της Μαρίας Καϋμενάκη
"Αυτός είναι ο ποιητής που άνοιξε ρήγματα στο παρόν κι έδωσε στη ρωσική ποίηση – και όχι μόνο- μια άλλη υπόσταση. Ένας Μαγιακόφσκι ήταν απαραίτητος, ώστε κάποιες από τις δυνατότητες που ξάνοιγαν εκείνα τα χρόνια να πάρουν μορφές σύγχρονες, ζωντανές κι έναν πιο αδρό υπολογίσιμο χαρακτήρα. Αλλά το ίδιο θα πρέπει να τονιστεί αναφορικά και με τον ρόλο της εποχής. Της ήρθε γάντι. Σμίξανε δύο έκτακτα μεγέθη και η σύνθεση πήρε τον αυθεντικό χαρακτήρα της επαλήθευσης μιας μεγάλης δυνατότητας. Γι’ αυτό τόσο τον θαύμασαν και τον πολέμησαν". (Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ –ΤΑ ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ).
Ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Μπαγκνάτι της Γεωργίας. Ο πατέρας του υπηρετούσε ως δασικός υπάλληλος. Είναι το τρίτο παιδί της οικογένειας που το 1902 μετακομίζει στο Κουταϊσι , πρωτεύουσα της επαρχίας. Ο ίδιος μιλάει γι’ αυτά τα χρόνια με απίστευτο σαρκασμό στην αυτοβιογραφία του:
Γεννήθηκα στις 7 Ιουλίου 1894 η 93- οι γνώμες της μαμάς και του φύλλου ποιότητας του πατέρα μου διίστανται. Εν πάση περιπτώσει, όχι νωρίτερα...
Πρώτα γράμματα
Μαθήματα μου έκανε η μαμά και κάθε λογής εξαδέρφες. Η αριθμητική μου φαινόταν εξωπραγματική. Είσαι υποχρεωμένος να λογαριάζεις τα μήλα και τα αχλάδια που δίνουν σε κάποια αγόρια. Εμένα όμως πάντα μου δίνανε, κι εγώ έδινα χωρίς λογαριασμό. Στον Καύκασο έχει όσα φρούτα θέλεις. Ανάγνωση έμαθα με ευχαρίστηση.
Το πρώτο βιβλίο
Το πρώτο βιβλίο κάποια ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ ΑΓΚΑΦΙΑ. Αν μου τύχαινε τότε κι άλλο τέτοια βιβλίο θα παρατούσα εντελώς το διάβασμα. Ευτυχώς το δεύτερο ήταν ο Δον Κιχώτης. Αυτό ήταν βιβλίο!
Προγυμνάσιο Α και Β τάξη είμαι πρώτος. Γεμάτος άριστα.
Ήρθε η αδερφή μου από τη Μόσχα. Ενθουσιασμένη. Μου έδωσε κρυφά κάτι μακρόστενα χαρτάκια . μου άρεσε. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Τα θυμάμαι και τώρα Το πρώτο:
Ξύπνα λοιπόν σύντροφε, αδερφέ,
Πέτα το τουφέκι σου χάμου.
Ήταν η επανάσταση ... και ήταν σε στίχους.
Στίχοι και επανάσταση ενώθηκαν έτσι μέσα στο μυαλό μου.
Το 1905 που μυαλό για μαθήματα. Άρχισαν το δυάρια.
Άρχισαν διαδηλώσεις και συλλαλητήρια.
Άρχισα να πηγαίνω και γω.
Λόγοι, εφημερίδες. Από παντού έρχονται άγνωστες έννοιες και λέξεις. Ζητώ εξηγήσεις από τον εαυτό μου. Στις βιτρίνες βιβλία... των σοσιαλδημοκρατών .Τα αγοράζω όλα. Σηκωνόμουνα στις έξι το πρωί. Τα διάβαζα μονορούφι. Πολλά δεν τα καταλαβαίνω. Ρωτάω. Με έβαλαν σε έναν όμιλο μαρξιστικών μαθημάτων. Άρχισα να θεωρώ τον εαυτό μου σοσιαλδημοκράτη: κουβάλησα τις καραμπίνες του πατέρα μου στη σοσιαλδημοκρατική επιτροπή.
Το 1906 πέθανε ο πατέρας.
Ύστερα από την κηδεία μας μείνανε 3 ρούβλια. Ενστικτωδώς, βιαστικά, ξεπουλήσαμε τραπέζια και καρέκλες και τραβήξαμε για τη Μόσχα.
Λεφτά δεν έχουμε στο σπίτι. Η σύνταξη είναι 10 ρούβλια.
Η μαμά αναγκάστηκε να προσφέρει δωμάτια για νοίκιασμα και φαγητό. Αναγκάστηκα να πυρογραφώ και να ζωγραφίζω. Εγώ και οι 2 αδελφές μου πάμε σχολείο. Κάτω απ’ το θρανίο έχω το ΑΝΤΙΝΤΥΡΙΓΚ.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. ΧΕΓΚΕΛ. ΦΥΣΙΟΓΝΩΣΙΑ. Μα πάνω απ’ όλα μ α ρ ξ ι σ μ ό ς. Δεν υπάρχει έργο τέχνης που να με τράβηξε περισσότερο από τον Πρόλογο του Μάρξ στην ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.
Θυμάμαι ολοκάθαρα το γαλάζιο τετραδιάκι του Λένιν ΔΥΟ ΤΑΚΤΙΚΕΣ. Μου άρεσε που ήταν κομμένο ως τα γράμματα. Για παράνομη χρήση.
1908. μπήκα στο κόμμα ΡΣΔΕΚ (ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ) έδωσα εξετάσεις στην εμποροβιομηχανικη υποαχτίδα. Τα κατάφερα. Προπαγανδιστής. Πήγα στους φουρνάρηδες, ύστερα στους τσαγκάρηδες και τέλος στους τυπογράφους.
Με πιάσανε ... έφαγα το σημειωματάριο με τις διευθύνσεις και τα εξώφυλλα ... ο ανακριτής με υποχρέωσε να γράψω ότι υπαγόρευε: με κατηγορούν για την συγγραφή προκηρύξεων, γέμισα το κείμενο με απίθανα λάθη. Έγραφα: σοσιγιαδεμοκρατική ... με άφησαν με εγγύηση. Ένας χρόνος κομματικής δουλειάς. Και πάλι σύντομη κράτηση.
Βγήκα. Με ξαναπιάσανε. 11 μήνες στη Μπουτίρκα (φυλακή) Σπουδαιότατη περίοδος για μένα. Ύστερα από 3 χρόνια θεωρίας και πραχτικής ρίχτηκα στη λογοτεχνία...δοκίμασα να γράψω και γω. Κάτι τέτοιο:
Χρυσό και πορφύρα τα δάση φορούσαν
Παιχνίδιζε ο ήλιος στις εκκλησιές.
Περίμενα – οι μέρες σε μήνες κυλούσαν,
Αναρίθμητες μέρες κουραστικές.
Γέμισα με τέτοια ένα τετράδιο. Ευχαριστώ το δεσμοφύλακα – όταν έβγαινα μου το πήρε.
Αλλιώς μπορεί και να τα δημοσίευα.
Όταν βγήκα πίστευα πως στίχους δεν μπορώ να γράψω. Οι δοκιμές ήταν οικτρές, καταπιάστηκα με τη ζωγραφική. Μπήκα στη σχολή Ζωγραφικής Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής, το μόνο μέρος που με δέχτηκαν χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Στη σχολή εμφανίστηκε και ο Νταβίντ Μπουρλιούκ.
Με παντοτινή αγάπη συλλογιέμαι τον Νταβίντ. Υπέροχος φίλος.
Ο πραγματικός μου δάσκαλος. Ο Μπουρλιούκ με έκανε ποιητή.
Ο Νταβίντ με το θυμό του μάστορα που έχει ξεπεράσει τους σύγχρονούς του, εγώ με το πάθος του σοσιαλιστή που ξέρει ότι η κατάρρευση του παλιού είναι αναπόφευκτη. ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΜΟΣ.
Ταξιδεύαμε στη Ρωσία. Βραδιές , διαλέξεις. Οι διοικητές των κυβερνείων αλαφιάζονταν.
Για μένα αυτά τα χρόνια ήταν δουλειά πάνω στη φόρμα, κατάκτηση του λόγου. Οι εκδότες δεν μας δέχονταν. Η καπιταλιστική μύτη οσφραινόταν σε μας δυναμιτιστές.
Στις αρχές του 14, αισθάνομαι μάστορας. Μπορώ να πιάσω το θέμα. Στα ίσια. Βάζω ζήτημα θέματος. Επαναστατικού. Σκέφτομαι το ΣΥΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ.
Αρχίζει να γράφει το ΣΥΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ. Αποσπάσματα του έργου θα διαβάσει στον Μαξίμ Γκόρκι ο οποίος συγκινημένος θα εκφραστεί με πολύ θετικά λόγια για τον νεαρό ποιητή.
Τον Ιούλιο του 1915 γνωρίζεται με το ζεύγος Μπρικ, και όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του:
Χαρμόσυνη ημερομηνία.
Γνωρίζομαι με την Λ. Γ. και τον Ο. Μπρικ
Η Λ.Γ. είναι η Λίλη Γιούρεβνα Μπρικ. Μαζί της ο Μαγιακόφσκι θα συνδέσει όλη του τη ζωή μέχρι το τέλος του. Θα μένουν μαζί στα ίδια σπίτια, στη Μόσχα ή στην Πετρούπολη ακόμα κι όταν η ερωτική τους σχέση θα έχει λήξει. Ακόμα και στο τελευταίο σημείωμα (πριν την αυτοκτονία), θα γράψει: Λίλη αγάπα με.
Ήρθε-
Κι από το μυκηθμό μου
από το μπόι μου
στο πι και φι
το’πιασε:
Απλά ένα αγόρι.
Απλώνει,
τραβάει έξω την καρδιά,
και πάλι απλά
πάει να παίξει-
Ένα κοριτσάκι με το τόπι του.
Κι η κάθε μια,
θες κυρία,
θες δεσποινίς
σαν κάτι το απίστευτο να βλέπανε:
«αυτόν; Μπορεί ποτέ;
Θα την σπαράξει!
Εκτός δαμάστρια κι αν είναι από κανένα θηριοτροφείο!»
Πανηγυρίζω εγώ
το βλέπω:
Εδώ τυραννίες δε θα χουμε!
Μουρλός
επήρα να καλπάζω
σαν ινδιάνος σε γάμο να χοροπηδάω
τόσο ένιωθα ωραία
τόσο η καρδιά πετούσε.
Το 1916 ο Μαγιακόφσκι καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στον τσαρικό στρατό. Γράφει ο ίδιος:
Με κουρέψανε γουλί. Στο μέτωπο δεν θέλω να πάω. δήλωσα σχεδιαστής… άθλια χρόνια. Ζωγραφίζω (κάνω κι εγώ τα κόλπα μου) πορτρέτα διοικητών.
Στα σφαγεία του Α' Παγκοσμίου πολέμου η κατάσταση των στρατιωτών είναι τραγική. Οι απώλειες τεράστιες, ο εξοπλισμός άθλιος, η σκληρότητα των αξιωματικών απίστευτη.
Ακούστε!
Ο καθένας,
ακόμα κι ο πιο άπραγος,
να ζήσει οφείλει-
απαγορεύεται
δεν έχετε δικαίωμα να τον ξαποστέλνετε
στους τάφους των αμπριών
και των χαρακωμάτων
ζωντανό να τον θάφτετε
-φονιάδες!
Η πρώτη μάχη. Ορθώθηκε κατάφατσα η φρίκη του πολέμου. Ο πόλεμος είναι αποκρουστικός. Τα μετόπισθεν ακόμα πιο αποκρουστικά.
Αυτή την εποχή γράφει τα αντιπολεμικά-αντιιμπεριαλιστικά έργα του ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ και Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Έχετε δει
κομμένα πόδια
να ζητάνε
τους αφέντες τους,
κομμένα κεφάλια να τους καλούν με τ’ όνομά τους;
Δέστε,
εκείνα τα μαλλιά τ’ αποσπασμένα μαζί με το δέρμα
πηδούν και πάλι στο κρανίο που κουτσουρεύτηκε,
τα πόδια τρέχουν μόνα τους
και νάτα, ολοζώντανα, στη θέση τους, κάτω απ’ αυτόν.
Από τα τρίσβαθα των θαλασσών και των ωκεανών,
σωροί οι πνιγμένοι, ζωντανεύοντας,
πλέουν μ’ ανοιχτά πανιά.
Ήλιε!
Ζέστανε τους μέσα στις φούχτες σου,
γλύψε τα μάτια τους με τη γλώσσα των ακτίνων,
ΟΚΤΩΒΡΗΣ του 1917
Τον δέχομαι ή δεν τον δέχομαι; τέτοια ερώτηση για μένα δεν έμπαινε.
ΔΙΚΗ ΜΟΥ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Πήγα στο Σμόλνι. Έκανα δουλειές. Ότι λάχαινε. Αρχίζουν να συνεδριάζουν.
Τον Γενάρη του 1918 ο Μαγιακόφσκι φεύγει για την Μόσχα. Στη Μόσχα διαβάζει έργα του στο περίφημο «καφενείο των ποιητών», αλλά και σε άλλους χώρους, γράφει κινηματογραφικά σενάρια, παίζει, ζωγραφίζει αφίσες κινηματογράφου.
Γράφει για μια ποιητική βραδιά στην οποία παρευρίσκονταν μεταξύ άλλων ο Μπελμόντ, ο Παστερνάκ, η Μαρίνα Τσφετάγεβα, ο Έρενμπουργκ, ο Αλέξης Τολστόη και άλλοι σπουδαίοι της εποχής, ο ποιητής Αντοκόλσκι:
Πρώτα διάβασε στίχους ο…
Ήρθε η σειρά του Μαγιακόφσκι.
Τον άκουγα πρώτη φορά.
Διάβαζε συνεπαρμένα, δίνοντας όλο του τον εαυτό κι αφημένος σε μια τέλεια απορρόφηση, διάβαζε σπαραχτικά, σαρκαστικά, μισώντας κι αγαπώντας. Τον βοηθούσε πολύ η καλογυμνασμένη του φωνή, μα ήταν και κάτι άλλο, ακόμα πιο σπουδαίο. Αυτό δεν ήταν διάβασμα, δεν ήταν απαγγελία, όσο δουλειά, μια δουλειά πολύ δύσκολη, τύπου Σαλιάπιν, ώστε να βγαίνει έξω όλος, όλη του η δύναμη, το πάθος , οι ψυχικές του εφεδρείες.
Το καλοκαίρι επιστρέφει στην Πετρούπολη. Μετά από πολλά εμπόδια ανεβαίνει το θεατρικό του έργο ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΜΠΟΥΦ σε σκηνοθεσία του Μέγιερχολντ. Ο Μαγιακόφσκι εξηγεί τον τίτλο του έργου. Το Μυστήριο-Μπουφ είναι η μεγάλη μας επανάσταση συμπυκνωμένη στο στίχο και στη θεατρική φράση. «Μυστήριο» είναι ότι μεγάλο υπάρχει στην επανάσταση, «μπουφ» ότι είναι σ’ αυτήν γελοίο. Γράφει για το ανέβασμα του έργου ο ποιητής:
Τέλειωσα το Μυστήριο. Το διάβασα. Λένε πολλά. Το ανέβασε ο Μεγιερχολντ με τον Κ. Μαλέβιτς. Φοβερός κλαυθμός και οδυρμός. Ιδιαίτερα από την κομμουνίζουσα διανόηση. Η Αντρέεβα και τι δεν έκανε. Για να το εμποδίσει. Τρεις φορές το ανέβασαν-ύστερα το έκαναν του αλατιού. Και αρχίσανε οι Μάκβεθ.
Ο Mαγιακόφσκι δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Γυρίζει στα εργοστάσια και παρουσιάζει το Μυστήριο-Μπουφ. Και όπως δηλώνει ο ίδιος με ενθουσιασμό, ΥΠΟΔΟΧΉ ΧΑΡΜΟΣΥΝΗ. Την άνοιξη του 1919 επιστρέφει στη Μόσχα και εργάζεται στην προπαγάνδα του ΡΟΣΤΑ (συντομογραφία του Ρωσικού Τηλεγραφικού πρακτορείου). Τα «παράθυρα του ΡΟΣΤΑ», στα οποία συνεργάστηκε ο Μαγιακόφσκι ήταν προπαγανδιστικές αφίσες, με σκίτσα και έμμετρους υπότιτλους για επίκαιρα πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της δουλειάς στο ΡΟΣΤΑ:
· Η τηλεγραφική ταχύτητα της δημιουργίας.
· Η τρομακτική έλλειψη υλικών και μέσων για τη δουλειά (για χρώματα χρησιμοποιούσαν κάρβουνα της σόμπας, τριμμένο κεραμίδι και άλλα παρόμοια)
· Οι εξουθενωτικές συνθήκες δημιουργίας.
Γράφω και ζωγραφίζω. Έκανα κάπου τρεις χιλιάδες αφίσες και κάπου έξι χιλιάδες κείμενα.
Η κλίμακα των θεμάτων ήταν τεράστια:
Προπαγάνδα για την Κομιτερν και για τον έρανο μανιταριών, υπέρ των πεινασμένων, η πάλη με τον Βράγγελ και με την τυφόψειρα, αφίσες για την διαφύλαξη των παλιών εφημερίδων και για τον εξηλεκτρισμό…πως μπορούσαμε να κάνουμε τόσα:
Θυμάμαι- δεν υπήρχαν ανάπαυλες. Δουλεύαμε στο τεράστιο ατελιέ του ΡΟΣΤΑ, που δεν θερμαινόταν, σκέβρωνες απ’ την παγωνιά ( και αργότερα σου έβγαζε τα μάτια ο καπνός της σόμπας)…
Με το πέρασμα του χρόνου το χέρι μας απόχτησε τόση επιδεξιότητα που μπορούσαμε να ζωγραφίζουμε με κλειστά μάτια μια περίπλοκη σιλουέτα εργάτη, ξεκινώντας από την πατούσα, και η γραμμή, κάνοντας το περίγραμμά της, έσμιγε με τη γραμμή.
Παίρνοντας σινιάλο από το ρολόι της Σουχαριόφκα που φαινόταν από το παράθυρο, ριχνόμασταν ξαφνικά και οι τρεις μας στο χαρτί, συναγωνιζόμασταν στην ταχύτητα του σκίτσου, προκαλώντας την έκπληξη του Τζον Ρίντ, του Γκόλιτσερ και άλλων περαστικών ξένων συντρόφων και ταξιδιωτών που έρχονταν να μας δουν. Από μας απαιτούσαν ταχύτητα μηχανής: θυμάμαι, η τηλεγραφική είδηση για κάποια νίκη στο μέτωπο ύστερα από σαράντα λεπτά- μια ώρα ήταν κιόλας αναρτημένη στο δρόμο σε πολύχρωμη αφίσα.
Πολύχρωμη είναι βέβαια υπερβολικά φανταχτερή κουβέντα. Μπογιές δεν είχαμε σχεδόν καθόλου, παίρναμε οποιαδήποτε, διαλύοντας την λιγάκι με σάλιο. Αυτόν το ρυθμό, αυτήν την ταχύτητα απαιτούσε ο χαρακτήρας της δουλειάς, και από’ αυτήν την ταχύτητα ανάρτησης των ειδήσεων για κίνδυνο ή για νίκη εξαρτιόταν ο αριθμός των καινούργιων μαχητών. Γιατί και αυτό το κομμάτι της γενικής ζύμωσης ξεσήκωνε τους ανθρώπους για το μέτωπο..
Χωρίς ταχύτητα τηλεγράφου, πολυβόλου, αυτή η δουλειά δεν μπορούσε να γίνει. μα εμείς την κάναμε όχι μόνο με όλη τη δύναμη και τη σοβαρότητα των ικανοτήτων μας, αλλά και επαναστατικοποιώντας το γούστο, ανεβάζοντας την ποιότητα στην τέχνη της αφίσας, στην τέχνη της προπαγάνδας.
Μετά το τέλος του εμφυλίου ο Μαγιακόφσκι αρθρογραφεί στην ΙΣΒΕΣΤΙΑ ανεβάζει την δεύτερη παραλλαγή του ΜΥΣΤΗΡΙΟ-ΜΠΟΥΦ. Το έργο θα παιχτεί και στα γερμανικά για το 3ο συνέδριο της κομιτερν.
Το 1923 οργανώνει μαζί με τους άλλους φουτουριστές το περιοδικό ΛΕΦ ( αριστερό μέτωπο). Περιοδείες σε όλη τη σοβιετική επικράτεια με διαλέξεις και ποίηση. Διαβάζει το έργο του ΛΕΝΙΝ σε πολλές εργατικές συγκεντρώσεις. Γράφει:
Τέλειωσα το ποίημα ΛΕΝΙΝ. Αυτό το ποίημα το φοβόμουν πολύ, γιατί ήταν εύκολο να πέσω σε μια απλή πολιτική αφήγηση.
Η στάση του ακροατηρίου μου δωσε χαρά και μου εδραίωσε την πεποίθηση για την αναγκαιότητα του ποιήματος.
Έτσι
κι εγώ
την ψυχή μου
με τον Λένιν καθαρίζω
στην επανάσταση
να πλεύσω
όσο γίνεται πιο πέρα.
Φοβάμαι
τέτοιων στίχων τις κατεβασιές,
όπως,
παιδί,
φοβάσαι τις καλπιές.
Για τον Λένιν έχει γράψει πολλά ποιήματα. Συγκλονιστικό (και προφητικό) είναι το ποίημα ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΛΕΝΙΝ.
Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασε η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν –
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
Το στόμα ανοιγμένο
στου λόγου το ξάναμμα
αναστραμμένο
του μουστακιού
το βουρτσάκι
μια σκέψη σφιγμένη
μες στις πτυχές της
πέρα πέρα
στο πελώριο μέτωπο.
Σαν
από κάτω
χιλιάδες να διαβαίνουν...
σημαίες, δάση...
τα χέρια σπαθόχορτα...
Σηκώνομαι,
χαρούμενη μου ήρθε μια σκέψη
να πάω
να τον χαιρετήσω
και να του πω:
«Σύντροφε Λένιν, σας αναφέρω
όχι ιεραρχίες και τέτοια –
της ψυχής πράγματα.
Σύντροφε Λένιν,
μια κόλαση η δουλειά μας
θα γίνει όμως –
γίνεται πες.
Κάνουμε διαφώτιση
ντένουμε τη φτώχεια και τη γύμνια
άνοδο σημειώνει η παραγωγή
σε κάρβουνο και μετάλλευμα.
Κοντά σε τούτα
πλήθος
βέβαια
μέγα πλήθος
από λογής
σκουπιδοτενεκέδες.
Σου βγαίνει η ψυχή
να τους κάνεις πέρα και να ρεύεσαι.
Πολλοί στην απουσία σας
σταυρώσανε τα χέρια.
Πληθαίνουν και πληθαίνουν
τζερεμέδες διάφοροι
βρίθουν εδώ στη γη μας
κι ολόγυρά της.
Αδύνατο
να τους μετρήσεις
και να τους ξεχωρίσεις με ονόματα.
Τύποι
ταινία ολόκληρη από δαύτους
ξεδιπλώνεται
γραφειοκράτες
κουλάκοι
κόλακες
αιρετικοί
μεθύστακες –
περνάνε και περνάνε
καμαρωτά
φουσκώνοντας τα στήθη
διάστικτα από κοντυλοφόρους
και των επαίνων τα διάσημα.
Εμείς
ασφαλώς
όλους θα τους μπαγλαρώσουμε
μα και πάλι
όλους να τους δέσεις
διαβολικά ‘ναι δύσκολο.
Σύντροφε Λένιν
στις καπνισμένες φάμπρικες
στη γη
από τα χιόνια σκεπασμένη
κι απ’ των σπαρτών τις καλαμιές
με τη δική σου,
σύντροφε,
καρδιά
και τ’ όνομά σου
σκεφτόμαστε
ανασαίνουμε
παλεύουμε και ζούμε!...»
Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασ’ η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν –
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
Για τη απόδοση της μορφή του Λένιν στην τέχνη ο Μαγιακόφσκι θα συγκρουστεί συχνά με πολλούς. Γράφει ο ίδιος:
Όταν διάβασα στον Βορόνσκι το ποίημα μου για τον Λένιν, υπογράμμισε ότι είναι λίγα τα σημεία όπου διαφαίνεται το «προσωπικό μου»στοιχείο.
«Λίγο βάλατε» είπε, «από τον εαυτό σας, δεν μας δώσατε έναν καινούργιο Λένιν».
Του απάντησα ότι για μας και ο παλιός ο Λένιν έχει αρκετή αξία ώστε να μην καταφεύγουμε σε υπερβολές, να μην πλάθουμε με την φαντασία μας κάποια καινούργια πράγματα πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Από το 1922 έως το 1929 ο Μαγιακόφσκι ταξιδεύει στην καπιταλιστική δύση ( Ευρώπη και Αμερική) ως απεσταλμένος της νέας σοβιετικής λογοτεχνίας και της νέας σοβιετικής κοινωνίας. Διαλέξεις, συνεντεύξεις, ποιητικές βραδιές , συναντήσεις με συνδικαλιστές, λογοτέχνες, καλλιτέχνες. Ενημερώνει, προπαγανδίζει, εμπνέει, δημιουργεί κύματα συμπαράστασης και αλληλεγγύης προς τη νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία. Μιλά για τον αγώνα του σοβιετικού λαού να χτίσει μια νέα κοινωνία, για το χρέος του επαναστάτη ποιητή να συνδέει τον εαυτό του με την ταξική πάλη, να συνδέει τον εαυτό του έντιμα και συνειδητά με τους πόθους και τις επιδιώξεις της εργατικής τάξης.Στις 29 του Οκτώβρη του 1925 κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Σικάγο ο Μαγιακόφσκι θα επισκεφθεί τον μνημείο των αγωνιστών που εκτελέστηκαν το 1887 ενώ πάλευαν για την καθιέρωση της οκτάωρης εργάσιμης μέρας. Γράφει:
Και όπως στο Παρίσι, οι κομμουνιστές που περνούν από κει δεν παραλείπουν να πάνε για προσκύνημα στον τοίχο όπου ντουφεκίστηκαν οι κομμουνάριοι, έτσι κι εδώ στο Σικάγο, οι κομμουνιστές τραβούν να προσκυνήσουν την επιτάφια πλάκα, που από κάτω της είναι θαμμένοι οι πρώτοι επαναστάτες που πέθαναν στην κρεμάλα (Πως ανακάλυψα την Αμερική. Β. Μαγιακόφσκι).
Το 1927, στην επέτειο των 10 χρόνων της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Μαγιακόφσκι κυκλοφορεί το αριστουργηματικό ΚΑΛΑ ΠΑΜΕ (το ποίημα του Οκτώβρη).
Χειμώνας τσουχτερός.
Μεγάλη παγωνιά.
Μα τα κορμιά
όλο ιδρώτα
κολλάνε από τις μπλούζες κάτω.
Κάτω απ τις μπλούζες
οι κομμουνιστές
καυσόξυλα φορτώνουνε βαριά
στην εθελοντική εργασία του Σαββάτου.
Δε θα σκολάσουμε
αν και πέρασε η ώρα της δουλειάς
κι είναι το σκόλασμα δικαίωμα μας.
Δικά μας τα βαγόνια
και δικός μας δρόμος, όπου πας,
κι εμείς φορτώνουμε τα ξύλα τα δικά μας.
Παγώνουν τα συντρόφια μας κρύο τσουχτερό.
Χρειάζονται τα ξύλα μας
μες στη φωτιά τους ρίχτα.
Βαριά δουλειά,
δουλειά εξαντλητική, να πεις.
Κι ούτε καπίκι για όλη αυτή την αγγαρεία.
Όμως εμείς
δουλεύουμε
σάμπως εμείς
να φτιάχνουμε
την πιο μεγάλη εποποιία...
Κόντρα στην πρώτη
τη δημοκρατία
των εργατών και χωρικών,
ξιφολόγχες,
αστραπές,
τουφεκιές,
όλοι του κόσμου οι αφεντάδες,
κι αυτοί εκεί
κι αυτοί εδώ
ρίχτηκαν πάνω μας
στρατιές
και στόλοι.
Καταραμένοι νάστε
βασίλεια και δημοκρατίες
μουχλιασμένες
μ όλη σας την
αδελφοσύνη, ισότητα
που παίρνουνε πολύ νερό.
Πάνω μας
χύνονται σα λυσσασμένες
οι μπαταρίες σας
σίδερο
καυτό.
Μες στα όπλα,
στις βροντές
των πυροβόλων, μένει
η Μόσχα,
ένα νησίδιο και πάνω στο νησίδιο αυτό,
Εμείς
οι πεινασμένοι,
εμείς
οι δυστυχισμένοι
μ΄ ένα ρεβόλβερ μοναχά στο χέρι μας
και μέσα στο κεφάλι μας τον Λένιν.
Λίγο πριν το θανατό του ο ποιητής θα γράψει το ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΦΩΝΗ αφιερωμένο στο πρώτο πεντάχρονο πλάνο της Σοβιετικής κοινωνίας.
Των εργατών
ο ταξικός εχθρός,
είναι δικός μου εχθρός
παλιός και μισητός.
Αρχές του Φλεβάρη του 1930 ο Μαγιακόφσκι εγκαταλείπει το ΛΕΦ και προσχωρεί στην ΡΑΠΠ η ΒΑΠΠ ( είναι η Πανενωσιακή ένωση εταιρειών προλεταριακών συγγραφέων, η επίσημη κατά κάποιο τρόπο από την κυβέρνηση οργάνωση των σοβιετικών συγγραφέων στην οποία κυριαρχούσε η τριανδρία Ερμίλοφ-Αβερρμπαχ –Φαντάγεφ). Ο Μαγιακόφσκι γίνεται δοκιμαστικό μέλος της ΡΑΠΠ μέχρι να μάθει να γράφει προλεταριακά. Στο επίσημο περιοδικό της ΡΑΠΠ δημοσιεύεται:
…εξυπακούεται ότι η είσοδος στη ΡΑΠΠ των Μαγιακόφσκι, Μπαγκρίτσκι και Λουγκοφσκόι κάθε άλλο παρά σημαίνει πως έγιναν προλεταριακοί συγγραφείς. Τους μένει να κάνουν πολλαπλή και δύσκολη δουλειά πάνω στον εαυτό τους για να γίνουν…
Όταν λίγο αργότερα ανεβαίνει το θεατρικό του έργο ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ η τριανδρία και ειδικά ο Ερμίλοφ κατηγορεί το έργο ότι «προσβάλει και συκοφαντεί την πραγματικότητα της ζωής μας»
Ο Μαγιακόφσκι απαντά με μια τεράστια αφίσα κρεμασμένη στο θέατρο.
Δια μιας
δεν το ξεπλένεις
της γραφειοκρατίας το μελίσσι
δε σου φτάνει το σαπούνι
ούτε κι οι μπανιέρες των λουτρών.
Όταν κιόλας
τρέχει από κοντά
να τους βοηθήσει
του Ερμίλωφ ο κοντυλοφόρος
κι άλλων τέτοιων κριτικών.
Με τους γραφειοκράτες και τα κάθε λογής παράσιτα που είχαν φωλιάσει στα διάφορα ιδρύματα της νεαρής σοβιετικής εξουσίας ο Μαγιακόφσκι είχε συγκρουστεί από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης. Και είχε συγκρουστεί σε όλα τα επίπεδα . Μέσα από την ποίηση, μέσα από το θεατρικά του έργα , μέσα από συνεντεύξεις, και μέσα στην καθημερινότητα. Ας θυμηθούμε το ποίημα του ΟΙ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΟΝΤΕΣ η ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ το μοναδικό ποίημα που άρεσε στον Λένιν και που απέσπασε δημόσια τα θετικά του σχόλια. Η κριτική του γινόταν δημόσια, τίμια και παλικαρίσια. Αντίθετα αντιμετωπίστηκε με αφάνταστο μίσος και φθόνο από το «σινάφι». Τα εμπόδια στην τύπωση των βιβλίων του, τα εμπόδια στο ανέβασμα των θεατρικών έργων του, οι συκοφαντίες και οι πλεκτάνες των υπεύθυνων της ΡΑΠΠ (μεταξύ των οποίων πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο επίσημος προλεταριακός (;) συγγραφέας Ερμίλωφ) είναι εξοντωτικές. Λίγες μέρες πριν τον θάνατό του ο Μαγιακόφσκι δηλώνει:
… λόγω του εριστικού μου χαρακτήρα πολλά σκυλιά κρεμάσανε στον λαιμό μου και τόσες αμαρτίες μου έχουνε καταλογίσει … κάποτε μου ‘ρχεται να σηκωθώ και να φύγω, κάπου ν’ απαγκιάσω για κάνα-δυο χρόνια, να μην ακούω τις βρισιές τους.
Μα βέβαια την άλλη κιόλας μέρα έπειτα από έναν τέτοιον πεσιμισμό, ξαναβρίσκω το κουράγιο μου, ανασκουμπώνομαι κι αρχίζω πάλι τον καβγά, νιώθω όλα τα δικαιώματά μου να υπάρχω σαν συγγραφέας της επανάστασης κι όχι κανένας συνοδοιπόρος.
Ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε στις 14 Απριλίου του 1930 σε ηλικία 37 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο ποιητικό έργο, δοκίμια αισθητικής και πρωτοπόρα θεατρικά έργα.
Δηλώνω
και το ξέρω, η αλήθεια είναι:
Μπροστά στους τωρινούς
εμπόρους και ζευζέκηδες
εγώ θα μένω
-ο μόνος-
πιστός
ενός χρέους
ανεκπλήρωτου.
Βιβλιογραφία
Πως ανακάλυψα την Αμερική. Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Εκδόσεις Σύγχρονη εποχή.
Ποίηση και Επανάσταση. Β. Μαγιακόφσκι. Εκδόσεις Θεμέλιο.
Μαγιακόφσκι. Ποιηματα. Εκδόσεις Κέδρος.
Ο Μαγιακοφσκι. Τα έυκολα και τα δύσκολα. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
ΟΚΤΩΒΡΗΣ του 1917
"Σήμερα
μέχρι το τελευταίο κουμπάκι στα ρούχα μας
αλλάζουμε ζωή".
"Σήμερα
μέχρι το τελευταίο κουμπάκι στα ρούχα μας
αλλάζουμε ζωή".
"Αυτός είναι ο ποιητής που άνοιξε ρήγματα στο παρόν κι έδωσε στη ρωσική ποίηση – και όχι μόνο- μια άλλη υπόσταση. Ένας Μαγιακόφσκι ήταν απαραίτητος, ώστε κάποιες από τις δυνατότητες που ξάνοιγαν εκείνα τα χρόνια να πάρουν μορφές σύγχρονες, ζωντανές κι έναν πιο αδρό υπολογίσιμο χαρακτήρα. Αλλά το ίδιο θα πρέπει να τονιστεί αναφορικά και με τον ρόλο της εποχής. Της ήρθε γάντι. Σμίξανε δύο έκτακτα μεγέθη και η σύνθεση πήρε τον αυθεντικό χαρακτήρα της επαλήθευσης μιας μεγάλης δυνατότητας. Γι’ αυτό τόσο τον θαύμασαν και τον πολέμησαν". (Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ –ΤΑ ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ).
Ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Μπαγκνάτι της Γεωργίας. Ο πατέρας του υπηρετούσε ως δασικός υπάλληλος. Είναι το τρίτο παιδί της οικογένειας που το 1902 μετακομίζει στο Κουταϊσι , πρωτεύουσα της επαρχίας. Ο ίδιος μιλάει γι’ αυτά τα χρόνια με απίστευτο σαρκασμό στην αυτοβιογραφία του:
Γεννήθηκα στις 7 Ιουλίου 1894 η 93- οι γνώμες της μαμάς και του φύλλου ποιότητας του πατέρα μου διίστανται. Εν πάση περιπτώσει, όχι νωρίτερα...
Πρώτα γράμματα
Μαθήματα μου έκανε η μαμά και κάθε λογής εξαδέρφες. Η αριθμητική μου φαινόταν εξωπραγματική. Είσαι υποχρεωμένος να λογαριάζεις τα μήλα και τα αχλάδια που δίνουν σε κάποια αγόρια. Εμένα όμως πάντα μου δίνανε, κι εγώ έδινα χωρίς λογαριασμό. Στον Καύκασο έχει όσα φρούτα θέλεις. Ανάγνωση έμαθα με ευχαρίστηση.
Το πρώτο βιβλίο
Το πρώτο βιβλίο κάποια ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ ΑΓΚΑΦΙΑ. Αν μου τύχαινε τότε κι άλλο τέτοια βιβλίο θα παρατούσα εντελώς το διάβασμα. Ευτυχώς το δεύτερο ήταν ο Δον Κιχώτης. Αυτό ήταν βιβλίο!
Προγυμνάσιο Α και Β τάξη είμαι πρώτος. Γεμάτος άριστα.
Ήρθε η αδερφή μου από τη Μόσχα. Ενθουσιασμένη. Μου έδωσε κρυφά κάτι μακρόστενα χαρτάκια . μου άρεσε. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Τα θυμάμαι και τώρα Το πρώτο:
Ξύπνα λοιπόν σύντροφε, αδερφέ,
Πέτα το τουφέκι σου χάμου.
Ήταν η επανάσταση ... και ήταν σε στίχους.
Στίχοι και επανάσταση ενώθηκαν έτσι μέσα στο μυαλό μου.
Το 1905 που μυαλό για μαθήματα. Άρχισαν το δυάρια.
Άρχισαν διαδηλώσεις και συλλαλητήρια.
Άρχισα να πηγαίνω και γω.
Λόγοι, εφημερίδες. Από παντού έρχονται άγνωστες έννοιες και λέξεις. Ζητώ εξηγήσεις από τον εαυτό μου. Στις βιτρίνες βιβλία... των σοσιαλδημοκρατών .Τα αγοράζω όλα. Σηκωνόμουνα στις έξι το πρωί. Τα διάβαζα μονορούφι. Πολλά δεν τα καταλαβαίνω. Ρωτάω. Με έβαλαν σε έναν όμιλο μαρξιστικών μαθημάτων. Άρχισα να θεωρώ τον εαυτό μου σοσιαλδημοκράτη: κουβάλησα τις καραμπίνες του πατέρα μου στη σοσιαλδημοκρατική επιτροπή.
Το 1906 πέθανε ο πατέρας.
Ύστερα από την κηδεία μας μείνανε 3 ρούβλια. Ενστικτωδώς, βιαστικά, ξεπουλήσαμε τραπέζια και καρέκλες και τραβήξαμε για τη Μόσχα.
Λεφτά δεν έχουμε στο σπίτι. Η σύνταξη είναι 10 ρούβλια.
Η μαμά αναγκάστηκε να προσφέρει δωμάτια για νοίκιασμα και φαγητό. Αναγκάστηκα να πυρογραφώ και να ζωγραφίζω. Εγώ και οι 2 αδελφές μου πάμε σχολείο. Κάτω απ’ το θρανίο έχω το ΑΝΤΙΝΤΥΡΙΓΚ.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. ΧΕΓΚΕΛ. ΦΥΣΙΟΓΝΩΣΙΑ. Μα πάνω απ’ όλα μ α ρ ξ ι σ μ ό ς. Δεν υπάρχει έργο τέχνης που να με τράβηξε περισσότερο από τον Πρόλογο του Μάρξ στην ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.
Θυμάμαι ολοκάθαρα το γαλάζιο τετραδιάκι του Λένιν ΔΥΟ ΤΑΚΤΙΚΕΣ. Μου άρεσε που ήταν κομμένο ως τα γράμματα. Για παράνομη χρήση.
1908. μπήκα στο κόμμα ΡΣΔΕΚ (ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ) έδωσα εξετάσεις στην εμποροβιομηχανικη υποαχτίδα. Τα κατάφερα. Προπαγανδιστής. Πήγα στους φουρνάρηδες, ύστερα στους τσαγκάρηδες και τέλος στους τυπογράφους.
Με πιάσανε ... έφαγα το σημειωματάριο με τις διευθύνσεις και τα εξώφυλλα ... ο ανακριτής με υποχρέωσε να γράψω ότι υπαγόρευε: με κατηγορούν για την συγγραφή προκηρύξεων, γέμισα το κείμενο με απίθανα λάθη. Έγραφα: σοσιγιαδεμοκρατική ... με άφησαν με εγγύηση. Ένας χρόνος κομματικής δουλειάς. Και πάλι σύντομη κράτηση.
Βγήκα. Με ξαναπιάσανε. 11 μήνες στη Μπουτίρκα (φυλακή) Σπουδαιότατη περίοδος για μένα. Ύστερα από 3 χρόνια θεωρίας και πραχτικής ρίχτηκα στη λογοτεχνία...δοκίμασα να γράψω και γω. Κάτι τέτοιο:
Χρυσό και πορφύρα τα δάση φορούσαν
Παιχνίδιζε ο ήλιος στις εκκλησιές.
Περίμενα – οι μέρες σε μήνες κυλούσαν,
Αναρίθμητες μέρες κουραστικές.
Γέμισα με τέτοια ένα τετράδιο. Ευχαριστώ το δεσμοφύλακα – όταν έβγαινα μου το πήρε.
Αλλιώς μπορεί και να τα δημοσίευα.
Όταν βγήκα πίστευα πως στίχους δεν μπορώ να γράψω. Οι δοκιμές ήταν οικτρές, καταπιάστηκα με τη ζωγραφική. Μπήκα στη σχολή Ζωγραφικής Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής, το μόνο μέρος που με δέχτηκαν χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Στη σχολή εμφανίστηκε και ο Νταβίντ Μπουρλιούκ.
Με παντοτινή αγάπη συλλογιέμαι τον Νταβίντ. Υπέροχος φίλος.
Ο πραγματικός μου δάσκαλος. Ο Μπουρλιούκ με έκανε ποιητή.
Ο Νταβίντ με το θυμό του μάστορα που έχει ξεπεράσει τους σύγχρονούς του, εγώ με το πάθος του σοσιαλιστή που ξέρει ότι η κατάρρευση του παλιού είναι αναπόφευκτη. ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΜΟΣ.
Ταξιδεύαμε στη Ρωσία. Βραδιές , διαλέξεις. Οι διοικητές των κυβερνείων αλαφιάζονταν.
Για μένα αυτά τα χρόνια ήταν δουλειά πάνω στη φόρμα, κατάκτηση του λόγου. Οι εκδότες δεν μας δέχονταν. Η καπιταλιστική μύτη οσφραινόταν σε μας δυναμιτιστές.
Στις αρχές του 14, αισθάνομαι μάστορας. Μπορώ να πιάσω το θέμα. Στα ίσια. Βάζω ζήτημα θέματος. Επαναστατικού. Σκέφτομαι το ΣΥΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ.
Αρχίζει να γράφει το ΣΥΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ. Αποσπάσματα του έργου θα διαβάσει στον Μαξίμ Γκόρκι ο οποίος συγκινημένος θα εκφραστεί με πολύ θετικά λόγια για τον νεαρό ποιητή.
Τον Ιούλιο του 1915 γνωρίζεται με το ζεύγος Μπρικ, και όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του:
Χαρμόσυνη ημερομηνία.
Γνωρίζομαι με την Λ. Γ. και τον Ο. Μπρικ
Η Λ.Γ. είναι η Λίλη Γιούρεβνα Μπρικ. Μαζί της ο Μαγιακόφσκι θα συνδέσει όλη του τη ζωή μέχρι το τέλος του. Θα μένουν μαζί στα ίδια σπίτια, στη Μόσχα ή στην Πετρούπολη ακόμα κι όταν η ερωτική τους σχέση θα έχει λήξει. Ακόμα και στο τελευταίο σημείωμα (πριν την αυτοκτονία), θα γράψει: Λίλη αγάπα με.
Ήρθε-
Κι από το μυκηθμό μου
από το μπόι μου
στο πι και φι
το’πιασε:
Απλά ένα αγόρι.
Απλώνει,
τραβάει έξω την καρδιά,
και πάλι απλά
πάει να παίξει-
Ένα κοριτσάκι με το τόπι του.
Κι η κάθε μια,
θες κυρία,
θες δεσποινίς
σαν κάτι το απίστευτο να βλέπανε:
«αυτόν; Μπορεί ποτέ;
Θα την σπαράξει!
Εκτός δαμάστρια κι αν είναι από κανένα θηριοτροφείο!»
Πανηγυρίζω εγώ
το βλέπω:
Εδώ τυραννίες δε θα χουμε!
Μουρλός
επήρα να καλπάζω
σαν ινδιάνος σε γάμο να χοροπηδάω
τόσο ένιωθα ωραία
τόσο η καρδιά πετούσε.
Το 1916 ο Μαγιακόφσκι καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στον τσαρικό στρατό. Γράφει ο ίδιος:
Με κουρέψανε γουλί. Στο μέτωπο δεν θέλω να πάω. δήλωσα σχεδιαστής… άθλια χρόνια. Ζωγραφίζω (κάνω κι εγώ τα κόλπα μου) πορτρέτα διοικητών.
Στα σφαγεία του Α' Παγκοσμίου πολέμου η κατάσταση των στρατιωτών είναι τραγική. Οι απώλειες τεράστιες, ο εξοπλισμός άθλιος, η σκληρότητα των αξιωματικών απίστευτη.
Ακούστε!
Ο καθένας,
ακόμα κι ο πιο άπραγος,
να ζήσει οφείλει-
απαγορεύεται
δεν έχετε δικαίωμα να τον ξαποστέλνετε
στους τάφους των αμπριών
και των χαρακωμάτων
ζωντανό να τον θάφτετε
-φονιάδες!
Η πρώτη μάχη. Ορθώθηκε κατάφατσα η φρίκη του πολέμου. Ο πόλεμος είναι αποκρουστικός. Τα μετόπισθεν ακόμα πιο αποκρουστικά.
Αυτή την εποχή γράφει τα αντιπολεμικά-αντιιμπεριαλιστικά έργα του ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ και Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Έχετε δει
κομμένα πόδια
να ζητάνε
τους αφέντες τους,
κομμένα κεφάλια να τους καλούν με τ’ όνομά τους;
Δέστε,
εκείνα τα μαλλιά τ’ αποσπασμένα μαζί με το δέρμα
πηδούν και πάλι στο κρανίο που κουτσουρεύτηκε,
τα πόδια τρέχουν μόνα τους
και νάτα, ολοζώντανα, στη θέση τους, κάτω απ’ αυτόν.
Από τα τρίσβαθα των θαλασσών και των ωκεανών,
σωροί οι πνιγμένοι, ζωντανεύοντας,
πλέουν μ’ ανοιχτά πανιά.
Ήλιε!
Ζέστανε τους μέσα στις φούχτες σου,
γλύψε τα μάτια τους με τη γλώσσα των ακτίνων,
ΟΚΤΩΒΡΗΣ του 1917
Τον δέχομαι ή δεν τον δέχομαι; τέτοια ερώτηση για μένα δεν έμπαινε.
ΔΙΚΗ ΜΟΥ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Πήγα στο Σμόλνι. Έκανα δουλειές. Ότι λάχαινε. Αρχίζουν να συνεδριάζουν.
Τον Γενάρη του 1918 ο Μαγιακόφσκι φεύγει για την Μόσχα. Στη Μόσχα διαβάζει έργα του στο περίφημο «καφενείο των ποιητών», αλλά και σε άλλους χώρους, γράφει κινηματογραφικά σενάρια, παίζει, ζωγραφίζει αφίσες κινηματογράφου.
Γράφει για μια ποιητική βραδιά στην οποία παρευρίσκονταν μεταξύ άλλων ο Μπελμόντ, ο Παστερνάκ, η Μαρίνα Τσφετάγεβα, ο Έρενμπουργκ, ο Αλέξης Τολστόη και άλλοι σπουδαίοι της εποχής, ο ποιητής Αντοκόλσκι:
Πρώτα διάβασε στίχους ο…
Ήρθε η σειρά του Μαγιακόφσκι.
Τον άκουγα πρώτη φορά.
Διάβαζε συνεπαρμένα, δίνοντας όλο του τον εαυτό κι αφημένος σε μια τέλεια απορρόφηση, διάβαζε σπαραχτικά, σαρκαστικά, μισώντας κι αγαπώντας. Τον βοηθούσε πολύ η καλογυμνασμένη του φωνή, μα ήταν και κάτι άλλο, ακόμα πιο σπουδαίο. Αυτό δεν ήταν διάβασμα, δεν ήταν απαγγελία, όσο δουλειά, μια δουλειά πολύ δύσκολη, τύπου Σαλιάπιν, ώστε να βγαίνει έξω όλος, όλη του η δύναμη, το πάθος , οι ψυχικές του εφεδρείες.
Το καλοκαίρι επιστρέφει στην Πετρούπολη. Μετά από πολλά εμπόδια ανεβαίνει το θεατρικό του έργο ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΜΠΟΥΦ σε σκηνοθεσία του Μέγιερχολντ. Ο Μαγιακόφσκι εξηγεί τον τίτλο του έργου. Το Μυστήριο-Μπουφ είναι η μεγάλη μας επανάσταση συμπυκνωμένη στο στίχο και στη θεατρική φράση. «Μυστήριο» είναι ότι μεγάλο υπάρχει στην επανάσταση, «μπουφ» ότι είναι σ’ αυτήν γελοίο. Γράφει για το ανέβασμα του έργου ο ποιητής:
Τέλειωσα το Μυστήριο. Το διάβασα. Λένε πολλά. Το ανέβασε ο Μεγιερχολντ με τον Κ. Μαλέβιτς. Φοβερός κλαυθμός και οδυρμός. Ιδιαίτερα από την κομμουνίζουσα διανόηση. Η Αντρέεβα και τι δεν έκανε. Για να το εμποδίσει. Τρεις φορές το ανέβασαν-ύστερα το έκαναν του αλατιού. Και αρχίσανε οι Μάκβεθ.
Ο Mαγιακόφσκι δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Γυρίζει στα εργοστάσια και παρουσιάζει το Μυστήριο-Μπουφ. Και όπως δηλώνει ο ίδιος με ενθουσιασμό, ΥΠΟΔΟΧΉ ΧΑΡΜΟΣΥΝΗ. Την άνοιξη του 1919 επιστρέφει στη Μόσχα και εργάζεται στην προπαγάνδα του ΡΟΣΤΑ (συντομογραφία του Ρωσικού Τηλεγραφικού πρακτορείου). Τα «παράθυρα του ΡΟΣΤΑ», στα οποία συνεργάστηκε ο Μαγιακόφσκι ήταν προπαγανδιστικές αφίσες, με σκίτσα και έμμετρους υπότιτλους για επίκαιρα πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της δουλειάς στο ΡΟΣΤΑ:
· Η τηλεγραφική ταχύτητα της δημιουργίας.
· Η τρομακτική έλλειψη υλικών και μέσων για τη δουλειά (για χρώματα χρησιμοποιούσαν κάρβουνα της σόμπας, τριμμένο κεραμίδι και άλλα παρόμοια)
· Οι εξουθενωτικές συνθήκες δημιουργίας.
Γράφω και ζωγραφίζω. Έκανα κάπου τρεις χιλιάδες αφίσες και κάπου έξι χιλιάδες κείμενα.
Η κλίμακα των θεμάτων ήταν τεράστια:
Προπαγάνδα για την Κομιτερν και για τον έρανο μανιταριών, υπέρ των πεινασμένων, η πάλη με τον Βράγγελ και με την τυφόψειρα, αφίσες για την διαφύλαξη των παλιών εφημερίδων και για τον εξηλεκτρισμό…πως μπορούσαμε να κάνουμε τόσα:
Θυμάμαι- δεν υπήρχαν ανάπαυλες. Δουλεύαμε στο τεράστιο ατελιέ του ΡΟΣΤΑ, που δεν θερμαινόταν, σκέβρωνες απ’ την παγωνιά ( και αργότερα σου έβγαζε τα μάτια ο καπνός της σόμπας)…
Με το πέρασμα του χρόνου το χέρι μας απόχτησε τόση επιδεξιότητα που μπορούσαμε να ζωγραφίζουμε με κλειστά μάτια μια περίπλοκη σιλουέτα εργάτη, ξεκινώντας από την πατούσα, και η γραμμή, κάνοντας το περίγραμμά της, έσμιγε με τη γραμμή.
Παίρνοντας σινιάλο από το ρολόι της Σουχαριόφκα που φαινόταν από το παράθυρο, ριχνόμασταν ξαφνικά και οι τρεις μας στο χαρτί, συναγωνιζόμασταν στην ταχύτητα του σκίτσου, προκαλώντας την έκπληξη του Τζον Ρίντ, του Γκόλιτσερ και άλλων περαστικών ξένων συντρόφων και ταξιδιωτών που έρχονταν να μας δουν. Από μας απαιτούσαν ταχύτητα μηχανής: θυμάμαι, η τηλεγραφική είδηση για κάποια νίκη στο μέτωπο ύστερα από σαράντα λεπτά- μια ώρα ήταν κιόλας αναρτημένη στο δρόμο σε πολύχρωμη αφίσα.
Πολύχρωμη είναι βέβαια υπερβολικά φανταχτερή κουβέντα. Μπογιές δεν είχαμε σχεδόν καθόλου, παίρναμε οποιαδήποτε, διαλύοντας την λιγάκι με σάλιο. Αυτόν το ρυθμό, αυτήν την ταχύτητα απαιτούσε ο χαρακτήρας της δουλειάς, και από’ αυτήν την ταχύτητα ανάρτησης των ειδήσεων για κίνδυνο ή για νίκη εξαρτιόταν ο αριθμός των καινούργιων μαχητών. Γιατί και αυτό το κομμάτι της γενικής ζύμωσης ξεσήκωνε τους ανθρώπους για το μέτωπο..
Χωρίς ταχύτητα τηλεγράφου, πολυβόλου, αυτή η δουλειά δεν μπορούσε να γίνει. μα εμείς την κάναμε όχι μόνο με όλη τη δύναμη και τη σοβαρότητα των ικανοτήτων μας, αλλά και επαναστατικοποιώντας το γούστο, ανεβάζοντας την ποιότητα στην τέχνη της αφίσας, στην τέχνη της προπαγάνδας.
Μετά το τέλος του εμφυλίου ο Μαγιακόφσκι αρθρογραφεί στην ΙΣΒΕΣΤΙΑ ανεβάζει την δεύτερη παραλλαγή του ΜΥΣΤΗΡΙΟ-ΜΠΟΥΦ. Το έργο θα παιχτεί και στα γερμανικά για το 3ο συνέδριο της κομιτερν.
Το 1923 οργανώνει μαζί με τους άλλους φουτουριστές το περιοδικό ΛΕΦ ( αριστερό μέτωπο). Περιοδείες σε όλη τη σοβιετική επικράτεια με διαλέξεις και ποίηση. Διαβάζει το έργο του ΛΕΝΙΝ σε πολλές εργατικές συγκεντρώσεις. Γράφει:
Τέλειωσα το ποίημα ΛΕΝΙΝ. Αυτό το ποίημα το φοβόμουν πολύ, γιατί ήταν εύκολο να πέσω σε μια απλή πολιτική αφήγηση.
Η στάση του ακροατηρίου μου δωσε χαρά και μου εδραίωσε την πεποίθηση για την αναγκαιότητα του ποιήματος.
Έτσι
κι εγώ
την ψυχή μου
με τον Λένιν καθαρίζω
στην επανάσταση
να πλεύσω
όσο γίνεται πιο πέρα.
Φοβάμαι
τέτοιων στίχων τις κατεβασιές,
όπως,
παιδί,
φοβάσαι τις καλπιές.
Για τον Λένιν έχει γράψει πολλά ποιήματα. Συγκλονιστικό (και προφητικό) είναι το ποίημα ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΛΕΝΙΝ.
Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασε η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν –
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
Το στόμα ανοιγμένο
στου λόγου το ξάναμμα
αναστραμμένο
του μουστακιού
το βουρτσάκι
μια σκέψη σφιγμένη
μες στις πτυχές της
πέρα πέρα
στο πελώριο μέτωπο.
Σαν
από κάτω
χιλιάδες να διαβαίνουν...
σημαίες, δάση...
τα χέρια σπαθόχορτα...
Σηκώνομαι,
χαρούμενη μου ήρθε μια σκέψη
να πάω
να τον χαιρετήσω
και να του πω:
«Σύντροφε Λένιν, σας αναφέρω
όχι ιεραρχίες και τέτοια –
της ψυχής πράγματα.
Σύντροφε Λένιν,
μια κόλαση η δουλειά μας
θα γίνει όμως –
γίνεται πες.
Κάνουμε διαφώτιση
ντένουμε τη φτώχεια και τη γύμνια
άνοδο σημειώνει η παραγωγή
σε κάρβουνο και μετάλλευμα.
Κοντά σε τούτα
πλήθος
βέβαια
μέγα πλήθος
από λογής
σκουπιδοτενεκέδες.
Σου βγαίνει η ψυχή
να τους κάνεις πέρα και να ρεύεσαι.
Πολλοί στην απουσία σας
σταυρώσανε τα χέρια.
Πληθαίνουν και πληθαίνουν
τζερεμέδες διάφοροι
βρίθουν εδώ στη γη μας
κι ολόγυρά της.
Αδύνατο
να τους μετρήσεις
και να τους ξεχωρίσεις με ονόματα.
Τύποι
ταινία ολόκληρη από δαύτους
ξεδιπλώνεται
γραφειοκράτες
κουλάκοι
κόλακες
αιρετικοί
μεθύστακες –
περνάνε και περνάνε
καμαρωτά
φουσκώνοντας τα στήθη
διάστικτα από κοντυλοφόρους
και των επαίνων τα διάσημα.
Εμείς
ασφαλώς
όλους θα τους μπαγλαρώσουμε
μα και πάλι
όλους να τους δέσεις
διαβολικά ‘ναι δύσκολο.
Σύντροφε Λένιν
στις καπνισμένες φάμπρικες
στη γη
από τα χιόνια σκεπασμένη
κι απ’ των σπαρτών τις καλαμιές
με τη δική σου,
σύντροφε,
καρδιά
και τ’ όνομά σου
σκεφτόμαστε
ανασαίνουμε
παλεύουμε και ζούμε!...»
Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασ’ η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν –
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
Για τη απόδοση της μορφή του Λένιν στην τέχνη ο Μαγιακόφσκι θα συγκρουστεί συχνά με πολλούς. Γράφει ο ίδιος:
Όταν διάβασα στον Βορόνσκι το ποίημα μου για τον Λένιν, υπογράμμισε ότι είναι λίγα τα σημεία όπου διαφαίνεται το «προσωπικό μου»στοιχείο.
«Λίγο βάλατε» είπε, «από τον εαυτό σας, δεν μας δώσατε έναν καινούργιο Λένιν».
Του απάντησα ότι για μας και ο παλιός ο Λένιν έχει αρκετή αξία ώστε να μην καταφεύγουμε σε υπερβολές, να μην πλάθουμε με την φαντασία μας κάποια καινούργια πράγματα πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Από το 1922 έως το 1929 ο Μαγιακόφσκι ταξιδεύει στην καπιταλιστική δύση ( Ευρώπη και Αμερική) ως απεσταλμένος της νέας σοβιετικής λογοτεχνίας και της νέας σοβιετικής κοινωνίας. Διαλέξεις, συνεντεύξεις, ποιητικές βραδιές , συναντήσεις με συνδικαλιστές, λογοτέχνες, καλλιτέχνες. Ενημερώνει, προπαγανδίζει, εμπνέει, δημιουργεί κύματα συμπαράστασης και αλληλεγγύης προς τη νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία. Μιλά για τον αγώνα του σοβιετικού λαού να χτίσει μια νέα κοινωνία, για το χρέος του επαναστάτη ποιητή να συνδέει τον εαυτό του με την ταξική πάλη, να συνδέει τον εαυτό του έντιμα και συνειδητά με τους πόθους και τις επιδιώξεις της εργατικής τάξης.Στις 29 του Οκτώβρη του 1925 κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Σικάγο ο Μαγιακόφσκι θα επισκεφθεί τον μνημείο των αγωνιστών που εκτελέστηκαν το 1887 ενώ πάλευαν για την καθιέρωση της οκτάωρης εργάσιμης μέρας. Γράφει:
Και όπως στο Παρίσι, οι κομμουνιστές που περνούν από κει δεν παραλείπουν να πάνε για προσκύνημα στον τοίχο όπου ντουφεκίστηκαν οι κομμουνάριοι, έτσι κι εδώ στο Σικάγο, οι κομμουνιστές τραβούν να προσκυνήσουν την επιτάφια πλάκα, που από κάτω της είναι θαμμένοι οι πρώτοι επαναστάτες που πέθαναν στην κρεμάλα (Πως ανακάλυψα την Αμερική. Β. Μαγιακόφσκι).
Το 1927, στην επέτειο των 10 χρόνων της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Μαγιακόφσκι κυκλοφορεί το αριστουργηματικό ΚΑΛΑ ΠΑΜΕ (το ποίημα του Οκτώβρη).
Χειμώνας τσουχτερός.
Μεγάλη παγωνιά.
Μα τα κορμιά
όλο ιδρώτα
κολλάνε από τις μπλούζες κάτω.
Κάτω απ τις μπλούζες
οι κομμουνιστές
καυσόξυλα φορτώνουνε βαριά
στην εθελοντική εργασία του Σαββάτου.
Δε θα σκολάσουμε
αν και πέρασε η ώρα της δουλειάς
κι είναι το σκόλασμα δικαίωμα μας.
Δικά μας τα βαγόνια
και δικός μας δρόμος, όπου πας,
κι εμείς φορτώνουμε τα ξύλα τα δικά μας.
Παγώνουν τα συντρόφια μας κρύο τσουχτερό.
Χρειάζονται τα ξύλα μας
μες στη φωτιά τους ρίχτα.
Βαριά δουλειά,
δουλειά εξαντλητική, να πεις.
Κι ούτε καπίκι για όλη αυτή την αγγαρεία.
Όμως εμείς
δουλεύουμε
σάμπως εμείς
να φτιάχνουμε
την πιο μεγάλη εποποιία...
Κόντρα στην πρώτη
τη δημοκρατία
των εργατών και χωρικών,
ξιφολόγχες,
αστραπές,
τουφεκιές,
όλοι του κόσμου οι αφεντάδες,
κι αυτοί εκεί
κι αυτοί εδώ
ρίχτηκαν πάνω μας
στρατιές
και στόλοι.
Καταραμένοι νάστε
βασίλεια και δημοκρατίες
μουχλιασμένες
μ όλη σας την
αδελφοσύνη, ισότητα
που παίρνουνε πολύ νερό.
Πάνω μας
χύνονται σα λυσσασμένες
οι μπαταρίες σας
σίδερο
καυτό.
Μες στα όπλα,
στις βροντές
των πυροβόλων, μένει
η Μόσχα,
ένα νησίδιο και πάνω στο νησίδιο αυτό,
Εμείς
οι πεινασμένοι,
εμείς
οι δυστυχισμένοι
μ΄ ένα ρεβόλβερ μοναχά στο χέρι μας
και μέσα στο κεφάλι μας τον Λένιν.
Λίγο πριν το θανατό του ο ποιητής θα γράψει το ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΦΩΝΗ αφιερωμένο στο πρώτο πεντάχρονο πλάνο της Σοβιετικής κοινωνίας.
Των εργατών
ο ταξικός εχθρός,
είναι δικός μου εχθρός
παλιός και μισητός.
Αρχές του Φλεβάρη του 1930 ο Μαγιακόφσκι εγκαταλείπει το ΛΕΦ και προσχωρεί στην ΡΑΠΠ η ΒΑΠΠ ( είναι η Πανενωσιακή ένωση εταιρειών προλεταριακών συγγραφέων, η επίσημη κατά κάποιο τρόπο από την κυβέρνηση οργάνωση των σοβιετικών συγγραφέων στην οποία κυριαρχούσε η τριανδρία Ερμίλοφ-Αβερρμπαχ –Φαντάγεφ). Ο Μαγιακόφσκι γίνεται δοκιμαστικό μέλος της ΡΑΠΠ μέχρι να μάθει να γράφει προλεταριακά. Στο επίσημο περιοδικό της ΡΑΠΠ δημοσιεύεται:
…εξυπακούεται ότι η είσοδος στη ΡΑΠΠ των Μαγιακόφσκι, Μπαγκρίτσκι και Λουγκοφσκόι κάθε άλλο παρά σημαίνει πως έγιναν προλεταριακοί συγγραφείς. Τους μένει να κάνουν πολλαπλή και δύσκολη δουλειά πάνω στον εαυτό τους για να γίνουν…
Όταν λίγο αργότερα ανεβαίνει το θεατρικό του έργο ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ η τριανδρία και ειδικά ο Ερμίλοφ κατηγορεί το έργο ότι «προσβάλει και συκοφαντεί την πραγματικότητα της ζωής μας»
Ο Μαγιακόφσκι απαντά με μια τεράστια αφίσα κρεμασμένη στο θέατρο.
Δια μιας
δεν το ξεπλένεις
της γραφειοκρατίας το μελίσσι
δε σου φτάνει το σαπούνι
ούτε κι οι μπανιέρες των λουτρών.
Όταν κιόλας
τρέχει από κοντά
να τους βοηθήσει
του Ερμίλωφ ο κοντυλοφόρος
κι άλλων τέτοιων κριτικών.
Με τους γραφειοκράτες και τα κάθε λογής παράσιτα που είχαν φωλιάσει στα διάφορα ιδρύματα της νεαρής σοβιετικής εξουσίας ο Μαγιακόφσκι είχε συγκρουστεί από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης. Και είχε συγκρουστεί σε όλα τα επίπεδα . Μέσα από την ποίηση, μέσα από το θεατρικά του έργα , μέσα από συνεντεύξεις, και μέσα στην καθημερινότητα. Ας θυμηθούμε το ποίημα του ΟΙ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΟΝΤΕΣ η ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ το μοναδικό ποίημα που άρεσε στον Λένιν και που απέσπασε δημόσια τα θετικά του σχόλια. Η κριτική του γινόταν δημόσια, τίμια και παλικαρίσια. Αντίθετα αντιμετωπίστηκε με αφάνταστο μίσος και φθόνο από το «σινάφι». Τα εμπόδια στην τύπωση των βιβλίων του, τα εμπόδια στο ανέβασμα των θεατρικών έργων του, οι συκοφαντίες και οι πλεκτάνες των υπεύθυνων της ΡΑΠΠ (μεταξύ των οποίων πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο επίσημος προλεταριακός (;) συγγραφέας Ερμίλωφ) είναι εξοντωτικές. Λίγες μέρες πριν τον θάνατό του ο Μαγιακόφσκι δηλώνει:
… λόγω του εριστικού μου χαρακτήρα πολλά σκυλιά κρεμάσανε στον λαιμό μου και τόσες αμαρτίες μου έχουνε καταλογίσει … κάποτε μου ‘ρχεται να σηκωθώ και να φύγω, κάπου ν’ απαγκιάσω για κάνα-δυο χρόνια, να μην ακούω τις βρισιές τους.
Μα βέβαια την άλλη κιόλας μέρα έπειτα από έναν τέτοιον πεσιμισμό, ξαναβρίσκω το κουράγιο μου, ανασκουμπώνομαι κι αρχίζω πάλι τον καβγά, νιώθω όλα τα δικαιώματά μου να υπάρχω σαν συγγραφέας της επανάστασης κι όχι κανένας συνοδοιπόρος.
Ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε στις 14 Απριλίου του 1930 σε ηλικία 37 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο ποιητικό έργο, δοκίμια αισθητικής και πρωτοπόρα θεατρικά έργα.
Δηλώνω
και το ξέρω, η αλήθεια είναι:
Μπροστά στους τωρινούς
εμπόρους και ζευζέκηδες
εγώ θα μένω
-ο μόνος-
πιστός
ενός χρέους
ανεκπλήρωτου.
Βιβλιογραφία
Πως ανακάλυψα την Αμερική. Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Εκδόσεις Σύγχρονη εποχή.
Ποίηση και Επανάσταση. Β. Μαγιακόφσκι. Εκδόσεις Θεμέλιο.
Μαγιακόφσκι. Ποιηματα. Εκδόσεις Κέδρος.
Ο Μαγιακοφσκι. Τα έυκολα και τα δύσκολα. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου