Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

«Όλοι μας εμείς μια ράτσα είμαστε»


Επιμέλεια: Τρύφων Λιώτας
Ο Θράσος Καστανάκης είναι ίσως η πιο αδικημένη μορφή των νεο-ελληνικών γραμμάτων. Σαράντα χρόνια μετά το θάνατο του, το έργο του παραμένει είτε εξαντλημένο είτε αδημοσίευτο.
Μετά την απελευθέρωση γύρισε στο Παρίσι, όπου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ανέπτυξε πολιτική δράση υπέρ της Αριστεράς, συστήνοντας τη Δημοκρατική Ένωση Ελλήνων της Γαλλίας και καταγγέλλοντας τις διώξεις εναντίον των ομοϊδεατών του στην Ελλάδα, μέσω ομιλιών και δημοσιευμάτων σε αγγλικά και γαλλικά έντυπα.
Αν θέλουµε να έχουμε όλα τα δεδοµένα, τότε δεν θα πρέπει να αφήσουµε απέξω το βεβαρυμένο πολιτικό κλίµα: είναι η χρονική στιγμή ενός στρατιωτικού κινήµατος (φθινόπωρο 1935), µιας παλινόρθωσης της µοναρχίας και µιας δικτατορίας, ενώ στον ευρωπαϊκό ορίζοντα πυκνώνουν τα σύννεφα του ισπανικού εµφυλίου. Ταυτόχρονα, στο ίδιο διάστημα, εκδηλώνεται η πολιτική δράση του Καστανάκη στο Παρίσι (που θα την συνεχίσει και στον εµφύλιο), που αναστατώνει την Ελληνική Πρεσβεία, η οποία και διαµηνύει τα σχετικά στον γνωστό υπουργό του Μεταξά, τον Μανιαδάκη. Ταυτόχρονα, έχουµε και τα στοιχεία µιας έντασης των προσωπικών σχέσεων του Καστανάκη, υπό την επήρεια των ιδεολογικών διαφορών µε γνωστές προσωπικότητες της πνευµατικής Αθήνας (Άλκη Θρύλο, Σπύρο Μελά, αλλά και Θεοτοκά).
Η συνέντευξη του Καστανάκη στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράµµατα είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική. Η συνέντευξη µετατρέπεται σε αντιφασιστική κριτική, όπου καταγγέλλονται οι διώξεις εκπαιδευτικών (εννοώντας τους Γληνό και Βάρναλη) και προτείνεται η επείγουσα ανάγκη συσπείρωσης της ελληνικής µε την ευρωπαϊκή διανόηση εναντίον του φασισµού.
Είναι εύκολο να διακρίνει κανείς την φιλοσοφία του «µετώπου» που υιοθετείται από την Γ΄ Διεθνή και την ευρωπαϊκή Αριστερά, εκείνη την εποχή. Η ένταξη και δράση του Καστανάκη µε την Αριστερά δεν θα ήταν δυνατόν παρά να επηρεάσει την πρόσληψη του έργου του. Και βέβαια, δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθούμε αυτό για µια χώρα που πέρασε από βαθιά "αναµορφωτικά" προγράµµατα και Μακρονήσους κάθε είδους, πραγµατικές ή συµβολικές.
Έχει το χάρισμα να κρατά τον αναγνώστη του προσηλωμένο, κι όχι με ένα τρόπο. Βγάζει χαμόγελο και θλίψη, δείχνει το αδιέξοδο, αποκαλύπτει τις ματαιότητες, ζωγραφίζει τα πάθη. Μας δείχνει ότι ήξερε τη ζωή, ότι την παρατήρησε.


Αποφθέγματα και αποσπάσματα μέσα από τα έργα του:
«Η Ελλάδα είναι η χώρα που κατοικείται από οχτώ περίπου εκατομμύρια ορθόδοξους Μισέλληνες. Κουφούς, αλλά λάλους.»


"Θα δουλέψουμε Ματθαίο, όσο και να μας εμποδίζουν. Είναι μερικοί άνθρωποι τρελοί που δουλεύουν για την αντρειοσύνη της Πατρίδας τους και παίζουν κάθε στιγμή τη ζωή τους. Κατόπιν θα έρθουν οι φρόνιμοι και θα ωφεληθούνε. Δεν πειράζει. Εμείς δουλεύουμε για τους άλλους τρελούς που κι αυτοί θα έρθουνε μια μέρα, με τον κεραυνό της πίστης μέσα τους, και θα ανοίξουνε άλλους δρόμους γιατί τότες άλλη θα είναι η εποχή. Άλλοι τρελοί, σ’ άλλη εποχή, για άλλους σκοπούς. Έτσι, μέσα από τη μετριότητα και τους φρόνιμους, μέσα από την καθημερινή εξαθλίωση, υπάρχει μια συνοχή τρέλας που δημιουργεί τα μεγάλα έργα και σώζει τον άνθρωπο και τον στήνει πιο ψηλά. Μια δαιμόνια συνοχή τρέλας, Ματθαίο.
Να δουλεύεις και ας σε εμποδίζουν οι φρόνιμοι, να δίνεις τα πάντα της ζωής σου για να γίνει πιο άξιος ο ταπεινωμένος, πιο λεύτερος ο διπλανός σου, να κυνηγήσεις την τύφλα και την απάτη, να φέρεις φως στον τόπο σου, ναι, ό,τι καλό έχεις μέσα σου να το ξοδέψεις χωρίς ποτέ, μα ποτέ, να περιμένεις αμοιβή! Η αμοιβή σου θα είναι που μια μέρα θα έρθουν οι άλλοι τρελοί να πολεμήσουν για τον λυτρωμό του αδικημένου και να σώσουν έτσι τ’ όνομα και την τιμή της Πατρίδας. Ντροπή στις Πατρίδες που τις πλακώνει η αδικία. Θα έρθουν οι τρελοί και θα πολεμήσουν. Χωρίς αμοιβή, χωρίς δόξα, ανώνυμοι. Οι μεγάλοι ήρωες, Ματθαίο, είναι ανώνυμοι".


"… με το θάρρος που φτιάνει η Μεσόγειο ανάμεσα σε φτωχούς και σ’ αφεντάδες", ή "…τους Λοντρέζους, τους Αμερικάνους, που έρχονταν εδώ χάμου, να αλλάξουν αέρα και ηθική".


"Τον άνθρωπο που γονατίζει τον σκιάζομαι πιότερο κι από τον εχτρό. Η πείνα δεν είναι ποτέ στων πεινασμένων τα στόματα. Του χορτάτου ανθρώπου το στόμα… Α! αυτό να το φοβάστε! Μπορεί να τη φάει και να τη χωνέψει ολόκληρη την ανθρωπότητα".


"Λίγο πολύ, οι καλλιτέχνες όλοι καταγίνονται με την τέχνη τους. Ελάχιστοι με την Τέχνη. Έτσι μιλάω με το Θεό μου αυτήν την ώρα… Κι εκείνος, θα μου πεις, τι λέει; Εκείνος αποκρίνεται, με τα πάντα, με την καθεμιά ομορφάδα του κόσμου μ’ απαντάει, με το φεγγάρι, με τη θάλασσα, ακόμα και με τη μακρινή σιωπή…"


"Μικροί άνθρωποι είναι εκείνοι που λένε βλακείες. Μεγάλοι άνθρωποι είναι εκείνοι που κάνουν βλακείες. Και πάντα στα φανερά".


"Κάποτε καλό να φοβάσαι τον ανόητο περισσότερο από τον ξυπνό".


"Έτσι είναι πάντα η νίκη ή ο χαμός σου, μισή πιθαμή απόσταση".


"Να χρησιμοποιείς τις ώρες της αργίας σου εις το να καταλαβαίνεις, εις το να εξηγείς, εις το να συμπεραίνεις".


"Σπανίως συναντώνται η ευφυία και η επιτυχία".


"Είναι αξεδιάλυτη η νύχτα κι αναπάντεχοι οι γκρεμνοί μέσα στον άνθρωπο. Αν καταλαβαίναμε ποτέ πού παραδέρνουμε, σε ποιο πέλαγο, αν αντικρίζαμε όχι τη μοίρα της ζωής μας αλλά τη μοίρα ενός εικοσιτετράωρου, το τι καταστροφές αυτό μπορεί να κατεβάσει…".


"Είχε μια αξιοζήλευτη θέση στην Τράπεζα Αθηνών, ήξερε περίφημα τέσσερις ξένες γλώσσες, κι ωστόσο, το παλιόπαιδο, αντί να μιλάει για τόσους και τόσους των ξένων λογοτεχνιών, προτιμούσε ν’ αναφέρει το Σολωμό, τον Ψυχάρη, τον Παλαμά ωσάν να υπήρχε λόγος εμείς οι Έλληνες να μιλάμε για τα δικά μας γράμματα".


"Η δραστηριότης μήτηρ πάντοτε της αμάθειας".


"Όλοι μας εμείς μια ράτσα, είμαστε, εμείς οι άνθρωποι που το κάθε τι το βγάζουμε από το αίμα μας, απ’ την παλαβομάρα του κορμιού μας. Ξεναντίας, ο Στέλιος, ο θείος του ο Χρυσόστομος, οι αφεντάδες κι οι όμορφες κυράδες που' ναι στην παρέα τους, άλλη ράτσα όλοι τους, αρχοντιλίκι, άλλες σκοτούρες, άλλοι καημοί. Εκεί ο νους κυβερνάει, μα ξέρω πως η καρδιά λείπει…


"Όλοι οι άνθρωποι μια φορά κι έναν καιρό σταθήκανε παιδιά. Μα το ξεχνάμε, και για τούτο γίνονται τα τόσα κρίματα. Ξεχνάμε, και κάθε μέρα βουλιάζουμε μεσ’ στη μαυρίλα. Ωστόσο έρχεται ξαφνικά ο θάνατος, και σου ανοίγει τα συλλογικά, ο βλογημένος Θάνατος, φέγγει εμπρός σου και βλέπεις, και καταλαβαίνεις, και θυμάσαι… Στ’ άξαφνα σού αλλάζει την καρδιά από τη ρίζα της. […] Έτσι τα φέρνει ο θάνατος τα πράγματα. Οι εχθροί γίνονται οι πιο δικοί μας, με το θάνατο αρχίζει μια άλλη οικογένεια, άλλα συγγενολόγια… Η ζωή γκρεμνά και ρημάζι, μα έρχεται ο θάνατος, Φρόσω, και να που χτίζει πάλι μέσα μας".


"Να τη μετράς σαν ασυχώρετη αμαρτία σου την ώρα όπου έτυχε και πίκρανες ένα σου φίλο".


"Δεν είμαι από κείνους που λένε “ξέρω”, αλλά από κείνους που λένε “μαθαίνω”."


"Ο πιο ζημιωμένος είναι πάντα εκείνος που μιλάει πολύ".


"Την πείρα τη φτιάνουν μόνο τα παθήματα, ποτέ οι επιτυχίες".


"Τον άνθρωπο που δεν αγαπά τίποτα της ζωής, να τον τρέμεις!"


"Άνθρωπος που κάνει κακό στον εχτρό του από συφέρο, το ίδιο εύκολα μπορεί να το κάμει κι ενάντια στο φίλο του".


'Άμα δεις τον κλέφτη καταλαβαίνεις τι αξίζουν τα λεφτά σου και τα χαίρεσαι. Άμα δείς τον γιατρό, δηλαδή τον θάνατο, καταλαβαίνεις τι αξίζει η ζωή σου και την γλεντάς. Κι άμα την γλεντάς γίνεσαι πάντα νεώτερος. Δεν έχουμε την ηλικία της σάρκας μας, αλλά την ηλικία του κεφιού μας".


"Το ψέμα είναι η αλήθεια που μας επιτρέπεται να τη λέμε κι εμπρός στους άλλους".


"Όλα τιμωρούνται σε τούτον εδώ τον κόσμο. Ακόμη κι αυτή η κακία τιμωρείται κάποτε τόσο αυστηρά όσο κι η αρετή".


"Πολιτισμένοι λαοί είναι εκείνοι που σκούριασαν τόσο, ώστε δε θυμίζουν πια τίποτε από τα πρώτα μέταλλα που τους έφτιασαν".


"Πρόοδος είναι η εξοικείωσή μας με το προπατορικό αμάρτημα. Και με τα τόσα άλλα που ακολούθησαν. Κι η συνεχής ανακάλυψη καινούριων".


"Ξέρω πως τα γράμματα δε δίνουνε ψωμί. Για καλή μου τύχη ποτέ το ψωμί δε μου άρεζε".


Από τρίτους:
Η Λιλή Ιακωβίδη θυμάται μια βόλτα με τον Καστανάκη στην ψαραγορά της Αντίμπ: "Είχε κρεμάσει στον ώμο του ένα μεγάλο ντορβά για τα ψώνια και με οδηγούσε προς την Κεντρική Αγορά. Εκεί του άρεσε να παίρνει το πρώτο πρωινό του ρόφημα, το γαλλικό κοκκινέλι. Η χαρά, που ήτανε ζωγραφισμένη σ’ όλο του το πρόσωπο (όταν τον περικύκλωναν οι φίλοι του της Κεντρικής Αγοράς: χασάπηδες, μανάβηδες, μπακάληδες και όλων των λογιών οι μικροπωλητάδες) κορυφώνονταν όταν τους άκουγε να τον προσφωνούν: Κύριε Καθηγητά. Τους αγκάλιαζε τότε μ’ εκείνη τη ματιά που πλάταινε, που ξεχειλούσε από στοργή και αγάπη. Και ο καθένας χώρια και όλοι μαζί κάτι είχαν να τον ρωτήσουν και για κάτι να τον συμβουλευτούνε. Ο ένας του σιγοκουβέντιαζε για τις απιστίες της γυναίκας του, που είχε φτάσει πια στην απόφαση να την χωρίσει. Ο άλλος για το συνέταιρό του, που τον είχε πιάσει σκαστό να τόνε κλέβει. Ένας τρίτος (χαρούμενος αυτός) του' λεγε πως ήρθε πια η ώρα να βάλει στεφάνι στην ερωμένη του. Κι όχι τόσο γι’ αυτήν όσο για το αγοράκι του, το εξώγαμο, που μαύριζε η καρδιά του σαν άκουγε να το φωνάζουνε μπάσταρδο. Κι όλη η δυσκολία του στην περίπτωσή του ήταν που αυτή (η ερωμένη του) αρνιότανε το στεφάνι. Και ζητούσε, τώρα απ’ τον κ. Καθηγητή να τόνε συμβουλέψει πώς και καλά θα τήνε πείσει… Και ο κ. Καθηγητής άκουγε. Άκουγε (με το ποτήρι του που το φρόντιζαν να' ναι πάντα γεμάτο) μ' ανυπόκριτο ενδιαφέρον ολονών τις εκμυστηρεύσεις και προσπαθούσε να βρει τις πιο κατάλληλες λύσεις και να δώσει τις πιο αποτελεσματικές συμβουλές για τα προβλήματα που τους καίγανε.
Σ’ αυτή την εικόνα που βλέπεις, γύρισε και μου είπε: "Υπάρχει «αλήθεια ζωής» που πολύ μ' ενδιαφέρει. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι είναι πολύ πιο ανθρώπινοι. Με τα προτερήματά τους και πιο πολύ με τα ελαττώματά τους, που δεν προσπαθούν να τα καλύψουν. Και όπως καταλαβαίνεις, εμένα μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο τα ελαττώματα των ανθρώπων".


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου