Alvaro Bianchi και Daniela Mussi | μετάφραση Πέτρος Ψαρρέας
αναδημοσίευση από Gramsci and the Russian Revolution/Jacobin
αναδημοσίευση από Gramsci and the Russian Revolution/Jacobin
Τι σκεφτόταν ο νεαρός Αντόνιο Γκράμσι για τη Ρώσικη Επανάσταση; Ο Alvaro Bianchi είναι καθηγητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Κρατικού Πανεπιστημίου της Καμπίνας (Unicamp). Είναι, επίσης, συγγραφέας του O Laboratório De Gramsci (Almeda, 2008) και συντάκτης του Blog Junho. Η Daniela Mussi είναι μετα-διδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο και μέλος της συντακτικής επιτροπής του Outubro.
Ογδόντα χρόνια πριν, στις 27 Απρίλη του 1937, πέθανε ο Αντόνιο Γκράμσι, αφού πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του στις φασιστικές φυλακές. Αναγνωριζόμενος αργότερα, για το θεωρητικό του έργο με τα "Τετράδια της Φυλακής", ο Γκράμσι εκκίνησε τη συνεισφορά του στον πολιτικό προβληματισμό με τα πρώτα του κείμενα, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου (Σ.τ.Μ. Α' Παγκόσμιος Πόλεμος), όταν ήταν νεαρός φοιτητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Ήδη από τότε, τα άρθρα του στον σοσιαλιστικό τύπο αμφισβητούσαν, όχι μόνο τον πόλεμο που ήταν σε εξέλιξη, αλλά και την κυρίαρχη φιλελεύθερη, εθνικιστική και καθολική ιταλική κουλτούρα.
Στις αρχές του 1917 ο Γκράμσι εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε μια τοπική σοσιαλιστική εφημερίδα του Τορίνο, την Il Grido del Popolo (Η κραυγή του Λαού)και συνεργαζόταν με την έκδοση της εφημερίδας Avanti! (Εμπρός!), στο Πεδεμόντιο. Κατά τους πρώτους μήνες, μετά τη Ρώσικη Επανάσταση του Φλεβάρη, τα νέα που έφταναν στην Ιταλία ήταν σπάνια και λιγοστά. Ως επί το πλείστον, περιορίζονταν στην αναπαραγωγή άρθρων από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία του Λονδίνου και του Παρισιού. Στο Εμπρός!, υπήρχε μια ορισμένη δημοσιογραφική κάλυψη από τη Ρωσία μέσω των άρθρων που υπογράφονταν από τον "Τζούνιορ", ψευδώνυμο για τον εξόριστο Ρώσο σοσιαλεπαναστάτη (Σ.τ.Μ. Εσέροι), Βασίλι Βασιλίεβιτς Σουτσόμλιν.
Προκειμένου να παρέχει στους Ιταλούς/ιδες Σοσιαλιστές/στριές αξιόπιστη πληροφόρηση, η ηγεσία του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI) έστειλε ένα τηλεγράφημα στον Οντίνο Μοργκάρι, που βρισκόταν στη Χάγη, ζητώντας του να πάει στην Πετρούπολη και να έρθει σε επαφή με τους/τις επαναστάτες/τριες. Όμως, το ταξίδι απέτυχε και ο Μοργκάρι επέστρεψε στην Ιταλία τον Ιούλιο. Στις 20 Απρίλη το Εμπρός! δημοσίευσε ένα σημείωμα, γραμμένο από τον Γκράμσι, για την προσπάθεια αυτή του βουλευτή να ταξιδέψει, αποκαλώντας τον "κόκκινο πρεσβευτή". Ο ενθουσιασμός του για το γεγονότα στη Ρωσία ήταν εμφανής. Ήταν αυτή τη χρονική στιγμή που ο Γκράμσι θεώρησε ότι η δυνητική δύναμη της ιταλικής εργατικής τάξης να εναντιωθεί στον πόλεμο ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη ισχύ του Ρωσικού προλεταριάτου. Θεωρούσε ότι με την επανάσταση στη Ρωσία, όλες οι διεθνείς σχέσεις θα άλλαζαν θεμελιωδώς.
Ο παγκόσμιος πόλεμος διέτρεχε την πιο έντονη φάση του και η στρατιωτική κινητοποίηση επηρέαζε βαθιά τον Ιταλικό λαό. Ο Άντζελο Τάσκα, ο Ουμπέρτο Τερατσίνι και ο Παλμίρο Τολιάτι, φίλοι και σύντροφοι του Γκράμσι, κλήθηκαν στο μέτωπο - από το οποίο ο Γκράμσι απαλλάχθηκε λόγω της ασταθούς υγείας του. Με αυτόν τον τρόπο, η δημοσιογραφία έγινε το δικό του "μέτωπο". Στο άρθρο του για τον Μοργκάρι, ο Γκράμσι επιδοκιμαστικά ανέφερε μια δήλωση των Ρώσων σοσιαλεπαναστατών, που δημοσιεύτηκε στην Ιταλία από την Corriere della Sera, στην οποία καλούσαν όλες τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη να εγκαταλείψουν την στρατιωτική επιθετικότητα και να ακολουθήσουν μόνο αμυντικούς ελιγμούς απέναντι στη γερμανική επίθεση. Ήταν η θέση του "επαναστατικού αμυντισμού", που υιοθετήθηκε από ευρεία πλειοψηφία στο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, τον Απρίλη. Το Εμπρός!, λίγες ημέρες αργότερα, θα δημοσίευε την απόφαση του συνεδρίου, μεταφρασμένη από τον "Τζούνιορ".
Καθώς όμως καινούργιες ειδήσεις κατέφθαναν, ο Γκράμσι άρχισε να αναπτύσσει τη δική του αντίληψη πάνω στο τι συνέβαινε στη Ρωσία. Στα τέλη του Απρίλη του 1917, δημοσίευσε στην εφημερίδα Η κραυγή του Λαού ένα άρθρο με τίτλο "Σημειώσεις για τη Ρώσικη Επανάσταση". Αντίθετα με τους περισσότερους Σοσιαλιστές εκείνης της εποχής - που ανέλυαν τα γεγονότα στη Ρωσία ως μια νέα Γαλλική Επανάσταση -, ο Γκράμσι μίλησε γι' αυτά ως μια "προλεταριακή πράξη" που θα οδηγούσε στον σοσιαλισμό.
Για τον Γκράμσι, η Ρώσικη Επανάσταση ήταν πολύ διαφορετική από το γιακωβίνικο μοντέλο, που την αντιλαμβανόταν καθαρά και μόνο ως "αστική επανάσταση". Ερμηνεύοντας τα γεγονότα της Πετρούπολης, ο Γκράμσι εξέθεσε ένα πολιτικό πρόγραμμα για τη μελλοντική προοπτική. Προκειμένου το κίνημα να προχωρήσει στην κατεύθυνση μιας εργατικής επανάστασης, οι Ρώσοι επαναστάτες πρέπει ξεκάθαρα να απομακρυνθούν από το γιακωβίνικο μοντέλο - το οποίο προσδιορίζεται από τη συστηματική χρήση βίας και τη χαμηλή δραστηριότητα στο επίπεδο τω ιδεών και της κουλτούρας.
Στους μήνες, του 1917, που ακολούθησαν, ο Γκράμσι γρήγορα ευθυγραμμίστηκε με τους μπολσεβίκους, θέση η οποία εξέφρασε την ταύτισή του με τα πιο ριζοσπαστικά και αντιπολεμικά τμήματα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στο άρθρο του, στις 28 Ιουλίου, "Οι Ρώσοι μαξιμαλιστές", ο Γκράμσι δήλωσε την πλήρη υποστήριξή του στον Λένιν και σε αυτό που θεωρούσε "μαξιμαλιστικές" πολιτικές. Κατά τη γνώμη του, αυτές αντιπροσώπευαν "τη συνέχεια της επανάστασης, τον ρυθμό της επανάστασης και ως εκ τούτου την επανάσταση την ίδια". Οι μαξιμαλιστές ενσαρκώνουν την "ιδέα - όριο του σοσιαλισμού"[1] χωρίς καμία δέσμευση στο παρελθόν.
Ο Γκράμσι επέμενε ότι η επανάσταση δεν μπορούσε να διακοπεί. Θα έπρεπε να υπερβεί τον αστικό κόσμο. Για τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Η κραυγή του Λαού, ο μέγιστος κίνδυνος για όλες τις επαναστάσεις, ιδιαίτερα για τη ρώσικη, ήταν να αναπτυχθεί η αντίληψη ότι η διαδικασία είχε φτάσει σε ένα σημείο που είχε ολοκληρώσει και κλείσει τον κύκλο της. Οι μαξιμαλιστές αποτελούσαν τη δύναμη που αντιτασσόταν σε αυτή τη διακοπή και γι' αυτόν τον λόγο "είναι ο τελευταίος λογικός κρίκος αυτού του επαναστατικού γίγνεσθαι".[2] Στη συλλογιστική του Γκράμσι, η όλη επαναστατική διαδικασία ήταν αλληλοσυνδεδεμένη και ωθούνταν μέσα από μια κίνηση όπου οι πιο δυνατοί/ες και αποφασισμένοι/ες ήταν ικανοί/ες να σπρώξουν τους/τις πιο αδύναμους/ες και αμήχανους/ες.
Την 5η Αυγούστου μια ρωσική αντιπροσωπεία, που εκπροσωπούσε τα σοβιέτ, έφθασε στο Τορίνο, μεταξύ αυτών οι Γκόλντενμπεργκ και Σμιρνόφ. Το ταξίδι είχε εγκριθεί από την Ιταλική κυβέρνηση, η οποία έτρεφε στρατιωτικές ελπίδες ότι η νέα κυβέρνηση της Ρωσίας θα εμπλεκόταν στον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Μετά τη συνάντησή τους με τους Ρώσους αντιπροσώπους, οι Ιταλοί σοσιαλιστές εξέφρασαν τη σύγχυση και την απορία τους με τις ιδέες που ακόμα επικρατούσαν στο εσωτερικό των ρωσικών σοβιέτ. Στις 11 Αυγούστου ο συντάκτης της Η κραυγή του Λαού αναρωτιόταν:
Όταν ακούμε τους αντιπροσώπους των Ρωσικών σοβιέτ να μιλούν για την υπεράσπιση της συνέχισης του πολέμου στο όνομα της επανάστασης, αναρωτιόμαστε με ανυπομονησία˙ αντίθετα, αυτό δεν θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε ή ακόμα ευχόμαστε ο πόλεμος να συνεχίσει προκειμένου να προστατεύσουμε τα συμφέροντα της ρωσικής καπιταλιστικής κυριαρχίας ενάντια στα προλεταριακά προχωρήματα;
Παρόλα αυτά, η επίσκεψη των σοβιετικών αντιπροσώπων ήταν μια ευκαιρία προπαγάνδισης την επανάστασης και οι Ιταλοί/ιδες σοσιαλιστές/τριες άδραξαν τη στιγμή. Αφού πέρασε από τη Ρώμη, τη Φλορεντία, την Μπολόνια και το Μιλάνο, η αντιπροσωπεία επέστρεψε στο Τορίνο. Μπροστά στο Σπίτι του Λαού (Casa delPopolo) σαράντα χιλιάδες εργαζόμενοι/ες υποδέχτηκαν τη Ρώσικη Επανάσταση, στην πρώτη δημόσια εκδήλωση στην πόλη από το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Από το μπαλκόνι του κτιρίου ο Τζατσίντο Μενότι Σεράτι, τότε επικεφαλής της μαξιμαλιστικής πτέρυγας στο κόμμα και σταθερά ενάντιος στον πόλεμο, μετέφρασε την ομιλία του Γκόλντενμπεργκ. Μετά την ομιλία του αντιπροσώπου, ο Σεράτι είπε ότι οι Ρώσοι ήθελαν τον άμεσο τερματισμό του πολέμου και ολοκλήρωσε τη "μετάφραση" φωνάζοντας: "Ζήτω η Ιταλική επανάσταση!", σύνθημα στο οποίο το πλήθος ανταποκρίθηκε φωνάζοντας με τη σειρά του: "Ζήτω η Ρώσικη Επανάσταση! Ζήτω ο Λένιν!"
Ο Γκράμσι περιέγραψε με ενθουσιασμό αυτή τη συγκέντρωση με τους Ρώσους αντιπροσώπους της επανάστασης στην εφημερίδα Η κραυγή του Λαού. Κατά τη γνώμη του η διαδήλωση αποτέλεσε ένα πραγματικό "θέαμα της αλληλεγγύης των προλεταριακών και σοσιαλιστικών δυνάμεων στη Ρώσικη Επανάσταση". Λίγες μέρες αργότερα αυτό το "θέαμα" θα καταλάμβανε και πάλι τους δρόμους του Τορίνο.
Το πρωί της 22ας Αυγούστου δεν υπήρχε άλλο ψωμί στο Τορίνο, ως αποτέλεσμα μιας μακράς κρίσης εφοδιασμού που είχε προκληθεί από τον πόλεμο. Το μεσημέρι, οι εργάτες/τριες άρχισαν να σταματούν τη δουλειά στα εργοστάσια της πόλης. Στις 5 το απόγευμα, με σχεδόν το σύνολο το εργοστασίων κλειστά, το πλήθος άρχισε μαζικά να κινείται στην πόλη λεηλατώντας φούρνους και πρατήρια-αποθήκες.
Η αυθόρμητη εξέγερση, χωρίς κάλεσμα και οργάνωση από κανέναν, εξαπλώθηκε και κατέκλυσε την πόλη. Η αποκατάσταση της προμήθειας ψωμιού δεν ανέκοψε το κίνημα, το οποίο γρήγορα πήρε πολιτικό χαρακτήρα.
Το επόμενο απόγευμα, η εξουσία στην πόλη εκχωρήθηκε στον στρατό, που πήρε υπό τον έλεγχό του το κέντρο του Τορίνο. Οι λεηλασίες και η κατασκευή οδοφραγμάτων εξακολούθησαν στα περίχωρα της πόλης. Στο σοσιαλιστικό προπύργιο της περιφέρειας Μπάργκο Σαν Πάολο, οι διαδηλωτές/τριες λεηλάτησαν και κατόπιν έβαλαν φωτιά στην εκκλησία του Σαν Μπερναντίνο. Η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους. Οι συμπλοκές εντάθηκαν κατά τη διάρκεια της 24ης Αυγούστου. Το πρωί, διαδηλωτές/τριες επιχείρησαν ανεπιτυχώς να φθάσουν στο κέντρο της πόλης. Λίγες ώρες αργότερα ήρθαν αντιμέτωποι με πυρά πολυβόλων και τεθωρακισμένων. Στο τέλος, ο απολογισμός της καταστροφής ανήλθε σε εικοσιτέσσερις νεκρούς και πάνω από 1500 συλληφθέντες. Η απεργία θα συνέχιζε την επόμενη, χωρίς όμως οδοφράγματα. Ακολούθησε η σύλληψη δύο ντουζίνων σοσιαλιστών ηγετών. Η αυθόρμητη εξέγερση έφθασε στο τέλος της.
Η κραυγή του Λαού δεν κυκλοφόρησε τις ημέρες εκείνες. Θα επανακυκλοφορούσε την 1η Σεπτέμβρη, τώρα όμως υπό τη διεύθυνση του Γκράμσι, σε αντικατάσταση της σοσιαλίστριας ηγέτιδας Maria Giudice που είχε συλληφθεί. Η κρατική λογοκρισία δεν επέτρεψε να δημοσιευτεί καμιά αναφορά σχετική με την εξέγερση. Τότε ο Γκράμσι άδραξε την ευκαιρία να κάνει μια συνοπτική αναφορά στον Λένιν: Ο Κερένσκι εκπροσωπεί την ιστορική μοίρα, όμως ο Λένιν, αναμφισβήτητα, εκπροσωπεί την πραγμάτωση του σοσιαλισμού και εμείς είμαστε ολόψυχα μαζί του". Ήταν μια αναφορά στις μέρες του Ιουλίου στη Ρωσία και στους πολιτικούς διωγμούς κατά των μπολσεβίκων που τις ακολούθησαν, αναγκάζοντας τον Λένιν να καταφύγει στη Φινλανδία.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Σεπτέμβρη, όταν τα στρατεύματα με επικεφαλής το στρατηγό Λαβρ Κορνίλοφ προέλασαν κατά της Πετρούπολης, για να αποκαταστήσουν την τάξη ενάντια στην επανάσταση, ο Γκράμσι για ακόμη μια φορά αναφέρθηκε στην "επανάσταση που συνέβη στις συνειδήσεις". Και στις 29 Σεπτεμβρίου ο Λένιν και πάλι χαρακτηρίζεται ως "αγκιτάτορας των συνειδήσεων, συναγερμός των κοιμώμενων ψυχών". Η διαθέσιμη πληροφόρηση στην Ιταλία παρέμενε μη αξιόπιστη και φιλτραρισμένη από τις μεταφράσεις του "Τζούνιορ" στο Εμπρός! Σε αυτό το σημείο ο Γκράμσι εξακολουθούσε να αναγνωρίζει τον σοσιαλεπαναστάτη Βίκτορ Τσερνόφ ως "τον άνθρωπο που έχει ένα συγκεκριμένο και απτό πρόγραμμα δράσης, ένα πρόγραμμα που είναι ολότελα σοσιαλιστικό, που δε δέχεται τη συνεργασία και που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την μπουρζουαζία, καθώς υπονομεύει την αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας, επειδή, εν τέλει, αποτελεί την έναρξη της σοσιαλιστικής επανάστασης".
Εν τω μεταξύ, η πολιτική κρίση στην Ιταλία συνεχίζεται. Μετά την ήττα του Ιταλικού στρατού στη μάχη του Καπορέτο, στις 12 Νοεμβρίου, η Σοσιαλιστική κοινοβουλευτική ομάδα, με επικεφαλής τους Φελίππο Τουράτι και Κλαούντιο Τρέβες, υιοθέτησε μια καθαρά εθνικιστική θέση και συνηγόρησε στην υπεράσπιση του "έθνους", αποστασιοποιούμενη από τη θέση της "ουδετερότητας" των προηγούμενων ετών. Στις σελίδες του περιοδικού Critica Sociale, οι Τουράτι και Τρέβες δημοσίευσαν ένα άρθρο στο οποίο τονίζεται ότι, σε αυτή τη στιγμή κινδύνου, το προλεταριάτο είναι αναγκαίο να υπερασπιστεί την πατρίδα.
Από την άλλη πλευρά, η αδιάλλακτη επαναστατική φράξια, οργανώνεται προκειμένου να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση. Το Νοέμβριο, η ηγεσία της φράξιας συγκάλεσε μια μυστική συνάντηση στην Φλωρεντία με θέμα συζήτησης: "ο μελλοντικός προσανατολισμός του κόμματός μας". Ο Γκράμσι που είχε αρχίσει να αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στην κομματική οργάνωση του Τορίνο, συμμετείχε στη συνάντηση ως αντιπρόσωπος. Στη συνάντηση αυτή ευθυγραμμίστηκε με εκείνους, όπως ο Αμαντέο Μπορντίγκα, που θεωρούσαν αναγκαία τη μαχητική παρέμβαση του προλεταριάτου, ενώ, από την άλλη, ο Σεράτι και άλλοι τοποθετήθηκαν εμφατικά υπέρ των προηγούμενων τακτικών της ουδετερότητας. Η συνάντηση κατέληξε επανεπιβεβαιώνοντας τις αρχές του επαναστατικού διεθνισμού και της αντίθεσης στον πόλεμο, χωρίς όμως καμιά πρακτική γραμμή για το τι έπρεπε να γίνει.
Ο Γκράμσι ερμηνεύοντας τα γεγονότα του Αυγούστου στο Τορίνο υπό το φώς της Ρώσικης Επανάστασης, ήταν πεπεισμένος, επιστρέφοντας από την συνάντηση του Τορίνο, ότι η ιστορική συγκυρία απαιτούσε δράση. Κινούμενος από την αισιοδοξία του απόηχου της κατάληψης της εξουσίας από τους μπολσεβίκους στη Ρωσία, έγραψε τον Δεκέμβριο το άρθρο "Η επανάσταση εναντία στο 'Κεφαλαίο' ", στο οποίο δήλωσε ότι: "Η επανάσταση των μπολσεβίκων μπολιάστηκε οριστικά στην γενική επανάσταση του ρώσικου λαού".
Έχοντας αποτρέψει το βάλτωμα της επανάστασης, οι παρτιζάνοι του Λένιν κατέλαβαν την εξουσία έτσι ώστε να εγκαθιδρύσουν "τη δικτατορία τους" και να επεξεργαστούν "τις σοσιαλιστικές μορφές που σ' αυτές η επανάσταση θα πρέπει επιτέλους να κλίνει για να συνεχίσει να εξελίσσεται αρμονικά [...]"[3]. Το 1917 ο Γκράμσι δεν είχε μια ξεκάθαρη εικόνα του συνόλου των πολιτικών διαφορών ανάμεσα στου Ρώσους επαναστάτες/τριες. Πέρα από αυτό, ο πυρήνας των ιδεών του για την σοσιαλιστική επανάσταση αφορούσε στη γενική θεώρηση ότι θα ήταν ένα συνεχές κίνημα, "χωρίς βίαιες συγκρούσεις".
Με τη βαθιά και ακαταμάχητη πολιτιστική της δύναμη, η επανάσταση των μπολσεβίκων "υλοποιήθηκε με ιδεολογίες παρά με γεγονότα". Γι' αυτόν τον λόγο η επανάσταση δεν μπορούσε να ερμηνευτεί "κατά το γράμμα [του κειμένου] του Μαρξ". Στη Ρωσία, συνέχιζε ο Γκράμσι, το Κεφάλαιο ήταν "το βιβλίο των αστών περισσότερο από ότι των προλεταρίων". Ο Γκράμσι αναφερόταν στον Πρόλογο του 1867 του Κεφαλαίου στον οποίο ο Μαρξ υποστηρίζει ότι οι πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες έδειχναν το δρόμο στις λιγότερο αναπτυγμένες, τα "φυσικά στάδια" της προόδου που δεν μπορούσαν να παραληφθούν.[4]
Στη βάση αυτού του κειμένου οι Μενσεβίκοι είχαν διατυπώσει μια ερμηνεία της κοινωνικής ανάπτυξης στη Ρωσία που επιβεβαίωνε την ανάγκη για το σχηματισμό μιας αστικής τάξης και τη συγκρότηση μιας πλήρως αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας, ως προϋπόθεσης, για να γίνει ο σοσιαλισμός εφικτό ενδεχόμενο. Όμως οι επαναστάτες/τριες, υπό την καθοδήγηση του Λένιν, σύμφωνα με τον Γκράμσι, "δεν είναι 'μαρξιστές'", με τη στενή έννοια του όρου, που σημαίνει, ότι ενώ δεν αρνούνταν "την ενυπάρχουσα ζωογόνα σκέψη" του Μαρξ, "απαρνιούνται μερικές διαπιστώσεις του 'Κεφαλαίου'" και αρνούνται να το αντιμετωπίσουν ως "μια εξωτερική διδασκαλία, δογματικών και ασυζήτητων διαπιστώσεων".
Κατά τον Γκράμσι, οι προβλέψεις του Μαρξ για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, όπως εκτίθενται στο Κεφάλαιο, θα ήταν σωστές για καταστάσεις κανονικής ανάπτυξης, στις οποίες η διαμόρφωση μιας "λαϊκής συλλογικής θέλησης" προκύπτει μέσα "από μια πλατιά διαδοχή ταξικών εμπειριών". Ο πόλεμος, όμως, είχε προσωρινά επιταχύνει με έναν απρόβλεπτο τρόπο αυτή τη διαδικασία και μέσα σε διάστημα τριών ετών οι Ρώσοι/ιδες εργάτες/τριες είχαν βιώσει αυτές τις επιδράσεις με σφοδρότητα: "Ο λιμός πλησίαζε, η πείνα, ο θάνατος από πείνα μπορούσε να καταβάλει του πάντες, να συντρίψει μ' ένα χτύπημα δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους". [Απέναντι σ' αυτό] " οι θελήσεις τέθηκαν σε ομοφωνία, μηχανικά πρώτα, δραστήρια, πνευματικά μετά την πρώτη επανάσταση".[5]
Αυτή η συλλογική λαϊκή θέληση καλλιεργήθηκε από τις σοσιαλιστικές διακηρύξεις. Αυτές, επέτρεψαν στους/στις Ρώσους/ιδες εργάτες/τριες, σε μια κατάσταση που αποτελούσε εξαίρεση, να ζήσουν την ιστορία του προλεταριάτου σε μια στιγμή. Οι εργάτες/τριες αναγνώρισαν τους αγώνες και την προσπάθεια των προγόνων τους να χειραφετηθούν από τους " δεσμούς της δουλικότητας" και ταχύτατα ανέπτυξαν μια "νέα συνείδηση" η οποία έγινε η "σημερινή μαρτυρία ενός επερχόμενου κόσμου".[6] Επιπλέον, φθάνοντας στη συνείδηση αυτή σε μια περίοδο που ο διεθνής καπιταλισμός ήταν πλήρως αναπτυγμένος σε χώρες όπως η Αγγλία, το ρωσικό προλεταριάτο μπορούσε γρήγορα να επιτύχει την οικονομική του ωριμότητα, αναγκαία συνθήκη του κολλεκτιβισμού.
Παρά την ακόμα, το 1917, φτωχή γνώση των ιδεών των μπολσεβίκων, ο νεαρός συντάκτης της εφημερίδας Η κραυγή του Λαού, ελκόταν, με έναν φυσικό τρόπο, πολύ κοντά στη θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι. Ο Γκράμσι είδε στον Λένιν και στους μπολσεβίκους την ενσάρκωση ενός προγράμματος ανανέωσης της συνεχούς επανάστασης. Μιας επανάστασης που ήθελε να γίνει πραγματικότητα και στην Ιταλία.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γκράμσι πέθανε ως φυλακισμένος του ιταλικού φασισμού. Μια αναδρομική ματιά θα μπορούσε να μας οδηγήσει να πιστέψουμε ότι αυτή η τραγική μοίρα θα οδηγούσε τον Γκράμσι να αμφισβητήσει τις μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες που είδε στον Οκτώβρη. Είτε, ακόμα, ότι τα Τετράδια της Φυλακής θα αποτελούσαν μια άσκηση εύρεσης "νέων δρόμων", πιο μετριοπαθών ή "διαπραγματεύσιμων" μορφών αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.
Τέτοια συνθηκολόγηση δεν υπήρξε ποτέ. Στα γραπτά του της φυλακής, ο Γκράμσι πρόσφερε μια θεωρία της πολιτικής στην οποία η ισχύς και η συναίνεση δεν είναι διαχωρισμένες και στην οποία το κράτος προσλαμβάνεται ως το ιστορικό αποτέλεσμα διαδικασιών μεταξύ στενά συνδεδεμένων δυνάμεων, διαδικασίες οι οποίες σπάνια παράγουν ευνοϊκές συνθήκες για τα υποτελή στρώματα. Έγραψε για την ανάγκη να εξοπλιστεί ο αγώνας σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής, καθώς και για τους κινδύνους του ηγεμονικού συμβιβασμού και του πολιτικού "μεταμορφισμού". Έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο - σχεδόν πάντα επιβλαβής - των διανοουμένων στην κοινωνική ζωή και στη σημασία της προαγωγής του Μαρξισμού ως ολοκληρωμένης κοσμοθεωρίας - φιλοσοφία της πράξης.
Ως εκ τούτου, τίποτα δεν υποδηλώνει, κατά τα χρόνια της φυλάκισής του ότι ο Γκράμσι θα μπορούσε να είχε εγκαταλείψει τη Ρώσικη επανάσταση ως προγραμματική και ιστορική αναφορά για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Η Ρώσικη Επανάσταση παρέμενε ζωντανή στο μυαλό και στην καρδιά του Γκράμσι μέχρι τον θάνατό του, τον Απρίλη του 1937.
[1] Σ.τ.Μ. Διατηρώντας στην απόδοση, το ύφος και τη σύνταξη του Αγγλικού κειμένου και των αποσπασμάτων όπως τα εμπεριέχει, συμβουλευτήκαμε και μετάφραση στην ελληνική γλώσσα του άρθρου: Οι ρώσοι μαξιμαλιστές, με το επίμαχο απόσπασμα να αποδίδεται ως εξής: " Οι μαξιμαλιστές είναι η συνέχεια της επανάστασης, είναι ο ρυθμός της επανάστασης: γι' αυτό είναι η ίδια η επανάσταση. [...] Αυτοί ενσαρκώνουν την ιδέα - όριο του σοσιαλισμού: θέλουν ό λ ο τον σοσιαλισμό". Γκράμσι Α., (1982), Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδόσεις: Στοχαστής, σ. 128
[2] ο.π., σ. 129
[3] ο.π., σ. 143
[4] Σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, το συγκεκριμένο απόσπασμα του Κεφαλαίου, στο οποίο γίνεται η αναφορά, το βρίσκουμε ως εξής: " Πρόκειται γι' αυτούς τους ίδιους τους νόμους, γι' αυτές τις ίδιες τις τάσεις που δρουν κι επιβάλλονται με σιδερένια αναγκαιότητα. Η βιομηχανικά πιο αναπτυγμένη χώρα δείχνει στη λιγότερο αναπτυγμένη απλώς την εικόνα του μέλλοντός της". Μαρξ Κ., (2002), Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, σσ. 12, 15.
[5] Όπως σημειώνεται στο άρθρο του Γκράμσι, η αναφορά αφορά στην επανάσταση του Φλεβάρη του 1917.
[6] Για όλα τα παραπάνω σχετικά αποσπάσματα χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση, στην ελληνική γλώσσα, του άρθρου του Γκράμσι: "Η επανάσταση ενάντια στο 'κεφάλαιο'", όπως παρατίθεται στο Γκράμσι Α., (1982), Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδόσεις: Στοχαστής, σσ. 143-148
Ογδόντα χρόνια πριν, στις 27 Απρίλη του 1937, πέθανε ο Αντόνιο Γκράμσι, αφού πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του στις φασιστικές φυλακές. Αναγνωριζόμενος αργότερα, για το θεωρητικό του έργο με τα "Τετράδια της Φυλακής", ο Γκράμσι εκκίνησε τη συνεισφορά του στον πολιτικό προβληματισμό με τα πρώτα του κείμενα, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου (Σ.τ.Μ. Α' Παγκόσμιος Πόλεμος), όταν ήταν νεαρός φοιτητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Ήδη από τότε, τα άρθρα του στον σοσιαλιστικό τύπο αμφισβητούσαν, όχι μόνο τον πόλεμο που ήταν σε εξέλιξη, αλλά και την κυρίαρχη φιλελεύθερη, εθνικιστική και καθολική ιταλική κουλτούρα.
Στις αρχές του 1917 ο Γκράμσι εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε μια τοπική σοσιαλιστική εφημερίδα του Τορίνο, την Il Grido del Popolo (Η κραυγή του Λαού)και συνεργαζόταν με την έκδοση της εφημερίδας Avanti! (Εμπρός!), στο Πεδεμόντιο. Κατά τους πρώτους μήνες, μετά τη Ρώσικη Επανάσταση του Φλεβάρη, τα νέα που έφταναν στην Ιταλία ήταν σπάνια και λιγοστά. Ως επί το πλείστον, περιορίζονταν στην αναπαραγωγή άρθρων από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία του Λονδίνου και του Παρισιού. Στο Εμπρός!, υπήρχε μια ορισμένη δημοσιογραφική κάλυψη από τη Ρωσία μέσω των άρθρων που υπογράφονταν από τον "Τζούνιορ", ψευδώνυμο για τον εξόριστο Ρώσο σοσιαλεπαναστάτη (Σ.τ.Μ. Εσέροι), Βασίλι Βασιλίεβιτς Σουτσόμλιν.
Προκειμένου να παρέχει στους Ιταλούς/ιδες Σοσιαλιστές/στριές αξιόπιστη πληροφόρηση, η ηγεσία του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI) έστειλε ένα τηλεγράφημα στον Οντίνο Μοργκάρι, που βρισκόταν στη Χάγη, ζητώντας του να πάει στην Πετρούπολη και να έρθει σε επαφή με τους/τις επαναστάτες/τριες. Όμως, το ταξίδι απέτυχε και ο Μοργκάρι επέστρεψε στην Ιταλία τον Ιούλιο. Στις 20 Απρίλη το Εμπρός! δημοσίευσε ένα σημείωμα, γραμμένο από τον Γκράμσι, για την προσπάθεια αυτή του βουλευτή να ταξιδέψει, αποκαλώντας τον "κόκκινο πρεσβευτή". Ο ενθουσιασμός του για το γεγονότα στη Ρωσία ήταν εμφανής. Ήταν αυτή τη χρονική στιγμή που ο Γκράμσι θεώρησε ότι η δυνητική δύναμη της ιταλικής εργατικής τάξης να εναντιωθεί στον πόλεμο ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη ισχύ του Ρωσικού προλεταριάτου. Θεωρούσε ότι με την επανάσταση στη Ρωσία, όλες οι διεθνείς σχέσεις θα άλλαζαν θεμελιωδώς.
Ο παγκόσμιος πόλεμος διέτρεχε την πιο έντονη φάση του και η στρατιωτική κινητοποίηση επηρέαζε βαθιά τον Ιταλικό λαό. Ο Άντζελο Τάσκα, ο Ουμπέρτο Τερατσίνι και ο Παλμίρο Τολιάτι, φίλοι και σύντροφοι του Γκράμσι, κλήθηκαν στο μέτωπο - από το οποίο ο Γκράμσι απαλλάχθηκε λόγω της ασταθούς υγείας του. Με αυτόν τον τρόπο, η δημοσιογραφία έγινε το δικό του "μέτωπο". Στο άρθρο του για τον Μοργκάρι, ο Γκράμσι επιδοκιμαστικά ανέφερε μια δήλωση των Ρώσων σοσιαλεπαναστατών, που δημοσιεύτηκε στην Ιταλία από την Corriere della Sera, στην οποία καλούσαν όλες τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη να εγκαταλείψουν την στρατιωτική επιθετικότητα και να ακολουθήσουν μόνο αμυντικούς ελιγμούς απέναντι στη γερμανική επίθεση. Ήταν η θέση του "επαναστατικού αμυντισμού", που υιοθετήθηκε από ευρεία πλειοψηφία στο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, τον Απρίλη. Το Εμπρός!, λίγες ημέρες αργότερα, θα δημοσίευε την απόφαση του συνεδρίου, μεταφρασμένη από τον "Τζούνιορ".
Καθώς όμως καινούργιες ειδήσεις κατέφθαναν, ο Γκράμσι άρχισε να αναπτύσσει τη δική του αντίληψη πάνω στο τι συνέβαινε στη Ρωσία. Στα τέλη του Απρίλη του 1917, δημοσίευσε στην εφημερίδα Η κραυγή του Λαού ένα άρθρο με τίτλο "Σημειώσεις για τη Ρώσικη Επανάσταση". Αντίθετα με τους περισσότερους Σοσιαλιστές εκείνης της εποχής - που ανέλυαν τα γεγονότα στη Ρωσία ως μια νέα Γαλλική Επανάσταση -, ο Γκράμσι μίλησε γι' αυτά ως μια "προλεταριακή πράξη" που θα οδηγούσε στον σοσιαλισμό.
Για τον Γκράμσι, η Ρώσικη Επανάσταση ήταν πολύ διαφορετική από το γιακωβίνικο μοντέλο, που την αντιλαμβανόταν καθαρά και μόνο ως "αστική επανάσταση". Ερμηνεύοντας τα γεγονότα της Πετρούπολης, ο Γκράμσι εξέθεσε ένα πολιτικό πρόγραμμα για τη μελλοντική προοπτική. Προκειμένου το κίνημα να προχωρήσει στην κατεύθυνση μιας εργατικής επανάστασης, οι Ρώσοι επαναστάτες πρέπει ξεκάθαρα να απομακρυνθούν από το γιακωβίνικο μοντέλο - το οποίο προσδιορίζεται από τη συστηματική χρήση βίας και τη χαμηλή δραστηριότητα στο επίπεδο τω ιδεών και της κουλτούρας.
Στους μήνες, του 1917, που ακολούθησαν, ο Γκράμσι γρήγορα ευθυγραμμίστηκε με τους μπολσεβίκους, θέση η οποία εξέφρασε την ταύτισή του με τα πιο ριζοσπαστικά και αντιπολεμικά τμήματα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στο άρθρο του, στις 28 Ιουλίου, "Οι Ρώσοι μαξιμαλιστές", ο Γκράμσι δήλωσε την πλήρη υποστήριξή του στον Λένιν και σε αυτό που θεωρούσε "μαξιμαλιστικές" πολιτικές. Κατά τη γνώμη του, αυτές αντιπροσώπευαν "τη συνέχεια της επανάστασης, τον ρυθμό της επανάστασης και ως εκ τούτου την επανάσταση την ίδια". Οι μαξιμαλιστές ενσαρκώνουν την "ιδέα - όριο του σοσιαλισμού"[1] χωρίς καμία δέσμευση στο παρελθόν.
Ο Γκράμσι επέμενε ότι η επανάσταση δεν μπορούσε να διακοπεί. Θα έπρεπε να υπερβεί τον αστικό κόσμο. Για τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Η κραυγή του Λαού, ο μέγιστος κίνδυνος για όλες τις επαναστάσεις, ιδιαίτερα για τη ρώσικη, ήταν να αναπτυχθεί η αντίληψη ότι η διαδικασία είχε φτάσει σε ένα σημείο που είχε ολοκληρώσει και κλείσει τον κύκλο της. Οι μαξιμαλιστές αποτελούσαν τη δύναμη που αντιτασσόταν σε αυτή τη διακοπή και γι' αυτόν τον λόγο "είναι ο τελευταίος λογικός κρίκος αυτού του επαναστατικού γίγνεσθαι".[2] Στη συλλογιστική του Γκράμσι, η όλη επαναστατική διαδικασία ήταν αλληλοσυνδεδεμένη και ωθούνταν μέσα από μια κίνηση όπου οι πιο δυνατοί/ες και αποφασισμένοι/ες ήταν ικανοί/ες να σπρώξουν τους/τις πιο αδύναμους/ες και αμήχανους/ες.
Την 5η Αυγούστου μια ρωσική αντιπροσωπεία, που εκπροσωπούσε τα σοβιέτ, έφθασε στο Τορίνο, μεταξύ αυτών οι Γκόλντενμπεργκ και Σμιρνόφ. Το ταξίδι είχε εγκριθεί από την Ιταλική κυβέρνηση, η οποία έτρεφε στρατιωτικές ελπίδες ότι η νέα κυβέρνηση της Ρωσίας θα εμπλεκόταν στον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Μετά τη συνάντησή τους με τους Ρώσους αντιπροσώπους, οι Ιταλοί σοσιαλιστές εξέφρασαν τη σύγχυση και την απορία τους με τις ιδέες που ακόμα επικρατούσαν στο εσωτερικό των ρωσικών σοβιέτ. Στις 11 Αυγούστου ο συντάκτης της Η κραυγή του Λαού αναρωτιόταν:
Όταν ακούμε τους αντιπροσώπους των Ρωσικών σοβιέτ να μιλούν για την υπεράσπιση της συνέχισης του πολέμου στο όνομα της επανάστασης, αναρωτιόμαστε με ανυπομονησία˙ αντίθετα, αυτό δεν θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε ή ακόμα ευχόμαστε ο πόλεμος να συνεχίσει προκειμένου να προστατεύσουμε τα συμφέροντα της ρωσικής καπιταλιστικής κυριαρχίας ενάντια στα προλεταριακά προχωρήματα;
Παρόλα αυτά, η επίσκεψη των σοβιετικών αντιπροσώπων ήταν μια ευκαιρία προπαγάνδισης την επανάστασης και οι Ιταλοί/ιδες σοσιαλιστές/τριες άδραξαν τη στιγμή. Αφού πέρασε από τη Ρώμη, τη Φλορεντία, την Μπολόνια και το Μιλάνο, η αντιπροσωπεία επέστρεψε στο Τορίνο. Μπροστά στο Σπίτι του Λαού (Casa delPopolo) σαράντα χιλιάδες εργαζόμενοι/ες υποδέχτηκαν τη Ρώσικη Επανάσταση, στην πρώτη δημόσια εκδήλωση στην πόλη από το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Από το μπαλκόνι του κτιρίου ο Τζατσίντο Μενότι Σεράτι, τότε επικεφαλής της μαξιμαλιστικής πτέρυγας στο κόμμα και σταθερά ενάντιος στον πόλεμο, μετέφρασε την ομιλία του Γκόλντενμπεργκ. Μετά την ομιλία του αντιπροσώπου, ο Σεράτι είπε ότι οι Ρώσοι ήθελαν τον άμεσο τερματισμό του πολέμου και ολοκλήρωσε τη "μετάφραση" φωνάζοντας: "Ζήτω η Ιταλική επανάσταση!", σύνθημα στο οποίο το πλήθος ανταποκρίθηκε φωνάζοντας με τη σειρά του: "Ζήτω η Ρώσικη Επανάσταση! Ζήτω ο Λένιν!"
Ο Γκράμσι περιέγραψε με ενθουσιασμό αυτή τη συγκέντρωση με τους Ρώσους αντιπροσώπους της επανάστασης στην εφημερίδα Η κραυγή του Λαού. Κατά τη γνώμη του η διαδήλωση αποτέλεσε ένα πραγματικό "θέαμα της αλληλεγγύης των προλεταριακών και σοσιαλιστικών δυνάμεων στη Ρώσικη Επανάσταση". Λίγες μέρες αργότερα αυτό το "θέαμα" θα καταλάμβανε και πάλι τους δρόμους του Τορίνο.
Το πρωί της 22ας Αυγούστου δεν υπήρχε άλλο ψωμί στο Τορίνο, ως αποτέλεσμα μιας μακράς κρίσης εφοδιασμού που είχε προκληθεί από τον πόλεμο. Το μεσημέρι, οι εργάτες/τριες άρχισαν να σταματούν τη δουλειά στα εργοστάσια της πόλης. Στις 5 το απόγευμα, με σχεδόν το σύνολο το εργοστασίων κλειστά, το πλήθος άρχισε μαζικά να κινείται στην πόλη λεηλατώντας φούρνους και πρατήρια-αποθήκες.
Η αυθόρμητη εξέγερση, χωρίς κάλεσμα και οργάνωση από κανέναν, εξαπλώθηκε και κατέκλυσε την πόλη. Η αποκατάσταση της προμήθειας ψωμιού δεν ανέκοψε το κίνημα, το οποίο γρήγορα πήρε πολιτικό χαρακτήρα.
Το επόμενο απόγευμα, η εξουσία στην πόλη εκχωρήθηκε στον στρατό, που πήρε υπό τον έλεγχό του το κέντρο του Τορίνο. Οι λεηλασίες και η κατασκευή οδοφραγμάτων εξακολούθησαν στα περίχωρα της πόλης. Στο σοσιαλιστικό προπύργιο της περιφέρειας Μπάργκο Σαν Πάολο, οι διαδηλωτές/τριες λεηλάτησαν και κατόπιν έβαλαν φωτιά στην εκκλησία του Σαν Μπερναντίνο. Η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους. Οι συμπλοκές εντάθηκαν κατά τη διάρκεια της 24ης Αυγούστου. Το πρωί, διαδηλωτές/τριες επιχείρησαν ανεπιτυχώς να φθάσουν στο κέντρο της πόλης. Λίγες ώρες αργότερα ήρθαν αντιμέτωποι με πυρά πολυβόλων και τεθωρακισμένων. Στο τέλος, ο απολογισμός της καταστροφής ανήλθε σε εικοσιτέσσερις νεκρούς και πάνω από 1500 συλληφθέντες. Η απεργία θα συνέχιζε την επόμενη, χωρίς όμως οδοφράγματα. Ακολούθησε η σύλληψη δύο ντουζίνων σοσιαλιστών ηγετών. Η αυθόρμητη εξέγερση έφθασε στο τέλος της.
Η κραυγή του Λαού δεν κυκλοφόρησε τις ημέρες εκείνες. Θα επανακυκλοφορούσε την 1η Σεπτέμβρη, τώρα όμως υπό τη διεύθυνση του Γκράμσι, σε αντικατάσταση της σοσιαλίστριας ηγέτιδας Maria Giudice που είχε συλληφθεί. Η κρατική λογοκρισία δεν επέτρεψε να δημοσιευτεί καμιά αναφορά σχετική με την εξέγερση. Τότε ο Γκράμσι άδραξε την ευκαιρία να κάνει μια συνοπτική αναφορά στον Λένιν: Ο Κερένσκι εκπροσωπεί την ιστορική μοίρα, όμως ο Λένιν, αναμφισβήτητα, εκπροσωπεί την πραγμάτωση του σοσιαλισμού και εμείς είμαστε ολόψυχα μαζί του". Ήταν μια αναφορά στις μέρες του Ιουλίου στη Ρωσία και στους πολιτικούς διωγμούς κατά των μπολσεβίκων που τις ακολούθησαν, αναγκάζοντας τον Λένιν να καταφύγει στη Φινλανδία.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Σεπτέμβρη, όταν τα στρατεύματα με επικεφαλής το στρατηγό Λαβρ Κορνίλοφ προέλασαν κατά της Πετρούπολης, για να αποκαταστήσουν την τάξη ενάντια στην επανάσταση, ο Γκράμσι για ακόμη μια φορά αναφέρθηκε στην "επανάσταση που συνέβη στις συνειδήσεις". Και στις 29 Σεπτεμβρίου ο Λένιν και πάλι χαρακτηρίζεται ως "αγκιτάτορας των συνειδήσεων, συναγερμός των κοιμώμενων ψυχών". Η διαθέσιμη πληροφόρηση στην Ιταλία παρέμενε μη αξιόπιστη και φιλτραρισμένη από τις μεταφράσεις του "Τζούνιορ" στο Εμπρός! Σε αυτό το σημείο ο Γκράμσι εξακολουθούσε να αναγνωρίζει τον σοσιαλεπαναστάτη Βίκτορ Τσερνόφ ως "τον άνθρωπο που έχει ένα συγκεκριμένο και απτό πρόγραμμα δράσης, ένα πρόγραμμα που είναι ολότελα σοσιαλιστικό, που δε δέχεται τη συνεργασία και που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την μπουρζουαζία, καθώς υπονομεύει την αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας, επειδή, εν τέλει, αποτελεί την έναρξη της σοσιαλιστικής επανάστασης".
Εν τω μεταξύ, η πολιτική κρίση στην Ιταλία συνεχίζεται. Μετά την ήττα του Ιταλικού στρατού στη μάχη του Καπορέτο, στις 12 Νοεμβρίου, η Σοσιαλιστική κοινοβουλευτική ομάδα, με επικεφαλής τους Φελίππο Τουράτι και Κλαούντιο Τρέβες, υιοθέτησε μια καθαρά εθνικιστική θέση και συνηγόρησε στην υπεράσπιση του "έθνους", αποστασιοποιούμενη από τη θέση της "ουδετερότητας" των προηγούμενων ετών. Στις σελίδες του περιοδικού Critica Sociale, οι Τουράτι και Τρέβες δημοσίευσαν ένα άρθρο στο οποίο τονίζεται ότι, σε αυτή τη στιγμή κινδύνου, το προλεταριάτο είναι αναγκαίο να υπερασπιστεί την πατρίδα.
Από την άλλη πλευρά, η αδιάλλακτη επαναστατική φράξια, οργανώνεται προκειμένου να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση. Το Νοέμβριο, η ηγεσία της φράξιας συγκάλεσε μια μυστική συνάντηση στην Φλωρεντία με θέμα συζήτησης: "ο μελλοντικός προσανατολισμός του κόμματός μας". Ο Γκράμσι που είχε αρχίσει να αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στην κομματική οργάνωση του Τορίνο, συμμετείχε στη συνάντηση ως αντιπρόσωπος. Στη συνάντηση αυτή ευθυγραμμίστηκε με εκείνους, όπως ο Αμαντέο Μπορντίγκα, που θεωρούσαν αναγκαία τη μαχητική παρέμβαση του προλεταριάτου, ενώ, από την άλλη, ο Σεράτι και άλλοι τοποθετήθηκαν εμφατικά υπέρ των προηγούμενων τακτικών της ουδετερότητας. Η συνάντηση κατέληξε επανεπιβεβαιώνοντας τις αρχές του επαναστατικού διεθνισμού και της αντίθεσης στον πόλεμο, χωρίς όμως καμιά πρακτική γραμμή για το τι έπρεπε να γίνει.
Ο Γκράμσι ερμηνεύοντας τα γεγονότα του Αυγούστου στο Τορίνο υπό το φώς της Ρώσικης Επανάστασης, ήταν πεπεισμένος, επιστρέφοντας από την συνάντηση του Τορίνο, ότι η ιστορική συγκυρία απαιτούσε δράση. Κινούμενος από την αισιοδοξία του απόηχου της κατάληψης της εξουσίας από τους μπολσεβίκους στη Ρωσία, έγραψε τον Δεκέμβριο το άρθρο "Η επανάσταση εναντία στο 'Κεφαλαίο' ", στο οποίο δήλωσε ότι: "Η επανάσταση των μπολσεβίκων μπολιάστηκε οριστικά στην γενική επανάσταση του ρώσικου λαού".
Έχοντας αποτρέψει το βάλτωμα της επανάστασης, οι παρτιζάνοι του Λένιν κατέλαβαν την εξουσία έτσι ώστε να εγκαθιδρύσουν "τη δικτατορία τους" και να επεξεργαστούν "τις σοσιαλιστικές μορφές που σ' αυτές η επανάσταση θα πρέπει επιτέλους να κλίνει για να συνεχίσει να εξελίσσεται αρμονικά [...]"[3]. Το 1917 ο Γκράμσι δεν είχε μια ξεκάθαρη εικόνα του συνόλου των πολιτικών διαφορών ανάμεσα στου Ρώσους επαναστάτες/τριες. Πέρα από αυτό, ο πυρήνας των ιδεών του για την σοσιαλιστική επανάσταση αφορούσε στη γενική θεώρηση ότι θα ήταν ένα συνεχές κίνημα, "χωρίς βίαιες συγκρούσεις".
Με τη βαθιά και ακαταμάχητη πολιτιστική της δύναμη, η επανάσταση των μπολσεβίκων "υλοποιήθηκε με ιδεολογίες παρά με γεγονότα". Γι' αυτόν τον λόγο η επανάσταση δεν μπορούσε να ερμηνευτεί "κατά το γράμμα [του κειμένου] του Μαρξ". Στη Ρωσία, συνέχιζε ο Γκράμσι, το Κεφάλαιο ήταν "το βιβλίο των αστών περισσότερο από ότι των προλεταρίων". Ο Γκράμσι αναφερόταν στον Πρόλογο του 1867 του Κεφαλαίου στον οποίο ο Μαρξ υποστηρίζει ότι οι πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες έδειχναν το δρόμο στις λιγότερο αναπτυγμένες, τα "φυσικά στάδια" της προόδου που δεν μπορούσαν να παραληφθούν.[4]
Στη βάση αυτού του κειμένου οι Μενσεβίκοι είχαν διατυπώσει μια ερμηνεία της κοινωνικής ανάπτυξης στη Ρωσία που επιβεβαίωνε την ανάγκη για το σχηματισμό μιας αστικής τάξης και τη συγκρότηση μιας πλήρως αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας, ως προϋπόθεσης, για να γίνει ο σοσιαλισμός εφικτό ενδεχόμενο. Όμως οι επαναστάτες/τριες, υπό την καθοδήγηση του Λένιν, σύμφωνα με τον Γκράμσι, "δεν είναι 'μαρξιστές'", με τη στενή έννοια του όρου, που σημαίνει, ότι ενώ δεν αρνούνταν "την ενυπάρχουσα ζωογόνα σκέψη" του Μαρξ, "απαρνιούνται μερικές διαπιστώσεις του 'Κεφαλαίου'" και αρνούνται να το αντιμετωπίσουν ως "μια εξωτερική διδασκαλία, δογματικών και ασυζήτητων διαπιστώσεων".
Κατά τον Γκράμσι, οι προβλέψεις του Μαρξ για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, όπως εκτίθενται στο Κεφάλαιο, θα ήταν σωστές για καταστάσεις κανονικής ανάπτυξης, στις οποίες η διαμόρφωση μιας "λαϊκής συλλογικής θέλησης" προκύπτει μέσα "από μια πλατιά διαδοχή ταξικών εμπειριών". Ο πόλεμος, όμως, είχε προσωρινά επιταχύνει με έναν απρόβλεπτο τρόπο αυτή τη διαδικασία και μέσα σε διάστημα τριών ετών οι Ρώσοι/ιδες εργάτες/τριες είχαν βιώσει αυτές τις επιδράσεις με σφοδρότητα: "Ο λιμός πλησίαζε, η πείνα, ο θάνατος από πείνα μπορούσε να καταβάλει του πάντες, να συντρίψει μ' ένα χτύπημα δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους". [Απέναντι σ' αυτό] " οι θελήσεις τέθηκαν σε ομοφωνία, μηχανικά πρώτα, δραστήρια, πνευματικά μετά την πρώτη επανάσταση".[5]
Αυτή η συλλογική λαϊκή θέληση καλλιεργήθηκε από τις σοσιαλιστικές διακηρύξεις. Αυτές, επέτρεψαν στους/στις Ρώσους/ιδες εργάτες/τριες, σε μια κατάσταση που αποτελούσε εξαίρεση, να ζήσουν την ιστορία του προλεταριάτου σε μια στιγμή. Οι εργάτες/τριες αναγνώρισαν τους αγώνες και την προσπάθεια των προγόνων τους να χειραφετηθούν από τους " δεσμούς της δουλικότητας" και ταχύτατα ανέπτυξαν μια "νέα συνείδηση" η οποία έγινε η "σημερινή μαρτυρία ενός επερχόμενου κόσμου".[6] Επιπλέον, φθάνοντας στη συνείδηση αυτή σε μια περίοδο που ο διεθνής καπιταλισμός ήταν πλήρως αναπτυγμένος σε χώρες όπως η Αγγλία, το ρωσικό προλεταριάτο μπορούσε γρήγορα να επιτύχει την οικονομική του ωριμότητα, αναγκαία συνθήκη του κολλεκτιβισμού.
Παρά την ακόμα, το 1917, φτωχή γνώση των ιδεών των μπολσεβίκων, ο νεαρός συντάκτης της εφημερίδας Η κραυγή του Λαού, ελκόταν, με έναν φυσικό τρόπο, πολύ κοντά στη θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι. Ο Γκράμσι είδε στον Λένιν και στους μπολσεβίκους την ενσάρκωση ενός προγράμματος ανανέωσης της συνεχούς επανάστασης. Μιας επανάστασης που ήθελε να γίνει πραγματικότητα και στην Ιταλία.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γκράμσι πέθανε ως φυλακισμένος του ιταλικού φασισμού. Μια αναδρομική ματιά θα μπορούσε να μας οδηγήσει να πιστέψουμε ότι αυτή η τραγική μοίρα θα οδηγούσε τον Γκράμσι να αμφισβητήσει τις μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες που είδε στον Οκτώβρη. Είτε, ακόμα, ότι τα Τετράδια της Φυλακής θα αποτελούσαν μια άσκηση εύρεσης "νέων δρόμων", πιο μετριοπαθών ή "διαπραγματεύσιμων" μορφών αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.
Τέτοια συνθηκολόγηση δεν υπήρξε ποτέ. Στα γραπτά του της φυλακής, ο Γκράμσι πρόσφερε μια θεωρία της πολιτικής στην οποία η ισχύς και η συναίνεση δεν είναι διαχωρισμένες και στην οποία το κράτος προσλαμβάνεται ως το ιστορικό αποτέλεσμα διαδικασιών μεταξύ στενά συνδεδεμένων δυνάμεων, διαδικασίες οι οποίες σπάνια παράγουν ευνοϊκές συνθήκες για τα υποτελή στρώματα. Έγραψε για την ανάγκη να εξοπλιστεί ο αγώνας σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής, καθώς και για τους κινδύνους του ηγεμονικού συμβιβασμού και του πολιτικού "μεταμορφισμού". Έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο - σχεδόν πάντα επιβλαβής - των διανοουμένων στην κοινωνική ζωή και στη σημασία της προαγωγής του Μαρξισμού ως ολοκληρωμένης κοσμοθεωρίας - φιλοσοφία της πράξης.
Ως εκ τούτου, τίποτα δεν υποδηλώνει, κατά τα χρόνια της φυλάκισής του ότι ο Γκράμσι θα μπορούσε να είχε εγκαταλείψει τη Ρώσικη επανάσταση ως προγραμματική και ιστορική αναφορά για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Η Ρώσικη Επανάσταση παρέμενε ζωντανή στο μυαλό και στην καρδιά του Γκράμσι μέχρι τον θάνατό του, τον Απρίλη του 1937.
[1] Σ.τ.Μ. Διατηρώντας στην απόδοση, το ύφος και τη σύνταξη του Αγγλικού κειμένου και των αποσπασμάτων όπως τα εμπεριέχει, συμβουλευτήκαμε και μετάφραση στην ελληνική γλώσσα του άρθρου: Οι ρώσοι μαξιμαλιστές, με το επίμαχο απόσπασμα να αποδίδεται ως εξής: " Οι μαξιμαλιστές είναι η συνέχεια της επανάστασης, είναι ο ρυθμός της επανάστασης: γι' αυτό είναι η ίδια η επανάσταση. [...] Αυτοί ενσαρκώνουν την ιδέα - όριο του σοσιαλισμού: θέλουν ό λ ο τον σοσιαλισμό". Γκράμσι Α., (1982), Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδόσεις: Στοχαστής, σ. 128
[2] ο.π., σ. 129
[3] ο.π., σ. 143
[4] Σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, το συγκεκριμένο απόσπασμα του Κεφαλαίου, στο οποίο γίνεται η αναφορά, το βρίσκουμε ως εξής: " Πρόκειται γι' αυτούς τους ίδιους τους νόμους, γι' αυτές τις ίδιες τις τάσεις που δρουν κι επιβάλλονται με σιδερένια αναγκαιότητα. Η βιομηχανικά πιο αναπτυγμένη χώρα δείχνει στη λιγότερο αναπτυγμένη απλώς την εικόνα του μέλλοντός της". Μαρξ Κ., (2002), Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, σσ. 12, 15.
[5] Όπως σημειώνεται στο άρθρο του Γκράμσι, η αναφορά αφορά στην επανάσταση του Φλεβάρη του 1917.
[6] Για όλα τα παραπάνω σχετικά αποσπάσματα χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση, στην ελληνική γλώσσα, του άρθρου του Γκράμσι: "Η επανάσταση ενάντια στο 'κεφάλαιο'", όπως παρατίθεται στο Γκράμσι Α., (1982), Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδόσεις: Στοχαστής, σσ. 143-148
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου