Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: ο απόμακρος και μοναχικός σκηνοθέτης

«Το να κάνω ταινίες είναι για μένα ένστικτο, μια ανάγκη, όπως η πείνα, η δίψα, ο έρωτας»
Μια από τις σημαντικότερες μορφές του παγκόσμιου κινηματογράφου έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα 30 Ιουλίου του 2007.
Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου του 1918 στην Ουψάλα, έχοντας πατέρα έναν αυστηρό ιερέα. Η πρώτη του εμπειρία με το θέαμα ήταν ένα κουκλοθέατρο που είχε στήσει μαζί με την αδελφή του, ενώ αργότερα άρχισε να βοηθάει έναν τεχνικό προβολής σε έναν κινηματογράφο και αυτή ήταν η πρώτη του επαφή με το σινεμά.
Επηρεασμένος από τον υπαρξισμό και την ψυχανάλυση, επικεντρώθηκε περισσότερο στο άτομο και όχι στην κοινωνία ή στην ιστορία, αλλά έθεσε ηθικά και φιλοσοφικά προβλήματα, με φόντο την κρίση και παρακμή της αστικής κοινωνίας.




Σπούδασε υποκριτική και σκηνοθεσία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και πολύ γρήγορα εξελίχθηκε στο θέατρο, αφού έγινε διευθυντής του δημοτικού θεάτρου του Χέλσινμποργκ το 1944. Την ίδια χρονιά κατάφερε να δει το πρώτο του σενάριο να γίνεται ταινία.
Εργάστηκε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας ανεβάζοντας έργα των Στρίντμπεργκ, Σαίξπηρ, Λουίτζι Πιραντέλο, Αλμπέρ Καμύ, Ουίλιαμς, Ζαν Ανούιγ, Μπέρτολντ Μπρεχτ, Άντον Τσέχοφ, αλλά και δικά του.



Το ντεμπούτο του

To 1944 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία «Crisis», αλλά η δουλειά του άρχισε να θεωρείται σημαντική από το 1951, όταν γύρισε τους «Ερωτες εφήβων» και ιδιαίτερα το 1953 με το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα». To 1957 ήταν μια από τις πιο δημιουργικές χρονιές του, αφού γύρισε δύο από τις πιο σημαντικές του ταινίες, τις «Αγριες φράουλες» και την «Εβδομη σφραγίδα».
Ειδικά η δεύτερη, είναι όχι απλώς μια από τις κορυφαίες της φιλμογραφίας του, αλλά και από τις σπουδαιότερες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η σκηνή της παρτίδας σκακιού του ιππότη, που υποδύεται ο Μαξ φον Σίντοφ, με τον θάνατο, έχει εμπνεύσει, αντιγραφεί και παρωδηθεί κατά κόρον.



H ταινία σηματοδοτεί την έναρξη της ώριμης περιόδου του Mπέργκμαν και του προβληματισμού του για την αμηχανία του ανθρώπου μπροστά σε ερωτήματα που ακόμη και σήμερα δεν έχουν απαντηθεί: υπάρχει Θεός και πού βρίσκεται; Πώς αντιμετωπίζουμε τον θάνατο και πού πάμε αφού τον συναντήσουμε; O ίδιος ο Μπέργκμαν εκείνη την περίοδο ήταν βέβαιος για τις θεολογικές του αμφιβολίες, ενώ όπως δήλωσε αργότερα, ήταν ένα χρονικό διάστημα που φοβόταν πάρα πολύ τον θάνατο.



Ανάμεσα στις 40 και πλέον ταινίες του ξεχωρίζουν, η «Πηγή των παρθένων», η «Σιωπή», η «Περσόνα», η «Ωρα του λύκου», το «Κραυγές και ψίθυροι», το «Πρόσωπο με πρόσωπο», οι «Σκηνές από έναν γάμο», η «Φθινοπωρινή σονάτα», όπου συνεργάστηκε για μοναδική φορά με τη συμπατριώτισσά του Ινγκριντ Μπέργκμαν, το «Φάνυ και Αλέξανδρος», που προέκυψε από μια μίνι σειρά που γύρισε για τη σουηδική τηλεόραση. Η τελευταία του σκηνοθεσία ήταν το τηλεοπτικό «Saraband» το 2003.





Πως βλέπει ο νεαρός Μπέργκμαν την σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό του

Το «Φάνυ και Αλέξανδρος» ήταν η ταινία που σήμανε την αποχώρησή του από τον κινηματογράφο. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πολύ σπάνια άφηνε το σπίτι του στον Φάρο, που είχε γίνει το αγαπημένο του μέρος, αφού γύρισε εκεί αρκετές από τις ταινίες του.



Τον χαρακτήριζαν ερημίτη και ήταν εξαιρετικά μετρημένες οι φορές που εμφανίστηκε δημόσια. Το 2004 έδωσε μια συνέντευξη στη σουηδική κρατική τηλεόραση, όπου είπε ότι οι αγαπημένες του ταινίες ήταν το «Χειμωνιάτικο φως, οι κοινωνούντες» του 1962, η «Περσόνα» του 1966 και το «Κραυγές και ψίθυροι» του 1972.







Είχε πει όμως επίσης ότι δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις δικές του ταινίες, επειδή τις έβρισκε πολύ καταθλιπτικές. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αμφισβητούσε το καθολικής αποδοχής έργο του. Κάποτε σε ένα περιοδικό είχε δημοσιευτεί ένα κείμενο που κατακρεουργούσε τις μπεργκμανικές ταινίες. Λίγο αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο άγνωστος κριτικός που το υπέγραφε, ήταν ο ίδιος ο Μπέργκμαν με ψευδώνυμο...



Μετά το γύρισμα της τελευταίας του ταινίας, συνέχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία στο θέατρο και με τη συγγραφή σεναρίων, κάποια από τα οποία γυρίστηκαν ταινίες, όπως Οι καλύτερες προθέσεις (1991) του Μπιλ Άουγκουστ και Το παιδί της Κυριακής (1992) του γιου του Ντάνιελ Μπέργκμαν.

Το 1987 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο Η μαγική κάμερα και το 1990 μια συλλογή από σκέψεις του με τον τίτλο Εικόνες.



Για το συνολικό του έργο έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, όπως το Μεγάλο Χρυσό Παράσημο της Σουηδικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (1977), το Βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (1987), το Ειδικό Βραβείο Φελίξ (1988) και το Βραβείο Ζόνινγκ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης (1989).

Σπάνια συνέντευξη αφιέρωμα του BBC στον Μπέργκμαν - μεγάλος πια όταν ζούσε στο νησί Φάρο

Επίσης, από το 1978 έχει θεσμοθετηθεί κινηματογραφικό βραβείο με το όνομά του από το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.



Ο Μπέργκμαν πέθανε σε ηλικία 89 ετών, στο νησί Φάρο στη Σουηδία, όπου ζούσε εδώ και πολλά χρόνια. Είχε παντρευτεί πέντε φορές και απέκτησε (επισήμως) εννέα παιδιά, ενώ οι οικογενειακές του σχέσεις είχαν την ίδια ψυχρή εγκεφαλικότητα που διέκρινε και τις ταινίες του. Παρ' όλα αυτά, κατάφερνε να συγκεντρώνει τους πάντες γύρω του, εξαιτίας της γοητευτικής του προσωπικότητας.







Μόνιμοι συνεργάτες

Προτιμούσε να συνεργάζεται με μια μόνιμη ομάδα ανθρώπων που είχε πολύ κοντά του. Η συνεργασία του με τον διευθυντή φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ είναι από τις πιο μακρόχρονες στην ιστορία του σινεμά. Αγαπημένοι του ηθοποιοί ήταν ο Μαξ φον Σίντοφ και η Μπίμπι Αντερσον (από 13 ταινίες), η Λιβ Ούλμαν και η Ινγκριντ Τούλιν (από δέκα ταινίες), ο Ερλαντ Γιόζεφσον, που έπαιξε σε 14 ταινίες του και ήταν από τους πιο στενούς του φίλους.

 


"Persona"
Το μεγαλύτερο δώρο του Μπέργκμαν

Το να ψάξεις να βρεις το διαμάντι στο στέμμα της παραγωγής τού Ινγκμαρ Μπέργκμαν είναι σαν να προσπαθείς να ξεχωρίσεις κάποιο από τα έργα του Μότσαρτ. Ο Σουηδός σκηνοθέτης ανήκει στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών. Αυτών που έθεσαν τις βάσεις για δημιουργηθεί το σινεμά όπως το ξέρουμε και το αγαπήσαμε.

Ουκ ολίγα τα κομψοτεχνήματά του. “Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη”, “Οι Κοινωνούντες”, “Σιωπή”, “7η σφραγίδα”, “Αγριες φράουλες”, “Φάννυ και Αλέξανδρος” και ο κατάλογος μπορεί να συνεχιστεί. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μία ταινία που αληθινά ξεχωρίζει και είναι το μεγαλύτερο δώρο του Μπέργκμαν προς το κοινό: “Persona” (1966). Δώρο, γιατί το να σου προσφέρουν έτσι απλόχερα την ποίηση δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο.
Με την “Persona” ο Μπέργκμαν πέρασε στη σφαίρα του μύθου. Με εκπληκτική απόχρωση και γυρισμένο σε πλήρη αντίθεση με απαλό φωτισμό από τον σπουδαίο Σβεν Νίκβιστ, η “Persona” είναι μια διεισδυτική, ονειρική δουλειά με έντονο ψυχολογικό βάθος.


Μια ματιά στην ταινία

Αντιγράφουμε από την Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων:

‘Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ παντρεμένη και με ένα μικρό γιο καταρρέει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της Ηλέκτρας. Στη συνέχεια καταφεύγει στη σιωπή και την απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. Η νοσοκόμα που την περιποιείται, η Άλμα, τη συνοδεύει στο παραθαλάσσιο σπίτι της γιατρού της, για να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάρρωσης της. Παρότι εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες μια περίεργη όσμωση θα δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες.

Persona είναι η λατινική λέξη που όριζε τις μάσκες, πίσω από τις οποίες οι ηθοποιοί της αρχαιότητας έκρυβαν τα πρόσωπα τους, για βγουν στη σκηνή ταυτισμένοι έτσι με το ρόλο που υποδήλωνε το προσωπείο τους. Περσόνα του Μπέργκμαν, μια ταινία που ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος τοποθετεί στις δέκα καλύτερες όλων των εποχών. Ξεκινώντας το φιλμ, δηλώνει ευθέως στο θεατή ότι πρόκειται για κινηματογραφική ταινία. Η αρχή αλλά και το τέλος της ταινίας γίνεται με την εμφάνιση του σπινθήρα (το περίφημο καρβουνάκι) μιας κινηματογραφικής μηχανής προβολής. Ακολουθούν κομμάτια φιλμ (βλέπουμε και το αρνητικό) και εικόνες σπαρμένες που μοιάζει να προέρχονται από σκόρπιες ταινίες, μερικές από αυτές, παλιές του ίδιου του Μπέργκμαν. Κατά τη διάρκεια της προβολής μάλιστα, το φιλμ σχίζεται στα δύο δηλώνοντας με αυτό τον εντυπωσιακά περίτεχνο σκηνοθετικό τρόπο ότι, όπως τα πάντα στην ταινία είναι ευμετάβλητα, ρευστά και φαινομενικά, έτσι και η ίδια η ταινία αλλά και γενικότερα ο κινηματογράφος, αποτελούν ένα όνειρο, ένα είδωλο σε μία οθόνη, που συγχέεται με την πραγματικότητα και ιδιαίτερα με την ύπαρξη του καλλιτέχνη. Ο θεατής δεν ξέρει και δεν μαθαίνει ποτέ τι από όσα βλέπει είναι πραγματικότητα, τι φαντασία και τι κινηματογράφος. Άλλωστε, ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Κινηματογράφος». Στη μορφή της ταινίας ότι είναι υποκείμενο γίνεται την άλλη στιγμή αντικείμενο: η Άλμα περιγράφει τα φρικτά συναισθήματα της Ελίζαμπεθ για το παιδί της σαν να είναι η ίδια, ενώ ο φακός εστιάζει στο πρόσωπο της Ελίζαμπεθ και στην επόμενη σκηνή ο διάλογος επαναλαμβάνεται αυτούσιος, με το φακό να εστιάζει στο πρόσωπο της Άλμα. Ότι είναι πραγματικό οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να διαψευσθεί. Ο χώρος και ο χρόνος συγχέονται.

Οι δύο ηρωίδες της ταινίας, που η μία μιλάει συνεχώς και η άλλη ακούει, η μία υποφέρει από κακή εγκυμοσύνη και η άλλη έχει κάνει άμβλωση η μία είναι άρρωστη και η άλλη θεραπεύτρια συγκρούονται και αλληλοσυμπληρώνονται , για να καταλήξουν στην ονειρική, φωτογραφημένη με ξεχωριστή αγάπη από το Σβεν Νύκβιστ σκηνή, όπου ανταλλάσουν τις προσωπικότητες τους διασταυρώνοντας τα κεφάλια τους, με μια αέρινη κίνηση που μόνο ένας Μπέργκμαν θα μπορούσε να αποσπάσει από τους ηθοποιούς του. Ειδικά η Λίβ Ούλμαν στην πρώτη της εμφάνιση σε ταινία του Μπέργκμαν πραγματοποιεί μια συγκλονιστική εμφάνιση εκστομίζοντας μία και μόνη λέξη: «τίποτα».



Συνολικά η τανία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στο δισυπόστατο, την αναζήτηση της ταυτότητας αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στη σιωπή και τις λέξεις, τη θεραπεία και την ψυχοπάθεια. Ταινία πάνω στα όρια της τέχνης ή του ίδιου του σινεμά όταν υποκαθιστά τη ζωή, ή χρησιμεύει εδώ, ως ψυχοθεραπεία του καλλιτέχνη με θαυμαστά αποτελέσματα και για το έργο και για τον ίδιο (Ο Μπέργκμαν εμπνεύστηκε την ταινία κατά τη διάρκεια νοσηλείας του σε νοσοκομείο. Επειδή μάλιστα περνούσε μια μεγάλη προσωπική κρίση στήριξε πάνω της όλες του τις ελπίδες για ανάκαμψη, πιστεύοντας πως αν αποτύγχανε δεν θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο του.) και για το θεατή που το βιώνει μαζί του. Στην αποτύπωση όλων αυτών των θεμάτων καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η εκθαμβωτική φωτογραφία του Νύκβιστ, ο οποίος με τα περάσματα του από το βαθύ μαύρο στο φωτεινό λευκό και ιδιαίτερα με τους φωτισμούς στα πρόσωπα, τονίζει τη θεματολογία του σκηνοθέτη. Άλλωστε τα πρωτογενή δομικά υλικά του κινηματογράφου είναι το φως και η σκιά. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές παρτιτούρες του J.S.Bach, προκειμένου να επενδύσει μουσικά τις ταινίες του. Είναι απόλυτα σωστό ο κατεξοχήν εκφραστής του θεοκρατικού αγνωστικισμού στον κινηματογράφο να καταφεύγει σε μια μουσική με βαθειά θρησκευτικό χαρακτήρα, για να υποδηλώσει τα μεγάλα ερωτηματικά που θέτουν οι ταινίες του. Εδώ το adagio από το κονσέρτο για βιολί και έγχορδα σε μι μείζονα, BWV 1042, του Μπαχ συνταιριάζεται θαυμάσια με το κλίμα και την ατμόσφαιρα της ταινίας. Η πιο προσωπική ταινία του δημιουργού της αποτελεί ταυτόχρονα την πεμπτουσία του μοντέρνου σινεμά των sixties. Εν ολίγοις ένα αριστούργημα.

Βιβλιογραφία: Μπάμπης Ακτσόγλου: “Κριτική για το περιοδικό Αθηνόραμα”, Κων/νος Δημητρίου (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.): “Ινγκμαρ Μπέργκμαν ένας μεγάλος ποιητής της εικόνας Μέρος Β”/Περιοδικό “Τεχνόφωνο” τευχος 4, Πλάτων Ριβέλλης: Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση του κινηματογράφου “Εκδόσεις Φωτοχώρος”, Κώστας Μυλωνάς: Μουσική και κινηματογράφος “Εκδόσεις Κέδρος”


Δέκα πράγματα για την “Persona” από την Abbey Lustgarten


Η Abbey Lustgarten στο criterion.com , έγραψε για δέκα στοιχεία που συνέβηκαν «πίσω από την οθόνη». Ας τα δούμε:

1

Το 1964 ο Μπέργκμαν έγραψε σενάριο για την ταινία “The Cannibals”. Θα πρωταγωνιστούσε η Μπίμπι Άντερσον, ενώ υπήρχε ρόλος για την ανερχόμενη Λιβ Ούλμαν. Τελικά, κατατέθηκε, όταν ο Μπέργκμαν αρρώστησε και ήταν αβέβαιο το πότε θα ξεκινήσει η παραγωγή. Μερικούς μήνες αργότερα, όταν είδε φωτογραφία των δύο, έγιναν γρήγορα φίλες, του ήρθε η ιδέα για την “Persona”. Η ιστορία δύο γυναικών που χάνουν η μία στην άλλη την ταυτότητα τους.

2

Ο Μπέργκμαν έγραψε το σενάριο σε διάστημα 14 ημερών, ενώ νοσηλευόταν. Πριν καταλήξει στον τίτλο “Persona”, είχε στο μυαλό του τις εξής εναλλακτικές: “Cinematography”, “Sonata for Two Women”, “A Piece of Cinema”, “Opus 27”.

3

Η αρχική σκηνή περιλαμβάνει και τον Jorgen Lindstrom, ο οποίος μετείχε και στη “Σιωπή” (“Silence”) το 1963.

4

Ενώ η Ελίζαμπετ είναι στο νοσοκομείο, την παρακολουθούμε να βλέπει τις ειδήσεις στην τηλεόραση και τα μάτια της “ανοίγουν” σε κατάσταση σοκ. Η Ούλμαν ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένη με αυτήν της την ερμηνεία. Ένιωσε, όπως είχε πει, σαν να εξέφραζε την εντολή “Η Λιβ σοκάρεται”. Δεν ήταν κάτι που εκπορευόταν από τον χαρακτήρα της. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί ο Μπέργκμαν άφησε τη σκηνή ως έχει.



5

Όλες οι σκηνές, συμπεριλαμβανομένης αυτής που αφορά στην ανάρρωση της Ελίζαμπετ στη θάλασσα, γυρίστηκαν στο νησί Φάρο. Λίγα μίλια πιο κάτω από κει που γυρίστηκε το “Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη” (“Through a Glass Darkly”) πέντε χρόνια νωρίτερα.

6

Αρχικά, προτάθηκε στον Μπέργκμαν να κόψει τη σκηνή όπου η νοσοκόμα Άλμα περιγράφει στην Ελίζαμπετ τη σεξουαλική εμπειρία που είχε με φίλη της και δυο αγόρια. Η Αντερσον έπεισε τον Μπέργκμαν τουλάχιστον να τη γυρίσουν. Πρώτα, όμως, έπρεπε να ξαναγράψει κάποιες ατάκες που πίστευε ότι μια γυναίκα δεν μπορούσε να πει. Η σκηνή έγινε και ο Σουηδός έμεινε τόσο ευχαριστημένος που την κράτησε τελικά. Μολαταύτα, ένιωθε ότι υπήρχε πρόβλημα στον ήχο της Αντερσον. Τελικά, την έβαλε να ντουμπλάρει τον μονόλογο της.

7

Η Ούλμαν είχε ιδιαίτερο φόβο με τα σπασμένα γυαλιά και ο Μπέργκαμν το αξιοποίησε. Ο Σουηδός το φέρνει στο προσκήνιο στη σκηνή όπου η Άλμα κάθεται έξω, στεναχωρημένη με την Ελίζαμπετ γι’ αυτό που έγραψε γι’ αυτήν στον γιατρό. Όταν η Άλμα σπάει κατά λάθος ένα ποτήρι, σκόπιμα αφήνει ένα θραύσμα στον δρόμο της Ελίζαμπετ.

8

Η σκηνή στην οποία η Αλμα αντιπαρατίθεται με την Ελίζαμπετ, η μία απέναντι στην άλλη στο τραπέζι, γυρίστηκε δύο φορές. Η μία με την κάμερα πάνω στην Αντερσον και η άλλη με την κάμερα πάνω στην Ούλμαν. Ο Μπέργκμαν στο μοντάζ δεν ήξερε ποιες σκηνές έπρεπε να κρατήσει. Ετσι, αποφάσισε να παίξουν οι σκηνές ως έχουν.

9

Η ιδέα της συγχώνευσης των προσώπων των δύο ηθοποιών προέκυψε στη διάρκεια του μοντάζ. Στη συνέχεια, την παρουσίασε στις Ούλμαν, Αντερσον. Καμία από τις δύο δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον εαυτό της στη μορφοποιημένη εικόνα.

10

Στη διάρκεια του επτάλεπτου προλόγου εμφανίζεται πέος εν στύσει. Ο Μπέργκμαν αναγκάστηκε να κόψει αυτή τη σκηνή για την έκδοση της ταινίας σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο.


toperiodiko.gr
eirinika.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου