Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Rene Magritte: Βίωσα τη χαρά της ελευθερίας ζωγραφίζοντας τις πιο αντισυμβατικές εικόνες


Σαν σή­με­ρα 21 Νο­εμ­βρί­ου  
γεν­νή­θη­κε ο Βέλ­γος σου­ρε­α­λι­στής ζω­γρά­φος, Ρενέ Μα­γκρίτ

Νέες ερμηνείες σε γνωστά αντικείμενα αποτελούσαν προσφιλείς επιλογές στο έργο του Rene Magritte. Το έργο τέχνης δεν διαχωρίζεται από τη σκέψη, αλλά αντιθέτως είναι το ίδιο μια οπτικοποιημένη σκέψη υποστήριζε. Κάθε στιγμή είναι μια απρόοπτη ανακάλυψη, κάθε στιγμή φανερώνεται το απόλυτο μυστήριο του παρόντος. Ο κόσμος για τον Magritte είναι η αμφισβήτηση της κοινής γνώμης. Από τους κορυφαίους εκπροσώπους του σουρεαλισμού επέδρασε αναμφισβήτητα στην πορεία της σύγχρονης τέχνης και συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της ευρωπαϊκής διανόησης του 20ου αιώνα.

Ο Rene Magritte γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1898 στην πόλη Λεσσίν του Βελγίου. Σε ηλικία 14 ετών βίωσε το δράμα της αυτοκτονίας της μητέρας του. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες 1916 – 1918. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του γνώρισε τη Georgette Berger την οποία νυμφεύτηκε το 1922.
Έφυγε από τη ζωή στις 15 Αυγούστου 1967.

Παρουσιάζουμε σήμερα μια ομιλία που πραγματοποίησε ο Rene Magritte το 1938 και αναφέρεται σε παιδικές του αναμνήσεις που σαφώς επηρέασαν το έργο του.
Συμβάντα των παιδικών του χρόνων επηρέασαν καθοριστικά το μεγάλο καλλιτέχνη. Άλλωστε ο ίδιος έχει αναφερθεί σε τρεις παιδικές αναμνήσεις. Μια είναι αυτή που καταγράφεται στην ομιλία του.
Η άλλη αφορά σε ένα κλουβί δίπλα στην κούνια του. Έμοιαζε ένα πολύ μυστηριώδες αντικείμενο που σημάδεψε τις αναμνήσεις του και γέννησε το αίσθημα της ιδιομορφίας που το συναντάμε ξανά και ξανά στην ενήλικη ζωή του.Η τρίτη συνδέεται με την «αιχμαλωσία» ενός μπαλονιού που προσγειώθηκε στη στέγη του σπιτιού των γονιών του. Η όλη προσπάθεια να ξεμπλοκάρουν το μπαλόνι από τη στέγη σε συνδυασμό με την παιδική του φαντασία, του άφησαν εντυπώσεις που δεν ξεθώριασαν στο πέρασμα των χρόνων.

«Στα παιδικά χρόνια μου άρεσε να παίζω με ένα κορίτσι σε ένα παλιό εγκαταλειμμένο νεκροταφείο μιας επαρχιακής πόλης. Συνηθίσαμε να σηκώνουμε τις σιδερένιες πόρτες και να τρέχουμε στα υπόγεια οστεοφυλάκια. Κάποιο πρωινό μέσα από τους φεγγίτες του υπογείου το μοναδικό μέρος απ’ όπου έμπαινε φως, παρατήρησα έναν καλλιτέχνη να ζωγραφίζει στο δρόμο του νεκροταφείου.Το νεκροταφείο ήταν πολύ γραφικό με τις σπασμένες κολόνες και τους σωρούς από φύλλα.
Ο ζωγράφος είχε έρθει από την πρωτεύουσα. Η τέχνη του έμοιαζε μαγική και αυτός ο ίδιος μου φαινόταν να διαθέτει ένα θείο ταλέντο. Έμαθα αργότερα ότι αυτά που ζωγράφιζε μικρή σχέση είχαν με την καθημερινή ζωή. Όμως αυτή προσπάθεια και η θέλησή του να απελευθερωθεί χλευαζόταν από το κοινό. Δεν ήταν ο μόνος. Το ίδιο δεν συνέβη και τον Μιγέ, όταν ο «Εσπερινός» του χαρακτηρίστηκε σκάνδαλο για τον καιρό του; Ο ζωγράφος κατηγορήθηκε ότι έθιγε τους αγρότες με το να κάνει τα πορτρέτα των αγροτών ακολουθώντας τις προσωπικές του επιλογές. Ξεχνάμε ότι κάποιοι άλλοι ήθελαν να καταστρέψουν την «Ολύμπια» του Μανέ. Οι κριτικοί κατηγόρησαν και χλεύαζαν το Μανέ δείχνοντας τεμαχισμένες γυναίκες, γιατί ο καλλιτέχνης απεικόνιζε μόνο το πάνω μέρος του σώματος της γυναίκας που ήταν πίσω από το μπαρ (Un bar aux Folies-Bergère). Στις μέρες του Κουρμπέ κάποιοι «αποφάσισαν» ότι είχε πολύ κακό γούστο και ήταν φτωχός από ταλέντο.
Μπορώ να θυμηθώ άπειρα τέτοια παραδείγματα που ξεπερνούν κάθε φαντασία.
Όσον αφορά τους ίδιους τους καλλιτέχνες αρκετοί απ’ αυτούς εγκατέλειπαν ως ένα βαθμό την ελευθερία τους θέτοντας το ταλέντο τους στην υπηρεσία κάποιου. Κατά κανόνα ως καριερίστες υπέκυπταν στις ανασφάλειες τους και τις φιλοδοξίες τους. Διακατέχομαι από μεγάλη δυσπιστία για τους καλλιτέχνες και το έργο τους σε σχέση με τις επιλογές τους προκειμένου να αναγνωριστούν. Δεν είχα και δεν έχω τίποτε κοινό με αυτούς. Είχα ένα σημείο αναφοράς που με κρατούσε κάπου αλλού: είναι αυτή η μαγεία της τέχνης που είχα συναντήσει παιδί. Το 1915 προσπάθησα να ξανακερδίσω την ανεξαρτησία που θα μου επέτρεπε να δω τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μου επιβάλλουν. Είχα κάποιες ικανότητες γύρω από τη ζωγραφική. Είχα αποτραβηχτεί και μέσα στην απομόνωση μου πειραματίστηκα συνειδητά σε πράγματα διαφορετικά απ’ οτιδήποτε γνώριζα ως τότε για τη ζωγραφική. Βίωσα τη χαρά της ελευθερίας ζωγραφίζοντας τις πιο αντισυμβατικές εικόνες.
Όταν από μία περίεργη σύμπτωση έπεσε στα χέρια μου ένας κατάλογος με φουτουριστικές ζωγραφιές, αντιμετώπισα την ίδια πρόκληση όπως τότε που ανακάλυπτα το φως μέσα από το φεγγίτη του υπόγειου οστεοφυλακίου».

Τhe lovers, 1928
Οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες είναι ένα θέμα σύνηθες στο έργο του Magritte. Εδώ το ύφασμα εμποδίζει την ολοκλήρωση της αγκαλιάς ανάμεσα στους δύο εραστές, οδηγώντας μια πράξη πάθους σε απομόνωση και απογοήτευση. Μερικοί έχουν ερμηνεύσει αυτό το έργο ως μια απεικόνιση της αδυναμίας να αποκαλύψει πλήρως την αληθινή φύση του. Επίσης το αποδίδουν σε παιδικά τραύματα καθώς η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν ο καλλιτέχνης ήταν 14 ετών. Βίωσε τον τρόμο ανάσυρσης της πνιγμένης γυναίκας μέσα από το νερό με το νυχτικό τυλιγμένο στο πρόσωπό της. Κάποιοι υποστήριζαν ότι το παιδικό αυτό τραύμα οδήγησε τον Magritte σε σειρά από τέτοια πρόσωπα. Ο Magritte διαφώνησε έντονα με παρόμοιες ερμηνείες. Αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση των έργων του με το θάνατο της μητέρας του. «Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν τίποτε» έγραψε, «Είναι εικόνες που προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει μια από τις εικόνες μου, αναρωτιέται τι να σημαίνει… Όμως δεν σημαίνει τίποτα, γιατί το μυστήριο δεν σημαίνει τίποτα, είναι άγνωστο!…»


Αυτοκρατορία των Φώτων (L‘Empire des Lumières) 1953 -1954.
Από τα εμβληματικά έργα του Magritte. Δημιουργεί την παράδοξη εικόνα μιας νύχτας κάτω από ένα ουρανό της ημέρας. Η αυτοκρατορία των φώτων προφανώς είναι αποτέλεσμα της παιδικής ανάμνησης από τα υπόγεια του νεκροταφείου, όπου μέσα από τους φεγγίτες έβλεπε να ξεπροβάλλει το φως. Εκεί που ο θάνατος ήταν παρών, το φως έμπαινε από τα παράθυρα και κυριαρχούσε.



Η προδοσία των εικόνων (The treachery of images,) 1929
Ο διάσημος πίνακας και η διάσημη πίπα. «Αυτό δεν είναι μια πίπα» γράφει στον πίνακα ο Magritte και δίνει αφορμή να χυθεί πολύ μελάνι για την επιλογή του. Ο ίδιος υποστήριζε: «Με κατηγόρησαν κάποιοι άνθρωποι γι αυτήν. Όμως θα μπορούσα να σας πω να γεμίσετε την πίπα μου; Όχι βέβαια∙ είναι μια αναπαράσταση… Αν είχα γράψει πάνω στην εικόνα “Αυτό είναι μια πίπα” θα είχα πει ψέματα». Τρία χρόνια αργότερα ο Alfrent Korzybski θα διατυπώσει την άποψη «Ο χάρτης δεν είναι το έδαφος».



Στο κατώφλι της ελευθερίας, (On the Threshold of Liberty) 1937, 1929.
Το έργο αναπαριστά ένα μεγάλο δωμάτιο με τους τοίχους επενδυμένους με διαφορετικές σκηνές ή παράθυρα. Κάθε πίνακας αποκαλύπτει ένα διαφορετικό θέμα: ουρανό, φωτιά, ξύλο, ένα δάσος, το μπροστινό μέρος ενός κτιρίου, ένα διακοσμητικό μοτίβο, ένα γυναικείο κορμό και μια παράξενη μεταλλική υφή που χαρακτηρίζει σφαιρικά κουδουνάκια (ένα κοινό στοιχείο του Magritte). Μέσα στον ασφυκτικό αυτό χώρο δεσπόζει ένα κανόνι που σκοπεύει τον ουρανό σημαδεύοντας από το ανοιχτό παράθυρο.



Ψεύτικος καθρέφτης (The false mirror), 1928
Απομακρύνοντας το μάτι από τη συνηθισμένη του θέση, προκαλεί στο θεατή έντονες εντυπώσεις και προβληματισμούς. Αντικαθιστά την ίριδα με ένα μπλε ουρανό και σύννεφα σ’ ένα ψεύτικο καθρέφτη. Ο Magritte μας καλεί να αμφισβητήσουμε ό, τι βλέπουμε και ό,τι νομίζουμε ότι ξέρουμε. Είναι ο ουρανός μια αντανάκλαση του τι βλέπει το μάτι; Είναι το μάτι στην πραγματικότητα ένα άνοιγμα σε μια άλλη πραγματικότητα; Είμαστε αντιμέτωποι με μια εσωτερική όραση, ή κάτι εντελώς διαφορετικό; Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Ο Magritte μας προκαλεί να δούμε τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο.




Το κενό – υπογραφή (Le Blanc–seing), 1965
Με την πρώτη ματιά, φαίνεται ως συνηθισμένη ζωγραφική μιας γυναίκας που κάνει ιππασία στο δάσος. Ωστόσο η γυναίκα και το άλογο συμπλέκονται απίστευτα με το δάσος. Αντικείμενα που είναι στο προσκήνιο φαίνονται πίσω και αυτά που η «θέση» τους ήταν πίσω έρχονται μπροστά. Ο Magritte αντιμετωπίζει τον κενό χώρο ένα αντικείμενο και το μετακινεί στο προσκήνιο. Σε ένα από τα τελευταία του έργα ο καλλιτέχνης θέτει έναν ακόμη προβληματισμό: τι σημαίνει όταν ο κενός χώρος αντιμετωπίζεται σαν ένα αντικείμενο; Είναι το «τίποτα» κάτι;



Golconda, 1953
Το έργο απεικονίζει μια σκηνή από σχεδόν πανομοιότυπες φιγούρες ανδρών ντυμένων με σκούρα παλτά και καπέλα. Μοιάζουν με σταγόνες βροχή ή μπαλόνια ηλίου (αν και δεν υπάρχει καμία πραγματική ένδειξη της κίνησης), σε ένα περιβάλλον πανομοιότυπων κτιρίων και γαλάζιου ουρανού. Και στον πίνακα αυτό ισχύει η αρχή ότι η απεικόνιση κάποιων πραγμάτων μπορεί να λέει ψέματα. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι άνδρες, αλλά μόνο εικόνες από αυτούς. Παράλληλα γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ μεμονωμένου ατόμου και ομάδας. Golconda ήταν περιοχή της Ινδίας γνωστή από τη βιομηχανία διαμαντιών.




Η Ανθρώπινη Κατάσταση (the human condition), 1933

Ο Magritte χρησιμοποιεί διάφορα αντικείμενα για να κρύψει αυτό που υπάρχει από πίσω. Για παράδειγμα, στον Υιό του Ανθρώπου (1964), ένα μήλο κρύβει το πρόσωπο ενός άνδρα που φοράει ένα καπέλο, και την αρχή της ηδονής (1937), μια φωτεινή λάμψη συσκοτίζει επίσης ένα πρόσωπο. Στο The Human Condition, η συγκάλυψη εμφανίζεται με τη μορφή μια ζωγραφικής μέσα σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Κατά τον ίδιο τον καλλιτέχνη η ζωγραφική στο καβαλέτο αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτό το τμήμα του τοπίου που καλύπτεται από τη ζωγραφική. Ο παρατηρητής του πίνακα έχει την αίσθηση ότι είναι και μέσα στο δωμάτιο με τη ζωγραφιά και έξω στο πραγματικό τοπίο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου