Megan Trudell | μετάφραση Κατερίνα Σεργίδου αναδημοσίευση από The Women of 1917/Jacobin
Η Megan Trudell έχει ασχοληθεί με την περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και τη Ρώσικη Επανάσταση. Αυτή την περίοδο κάνει έρευνα για το 1919 στην Ιταλία.
Την παγκόσμια μέρα εορτασμού της γυναίκας, το 1917, οι εργάτριες της υφαντουργίας στην περιφέρεια Βίμποργκ του Πέτρογκραντ, ξεκίνησαν απεργία, παράτησαν τα εργοστάσια και κατά εκατοντάδες πήγαιναν από εργοστάσιο σε
Η Megan Trudell έχει ασχοληθεί με την περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και τη Ρώσικη Επανάσταση. Αυτή την περίοδο κάνει έρευνα για το 1919 στην Ιταλία.
Την παγκόσμια μέρα εορτασμού της γυναίκας, το 1917, οι εργάτριες της υφαντουργίας στην περιφέρεια Βίμποργκ του Πέτρογκραντ, ξεκίνησαν απεργία, παράτησαν τα εργοστάσια και κατά εκατοντάδες πήγαιναν από εργοστάσιο σε
εργοστάσιο, καλώντας τους εργάτες σε απεργία και συμμετέχοντας σε βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία και τα στρατεύματα.
Ανειδίκευτες, χαμηλά αμειβόμενες, δουλεύοντας δώδεκα ή δεκατρείς ώρες την μέρα, σε βρώμικες και ανθυγιεινές συνθήκες, οι γυναίκες ζητούσαν την αλληλεγγύη των εργατών και επέμεναν στη κοινή δράση με τους άνδρες, ιδιαίτερα αυτές που εργάζονταν στη βιομηχανία και τα εργοστάσια μετάλλου οι οποίες θεωρούνταν οι πιο συνειδητοποιημένες πολιτικά και οι πιο δυναμικές ανάμεσα στο εργατικό δυναμικό της πόλης. Οι γυναίκες πετούσαν ξύλα, πέτρες, χιονόμπαλες στα παράθυρα των εργοστασίων, εισέβαλλαν στους χώρους εργασίας και απαιτούσαν να μπει ένα τέλος στον πόλεμο καθώς και να επιστρέψουν οι άντρες από το μέτωπο .
Σύμφωνα με σύγχρονους ερευνητές και ιστορικούς, αυτές οι γυναίκες που διαδήλωναν για «το ψωμί» χρησιμοποιώντας παλαιομοδίτικες και πρωτόγονες μεθόδους διαμαρτυρίας, στο πλαίσιο καθαρά οικονομικών αιτημάτων, κινούνταν περισσότερο συναισθηματικά και όχι τόσο μέσα από κάποια θεωρητική προετοιμασία — άθελά τους όμως, κινητοποίησαν την καταιγίδα που έκανε στην άκρη τον Τσαρισμό πριν εξαφανιστούν πάλι πίσω από τις μεγάλες μάχες των ανδρών εργατών και των ανδροκρατούμενων πολιτικών κομμάτων.
Από όταν ξεκίνησαν οι απεργίες του Φλεβάρη , τα πολιτικά συνθήματα ενάντια στον πόλεμο αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των κινητοποιήσεων. Η τόλμη των γυναικών, η αποφασιστικότητα και οι μέθοδοί τους φανέρωναν ότι αντιλαμβάνονταν τη ρίζα των προβλημάτων τους, την ανάγκη για την ενότητα των εργατών καθώς και τη σημασία που είχε, να κερδίσουν τους φαντάρους που θα έπαυαν έτσι να προστατεύουν τον τσαρισμό και θα υποστήριζαν την επανάσταση. Σύμφωνα με την μετέπειτα μαρτυρία του Τρότσκι[i]:
«Σε αυτές τις συναντήσεις ανάμεσα σε στρατιώτες και εργάτες, οι εργάτριες παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Πιο θαρρετά από τους άντρες, προχωρούν προς τις γραμμές του στρατού, γαντζώνονται από τα τουφέκια, ικετεύουν και σχεδόν διατάζουν: “Βγάλτε τις ξιφολόγχες, σμίξτε μαζί μας”. Οι στρατιώτες συγκινούνται, νιώθουν σαν ντροπιασμένοι, κοιτάζει ο ένας τον άλλο με αγωνία, διστάζουν ακόμα. Ένας από αυτούς τέλος, αποφασίζει πριν από τους άλλους και οι ξιφολόγχες ανασηκώνονται σε κίνηση μεταμέλειας πάνω από τους ώμους των πολιορκητών».
Μέχρι το τέλος του Φλεβάρη , είκοσι τρεις φαντάροι που φρουρούσαν τους σταθμούς των τραμ, είχαν πειστεί από τις εργάτριες που δούλευαν εκεί να τις βοηθήσουν, και έτσι τα τραμ μετατράπηκαν σε οδοφράγματα ενάντια στην αστυνομία. Το γεγονός ότι οι γυναίκες έπαιρναν με το μέρος τους φαντάρους δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της αυξανόμενης δυσαρέσκειας που προκαλούσε ο πόλεμος στα στρατεύματα, ούτε οφειλόταν μόνο στον μεταδοτικό «αυθορμητισμό» των διαδηλώσεων. Οι γυναίκες που εργάζονταν στα υφαντουργεία από το 1905 ακόμη, συναναστρέφονταν με ένα μεγάλο αριθμό, κυρίως αγροτών φαντάρων από το Πέτρογκραντ. Οι άντρες στους στρατώνες και οι γυναίκες που δούλευαν στα εργοστάσια και κατάγονταν από τις ίδιες περιοχές με αυτούς, συζητούσαν μεταξύ τους, δημιουργούσαν ουσιαστικές σχέσεις και έσπαγαν τις μέχρι πρότινος διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εργατριών και φαντάρων. Έτσι οι γυναίκες είχαν συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της ένοπλης στήριξης.
Οι εργάτριες βρίσκονταν σταθερά στην πρώτη γραμμή της Επανάστασης του Φλεβάρη η οποία οδήγησε στην καταστροφή του τσαρισμού. Δεν ήταν απλά «η σπίθα» αλλά η ίδια η κινητήρια δύναμη που τη συνέχισε- παρά την αρχική καχυποψία πολλών εργατών και επαναστατών.
Η Επανάσταση του Φλεβάρη συχνά περιγράφεται ως «αυθόρμητη» και κατά μία έννοια αυτό είναι αλήθεια: ούτε είχε σχεδιαστεί ούτε είχε εφαρμοστεί από κάποιους επαναστάτες. Όμως ο αυθορμητισμός δεν σήμαινε έλλειψη πολιτικής συνείδησης. Η εμπειρία των γυναικών που εισέβαλαν σαν ανεμοστρόβιλος στα εργοστάσια του Πέτρογκραντ , ιδιαίτερα σε συνθήκες που οι ίδιες ως εργάτριες αλλά και ως υπεύθυνες για το νοικοκυριό, περίμεναν στις ουρές για ώρες για να ταΐσουν τις οικογένειες τους, διέλυσε το διαχωρισμό μεταξύ των οικονομικών αιτημάτων για το ψωμί και των πολιτικών αιτημάτων για τερματισμό του πολέμου. Έτσι η υλική πραγματικότητα υπέδειξε τους πραγματικούς υπεύθυνους για τη πείνα και τη φτώχεια –δηλαδή τον πόλεμο και τους πολιτικούς που οδήγησαν σε αυτόν. Αυτά τα αιτήματα δεν θα μπορούσε παρά να συνοδευτούν από συγκλονιστικές πολιτικές αλλαγές.
Επιπλέον οι γυναίκες, μέλη του Μπολσεβίκικου κόμματος, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην απεργία, είχαν παλέψει για χρόνια έτσι ώστε να οργανώσουν τις ανειδίκευτες γυναίκες, παρά το γεγονός ότι αυτό μέσα στο κόμμα θεωρούνταν αποπροσανατολισμός από τον αγώνα ενάντια στον Τσαρισμό ή στη χειρότερη πιστευόταν ότι θα οδηγούσε τις γυναίκες έξω από την ταξική πάλη και θα τις έκανε υποχείρια των αστών φεμινιστριών.
Πολλοί άνδρες μέσα στο επαναστατικό κίνημα, θεωρούσαν ότι οι διαδηλώσεις για την Παγκόσμια Μέρα των Γυναικών ήταν ανώριμες και πρόωρες και ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να «συγκρατηθούν» μέχρι οι ειδικευμένοι εργάτες να είναι έτοιμοι για την αποφασιστική δράση. Ήταν οι γυναίκες μέλη, μια μειοψηφία μέσα στο κόμμα, που πρότειναν τη διεξαγωγή μιας συνάντησης στην περιφέρεια Βίμποργκ με στόχο οι εργάτριες να συζητήσουν για τον πόλεμο και τον πληθωρισμό. Μια από αυτές ήταν η Αναστασία Ντεβιάτκινα, μέλος των Μπολσεβίκων και εργάτρια που μετά την επανάσταση του Φλεβάρη, έστησε ένα σωματείο για τις συζύγους των φαντάρων.
Από τον Φλεβάρη και μετά, από τις περισσότερες μαρτυρίες οι γυναίκες απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό από την ιστορία για το πώς εξελίχθηκε το 1917, πέρα από κάποιες εξέχουσες προσωπικότητες όπως η Αλεξάνδρα Κολλοντάϊ, η Ναντέζντα Κρούπσκαγια και η Ινέσσα Αρμάντ , που πολλές φορές μνημονεύονται περισσότερο για την προσωπική τους ζωή ως σύζυγοι και ερωμένες και λιγότερο για την πρακτική δράση και τη θεωρητική τους συνεισφορά.
Οι γυναίκες ήταν κυρίως απούσες από τα όργανα διοίκησης που αναδύθηκαν μέσα από τις στάχτες του Τσαρισμού. Λίγες εκπροσωπούνταν στα επαρχιακά συμβούλια ως αντιπρόσωποι στη Συνταγματική Συνέλευση ή ως αντιπρόσωποι στα Σοβιέτ. Οι εκλογές στις εργοστασιακές επιτροπές κυριαρχούνταν από άντρες ακόμα και στα εργοστάσια όπου οι εργάτριες ήταν περισσότερες. Ο λόγος ήταν διπλός: Οι γυναίκες συνέχιζαν να έχουν το καθήκον , σε αντίξοες συνθήκες, να θρέφουν τις οικογένειες τους και επιπλέον δεν είχαν την αυτοπεποίθηση και την παιδεία, ούτε και τον χρόνο, να διεκδικήσουν ρόλους ή να έχουν υψηλά ποσοστά πολιτικής δραστηριότητας. Έτσι το γεγονός ότι οι γυναίκες ζούσαν με ένα συγκεκριμένο τρόπο για πολλούς αιώνες, καθώς και η υλική πραγματικότητα της καταπίεσής τους, δεν επέτρεψε να συνδυάσουν την αδιαμφισβήτητη αύξηση της πολιτικής τους συνείδησης με ένα υψηλό επίπεδο δραστηριότητας.
Η Ρωσία το 1917, ήταν πρωτίστως μια κοινωνία χωρικών . Η απόλυτη εξουσία του Τσάρου κατοχυρωνόταν και ενισχυόταν από την εκκλησία ενώ αντανακλούσε και στο θεσμό της οικογένειας. Ο γάμος και το διαζύγιο ήταν υπό θρησκευτικό έλεγχο, οι γυναίκες ήταν νομικά κατώτερες, θεωρούνταν περισσότερο ιδιοκτησία και λιγότερο άνθρωποι. Κάποιες από τις πιο γνωστές ρώσικες παροιμίες περιελάμβαναν απόψεις όπως «Νόμισα πως είδα δύο ανθρώπους, αλλά τελικά ήταν μόνο ένας και η γυναίκα του» .
Η αντρική κυριαρχία στο σπίτι ήταν ολοκληρωτική και το σύνηθες ήταν οι γυναίκες να υπομένουν το ζυγό παρά τις βάρβαρες συνθήκες , να αλλάζουν απλά χέρια και να περνούν από πατέρα σε σύζυγο. Πολύ συχνά ήταν αποδέκτες μιας νομικά κατοχυρωμένης βίας. Οι χωρικές και οι εργάτριες αντιμετώπιζαν τιμωρίες , έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με ιδιαίτερα κοπιαστικές δουλειές στα χωράφια και τα εργοστάσια, έχοντας το επιπλέον βάρος της ανατροφής των παιδιών και του νοικοκυριού σε μια εποχή που οι γέννες ήταν δύσκολες και επικίνδυνες , η αντισύλληψη ανύπαρκτη και το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας υψηλό.
Παρ όλα αυτά, η πολιτική εμπλοκή των γυναικών το 1917 δεν προέκυψε από το πουθενά. Η Ρωσία ήταν μια χώρα με αντιφάσεις: μαζί με την βαθιά φτώχεια, την καταπίεση και την τυραννία που υπέμεναν οι περισσότεροι άνθρωποι , η Ρώσικη οικονομία είχε εκτιναχθεί τις δεκαετίες πριν το 1905. Τεράστια μοντέρνα εργοστάσια παρήγαγαν όπλα και ρούχα, σιδηρόδρομοι συνέδεαν τις ραγδαία αναπτυσσόμενες πόλεις, την ίδια στιγμή που οι επενδύσεις και η τεχνογνωσία που εισαγόταν από την Ευρώπη οδηγούσε σε τεράστιες αυξήσεις σε σίδερο και παραγωγή πετρελαίου.
Αυτές οι τρομερές οικονομικές αλλαγές οδήγησαν σε έναν πολύ μεγάλο κοινωνικό μετασχηματισμό , τα χρόνια πριν τον Α παγκόσμιο πόλεμο. Όλο και περισσότερες αγρότισσες εξαναγκάστηκαν από τη φτώχεια και τους εργοδότες να δουλέψουν στα εργοστάσια των αστικών κέντρων. Τα αφεντικά μέσα από την εκβιομηχάνιση οδήγησαν σε αύξηση της ανειδίκευτης εργασίας και βέβαια προτιμούσαν να έχουν «υπάκουους» εργαζόμενους , γεγονός που οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των γυναικών που δούλευαν σε υφαντουργεία, κεραμοποιεία και εργοστάσια χαρτιού.
Οι γυναίκες είχαν ήδη από το 1896 εμπλοκή στις απεργίες στα υφαντουργεία, συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες ενάντια στην επιστράτευση πριν ακόμα από τον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο και -είχαν πολύ κρίσιμο ρόλο- στην επανάσταση του 1905 κατά τη διάρκεια της οποίας ανειδίκευτες εργάτριες στα υφάσματα, τον καπνό και τα εργοστάσια ζάχαρης μαζί με οικιακές εργάτριες και πλύστρες, απέργησαν και προσπάθησαν να ιδρύσουν τα δικά τους σωματεία αποτελώντας έτσι μέρος μιας μαζικής επανάστασης.
Οι επιπτώσεις του Α΄ παγκοσμίου Πολέμου επέδρασαν καθοριστικά στην αύξηση της οικονομικής και πολιτικής δύναμης των γυναικών. Ο πόλεμος διέλυσε τις οικογένειες και αναστάτωσε τις ζωές των γυναικών. Εκατομμύρια άνδρες απουσίαζαν στο μέτωπο, πληγωμένοι ή σκοτωμένοι, αναγκάζοντας τις γυναίκες να δουλεύουν μόνες τους στη γη, να κρατούν τα σπιτικά και να ενταχθούν στο αστικό εργατικό δυναμικό. Οι γυναίκες αποτελούσαν το 26.6 % του εργατικού δυναμικού το 1914 και σχεδόν το μισό (43,4%) το 1917. Ακόμα και σε εξειδικευμένους τομείς, η γυναικεία συμμετοχή αυξήθηκε δραματικά. Το 1914 αποτελούσαν μόνο το 3% των εργατών μετάλλου ενώ το 1917 είχαν αυξηθεί φτάνοντας το 18%.
Στη δυαδική κατάσταση εξουσίας που ακολούθησε την Επανάσταση του Φλεβάρη, οι γυναικείες διαδηλώσεις δεν εξαφανίστηκαν αλλά αποτέλεσαν μέρος της κίνησης των εργατών που μετατόπισαν τη στήριξη τους , από την κυβέρνηση στα Σοβιέτ και μέχρι το Σεπτέμβρη από την ηγεσία των μετριοπαθών Μενσεβίκων-Σοσιαλεπαναστατών στους Μπολσεβίκους.
Οι προσδοκίες των εργατριών και των εργατών για βελτίωση της ζωής τους μετά την πτώση του Τσάρου, διαλύθηκαν από το γεγονός ότι η κυβέρνηση και η Σοβιετική ηγεσία συνέχισαν τη διεξαγωγή του πολέμου. Μέχρι τον Μάη, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις οδήγησαν στη διάλυση της πρώτης προσωρινής κυβέρνησης και οι Μενσεβίκοι-Σοσιαλεπαναστάτες σχημάτισαν κυβέρνηση συμμαχίας με τους φιλελεύθερους που ήταν ακόμα αφοσιωμένοι στον πόλεμο. Η απογοήτευση των εργατών οδήγησε σε καινούριες απεργίες, και πάλι καθοδηγούμενες από γυναίκες. Γύρω στις σαράντα χιλιάδες πλύστρες, μέλη ενός συνδικάτου που καθοδηγούνταν από το μέλος των Μπολσεβίκων, Σοφία Γκοντσάρσκαγια, απέργησαν για μεγαλύτερο μεροκάματο, οχτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας: συνθήκες υγιεινής, παροχές μητρότητας (ήταν σύνηθες οι εργάτριες να κρύβουν την εγκυμοσύνη τους μέχρι να γεννήσουν στο πάτωμα του εργοστασίου), καθώς και το τέλος της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Όπως περιγράφουν οι ιστορικοί Τζέιν ΜακΝτέρμιτ και Άννα Χάιλγιερ:
Μαζί με άλλες ακτιβίστριες του συνδικάτου, η Γκοντσάρσκαγια, πήγαινε από το ένα πλυντήριο στο άλλο πείθοντας τις γυναίκες να συμμετάσχουν στην απεργία. Γέμιζαν κουβάδες με κρύο νερό για να σβήσουν τους φούρνους. Σε ένα πλυντήριο, ο ιδιοκτήτης επιτέθηκε στην Γκοντσάρσκαγια, με έναν λοστό. Σώθηκε από τις πλύστρες που τον ακινητοποίησαν.
Τον Αύγουστο αντιμέτωπες με τις απόπειρες του στρατηγού Κορνίλοφ, να τσακίσει την επανάσταση, οι γυναίκες διαδήλωσαν για να υπερασπιστούν το Πέτρογκραντ, στήνοντας οδοφράγματα και οργανώνοντας τις πρώτες βοήθειες. Τον Οκτώβρη, οι γυναίκες του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ασχολούνταν με την παροχή ιατρικής βοήθειας καθώς και με τις κρίσιμες επικοινωνίες μεταξύ των διαφόρων περιοχών, μερικές είχαν την ευθύνη να συντονίζουν διαφορετικές περιοχές του Πέτρογκραντ, ενώ υπήρχαν και γυναίκες μέλη των ερυθροφρουρών. Η ΜακΝτέρμιτ και Χάιλγιερ περιγράφουν την εμπλοκή ακόμα μιας γυναίκας μέλους των Μπολσεβίκων που έδρασε τον Οκτώβρη:
Η οδηγός του τραμ A.E. Ροντιόνοβα είχε κρύψει 42 τουφέκια και διάφορα άλλα είδη οπλισμού στην αποθήκη της, όταν η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να αφοπλίσει τους εργάτες μετά από τις μέρες του Ιούλη. Τον Οκτώβρη ανέλαβε να οργανώσει δύο τραμ τα οποία θα έφευγαν από το σταθμό για να κατευθυνθούν προς την έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα κουβαλώντας όπλα. Έπρεπε να φροντίσει για τη λειτουργία του τραμ τη νύχτα της 25ης προς 26η Οκτώβρη, έτσι ώστε η ίδια να βοηθήσει στην κατάληψη της εξουσίας και να περιπολήσει τα πόστα του Ερυθρού Στρατού μέσα στην πόλη.
Η επανάσταση μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στις εργαζόμενες γυναίκες, για τις οποίες ο πόλεμος ήταν η αιτία των δεινών και οι οποίες έκαναν όλο και περισσότερα καλέσματα για την ειρήνη, και τις φεμινίστριες που συνέχισαν να στηρίζουν την αιματοχυσία. Για την πλειοψηφία των αστών-φεμινιστριών που διεκδικούσαν ισότητα απέναντι στο νόμο, εκπαίδευση και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, αυτά τα αιτήματα θα μπορούσαν να κερδηθούν μόνο εάν έμεναν πιστές στη νέα κυβέρνηση και στήριζαν τον πόλεμο. Το να αποδείξουν τον πατριωτισμό τους ήταν μέρος της προσπάθειας τους να συμμετάσχουν στη λήψη αποφάσεων και να κερδίσουν μια θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η Επανάσταση του Φλεβάρη , είχε οδηγήσει σε μια επανεκκίνηση της καμπάνιας των φεμινιστριών για καθολική ψήφο, και αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση , μέχρι τον Ιούλιο που το αίτημα αυτό τελικά υλοποιήθηκε. Όμως για τις περισσότερες γυναίκες το δικαίωμα στη ψήφο δεν άλλαξε ουσιαστικά τη ζωή τους, αφού συνέχιζαν να υποφέρουν από τις ελλείψεις τροφίμων, τις πολλές ώρες εργασίας, την ίδια στιγμή που πάλευαν να κρατήσουν τις οικογένειές τους ενωμένες. Όπως έγραφε η Κολλοντάϊ το 1908[ii]:
Όσο φαινομενικά ριζοσπαστικά και αν είναι τα αιτήματα των φεμινιστριών, δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια μας, το γεγονός ότι οι φεμινίστριες δεν μπορούν λόγω της ταξικής τους θέσης, να δώσουν τη μάχη για τον ριζικό οικονομικο-κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, μετασχηματισμό ο οποίος δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την απελευθέρωση των γυναικών.
Για τις περισσότερες εργάτριες και αγρότισσες, τα ζητήματα καταπίεσης και ισότητας δεν ετίθεντο αφηρημένα, αλλά αναδύονταν συγκεκριμένα μέσα από τις διαδικασίες της πάλης για την βελτίωση της ζωής τους, καθώς και των συζύγων και των παιδιών τους. Όσες γυναίκες ήταν πιο ανοιχτές πολιτικά και είχαν περισσότερη αυτοπεποίθηση ήταν συχνά μέλη του Μπολσεβίκικου κόμματος, όμως τα χαρακτηριστικά τους αυτά, ήταν το αποτέλεσμα της δικής τους συλλογικής δράσης ενάντια στον πόλεμο και τους πολιτικούς. Οι δράσεις τους ήταν κυρίως επικεντρωμένες στα ζητήματα της πείνας, του πολέμου και της ιδιοκτησίας γης. Όπως υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Σέρβις[iii] :
Το πολιτικό πρόγραμμα των Μπολσεβίκων αποδεικνυόταν όλο και πιο ελκυστικό για την πλειοψηφία των εργατών, των φαντάρων και των χωρικών, όσο η κοινωνική αναταραχή και η οικονομική καταστροφή έφτανε σε κλιμάκωση στα τέλη του φθινοπώρου. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε η Επανάσταση του Οκτώβρη.
Όλη η αυτή η κατάσταση είχε βιωθεί έντονα τόσο από τις εργάτριες, τις αγρότισσες και τις γυναίκες των φαντάρων όσο και από τους άντρες συνάδελφούς τους. Χωρίς την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ανειδίκευτων εργατών στο Πέτρογκραντ, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, η Οκτωβριανή εξέγερση δεν θα είχε πετύχει.
Η στήριξη στους Μπολσεβίκους δεν ήταν τυφλή αλλά ήταν το αποτέλεσμα, με τα λόγια του Τρότσκι , « μιας επιφυλακτικής και οδυνηρής ανάπτυξης συνειδήσεων», από εκατομμύρια εργάτες , άνδρες και γυναίκες. Μέχρι τον Οκτώβρη όλα τα άλλα σενάρια είχαν δοκιμαστεί: Η προσωρινή κυβέρνηση και οι Μενσεβίκοι είχαν προδώσει το λαό, οι διαδηλώσεις είχαν προκαλέσει είτε καταστολή είτε κάποιες περιορισμένες κατακτήσεις που πλέον δεν ικανοποιούσαν τις ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Το πιο κρίσιμο ζήτημα όμως ήταν ότι το πραξικόπημα του Κορνίλοφ είχε θέση με σαφήνεια τα διακυβεύματα: «Η θα προχωρήσουμε ή θα διαλυθούμε». Ένας εργάτης το έθεσε ως εξής: « Οι Μπολσεβίκοι πάντα έλεγαν : “ Δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα σε πείσουν, αλλά η ζωή η ίδια”. Και τώρα οι Μπολσεβίκοι θριάμβευσαν γιατί η ζωή απέδειξε ότι η ταχτική τους ήταν σωστή.»
Ήταν προς τιμή των Μπολσεβίκων το γεγονός ότι είχαν λάβει τόσο σοβαρά υπόψη το γυναικείο ζήτημα και παρ όλο που με τα σημερινά δεδομένα οι γυναίκες τότε ήταν τραγικά υπό-εκπροσωπούμενες, πράγματι είχαν γίνει σοβαρές προσπάθειες για την οργάνωση και την ενίσχυση των εργατριών. Το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι έκαναν περισσότερα από άλλα σοσιαλιστικά κόμματα για να σχετιστούν με τις εργάτριες δεν έγινε αναγκαία λόγω κάποιας μεγαλύτερης δέσμευσης τους ως προς τα δικαιώματα των γυναικών.
Τόσο οι Μενσεβίκοι όσο και οι Μπολσεβίκοι κατανοούσαν την ανάγκη στράτευσης των γυναικών και απεύθυνσης προς αυτές αφού τις αντιλαμβάνονταν ως μέρος της εργατικής τάξης, αλλά οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν να εντάξουν τον αγώνα για ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε μια στρατηγική βασισμένη στην ταξική πάλη ενάντια στην κυβέρνηση και τον πόλεμο, ενώ τα κόμματα που είχαν εμπλακεί στη συνέχιση του πολέμου και σε συμφωνίες με προνομιούχα αφεντικά, λίγα μπορούσαν να κάνουν πέρα από κάποια ρεπορτάζ για τις απεργίες των γυναικών και κάποιες ομιλίες για τα πολιτικά δικαιώματα, χωρίς όμως να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις για τις υλικές πιέσεις που βάραιναν στη ζωή των γυναικών.
Οι Μπολσεβίκοι όλο και περισσότερο αναλάμβαναν την οργάνωση και την πολιτικοποίηση των γυναικών, εν μέρει μαθαίνοντας από τα πρώτα ξεσπάσματα του Φλεβάρη και εν μέρει λόγω της επιμονής των ίδιων των γυναικών μελών τους.
Ηγετικές μπολσεβίκες όπως η Κολλοντάϊ, η Κρούπσκαγια, η Ινέσσα Αρμάντ , η Κονκόρδια Σαμοϊλοβνα και η Βέρα Σλούτσκαγια , μεταξύ άλλων, αρκετό καιρό πριν υποστήριζαν ότι το κόμμα έπρεπε να κάνει ιδιαίτερες προσπάθειες για να οργανώσει τις εργάτριες και να συμβάλει στην πολιτική τους εκπαίδευση. Πάλευαν για να πείσουν τους άντρες συντρόφους τους ότι οι ανειδίκευτες εργάτριες είχαν πολύ κομβικό ρόλο και δεν ήταν ένα παθητικό, συντηρητικό και «οπισθοδρομικό» εμπόδιο για την επανάσταση. Η Μπολσεβίκικη εφημερίδα Ραμπότνιτσα (η εργάτρια), που πρωτοεκδόθηκε το 1914 και ξανακυκλοφόρησε τον Μάη του 1917, περιλάμβανε άρθρα για βρεφοκομεία, βρεφονηπιακούς σταθμούς και νομικό πλαίσιο προστασίας στους εργασιακούς χώρους για τις γυναίκες και επανειλημμένα υπογράμμιζε ότι η ανάγκη για ισότητα καθώς και για τα «γυναικεία ζητήματα» ήταν υπόθεση όλων των εργατών.
Ο ρόλος των εργατριών τον Φλεβάρη και η σημασία που είχε η δράση τους ως μέρος του εργατικού δυναμικού του Πέτρογκραντ συνέβαλαν στο να αλλάξει η οπτική ανάμεσα στους μπολσεβίκους άντρες που θεωρούσαν ότι η επικέντρωση στα γυναικεία ζητήματα έδινε έδαφος στο φεμινισμό και ότι η επανάσταση θα καθοδηγούνταν από τους πιο ειδικευμένους και πολιτικά συνειδητοποιημένους (άντρες) εργαζόμενους. Παρ όλα αυτά ο αγώνας ήταν σκληρός και ο δρόμος ανηφορικός. Όταν η Κολλοντάϊ τον Απρίλη , πρότεινε να δημιουργηθεί γυναικείο τμήμα είχε απομονωθεί πολύ, παρ όλο που είχε τη στήριξη του Λένιν, του οποίου οι θέσεις του Απρίλη δεν είχαν γίνει αποδεκτές με μεγάλο ενθουσιασμό από την ηγεσία των Μπολσεβίκων, και αντίστροφα- η Κολλοντάϊ ήταν η μοναδική υποστηρίχτρια του Λένιν στην Κεντρική Επιτροπή.
Στους μήνες που ακολούθησαν παρόλα αυτά, ήταν ολοφάνερη η σημασία τόσο του επιχειρήματος του Λένιν για το «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» , όσο και η κατανόηση της Κολλοντάϊ για τον κομβικό ρόλο των γυναικών στη δυναμική και το προχώρημα της επανάστασης.
Πέρα από την Ραμπότνιτσα, άρχισαν και άλλες μπολσεβίκικες εφημερίδες να υποστηρίζουν ότι οι κυρίαρχες σεξιστικές συμπεριφορές έβαζαν σε κίνδυνο την ταξική ενότητα και το κόμμα ασχολήθηκε ιδιαίτερα έτσι ώστε οι γυναίκες να εκπροσωπούνται στις εργοστασιακές επιτροπές, προσπαθώντας να πείσει τους άντρες να ψηφίζουν γυναίκες, ιδιαίτερα στις βιομηχανίες που οι τελευταίες αποτελούσαν την πλειοψηφία των εργαζομένων. Οι προσπάθειες του κόμματος προκαλούσαν τις αντιδράσεις των ανδρών που θεωρούσαν τις εργάτριες απειλή για τις θέσεις εργασίας.
Έξι βδομάδες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο γάμος είχε αντικατασταθεί με μια απλή πολιτική καταχώρηση και το διαζύγιο παραχωρούνταν εύκολα, μόνο με την αίτηση του ενός εκ των δύο συντρόφων. Αυτά τα μέτρα περιλήφθηκαν ένα χρόνο αργότερα στον οικογενειακό κώδικα, και έκαναν τις γυναίκες ίσες απέναντι στο νόμο. Ο θρησκευτικός έλεγχος καταργήθηκε αφαιρώντας αιώνες θεσμικής καταπίεσης με μια μόνο κίνηση. Το διαζύγιο μπορούσε να δοθεί σε οποιονδήποτε από τους δύο συντρόφους χωρίς δηλωμένο λόγο, οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να κερδίζουν τα δικά τους χρήματα και κανείς σύντροφος δεν είχε το δικαίωμα στην περιουσία του άλλου. Η φράση «νόθο παιδί» εξαφανίστηκε— αν μια γυναίκα δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας τους παιδιού της, όλοι οι προηγούμενοι σύντροφοί της αναλάμβαναν τη συλλογική ευθύνη του παιδιού. Το 1920 η Ρωσία έγινε η πρώτη χώρα που νομιμοποίησε την έκτρωση κατόπιν αιτήματος.
Το 1917, η επανάσταση ξεκίνησε και συνεχίστηκε από τις γυναίκες και κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων, πολλές παλιομοδίτικες αντιλήψεις που θεωρούσαν τις γυναίκες κατώτερες, ιδιοκτησία των ανδρών , παθητικές, οπισθοδρομικές, συντηρητικές, χωρίς αυτοπεποίθηση και αδύναμες όταν τις προκαλούσαν , αν και δεν εξαλείφθηκαν, τουλάχιστον κλονίστηκαν από τη δράση των γυναικών και την αφοσίωσή τους στην πολιτική.
Όμως η Ρώσικη Επανάσταση δεν εξάλειψε την αντρική κυριαρχία, ούτε απελευθέρωσε τις γυναίκες. Οι καταστροφικές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου και οι μεταγενέστερες στρεβλώσεις της σοβιετικής κυβέρνησης δεν έκαναν εφικτές αυτές τις δυνατότητες. Οι ανισότητες παρέμειναν. Λίγες γυναίκες κατείχαν αξιώματα, λίγες είχαν εκλεχτεί σε όργανα διοίκησης και οι σεξιστικές ιδέες δεν μπορούσαν απλά να εξαφανιστούν στις ακραίες συνθήκες που ακολούθησαν του Οκτώβρη.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι γυναίκες δεν συμμετείχαν ισότιμα με τους άντρες, ούτε συμμετείχαν τόσο στα υψηλότερα επίπεδα των πολιτικών διαδικασιών, αλλά παρ όλους τους περιορισμούς της ζωής τους, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία και καθόρισαν την κατεύθυνση της επανάστασης. Όπως λένε οι ΜακΝτέρμιτ και Χάιλερ[iv]:
Πράγματι, ο διαχωρισμός εργασίας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες παρέμεινε, αντί όμως να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες απέτυχαν να κλονίσουν την αντρική κυριαρχία, μπορούμε να εστιάσουμε στο πως ελίχθηκαν μέσα στην παραδοσιακή τους σφαίρα και τι σημασία είχε αυτό τελικά για την επαναστατική διαδικασία.
Οι γυναίκες αποτελούν μέρος της επανάστασης του 1917, έγραψαν ιστορία μαζί με τους άντρες, όχι ως παθητικοί θεατές ή σαν ασήμαντες προσωπικότητες αλλά ως γενναίες συμμετέχουσες, των οποίων η δέσμευση μετρούσε πολύ αφού σηματοδοτούσε μια συνολική απόρριψη της κυρίαρχης καταπίεσης τους. Βλέποντας την επανάσταση μέσα από τα μάτια των γυναικών, μας δίνεται η δυνατότητα μιας πλούσιας ανάγνωσης αυτού του γεγονότος που μέχρι σήμερα παραμένει η πιο μετασχηματιστική ιστορική στιγμή στη ζωή των γυναικών.
ΣτΜ:
[i] Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο, Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης του Λέων Τρότσκι. Για τη μετάφραση χρησιμοποιήθηκε η ελληνική έκδοση, Παρασκήνιο, 2006.
[ii] Πρόκειται για απόσπασμα από ομιλία της Αλεξάνδρα Κολλοντάϊ σε ένα φεμινιστικό συνέδριο του 1908 που δημοσιεύτηκε το 1909 με τον τίτλο: « Η κοινωνική βάση του γυναικείου ζητήματος» (The Social Basis of the Woman Question) . Το κείμενο περιλαμβάνεται στο Selected Writings of Alexandra Kollontai, Allison & Busby, 1977 και δεν έχει μεταφραστεί μέχρι τώρα στα ελληνικά.
[iii] Ο Robert Service είναι Ιστορικός και έχει ασχοληθεί επισταμένα με την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Το απόσπασμα που αναφέρεται στο άρθρο είναι από το βιβλίο The Russian Revolution, 1900-1927 , Humanities Press International, 1986
[iv] Οι Anna Hillyar and Jane McDermid είναι ιστορικοί της Ρώσικης Επανάστασης και έχουν συγγράψει βιβλία για το ρόλο των γυναικών στην επανάσταση.
Ανειδίκευτες, χαμηλά αμειβόμενες, δουλεύοντας δώδεκα ή δεκατρείς ώρες την μέρα, σε βρώμικες και ανθυγιεινές συνθήκες, οι γυναίκες ζητούσαν την αλληλεγγύη των εργατών και επέμεναν στη κοινή δράση με τους άνδρες, ιδιαίτερα αυτές που εργάζονταν στη βιομηχανία και τα εργοστάσια μετάλλου οι οποίες θεωρούνταν οι πιο συνειδητοποιημένες πολιτικά και οι πιο δυναμικές ανάμεσα στο εργατικό δυναμικό της πόλης. Οι γυναίκες πετούσαν ξύλα, πέτρες, χιονόμπαλες στα παράθυρα των εργοστασίων, εισέβαλλαν στους χώρους εργασίας και απαιτούσαν να μπει ένα τέλος στον πόλεμο καθώς και να επιστρέψουν οι άντρες από το μέτωπο .
Σύμφωνα με σύγχρονους ερευνητές και ιστορικούς, αυτές οι γυναίκες που διαδήλωναν για «το ψωμί» χρησιμοποιώντας παλαιομοδίτικες και πρωτόγονες μεθόδους διαμαρτυρίας, στο πλαίσιο καθαρά οικονομικών αιτημάτων, κινούνταν περισσότερο συναισθηματικά και όχι τόσο μέσα από κάποια θεωρητική προετοιμασία — άθελά τους όμως, κινητοποίησαν την καταιγίδα που έκανε στην άκρη τον Τσαρισμό πριν εξαφανιστούν πάλι πίσω από τις μεγάλες μάχες των ανδρών εργατών και των ανδροκρατούμενων πολιτικών κομμάτων.
Από όταν ξεκίνησαν οι απεργίες του Φλεβάρη , τα πολιτικά συνθήματα ενάντια στον πόλεμο αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των κινητοποιήσεων. Η τόλμη των γυναικών, η αποφασιστικότητα και οι μέθοδοί τους φανέρωναν ότι αντιλαμβάνονταν τη ρίζα των προβλημάτων τους, την ανάγκη για την ενότητα των εργατών καθώς και τη σημασία που είχε, να κερδίσουν τους φαντάρους που θα έπαυαν έτσι να προστατεύουν τον τσαρισμό και θα υποστήριζαν την επανάσταση. Σύμφωνα με την μετέπειτα μαρτυρία του Τρότσκι[i]:
«Σε αυτές τις συναντήσεις ανάμεσα σε στρατιώτες και εργάτες, οι εργάτριες παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Πιο θαρρετά από τους άντρες, προχωρούν προς τις γραμμές του στρατού, γαντζώνονται από τα τουφέκια, ικετεύουν και σχεδόν διατάζουν: “Βγάλτε τις ξιφολόγχες, σμίξτε μαζί μας”. Οι στρατιώτες συγκινούνται, νιώθουν σαν ντροπιασμένοι, κοιτάζει ο ένας τον άλλο με αγωνία, διστάζουν ακόμα. Ένας από αυτούς τέλος, αποφασίζει πριν από τους άλλους και οι ξιφολόγχες ανασηκώνονται σε κίνηση μεταμέλειας πάνω από τους ώμους των πολιορκητών».
Μέχρι το τέλος του Φλεβάρη , είκοσι τρεις φαντάροι που φρουρούσαν τους σταθμούς των τραμ, είχαν πειστεί από τις εργάτριες που δούλευαν εκεί να τις βοηθήσουν, και έτσι τα τραμ μετατράπηκαν σε οδοφράγματα ενάντια στην αστυνομία. Το γεγονός ότι οι γυναίκες έπαιρναν με το μέρος τους φαντάρους δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της αυξανόμενης δυσαρέσκειας που προκαλούσε ο πόλεμος στα στρατεύματα, ούτε οφειλόταν μόνο στον μεταδοτικό «αυθορμητισμό» των διαδηλώσεων. Οι γυναίκες που εργάζονταν στα υφαντουργεία από το 1905 ακόμη, συναναστρέφονταν με ένα μεγάλο αριθμό, κυρίως αγροτών φαντάρων από το Πέτρογκραντ. Οι άντρες στους στρατώνες και οι γυναίκες που δούλευαν στα εργοστάσια και κατάγονταν από τις ίδιες περιοχές με αυτούς, συζητούσαν μεταξύ τους, δημιουργούσαν ουσιαστικές σχέσεις και έσπαγαν τις μέχρι πρότινος διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εργατριών και φαντάρων. Έτσι οι γυναίκες είχαν συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της ένοπλης στήριξης.
Οι εργάτριες βρίσκονταν σταθερά στην πρώτη γραμμή της Επανάστασης του Φλεβάρη η οποία οδήγησε στην καταστροφή του τσαρισμού. Δεν ήταν απλά «η σπίθα» αλλά η ίδια η κινητήρια δύναμη που τη συνέχισε- παρά την αρχική καχυποψία πολλών εργατών και επαναστατών.
Η Επανάσταση του Φλεβάρη συχνά περιγράφεται ως «αυθόρμητη» και κατά μία έννοια αυτό είναι αλήθεια: ούτε είχε σχεδιαστεί ούτε είχε εφαρμοστεί από κάποιους επαναστάτες. Όμως ο αυθορμητισμός δεν σήμαινε έλλειψη πολιτικής συνείδησης. Η εμπειρία των γυναικών που εισέβαλαν σαν ανεμοστρόβιλος στα εργοστάσια του Πέτρογκραντ , ιδιαίτερα σε συνθήκες που οι ίδιες ως εργάτριες αλλά και ως υπεύθυνες για το νοικοκυριό, περίμεναν στις ουρές για ώρες για να ταΐσουν τις οικογένειες τους, διέλυσε το διαχωρισμό μεταξύ των οικονομικών αιτημάτων για το ψωμί και των πολιτικών αιτημάτων για τερματισμό του πολέμου. Έτσι η υλική πραγματικότητα υπέδειξε τους πραγματικούς υπεύθυνους για τη πείνα και τη φτώχεια –δηλαδή τον πόλεμο και τους πολιτικούς που οδήγησαν σε αυτόν. Αυτά τα αιτήματα δεν θα μπορούσε παρά να συνοδευτούν από συγκλονιστικές πολιτικές αλλαγές.
Επιπλέον οι γυναίκες, μέλη του Μπολσεβίκικου κόμματος, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην απεργία, είχαν παλέψει για χρόνια έτσι ώστε να οργανώσουν τις ανειδίκευτες γυναίκες, παρά το γεγονός ότι αυτό μέσα στο κόμμα θεωρούνταν αποπροσανατολισμός από τον αγώνα ενάντια στον Τσαρισμό ή στη χειρότερη πιστευόταν ότι θα οδηγούσε τις γυναίκες έξω από την ταξική πάλη και θα τις έκανε υποχείρια των αστών φεμινιστριών.
Πολλοί άνδρες μέσα στο επαναστατικό κίνημα, θεωρούσαν ότι οι διαδηλώσεις για την Παγκόσμια Μέρα των Γυναικών ήταν ανώριμες και πρόωρες και ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να «συγκρατηθούν» μέχρι οι ειδικευμένοι εργάτες να είναι έτοιμοι για την αποφασιστική δράση. Ήταν οι γυναίκες μέλη, μια μειοψηφία μέσα στο κόμμα, που πρότειναν τη διεξαγωγή μιας συνάντησης στην περιφέρεια Βίμποργκ με στόχο οι εργάτριες να συζητήσουν για τον πόλεμο και τον πληθωρισμό. Μια από αυτές ήταν η Αναστασία Ντεβιάτκινα, μέλος των Μπολσεβίκων και εργάτρια που μετά την επανάσταση του Φλεβάρη, έστησε ένα σωματείο για τις συζύγους των φαντάρων.
Από τον Φλεβάρη και μετά, από τις περισσότερες μαρτυρίες οι γυναίκες απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό από την ιστορία για το πώς εξελίχθηκε το 1917, πέρα από κάποιες εξέχουσες προσωπικότητες όπως η Αλεξάνδρα Κολλοντάϊ, η Ναντέζντα Κρούπσκαγια και η Ινέσσα Αρμάντ , που πολλές φορές μνημονεύονται περισσότερο για την προσωπική τους ζωή ως σύζυγοι και ερωμένες και λιγότερο για την πρακτική δράση και τη θεωρητική τους συνεισφορά.
Οι γυναίκες ήταν κυρίως απούσες από τα όργανα διοίκησης που αναδύθηκαν μέσα από τις στάχτες του Τσαρισμού. Λίγες εκπροσωπούνταν στα επαρχιακά συμβούλια ως αντιπρόσωποι στη Συνταγματική Συνέλευση ή ως αντιπρόσωποι στα Σοβιέτ. Οι εκλογές στις εργοστασιακές επιτροπές κυριαρχούνταν από άντρες ακόμα και στα εργοστάσια όπου οι εργάτριες ήταν περισσότερες. Ο λόγος ήταν διπλός: Οι γυναίκες συνέχιζαν να έχουν το καθήκον , σε αντίξοες συνθήκες, να θρέφουν τις οικογένειες τους και επιπλέον δεν είχαν την αυτοπεποίθηση και την παιδεία, ούτε και τον χρόνο, να διεκδικήσουν ρόλους ή να έχουν υψηλά ποσοστά πολιτικής δραστηριότητας. Έτσι το γεγονός ότι οι γυναίκες ζούσαν με ένα συγκεκριμένο τρόπο για πολλούς αιώνες, καθώς και η υλική πραγματικότητα της καταπίεσής τους, δεν επέτρεψε να συνδυάσουν την αδιαμφισβήτητη αύξηση της πολιτικής τους συνείδησης με ένα υψηλό επίπεδο δραστηριότητας.
Η Ρωσία το 1917, ήταν πρωτίστως μια κοινωνία χωρικών . Η απόλυτη εξουσία του Τσάρου κατοχυρωνόταν και ενισχυόταν από την εκκλησία ενώ αντανακλούσε και στο θεσμό της οικογένειας. Ο γάμος και το διαζύγιο ήταν υπό θρησκευτικό έλεγχο, οι γυναίκες ήταν νομικά κατώτερες, θεωρούνταν περισσότερο ιδιοκτησία και λιγότερο άνθρωποι. Κάποιες από τις πιο γνωστές ρώσικες παροιμίες περιελάμβαναν απόψεις όπως «Νόμισα πως είδα δύο ανθρώπους, αλλά τελικά ήταν μόνο ένας και η γυναίκα του» .
Η αντρική κυριαρχία στο σπίτι ήταν ολοκληρωτική και το σύνηθες ήταν οι γυναίκες να υπομένουν το ζυγό παρά τις βάρβαρες συνθήκες , να αλλάζουν απλά χέρια και να περνούν από πατέρα σε σύζυγο. Πολύ συχνά ήταν αποδέκτες μιας νομικά κατοχυρωμένης βίας. Οι χωρικές και οι εργάτριες αντιμετώπιζαν τιμωρίες , έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με ιδιαίτερα κοπιαστικές δουλειές στα χωράφια και τα εργοστάσια, έχοντας το επιπλέον βάρος της ανατροφής των παιδιών και του νοικοκυριού σε μια εποχή που οι γέννες ήταν δύσκολες και επικίνδυνες , η αντισύλληψη ανύπαρκτη και το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας υψηλό.
Παρ όλα αυτά, η πολιτική εμπλοκή των γυναικών το 1917 δεν προέκυψε από το πουθενά. Η Ρωσία ήταν μια χώρα με αντιφάσεις: μαζί με την βαθιά φτώχεια, την καταπίεση και την τυραννία που υπέμεναν οι περισσότεροι άνθρωποι , η Ρώσικη οικονομία είχε εκτιναχθεί τις δεκαετίες πριν το 1905. Τεράστια μοντέρνα εργοστάσια παρήγαγαν όπλα και ρούχα, σιδηρόδρομοι συνέδεαν τις ραγδαία αναπτυσσόμενες πόλεις, την ίδια στιγμή που οι επενδύσεις και η τεχνογνωσία που εισαγόταν από την Ευρώπη οδηγούσε σε τεράστιες αυξήσεις σε σίδερο και παραγωγή πετρελαίου.
Αυτές οι τρομερές οικονομικές αλλαγές οδήγησαν σε έναν πολύ μεγάλο κοινωνικό μετασχηματισμό , τα χρόνια πριν τον Α παγκόσμιο πόλεμο. Όλο και περισσότερες αγρότισσες εξαναγκάστηκαν από τη φτώχεια και τους εργοδότες να δουλέψουν στα εργοστάσια των αστικών κέντρων. Τα αφεντικά μέσα από την εκβιομηχάνιση οδήγησαν σε αύξηση της ανειδίκευτης εργασίας και βέβαια προτιμούσαν να έχουν «υπάκουους» εργαζόμενους , γεγονός που οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των γυναικών που δούλευαν σε υφαντουργεία, κεραμοποιεία και εργοστάσια χαρτιού.
Οι γυναίκες είχαν ήδη από το 1896 εμπλοκή στις απεργίες στα υφαντουργεία, συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες ενάντια στην επιστράτευση πριν ακόμα από τον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο και -είχαν πολύ κρίσιμο ρόλο- στην επανάσταση του 1905 κατά τη διάρκεια της οποίας ανειδίκευτες εργάτριες στα υφάσματα, τον καπνό και τα εργοστάσια ζάχαρης μαζί με οικιακές εργάτριες και πλύστρες, απέργησαν και προσπάθησαν να ιδρύσουν τα δικά τους σωματεία αποτελώντας έτσι μέρος μιας μαζικής επανάστασης.
Οι επιπτώσεις του Α΄ παγκοσμίου Πολέμου επέδρασαν καθοριστικά στην αύξηση της οικονομικής και πολιτικής δύναμης των γυναικών. Ο πόλεμος διέλυσε τις οικογένειες και αναστάτωσε τις ζωές των γυναικών. Εκατομμύρια άνδρες απουσίαζαν στο μέτωπο, πληγωμένοι ή σκοτωμένοι, αναγκάζοντας τις γυναίκες να δουλεύουν μόνες τους στη γη, να κρατούν τα σπιτικά και να ενταχθούν στο αστικό εργατικό δυναμικό. Οι γυναίκες αποτελούσαν το 26.6 % του εργατικού δυναμικού το 1914 και σχεδόν το μισό (43,4%) το 1917. Ακόμα και σε εξειδικευμένους τομείς, η γυναικεία συμμετοχή αυξήθηκε δραματικά. Το 1914 αποτελούσαν μόνο το 3% των εργατών μετάλλου ενώ το 1917 είχαν αυξηθεί φτάνοντας το 18%.
Στη δυαδική κατάσταση εξουσίας που ακολούθησε την Επανάσταση του Φλεβάρη, οι γυναικείες διαδηλώσεις δεν εξαφανίστηκαν αλλά αποτέλεσαν μέρος της κίνησης των εργατών που μετατόπισαν τη στήριξη τους , από την κυβέρνηση στα Σοβιέτ και μέχρι το Σεπτέμβρη από την ηγεσία των μετριοπαθών Μενσεβίκων-Σοσιαλεπαναστατών στους Μπολσεβίκους.
Οι προσδοκίες των εργατριών και των εργατών για βελτίωση της ζωής τους μετά την πτώση του Τσάρου, διαλύθηκαν από το γεγονός ότι η κυβέρνηση και η Σοβιετική ηγεσία συνέχισαν τη διεξαγωγή του πολέμου. Μέχρι τον Μάη, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις οδήγησαν στη διάλυση της πρώτης προσωρινής κυβέρνησης και οι Μενσεβίκοι-Σοσιαλεπαναστάτες σχημάτισαν κυβέρνηση συμμαχίας με τους φιλελεύθερους που ήταν ακόμα αφοσιωμένοι στον πόλεμο. Η απογοήτευση των εργατών οδήγησε σε καινούριες απεργίες, και πάλι καθοδηγούμενες από γυναίκες. Γύρω στις σαράντα χιλιάδες πλύστρες, μέλη ενός συνδικάτου που καθοδηγούνταν από το μέλος των Μπολσεβίκων, Σοφία Γκοντσάρσκαγια, απέργησαν για μεγαλύτερο μεροκάματο, οχτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας: συνθήκες υγιεινής, παροχές μητρότητας (ήταν σύνηθες οι εργάτριες να κρύβουν την εγκυμοσύνη τους μέχρι να γεννήσουν στο πάτωμα του εργοστασίου), καθώς και το τέλος της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Όπως περιγράφουν οι ιστορικοί Τζέιν ΜακΝτέρμιτ και Άννα Χάιλγιερ:
Μαζί με άλλες ακτιβίστριες του συνδικάτου, η Γκοντσάρσκαγια, πήγαινε από το ένα πλυντήριο στο άλλο πείθοντας τις γυναίκες να συμμετάσχουν στην απεργία. Γέμιζαν κουβάδες με κρύο νερό για να σβήσουν τους φούρνους. Σε ένα πλυντήριο, ο ιδιοκτήτης επιτέθηκε στην Γκοντσάρσκαγια, με έναν λοστό. Σώθηκε από τις πλύστρες που τον ακινητοποίησαν.
Τον Αύγουστο αντιμέτωπες με τις απόπειρες του στρατηγού Κορνίλοφ, να τσακίσει την επανάσταση, οι γυναίκες διαδήλωσαν για να υπερασπιστούν το Πέτρογκραντ, στήνοντας οδοφράγματα και οργανώνοντας τις πρώτες βοήθειες. Τον Οκτώβρη, οι γυναίκες του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ασχολούνταν με την παροχή ιατρικής βοήθειας καθώς και με τις κρίσιμες επικοινωνίες μεταξύ των διαφόρων περιοχών, μερικές είχαν την ευθύνη να συντονίζουν διαφορετικές περιοχές του Πέτρογκραντ, ενώ υπήρχαν και γυναίκες μέλη των ερυθροφρουρών. Η ΜακΝτέρμιτ και Χάιλγιερ περιγράφουν την εμπλοκή ακόμα μιας γυναίκας μέλους των Μπολσεβίκων που έδρασε τον Οκτώβρη:
Η οδηγός του τραμ A.E. Ροντιόνοβα είχε κρύψει 42 τουφέκια και διάφορα άλλα είδη οπλισμού στην αποθήκη της, όταν η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να αφοπλίσει τους εργάτες μετά από τις μέρες του Ιούλη. Τον Οκτώβρη ανέλαβε να οργανώσει δύο τραμ τα οποία θα έφευγαν από το σταθμό για να κατευθυνθούν προς την έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα κουβαλώντας όπλα. Έπρεπε να φροντίσει για τη λειτουργία του τραμ τη νύχτα της 25ης προς 26η Οκτώβρη, έτσι ώστε η ίδια να βοηθήσει στην κατάληψη της εξουσίας και να περιπολήσει τα πόστα του Ερυθρού Στρατού μέσα στην πόλη.
Η επανάσταση μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στις εργαζόμενες γυναίκες, για τις οποίες ο πόλεμος ήταν η αιτία των δεινών και οι οποίες έκαναν όλο και περισσότερα καλέσματα για την ειρήνη, και τις φεμινίστριες που συνέχισαν να στηρίζουν την αιματοχυσία. Για την πλειοψηφία των αστών-φεμινιστριών που διεκδικούσαν ισότητα απέναντι στο νόμο, εκπαίδευση και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, αυτά τα αιτήματα θα μπορούσαν να κερδηθούν μόνο εάν έμεναν πιστές στη νέα κυβέρνηση και στήριζαν τον πόλεμο. Το να αποδείξουν τον πατριωτισμό τους ήταν μέρος της προσπάθειας τους να συμμετάσχουν στη λήψη αποφάσεων και να κερδίσουν μια θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η Επανάσταση του Φλεβάρη , είχε οδηγήσει σε μια επανεκκίνηση της καμπάνιας των φεμινιστριών για καθολική ψήφο, και αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση , μέχρι τον Ιούλιο που το αίτημα αυτό τελικά υλοποιήθηκε. Όμως για τις περισσότερες γυναίκες το δικαίωμα στη ψήφο δεν άλλαξε ουσιαστικά τη ζωή τους, αφού συνέχιζαν να υποφέρουν από τις ελλείψεις τροφίμων, τις πολλές ώρες εργασίας, την ίδια στιγμή που πάλευαν να κρατήσουν τις οικογένειές τους ενωμένες. Όπως έγραφε η Κολλοντάϊ το 1908[ii]:
Όσο φαινομενικά ριζοσπαστικά και αν είναι τα αιτήματα των φεμινιστριών, δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια μας, το γεγονός ότι οι φεμινίστριες δεν μπορούν λόγω της ταξικής τους θέσης, να δώσουν τη μάχη για τον ριζικό οικονομικο-κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, μετασχηματισμό ο οποίος δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την απελευθέρωση των γυναικών.
Για τις περισσότερες εργάτριες και αγρότισσες, τα ζητήματα καταπίεσης και ισότητας δεν ετίθεντο αφηρημένα, αλλά αναδύονταν συγκεκριμένα μέσα από τις διαδικασίες της πάλης για την βελτίωση της ζωής τους, καθώς και των συζύγων και των παιδιών τους. Όσες γυναίκες ήταν πιο ανοιχτές πολιτικά και είχαν περισσότερη αυτοπεποίθηση ήταν συχνά μέλη του Μπολσεβίκικου κόμματος, όμως τα χαρακτηριστικά τους αυτά, ήταν το αποτέλεσμα της δικής τους συλλογικής δράσης ενάντια στον πόλεμο και τους πολιτικούς. Οι δράσεις τους ήταν κυρίως επικεντρωμένες στα ζητήματα της πείνας, του πολέμου και της ιδιοκτησίας γης. Όπως υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Σέρβις[iii] :
Το πολιτικό πρόγραμμα των Μπολσεβίκων αποδεικνυόταν όλο και πιο ελκυστικό για την πλειοψηφία των εργατών, των φαντάρων και των χωρικών, όσο η κοινωνική αναταραχή και η οικονομική καταστροφή έφτανε σε κλιμάκωση στα τέλη του φθινοπώρου. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε η Επανάσταση του Οκτώβρη.
Όλη η αυτή η κατάσταση είχε βιωθεί έντονα τόσο από τις εργάτριες, τις αγρότισσες και τις γυναίκες των φαντάρων όσο και από τους άντρες συνάδελφούς τους. Χωρίς την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ανειδίκευτων εργατών στο Πέτρογκραντ, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, η Οκτωβριανή εξέγερση δεν θα είχε πετύχει.
Η στήριξη στους Μπολσεβίκους δεν ήταν τυφλή αλλά ήταν το αποτέλεσμα, με τα λόγια του Τρότσκι , « μιας επιφυλακτικής και οδυνηρής ανάπτυξης συνειδήσεων», από εκατομμύρια εργάτες , άνδρες και γυναίκες. Μέχρι τον Οκτώβρη όλα τα άλλα σενάρια είχαν δοκιμαστεί: Η προσωρινή κυβέρνηση και οι Μενσεβίκοι είχαν προδώσει το λαό, οι διαδηλώσεις είχαν προκαλέσει είτε καταστολή είτε κάποιες περιορισμένες κατακτήσεις που πλέον δεν ικανοποιούσαν τις ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Το πιο κρίσιμο ζήτημα όμως ήταν ότι το πραξικόπημα του Κορνίλοφ είχε θέση με σαφήνεια τα διακυβεύματα: «Η θα προχωρήσουμε ή θα διαλυθούμε». Ένας εργάτης το έθεσε ως εξής: « Οι Μπολσεβίκοι πάντα έλεγαν : “ Δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα σε πείσουν, αλλά η ζωή η ίδια”. Και τώρα οι Μπολσεβίκοι θριάμβευσαν γιατί η ζωή απέδειξε ότι η ταχτική τους ήταν σωστή.»
Ήταν προς τιμή των Μπολσεβίκων το γεγονός ότι είχαν λάβει τόσο σοβαρά υπόψη το γυναικείο ζήτημα και παρ όλο που με τα σημερινά δεδομένα οι γυναίκες τότε ήταν τραγικά υπό-εκπροσωπούμενες, πράγματι είχαν γίνει σοβαρές προσπάθειες για την οργάνωση και την ενίσχυση των εργατριών. Το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι έκαναν περισσότερα από άλλα σοσιαλιστικά κόμματα για να σχετιστούν με τις εργάτριες δεν έγινε αναγκαία λόγω κάποιας μεγαλύτερης δέσμευσης τους ως προς τα δικαιώματα των γυναικών.
Τόσο οι Μενσεβίκοι όσο και οι Μπολσεβίκοι κατανοούσαν την ανάγκη στράτευσης των γυναικών και απεύθυνσης προς αυτές αφού τις αντιλαμβάνονταν ως μέρος της εργατικής τάξης, αλλά οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν να εντάξουν τον αγώνα για ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε μια στρατηγική βασισμένη στην ταξική πάλη ενάντια στην κυβέρνηση και τον πόλεμο, ενώ τα κόμματα που είχαν εμπλακεί στη συνέχιση του πολέμου και σε συμφωνίες με προνομιούχα αφεντικά, λίγα μπορούσαν να κάνουν πέρα από κάποια ρεπορτάζ για τις απεργίες των γυναικών και κάποιες ομιλίες για τα πολιτικά δικαιώματα, χωρίς όμως να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις για τις υλικές πιέσεις που βάραιναν στη ζωή των γυναικών.
Οι Μπολσεβίκοι όλο και περισσότερο αναλάμβαναν την οργάνωση και την πολιτικοποίηση των γυναικών, εν μέρει μαθαίνοντας από τα πρώτα ξεσπάσματα του Φλεβάρη και εν μέρει λόγω της επιμονής των ίδιων των γυναικών μελών τους.
Ηγετικές μπολσεβίκες όπως η Κολλοντάϊ, η Κρούπσκαγια, η Ινέσσα Αρμάντ , η Κονκόρδια Σαμοϊλοβνα και η Βέρα Σλούτσκαγια , μεταξύ άλλων, αρκετό καιρό πριν υποστήριζαν ότι το κόμμα έπρεπε να κάνει ιδιαίτερες προσπάθειες για να οργανώσει τις εργάτριες και να συμβάλει στην πολιτική τους εκπαίδευση. Πάλευαν για να πείσουν τους άντρες συντρόφους τους ότι οι ανειδίκευτες εργάτριες είχαν πολύ κομβικό ρόλο και δεν ήταν ένα παθητικό, συντηρητικό και «οπισθοδρομικό» εμπόδιο για την επανάσταση. Η Μπολσεβίκικη εφημερίδα Ραμπότνιτσα (η εργάτρια), που πρωτοεκδόθηκε το 1914 και ξανακυκλοφόρησε τον Μάη του 1917, περιλάμβανε άρθρα για βρεφοκομεία, βρεφονηπιακούς σταθμούς και νομικό πλαίσιο προστασίας στους εργασιακούς χώρους για τις γυναίκες και επανειλημμένα υπογράμμιζε ότι η ανάγκη για ισότητα καθώς και για τα «γυναικεία ζητήματα» ήταν υπόθεση όλων των εργατών.
Ο ρόλος των εργατριών τον Φλεβάρη και η σημασία που είχε η δράση τους ως μέρος του εργατικού δυναμικού του Πέτρογκραντ συνέβαλαν στο να αλλάξει η οπτική ανάμεσα στους μπολσεβίκους άντρες που θεωρούσαν ότι η επικέντρωση στα γυναικεία ζητήματα έδινε έδαφος στο φεμινισμό και ότι η επανάσταση θα καθοδηγούνταν από τους πιο ειδικευμένους και πολιτικά συνειδητοποιημένους (άντρες) εργαζόμενους. Παρ όλα αυτά ο αγώνας ήταν σκληρός και ο δρόμος ανηφορικός. Όταν η Κολλοντάϊ τον Απρίλη , πρότεινε να δημιουργηθεί γυναικείο τμήμα είχε απομονωθεί πολύ, παρ όλο που είχε τη στήριξη του Λένιν, του οποίου οι θέσεις του Απρίλη δεν είχαν γίνει αποδεκτές με μεγάλο ενθουσιασμό από την ηγεσία των Μπολσεβίκων, και αντίστροφα- η Κολλοντάϊ ήταν η μοναδική υποστηρίχτρια του Λένιν στην Κεντρική Επιτροπή.
Στους μήνες που ακολούθησαν παρόλα αυτά, ήταν ολοφάνερη η σημασία τόσο του επιχειρήματος του Λένιν για το «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» , όσο και η κατανόηση της Κολλοντάϊ για τον κομβικό ρόλο των γυναικών στη δυναμική και το προχώρημα της επανάστασης.
Πέρα από την Ραμπότνιτσα, άρχισαν και άλλες μπολσεβίκικες εφημερίδες να υποστηρίζουν ότι οι κυρίαρχες σεξιστικές συμπεριφορές έβαζαν σε κίνδυνο την ταξική ενότητα και το κόμμα ασχολήθηκε ιδιαίτερα έτσι ώστε οι γυναίκες να εκπροσωπούνται στις εργοστασιακές επιτροπές, προσπαθώντας να πείσει τους άντρες να ψηφίζουν γυναίκες, ιδιαίτερα στις βιομηχανίες που οι τελευταίες αποτελούσαν την πλειοψηφία των εργαζομένων. Οι προσπάθειες του κόμματος προκαλούσαν τις αντιδράσεις των ανδρών που θεωρούσαν τις εργάτριες απειλή για τις θέσεις εργασίας.
Έξι βδομάδες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο γάμος είχε αντικατασταθεί με μια απλή πολιτική καταχώρηση και το διαζύγιο παραχωρούνταν εύκολα, μόνο με την αίτηση του ενός εκ των δύο συντρόφων. Αυτά τα μέτρα περιλήφθηκαν ένα χρόνο αργότερα στον οικογενειακό κώδικα, και έκαναν τις γυναίκες ίσες απέναντι στο νόμο. Ο θρησκευτικός έλεγχος καταργήθηκε αφαιρώντας αιώνες θεσμικής καταπίεσης με μια μόνο κίνηση. Το διαζύγιο μπορούσε να δοθεί σε οποιονδήποτε από τους δύο συντρόφους χωρίς δηλωμένο λόγο, οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να κερδίζουν τα δικά τους χρήματα και κανείς σύντροφος δεν είχε το δικαίωμα στην περιουσία του άλλου. Η φράση «νόθο παιδί» εξαφανίστηκε— αν μια γυναίκα δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας τους παιδιού της, όλοι οι προηγούμενοι σύντροφοί της αναλάμβαναν τη συλλογική ευθύνη του παιδιού. Το 1920 η Ρωσία έγινε η πρώτη χώρα που νομιμοποίησε την έκτρωση κατόπιν αιτήματος.
Το 1917, η επανάσταση ξεκίνησε και συνεχίστηκε από τις γυναίκες και κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων, πολλές παλιομοδίτικες αντιλήψεις που θεωρούσαν τις γυναίκες κατώτερες, ιδιοκτησία των ανδρών , παθητικές, οπισθοδρομικές, συντηρητικές, χωρίς αυτοπεποίθηση και αδύναμες όταν τις προκαλούσαν , αν και δεν εξαλείφθηκαν, τουλάχιστον κλονίστηκαν από τη δράση των γυναικών και την αφοσίωσή τους στην πολιτική.
Όμως η Ρώσικη Επανάσταση δεν εξάλειψε την αντρική κυριαρχία, ούτε απελευθέρωσε τις γυναίκες. Οι καταστροφικές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου και οι μεταγενέστερες στρεβλώσεις της σοβιετικής κυβέρνησης δεν έκαναν εφικτές αυτές τις δυνατότητες. Οι ανισότητες παρέμειναν. Λίγες γυναίκες κατείχαν αξιώματα, λίγες είχαν εκλεχτεί σε όργανα διοίκησης και οι σεξιστικές ιδέες δεν μπορούσαν απλά να εξαφανιστούν στις ακραίες συνθήκες που ακολούθησαν του Οκτώβρη.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι γυναίκες δεν συμμετείχαν ισότιμα με τους άντρες, ούτε συμμετείχαν τόσο στα υψηλότερα επίπεδα των πολιτικών διαδικασιών, αλλά παρ όλους τους περιορισμούς της ζωής τους, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία και καθόρισαν την κατεύθυνση της επανάστασης. Όπως λένε οι ΜακΝτέρμιτ και Χάιλερ[iv]:
Πράγματι, ο διαχωρισμός εργασίας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες παρέμεινε, αντί όμως να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες απέτυχαν να κλονίσουν την αντρική κυριαρχία, μπορούμε να εστιάσουμε στο πως ελίχθηκαν μέσα στην παραδοσιακή τους σφαίρα και τι σημασία είχε αυτό τελικά για την επαναστατική διαδικασία.
Οι γυναίκες αποτελούν μέρος της επανάστασης του 1917, έγραψαν ιστορία μαζί με τους άντρες, όχι ως παθητικοί θεατές ή σαν ασήμαντες προσωπικότητες αλλά ως γενναίες συμμετέχουσες, των οποίων η δέσμευση μετρούσε πολύ αφού σηματοδοτούσε μια συνολική απόρριψη της κυρίαρχης καταπίεσης τους. Βλέποντας την επανάσταση μέσα από τα μάτια των γυναικών, μας δίνεται η δυνατότητα μιας πλούσιας ανάγνωσης αυτού του γεγονότος που μέχρι σήμερα παραμένει η πιο μετασχηματιστική ιστορική στιγμή στη ζωή των γυναικών.
ΣτΜ:
[i] Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο, Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης του Λέων Τρότσκι. Για τη μετάφραση χρησιμοποιήθηκε η ελληνική έκδοση, Παρασκήνιο, 2006.
[ii] Πρόκειται για απόσπασμα από ομιλία της Αλεξάνδρα Κολλοντάϊ σε ένα φεμινιστικό συνέδριο του 1908 που δημοσιεύτηκε το 1909 με τον τίτλο: « Η κοινωνική βάση του γυναικείου ζητήματος» (The Social Basis of the Woman Question) . Το κείμενο περιλαμβάνεται στο Selected Writings of Alexandra Kollontai, Allison & Busby, 1977 και δεν έχει μεταφραστεί μέχρι τώρα στα ελληνικά.
[iii] Ο Robert Service είναι Ιστορικός και έχει ασχοληθεί επισταμένα με την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Το απόσπασμα που αναφέρεται στο άρθρο είναι από το βιβλίο The Russian Revolution, 1900-1927 , Humanities Press International, 1986
[iv] Οι Anna Hillyar and Jane McDermid είναι ιστορικοί της Ρώσικης Επανάστασης και έχουν συγγράψει βιβλία για το ρόλο των γυναικών στην επανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου