Βασίλης Φουρτούνης, δάσκαλος
Πριν 29 χρόνια, στις 27 Δεκεμβρίου του 1988, εγκαταλείπει τα εγκόσμια η μεγαλύτερη Ελληνίδα χαράκτρια Βάσω Κατράκη. Ποια ήταν, όμως, η Βάσω Κατράκης; Η ίδια στο αυτοβιογραφικό της σημείωμα αναφέρει:
Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογγίου.
Το Αιτωλικό είναι ένα μικρό νησάκι, που το συνδέουνε με τη στεριά δυο μακριά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξωτές καμάρες. Το σπίτι μας ήτανε σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά καθότανε όλο ψαράδες. Ένα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά , μπακανιασμένα από την ελονοσία.
Ο πατέρας μου λεγότανε Γιώργης Λεονάρδος κι ήτανε κτηματίας, μα περισσότερο τραγουδούσε κι έψελνε στην εκκλησία με μια σπάνια ωραία, ζεστή φωνή. Όταν τραγουδούσε μαζευότανε κόσμος και κοσμάκης σπίτι μας για να τον ακούσει.
Η μανούλα μου ύφαινε ολοκέντητα λεπτά μεταξωτά και μπαμπακερά και πολύχρωμα μάλλινα κιλίμια. Είχε πάρει κι ένα χρυσό βραβείο σε μια Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι.
Τα δυο μου αδέρφια, ήτανε μεγαλύτερα από μας τα κορίτσια. Ο μεγάλος, φοιτητής τότε της φιλολογίας μας έφερνε από την Αθήνα ένα μαγικό για μας κόσμο. Παλιά βιβλία με χρωματιστές χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, χρωματιστές εικόνες και χαλκομανίες, μπογιές και πινέλα και δεν άφηνε παλιατζίδικο της Αθήνας αγύριστο. Ο μικρότερος, ό,τι έβλεπε το μάτι του τόκαναν τα χέρια του, και μαζί με όλα, ζωγραφίζανε κιόλας και οι δυο τους.
Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η έξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστάνια, καπνοτόπια, σιτηρά. Μια ζωή στη στεργιά και στη θάλασσα, γεμάτη ιδρώτα και μόχθο.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδερφός μου κι οι φίλοι μας. Μ’ άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ ή ποίηση. Κοντά στ’ αδέρφια μου ζωγράφιζα κι εγώ.
Κρυφά, ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινότανε τόσο απίστευτα μεγάλο που δεν μπορούσε λογικά να χωρέσει στο μυαλό μου. Ό, τι έβλεπα, έλεγα:
- Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω.
- Και πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία.
Δεν ήξερα ακόμα ότι, άλλο πράμα είναι η Τέχνη.
Και μια μέρα, σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώτημα. Κι’ αν γίνω ζωγράφος;
Πώς έγινε έτσι άξαφνα αυτό, δεν το κατάλαβα. Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου, κι έχασα τον κόσμο. Από τότε, δεν είχα τίποτε άλλο στο μυαλό μου νύχτα και μέρα.
Μα, χίλιες δυο αναποδιές ξεφυτρώσανε, και ξαφνικά, ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά κι έπεσε πολύ πίκρα και θλίψη στο σπίτι μας, πού κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια.
Και κάποια μέρα, αφού πέθανε ο πατέρας μου, ξεκίνησα για την Αθήνα μην ξέροντας ακριβώς τι θα κάνω.
Πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών, κι έμαθα πώς σε λίγες μέρες θ’ αρχίζανε οι εξετάσεις. Αμέσως έτρεξα και γράφτηκα στη Σχολή. Έδωσα εξετάσεις.
Στη Σχολή Καλών Τεχνών είχα Καθηγητές τον Παρθένη στη Ζωγραφική και τον Κεφαλληνό στη Χαρακτική. Πήρα το Δίπλωμα της Σχολής το 1940 με μια τρίμηνη υποτροφία στη Ζωγραφική για τα νησιά και ένα βραβείο και δύο επαίνους στη Χαρακτική. Μετά αμέσως πόλεμος, κατοχή, πείνα, αντίσταση, και μετά πάλι εμφύλιος πόλεμος, πάλι σκοτωμοί άδικοι κι ακατονόμαστοι, εξορίες, φυλακές, όλα τα δεινά της Πατρίδας περάσανε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες.
Έκανα πολλά ταξίδια σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις, είδα πολλά Μουσεία και Πινακοθήκες.
Το 1955 έκαμα την πρώτη μου έκθεση.
Αν θέλουμε να καλύψουμε πλήρως το βιογραφικό της θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το 1940 πήρε το δίπλωμα της Σχολής με τρίμηνη υποτροφία στη ζωγραφική για τα νησιά και ένα βραβείο και τρεις επαίνους στην χαρακτική.
Την επομένη χρονιά 1941 παντρεύεται με τον Γιώργο Κατράκη στην Νέα Αγχίαλο και ακολουθεί το διάστημα 1942 1943 που οργανώνεται στο ΕΑΜ καλλιτεχνών. Τότε είναι που κυκλοφορεί η παράνομη έκδοση του ΕΑΜ ΕΛΑΣ «από τους αγώνες του Ελληνικού λαού» και με δικές της ξυλογραφίες.
Έζησε την χαρά της απελευθέρωσης αλλά και την φρίκη των Δεκεμβριανών, 1944.
Το 1945 με το σύντροφο της τον Γιώργο ακολουθούν την ΕΠΟΝ και τον ΕΛΑΣ. Κυκλοφορεί το λεύκωμα «θυσιαστήριο της Λευτεριάς» και με δικές της ξυλογραφίες
Την επόμενη χρονιά 1946 καταφεύγουν στον Πειραιά όπου μένουν για αρκετά χρόνια μαζί με τον Νικηφόρο Βρεττάκο.
Το 1948 συλλαμβάνεται ο Γιώργος Κατράκης εξορίζεται στη Λήμνο για οκτώ μήνες και μετά στην Μακρόνησο
Το 1949 η Βάσω Κατράκη γίνεται ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Στάθμη» και συμμετέχει στην πρώτη έκθεση της ομάδας αυτής στο Ζάππειο.
Το 1955 κάνει την πρώτη ατομική της έκθεση στην αίθουσα τέχνης «Ζαχαρίου»
Το 1958 τιμάται με το πρώτο βραβείο χαρακτικής στη μεσογειακή Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας. Την ίδια χρονιά βραβεύεται με το Premium της διεθνούς Μπιενάλε Χαρακτικής στο Λουγκάνο και γεννιούνται τα δίδυμα παιδιά της Μαριάννα και Σπύρος.
Το 1959 το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης αποκτά τέσσερεις μήτρες από πέτρα για την πινακοθήκη του και το 1965 Εκλέγεται επίτιμο μέλος της Academia Fiorentina del Arte del Disegnio και το 1966 παίρνει το διεθνές βραβείο Λιθογραφίας TAMARINT στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο ξερονήσι «Γιούρα» και απελευθερώνεται το 1968 ύστερα από διεθνείς πιέσεις και αντιδράσεις.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1976, παίρνει το Α βραβείο της «Intergrafik» της διεθνούς έκθεσης γραφικών τεχνών στο Ανατολικό Βερολίνο.
Το 1987 κάνει την τελευταία ατομική της έκθεση στην γκαλερί «Αθήνα» στην Αθήνα και γίνεται ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Χαρακτών.
Το 1995 στις 2 Απριλίου θεμελιώνεται το «Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών και Μουσείο Βάσως Κατράκη» σε χώρο που παραχώρησε ο Δήμος Αιτωλικού και χρηματοδότησε το ΥΠΕΧΩΔΕ και το 2006 γίνονται τα εγκαίνια του Μουσείου που στεγάζει ολόκληρο το έργο της Βάσως Κατράκη σε μόνιμη έκθεση.
Μαθητής και άξιος συνεχιστής του έργου της Βάσως Κατράκη υπήρξε ο γνωστός και επίσης πολυβραβευμένος χαράκτης, Απόστολος Κούστας, με καταγωγή από το Μεσολόγγι.
Για περισσότερη και καλύτερη προσέγγιση του έργου της Βάσως Κατράκη - Λεονάρδου παραθέτουμε τις απόψεις τριών επιφανών τεχνοκριτικών: του Δημήτρη Παπαστάμου, της Ειρήνης Λαμπράκη - Πλάκα και του Κώστα Σταυρόπουλου
1. ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, «Η Βάσω Κατράκη», Από το Λεύκωμα “Βάσω Κατράκη – Χαρακτική 1940-1980”, Αθήνα, Φεβρουάριος 1980
Βαθιά είναι η σοβαρότητα με την οποία η Βάσω Κατράκη από την αρχή της καλλιτεχνικής της παρουσίας αντιμετωπίζει τη χαρακτική.
Νέα κοπέλα όταν άρχισε να ασχολείται μ’ αυτή βρήκε, όπως και η Γερμανίδα χαράκτρια Καίτε Κόλλβιτς, τους δυνατότερους ερεθισμούς για την τέχνη της μέσα στη ζωή του λαού και ακόμα περισσότερο στα γεγονότα, που από την εποχή της συντάρασσαν τα λαϊκά στρώματα στα οποία άρχισε να γίνεται συνείδηση η ανάγκη για μόρφωση, εξέλιξη, κοινωνική κατοχύρωση.
Στο μεσοπόλεμο ένιωσε, όπως και άλλοι ευαίσθητοι καλλιτέχνες το μεγάλο πρόβλημα της καθυστερημένης χρονολογικά προσαρμογής της τέχνης στα νέα κινήματα που από τις αρχές του αιώνα μας συντάρασσαν τη ζωγραφική-χαρακτική και έθεταν τους συνειδητούς καλλιτέχνες αντιμέτωπους με αυτά που συντηρούσε η παράδοση της ρεαλιστικής σχολής. Η ύπαρξη του προβλήματος αυτού και η μεγάλη βοήθεια των φωτισμένων δασκάλων Κεφαλληνού—Παρθένη ομαδοποίησε την απόφαση ορισμένων καλλιτεχνών να ακολουθήσουν στην Τέχνη και στη ζωή ένα δρόμο τελείως νέο για την ως τότε αστικοευγενέστατη νοοτροπία των συμβιβασμών στους οποίους είχαν ενταχθεί οι γνωστότεροι, με μοναδική εξαίρεση τους Χαλεπά και Μαλέα, καλλιτέχνες.
Έτσι μια ομάδα ζωγράφων-χαρακτών ανάμεσα στους οποίους μοναδική γυναίκα η Κατράκη προχώρησαν σε ένα προβληματικό εξπρεσιονισμό, σε μια νέα φάση της νεοελληνικής χαρακτικής, που πρέπει να θεωρηθεί, μετά την προσφορά του Γαλάνη, ως η πιο δημιουργική στην ιστορία της νεοελληνικής χαρακτικής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει για τον ιστορικό της τέχνης η χρονολογία γεννήσεως όλων αυτών των χαρακτών. Είναι γεννημένοι μετά το 1910 και μεγαλωμένοι στα χρόνια που σημάδεψε η Μικρασιατική Καταστροφή. Η Κατράκη, που πολλές φορές ένιωσε το ξερίζωμα, μορφοποίησε σε εικόνες γεμάτες από την πίκρα, τη στέρηση, τη σκλαβιά και την αδικία. Η επαφή της με την τέχνη του Κεφαλληνού της έδωσε την τεχνική γνώση της χαρακτικής που έσμιξε με το πραγματικό μεγάλο ζωγραφικό και σχεδιαστικό της χάρισμα.
Πολύ συχνά ή Κατράκη υπηρέτησε με την τέχνη της τους ιδεολογικούς στόχους και τους κοινωνικούς σκοπούς όπου τάχτηκε τα χρόνια των σπουδών της. Ποτέ όμως, ακόμα και σε αφίσες ή ημερολόγια περιστασιακά δεν κινήθηκε σε διαφορετικό ποιοτικό επίπεδο απ’ αυτό της υψηλής σαραντάχρονης δημιουργίας της.
Εκείνο πού σφραγίζει το έργο ενός καλλιτέχνη δεν είναι βέβαια οι στόχοι και το μήνυμα, η ευαισθησία για τον άνθρωπο και την ύπαρξή του, αλλά ο τρόπος της ενσαρκώσεως του ιδανικού του, η μορφή της μεταδόσεως, το αποτέλεσμα μιας αισθητικής επικοινωνίας μέσα στο πλαίσιο αυτών των ιδεών και των μαχητικών πιστεύω. Άνθρωποι που με τη μορφή, τη στάση, τη ραδινή τους υπόσταση, τον παλμό της πάλης του άσπρου-μαύρου εκφράζουν τα ερωτηματικά για την υπόστασή τους στην κοινωνία, δεν χρειάζεται να φέρουν σύμβολα, να χειρονομούν, να διαμαρτύρονται. Η λυγερή αγέρωχη μορφή που επιμηκύνεται εξπρεσιονιστικά, που δένει τα χέρια της κατά τον τρόπο του αρχαίου ελληνικού ειδωλίου, που συσπειρώνεται, στέκεται σιωπηλά κοντά στον συνάνθρωπο, είναι η ίδια μαρτυρία, η ίδια σκλαβιά, η ίδια πόνος, η ίδια όμως εγκαρτέρηση, επιμονή και μάχη. Δυό μόνο στοιχεία χωρίς παλμό και ζέστη, το μαύρο και το άσπρο, γίνονται στα χέρια της Κατράκη οι εύγλωττοι δημιουργοί αυτής της βαθιάς εσωτερικότητας που φτάνει στην κάθαρση μιας ψυχής καρτερικής αλλά αδούλωτης. Δεν υπάρχουν πρόσωπα που συσπώνται, που εξανίστανται γιατί τα χαρακτηριστικά δεν ενδιαφέρουν, αφού οι κηλίδες του μαύρου-άσπρου πού δυναμώνει, σβήνει, εξαφανίζεται, επανέρχεται, βαθαίνει και ρηχαίνει έχουν αναλάβει με δυναμισμό την έκφραση των συναισθημάτων που δονούν και πάλουν και όμως συγκρατούνται σε μια μεγαλειώδη αξιοπρέπεια. Απόλυτα πρωτοποριακή η παρουσία της μορφής της Κατράκη, φορτωμένη με όλα τα λαϊκά αιτήματα, φωνή διαμαρτυρίας για τα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου και όμως παραδοσιακή στο συγκρατημένο μεγαλείο της σαν τις μορφές των αρχαίων ελληνικών επιτύμβιων που πονούν βαθιά και όμως στέκονται σοβαρές και αμίλητες προβάλλοντας το μεγαλείο τής ψυχής και την υπεροχή του πνεύματος. Και ακόμα πόσο βγαλμένο απ’ αυτόν τον τόπο είναι αυτό το φως, αυτή η λάμψη που διαπερνά τα σώματα, τα ενεργοποιεί και το εξαϋλώνει. Απίστευτο φαίνεται ίσως να μπορεί κανείς με το παιχνίδι του μαύρου-άσπρου να φωτίζει τόσο τις επιφάνειες σα να διαπερνούνται από τον καυτερό ήλιο τούτης της φωτεινής μας γης. Και όμως το μαύρο δεν είναι το πηχτό και σκοτεινό του απελπιστικού ερέβους γιατί είναι παντρεμένο τόσο με τη λάμψη του άσπρου, που δημιουργείται η εντύπωση ότι τα δυό αυτά στοιχεία συμφώνησαν κανένα να μην δώσει στο άλλο την πρωτοπορία. Οι στιγμές τού μαύρου, με την απελπισμένη ατμόσφαιρα που φέρει μαζί του, δεν προφταίνουν καν να δηλώσουν την παρουσία τους και μια αποκαλυπτική στιγμή γεμάτη ελπίδα και φως τις διαδέχεται, τις αναιρεί ακόμα όμως, παράξενο βέβαια, τις ενισχύει. Έτσι η μορφή στέκεται εκεί γεμάτη προβληματισμούς, φέρει τη μοίρα της και γίνεται έκφραση, καημός, ποτέ όμως μοιρολόι. Οι ραδινές αυτές μορφές με τους επιμηκυσμένους λαιμούς δεν μοιάζουν καθόλου με τις αντίστοιχες φορμαλιστικές εκφράσεις δυτικοευρωπαίων ζωγράφων και γλυπτών. Γιατί εκεί λείπει αυτή η συγκρατημένη εγκαρτέρηση, η απόλυτη ισορροπία του πάθους και της ανατάσεως, η αυξομείωση του όγκου των μελών της μορφής που δονείται από τις εντάσεις όπως μια αρχαία κολώνα και ακόμα, εκεί όπου απεικονίζονται, τα μεγάλα ανοιχτά μάτια που φανερώνουν τον κόσμο της ψυχής.
Και εκεί που η Κατράκη ξεχνάει τους πόνους της ζωής και αποδίδει απλές εικόνες με χάρη και δροσιά, τα κορίτσια, τους ψαράδες, τα παιδιά, πάλλονται στον ήλιο, σφύζουν από έναν οπτιμισμό δυνάμεως που ποτέ δεν αποβάλλουν. ‘Εξάλλου όλα τα μέσα αυτής της τέχνης του χαράγματος βάζει στην υπηρεσία της η καλλιτέχνης για να πετύχει αυτή τη λαμπράδα του ήλιου. Ξύλο πλάγιο, όρθιο και μια νέα κατάκτηση τον ψαμμίτη λίθο που επιτρέπει αυτό το ξεχωριστό πάντρεμα τού μαύρου και τού άσπρου, ακόμα όμως και το άπλωμα στο χώρο, την ανάταση, το μεγαλείο. Βραβείο λιθογραφίας στη Μπιεννάλε του 1966, παραμένει σαν άνθρωπος σεμνή και εσωτερικά οικεία. Εξάλλου ποιος μπορεί να πει ότι η Τέχνη δεν είναι το απείκασμα μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας που έχει πάντα κάτι να δώσει και να πάρει;
Σύμφωνα μ’ αυτές τις εσωτερικές παρορμήσεις ο καλλιτέχνης ψάχνει και τα εκφραστικά του μέσα για να φτάσει στο αισθητικό αποτέλεσμα που του ανταποκρίνεται. Η τέχνη δεν είναι τεχνική. Γιατί τότε όλα τα τεχνικά επιτεύγματα θα είχαν κάτι από την υψηλή πνοή της τέχνης. Είναι όμως μέσο που υπηρετεί και δαμάζεται μόνο από την εκφραστική δύναμη του καλλιτέχνη. Στις μεγάλες πέτρες τής Κατράκη όχι μόνο μορφή, πόνος, διαμαρτυρία, εγκαρτέρηση, φως, είναι στοιχεία αυτονόητα, αλλά ακόμη και ο χώρος, αυτό το ανάπτυγμα μέσα στον λευκό τάπητα, υπάρχει αβίαστα, αναπτύσσεται με απλοχεριά και μεγαλοπρέπεια όσο και οι ίδιες οι μορφές, οι ευαίσθητες αυτές παρουσίες.
Μεγάλο ανάπτυγμα του χώρου με άπλετο φως που αντανακλάται από την άσπρη αύτή επιφάνεια και μορφή ιριδίζουσα, γεμάτη παλμό, πάθος και εσωτερική σοβαρότητα, χαρακτηρίζουν το έργο της Κατράκη, ένα χαρακτικό έργο, που φέρει τη σφραγίδα των εμπνευσμένων ειλικρινά ζωγράφων.
2. Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα, «Η Βάσω Κατράκη», Από το Λεύκωμα “Βάσω Κατράκη – Χαρακτική 1940-1980”, Αθήνα, Φεβρουάριος 1980
Με τη Βάσω Κατράκη, τη χαράκτρια που τιμήθηκε εφέτος με το βραβείο λιθογραφίας στη Biennale της Βενετίας (1966), συμβαίνει τούτο το παράδοξο: Πολύ πριν από την καθιέρωσή της στους διεθνείς καλλιτεχνικούς κύκλους, καθιέρωση επικυρωμένη από αλλεπάλληλες τιμητικές διακρίσεις, είχε κιόλας κατακτήσει μιαν ολότελα ξεχωριστή θέση στη συνείδηση του κοινού. Το μεθυστικό αίσθημα αυτής της πρώτης, ευδόκιμης καλλιτεχνικής εμπειρίας δε στάθηκε εν τούτοις ικανό να ταράξει την ευθύγραμμη, γεμάτη επώδυνους αναβαθμούς, πορεία του έργου της. Πουθενά δε σε σταματούν ίχνη αυταρέσκειας ή ναρκισσισμού, συμπτώματα που παρακολουθούν συχνά την αναγνώριση ενός καλλιτέχνη, όταν θέλοντας να διατηρήσει το καλλιτεχνικό είδωλο που έχει μορφωθεί στη συνείδηση του κοινού, καταδικάζεται στην αυτοεπανάληψη και στο μαρασμό. Αντίθετα η Βάσω προχώρησε αποφασιστικά και δοκίμασε τη χαρά να δει το κοινό της να την ακολουθεί, να συμπορεύεται μαζί της, να την επιδοκιμάζει. Κι είναι ίσως κι αυτό μια απόδειξη της εσωτερικής αναγκαιότητας αυτής της πορείας, των επιτακτικών λόγων που την υπαγόρευαν και πού γινόταν αισθητοί και συνακόλουθα κατανοητοί και αφομοιώσιμοι όχι μόνο από την ίδια τη χαράκτρια, αλλά και από το δέκτη του έργου της.
Η Βάσω, γεννημένη και ζυμωμένη ως το κόκκαλο με το λαό, νανουρισμένη από τους μυθικούς και τους ανθρώπινους καημούς της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, είχε φορτίσει την οπτική και συγκινησιακή της πείρα με μνήμες, όπου ο απλός, ο καθαρός και ευθύγραμμος στην αγωνία του για το “άγιον ήμαρ” λαός κυριαρχούσε. Και τούτος ο λαός του μόχθου, της μικρής μα άγιας θλίψης, της πείνας, της αρρώστιας, της ασφυξίας της χαμοζωής, μα και της ασύνορης λεβεντιάς του την κάλεσε κοντά του να τον τραγουδήσει με επικούς, ελεγειακούς και λυρικούς ρυθμούς. Η χαρακτική είναι μια τέχνη αληθινά ασκητική στην αυστηρότητά της. Προορισμένη να μιλήσει με τη μεσολαβητική γλώσσα ενός στέρεου υλικού είναι υποχρεωμένη να σεβαστή το ιδίωμά του. Την ξεχωριστή του υπόσταση, την ιδιοτυπία του. Η ύλη εδώ δεν είναι μόνο φέρον στοιχείο της μορφής αλλά και θεμελιακό γενετικό της σύνδρομο. Η συμμετοχή της στο αισθητικό αποτέλεσμα είναι άμεση και κυριαρχική. Ο χαράκτης αντιμετωπίζει πολλαπλούς κινδύνους στην κρίσιμη μάχη που δίνει μαζί της. Οι αμεσότερα απειλητικοί είναι να την αγνοήσει, να την διαψεύσει ή να την μεταπλάσει σε κάτι άλλο. Και οι τρεις είναι θανάσιμοι για τις εγγενείς αξίες της τέχνης του. Η κρίσιμη ισορροπία μορφής και ύλης, η πειθαρχία της ύλης στους εκφραστικούς λόγους της μορφής, η εκμετάλλευση των “σημαντικών” δυνατοτήτων της πρώτης για την ανάδειξη της δεύτερης, συνιστούν βασικές προϋποθέσεις για την ευτυχή έκβαση αυτής της αμφίβολης μάχης.
Ο επόμενος αναβαθμός της χαρακτικής άσκησης έγκειται στον περιορισμό τού χρώματος στο άσπρο μαύρο. Ο χαράκτης υποχρεώνεται από τους ίδιους τους νόμους της τέχνης του να υποβάλει την εκφραστική του ορμή στον έλεγχο μιας δεδομένης χρωματικής αρχής. Ο νόμος της ασπρόμαυρης επιφάνειας, όχι μόνο ελέγχει και πειθαρχεί την πλημμυρίδα των συναισθημάτων του άλλ’ απαιτεί μία κρίσιμη διαιτησία για τη διατήρηση της ζωτικής ισορροπίας των δύο αντιθέσεων. Το σοφά ζυγισμένο παιχνίδι της γραμμής και του πλάνου, η λογική εναλλαγή των τόνων και πάνω απ’ όλα η εγκυρότητα της φόρμας και η κατάνευση της φέρουσας ύλης στο αισθητικό αποτέλεσμα είναι θεμελιακές προϋποθέσεις για ένα γνήσιο χαρακτικό έργο. Η αυτοπειθαρχία, η εγκράτεια, η ακοίμητη επιστασία του λόγου στην κίνηση του χεριού, είναι, συνακόλουθα, τα καθοριστικά γνωρίσματα του λειτουργού αυτής της δύσκολης τέχνης. Αυτή ακριβώς η ανέκκλητη αυστηρότητα δικαιολογεί το γεγονός ότι οι περισσότεροι χαράκτες ήταν πρώτ’ απ’ όλα ζωγράφοι.
3. Κώστας Σταυρόπουλος, Βάσω Κατράκη – Κορυφαία ποιήτρια του εικαστικού λόγου, που Χάραξε στην πέτρα την τραγική μοίρα του λαού και τη μάχη για ελευθερία.
Δεν θα μπορούσα να πείσω κανέναν αν ισχυριζόμουν ότι η μεγάλη χαράκτρια του κόσμου Βάσω Κατράκη-Λεονάρδου ανήκει στην αθέατη πλευρά της ιστορίας, από την άποψη της ευρείας δημοσιότητας.
Άλλωστε, ποια Βάσω; Η Βάσω Κατράκη που έχει πάρει 4 πρώτα διεθνή βραβεία, από τα οποία το τέταρτο, το σημαντικότερο, είναι αυτό που πήρε το 1966 στη Διεθνή Μπιενάλε της Βενετίας. Βραβείο που έπαιρνε για πρώτη φορά μικρή χώρα, κεραυνός εν αιθρία, γιατί αυτά τα βραβεία τα νέμονταν πάντα οι μεγάλες χώρες.
Τιμητικά φιλοξενεί σήμερα τη Βάσω στις σελίδες της η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς, που αν ζούσε, σίγουρα αυτή την εφημερίδα θα κρατούσε στα χέρια της. Γεννήθηκε το 1916 και απεβίωσε το 1988, 74 χρονών, στην Αθήνα.
Από το 1936 μαζί με τον άντρα της, γιατρό Γιώργο Κατράκη, αντέδρασαν κατά της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Φοιτητές οι δυο τους τότε κι εν συνεχεία έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση κι αμέσως μετά τη λεγόμενη απελευθέρωση.
Ακολούθησαν τα 3 τραγικά χρόνια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα 1946-’49. Τότε ίδρυσε η κυβέρνηση τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Μακρονήσου και Γιούρας, τόποι φιλοξενίας ανείπωτων βασανιστηρίων των πολιτικών κρατουμένων κι εξόριστων. Θύματα τα άτομα της ιδεολογικοπολιτικής Αριστεράς, προκειμένου με βίαιο τρόπο να αποκηρύξουν τις ριζοσπαστικές κοινωνικές ιδέες τους. Ιστορική μαρτυρία και μνημική οδύνη για μας που ζήσαμε τα γεγονότα και ήπιαμε ολόγιομο το ποτήρι, απόμακρη μνήμη που δεν έζησαν και δεν θυμούνται οι σημερινοί νέοι της Ελλάδας.
Τη Βάσω τη γνώρισα καλύτερα ως συγκρατούμενή μου στη Γυάρο, θύμα κι αυτή της απριλιανής χούντας των συνταγματαρχών του 1967. Εντυπωσίαζε 7.000 πολιτικούς κρατούμενους το ήθος της τέχνης της κι ο άδολος χαρακτήρας της, ευτυχής συνδυασμός εναρμόνισης τέχνης κι ανθρώπου κι αυτό μου δίνει την ευκαιρία να την αποκαλέσω, ανεπιφύλαχτα, λαόθεν αρχόντισσα.
Ενταγμένη αρχικά, ιδεολογικά και πολιτικά, στην κομμουνιστική Αριστερά, πέρασε αργότερα στην ευρωκομμουνιστική πτέρυγα και μετά στις ολάνοιχτες ανάσες της Αριστεράς. Κι αυτό γιατί ήθελε να μην ξεχνά τα 150 χρόνια διαδρομής της παραγωγής πολιτισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Απελευθερωτικό πέρασμα
Το έργο της, μοναδικό αυτών των ιδεολογικών οράσεων, συγκεντρώνει πάνω του τη βαθιά και μακραίωνη ελληνοευρωπαϊκή εικαστική παιδεία. Το 1952 αφήνει πίσω τη χαρακτική στο παραδοσιακό ξύλο και περνάει τη χαρακτική στο σκληρό υλικό, την πέτρα, μοναδική στον κόσμο γι’ αυτό. Τότε άφησε πίσω και τη γραφή του παραστατικού κοινωνικού ρεαλισμού αλά ελληνικά. Η πέτρα της έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία, μετά το 1952, να υιοθετήσει τη μερική αφαίρεση, απόκλιση προς τη γραφή της κυκλαδικής τέχνης.
Δεκαπέντε χρόνια δούλεψε στο ξύλο και 35 χάραξε στην πέτρα. Σημαντική η δεύτερη περίοδος της δουλειάς της κι υπάρχει λόγος γι’ αυτό: Γιατί η Βάσω περνώντας τη χαρακτική από το ξύλο στην πέτρα απελευθέρωσε το μέγεθος του χαρακτικού ανάτυπου και το αυτονόμησε αισθητικά, καθιστώντας το ισότιμο με το πρωτότυπο έργο της ελαιογραφίας. Έτσι έβγαλε τη χαρακτική από την ομηρία της τυπογραφίας κι από τη δουλεία της διαφήμισης.
Με τη χαρακτική στην πέτρα παρήγαγε μεγάλες εικαστικές μνημειακές επικές συνθέσεις. Σ’ αυτή τη φάση εκμεταλλεύεται με οξυδέρκεια την ελληνική μυθολογία, επιλέγοντας για εικαστικά της είδωλα την Αντιγόνη, τον Ίκαρο σε πτώση, τον Τρίτωνα, την Ηλέκτρα, τη μητρότητα, τις γυναίκες αντιστεκόμενες μπροστά στα όρθια μαχαιρωτά ματωμένα βράχια της Γυάρου, ανθρώπινα σώματα, έγκλειστα και ακρωτηριασμένα μέσα σε αγκαθωτά συρματοπλέγματα και τα ψηλόλιγνα εικαστικά είδωλά της συγκεντρώνουν στους κάθετους άξονές τους τα βαριά τραγικά φορτία σε επικό μέγεθος της αισχύλειας και σοφόκλειας αττικής τραγωδίας.
Σ’ αυτό το σημείο δίνει την ψευδή εντύπωση ότι μοιάζει με τα εικαστικά είδωλα του Τζακομέτι και τις εικαστικές συνθέσεις των ψηλόλιγνων αγαλμάτων της κυκλαδικής τέχνης. Εντυπωσιάζει, επίσης ψευδώς, ότι το χαρακτικό της ανάτυπο μοιάζει να κινείται στο τρισδιάστατο χώρο της γλυπτικής. Κλείνω την παρένθεσή μου αναφέροντας πως το χαρακτικό έργο της Βάσως πάνω στην πέτρα, την προσδιορίζει ως τη μεγάλη σύγχρονη τραγωδό του εικαστικού λόγου των μορφών του ελληνοευρωπαϊκού πολιτισμού.
Στη Βάσω έμελλε να κλείσει με τη χαρακτική στην πέτρα τα 500 χρόνια διαδρομής της χαρακτικής στο ξύλο. Η 15χρονη θητεία της χαράσσοντας στο ξύλο κινήθηκε στην ιστορική μαρτυρία και την κοινωνική τοιχογραφία του εργαζόμενου βαριά μεροκαματιάρη ψαρά Πικρή και ρέμπελη ζωή και των εργαζόμενων νυχτοήμερα ανθρώπων στα χωράφια Μεροδούλι-μεροφάι.
Ως προς το τοπίο του Αιτωλικού, γενέτειρα πόλη της χαράκτριας, και το Μεσολόγγι δίπλα του, το ζωγράφισε με χαμηλούς ορίζοντες μπαίνοντας το θαλάσσιο και το χερσαίο τοπίο το ένα μέσα στ’ άλλο ερωτικά. Οι αλλεπάλληλοι ορίζοντες επεκτείνονται από το Αιτωλικό και πέρα απ’ το Μεσολόγγι, κυλώντας σε μουσική ποιητική ροή. Μόνο τα τηλεγραφόξυλα σπάζουν αυτή τη ροή των οριζόντων, ενώ τα σκάφη, γαΐτες, πρυάρια, σταφνοκάρια χαϊδεύουν ψιθυριστά με ήχους και χρώματα την ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας, λυρικές εικόνες του εικαστικού λόγου των μορφών παρόμοιες με του Κωστή Παλαμά τους στίχους.
Χαρισματική καλλιτέχνις
Η Βάσω ήταν φίλη του Άγγελου Σικελιανού, του Κώστα Βάρναλη, θαύμαζε ιδιαίτερα τη γραφή του Κώστα Χατζόπουλου, ήταν φίλη του Ρίτσου και του Νικηφόρου Βρεττάκου. Ο Παλαμάς κι ο Μαλακάσης ήταν συμπατριώτες της.
Με λίγα λόγια, ήταν η ίδια η καλλιτεχνική, πολιτική και ιδεολογική συνείδηση του επαναστατημένου ακραία 20ού αιώνα, γι’ αυτό και έκλεισε τον 50χρονο κύκλο της δουλειάς της με μια τελευταία έκθεση στην Αθήνα, έκθεση ως σπάραγμα μνήμης, ελεγείων και θρήνων για όλους εκείνους που θυσιάστηκαν γι’ αυτήν την κοινωνική ιδεολογία (1850-1988). Έτσι η σκυτάλη της καινούργιας ηλεκτρονικής τεχνολογικής κοινωνικής επανάστασης πέρασε στα χέρια του 21ου ηλεκτρονικού αιώνα.
Η Βάσω, απλώς σας το θυμίζω, ήταν χαρισματική εικαστική καλλιτέχνις του αυτονομημένου αισθητικά ζωγραφικού σχεδίου. Ίδια με τον Χαλεπά, τον Καπράλο, το Στέρη, τον Μπουζιάνη, το Διαμαντόπουλο, τον Πικάσο, τον Τζακομέτι, το Μοντιλιάνι, τον Μουρ και τον Τάτλιν.
Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει κι ένα βιβλίο(1) με τα βότσαλα που ζωγράφισε με μαύρο μαρκαδόρο στη Γυάρο. Αυτό το απλό και το απέριττο μέρος της δουλειάς της συγκίνησε ιδιαίτερα το κοινό αλλά και τον κάθε συγκρατούμενό της που έτυχε να κρατήσει στα χέρια του ένα απ’ αυτά τα βότσαλα, αντικείμενο προσευχής τελικά, αφού η Βάσω κατάφερε να βγάλει την ψυχή της πέτρας στο φως. Δεν θα σας πω περισσότερα γι’ αυτό, αφού γρήγορα θα εκδοθεί το βιβλίο.
Αυτά τα βότσαλα εξαπάτησαν την αυστηρή λογοκρισία των συνταγματαρχών της στρατιωτικής χούντας της 21ης Απριλίου 1967. Είχαν μεταβληθεί σε ιερή επικοινωνία, στέλνοντάς τα ο κάθε κρατούμενος στο σπίτι του, δείγμα ότι υπάρχει και πού υπάρχει, βεβαιώνοντας αυτό με την υπογραφή της η Βάσω στο πίσω μέρος του κάθε βότσαλου.
Ηλεκτρονικές πηγές:
http://www.vassokatraki.gr
http://el.wikipedia.org
http://katrakivasso-museum.gr/
http://www.eikastikon.gr/xaraktiki/katraki.html
http://www.makthes.gr
http://edromos.gr
Πριν 29 χρόνια, στις 27 Δεκεμβρίου του 1988, εγκαταλείπει τα εγκόσμια η μεγαλύτερη Ελληνίδα χαράκτρια Βάσω Κατράκη. Ποια ήταν, όμως, η Βάσω Κατράκης; Η ίδια στο αυτοβιογραφικό της σημείωμα αναφέρει:
Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογγίου.
Το Αιτωλικό είναι ένα μικρό νησάκι, που το συνδέουνε με τη στεριά δυο μακριά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξωτές καμάρες. Το σπίτι μας ήτανε σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά καθότανε όλο ψαράδες. Ένα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά , μπακανιασμένα από την ελονοσία.
Ο πατέρας μου λεγότανε Γιώργης Λεονάρδος κι ήτανε κτηματίας, μα περισσότερο τραγουδούσε κι έψελνε στην εκκλησία με μια σπάνια ωραία, ζεστή φωνή. Όταν τραγουδούσε μαζευότανε κόσμος και κοσμάκης σπίτι μας για να τον ακούσει.
Η μανούλα μου ύφαινε ολοκέντητα λεπτά μεταξωτά και μπαμπακερά και πολύχρωμα μάλλινα κιλίμια. Είχε πάρει κι ένα χρυσό βραβείο σε μια Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι.
Τα δυο μου αδέρφια, ήτανε μεγαλύτερα από μας τα κορίτσια. Ο μεγάλος, φοιτητής τότε της φιλολογίας μας έφερνε από την Αθήνα ένα μαγικό για μας κόσμο. Παλιά βιβλία με χρωματιστές χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, χρωματιστές εικόνες και χαλκομανίες, μπογιές και πινέλα και δεν άφηνε παλιατζίδικο της Αθήνας αγύριστο. Ο μικρότερος, ό,τι έβλεπε το μάτι του τόκαναν τα χέρια του, και μαζί με όλα, ζωγραφίζανε κιόλας και οι δυο τους.
Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η έξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστάνια, καπνοτόπια, σιτηρά. Μια ζωή στη στεργιά και στη θάλασσα, γεμάτη ιδρώτα και μόχθο.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδερφός μου κι οι φίλοι μας. Μ’ άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ ή ποίηση. Κοντά στ’ αδέρφια μου ζωγράφιζα κι εγώ.
Κρυφά, ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινότανε τόσο απίστευτα μεγάλο που δεν μπορούσε λογικά να χωρέσει στο μυαλό μου. Ό, τι έβλεπα, έλεγα:
- Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω.
- Και πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία.
Δεν ήξερα ακόμα ότι, άλλο πράμα είναι η Τέχνη.
Και μια μέρα, σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώτημα. Κι’ αν γίνω ζωγράφος;
Πώς έγινε έτσι άξαφνα αυτό, δεν το κατάλαβα. Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου, κι έχασα τον κόσμο. Από τότε, δεν είχα τίποτε άλλο στο μυαλό μου νύχτα και μέρα.
Μα, χίλιες δυο αναποδιές ξεφυτρώσανε, και ξαφνικά, ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά κι έπεσε πολύ πίκρα και θλίψη στο σπίτι μας, πού κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια.
Και κάποια μέρα, αφού πέθανε ο πατέρας μου, ξεκίνησα για την Αθήνα μην ξέροντας ακριβώς τι θα κάνω.
Πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών, κι έμαθα πώς σε λίγες μέρες θ’ αρχίζανε οι εξετάσεις. Αμέσως έτρεξα και γράφτηκα στη Σχολή. Έδωσα εξετάσεις.
Στη Σχολή Καλών Τεχνών είχα Καθηγητές τον Παρθένη στη Ζωγραφική και τον Κεφαλληνό στη Χαρακτική. Πήρα το Δίπλωμα της Σχολής το 1940 με μια τρίμηνη υποτροφία στη Ζωγραφική για τα νησιά και ένα βραβείο και δύο επαίνους στη Χαρακτική. Μετά αμέσως πόλεμος, κατοχή, πείνα, αντίσταση, και μετά πάλι εμφύλιος πόλεμος, πάλι σκοτωμοί άδικοι κι ακατονόμαστοι, εξορίες, φυλακές, όλα τα δεινά της Πατρίδας περάσανε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες.
Έκανα πολλά ταξίδια σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις, είδα πολλά Μουσεία και Πινακοθήκες.
Το 1955 έκαμα την πρώτη μου έκθεση.
Αν θέλουμε να καλύψουμε πλήρως το βιογραφικό της θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το 1940 πήρε το δίπλωμα της Σχολής με τρίμηνη υποτροφία στη ζωγραφική για τα νησιά και ένα βραβείο και τρεις επαίνους στην χαρακτική.
Την επομένη χρονιά 1941 παντρεύεται με τον Γιώργο Κατράκη στην Νέα Αγχίαλο και ακολουθεί το διάστημα 1942 1943 που οργανώνεται στο ΕΑΜ καλλιτεχνών. Τότε είναι που κυκλοφορεί η παράνομη έκδοση του ΕΑΜ ΕΛΑΣ «από τους αγώνες του Ελληνικού λαού» και με δικές της ξυλογραφίες.
Έζησε την χαρά της απελευθέρωσης αλλά και την φρίκη των Δεκεμβριανών, 1944.
Το 1945 με το σύντροφο της τον Γιώργο ακολουθούν την ΕΠΟΝ και τον ΕΛΑΣ. Κυκλοφορεί το λεύκωμα «θυσιαστήριο της Λευτεριάς» και με δικές της ξυλογραφίες
Την επόμενη χρονιά 1946 καταφεύγουν στον Πειραιά όπου μένουν για αρκετά χρόνια μαζί με τον Νικηφόρο Βρεττάκο.
Το 1948 συλλαμβάνεται ο Γιώργος Κατράκης εξορίζεται στη Λήμνο για οκτώ μήνες και μετά στην Μακρόνησο
Το 1949 η Βάσω Κατράκη γίνεται ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Στάθμη» και συμμετέχει στην πρώτη έκθεση της ομάδας αυτής στο Ζάππειο.
Το 1955 κάνει την πρώτη ατομική της έκθεση στην αίθουσα τέχνης «Ζαχαρίου»
Το 1958 τιμάται με το πρώτο βραβείο χαρακτικής στη μεσογειακή Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας. Την ίδια χρονιά βραβεύεται με το Premium της διεθνούς Μπιενάλε Χαρακτικής στο Λουγκάνο και γεννιούνται τα δίδυμα παιδιά της Μαριάννα και Σπύρος.
Το 1959 το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης αποκτά τέσσερεις μήτρες από πέτρα για την πινακοθήκη του και το 1965 Εκλέγεται επίτιμο μέλος της Academia Fiorentina del Arte del Disegnio και το 1966 παίρνει το διεθνές βραβείο Λιθογραφίας TAMARINT στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο ξερονήσι «Γιούρα» και απελευθερώνεται το 1968 ύστερα από διεθνείς πιέσεις και αντιδράσεις.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1976, παίρνει το Α βραβείο της «Intergrafik» της διεθνούς έκθεσης γραφικών τεχνών στο Ανατολικό Βερολίνο.
Το 1987 κάνει την τελευταία ατομική της έκθεση στην γκαλερί «Αθήνα» στην Αθήνα και γίνεται ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Χαρακτών.
Το 1995 στις 2 Απριλίου θεμελιώνεται το «Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών και Μουσείο Βάσως Κατράκη» σε χώρο που παραχώρησε ο Δήμος Αιτωλικού και χρηματοδότησε το ΥΠΕΧΩΔΕ και το 2006 γίνονται τα εγκαίνια του Μουσείου που στεγάζει ολόκληρο το έργο της Βάσως Κατράκη σε μόνιμη έκθεση.
Μαθητής και άξιος συνεχιστής του έργου της Βάσως Κατράκη υπήρξε ο γνωστός και επίσης πολυβραβευμένος χαράκτης, Απόστολος Κούστας, με καταγωγή από το Μεσολόγγι.
Για περισσότερη και καλύτερη προσέγγιση του έργου της Βάσως Κατράκη - Λεονάρδου παραθέτουμε τις απόψεις τριών επιφανών τεχνοκριτικών: του Δημήτρη Παπαστάμου, της Ειρήνης Λαμπράκη - Πλάκα και του Κώστα Σταυρόπουλου
1. ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, «Η Βάσω Κατράκη», Από το Λεύκωμα “Βάσω Κατράκη – Χαρακτική 1940-1980”, Αθήνα, Φεβρουάριος 1980
Βαθιά είναι η σοβαρότητα με την οποία η Βάσω Κατράκη από την αρχή της καλλιτεχνικής της παρουσίας αντιμετωπίζει τη χαρακτική.
Νέα κοπέλα όταν άρχισε να ασχολείται μ’ αυτή βρήκε, όπως και η Γερμανίδα χαράκτρια Καίτε Κόλλβιτς, τους δυνατότερους ερεθισμούς για την τέχνη της μέσα στη ζωή του λαού και ακόμα περισσότερο στα γεγονότα, που από την εποχή της συντάρασσαν τα λαϊκά στρώματα στα οποία άρχισε να γίνεται συνείδηση η ανάγκη για μόρφωση, εξέλιξη, κοινωνική κατοχύρωση.
Στο μεσοπόλεμο ένιωσε, όπως και άλλοι ευαίσθητοι καλλιτέχνες το μεγάλο πρόβλημα της καθυστερημένης χρονολογικά προσαρμογής της τέχνης στα νέα κινήματα που από τις αρχές του αιώνα μας συντάρασσαν τη ζωγραφική-χαρακτική και έθεταν τους συνειδητούς καλλιτέχνες αντιμέτωπους με αυτά που συντηρούσε η παράδοση της ρεαλιστικής σχολής. Η ύπαρξη του προβλήματος αυτού και η μεγάλη βοήθεια των φωτισμένων δασκάλων Κεφαλληνού—Παρθένη ομαδοποίησε την απόφαση ορισμένων καλλιτεχνών να ακολουθήσουν στην Τέχνη και στη ζωή ένα δρόμο τελείως νέο για την ως τότε αστικοευγενέστατη νοοτροπία των συμβιβασμών στους οποίους είχαν ενταχθεί οι γνωστότεροι, με μοναδική εξαίρεση τους Χαλεπά και Μαλέα, καλλιτέχνες.
Έτσι μια ομάδα ζωγράφων-χαρακτών ανάμεσα στους οποίους μοναδική γυναίκα η Κατράκη προχώρησαν σε ένα προβληματικό εξπρεσιονισμό, σε μια νέα φάση της νεοελληνικής χαρακτικής, που πρέπει να θεωρηθεί, μετά την προσφορά του Γαλάνη, ως η πιο δημιουργική στην ιστορία της νεοελληνικής χαρακτικής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει για τον ιστορικό της τέχνης η χρονολογία γεννήσεως όλων αυτών των χαρακτών. Είναι γεννημένοι μετά το 1910 και μεγαλωμένοι στα χρόνια που σημάδεψε η Μικρασιατική Καταστροφή. Η Κατράκη, που πολλές φορές ένιωσε το ξερίζωμα, μορφοποίησε σε εικόνες γεμάτες από την πίκρα, τη στέρηση, τη σκλαβιά και την αδικία. Η επαφή της με την τέχνη του Κεφαλληνού της έδωσε την τεχνική γνώση της χαρακτικής που έσμιξε με το πραγματικό μεγάλο ζωγραφικό και σχεδιαστικό της χάρισμα.
Πολύ συχνά ή Κατράκη υπηρέτησε με την τέχνη της τους ιδεολογικούς στόχους και τους κοινωνικούς σκοπούς όπου τάχτηκε τα χρόνια των σπουδών της. Ποτέ όμως, ακόμα και σε αφίσες ή ημερολόγια περιστασιακά δεν κινήθηκε σε διαφορετικό ποιοτικό επίπεδο απ’ αυτό της υψηλής σαραντάχρονης δημιουργίας της.
Εκείνο πού σφραγίζει το έργο ενός καλλιτέχνη δεν είναι βέβαια οι στόχοι και το μήνυμα, η ευαισθησία για τον άνθρωπο και την ύπαρξή του, αλλά ο τρόπος της ενσαρκώσεως του ιδανικού του, η μορφή της μεταδόσεως, το αποτέλεσμα μιας αισθητικής επικοινωνίας μέσα στο πλαίσιο αυτών των ιδεών και των μαχητικών πιστεύω. Άνθρωποι που με τη μορφή, τη στάση, τη ραδινή τους υπόσταση, τον παλμό της πάλης του άσπρου-μαύρου εκφράζουν τα ερωτηματικά για την υπόστασή τους στην κοινωνία, δεν χρειάζεται να φέρουν σύμβολα, να χειρονομούν, να διαμαρτύρονται. Η λυγερή αγέρωχη μορφή που επιμηκύνεται εξπρεσιονιστικά, που δένει τα χέρια της κατά τον τρόπο του αρχαίου ελληνικού ειδωλίου, που συσπειρώνεται, στέκεται σιωπηλά κοντά στον συνάνθρωπο, είναι η ίδια μαρτυρία, η ίδια σκλαβιά, η ίδια πόνος, η ίδια όμως εγκαρτέρηση, επιμονή και μάχη. Δυό μόνο στοιχεία χωρίς παλμό και ζέστη, το μαύρο και το άσπρο, γίνονται στα χέρια της Κατράκη οι εύγλωττοι δημιουργοί αυτής της βαθιάς εσωτερικότητας που φτάνει στην κάθαρση μιας ψυχής καρτερικής αλλά αδούλωτης. Δεν υπάρχουν πρόσωπα που συσπώνται, που εξανίστανται γιατί τα χαρακτηριστικά δεν ενδιαφέρουν, αφού οι κηλίδες του μαύρου-άσπρου πού δυναμώνει, σβήνει, εξαφανίζεται, επανέρχεται, βαθαίνει και ρηχαίνει έχουν αναλάβει με δυναμισμό την έκφραση των συναισθημάτων που δονούν και πάλουν και όμως συγκρατούνται σε μια μεγαλειώδη αξιοπρέπεια. Απόλυτα πρωτοποριακή η παρουσία της μορφής της Κατράκη, φορτωμένη με όλα τα λαϊκά αιτήματα, φωνή διαμαρτυρίας για τα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου και όμως παραδοσιακή στο συγκρατημένο μεγαλείο της σαν τις μορφές των αρχαίων ελληνικών επιτύμβιων που πονούν βαθιά και όμως στέκονται σοβαρές και αμίλητες προβάλλοντας το μεγαλείο τής ψυχής και την υπεροχή του πνεύματος. Και ακόμα πόσο βγαλμένο απ’ αυτόν τον τόπο είναι αυτό το φως, αυτή η λάμψη που διαπερνά τα σώματα, τα ενεργοποιεί και το εξαϋλώνει. Απίστευτο φαίνεται ίσως να μπορεί κανείς με το παιχνίδι του μαύρου-άσπρου να φωτίζει τόσο τις επιφάνειες σα να διαπερνούνται από τον καυτερό ήλιο τούτης της φωτεινής μας γης. Και όμως το μαύρο δεν είναι το πηχτό και σκοτεινό του απελπιστικού ερέβους γιατί είναι παντρεμένο τόσο με τη λάμψη του άσπρου, που δημιουργείται η εντύπωση ότι τα δυό αυτά στοιχεία συμφώνησαν κανένα να μην δώσει στο άλλο την πρωτοπορία. Οι στιγμές τού μαύρου, με την απελπισμένη ατμόσφαιρα που φέρει μαζί του, δεν προφταίνουν καν να δηλώσουν την παρουσία τους και μια αποκαλυπτική στιγμή γεμάτη ελπίδα και φως τις διαδέχεται, τις αναιρεί ακόμα όμως, παράξενο βέβαια, τις ενισχύει. Έτσι η μορφή στέκεται εκεί γεμάτη προβληματισμούς, φέρει τη μοίρα της και γίνεται έκφραση, καημός, ποτέ όμως μοιρολόι. Οι ραδινές αυτές μορφές με τους επιμηκυσμένους λαιμούς δεν μοιάζουν καθόλου με τις αντίστοιχες φορμαλιστικές εκφράσεις δυτικοευρωπαίων ζωγράφων και γλυπτών. Γιατί εκεί λείπει αυτή η συγκρατημένη εγκαρτέρηση, η απόλυτη ισορροπία του πάθους και της ανατάσεως, η αυξομείωση του όγκου των μελών της μορφής που δονείται από τις εντάσεις όπως μια αρχαία κολώνα και ακόμα, εκεί όπου απεικονίζονται, τα μεγάλα ανοιχτά μάτια που φανερώνουν τον κόσμο της ψυχής.
Και εκεί που η Κατράκη ξεχνάει τους πόνους της ζωής και αποδίδει απλές εικόνες με χάρη και δροσιά, τα κορίτσια, τους ψαράδες, τα παιδιά, πάλλονται στον ήλιο, σφύζουν από έναν οπτιμισμό δυνάμεως που ποτέ δεν αποβάλλουν. ‘Εξάλλου όλα τα μέσα αυτής της τέχνης του χαράγματος βάζει στην υπηρεσία της η καλλιτέχνης για να πετύχει αυτή τη λαμπράδα του ήλιου. Ξύλο πλάγιο, όρθιο και μια νέα κατάκτηση τον ψαμμίτη λίθο που επιτρέπει αυτό το ξεχωριστό πάντρεμα τού μαύρου και τού άσπρου, ακόμα όμως και το άπλωμα στο χώρο, την ανάταση, το μεγαλείο. Βραβείο λιθογραφίας στη Μπιεννάλε του 1966, παραμένει σαν άνθρωπος σεμνή και εσωτερικά οικεία. Εξάλλου ποιος μπορεί να πει ότι η Τέχνη δεν είναι το απείκασμα μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας που έχει πάντα κάτι να δώσει και να πάρει;
Σύμφωνα μ’ αυτές τις εσωτερικές παρορμήσεις ο καλλιτέχνης ψάχνει και τα εκφραστικά του μέσα για να φτάσει στο αισθητικό αποτέλεσμα που του ανταποκρίνεται. Η τέχνη δεν είναι τεχνική. Γιατί τότε όλα τα τεχνικά επιτεύγματα θα είχαν κάτι από την υψηλή πνοή της τέχνης. Είναι όμως μέσο που υπηρετεί και δαμάζεται μόνο από την εκφραστική δύναμη του καλλιτέχνη. Στις μεγάλες πέτρες τής Κατράκη όχι μόνο μορφή, πόνος, διαμαρτυρία, εγκαρτέρηση, φως, είναι στοιχεία αυτονόητα, αλλά ακόμη και ο χώρος, αυτό το ανάπτυγμα μέσα στον λευκό τάπητα, υπάρχει αβίαστα, αναπτύσσεται με απλοχεριά και μεγαλοπρέπεια όσο και οι ίδιες οι μορφές, οι ευαίσθητες αυτές παρουσίες.
Μεγάλο ανάπτυγμα του χώρου με άπλετο φως που αντανακλάται από την άσπρη αύτή επιφάνεια και μορφή ιριδίζουσα, γεμάτη παλμό, πάθος και εσωτερική σοβαρότητα, χαρακτηρίζουν το έργο της Κατράκη, ένα χαρακτικό έργο, που φέρει τη σφραγίδα των εμπνευσμένων ειλικρινά ζωγράφων.
2. Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα, «Η Βάσω Κατράκη», Από το Λεύκωμα “Βάσω Κατράκη – Χαρακτική 1940-1980”, Αθήνα, Φεβρουάριος 1980
Με τη Βάσω Κατράκη, τη χαράκτρια που τιμήθηκε εφέτος με το βραβείο λιθογραφίας στη Biennale της Βενετίας (1966), συμβαίνει τούτο το παράδοξο: Πολύ πριν από την καθιέρωσή της στους διεθνείς καλλιτεχνικούς κύκλους, καθιέρωση επικυρωμένη από αλλεπάλληλες τιμητικές διακρίσεις, είχε κιόλας κατακτήσει μιαν ολότελα ξεχωριστή θέση στη συνείδηση του κοινού. Το μεθυστικό αίσθημα αυτής της πρώτης, ευδόκιμης καλλιτεχνικής εμπειρίας δε στάθηκε εν τούτοις ικανό να ταράξει την ευθύγραμμη, γεμάτη επώδυνους αναβαθμούς, πορεία του έργου της. Πουθενά δε σε σταματούν ίχνη αυταρέσκειας ή ναρκισσισμού, συμπτώματα που παρακολουθούν συχνά την αναγνώριση ενός καλλιτέχνη, όταν θέλοντας να διατηρήσει το καλλιτεχνικό είδωλο που έχει μορφωθεί στη συνείδηση του κοινού, καταδικάζεται στην αυτοεπανάληψη και στο μαρασμό. Αντίθετα η Βάσω προχώρησε αποφασιστικά και δοκίμασε τη χαρά να δει το κοινό της να την ακολουθεί, να συμπορεύεται μαζί της, να την επιδοκιμάζει. Κι είναι ίσως κι αυτό μια απόδειξη της εσωτερικής αναγκαιότητας αυτής της πορείας, των επιτακτικών λόγων που την υπαγόρευαν και πού γινόταν αισθητοί και συνακόλουθα κατανοητοί και αφομοιώσιμοι όχι μόνο από την ίδια τη χαράκτρια, αλλά και από το δέκτη του έργου της.
Η Βάσω, γεννημένη και ζυμωμένη ως το κόκκαλο με το λαό, νανουρισμένη από τους μυθικούς και τους ανθρώπινους καημούς της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, είχε φορτίσει την οπτική και συγκινησιακή της πείρα με μνήμες, όπου ο απλός, ο καθαρός και ευθύγραμμος στην αγωνία του για το “άγιον ήμαρ” λαός κυριαρχούσε. Και τούτος ο λαός του μόχθου, της μικρής μα άγιας θλίψης, της πείνας, της αρρώστιας, της ασφυξίας της χαμοζωής, μα και της ασύνορης λεβεντιάς του την κάλεσε κοντά του να τον τραγουδήσει με επικούς, ελεγειακούς και λυρικούς ρυθμούς. Η χαρακτική είναι μια τέχνη αληθινά ασκητική στην αυστηρότητά της. Προορισμένη να μιλήσει με τη μεσολαβητική γλώσσα ενός στέρεου υλικού είναι υποχρεωμένη να σεβαστή το ιδίωμά του. Την ξεχωριστή του υπόσταση, την ιδιοτυπία του. Η ύλη εδώ δεν είναι μόνο φέρον στοιχείο της μορφής αλλά και θεμελιακό γενετικό της σύνδρομο. Η συμμετοχή της στο αισθητικό αποτέλεσμα είναι άμεση και κυριαρχική. Ο χαράκτης αντιμετωπίζει πολλαπλούς κινδύνους στην κρίσιμη μάχη που δίνει μαζί της. Οι αμεσότερα απειλητικοί είναι να την αγνοήσει, να την διαψεύσει ή να την μεταπλάσει σε κάτι άλλο. Και οι τρεις είναι θανάσιμοι για τις εγγενείς αξίες της τέχνης του. Η κρίσιμη ισορροπία μορφής και ύλης, η πειθαρχία της ύλης στους εκφραστικούς λόγους της μορφής, η εκμετάλλευση των “σημαντικών” δυνατοτήτων της πρώτης για την ανάδειξη της δεύτερης, συνιστούν βασικές προϋποθέσεις για την ευτυχή έκβαση αυτής της αμφίβολης μάχης.
Ο επόμενος αναβαθμός της χαρακτικής άσκησης έγκειται στον περιορισμό τού χρώματος στο άσπρο μαύρο. Ο χαράκτης υποχρεώνεται από τους ίδιους τους νόμους της τέχνης του να υποβάλει την εκφραστική του ορμή στον έλεγχο μιας δεδομένης χρωματικής αρχής. Ο νόμος της ασπρόμαυρης επιφάνειας, όχι μόνο ελέγχει και πειθαρχεί την πλημμυρίδα των συναισθημάτων του άλλ’ απαιτεί μία κρίσιμη διαιτησία για τη διατήρηση της ζωτικής ισορροπίας των δύο αντιθέσεων. Το σοφά ζυγισμένο παιχνίδι της γραμμής και του πλάνου, η λογική εναλλαγή των τόνων και πάνω απ’ όλα η εγκυρότητα της φόρμας και η κατάνευση της φέρουσας ύλης στο αισθητικό αποτέλεσμα είναι θεμελιακές προϋποθέσεις για ένα γνήσιο χαρακτικό έργο. Η αυτοπειθαρχία, η εγκράτεια, η ακοίμητη επιστασία του λόγου στην κίνηση του χεριού, είναι, συνακόλουθα, τα καθοριστικά γνωρίσματα του λειτουργού αυτής της δύσκολης τέχνης. Αυτή ακριβώς η ανέκκλητη αυστηρότητα δικαιολογεί το γεγονός ότι οι περισσότεροι χαράκτες ήταν πρώτ’ απ’ όλα ζωγράφοι.
3. Κώστας Σταυρόπουλος, Βάσω Κατράκη – Κορυφαία ποιήτρια του εικαστικού λόγου, που Χάραξε στην πέτρα την τραγική μοίρα του λαού και τη μάχη για ελευθερία.
Δεν θα μπορούσα να πείσω κανέναν αν ισχυριζόμουν ότι η μεγάλη χαράκτρια του κόσμου Βάσω Κατράκη-Λεονάρδου ανήκει στην αθέατη πλευρά της ιστορίας, από την άποψη της ευρείας δημοσιότητας.
Άλλωστε, ποια Βάσω; Η Βάσω Κατράκη που έχει πάρει 4 πρώτα διεθνή βραβεία, από τα οποία το τέταρτο, το σημαντικότερο, είναι αυτό που πήρε το 1966 στη Διεθνή Μπιενάλε της Βενετίας. Βραβείο που έπαιρνε για πρώτη φορά μικρή χώρα, κεραυνός εν αιθρία, γιατί αυτά τα βραβεία τα νέμονταν πάντα οι μεγάλες χώρες.
Τιμητικά φιλοξενεί σήμερα τη Βάσω στις σελίδες της η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς, που αν ζούσε, σίγουρα αυτή την εφημερίδα θα κρατούσε στα χέρια της. Γεννήθηκε το 1916 και απεβίωσε το 1988, 74 χρονών, στην Αθήνα.
Από το 1936 μαζί με τον άντρα της, γιατρό Γιώργο Κατράκη, αντέδρασαν κατά της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Φοιτητές οι δυο τους τότε κι εν συνεχεία έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση κι αμέσως μετά τη λεγόμενη απελευθέρωση.
Ακολούθησαν τα 3 τραγικά χρόνια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα 1946-’49. Τότε ίδρυσε η κυβέρνηση τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Μακρονήσου και Γιούρας, τόποι φιλοξενίας ανείπωτων βασανιστηρίων των πολιτικών κρατουμένων κι εξόριστων. Θύματα τα άτομα της ιδεολογικοπολιτικής Αριστεράς, προκειμένου με βίαιο τρόπο να αποκηρύξουν τις ριζοσπαστικές κοινωνικές ιδέες τους. Ιστορική μαρτυρία και μνημική οδύνη για μας που ζήσαμε τα γεγονότα και ήπιαμε ολόγιομο το ποτήρι, απόμακρη μνήμη που δεν έζησαν και δεν θυμούνται οι σημερινοί νέοι της Ελλάδας.
Τη Βάσω τη γνώρισα καλύτερα ως συγκρατούμενή μου στη Γυάρο, θύμα κι αυτή της απριλιανής χούντας των συνταγματαρχών του 1967. Εντυπωσίαζε 7.000 πολιτικούς κρατούμενους το ήθος της τέχνης της κι ο άδολος χαρακτήρας της, ευτυχής συνδυασμός εναρμόνισης τέχνης κι ανθρώπου κι αυτό μου δίνει την ευκαιρία να την αποκαλέσω, ανεπιφύλαχτα, λαόθεν αρχόντισσα.
Ενταγμένη αρχικά, ιδεολογικά και πολιτικά, στην κομμουνιστική Αριστερά, πέρασε αργότερα στην ευρωκομμουνιστική πτέρυγα και μετά στις ολάνοιχτες ανάσες της Αριστεράς. Κι αυτό γιατί ήθελε να μην ξεχνά τα 150 χρόνια διαδρομής της παραγωγής πολιτισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Απελευθερωτικό πέρασμα
Το έργο της, μοναδικό αυτών των ιδεολογικών οράσεων, συγκεντρώνει πάνω του τη βαθιά και μακραίωνη ελληνοευρωπαϊκή εικαστική παιδεία. Το 1952 αφήνει πίσω τη χαρακτική στο παραδοσιακό ξύλο και περνάει τη χαρακτική στο σκληρό υλικό, την πέτρα, μοναδική στον κόσμο γι’ αυτό. Τότε άφησε πίσω και τη γραφή του παραστατικού κοινωνικού ρεαλισμού αλά ελληνικά. Η πέτρα της έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία, μετά το 1952, να υιοθετήσει τη μερική αφαίρεση, απόκλιση προς τη γραφή της κυκλαδικής τέχνης.
Δεκαπέντε χρόνια δούλεψε στο ξύλο και 35 χάραξε στην πέτρα. Σημαντική η δεύτερη περίοδος της δουλειάς της κι υπάρχει λόγος γι’ αυτό: Γιατί η Βάσω περνώντας τη χαρακτική από το ξύλο στην πέτρα απελευθέρωσε το μέγεθος του χαρακτικού ανάτυπου και το αυτονόμησε αισθητικά, καθιστώντας το ισότιμο με το πρωτότυπο έργο της ελαιογραφίας. Έτσι έβγαλε τη χαρακτική από την ομηρία της τυπογραφίας κι από τη δουλεία της διαφήμισης.
Με τη χαρακτική στην πέτρα παρήγαγε μεγάλες εικαστικές μνημειακές επικές συνθέσεις. Σ’ αυτή τη φάση εκμεταλλεύεται με οξυδέρκεια την ελληνική μυθολογία, επιλέγοντας για εικαστικά της είδωλα την Αντιγόνη, τον Ίκαρο σε πτώση, τον Τρίτωνα, την Ηλέκτρα, τη μητρότητα, τις γυναίκες αντιστεκόμενες μπροστά στα όρθια μαχαιρωτά ματωμένα βράχια της Γυάρου, ανθρώπινα σώματα, έγκλειστα και ακρωτηριασμένα μέσα σε αγκαθωτά συρματοπλέγματα και τα ψηλόλιγνα εικαστικά είδωλά της συγκεντρώνουν στους κάθετους άξονές τους τα βαριά τραγικά φορτία σε επικό μέγεθος της αισχύλειας και σοφόκλειας αττικής τραγωδίας.
Σ’ αυτό το σημείο δίνει την ψευδή εντύπωση ότι μοιάζει με τα εικαστικά είδωλα του Τζακομέτι και τις εικαστικές συνθέσεις των ψηλόλιγνων αγαλμάτων της κυκλαδικής τέχνης. Εντυπωσιάζει, επίσης ψευδώς, ότι το χαρακτικό της ανάτυπο μοιάζει να κινείται στο τρισδιάστατο χώρο της γλυπτικής. Κλείνω την παρένθεσή μου αναφέροντας πως το χαρακτικό έργο της Βάσως πάνω στην πέτρα, την προσδιορίζει ως τη μεγάλη σύγχρονη τραγωδό του εικαστικού λόγου των μορφών του ελληνοευρωπαϊκού πολιτισμού.
Στη Βάσω έμελλε να κλείσει με τη χαρακτική στην πέτρα τα 500 χρόνια διαδρομής της χαρακτικής στο ξύλο. Η 15χρονη θητεία της χαράσσοντας στο ξύλο κινήθηκε στην ιστορική μαρτυρία και την κοινωνική τοιχογραφία του εργαζόμενου βαριά μεροκαματιάρη ψαρά Πικρή και ρέμπελη ζωή και των εργαζόμενων νυχτοήμερα ανθρώπων στα χωράφια Μεροδούλι-μεροφάι.
Ως προς το τοπίο του Αιτωλικού, γενέτειρα πόλη της χαράκτριας, και το Μεσολόγγι δίπλα του, το ζωγράφισε με χαμηλούς ορίζοντες μπαίνοντας το θαλάσσιο και το χερσαίο τοπίο το ένα μέσα στ’ άλλο ερωτικά. Οι αλλεπάλληλοι ορίζοντες επεκτείνονται από το Αιτωλικό και πέρα απ’ το Μεσολόγγι, κυλώντας σε μουσική ποιητική ροή. Μόνο τα τηλεγραφόξυλα σπάζουν αυτή τη ροή των οριζόντων, ενώ τα σκάφη, γαΐτες, πρυάρια, σταφνοκάρια χαϊδεύουν ψιθυριστά με ήχους και χρώματα την ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας, λυρικές εικόνες του εικαστικού λόγου των μορφών παρόμοιες με του Κωστή Παλαμά τους στίχους.
Χαρισματική καλλιτέχνις
Η Βάσω ήταν φίλη του Άγγελου Σικελιανού, του Κώστα Βάρναλη, θαύμαζε ιδιαίτερα τη γραφή του Κώστα Χατζόπουλου, ήταν φίλη του Ρίτσου και του Νικηφόρου Βρεττάκου. Ο Παλαμάς κι ο Μαλακάσης ήταν συμπατριώτες της.
Με λίγα λόγια, ήταν η ίδια η καλλιτεχνική, πολιτική και ιδεολογική συνείδηση του επαναστατημένου ακραία 20ού αιώνα, γι’ αυτό και έκλεισε τον 50χρονο κύκλο της δουλειάς της με μια τελευταία έκθεση στην Αθήνα, έκθεση ως σπάραγμα μνήμης, ελεγείων και θρήνων για όλους εκείνους που θυσιάστηκαν γι’ αυτήν την κοινωνική ιδεολογία (1850-1988). Έτσι η σκυτάλη της καινούργιας ηλεκτρονικής τεχνολογικής κοινωνικής επανάστασης πέρασε στα χέρια του 21ου ηλεκτρονικού αιώνα.
Η Βάσω, απλώς σας το θυμίζω, ήταν χαρισματική εικαστική καλλιτέχνις του αυτονομημένου αισθητικά ζωγραφικού σχεδίου. Ίδια με τον Χαλεπά, τον Καπράλο, το Στέρη, τον Μπουζιάνη, το Διαμαντόπουλο, τον Πικάσο, τον Τζακομέτι, το Μοντιλιάνι, τον Μουρ και τον Τάτλιν.
Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει κι ένα βιβλίο(1) με τα βότσαλα που ζωγράφισε με μαύρο μαρκαδόρο στη Γυάρο. Αυτό το απλό και το απέριττο μέρος της δουλειάς της συγκίνησε ιδιαίτερα το κοινό αλλά και τον κάθε συγκρατούμενό της που έτυχε να κρατήσει στα χέρια του ένα απ’ αυτά τα βότσαλα, αντικείμενο προσευχής τελικά, αφού η Βάσω κατάφερε να βγάλει την ψυχή της πέτρας στο φως. Δεν θα σας πω περισσότερα γι’ αυτό, αφού γρήγορα θα εκδοθεί το βιβλίο.
Αυτά τα βότσαλα εξαπάτησαν την αυστηρή λογοκρισία των συνταγματαρχών της στρατιωτικής χούντας της 21ης Απριλίου 1967. Είχαν μεταβληθεί σε ιερή επικοινωνία, στέλνοντάς τα ο κάθε κρατούμενος στο σπίτι του, δείγμα ότι υπάρχει και πού υπάρχει, βεβαιώνοντας αυτό με την υπογραφή της η Βάσω στο πίσω μέρος του κάθε βότσαλου.
Ηλεκτρονικές πηγές:
http://www.vassokatraki.gr
http://el.wikipedia.org
http://katrakivasso-museum.gr/
http://www.eikastikon.gr/xaraktiki/katraki.html
http://www.makthes.gr
http://edromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου