Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Χαράλαμπος Θεοδωρίδης: Ενας δάσκαλος που αγαπούσε τα νιάτα

Σαν σή­με­ρα 18 Νο­εμ­βρί­ου 1957 πε­θαί­νει ο κα­θη­γη­τής φι­λο­σο­φί­ας Χα­ρά­λα­μπος Θε­ο­δω­ρί­δης, στα­θε­ρά στην πλευ­ρά του ιστο­ρι­κού υλι­σμού (γεν­νή­θη­κε στα 1883 στην Και­σά­ρεια της Καπ­πα­δο­κί­ας).
«Φοί­τη­σε στην Φι­λο­σο­φι­κή Σχολή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών ώρι­μος, ύστε­ρα από την θη­τεία του σε Σχο­λεία Ελ­λη­νι­κών Κοι­νο­τή­των της Μι­κρα­σί­ας. Η με­τεκ­παί­δευ­σή του στα Πα­νε­πι­στή­μια του Μο­νά­χου και της Λει­ψί­ας (1915-1919) τον έφερε κοντά στην μήτρα των σύγ­χρο­νων φι­λο­σο­φι­κών κι­νη­μά­των.
Επι­στρέ­φει στην Ελ­λά­δα και συ­ντάσ­σε­ται με τους πρω­τερ­γά­τες του Εκ­παι­δευ­τι­κού Ομί­λου, ερ­γά­ζε­ται για την ανα­νέ­ω­ση της παι­δεί­ας και την απε­λευ­θέ­ρω­σή της από την μι­κρό­νοια του Ελ­λα­δι­τι­σμού. (Η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή τον βρί­σκει Κα­θη­γη­τή της Ιστο­ρί­ας του Νε­ώ­τε­ρου Πο­λι­τι­σμού στο Δι­δα­σκα­λείο Μέσης Εκ­παι­δεύ­σε­ως).
Από το 1926 ήταν Κα­θη­γη­τής της Φι­λο­σο­φί­ας στο νε­ο­σύ­στα­το (τότε) Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης» ( «Δια­βά­ζω», Άνοι­ξη 1977 – ανα­δη­μο­σί­ευ­ση στο δια­δί­κτυο Κώ­στας Π. Πα­ντε­λό­γλου)
Για να γνω­ρί­σου­με κα­λύ­τε­ρα τον Χα­ρά­λα­μπο Θε­ο­δω­ρί­δη επι­λέ­ξα­με να ανα­δη­μο­σιεύ­σου­με ένα κεί­με­νο του Αση­μά­κη Παν­σέ­λη­νου από την Αυγή, λίγες μέρες μετά το θά­να­το του Χ. Θε­ο­δω­ρί­δη.

* * *
Ενας δά­σκα­λος που αγα­πού­σε τα νιάτα

Όπως φυ­σού­σε ο νο­τιάς και πέ­φταν ανά­ρια οι στά­λες της βρο­χής, στον πε­ρί­βο­λο του Α’ Νε­κρο­τα­φεί­ου, πλη­σί­α­σα μια στιγ­μή τον Κώστα Βάρ­να­λη που πε­ρι­διά­βα­ζε σκε­φτι­κός μέσα στη με­λαγ­χο­λι­κή γρα­φι­κό­τη­τα του το­πί­ου. Εί­χα­με πάλι συ­γκε­ντρω­θεί να κα­τευο­δώ­σου­με για τον κόσμο της μνή­μης, τον Χα­ρά­λα­μπο Θε­ο­δω­ρί­δη.

– «Ενας ένας οι καλοί», μουρ­μού­ρι­σε ο ποι­η­τής, καθώς του χτυ­πού­σα φι­λι­κά τον ώμο και πα­ρα­δό­θη­κε πάλι στους συλ­λο­γι­σμούς του. Κι εγώ άρ­χι­σα να σκέ­φτο­μαι την ιστο­ρία όλης αυτής της γε­νιάς του Χα­ρά­λα­μπου Θε­ο­δω­ρί­δη, που για πολλά χρό­νια θα μεί­νει ανε­πα­νά­λη­πτη. Γιατί και το είδος και η ποιό­τη­τα των αγω­νι­στών εξαρ­τιέ­ται πάντα πολύ από το στά­διο που βρί­σκε­ται ο αγώ­νας που κά­νουν.

Δη­μιουρ­γή­μα­τα του επι­στη­μο­νι­κού σο­σια­λι­σμού και του κοι­νω­νι­κού ανα­βρα­σμού που τον ακο­λού­θη­σε, στο τέλος του πε­ρα­σμέ­νου και στις αρχές του τω­ρι­νού μας αιώνα, ο Χα­ρά­λα­μπος Θε­ο­δω­ρί­δης και η γενιά του, ασχέ­τως ιδε­ο­λο­γι­κών απο­χρώ­σε­ων, ήταν οι άν­θρω­ποι που ξέραν πως έπρε­πε να πο­λε­μή­σουν, να θυ­σια­στούν και να δώ­σουν, χωρίς την ελ­πί­δα της απο­λα­βής, Δεν είχαν να πε­ρι­μέ­νουν άλλη ικα­νο­ποί­η­ση οι ιδε­ο­λο­γι­κοί αυτοί ακρο­βο­λι­στές του σο­σια­λι­σμού, έξω από το βραδύ – ση­μειω­τό κά­πο­τε, βήμα, που έκανε ο αγώ­νας τους. Ξε­κί­νη­σαν με την ελ­πί­δα της επι­κρά­τη­σης μα­κρι­νή – έξω απ΄ τα όρια της ζωής τους, άσχε­τα αν πολ­λοί α[‘ αυ­τούς είχαν την ευ­τυ­χία στα τε­λευ­ταία τους χρό­νια να δουν το ιδε­ώ­δες τους να επι­κρα­τεί έξω απ’ τα όρια της χώρας τους.

Η ουσία του πράγ­μα­τος δεν αλ­λά­ζει. Στην γενιά του Χα­ρά­λα­μπου Θε­ο­δω­ρί­δη, έμει­νε η αγνό­τη­τα του αγω­νι­στή, που δεν ζη­τά­ει την επι­δο­κι­μα­σία του παρά μέσα σ’ ένα αγώνα, που η νίκη του είναι βέ­βαιη, αλλά μα­κρι­νή. Βρί­στη­κε κι αυτός με τη σειρά του, σα­μπο­τα­ρί­στη­καν τα βι­βλία του, παύ­τη­κε δύο φορές από το Πα­νε­πι­στή­μιο και έζησε σε μια απο­μό­νω­ση από τον κα­θε­στω­τι­κό πνευ­μα­τι­κό κόσμο της χώρας. Αυτό είναι το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του νε­κρού που μας άφησε.

Ο Χα­ρά­λα­μπος Θε­ο­δω­ρί­δης μ’ όλη την ήρεμη και τη μει­λί­χια εμ­φά­νι­σή του, ήταν στο βάθος ένας στο­χα­στής αδιάλ­λα­χτος. Υλι­στής χωρίς αμ­φι­τα­λα­ντεύ­σεις, είδε στην ιστο­ρία, μόνο τον αγώνα του φτω­χού για απε­λευ­θέ­ρω­ση και την προ­σπά­θεια του δυ­νά­στη να τον κρα­τή­σει όσο μπο­ρεί πιο σφι­χτά στα δεσμά του κι αγνό­η­σε όλα τα άλλα δια­κο­σμη­τι­κά στοι­χεία, με τα οποία την στο­λί­ζουν οι συ­χνές αντι­φα­τι­κές πρά­ξεις του αν­θρώ­που. Στην ιδε­α­λι­στι­κή φι­λο­σο­φία, είδε μο­νά­χα το ιδε­ο­λο­γι­κό προ­πέ­τα­σμα του δυ­νά­στη και θυ­μού­μαι τον τρόπο που έκοβε το συ­νο­μι­λη­τή του, όταν στις μα­κριές συ­ζη­τή­σεις του κύ­κλου, που πά­ντο­τε τον τρι­γύ­ρι­ζε, τολ­μού­σε κα­νείς να εξά­ρει μια κάπως προ­ο­δευ­τι­κή ιδέα ή άποψη για την ιδε­α­λι­στι­κή φι­λο­σο­φία. Κι όλα αυτά μες στο πλαί­σιο μιας απέ­ρα­ντης κα­τα­νό­η­σης γα τον άν­θρω­πο, μιας πνευ­μα­τι­κό­τη­τας που έδινε στα δια­νο­ή­μα­τα του διαύ­γεια και γοη­τεία και μια αγά­πης προς την ελευ­θε­ρία που την συ­νό­δευε η ορι­στι­κή κα­τα­δί­κη του πα­λιού κό­σμου. Τί­πο­τα απ’ αυτόν δεν ανέ­χο­νταν. Κά­πο­τε έγρα­ψε κά­ποιο δο­κί­μιο για τις μο­ντέρ­νες τά­σεις στην τέχνη και στη φι­λο­σο­φία (υπαρ­ξι­σμός, σου­ρε­α­λι­σμός κλπ) που επι­κρα­τού­σαν στη δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη και κα­τέ­λη­γε με τη φράση: «Το ερώ­τη­μα σ’ όλους αυ­τούς τους κυ­ρί­ους είναι τε­λι­κά, τι ψη­φί­ζεις κου­μπά­ρε;». Και αν σας απα­ντή­σει πως ψη­φί­ζει αρι­στε­ρά, τονε ρώ­τη­σα; Τότε κι εγώ θα του πω πως σύ­ντο­μα θα πάψει να ‘ναι υπαρ­ξι­στής.

Είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του πρώ­του ξε­κι­νή­μα­τος των ιδε­ο­λο­γι­κών αγώ­νων, η αδιαλ­λα­ξία του Χα­ρά­λα­μπου Θε­ο­δω­ρί­δη. Όταν οι αγώ­νες μπαί­νουν στο στά­διο της επι­τυ­χί­ας γί­νε­ται ανά­γκη ζω­τι­κή ο συμ­βι­βα­σμός και η αβα­ρία. Στη σκέψη του ο Θε­ο­δω­ρί­δης έμει­νε άκαμ­πτος μ’ όλη τη μει­λι­χιό­τη­τα, που τον χα­ρα­κτή­ρι­ζε ως άν­θρω­πο. Γι’ αυτό και το έργο του, που συ­χνό­τα­τα ήταν ο στό­χος των αντι­δρα­στι­κών, δε­χό­τα­νε κά­πο­τε επι­θέ­σεις και από κύ­κλους οι­κεί­ους, που κου­ρα­σμέ­νοι ζη­τού­σαν να βρουν κά­ποιο με­σο­πά­τω­μα.

Δεν κρίνω αυτή τη στιγ­μή το νεκρό δά­σκα­λό μας ως ιστο­ρι­κό και ως φι­λό­σο­φο μαρ­ξι­στή. Δεν είμαι ίσως αρ­μό­διος και δεν πι­στεύω και πως δεν έκανε λάθη. Καμιά σκέψη προ­σω­πι­κή δεν είναι αλά­θε­φτη και μόνο η σκέψη μιας επο­χής που ‘ναι συ­νι­στα­μέ­νη των προ­σω­πι­κών σκέ­ψε­ων μπο­ρεί να βρει με­ρι­κές βα­σι­κές αλή­θειες. Αυτή η υφή όμως της σκέ­ψης του Θε­ο­δω­ρί­δη, είναι που τον έφερε πάντα τόσο κοντά προς τους νέους . Δεν έχω δει άν­θρω­πο με πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση της νε­ό­τη­τας, δεν έχω δει άν­θρω­πο που να αι­σθά­νε­ται τόσο συγ­γε­νι­κά με τα νιάτα όσο αυτός ξε­κι­νού­σε για να κάνει εμπό­ριο – αρκεί να ξε­κι­νού­σε με κά­ποιο ζήλο. Πί­στευε ότι ο εν­θου­σια­σμός της νε­ό­τη­τας είναι ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος να βρει κα­νείς το σω­στό­τε­ρο δρόμο. Εφθα­νε όμως και στο ση­μείο να δι­καιο­λο­γεί και τις πιο απί­θα­νες πα­λα­βά­δες. Σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις έπαιρ­νε ένα χα­μό­γε­λο κα­λο­κά­γα­θο, που έκρυ­βε μια εν­δό­μυ­χη νο­σταλ­γία για τα νιάτα του πό­φυ­γαν κι έβρι­σκε κά­ποια απί­θα­νη, πολ­λές φορές σο­φι­στι­κή, δι­καιο­λο­γία ή ακόμα ένα πα­ρά­δειγ­μα ή ένα γνω­μι­κό από τις γνώ­σεις του για τον αρ­χαίο και το νε­ό­τε­ρο κόσμο, που ήταν ατέ­λειω­τες.

Συχνά εξη­γού­σε με­ρι­κούς εξω­φρε­νι­σμούς ως εφαρ­μο­γή φι­λο­σο­φι­κών θε­ω­ριών των αντι­πά­λων του στο πα­νε­πι­στή­μιο ή των κρι­τι­κών του και τότε κυ­ριαρ­χού­σε στην παρέα του μια ατμό­σφαι­ρα εξαί­ρε­τη. Σε όλα αυτά υπήρ­χε ένα χιού­μορ, μια ανοχή και μια κα­λο­σύ­νη. Υστε­ρα, σαν δά­σκα­λος που ήτανε, άρ­χι­ζε να ανα­λύ­ει το ζή­τη­μα και να βάζει τα πράγ­μα­τα στη θέση τους, πάντα φυ­σι­κά με πνεύ­μα φι­λο­νεϊ­κό. Το γε­γο­νός ότι ήσου­να νέος ήταν αρ­κε­τό, θα ‘λεγε κα­νείς, για να δι­καιω­θείς. Το γε­γο­νός ότι ήσου­να γέρος σε ετέ­βαλ­λε πάντα σε κα­τη­γο­ρού­με­νο. Γέ­ρα­σε, έλεγε για κά­ποιον, που ήθελε να αντι­κρού­σει μια γνώμη του, κι ν αυτό ήτανε αρ­κε­τό επι­χεί­ρη­μα. Συχνά έλεγε και ξα­νά­λε­γε μια γνώμη του Ανα­τόλ Φρανς. «Δεν υπάρ­χει γενεά αν­θρώ­πων που να μην πρό­βλε­ψε την κα­τα­στρο­φή του κό­σμου εξαι­τί­ας τις στρα­βές αντι­λή­ψεις που εί­χα­νε οι νε­ό­τε­ροί της και μο­λα­ταύ­τα ο κό­σμος εξα­κο­λου­θεί να υπάρ­χει και να προ­ο­δεύ­ει».

Όταν τον γνώ­ρι­σα ήμουν ακόμη φοι­τη­τής. Θυ­μά­μαι πόσο θέ­λη­σε να με βοη­θή­σει και να μου δώσει κου­ρά­γιο για να πάρω το δί­πλω­μά μου. Ακόμα και γράμ­μα μου έγρα­ψε από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη να μην τις φο­βά­μαι τις εξε­τά­σεις. Εγώ έλεγε, έχω δώσει 42 φορές εξε­τά­σεις και ποιος ξέρει όσες θα δώσω ακόμα. Στα 1933 που κα­τέ­βη­κε στην Αθήνα να εκ­δώ­σει την Ει­σα­γω­γή στη Φι­λο­σο­φία, πλη­σί­α­σε πολύ την παρέα μου και κάθε τόσο ρω­τού­σε σ’ όλους μας κι έπαιρ­νε γνώ­μες πως θα ήταν κα­λύ­τε­ρα να γρά­ψει τούτη ή εκεί­νη τη φράση για να ‘ναι το κεί­με­νο σε γνή­σια δη­μο­τι­κή. Θυ­μού­μαι ακόμα και τις συ­ζη­τή­σεις που έκανε με τον εκ­δό­τη του, να ‘ναι φτηνή η τιμή του βι­βλί­ου για να μπο­ρούν και να τ’ αγο­ρά­ζουν οι φοι­τη­τές. Είχε τη μανία να με­τα­δί­δει αυτό που ήξερε και το θε­ω­ρού­σε αυτό σκοπό της ζωής του.

Όταν τυ­πώ­θη­κε η Ει­σα­γω­γή στη Φι­λο­σο­φία, θυ­μού­μαι, μου χά­ρι­σε ένα αντί­τυ­πό της και μού­γρα­φε πως μου το αφιε­ρώ­νει «με τις κα­λύ­τε­ρες ελ­πί­δες». Η αφιέ­ρω­ση αυτή από την πρώτη στιγ­μή δη­μιούρ­γη­σε μέσα μου ένα αί­σθη­μα ευ­θύ­νης πε­ρί­ερ­γης. Κι αυό δεί­χνει πως ο Θε­ο­δω­ρί­δης μ’ όλες τις πα­ρα­δο­ξο­λο­γί­ες του ήξερε σαν καλός δά­σκα­λος να κα­θο­δη­γεί τους μα­θη­τές του. Πέ­ρα­σαν από τότες 24 χρό­νια και στο με­τα­ξύ οι σχέ­σεις μου με το Θε­ο­δω­ρί­δη και στέ­νε­ψαν κι έγι­ναν και πιο οι­κεί­ες. Κι όμως, κάθε φορά που τον έβλε­πα και λίγες μέρες ακόμα πριν πε­θά­νει που περ­πα­τού­σα­με στην οδό Στα­δί­ου και τον άκου­γα να μι­λά­ει με εν­θου­σια­σμό για τις ερ­γα­σί­ες που ετοι­μά­ζει, είχα όπως πάντα το αί­σθη­μα πως δεν αντα­πο­κρί­θη­κα στις προσ­δο­κί­ες του.

Αυγή 26/11/1957



Για την αντι­γρα­φή Ηρα­κλής Κα­κα­βά­νης  atexnos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου