Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Ο Γκράμσι και η Ρώσικη Επανάσταση

Alvaro Bianchi και Daniela Mussi | μετάφραση Πέτρος Ψαρρέας
αναδημοσίευση από Gramsci and the Russian Revolution/Jacobin 
Τι σκεφτόταν ο νεαρός Αντόνιο Γκράμσι για τη Ρώσικη Επανάσταση; Ο Alvaro Bianchi είναι καθηγητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Κρατικού Πανεπιστημίου της Καμπίνας (Unicamp). Είναι, επίσης, συγγραφέας του O Laboratório De Gramsci (Almeda, 2008) και συντάκτης του Blog Junho. Η Daniela Mussi είναι μετα-διδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο και μέλος της συντακτικής επιτροπής του Outubro.


Ογδό­ντα χρό­νια πριν, στις 27 Απρί­λη του 1937, πέ­θα­νε ο Αντό­νιο Γκράμ­σι, αφού πέ­ρα­σε την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία της ζωής του στις φα­σι­στι­κές φυ­λα­κές. Ανα­γνω­ρι­ζό­με­νος αρ­γό­τε­ρα, για το θε­ω­ρη­τι­κό του έργο με τα "Τε­τρά­δια της Φυ­λα­κής", ο Γκράμ­σι εκ­κί­νη­σε τη συ­νει­σφο­ρά του στον πο­λι­τι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό με τα πρώτα του κεί­με­να, κατά τη διάρ­κεια του Με­γά­λου Πο­λέ­μου (Σ.τ.Μ. Α' Πα­γκό­σμιος Πό­λε­μος), όταν ήταν νε­α­ρός φοι­τη­τής γλωσ­σο­λο­γί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Το­ρί­νο. Ήδη από τότε, τα άρθρα του στον σο­σια­λι­στι­κό τύπο αμ­φι­σβη­τού­σαν, όχι μόνο τον πό­λε­μο που ήταν σε εξέ­λι­ξη, αλλά και την κυ­ρί­αρ­χη φι­λε­λεύ­θε­ρη, εθνι­κι­στι­κή και κα­θο­λι­κή ιτα­λι­κή κουλ­τού­ρα.

Στις αρχές του 1917 ο Γκράμ­σι ερ­γα­ζό­ταν ως δη­μο­σιο­γρά­φος σε μια το­πι­κή σο­σια­λι­στι­κή εφη­με­ρί­δα του Το­ρί­νο, την Il Grido del Popolo (Η κραυ­γή του Λαού)και συ­νερ­γα­ζό­ταν με την έκ­δο­ση της εφη­με­ρί­δας Avanti! (Εμπρός!), στο Πε­δε­μό­ντιο. Κατά τους πρώ­τους μήνες, μετά τη Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση του Φλε­βά­ρη, τα νέα που έφτα­ναν στην Ιτα­λία ήταν σπά­νια και λι­γο­στά. Ως επί το πλεί­στον, πε­ριο­ρί­ζο­νταν στην ανα­πα­ρα­γω­γή άρ­θρων από τα ει­δη­σε­ο­γρα­φι­κά πρα­κτο­ρεία του Λον­δί­νου και του Πα­ρι­σιού. Στο Εμπρός!, υπήρ­χε μια ορι­σμέ­νη δη­μο­σιο­γρα­φι­κή κά­λυ­ψη από τη Ρωσία μέσω των άρ­θρων που υπο­γρά­φο­νταν από τον "Τζού­νιορ", ψευ­δώ­νυ­μο για τον εξό­ρι­στο Ρώσο σο­σια­λε­πα­να­στά­τη (Σ.τ.Μ. Εσέ­ροι), Βα­σί­λι Βα­σι­λί­ε­βιτς Σου­τσόμ­λιν.

Προ­κει­μέ­νου να πα­ρέ­χει στους Ιτα­λούς/ιδες Σο­σια­λι­στές/στριές αξιό­πι­στη πλη­ρο­φό­ρη­ση, η ηγε­σία του Ιτα­λι­κού Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος (PSI) έστει­λε ένα τη­λε­γρά­φη­μα στον Οντί­νο Μορ­γκά­ρι, που βρι­σκό­ταν στη Χάγη, ζη­τώ­ντας του να πάει στην Πε­τρού­πο­λη και να έρθει σε επαφή με τους/τις επα­να­στά­τες/τριες. Όμως, το τα­ξί­δι απέ­τυ­χε και ο Μορ­γκά­ρι επέ­στρε­ψε στην Ιτα­λία τον Ιού­λιο. Στις 20 Απρί­λη το Εμπρός! δη­μο­σί­ευ­σε ένα ση­μεί­ω­μα, γραμ­μέ­νο από τον Γκράμ­σι, για την προ­σπά­θεια αυτή του βου­λευ­τή να τα­ξι­δέ­ψει, απο­κα­λώ­ντας τον "κόκ­κι­νο πρε­σβευ­τή". Ο εν­θου­σια­σμός του για το γε­γο­νό­τα στη Ρωσία ήταν εμ­φα­νής. Ήταν αυτή τη χρο­νι­κή στιγ­μή που ο Γκράμ­σι θε­ώ­ρη­σε ότι η δυ­νη­τι­κή δύ­να­μη της ιτα­λι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης να ενα­ντιω­θεί στον πό­λε­μο ήταν άμεσα συν­δε­δε­μέ­νη με τη ισχύ του Ρω­σι­κού προ­λε­τα­ριά­του. Θε­ω­ρού­σε ότι με την επα­νά­στα­ση στη Ρωσία, όλες οι διε­θνείς σχέ­σεις θα άλ­λα­ζαν θε­με­λιω­δώς.

Ο πα­γκό­σμιος πό­λε­μος διέ­τρε­χε την πιο έντο­νη φάση του και η στρα­τιω­τι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση επη­ρέ­α­ζε βαθιά τον Ιτα­λι­κό λαό. Ο Άν­τζε­λο Τάσκα, ο Ου­μπέρ­το Τε­ρα­τσί­νι και ο Παλ­μί­ρο Το­λιά­τι, φίλοι και σύ­ντρο­φοι του Γκράμ­σι, κλή­θη­καν στο μέ­τω­πο - από το οποίο ο Γκράμ­σι απαλ­λά­χθη­κε λόγω της αστα­θούς υγεί­ας του. Με αυτόν τον τρόπο, η δη­μο­σιο­γρα­φία έγινε το δικό του "μέ­τω­πο". Στο άρθρο του για τον Μορ­γκά­ρι, ο Γκράμ­σι επι­δο­κι­μα­στι­κά ανέ­φε­ρε μια δή­λω­ση των Ρώσων σο­σια­λε­πα­να­στα­τών, που δη­μο­σιεύ­τη­κε στην Ιτα­λία από την Corriere della Sera, στην οποία κα­λού­σαν όλες τις κυ­βερ­νή­σεις στην Ευ­ρώ­πη να εγκα­τα­λεί­ψουν την στρα­τιω­τι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα και να ακο­λου­θή­σουν μόνο αμυ­ντι­κούς ελιγ­μούς απέ­να­ντι στη γερ­μα­νι­κή επί­θε­ση. Ήταν η θέση του "επα­να­στα­τι­κού αμυ­ντι­σμού", που υιο­θε­τή­θη­κε από ευ­ρεία πλειο­ψη­φία στο Παν­ρω­σι­κό Συ­νέ­δριο των Σο­βιέτ, τον Απρί­λη. Το Εμπρός!, λίγες ημέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, θα δη­μο­σί­ευε την από­φα­ση του συ­νε­δρί­ου, με­τα­φρα­σμέ­νη από τον "Τζού­νιορ".

Καθώς όμως και­νούρ­γιες ει­δή­σεις κα­τέ­φθα­ναν, ο Γκράμ­σι άρ­χι­σε να ανα­πτύσ­σει τη δική του αντί­λη­ψη πάνω στο τι συ­νέ­βαι­νε στη Ρωσία. Στα τέλη του Απρί­λη του 1917, δη­μο­σί­ευ­σε στην εφη­με­ρί­δα Η κραυ­γή του Λαού ένα άρθρο με τίτλο "Ση­μειώ­σεις για τη Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση". Αντί­θε­τα με τους πε­ρισ­σό­τε­ρους Σο­σια­λι­στές εκεί­νης της επο­χής - που ανέ­λυαν τα γε­γο­νό­τα στη Ρωσία ως μια νέα Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση -, ο Γκράμ­σι μί­λη­σε γι' αυτά ως μια "προ­λε­τα­ρια­κή πράξη" που θα οδη­γού­σε στον σο­σια­λι­σμό.

Για τον Γκράμ­σι, η Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση ήταν πολύ δια­φο­ρε­τι­κή από το για­κω­βί­νι­κο μο­ντέ­λο, που την αντι­λαμ­βα­νό­ταν κα­θα­ρά και μόνο ως "αστι­κή επα­νά­στα­ση". Ερ­μη­νεύ­ο­ντας τα γε­γο­νό­τα της Πε­τρού­πο­λης, ο Γκράμ­σι εξέ­θε­σε ένα πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα για τη μελ­λο­ντι­κή προ­ο­πτι­κή. Προ­κει­μέ­νου το κί­νη­μα να προ­χω­ρή­σει στην κα­τεύ­θυν­ση μιας ερ­γα­τι­κής επα­νά­στα­σης, οι Ρώσοι επα­να­στά­τες πρέ­πει ξε­κά­θα­ρα να απο­μα­κρυν­θούν από το για­κω­βί­νι­κο μο­ντέ­λο - το οποίο προσ­διο­ρί­ζε­ται από τη συ­στη­μα­τι­κή χρήση βίας και τη χα­μη­λή δρα­στη­ριό­τη­τα στο επί­πε­δο τω ιδεών και της κουλ­τού­ρας.

Στους μήνες, του 1917, που ακο­λού­θη­σαν, ο Γκράμ­σι γρή­γο­ρα ευ­θυ­γραμ­μί­στη­κε με τους μπολ­σε­βί­κους, θέση η οποία εξέ­φρα­σε την ταύ­τι­σή του με τα πιο ρι­ζο­σπα­στι­κά και αντι­πο­λε­μι­κά τμή­μα­τα του Ιτα­λι­κού Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος. Στο άρθρο του, στις 28 Ιου­λί­ου, "Οι Ρώσοι μα­ξι­μα­λι­στές", ο Γκράμ­σι δή­λω­σε την πλήρη υπο­στή­ρι­ξή του στον Λένιν και σε αυτό που θε­ω­ρού­σε "μα­ξι­μα­λι­στι­κές" πο­λι­τι­κές. Κατά τη γνώμη του, αυτές αντι­προ­σώ­πευαν "τη συ­νέ­χεια της επα­νά­στα­σης, τον ρυθμό της επα­νά­στα­σης και ως εκ τού­του την επα­νά­στα­ση την ίδια". Οι μα­ξι­μα­λι­στές εν­σαρ­κώ­νουν την "ιδέα - όριο του σο­σια­λι­σμού"[1] χωρίς καμία δέ­σμευ­ση στο πα­ρελ­θόν.

Ο Γκράμ­σι επέ­με­νε ότι η επα­νά­στα­ση δεν μπο­ρού­σε να δια­κο­πεί. Θα έπρε­πε να υπερ­βεί τον αστι­κό κόσμο. Για τον δη­μο­σιο­γρά­φο της εφη­με­ρί­δας Η κραυ­γή του Λαού, ο μέ­γι­στος κίν­δυ­νος για όλες τις επα­να­στά­σεις, ιδιαί­τε­ρα για τη ρώ­σι­κη, ήταν να ανα­πτυ­χθεί η αντί­λη­ψη ότι η δια­δι­κα­σία είχε φτά­σει σε ένα ση­μείο που είχε ολο­κλη­ρώ­σει και κλεί­σει τον κύκλο της. Οι μα­ξι­μα­λι­στές απο­τε­λού­σαν τη δύ­να­μη που αντι­τασ­σό­ταν σε αυτή τη δια­κο­πή και γι' αυτόν τον λόγο "είναι ο τε­λευ­ταί­ος λο­γι­κός κρί­κος αυτού του επα­να­στα­τι­κού γί­γνε­σθαι".[2] Στη συλ­λο­γι­στι­κή του Γκράμ­σι, η όλη επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία ήταν αλ­λη­λο­συν­δε­δε­μέ­νη και ωθού­νταν μέσα από μια κί­νη­ση όπου οι πιο δυ­να­τοί/ες και απο­φα­σι­σμέ­νοι/ες ήταν ικα­νοί/ες να σπρώ­ξουν τους/τις πιο αδύ­να­μους/ες και αμή­χα­νους/ες.

Την 5η Αυ­γού­στου μια ρω­σι­κή αντι­προ­σω­πεία, που εκ­προ­σω­πού­σε τα σο­βιέτ, έφθα­σε στο Το­ρί­νο, με­τα­ξύ αυτών οι Γκόλ­ντεν­μπεργκ και Σμιρ­νόφ. Το τα­ξί­δι είχε εγκρι­θεί από την Ιτα­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση, η οποία έτρε­φε στρα­τιω­τι­κές ελ­πί­δες ότι η νέα κυ­βέρ­νη­ση της Ρω­σί­ας θα εμπλε­κό­ταν στον πό­λε­μο κατά της Γερ­μα­νί­ας. Μετά τη συ­νά­ντη­σή τους με τους Ρώ­σους αντι­προ­σώ­πους, οι Ιτα­λοί σο­σια­λι­στές εξέ­φρα­σαν τη σύγ­χυ­ση και την απο­ρία τους με τις ιδέες που ακόμα επι­κρα­τού­σαν στο εσω­τε­ρι­κό των ρω­σι­κών σο­βιέτ. Στις 11 Αυ­γού­στου ο συ­ντά­κτης της Η κραυ­γή του Λαού ανα­ρω­τιό­ταν:

Όταν ακού­με τους αντι­προ­σώ­πους των Ρω­σι­κών σο­βιέτ να μι­λούν για την υπε­ρά­σπι­ση της συ­νέ­χι­σης του πο­λέ­μου στο όνομα της επα­νά­στα­σης, ανα­ρω­τιό­μα­στε με ανυ­πο­μο­νη­σία˙ αντί­θε­τα, αυτό δεν θα σή­μαι­νε ότι απο­δε­χό­μα­στε ή ακόμα ευ­χό­μα­στε ο πό­λε­μος να συ­νε­χί­σει προ­κει­μέ­νου να προ­στα­τεύ­σου­με τα συμ­φέ­ρο­ντα της ρω­σι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής κυ­ριαρ­χί­ας ενά­ντια στα προ­λε­τα­ρια­κά προ­χω­ρή­μα­τα;

Πα­ρό­λα αυτά, η επί­σκε­ψη των σο­βιε­τι­κών αντι­προ­σώ­πων ήταν μια ευ­και­ρία προ­πα­γάν­δι­σης την επα­νά­στα­σης και οι Ιτα­λοί/ιδες σο­σια­λι­στές/τριες άδρα­ξαν τη στιγ­μή. Αφού πέ­ρα­σε από τη Ρώμη, τη Φλο­ρε­ντία, την Μπο­λό­νια και το Μι­λά­νο, η αντι­προ­σω­πεία επέ­στρε­ψε στο Το­ρί­νο. Μπρο­στά στο Σπίτι του Λαού (Casa delPopolo) σα­ρά­ντα χι­λιά­δες ερ­γα­ζό­με­νοι/ες υπο­δέ­χτη­καν τη Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση, στην πρώτη δη­μό­σια εκ­δή­λω­ση στην πόλη από το ξέ­σπα­σμα του Με­γά­λου Πο­λέ­μου. Από το μπαλ­κό­νι του κτι­ρί­ου ο Τζα­τσί­ντο Με­νό­τι Σε­ρά­τι, τότε επι­κε­φα­λής της μα­ξι­μα­λι­στι­κής πτέ­ρυ­γας στο κόμμα και στα­θε­ρά ενά­ντιος στον πό­λε­μο, με­τέ­φρα­σε την ομι­λία του Γκόλ­ντεν­μπεργκ. Μετά την ομι­λία του αντι­προ­σώ­που, ο Σε­ρά­τι είπε ότι οι Ρώσοι ήθε­λαν τον άμεσο τερ­μα­τι­σμό του πο­λέ­μου και ολο­κλή­ρω­σε τη "με­τά­φρα­ση" φω­νά­ζο­ντας: "Ζήτω η Ιτα­λι­κή επα­νά­στα­ση!", σύν­θη­μα στο οποίο το πλή­θος αντα­πο­κρί­θη­κε φω­νά­ζο­ντας με τη σειρά του: "Ζήτω η Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση! Ζήτω ο Λένιν!"

Ο Γκράμ­σι πε­ριέ­γρα­ψε με εν­θου­σια­σμό αυτή τη συ­γκέ­ντρω­ση με τους Ρώ­σους αντι­προ­σώ­πους της επα­νά­στα­σης στην εφη­με­ρί­δα Η κραυ­γή του Λαού. Κατά τη γνώμη του η δια­δή­λω­ση απο­τέ­λε­σε ένα πραγ­μα­τι­κό "θέαμα της αλ­λη­λεγ­γύ­ης των προ­λε­τα­ρια­κών και σο­σια­λι­στι­κών δυ­νά­με­ων στη Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση". Λίγες μέρες αρ­γό­τε­ρα αυτό το "θέαμα" θα κα­τα­λάμ­βα­νε και πάλι τους δρό­μους του Το­ρί­νο.

Το πρωί της 22ας Αυ­γού­στου δεν υπήρ­χε άλλο ψωμί στο Το­ρί­νο, ως απο­τέ­λε­σμα μιας μα­κράς κρί­σης εφο­δια­σμού που είχε προ­κλη­θεί από τον πό­λε­μο. Το με­ση­μέ­ρι, οι ερ­γά­τες/τριες άρ­χι­σαν να στα­μα­τούν τη δου­λειά στα ερ­γο­στά­σια της πόλης. Στις 5 το από­γευ­μα, με σχε­δόν το σύ­νο­λο το ερ­γο­στα­σί­ων κλει­στά, το πλή­θος άρ­χι­σε μα­ζι­κά να κι­νεί­ται στην πόλη λε­η­λα­τώ­ντας φούρ­νους και πρα­τή­ρια-απο­θή­κες.

Η αυ­θόρ­μη­τη εξέ­γερ­ση, χωρίς κά­λε­σμα και ορ­γά­νω­ση από κα­νέ­ναν, εξα­πλώ­θη­κε και κα­τέ­κλυ­σε την πόλη. Η απο­κα­τά­στα­ση της προ­μή­θειας ψω­μιού δεν ανέ­κο­ψε το κί­νη­μα, το οποίο γρή­γο­ρα πήρε πο­λι­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα.

Το επό­με­νο από­γευ­μα, η εξου­σία στην πόλη εκ­χω­ρή­θη­κε στον στρα­τό, που πήρε υπό τον έλεγ­χό του το κέ­ντρο του Το­ρί­νο. Οι λε­η­λα­σί­ες και η κα­τα­σκευή οδο­φραγ­μά­των εξα­κο­λού­θη­σαν στα πε­ρί­χω­ρα της πόλης. Στο σο­σια­λι­στι­κό προ­πύρ­γιο της πε­ρι­φέ­ρειας Μπάρ­γκο Σαν Πάολο, οι δια­δη­λω­τές/τριες λε­η­λά­τη­σαν και κα­τό­πιν έβα­λαν φωτιά στην εκ­κλη­σία του Σαν Μπερ­να­ντί­νο. Η αστυ­νο­μία άνοι­ξε πυρ ενα­ντί­ον του πλή­θους. Οι συ­μπλο­κές εντά­θη­καν κατά τη διάρ­κεια της 24ης Αυ­γού­στου. Το πρωί, δια­δη­λω­τές/τριες επι­χεί­ρη­σαν ανε­πι­τυ­χώς να φθά­σουν στο κέ­ντρο της πόλης. Λίγες ώρες αρ­γό­τε­ρα ήρθαν αντι­μέ­τω­ποι με πυρά πο­λυ­βό­λων και τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων. Στο τέλος, ο απο­λο­γι­σμός της κα­τα­στρο­φής ανήλ­θε σε ει­κο­σι­τέσ­σε­ρις νε­κρούς και πάνω από 1500 συλ­λη­φθέ­ντες. Η απερ­γία θα συ­νέ­χι­ζε την επό­με­νη, χωρίς όμως οδο­φράγ­μα­τα. Ακο­λού­θη­σε η σύλ­λη­ψη δύο ντου­ζί­νων σο­σια­λι­στών ηγε­τών. Η αυ­θόρ­μη­τη εξέ­γερ­ση έφθα­σε στο τέλος της.

Η κραυ­γή του Λαού δεν κυ­κλο­φό­ρη­σε τις ημέ­ρες εκεί­νες. Θα επα­να­κυ­κλο­φο­ρού­σε την 1η Σε­πτέμ­βρη, τώρα όμως υπό τη διεύ­θυν­ση του Γκράμ­σι, σε αντι­κα­τά­στα­ση της σο­σια­λί­στριας ηγέ­τι­δας Maria Giudice που είχε συλ­λη­φθεί. Η κρα­τι­κή λο­γο­κρι­σία δεν επέ­τρε­ψε να δη­μο­σιευ­τεί καμιά ανα­φο­ρά σχε­τι­κή με την εξέ­γερ­ση. Τότε ο Γκράμ­σι άδρα­ξε την ευ­και­ρία να κάνει μια συ­νο­πτι­κή ανα­φο­ρά στον Λένιν: Ο Κε­ρέν­σκι εκ­προ­σω­πεί την ιστο­ρι­κή μοίρα, όμως ο Λένιν, αναμ­φι­σβή­τη­τα, εκ­προ­σω­πεί την πραγ­μά­τω­ση του σο­σια­λι­σμού και εμείς εί­μα­στε ολό­ψυ­χα μαζί του". Ήταν μια ανα­φο­ρά στις μέρες του Ιου­λί­ου στη Ρωσία και στους πο­λι­τι­κούς διωγ­μούς κατά των μπολ­σε­βί­κων που τις ακο­λού­θη­σαν, ανα­γκά­ζο­ντας τον Λένιν να κα­τα­φύ­γει στη Φιν­λαν­δία.

Λίγες μέρες αρ­γό­τε­ρα, στις 15 Σε­πτέμ­βρη, όταν τα στρα­τεύ­μα­τα με επι­κε­φα­λής το στρα­τη­γό Λαβρ Κορ­νί­λοφ προ­έ­λα­σαν κατά της Πε­τρού­πο­λης, για να απο­κα­τα­στή­σουν την τάξη ενά­ντια στην επα­νά­στα­ση, ο Γκράμ­σι για ακόμη μια φορά ανα­φέρ­θη­κε στην "επα­νά­στα­ση που συ­νέ­βη στις συ­νει­δή­σεις". Και στις 29 Σε­πτεμ­βρί­ου ο Λένιν και πάλι χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως "αγκι­τά­το­ρας των συ­νει­δή­σε­ων, συ­να­γερ­μός των κοι­μώ­με­νων ψυχών". Η δια­θέ­σι­μη πλη­ρο­φό­ρη­ση στην Ιτα­λία πα­ρέ­με­νε μη αξιό­πι­στη και φιλ­τρα­ρι­σμέ­νη από τις με­τα­φρά­σεις του "Τζού­νιορ" στο Εμπρός! Σε αυτό το ση­μείο ο Γκράμ­σι εξα­κο­λου­θού­σε να ανα­γνω­ρί­ζει τον σο­σια­λε­πα­να­στά­τη Βί­κτορ Τσερ­νόφ ως "τον άν­θρω­πο που έχει ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο και απτό πρό­γραμ­μα δρά­σης, ένα πρό­γραμ­μα που είναι ολό­τε­λα σο­σια­λι­στι­κό, που δε δέ­χε­ται τη συ­νερ­γα­σία και που δεν μπο­ρεί να γίνει απο­δε­κτό από την μπουρ­ζουα­ζία, καθώς υπο­νο­μεύ­ει την αρχή της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας, επει­δή, εν τέλει, απο­τε­λεί την έναρ­ξη της σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης".

Εν τω με­τα­ξύ, η πο­λι­τι­κή κρίση στην Ιτα­λία συ­νε­χί­ζε­ται. Μετά την ήττα του Ιτα­λι­κού στρα­τού στη μάχη του Κα­πο­ρέ­το, στις 12 Νο­εμ­βρί­ου, η Σο­σια­λι­στι­κή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ομάδα, με επι­κε­φα­λής τους Φε­λίπ­πο Του­ρά­τι και Κλα­ού­ντιο Τρέ­βες, υιο­θέ­τη­σε μια κα­θα­ρά εθνι­κι­στι­κή θέση και συ­νη­γό­ρη­σε στην υπε­ρά­σπι­ση του "έθνους", απο­στα­σιο­ποιού­με­νη από τη θέση της "ου­δε­τε­ρό­τη­τας" των προη­γού­με­νων ετών. Στις σε­λί­δες του πε­ριο­δι­κού Critica Sociale, οι Του­ρά­τι και Τρέ­βες δη­μο­σί­ευ­σαν ένα άρθρο στο οποίο το­νί­ζε­ται ότι, σε αυτή τη στιγ­μή κιν­δύ­νου, το προ­λε­τα­ριά­το είναι ανα­γκαίο να υπε­ρα­σπι­στεί την πα­τρί­δα.

Από την άλλη πλευ­ρά, η αδιάλ­λα­κτη επα­να­στα­τι­κή φρά­ξια, ορ­γα­νώ­νε­ται προ­κει­μέ­νου να αντι­με­τω­πί­σει τη νέα κα­τά­στα­ση. Το Νο­έμ­βριο, η ηγε­σία της φρά­ξιας συ­γκά­λε­σε μια μυ­στι­κή συ­νά­ντη­ση στην Φλω­ρε­ντία με θέμα συ­ζή­τη­σης: "ο μελ­λο­ντι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός του κόμ­μα­τός μας". Ο Γκράμ­σι που είχε αρ­χί­σει να ανα­λαμ­βά­νει ση­μα­ντι­κό ρόλο στην κομ­μα­τι­κή ορ­γά­νω­ση του Το­ρί­νο, συμ­με­τεί­χε στη συ­νά­ντη­ση ως αντι­πρό­σω­πος. Στη συ­νά­ντη­ση αυτή ευ­θυ­γραμ­μί­στη­κε με εκεί­νους, όπως ο Αμα­ντέο Μπορ­ντί­γκα, που θε­ω­ρού­σαν ανα­γκαία τη μα­χη­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση του προ­λε­τα­ριά­του, ενώ, από την άλλη, ο Σε­ρά­τι και άλλοι το­πο­θε­τή­θη­καν εμ­φα­τι­κά υπέρ των προη­γού­με­νων τα­κτι­κών της ου­δε­τε­ρό­τη­τας. Η συ­νά­ντη­ση κα­τέ­λη­ξε επα­νε­πι­βε­βαιώ­νο­ντας τις αρχές του επα­να­στα­τι­κού διε­θνι­σμού και της αντί­θε­σης στον πό­λε­μο, χωρίς όμως καμιά πρα­κτι­κή γραμ­μή για το τι έπρε­πε να γίνει.

Ο Γκράμ­σι ερ­μη­νεύ­ο­ντας τα γε­γο­νό­τα του Αυ­γού­στου στο Το­ρί­νο υπό το φώς της Ρώ­σι­κης Επα­νά­στα­σης, ήταν πε­πει­σμέ­νος, επι­στρέ­φο­ντας από την συ­νά­ντη­ση του Το­ρί­νο, ότι η ιστο­ρι­κή συ­γκυ­ρία απαι­τού­σε δράση. Κι­νού­με­νος από την αι­σιο­δο­ξία του από­η­χου της κα­τά­λη­ψης της εξου­σί­ας από τους μπολ­σε­βί­κους στη Ρωσία, έγρα­ψε τον Δε­κέμ­βριο το άρθρο "Η επα­νά­στα­ση ενα­ντία στο 'Κε­φα­λαί­ο' ", στο οποίο δή­λω­σε ότι: "Η επα­νά­στα­ση των μπολ­σε­βί­κων μπο­λιά­στη­κε ορι­στι­κά στην γε­νι­κή επα­νά­στα­ση του ρώ­σι­κου λαού".

Έχο­ντας απο­τρέ­ψει το βάλ­τω­μα της επα­νά­στα­σης, οι παρ­τι­ζά­νοι του Λένιν κα­τέ­λα­βαν την εξου­σία έτσι ώστε να εγκα­θι­δρύ­σουν "τη δι­κτα­το­ρία τους" και να επε­ξερ­γα­στούν "τις σο­σια­λι­στι­κές μορ­φές που σ' αυτές η επα­νά­στα­ση θα πρέ­πει επι­τέ­λους να κλί­νει για να συ­νε­χί­σει να εξε­λίσ­σε­ται αρ­μο­νι­κά [...]"[3]. Το 1917 ο Γκράμ­σι δεν είχε μια ξε­κά­θα­ρη ει­κό­να του συ­νό­λου των πο­λι­τι­κών δια­φο­ρών ανά­με­σα στου Ρώ­σους επα­να­στά­τες/τριες. Πέρα από αυτό, ο πυ­ρή­νας των ιδεών του για την σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση αφο­ρού­σε στη γε­νι­κή θε­ώ­ρη­ση ότι θα ήταν ένα συ­νε­χές κί­νη­μα, "χωρίς βί­αιες συ­γκρού­σεις".

Με τη βαθιά και ακα­τα­μά­χη­τη πο­λι­τι­στι­κή της δύ­να­μη, η επα­νά­στα­ση των μπολ­σε­βί­κων "υλο­ποι­ή­θη­κε με ιδε­ο­λο­γί­ες παρά με γε­γο­νό­τα". Γι' αυτόν τον λόγο η επα­νά­στα­ση δεν μπο­ρού­σε να ερ­μη­νευ­τεί "κατά το γράμ­μα [του κει­μέ­νου] του Μαρξ". Στη Ρωσία, συ­νέ­χι­ζε ο Γκράμ­σι, το Κε­φά­λαιο ήταν "το βι­βλίο των αστών πε­ρισ­σό­τε­ρο από ότι των προ­λε­τα­ρί­ων". Ο Γκράμ­σι ανα­φε­ρό­ταν στον Πρό­λο­γο του 1867 του Κε­φα­λαί­ου στον οποίο ο Μαρξ υπο­στη­ρί­ζει ότι οι πιο ανα­πτυγ­μέ­νες κα­πι­τα­λι­στι­κά χώρες έδει­χναν το δρόμο στις λι­γό­τε­ρο ανα­πτυγ­μέ­νες, τα "φυ­σι­κά στά­δια" της προ­ό­δου που δεν μπο­ρού­σαν να πα­ρα­λη­φθούν.[4]

Στη βάση αυτού του κει­μέ­νου οι Μεν­σε­βί­κοι είχαν δια­τυ­πώ­σει μια ερ­μη­νεία της κοι­νω­νι­κής ανά­πτυ­ξης στη Ρωσία που επι­βε­βαί­ω­νε την ανά­γκη για το σχη­μα­τι­σμό μιας αστι­κής τάξης και τη συ­γκρό­τη­ση μιας πλή­ρως ανα­πτυγ­μέ­νης βιο­μη­χα­νι­κής κοι­νω­νί­ας, ως προ­ϋ­πό­θε­σης, για να γίνει ο σο­σια­λι­σμός εφι­κτό εν­δε­χό­με­νο. Όμως οι επα­να­στά­τες/τριες, υπό την κα­θο­δή­γη­ση του Λένιν, σύμ­φω­να με τον Γκράμ­σι, "δεν είναι 'μαρ­ξι­στέ­ς'", με τη στενή έν­νοια του όρου, που ση­μαί­νει, ότι ενώ δεν αρ­νού­νταν "την ενυ­πάρ­χου­σα ζω­ο­γό­να σκέψη" του Μαρξ, "απαρ­νιού­νται με­ρι­κές δια­πι­στώ­σεις του 'Κε­φα­λαί­ου'" και αρ­νού­νται να το αντι­με­τω­πί­σουν ως "μια εξω­τε­ρι­κή δι­δα­σκα­λία, δογ­μα­τι­κών και ασυ­ζή­τη­των δια­πι­στώ­σε­ων".

Κατά τον Γκράμ­σι, οι προ­βλέ­ψεις του Μαρξ για την ανά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­σμού, όπως εκτί­θε­νται στο Κε­φά­λαιο, θα ήταν σω­στές για κα­τα­στά­σεις κα­νο­νι­κής ανά­πτυ­ξης, στις οποί­ες η δια­μόρ­φω­ση μιας "λαϊ­κής συλ­λο­γι­κής θέ­λη­σης" προ­κύ­πτει μέσα "από μια πλα­τιά δια­δο­χή τα­ξι­κών εμπει­ριών". Ο πό­λε­μος, όμως, είχε προ­σω­ρι­νά επι­τα­χύ­νει με έναν απρό­βλε­πτο τρόπο αυτή τη δια­δι­κα­σία και μέσα σε διά­στη­μα τριών ετών οι Ρώσοι/ιδες ερ­γά­τες/τριες είχαν βιώ­σει αυτές τις επι­δρά­σεις με σφο­δρό­τη­τα: "Ο λιμός πλη­σί­α­ζε, η πείνα, ο θά­να­τος από πείνα μπο­ρού­σε να κα­τα­βά­λει του πά­ντες, να συ­ντρί­ψει μ' ένα χτύ­πη­μα δε­κά­δες χι­λιά­δες αν­θρώ­πους". [Απέ­να­ντι σ' αυτό] " οι θε­λή­σεις τέ­θη­καν σε ομο­φω­νία, μη­χα­νι­κά πρώτα, δρα­στή­ρια, πνευ­μα­τι­κά μετά την πρώτη επα­νά­στα­ση".[5]

Αυτή η συλ­λο­γι­κή λαϊκή θέ­λη­ση καλ­λιερ­γή­θη­κε από τις σο­σια­λι­στι­κές δια­κη­ρύ­ξεις. Αυτές, επέ­τρε­ψαν στους/στις Ρώ­σους/ιδες ερ­γά­τες/τριες, σε μια κα­τά­στα­ση που απο­τε­λού­σε εξαί­ρε­ση, να ζή­σουν την ιστο­ρία του προ­λε­τα­ριά­του σε μια στιγ­μή. Οι ερ­γά­τες/τριες ανα­γνώ­ρι­σαν τους αγώ­νες και την προ­σπά­θεια των προ­γό­νων τους να χει­ρα­φε­τη­θούν από τους " δε­σμούς της δου­λι­κό­τη­τας" και τα­χύ­τα­τα ανέ­πτυ­ξαν μια "νέα συ­νεί­δη­ση" η οποία έγινε η "ση­με­ρι­νή μαρ­τυ­ρία ενός επερ­χό­με­νου κό­σμου".[6] Επι­πλέ­ον, φθά­νο­ντας στη συ­νεί­δη­ση αυτή σε μια πε­ρί­ο­δο που ο διε­θνής κα­πι­τα­λι­σμός ήταν πλή­ρως ανα­πτυγ­μέ­νος σε χώρες όπως η Αγ­γλία, το ρω­σι­κό προ­λε­τα­ριά­το μπο­ρού­σε γρή­γο­ρα να επι­τύ­χει την οι­κο­νο­μι­κή του ωρι­μό­τη­τα, ανα­γκαία συν­θή­κη του κολ­λε­κτι­βι­σμού.

Παρά την ακόμα, το 1917, φτωχή γνώση των ιδεών των μπολ­σε­βί­κων, ο νε­α­ρός συ­ντά­κτης της εφη­με­ρί­δας Η κραυ­γή του Λαού, ελ­κό­ταν, με έναν φυ­σι­κό τρόπο, πολύ κοντά στη θε­ω­ρία της διαρ­κούς επα­νά­στα­σης του Τρό­τσκι. Ο Γκράμ­σι είδε στον Λένιν και στους μπολ­σε­βί­κους την εν­σάρ­κω­ση ενός προ­γράμ­μα­τος ανα­νέ­ω­σης της συ­νε­χούς επα­νά­στα­σης. Μιας επα­νά­στα­σης που ήθελε να γίνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στην Ιτα­λία.

Εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο Γκράμ­σι πέ­θα­νε ως φυ­λα­κι­σμέ­νος του ιτα­λι­κού φα­σι­σμού. Μια ανα­δρο­μι­κή ματιά θα μπο­ρού­σε να μας οδη­γή­σει να πι­στέ­ψου­με ότι αυτή η τρα­γι­κή μοίρα θα οδη­γού­σε τον Γκράμ­σι να αμ­φι­σβη­τή­σει τις με­γά­λες ελ­πί­δες και προσ­δο­κί­ες που είδε στον Οκτώ­βρη. Είτε, ακόμα, ότι τα Τε­τρά­δια της Φυ­λα­κής θα απο­τε­λού­σαν μια άσκη­ση εύ­ρε­σης "νέων δρό­μων", πιο με­τριο­πα­θών ή "δια­πραγ­μα­τεύ­σι­μων" μορ­φών αγώνα ενά­ντια στον κα­πι­τα­λι­σμό.

Τέ­τοια συν­θη­κο­λό­γη­ση δεν υπήρ­ξε ποτέ. Στα γρα­πτά του της φυ­λα­κής, ο Γκράμ­σι πρό­σφε­ρε μια θε­ω­ρία της πο­λι­τι­κής στην οποία η ισχύς και η συ­ναί­νε­ση δεν είναι δια­χω­ρι­σμέ­νες και στην οποία το κρά­τος προ­σλαμ­βά­νε­ται ως το ιστο­ρι­κό απο­τέ­λε­σμα δια­δι­κα­σιών με­τα­ξύ στενά συν­δε­δε­μέ­νων δυ­νά­με­ων, δια­δι­κα­σί­ες οι οποί­ες σπά­νια πα­ρά­γουν ευ­νοϊ­κές συν­θή­κες για τα υπο­τε­λή στρώ­μα­τα. Έγρα­ψε για την ανά­γκη να εξο­πλι­στεί ο αγώ­νας σε κάθε σφαί­ρα της κοι­νω­νι­κής ζωής, καθώς και για τους κιν­δύ­νους του ηγε­μο­νι­κού συμ­βι­βα­σμού και του πο­λι­τι­κού "με­τα­μορ­φι­σμού". Έδωσε ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία στον ρόλο - σχε­δόν πάντα επι­βλα­βής - των δια­νο­ου­μέ­νων στην κοι­νω­νι­κή ζωή και στη ση­μα­σία της προ­α­γω­γής του Μαρ­ξι­σμού ως ολο­κλη­ρω­μέ­νης κο­σμο­θε­ω­ρί­ας - φι­λο­σο­φία της πρά­ξης.

Ως εκ τού­του, τί­πο­τα δεν υπο­δη­λώ­νει, κατά τα χρό­νια της φυ­λά­κι­σής του ότι ο Γκράμ­σι θα μπο­ρού­σε να είχε εγκα­τα­λεί­ψει τη Ρώ­σι­κη επα­νά­στα­ση ως προ­γραμ­μα­τι­κή και ιστο­ρι­κή ανα­φο­ρά για τη χει­ρα­φέ­τη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης. Η Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση πα­ρέ­με­νε ζω­ντα­νή στο μυαλό και στην καρ­διά του Γκράμ­σι μέχρι τον θά­να­τό του, τον Απρί­λη του 1937.



[1] Σ.τ.Μ. Δια­τη­ρώ­ντας στην από­δο­ση, το ύφος και τη σύ­ντα­ξη του Αγ­γλι­κού κει­μέ­νου και των απο­σπα­σμά­των όπως τα εμπε­ριέ­χει, συμ­βου­λευ­τή­κα­με και με­τά­φρα­ση στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα του άρ­θρου: Οι ρώσοι μα­ξι­μα­λι­στές, με το επί­μα­χο από­σπα­σμα να απο­δί­δε­ται ως εξής: " Οι μα­ξι­μα­λι­στές είναι η συ­νέ­χεια της επα­νά­στα­σης, είναι ο ρυθ­μός της επα­νά­στα­σης: γι' αυτό είναι η ίδια η επα­νά­στα­ση. [...] Αυτοί εν­σαρ­κώ­νουν την ιδέα - όριο του σο­σια­λι­σμού: θέ­λουν ό λ ο τον σο­σια­λι­σμό". Γκράμ­σι Α., (1982), Σο­σια­λι­σμός και Κουλ­τού­ρα, εκ­δό­σεις: Στο­χα­στής, σ. 128

[2] ο.π., σ. 129

[3] ο.π., σ. 143

[4] Σε με­τά­φρα­ση στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, το συ­γκε­κρι­μέ­νο από­σπα­σμα του Κε­φα­λαί­ου, στο οποίο γί­νε­ται η ανα­φο­ρά, το βρί­σκου­με ως εξής: " Πρό­κει­ται γι' αυ­τούς τους ίδιους τους νό­μους, γι' αυτές τις ίδιες τις τά­σεις που δρουν κι επι­βάλ­λο­νται με σι­δε­ρέ­νια ανα­γκαιό­τη­τα. Η βιο­μη­χα­νι­κά πιο ανα­πτυγ­μέ­νη χώρα δεί­χνει στη λι­γό­τε­ρο ανα­πτυγ­μέ­νη απλώς την ει­κό­να του μέλ­λο­ντός της". Μαρξ Κ., (2002), Το Κε­φά­λαιο, τόμος πρώ­τος, Σύγ­χρο­νη Εποχή, σσ. 12, 15.

[5] Όπως ση­μειώ­νε­ται στο άρθρο του Γκράμ­σι, η ανα­φο­ρά αφορά στην επα­νά­στα­ση του Φλε­βά­ρη του 1917.

[6] Για όλα τα πα­ρα­πά­νω σχε­τι­κά απο­σπά­σμα­τα χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε η με­τά­φρα­ση, στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, του άρ­θρου του Γκράμ­σι: "Η επα­νά­στα­ση ενά­ντια στο 'κε­φά­λαιο'", όπως πα­ρα­τί­θε­ται στο Γκράμ­σι Α., (1982), Σο­σια­λι­σμός και Κουλ­τού­ρα, εκ­δό­σεις: Στο­χα­στής, σσ. 143-148

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου