεις και συγκρούσεις.
Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο πρόσφατο παρελθόν, ανοίγει η δυνατότητα μια νέα Ιντιφάντα να σπάσει τον ασφυκτικό «κορσέ» που φόρεσαν στο παλαιστινιακό κίνημα οι ίδιες οι ηγεσίες του. Δεν γνωρίζουμε αν είναι όντως έτοιμη να ξεσπάσει. Αλλά ξέρουμε ότι είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Και ότι θα χρειαστεί όλη την άνευ όρων υποστήριξή μας..
Συνένοχη η ελληνική κυβέρνηση - Να τσακίσουμε τη στρατηγική συμμαχία με το κράτος-τρομοκράτη
Με την ανακοίνωση Τραμπ, ο Αμερικανοπαλαιστίνιος αγωνιστής Ali Abunimah σχολίασε ότι «Η μόνη πραγματική ειρηνευτική διαδικασία είναι το BDS». Πράγματι το διεθνές κίνημα για Μποϊκοτάζ-Απόσυρση Επενδύσεων-Κυρώσεις, έχει ένα απλό πρόγραμμα που αντιμετωπίζει τις βασικές «πληγές» πολύ πιο σοβαρά από οποιαδήποτε διαπραγμάτευση: Τερματισμός της κατοχής, ίσα δικαιώματα για τους Παλαιστίνιους που ζουν στο Ισραήλ, δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων. Αφήνει στην άκρη τη μορφή της «λύσης», αλλά διεκδικώντας αυτά τα βασικά δικαιώματα, ανοίγει ένα δρόμο αμφισβήτησης όλων των σάπιων «λύσεων» που κυκλοφορούν στις διαπραγματεύσεις.
Το BDS ξεκίνησε από έκκληση των παλαιστινιακών οργανώσεων και έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα διεθνώς. Δίνει καταρχήν τη δυνατότητα σε πολλούς αγωνιστές να εμπλακούν σε πολιτική δράση υπέρ της Παλαιστίνης στους χώρους τους. Έχει πετύχει νίκες, κυρίως σε επίπεδο πανεπιστημίων, αλλά και υποχρεώνοντας εταιρίες να σταματήσουν τη συνεργασία τους με τις ισραηλινές Αρχές. Βέβαια δεν αρκεί για να δημιουργήσει ένα τέτοιο οικονομικό «κόστος» που θα μπορεί να επιβάλει την υλοποίηση των τριών αιτημάτων. Αλλά έχει τη δυνατότητα να αυξάνει το πολιτικό «κόστος» που έχει η κατοχή, το απαρτχάιντ, ο εκτοπισμός. Δεν είναι τυχαίος ο πανικός των Ισραηλινών Αρχών απέναντι στο φαινόμενο και η οργανωμένη προσπάθεια αντεπίθεσης: Ιδεολογικής («απονομιμοποιήστε τους απονομιμοποιητές») αλλά και ποινικής (όχι μόνο από το Ισραήλ, αλλά και από δυτικές κυβερνήσεις που διώκουν δράσεις BDS).
Η διεκδίκηση διακοπής σχέσεων με το Ισραήλ από τις κυβερνήσεις, αποτελεί τον κορυφαίο στόχο στην προσπάθεια απομόνωσης του κράτους-τρομοκράτη, όπως και στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, που προηγήθηκαν δράσεις μποϊκοτάζ που ανέδειξαν διεθνώς το ζήτημα, δυσκόλεψαν πολιτικά τις κυβερνήσεις να συνεχίσουν να δρουν ως συνένοχες και συνέβαλαν στην διεθνή απομόνωση του Απαρτχάιντ.
Είναι ένας αγώνας που αποκαλύπτει την υποκρισία κρατών και θεσμών που «καταδικάζουν» τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από το Ισραήλ, ή «αναγνωρίζουν» στα λόγια παλαιστινιακό κράτος, ενώ δεν κάνουν τίποτε έμπρακτα. Έχει ειδικό βάρος στα κράτη που αποτελούν τα βασικά στηρίγματα του Ισραήλ, όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο Καναδάς κ.λπ.
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα μπήκε σε αυτό το ντροπιαστικό «κλαμπ», εξελισσόμενη σε στρατηγικό σύμμαχο-στήριγμα του Ισραήλ στην περιοχή. Αυτό υποχρεώνει σε αναβάθμιση και τη δράση της Αριστεράς και του κινήματος για αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (όπως και οι προηγούμενες) συμμετέχει ενεργά στον ιμπεριαλιστικό σχεδιασμό στην περιοχή (άξονας Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος-Ισραήλ).
Οι συχνές κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με την φονική μηχανή του ισραηλινού στρατού σε διάφορα «σενάρια» πραγματικού πολέμου που επεξεργάζεται το Τελ Αβίβ, η διαρκής εμβάθυνση κι αναβάθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας (με την Ελλάδα να είναι η μόνη που έχει τόσο «ειδική σχέση» με τον Ισραηλινό στρατό μετά τις ΗΠΑ), τα σχέδια αγωγών για «ενεργειακή τροφοδότηση της Ευρώπης» που θα ενισχύσουν κατακόρυφα τη θέση του Ισραήλ στην περιοχή, οι διαρκείς επαφές και συσκέψεις, η μετατροπή της Ελλάδας σε πιο ένθερμου υπερασπιστή του Ισραήλ (διαφοροποίηση στο ζήτημα της σήμανσης προϊόντων που προέρχονται από εποικισμούς στην ΕΕ, καταψήφιση ψηφίσματος της UNESCO που επέκρινε το Ισραήλ για τις πρακτικές του στα κατεχόμενα εδάφη κ.λπ.) ξεπερνούν τα εσκαμμένα ακόμα και άλλων δυτικών ιμπεριαλιστικών κρατών που κρατούν κάποια προσχήματα, και περιγράφουν τον απόλυτο ορισμό της άμεσης συνενοχής.
Αν η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη ήταν πάντα κεντρικό καθήκον για την Αριστερά, πλέον έχουμε ακόμα περισσότερους λόγους να σταθούμε δίπλα στους Παλαιστίνιους αδερφούς μας, να στηρίξουμε τον αγώνα τους ενάντια στους μακελάρηδες, δίνοντας το δικό μας αγώνα ενάντια στους πρόθυμους συνεργάτες τους, για τη διάλυση αυτής της ντροπιαστικής στρατηγικής συνεργασίας, για το τσάκισμα του αντιδραστικού άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ…
* Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου