Το Νοέμβρη του 1918 το ελληνικό προλεταριάτο, ολιγάριθμο αλλά εξαιρετικά μαχητικό, απόκτησε το πρώτο του πολιτικά ανεξάρτητο κόμμα, το ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ. Μέσα σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης της χώρας και πολιτικής καταπίεσης από την ανταντόφιλη βενιζελική κυβέρνηση, συνθήκες στρατιωτικού νόμου και πολεμικού πυρετού, με την άρχουσα τάξη βαθιά διασπασμένη, το προλεταριάτο έκανε το μεγάλο βήμα προς την πολιτική του ανεξαρτησία. Η ιστορική αυτή πράξη έγινε κάτω από την επίδραση της ακτινοβολίας της Ρώσικης Επανάστασης.
Η κρίση του ιμπεριαλισμού, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς και των τμημάτων της, έβαζε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της κρίσης ηγεσίας της εργατικής τάξης και την ανάγκη της άμεσης λύσης του. Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, αυτή την εποχή ήταν κατακερματισμένο σε πολλές οργανώσεις, που βρίσκονταν κάτω από την ιδεολογική, και κάποτε και την οργανωτική, επιρροή της άρχουσας τάξης. Η ανάγκη της ενοποίησής τους για την καθοδήγηση των μεγάλων αγώνων της εργατικής τάξης ήταν επιτακτική. Η οικονομική και πολιτική κρίση του συστήματος εκείνη την περίοδο δημιουργούσε τους όρους μιας αναπτυσσόμενης εμφυλιοπολεμικής κατάστασης. Η εργατική τάξη απειλούνταν με αφανισμό. Χρειαζόταν το κόμμα της για να αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο.
Η πορεία προς τη σύγκλιση του Πρώτου Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνέδριου δεν ήταν εύκολη, ούτε ευθύγραμμη. Ήταν γεμάτη ζιγκ ζαγκ, εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις. Οι έλληνες σοσιαλιστές, κάνοντας κάποια βήματα προς τα εμπρός και περισσότερα προς τα πίσω, υποχωρώντας στις πιέσεις της μπουρζουαζίας και συνάμα παλεύοντας ενάντιά της, με πολύ ανεπαρκές θεωρητικό οπλοστάσιο, συγχέοντας οι περισσότεροι τις μαρξιστικές με τις φιλελεύθερες και ανθρωπιστικές ιδέες, αποτελούσαν τη συμπυκνωμένη έκφραση βαθιών ιστορικών αντιφάσεων του νεαρού ελληνικού καπιταλισμού. Οι αδυναμίες τους καθυστέρησαν αλλά δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τη δημιουργία του πρώτου Εργατικού Κόμματος.
Η δύναμή τους εκφράζονταν στην απόφασή τους να αναλάβουν την ιστορική τους αποστολή, να χτίσουν το Επαναστατικό Κόμμα. Δεν ήταν μια προσωπική ικανότητα των πρωτοπόρων αυτών μαχητών. Αντανακλούσε την δύναμη και την αποφασιστικότητα ολόκληρης της εργατικής τάξης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκόσμια, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και παρακμής της αστικής τάξης και του συστήματός της. Η προλεταριακή επανάσταση ήταν παρούσα σε κάθε χώρα. Η νίκη της στη Ρωσία ήταν μόνο η πρώτη στιγμή, μια στιγμή όμως που έδωσε τεράστια ώθηση στις δυνάμεις της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το Πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο διαπεράστηκε από αυτό το επαναστατικό πνεύμα. Ήταν αντικειμενικά δεμένο με την προλεταριακή επανάσταση, χαιρέτισε τη Γερμανική Επανάσταση που είχε ξεσπάσει, πήρε ανοιχτά το μέρος της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επιβουλές. Το πρόγραμμα του νέου κόμματος έβαζε σαν κύριο στόχο την οργάνωση του προλεταριάτου για την κατάκτηση της εξουσίας και την συντονισμένη παγκόσμια δράση των εργατών για «το θρίαμβο του διεθνούς σοσιαλισμού». Ξαναγυρίζουμε σ΄ αυτό τον πρώτο ιστορικό σταθμό του ελληνικού εργατικού κινήματος σήμερα που βρισκόμαστε μπροστά στην επιτακτική ιστορική αναγκαιότητα της Επανίδρυσης της Τέταρτης Διεθνούς που θα οργανώσει σε παγκόσμια κλίμακα το προλεταριάτο για την κατάληψη της εξουσίας. Βγάζουμε τα απαραίτητα ιστορικά μαθήματα που θα μας είναι χρήσιμα για το μεγάλο αυτό εγχείρημά μας.
Από αυτή τη σκοπιά εξετάζει αυτή μας η μελέτη την πορεία προς το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, όλους τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους, τους αναγκαίους για την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου εργατικού κόμματος στην Ελλάδα.
Οι αγώνες της εργατικής τάξης
Η δεκαετία 1908 – 1918 γνώρισε το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα από τη μία άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη, από την Αθήνα, τον Πειραιά, το Λαύριο μέχρι την Καρδίτσα, τον Βόλο, την Πάτρα, τη Σύρα, την Κέρκυρα. Παρά το χαμηλό επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης, η εργατική τάξη έδινε αποφασιστικές μάχες για την βελτίωση του άθλιου βιοτικού της επίπεδου και των όρων δουλειάς της. Αλλά και τα προηγούμενα χρόνια γνώρισαν σημαντικές κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα του αγροτικού πληθυσμού. Το 1900 έγινε τοπική εξέγερση στην Σπάρτη για «ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα». Η πείνα, η φυματίωση, οι φόροι, οι μεταναστεύσεις εξαγρίωναν τους αγρότες, τους εργάτες, τους φτωχούς μικροαστούς στις πόλεις και τα χωριά.
Από το 1900 ήδη οι σταφιδοπαραγωγοί οργάνωναν σε όλη τη χώρα ένοπλες διαδηλώσεις, που διαλύονταν από την αστυνομία και το στρατό, θρηνώντας συχνά αρκετά θύματα της κρατικής βίας. «Υφίσταται μια ισχυρά και επικίνδυνος δυσαρέσκεια μεταξύ των κατωτέρων τάξεων, και αι ανώτεραι τάξεις όντως κατέχονται από μίαν έντονον αίσθησην κινδύνου», έλεγε η αναφορά του άγγλου πρεσβευτή ένα μήνα πριν το κίνημα του Γουδιού, το 1909, (βλ. Γ. Δερτιλής: «Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880 – 1909»). Άλλωστε η απαίτηση των μαζών να δοθούν ριζοσπαστικές λύσεις στα τεράστια οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της εποχής ήταν αυτή που έδωσε την μεγάλη λαϊκή υποστήριξη στο κίνημα του Γουδιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μεγάλη διαδήλωση που οργανώθηκε στις 14 Σεπτέμβρη 1909 για συμπαράσταση στο Στρατιωτικό Σύνδεσμο, «το πλήθος υπολογίστηκε σε εκατό χιλιάδες σε έναν συνολικό πληθυσμό περίπου τριακοσίων χιλιάδων, που περιλάμβανε και μια αστική τάξη με περίπου 7-8.000 μέλη», (ό.π.π., σελ. 205).
Η οικονομική κρίση της Ελλάδας μεγάλωνε διαρκώς. Επιδεινώθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και, βέβαια, ακόμα περισσότερο μετά την κήρυξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, σαν αποτέλεσμα της στάσης της Ελλάδας απέναντι σ΄ αυτόν. Τόσο στη διάρκεια του αποκλεισμού που είχαν επιβάλει οι Σύμμαχοι, στα τέλη του 1916, σαν μέσο πίεσης πάνω στο βασιλιά Κωνσταντίνο, όσο και μετά, η πείνα και η ανεργία είχαν γίνει πραγματικές κοινωνικές μάστιγες. Στα τέλη του 1917, η έλλειψη τροφίμων, έφερε πολλές περιοχές στα πρόθυρα λιμού. Η κατάσταση είχε γίνει τόσο τραγική που οι Σύμμαχοι ομολογούσαν ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει ανάγκη από χρήματα και ο λαός έχει ανάγκη από ψωμί» Cab. 24/GT 2615 «Weekly Report on Greece, XI», 12 Σεπτέμβρη 1917, στο βιβλίο του Γ. Λεονταρίτη: «Το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», σελ. 151).
Κυριαρχικό στοιχείο στην όλη κατάσταση ήταν η αγανάκτηση των μαζών. Η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπαθούσε να επιβληθεί με μια πολιτική άγριας καταπίεσης (στρατιωτικός νόμος, διώξεις αγωνιστών, κλπ). Η αντίθεση στον πόλεμο και την επιστράτευση που επέβαλε η κυβέρνηση του Βενιζέλου, μεγάλωνε διαρκώς. «Ενα άλλο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση ήταν η αρνητική στάση των μαζών, των οποίων το ηθικό είχε υπονομευθεί από τις μεγάλες στερήσεις και τη συνεχή αντιπολεμική, αντιβενιζελική, αντισυμμαχική και φιλογερμανική προπαγάνδα. Τώρα ένα μεγάλο μέρος, του πληθυσμού ήταν αντίθετο στην επιστράτευση και τον πόλεμο και ήταν έντονα δυσαρεστημένο με το Βενιζέλο και τους Συμμάσχους. Ιδιαίτερα η Πελοπόννησος όπως και άλλα μέρη της Παλαιάς Ελλάδας ήταν οχυρό του αντιβενιζελισμού», (Γ. Λεονταρίδη, ό.π.π., σελ. 153).
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι σοσιαλιστικές οργανώσεις σε όλη την Ελλάδα άρχισαν να ριζοσπαστικοποιούνται, να κινητοποιούνται και να μαζικοποιούνται. Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, όμως, παρέμενε ακόμα διασπασμένο και κατακερματισμένο, σε πλήρη αδυναμία να συντονίσει τη δράση του ενάντια στη μπουρζουαζία και την πολιτική της.
Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα
Στις αρχές του αιώνα (20ού) δημιουργήθηκαν οι πρώτες σοσιαλιστικές οργανώσεις. Οι πρώτες αναρχο-σοσιαλιστικές κινήσεις άρχισαν γύρω στα 1900. «Αναρχο-σοσιαλιστικές κινήσεις είχαν κάποια επιτυχία ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό της Πελοποννήσου γύρω στα 1900», (Γ. Δερτιλής, ό.π.π., σελ. 203). Το 1907 κυκλοφόρησε «Το Κοινωνικό μας Ζήτημα» του Γ. Σκληρού, φέρνοντας για πρώτη φορά τις μαρξιστικές ιδέες στην Ελλάδα, δύο χρόνια μετά τη Ρώσικη Επανάσταση του 1905. Το βιβλίο ξεσήκωσε μεγάλο θόρυβο. Ξεκίνησε μια δημόσια συζήτηση για το σοσιαλιστικό κίνημα και τη θεωρία του, που κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια.
Το 1909 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η «Φεντερασιόν» με ηγέτη τον εβραίο Αβραάμ Μπεναρόγια. Η Φεντερασιόν που από το 1910 έγινε μέλος της Δεύτερης Διεθνούς έβγαζε από το 1911 την εφημερίδα «Αβάντι». Συσπείρωσε πολλούς εργάτες, κύρια Εβραίους της Μακεδονίας, ανέπτυξε δεσμούς με τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα των Βαλκανίων, καθοδήγησε μεγάλες απεργίες που συγκλόνισαν τη χώρα, (όπως αυτή των καπνεργατών της Μακεδονίας το 1914). Την ίδια χρονιά, ο Πλάτωνας Δρακούλης, ίδρυσε το μικρό «Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα», δεν κατάφερε να αναπτύξει σημαντικούς δεσμούς με την εργατική τάξη.
Το 1911 ο Γιαννιός ίδρυσε το «Σοσιαλιστικό Κέντρο της Αθήνας» και λίγο αργότερα το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Πειραιά». Το 1912 ιδρύθηκε ο «Σοσιαλιστικός Ομιλος της Ελληνικής Νεολαίας», (που ανήκε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο της Αθήνας), και επίσης ο «Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας». Το 1914 ο Π. Δημητράτος ίδρυσε τη «Σοσιαλιστική Νεολαία» με επικεφαλής τους: Λιγδόπουλο, Κομιώτη, Τζουλάτι και τους αδελφούς Δούμα. Η «Σοσιαλιστική Νεολαία» πάλευε στο όνομα του μαρξισμού και πήρε τις πιο αριστερές θέσεις πάνω στα σοβαρά ζητήματα που απασχόλησαν το ελληνικό εργατικό κίνημα.
Οι σοσιαλιστές μπροστά στον Πρώτο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο
Μπροστά στον πόλεμο οι έλληνες σοσιαλιστές διασπάστηκαν. Η «Φεντερασιόν» τάχτηκε ενάντια στον πόλεμο και την συμμετοχή της Ελλάδας σ΄ αυτόν. Παρασύρθηκε όμως από την ουδετερόφιλη πολιτική της μοναρχικής παράταξης και στις εκλογές του 1915 συνεργάστηκε μαζί της. Το «Σοσιαλιστικό Κέντρο» του Γιαννιού υποστήριξε ανοιχτά την πολιτική του Βενιζέλου, σαν πολιτική εθνικής άμυνας. Ο Πλάτωνας Δρακούλης, επίσης υποστήριξε το βενιζελισμό. Η «Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση» του Δημητράτου απόφυγε να πάρει μια καθαρή θέση ενάντια στον πόλεμο. Μόνο η «Σοσιαλιστική Νεολαία» του Λιγδόπουλου καταδίκασε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την φιλοπόλεμη πολιτική της μπουρζουαζίας.
Στην πλειοψηφία τους οι έλληνες σοσιαλιστές κράτησαν μια σοσιαλσωβινιστική στάση. Γι΄ αυτό και στην Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ, τον Σεπτέμβρη του 1915 πήραν το μέρος της πλειοψηφίας ενάντια στη θέση επαναστατικού ντεφαιτισμού του Λένιν.
Γενικά, σε ολόκληρο το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, τα σημάδια της πίεσης (όχι μόνο ιδεολογικής) της μπουρζουαζίας, ήταν ιδιαίτερα έκδηλα, οδηγώντας σε έντονες συγκρούσεις μεταξύ τους και αλλεπάλληλες διασπάσεις. Οι έλληνες σοσιαλιστές, ελάχιστα εξοικειωμένοι με τον μαρξισμό, δεν μπορούσαν να πάρουν μια ανεξάρτητη, ταξική θέση, υπερασπίζοντας τα ιστορικά συμφέροντα του προλεταριάτου. Στα δύσκολα χρόνια 1915 – 1916 η δραστηριότητά τους περιορίστηκε.
«Από το τέλος του 1915 και σε όλη τη διάρκεια του 1916, οι σοσιαλιστές στην Ελλάδα ήταν απορροφημένοι από τη διαμάχη των Βενιζελικών και Βασιλικών, η οποία είχε διαιρέσει τη χώρα σε δύο αδιάλλακτα στρατόπεδα. Ωστόσο η πολιτική ζωή βρισκόταν ήδη σε αδράνεια και οι σοσιαλιστές δεν είχαν μεγάλα περιθώρια δράσης μέσα σε μια ατμόσφαιρα φανατισμού και καταπίεσης. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει ο Αμαρίγλιο στον Robert Grimm: «Εδώ, για πολλούς μήνες, αγωνιζόμαστε με μια οικονομική και πολιτική κατάσταση που δύσκολα θα μπορούσε να ήταν χειρότερη. Η ανεργία είναι πλατιά διαδομένη: χιλιάδες κόσμου βρίσκονται χωρίς δουλειά. Μια φοβερή δυστυχία βασιλεύει παντού, η οποία οφείλεται στο υπέρμετρο κόστος ζωής, που προκλήθηκε εν μέρει από την αδυναμία εξασφάλισης εφοδίων λόγω των αμέτρητων δυσκολιών που δημιουργεί για το εμπόριό μας ο αγγλικός αποκλεισμός, και εν μέρις από την αισχρή και ασυνείδητη κερδοσκοπία. Όσο για πολιτική ζωή, δεν υπάρχει πια τέτοιο πράγμα. Είναι σχεδόν αδύνατο να πάρει κανείς μέρος σε οποιαδήποτε δημόσια δράση ή διαδήλωση… Και πάνω απ΄ όλα αυτά πρόσθεσε την εχθρότητα του φανατικού και σωβινιστικού ελληνικού πληθυσμού και των αρχών και θα έχεις μια καλή εικόνα της εδώ κατάστασης», (Γ. Λεονταρίτη, ό.π.π., σελ. 80-81).
Έφτασαν μάλιστα στο σημείο σοσιαλιστές βουλευτές (αρισ. Σίδερης και Αλμπέρτος Κουριέλ) και πολιτικοί ηγέτες (Π. Δημητράτος) να πάνε στην «Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη» του Λονδίνου με χρήματα του υπουργείου Εξωτερικών του Βενιζέλου! Η Συνδιάσκεψη αυτή οργανώθηκε τον Φλεβάρη 1918 από τις κυβερνήσεις της Αντάντ μαζί με τους ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς ενάντια στην Σοβιετική Ένωση και τον μπολσεβικισμό. Ο Βενιζέλος ήθελε να χρησιμοποιήσει τους έλληνες σοσιαλιστές για να υποστηρίξουν τις εδαφικές διεκδικήσεις της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις βαλκανικές κυβερνήσεις και τα βαλκανικά σοσιαλιστικά κόμματα. Βέβαια η στάση αυτή καταδικάστηκε στο Πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο που συγκρότησε μάλιστα επιτροπή για την διερεύνηση του όλου ζητήματος.
Η επίδραση της Ρώσικης Επανάστασης
Η Ρώσικη Επανάσταση έδρασε καταλυτικά στην αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες βαλκανικές και ευρωπαϊκές χώρες. Το σπάσιμο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στον πιο αδύνατο κρίκο της, έφερε με τον πιο επείγοντα τρόπο στην επιφάνεια την ανάγκη της οικοδόμησης επαναστατικών προλεταριακών κομμάτων σε κάθε χώρα. Ανάπτυξε όλους τους όρους γι΄ αυτό, δίνοντας τη μεγαλύτερη ώθηση στις επαναστατικές δυνάμεις και ενισχύοντας την πίστη του προλεταριάτου στις δικές του δυνάμεις για την κατάκτηση της εξουσίας. Η αστική τάξη, είτε είχε ειρηνόφιλο είτε είχε φιλοπόλεμο προσωπείο, βρίσκονταν σε τεράστια κρίση.
Στην Ελλάδα, η ρήξη βενιζελικών και βασιλικών ανάπτυσσε τους όρους μιας εμφύλιας σύρραξης. Η οικονομική εξαθλίωση είχε εξαγριώσει τις μάζες. Τα μέλη των σοσιαλιστικών οργανώσεων απαιτούσαν από την ηγεσία τους να αναλάβει αντιπολεμική δράση. Ιδιαίτερα οι σοσιαλιστικές οργανώσεις της επαρχίας (Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Βόλου, Κέρκυρας) μεταφέροντας την αγανάκτηση των μελών τους πίεζαν τις οργανώσεις της Αθήνας και του Πειραιά να κινητοποιηθούν για τα καυτά προβλήματα της εργατικής τάξης. Έτσι, στις 7 Μάη 1917 οι σοσιαλιστικές οργανώσεις της Αθήνας και του Πειραιά κυκλοφόρησαν την πρώτη τους αντιπολεμική προκήρυξη.
Μια έντονη αντιπολεμική δραστηριότητα των σοσιαλιστικών οργανώσεων (Δημητράτος, Γιαννιός, κλπ) άρχισε. Η Ρώσικη Επανάσταση του Φλεβάρη 1917 ήταν η μεγάλη πηγή έμπνευσης και επαναστατικής αισιοδοξίας. «Εχομεν πλήρη εμπιστοσύνη εις την Ρωσσικήν Επανάστασιν και την δημοκρατικήν Γαλλίαν. Η κυβέρνησης ώφειλε να έχει και αυτή περισσότερον εστραμμένην την προσοχήν της προς ανατολάς, προς την Ρωσσικήν Δημοκρατίαν. Το μέλλον είναι εκεί. Από εκεί θα κανονιστεί αύριον μαζί με το μέλλον όλου του κόσμου, και το ελληνικόν μέλλον», (Γ. Λεονταρίτη: ό.π.π., σελ. 100), έγραφε ο «Ριζοσπάστης» τον Ιούλη – Αύγουστο 1917.
Τον Αύγουστο 1917 οι έλληνες σοσιαλιστές τάχτηκαν ενάντια στην επιστράτευση, κάνοντας σκληρή κριτική στην κυβέρνηση του Βενιζέλου. Αυτό προκάλεσε το μίσος της κυβέρνησης που πήρε μέτρα ενάντια στους σοσιαλιστές και τις εφημερίδες τους (συλλήψεις, φυλακίσεις, κλείσιμο εφημερίδων, όπως ο «Εργατικός Αγών», που δημοσίευαν αντιπολεμικές διακηρύξεις, κλπ). Η ιδεολογική πάλη που είχε αρχίσει μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα, μετά τη συμμετοχή των τριών σοσιαλιστών στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, αναπτύχθηκε. Το ζήτημα του πολέμου άρχιζε να μπαίνει και να αντιμετωπίζεται από ταξική σκοπιά. Οι θέσεις τους άρχισαν να αποδεσμεύονται από το σοσιαλσωβινισμό. Το ζήτημα της ενοποίησης και της συντονισμένης δράσης τους άρχισε να τους απασχολεί πολύ σοβαρά, ιδιαίτερα μετά τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης.
Τον Γενάρη 1918 έγινε στην Θεσσαλονίκη Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, στην οποία πήραν μέρος η «Φεντερασιόν», η «Σοσιαλιστική Εργατική Ενωση της Αθήνας», και το «Σοσιαλιστικό Κέντρο του Πειραιά». Αποφασίστηκε να γίνει νέα συνδιάσκεψη με την συμμετοχή όλων των σοσιαλιστικών οργανώσεων της Ελλάδας. Αυτή έγινε τον Ιούλη του 1918. Δεν πήρε μέρος μόνο το «Σοσιαλιστικό Κέντρο» του Γιαννιού, που δεν προσκλήθηκε λόγω της ανοιχτά φιλοβενιζελικής πολιτικής του. Στη σημαντική αυτή συνδιάσκεψη αποφασίστηκε να γίνει τον Οχτώβρη το Πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο για την ίδρυση του πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης. Εκλέχτηκε μάλιστα και οργανωτική επιτροπή (Λιγδόπουλος, Μπεναρόγιας, Κόκκινος, Δημητράτος, Αρβανίτης) για την καλύτερη προετοιμασία του. Αποφασίστηκε επίσης να γίνει τον επόμενο μήνα το Πρώτο Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο. Το Συνέδριο αυτό έγινε στις 21 Οχτώβρη 1918. Αντιπροσωπεύτηκαν 44 σωματεία με δύναμη 60.000 εργατών.
Ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας. Το Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ πέτυχε δύο σημαντικές κατακτήσεις. Πρώτο έβαλε σαν θεμέλιο την αρχή της πάλης των τάξεων και δεύτερο ανάτρεψε τις προσπάθειες της βενιζελικής κυβέρνησης να ελέγξει και να πατρονάρει την ΓΣΕΕ και μέσω αυτής όλο το κίνημα.
http://politikokafeneio.com
Η κρίση του ιμπεριαλισμού, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς και των τμημάτων της, έβαζε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της κρίσης ηγεσίας της εργατικής τάξης και την ανάγκη της άμεσης λύσης του. Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, αυτή την εποχή ήταν κατακερματισμένο σε πολλές οργανώσεις, που βρίσκονταν κάτω από την ιδεολογική, και κάποτε και την οργανωτική, επιρροή της άρχουσας τάξης. Η ανάγκη της ενοποίησής τους για την καθοδήγηση των μεγάλων αγώνων της εργατικής τάξης ήταν επιτακτική. Η οικονομική και πολιτική κρίση του συστήματος εκείνη την περίοδο δημιουργούσε τους όρους μιας αναπτυσσόμενης εμφυλιοπολεμικής κατάστασης. Η εργατική τάξη απειλούνταν με αφανισμό. Χρειαζόταν το κόμμα της για να αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο.
Η πορεία προς τη σύγκλιση του Πρώτου Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνέδριου δεν ήταν εύκολη, ούτε ευθύγραμμη. Ήταν γεμάτη ζιγκ ζαγκ, εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις. Οι έλληνες σοσιαλιστές, κάνοντας κάποια βήματα προς τα εμπρός και περισσότερα προς τα πίσω, υποχωρώντας στις πιέσεις της μπουρζουαζίας και συνάμα παλεύοντας ενάντιά της, με πολύ ανεπαρκές θεωρητικό οπλοστάσιο, συγχέοντας οι περισσότεροι τις μαρξιστικές με τις φιλελεύθερες και ανθρωπιστικές ιδέες, αποτελούσαν τη συμπυκνωμένη έκφραση βαθιών ιστορικών αντιφάσεων του νεαρού ελληνικού καπιταλισμού. Οι αδυναμίες τους καθυστέρησαν αλλά δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τη δημιουργία του πρώτου Εργατικού Κόμματος.
Η δύναμή τους εκφράζονταν στην απόφασή τους να αναλάβουν την ιστορική τους αποστολή, να χτίσουν το Επαναστατικό Κόμμα. Δεν ήταν μια προσωπική ικανότητα των πρωτοπόρων αυτών μαχητών. Αντανακλούσε την δύναμη και την αποφασιστικότητα ολόκληρης της εργατικής τάξης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκόσμια, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και παρακμής της αστικής τάξης και του συστήματός της. Η προλεταριακή επανάσταση ήταν παρούσα σε κάθε χώρα. Η νίκη της στη Ρωσία ήταν μόνο η πρώτη στιγμή, μια στιγμή όμως που έδωσε τεράστια ώθηση στις δυνάμεις της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το Πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο διαπεράστηκε από αυτό το επαναστατικό πνεύμα. Ήταν αντικειμενικά δεμένο με την προλεταριακή επανάσταση, χαιρέτισε τη Γερμανική Επανάσταση που είχε ξεσπάσει, πήρε ανοιχτά το μέρος της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επιβουλές. Το πρόγραμμα του νέου κόμματος έβαζε σαν κύριο στόχο την οργάνωση του προλεταριάτου για την κατάκτηση της εξουσίας και την συντονισμένη παγκόσμια δράση των εργατών για «το θρίαμβο του διεθνούς σοσιαλισμού». Ξαναγυρίζουμε σ΄ αυτό τον πρώτο ιστορικό σταθμό του ελληνικού εργατικού κινήματος σήμερα που βρισκόμαστε μπροστά στην επιτακτική ιστορική αναγκαιότητα της Επανίδρυσης της Τέταρτης Διεθνούς που θα οργανώσει σε παγκόσμια κλίμακα το προλεταριάτο για την κατάληψη της εξουσίας. Βγάζουμε τα απαραίτητα ιστορικά μαθήματα που θα μας είναι χρήσιμα για το μεγάλο αυτό εγχείρημά μας.
Από αυτή τη σκοπιά εξετάζει αυτή μας η μελέτη την πορεία προς το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, όλους τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους, τους αναγκαίους για την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου εργατικού κόμματος στην Ελλάδα.
Οι αγώνες της εργατικής τάξης
Η δεκαετία 1908 – 1918 γνώρισε το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα από τη μία άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη, από την Αθήνα, τον Πειραιά, το Λαύριο μέχρι την Καρδίτσα, τον Βόλο, την Πάτρα, τη Σύρα, την Κέρκυρα. Παρά το χαμηλό επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης, η εργατική τάξη έδινε αποφασιστικές μάχες για την βελτίωση του άθλιου βιοτικού της επίπεδου και των όρων δουλειάς της. Αλλά και τα προηγούμενα χρόνια γνώρισαν σημαντικές κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα του αγροτικού πληθυσμού. Το 1900 έγινε τοπική εξέγερση στην Σπάρτη για «ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα». Η πείνα, η φυματίωση, οι φόροι, οι μεταναστεύσεις εξαγρίωναν τους αγρότες, τους εργάτες, τους φτωχούς μικροαστούς στις πόλεις και τα χωριά.
Από το 1900 ήδη οι σταφιδοπαραγωγοί οργάνωναν σε όλη τη χώρα ένοπλες διαδηλώσεις, που διαλύονταν από την αστυνομία και το στρατό, θρηνώντας συχνά αρκετά θύματα της κρατικής βίας. «Υφίσταται μια ισχυρά και επικίνδυνος δυσαρέσκεια μεταξύ των κατωτέρων τάξεων, και αι ανώτεραι τάξεις όντως κατέχονται από μίαν έντονον αίσθησην κινδύνου», έλεγε η αναφορά του άγγλου πρεσβευτή ένα μήνα πριν το κίνημα του Γουδιού, το 1909, (βλ. Γ. Δερτιλής: «Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880 – 1909»). Άλλωστε η απαίτηση των μαζών να δοθούν ριζοσπαστικές λύσεις στα τεράστια οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της εποχής ήταν αυτή που έδωσε την μεγάλη λαϊκή υποστήριξη στο κίνημα του Γουδιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μεγάλη διαδήλωση που οργανώθηκε στις 14 Σεπτέμβρη 1909 για συμπαράσταση στο Στρατιωτικό Σύνδεσμο, «το πλήθος υπολογίστηκε σε εκατό χιλιάδες σε έναν συνολικό πληθυσμό περίπου τριακοσίων χιλιάδων, που περιλάμβανε και μια αστική τάξη με περίπου 7-8.000 μέλη», (ό.π.π., σελ. 205).
Η οικονομική κρίση της Ελλάδας μεγάλωνε διαρκώς. Επιδεινώθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και, βέβαια, ακόμα περισσότερο μετά την κήρυξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, σαν αποτέλεσμα της στάσης της Ελλάδας απέναντι σ΄ αυτόν. Τόσο στη διάρκεια του αποκλεισμού που είχαν επιβάλει οι Σύμμαχοι, στα τέλη του 1916, σαν μέσο πίεσης πάνω στο βασιλιά Κωνσταντίνο, όσο και μετά, η πείνα και η ανεργία είχαν γίνει πραγματικές κοινωνικές μάστιγες. Στα τέλη του 1917, η έλλειψη τροφίμων, έφερε πολλές περιοχές στα πρόθυρα λιμού. Η κατάσταση είχε γίνει τόσο τραγική που οι Σύμμαχοι ομολογούσαν ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει ανάγκη από χρήματα και ο λαός έχει ανάγκη από ψωμί» Cab. 24/GT 2615 «Weekly Report on Greece, XI», 12 Σεπτέμβρη 1917, στο βιβλίο του Γ. Λεονταρίτη: «Το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», σελ. 151).
Κυριαρχικό στοιχείο στην όλη κατάσταση ήταν η αγανάκτηση των μαζών. Η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπαθούσε να επιβληθεί με μια πολιτική άγριας καταπίεσης (στρατιωτικός νόμος, διώξεις αγωνιστών, κλπ). Η αντίθεση στον πόλεμο και την επιστράτευση που επέβαλε η κυβέρνηση του Βενιζέλου, μεγάλωνε διαρκώς. «Ενα άλλο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση ήταν η αρνητική στάση των μαζών, των οποίων το ηθικό είχε υπονομευθεί από τις μεγάλες στερήσεις και τη συνεχή αντιπολεμική, αντιβενιζελική, αντισυμμαχική και φιλογερμανική προπαγάνδα. Τώρα ένα μεγάλο μέρος, του πληθυσμού ήταν αντίθετο στην επιστράτευση και τον πόλεμο και ήταν έντονα δυσαρεστημένο με το Βενιζέλο και τους Συμμάσχους. Ιδιαίτερα η Πελοπόννησος όπως και άλλα μέρη της Παλαιάς Ελλάδας ήταν οχυρό του αντιβενιζελισμού», (Γ. Λεονταρίδη, ό.π.π., σελ. 153).
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι σοσιαλιστικές οργανώσεις σε όλη την Ελλάδα άρχισαν να ριζοσπαστικοποιούνται, να κινητοποιούνται και να μαζικοποιούνται. Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, όμως, παρέμενε ακόμα διασπασμένο και κατακερματισμένο, σε πλήρη αδυναμία να συντονίσει τη δράση του ενάντια στη μπουρζουαζία και την πολιτική της.
Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα
Στις αρχές του αιώνα (20ού) δημιουργήθηκαν οι πρώτες σοσιαλιστικές οργανώσεις. Οι πρώτες αναρχο-σοσιαλιστικές κινήσεις άρχισαν γύρω στα 1900. «Αναρχο-σοσιαλιστικές κινήσεις είχαν κάποια επιτυχία ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό της Πελοποννήσου γύρω στα 1900», (Γ. Δερτιλής, ό.π.π., σελ. 203). Το 1907 κυκλοφόρησε «Το Κοινωνικό μας Ζήτημα» του Γ. Σκληρού, φέρνοντας για πρώτη φορά τις μαρξιστικές ιδέες στην Ελλάδα, δύο χρόνια μετά τη Ρώσικη Επανάσταση του 1905. Το βιβλίο ξεσήκωσε μεγάλο θόρυβο. Ξεκίνησε μια δημόσια συζήτηση για το σοσιαλιστικό κίνημα και τη θεωρία του, που κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια.
Το 1909 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η «Φεντερασιόν» με ηγέτη τον εβραίο Αβραάμ Μπεναρόγια. Η Φεντερασιόν που από το 1910 έγινε μέλος της Δεύτερης Διεθνούς έβγαζε από το 1911 την εφημερίδα «Αβάντι». Συσπείρωσε πολλούς εργάτες, κύρια Εβραίους της Μακεδονίας, ανέπτυξε δεσμούς με τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα των Βαλκανίων, καθοδήγησε μεγάλες απεργίες που συγκλόνισαν τη χώρα, (όπως αυτή των καπνεργατών της Μακεδονίας το 1914). Την ίδια χρονιά, ο Πλάτωνας Δρακούλης, ίδρυσε το μικρό «Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα», δεν κατάφερε να αναπτύξει σημαντικούς δεσμούς με την εργατική τάξη.
Το 1911 ο Γιαννιός ίδρυσε το «Σοσιαλιστικό Κέντρο της Αθήνας» και λίγο αργότερα το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Πειραιά». Το 1912 ιδρύθηκε ο «Σοσιαλιστικός Ομιλος της Ελληνικής Νεολαίας», (που ανήκε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο της Αθήνας), και επίσης ο «Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας». Το 1914 ο Π. Δημητράτος ίδρυσε τη «Σοσιαλιστική Νεολαία» με επικεφαλής τους: Λιγδόπουλο, Κομιώτη, Τζουλάτι και τους αδελφούς Δούμα. Η «Σοσιαλιστική Νεολαία» πάλευε στο όνομα του μαρξισμού και πήρε τις πιο αριστερές θέσεις πάνω στα σοβαρά ζητήματα που απασχόλησαν το ελληνικό εργατικό κίνημα.
Οι σοσιαλιστές μπροστά στον Πρώτο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο
Μπροστά στον πόλεμο οι έλληνες σοσιαλιστές διασπάστηκαν. Η «Φεντερασιόν» τάχτηκε ενάντια στον πόλεμο και την συμμετοχή της Ελλάδας σ΄ αυτόν. Παρασύρθηκε όμως από την ουδετερόφιλη πολιτική της μοναρχικής παράταξης και στις εκλογές του 1915 συνεργάστηκε μαζί της. Το «Σοσιαλιστικό Κέντρο» του Γιαννιού υποστήριξε ανοιχτά την πολιτική του Βενιζέλου, σαν πολιτική εθνικής άμυνας. Ο Πλάτωνας Δρακούλης, επίσης υποστήριξε το βενιζελισμό. Η «Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση» του Δημητράτου απόφυγε να πάρει μια καθαρή θέση ενάντια στον πόλεμο. Μόνο η «Σοσιαλιστική Νεολαία» του Λιγδόπουλου καταδίκασε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την φιλοπόλεμη πολιτική της μπουρζουαζίας.
Στην πλειοψηφία τους οι έλληνες σοσιαλιστές κράτησαν μια σοσιαλσωβινιστική στάση. Γι΄ αυτό και στην Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ, τον Σεπτέμβρη του 1915 πήραν το μέρος της πλειοψηφίας ενάντια στη θέση επαναστατικού ντεφαιτισμού του Λένιν.
Γενικά, σε ολόκληρο το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, τα σημάδια της πίεσης (όχι μόνο ιδεολογικής) της μπουρζουαζίας, ήταν ιδιαίτερα έκδηλα, οδηγώντας σε έντονες συγκρούσεις μεταξύ τους και αλλεπάλληλες διασπάσεις. Οι έλληνες σοσιαλιστές, ελάχιστα εξοικειωμένοι με τον μαρξισμό, δεν μπορούσαν να πάρουν μια ανεξάρτητη, ταξική θέση, υπερασπίζοντας τα ιστορικά συμφέροντα του προλεταριάτου. Στα δύσκολα χρόνια 1915 – 1916 η δραστηριότητά τους περιορίστηκε.
«Από το τέλος του 1915 και σε όλη τη διάρκεια του 1916, οι σοσιαλιστές στην Ελλάδα ήταν απορροφημένοι από τη διαμάχη των Βενιζελικών και Βασιλικών, η οποία είχε διαιρέσει τη χώρα σε δύο αδιάλλακτα στρατόπεδα. Ωστόσο η πολιτική ζωή βρισκόταν ήδη σε αδράνεια και οι σοσιαλιστές δεν είχαν μεγάλα περιθώρια δράσης μέσα σε μια ατμόσφαιρα φανατισμού και καταπίεσης. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει ο Αμαρίγλιο στον Robert Grimm: «Εδώ, για πολλούς μήνες, αγωνιζόμαστε με μια οικονομική και πολιτική κατάσταση που δύσκολα θα μπορούσε να ήταν χειρότερη. Η ανεργία είναι πλατιά διαδομένη: χιλιάδες κόσμου βρίσκονται χωρίς δουλειά. Μια φοβερή δυστυχία βασιλεύει παντού, η οποία οφείλεται στο υπέρμετρο κόστος ζωής, που προκλήθηκε εν μέρει από την αδυναμία εξασφάλισης εφοδίων λόγω των αμέτρητων δυσκολιών που δημιουργεί για το εμπόριό μας ο αγγλικός αποκλεισμός, και εν μέρις από την αισχρή και ασυνείδητη κερδοσκοπία. Όσο για πολιτική ζωή, δεν υπάρχει πια τέτοιο πράγμα. Είναι σχεδόν αδύνατο να πάρει κανείς μέρος σε οποιαδήποτε δημόσια δράση ή διαδήλωση… Και πάνω απ΄ όλα αυτά πρόσθεσε την εχθρότητα του φανατικού και σωβινιστικού ελληνικού πληθυσμού και των αρχών και θα έχεις μια καλή εικόνα της εδώ κατάστασης», (Γ. Λεονταρίτη, ό.π.π., σελ. 80-81).
Έφτασαν μάλιστα στο σημείο σοσιαλιστές βουλευτές (αρισ. Σίδερης και Αλμπέρτος Κουριέλ) και πολιτικοί ηγέτες (Π. Δημητράτος) να πάνε στην «Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη» του Λονδίνου με χρήματα του υπουργείου Εξωτερικών του Βενιζέλου! Η Συνδιάσκεψη αυτή οργανώθηκε τον Φλεβάρη 1918 από τις κυβερνήσεις της Αντάντ μαζί με τους ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς ενάντια στην Σοβιετική Ένωση και τον μπολσεβικισμό. Ο Βενιζέλος ήθελε να χρησιμοποιήσει τους έλληνες σοσιαλιστές για να υποστηρίξουν τις εδαφικές διεκδικήσεις της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις βαλκανικές κυβερνήσεις και τα βαλκανικά σοσιαλιστικά κόμματα. Βέβαια η στάση αυτή καταδικάστηκε στο Πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο που συγκρότησε μάλιστα επιτροπή για την διερεύνηση του όλου ζητήματος.
Η επίδραση της Ρώσικης Επανάστασης
Η Ρώσικη Επανάσταση έδρασε καταλυτικά στην αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες βαλκανικές και ευρωπαϊκές χώρες. Το σπάσιμο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στον πιο αδύνατο κρίκο της, έφερε με τον πιο επείγοντα τρόπο στην επιφάνεια την ανάγκη της οικοδόμησης επαναστατικών προλεταριακών κομμάτων σε κάθε χώρα. Ανάπτυξε όλους τους όρους γι΄ αυτό, δίνοντας τη μεγαλύτερη ώθηση στις επαναστατικές δυνάμεις και ενισχύοντας την πίστη του προλεταριάτου στις δικές του δυνάμεις για την κατάκτηση της εξουσίας. Η αστική τάξη, είτε είχε ειρηνόφιλο είτε είχε φιλοπόλεμο προσωπείο, βρίσκονταν σε τεράστια κρίση.
Στην Ελλάδα, η ρήξη βενιζελικών και βασιλικών ανάπτυσσε τους όρους μιας εμφύλιας σύρραξης. Η οικονομική εξαθλίωση είχε εξαγριώσει τις μάζες. Τα μέλη των σοσιαλιστικών οργανώσεων απαιτούσαν από την ηγεσία τους να αναλάβει αντιπολεμική δράση. Ιδιαίτερα οι σοσιαλιστικές οργανώσεις της επαρχίας (Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Βόλου, Κέρκυρας) μεταφέροντας την αγανάκτηση των μελών τους πίεζαν τις οργανώσεις της Αθήνας και του Πειραιά να κινητοποιηθούν για τα καυτά προβλήματα της εργατικής τάξης. Έτσι, στις 7 Μάη 1917 οι σοσιαλιστικές οργανώσεις της Αθήνας και του Πειραιά κυκλοφόρησαν την πρώτη τους αντιπολεμική προκήρυξη.
Μια έντονη αντιπολεμική δραστηριότητα των σοσιαλιστικών οργανώσεων (Δημητράτος, Γιαννιός, κλπ) άρχισε. Η Ρώσικη Επανάσταση του Φλεβάρη 1917 ήταν η μεγάλη πηγή έμπνευσης και επαναστατικής αισιοδοξίας. «Εχομεν πλήρη εμπιστοσύνη εις την Ρωσσικήν Επανάστασιν και την δημοκρατικήν Γαλλίαν. Η κυβέρνησης ώφειλε να έχει και αυτή περισσότερον εστραμμένην την προσοχήν της προς ανατολάς, προς την Ρωσσικήν Δημοκρατίαν. Το μέλλον είναι εκεί. Από εκεί θα κανονιστεί αύριον μαζί με το μέλλον όλου του κόσμου, και το ελληνικόν μέλλον», (Γ. Λεονταρίτη: ό.π.π., σελ. 100), έγραφε ο «Ριζοσπάστης» τον Ιούλη – Αύγουστο 1917.
Τον Αύγουστο 1917 οι έλληνες σοσιαλιστές τάχτηκαν ενάντια στην επιστράτευση, κάνοντας σκληρή κριτική στην κυβέρνηση του Βενιζέλου. Αυτό προκάλεσε το μίσος της κυβέρνησης που πήρε μέτρα ενάντια στους σοσιαλιστές και τις εφημερίδες τους (συλλήψεις, φυλακίσεις, κλείσιμο εφημερίδων, όπως ο «Εργατικός Αγών», που δημοσίευαν αντιπολεμικές διακηρύξεις, κλπ). Η ιδεολογική πάλη που είχε αρχίσει μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα, μετά τη συμμετοχή των τριών σοσιαλιστών στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, αναπτύχθηκε. Το ζήτημα του πολέμου άρχιζε να μπαίνει και να αντιμετωπίζεται από ταξική σκοπιά. Οι θέσεις τους άρχισαν να αποδεσμεύονται από το σοσιαλσωβινισμό. Το ζήτημα της ενοποίησης και της συντονισμένης δράσης τους άρχισε να τους απασχολεί πολύ σοβαρά, ιδιαίτερα μετά τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης.
Τον Γενάρη 1918 έγινε στην Θεσσαλονίκη Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, στην οποία πήραν μέρος η «Φεντερασιόν», η «Σοσιαλιστική Εργατική Ενωση της Αθήνας», και το «Σοσιαλιστικό Κέντρο του Πειραιά». Αποφασίστηκε να γίνει νέα συνδιάσκεψη με την συμμετοχή όλων των σοσιαλιστικών οργανώσεων της Ελλάδας. Αυτή έγινε τον Ιούλη του 1918. Δεν πήρε μέρος μόνο το «Σοσιαλιστικό Κέντρο» του Γιαννιού, που δεν προσκλήθηκε λόγω της ανοιχτά φιλοβενιζελικής πολιτικής του. Στη σημαντική αυτή συνδιάσκεψη αποφασίστηκε να γίνει τον Οχτώβρη το Πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο για την ίδρυση του πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης. Εκλέχτηκε μάλιστα και οργανωτική επιτροπή (Λιγδόπουλος, Μπεναρόγιας, Κόκκινος, Δημητράτος, Αρβανίτης) για την καλύτερη προετοιμασία του. Αποφασίστηκε επίσης να γίνει τον επόμενο μήνα το Πρώτο Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο. Το Συνέδριο αυτό έγινε στις 21 Οχτώβρη 1918. Αντιπροσωπεύτηκαν 44 σωματεία με δύναμη 60.000 εργατών.
Ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας. Το Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ πέτυχε δύο σημαντικές κατακτήσεις. Πρώτο έβαλε σαν θεμέλιο την αρχή της πάλης των τάξεων και δεύτερο ανάτρεψε τις προσπάθειες της βενιζελικής κυβέρνησης να ελέγξει και να πατρονάρει την ΓΣΕΕ και μέσω αυτής όλο το κίνημα.
http://politikokafeneio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου