Ο Αζίζ Νεσίν ήταν Τούρκος σατιρικός συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής. Ένας από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες της Τουρκίας διεθνώς κι ένα από τα πιο φωτεινά μυαλά της γειτονικής χώρας.
Στιγμιότυπα από τη ζωή του μεγάλου τούρκου συγγραφέα
Ο Αζίζ Νεσίν (1915 – 1995) τίμησε το ποίημά του “Σώπα, μη μιλάς” αφιερώνοντας τη ζωή και το έργο του σε μια ανειρήνευτη σύγκρουση με τις εκάστοτε δικτατορικές εναλλαγές της Τουρκίας και στο τέλος της ζωής του το φανατικό ισλαμισμό. Υπερασπίστηκε πάντα την ελευθερία στην κριτική, αλλά και τη σύνδεση της κριτικής με την πράξη του αγώνα και το αριστερό κίνημα. Η δημοσιογραφική του πορεία, η πολιτική του σάτιρα, τα θεατρικά του έργα και το συνολικό συγγραφικό του έργο αντιμετωπίστηκαν με λογοκρισία, φυλακίσεις, επικήρυξη και απόπειρες δολοφονίας. Ήδη, το 1947 φυλακίζεται κι εξορίζεται για τις πολιτικές του ιδέες. Το 1956 “άγνωστοι” του καίνε τον εκδοτικό οίκο (και ξέρετε δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη ούτε βήμα για να περιφέρεται και να διαλαλεί ότι του κάψαν το βιβλιοπωλείο …). Παλεύοντας για το βιοπορισμό του είχε κατά καιρούς ανοίξει από μπακάλικο μέχρι στούντιο φωτογραφίας, ενώ εργάστηκε για πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Κατά την περίοδο της χούντας του στρατηγού Εβρέν το ‘ 80, σήκωσε το ανάστημά του και πρωταγωνίστησε στην περίφημη επιστολή των διανοουμένων (γιατί στις εποχές του φόβου πάντοτε υπήρξαν διανοούμενοι που θεώρησαν κάλιο να διωχθούν, να ρισκάρουν ή και να χάσουν τη ζωή τους από το να συναινούν ή να σιωπούν …). Γιατί όταν έγραφε το διαχρονικό ποίημά του το έκανε πράξη πρώτα και πάντα ο ίδιος με κάθε τίμημα και μέχρι το τέλος της ζωής του:
«Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,”Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε, “θα βρείς το μπελά σου, σώπα” (…) Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε : “Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα” Μπορεί να μην είχαμε με δ’αύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γειτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.(…) τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου, γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψιθυρο, με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λεει: ΜΙΛΑ!….»
"Σώπα μη μιλάς"Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή κόψ” τη φωνή σου σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός. Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: «σώπα». Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε : «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!» Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: «κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!» Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια. Ο λόγος του μεγάλου η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, «Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε, «θα βρεις το μπελά σου, σώπα». Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι «Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα» Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει. Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε «Σώπα». Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε : «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα» Μπορεί να μην είχαμε με δ’αύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα. Σώπα ο ένας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω, σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι. Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα». και μαζευτήκαμε πολλοί μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή! Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα, τα πάντα κι όλα πολύ. Εύκολα , μόνο με το Σώπα. Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα». Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν’την να σωπάσει. Κόψ’την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά. Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά. Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς , χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς» Αχ! Πόσο θα “θελα να μιλήσω ο κερατάς. και δεν θα μιλάς , θα γίνεις φαφλατάς , θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς . Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις Κόψε τη γλώσσα σου. Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!….
Αγαπητοί Έλληνες Αναγνώστες μου,
Θέλησα να γράψω έναν πρόλογο στο βιβλίο μου που για πρώτη φορά κυκλοφορεί στα ελληνικά. Αυτό το ζήτησα για τον εξής λόγο: Επιθυμώ τα διηγήματά μου, που ένα μέρος απ` αυτά μεταφράστηκε στα ελληνικά να συντείνουν στο να ζήσουν συμφιλιωμένοι οι δύο λαοί μας. Και αντί να αναζητάμε φιλίες με μακρινότερους και άγνωστους σ` εμάς λαούς, είναι προτιμότερο να προηγηθούμε εμείς οι κοντινοί γείτονες σε μιαν ειρηνική και με πνεύμα αδερφικής συνύπαρξης ζωή.
Προσέξτε ιδιαίτερα αυτό το σημείο: Τα αίτια της εχθρότητας ανάμεσα στους Έλληνες και Τούρκους δεν προήλθαν από μας, από τους λαούς μας. Οδηγηθήκαμε σ` αυτούς τους πολέμους κάτω από την πίεση ξένων και έξω από τα συμφέροντα των δύο λαών επιρροών. Ξέρουμε ότι τα σημερινά βιβλία της ιστορίας κρύβουν την αλήθεια. Όμως η ιστορική αλήθεια δεν μπορεί να μένει για πάντα κλειδομανταλωμένη.
Σήμερα είμαι πενήντα χρονών. Υπάρχει λόγος που αναφέρω την ηλικία μου. Τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν στις πιο στενόχωρες περιόδους των ελληνοτουρκικών συγκρούσεων. Τότε που ήμουνα εφτά-οχτώ χρονών παιδί, ήταν ντροπή μας να φοράμε ένα πουκάμισο ή μια φανέλα με το γαλάζιο- άσπρο χρώμα της ελληνικής σημαίας. Ξέρω πολύ καλά ότι την εποχή εκείνη και τα Ελληνόπουλα της ηλικίας μου των εφτά-οχτώ χρονών , τα έπιανε η ίδια αλλεργία στο να φορέσουν κάτι με το κόκκινο και άσπρο χρώμα της τουρκικής σημαίας.
Γιατί τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν μ` αυτή την εχθρότητα στο γαλάζιο -άσπρο χρώμα και στο κόκκινο-άσπρο; Αν βαθύνουμε τη σκέψη μας πάνω σ` αυτά τα ερωτήματα μπορούμε να βρούμε τα αίτια των συγκρούσεων που τόσο ύπουλα μας επέβαλαν από το εξωτερικό άνθρωποι ξένοι σ` εμάς.
Ομολογώ ότι σήμερα ντρέπομαι για την εχθρότητα των παιδικών μου χρόνων προς τα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Ξέρω όμως ότι σήμερα πολλοί Έλληνες διανοούμενοι ντρέπονται κι αυτοί για παρόμοια αισθήματα της παιδικής τους ηλικίας προς τα χρώματα της σημαίας τους. Αυτή η αμοιβαία γνώση των πραγμάτων πρέπει να μας αφυπνίσει, να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δε γεννήθηκε καμιά εχθρότητα ανάμεσα στους λαούς μας από δική τους πρωτοβουλία.
Όταν ήμουνα παιδί καθόμασταν στη Χάλκη. Εκεί υπήρχαν και πυκνοκατοικημένοι μαχαλάδες Ρωμιών. Εμείς τα Τουρκάκια, ακόμα κι από εκείνη την ηλικία, οπλιζόμασταν με ραβδιά, λοστούς και πέτρες, κάναμε επιδρομή στους ελληνικούς μαχαλάδες και χτυπούσαμε τα Ρωμιόπουλα. Νομίζω πως και τα Ελληνόπουλα έπαιζαν το ίδιο πολεμικό παιχνίδι.
Ύστερα απ` αυτό το εφιαλτικό παιδικό παιχνίδι, πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια. Πριν από ένα μήνα, ήρθαν σπίτι μούσκεμα στον ιδρώτα τα δυο μου αγόρια, το ένα οχτώ και το άλλο εννιά χρονών. Τους ρώτησα την αιτία. «Τσακωθήκαμε με τα Ρωμιόπουλα» μου είπαν.
Θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία, των εφτά και των οχτώ χρόνων και κύλησαν δάκρυα από τα μάτια μου. Την αφυπνισμένη έχθρητα των παιδικών μας χρόνων, παρόλο που πέρασαν σαράντα χρόνια από τότε , δεν μπορέσαμε να τη σβήσουμε από τα παιδιά μας.
Τα ιστορικά γεγονότα μπορούν να κάμουν τους σημερινούς ανθρώπους και φίλους και εχθρούς. Εμείς όμως πρέπει σήμερα να ξεχωρίσουμε από την ιστορία τα γεγονότα που θα οδηγήσουν τους λαούς μας στη φιλία. Έχει ειπωθεί πολλές φορές πως είναι ανάγκη οι δύο λαοί των γειτονικών χωρών να ζήσουν ειρηνικά και αδελφικά. Εγώ όμως δε στηρίζω τις ελπίδες μου στους πολιτικούς. Αυτοί που θα δυναμώσουν τους δεσμούς φιλίας ανάμεσα στους λαούς μας είναι πρώτ` απ` όλα οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες.
Γίνονται εχθροί οι άνθρωποι, όταν δε γνωρίζονται μεταξύ τους. Και για να γίνουν φίλοι πρέπει να αλληλοδανειστούν. Δεν είναι οι λόγοι των πολιτικών που θα συντελέσουν στη γνωριμία των λαών μας, αλλά τα έργα των πνευματικών ανθρώπων.
Τρέφω μεγάλη εκτίμηση στον ελληνικό λαό για τα ηρωικά κατορθώματά του στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και στα μετέπειτα χρόνια.
--
Ο ελληνικός λαός έχυσε ηρωικά το αίμα του στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετέπειτα για την υπεράσπιση του τόπου του και τη διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας του γράφοντας σελίδες δόξας. Αυτόν τον ηρωισμό τον καταλαβαίνουν οι Τούρκοι καλύτερα από κάθε άλλο λαό σ` όλη την υφήλιο που πρώτοι αγωνίστηκαν ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στην περίοδο του απελευθερωτικού τους πολέμου.
Οι πολιτικές καταστάσεις αλλάζουν συχνά, οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, οι λαοί όμως μένουν παντοτινοί και αθάνατοι. Και η ιστορία δουλεύει για την ευτυχία των σημερινών ανθρώπων.
Τα διηγήματά μου αυτά που γράφτηκαν για να γελάσουν οι αναγνώστες μου, και γελώντας να σκεφτούν βαθύτερα, μπορεί να εδραιώσουν δεσμούς φιλίας ανάμεσα στον τούρκικο και στον ελληνικό λαό. Κι αν αυτό μπορεί να βοηθήσει στην αλληλογνωριμία των λαών μας, θα` ναι για μένα, αληθινά , μια μεγάλη ευτυχία.
Επιθυμώ το βιβλίο μου αυτό , που πρώτη φορά τυπώνεται στα ελληνικά, να μοιάσει σαν ένα κλαδί δάφνη, που κάθε του φύλλο θα` ναι γελαστό και που θ` απλώνεται από τη Μικρασία ως την Ελλάδα. Πιστεύω ότι η σκέψη μου θα βρει ανταπόκριση στην πλειοψηφία των προοδευτικών διανοούμενων Ελλήνων.
Ο τούρκικος λαός χαιρετάει τον ελληνικό λαό , τους πρωτοπόρους διανοούμενους της Ελλάδας!
ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Μεχμέτ Νουσρέτ Νεσίν (Αζίζ ήταν το όνομα του πατέρα του). Γεννήθηκε στη Χάλκη της Κωνσταντινούπολης στις 20 Δεκεμβρίου του 1915. Ο Αζίζ Νεσίν με πολλά προβλήματα υγείας άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Ιουλίου 1995.
Ο ποιητής τίμησε το ποίημά του “Σώπα, μη μιλάς” αφιερώνοντας τη ζωή και το έργο του σε μια ανειρήνευτη σύγκρουση με τις εκάστοτε δικτατορικές εναλλαγές της Τουρκίας και στο τέλος της ζωής του το φανατικό ισλαμισμό. Υπερασπίστηκε πάντα την ελευθερία στην κριτική, αλλά και τη σύνδεση της κριτικής με την πράξη του αγώνα και το αριστερό κίνημα. Η δημοσιογραφική του πορεία, η πολιτική του σάτιρα, τα θεατρικά του έργα και το συνολικό συγγραφικό του έργο αντιμετωπίστηκαν με λογοκρισία, φυλακίσεις, επικήρυξη και απόπειρες δολοφονίας.
Παιδί μιας φτωχής μικροαστικής οικογένειας, έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία. Αποφοίτησε από το Στρατιωτικό Λύκειο Kuleli (1935), τη Στρατιωτική Ακαδημία (1937) και τη Στρατιωτική Σχολή Φυσικομαθηματικών Σπουδών (1939). Φοίτησε, επίσης, για δύο χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Υπηρέτησε ως αξιωματικός για αρκετά χρόνια, όμως το 1945 απομακρύνθηκε από τον στρατό με την κατηγορία της κατάχρησης καθήκοντος και εξουσίας. Έκτοτε, στρέφεται στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Το 1944, δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα στο περιοδικό Milliyet, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί στις εφημερίδες Yenigun, Karagoz και Tan (1944-45). Λίγο αργότερα εκδίδει το περιοδικό Cumartesi, και, σε συνεργασία με τον γνωστό πεζογράφο Σαμπαχατίν Αλί, εκδίδει την εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα Marcopasa (1946-47), στην οποία σατίριζε τόσο την πολιτικοκοινωνική ζωή της Τουρκίας, όσο και τους πολιτικούς ηγέτες. Η σάτιρά του και ο σαρκασμός του προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από τους αντιπάλους του, η κυκλοφορία της εφημερίδας του απαγορεύτηκε και ο ίδιος εξορίστηκε στην Προύσα για ένα χρόνο (1947). Ωστόσο, ο Νεσίν συνέχισε τον αγώνα του με την ίδια μαχητικότητα επιμένοντας να εκδίδει την εφημερίδα με διαφορετικούς τίτλους (Malumpasa, Merhumpasa, Ali Baba, Bizimpasa και Hur Markopasa).
Η προοδευτική του δράση, οι δημοκρατικές του ιδέες και τα σατιρικά του σχόλα για τους πολιτικούς ηγέτες και την κοινωνική ζωή της Τουρκίας τον οδήγησαν πολλές φορές σε σύγκρουση με το καθεστώς. Μετά από τη δημοσίευση ενός άρθρου στην εφημερίδα Tan, το 1945, στο οποίο ασκούσε έντονη κριτική στο πολιτικό καθεστώς, τα γραφεία της εφημερίδας κάηκαν από παρακρατικούς και στρατιωτικούς, ενώ ο ίδιος διώχτηκε πολιτικά. Για τους ίδιους λόγους δικάστηκε και οδηγήθηκε πολλές φορές στη φυλακή: το 1945, για τη δημοσίευση ενός φυλλαδίου με τίτλο "Πώς να ιδρύσετε ένα κόμμα, διαλύοντας ένα άλλο", το 1948, για την κυκλοφορία του δεύτερου βιβλίου του, που περιλάμβανε άρθρα και σχόλια για την τουρκική αλλά και για τη διεθνή πολιτική κατάσταση, το 1949, μετά τη δίωξη που άσκησαν εναντίον του για δυσφήμιση η βασίλισσα της Αγγλίας, ο Σάχης του Ιράν και ο βασιλιάς της Αιγύπτου, και το 1951, μετά την κυκλοφορία δύο άλλων περιοδικών που εξέδωσε, του Bastan και Yeni Bastan.
Μετά την τελευταία αποφυλάκισή του, αναγκάστηκε να ασχοληθεί με διάφορα επαγγέλματα για βιοποριστικούς λόγους. Έτσι, το 1952 άνοιξε στην Κωνσταντινούπολη ένα βιβλιοπωλείο, ενώ τον επόμενο χρόνο άνοιξε ένα στούντιο φωτογραφίας. Στη συνέχεια, ωστόσο, επέστρεψε στη δημοσιογραφική δράση αρθρογραφώντας σε εφημερίδες και εκδίδοντας σατιρικά περιοδικά, ενώ το 1956 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Dusun, που λίγα χρόνια αργότερα κάηκε από "αγνώστους" και καταστράφηκε ολοσχερώς.
Ο Αζίζ Νεσίν έγραψε πολλά διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα και εννέα θεατρικά κείμενα και εξέδωσε συνολικά περισσότερα από εκατό έργα. Έχει επανειλημμένα βραβευτεί στην Τουρκία (Ένωση Τούρκων Θεατρικών Συγγραφέων, Τουρκική Ένωση Λογοτεχνών κ.ά.) και στο εξωτερικό (Βουλγαρία, Πολωνία, Σοβιετική Ένωση, Ρουμανία, Ιταλία, Φιλιππίνες), ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί σε 32 γλώσσες.
Το 1972 δημιούργησε το ίδρυμα "Αζίζ Νεσίν", το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα, με κύρια δραστηριότητά του την περίθαλψη και μόρφωση άπορων παιδιών. Ο Αζίζ Νεσίν έχει παραχωρήσει στο ίδρυμα τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του. Ο Αζίζ Νεσίν υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης Τούρκων Συγγραφέων (1977) και τιμητικό μέλος του "Pen Club" στη Μεγάλη Βρετανία (1985). Πέθανε στις 5 Ιουλίου του 1995, από καρδιακή προσβολή, έπειτα από μια εκδήλωση-αφιέρωμα στο έργο του, στο Τσεσμέ της Σμύρνης. Μετά τον θάνατό του, το σώμα του κηδεύτηκε μυστικά στην περιοχή του ιδρύματος "Αζίζ Νεσίν", χωρίς καμία τελετή, σύμφωνα με την επιθυμία του.
Ο ποιητής τίμησε το ποίημά του “Σώπα, μη μιλάς” αφιερώνοντας τη ζωή και το έργο του σε μια ανειρήνευτη σύγκρουση με τις εκάστοτε δικτατορικές εναλλαγές της Τουρκίας και στο τέλος της ζωής του το φανατικό ισλαμισμό. Υπερασπίστηκε πάντα την ελευθερία στην κριτική, αλλά και τη σύνδεση της κριτικής με την πράξη του αγώνα και το αριστερό κίνημα. Η δημοσιογραφική του πορεία, η πολιτική του σάτιρα, τα θεατρικά του έργα και το συνολικό συγγραφικό του έργο αντιμετωπίστηκαν με λογοκρισία, φυλακίσεις, επικήρυξη και απόπειρες δολοφονίας.
Παιδί μιας φτωχής μικροαστικής οικογένειας, έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία. Αποφοίτησε από το Στρατιωτικό Λύκειο Kuleli (1935), τη Στρατιωτική Ακαδημία (1937) και τη Στρατιωτική Σχολή Φυσικομαθηματικών Σπουδών (1939). Φοίτησε, επίσης, για δύο χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Υπηρέτησε ως αξιωματικός για αρκετά χρόνια, όμως το 1945 απομακρύνθηκε από τον στρατό με την κατηγορία της κατάχρησης καθήκοντος και εξουσίας. Έκτοτε, στρέφεται στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Το 1944, δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα στο περιοδικό Milliyet, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί στις εφημερίδες Yenigun, Karagoz και Tan (1944-45). Λίγο αργότερα εκδίδει το περιοδικό Cumartesi, και, σε συνεργασία με τον γνωστό πεζογράφο Σαμπαχατίν Αλί, εκδίδει την εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα Marcopasa (1946-47), στην οποία σατίριζε τόσο την πολιτικοκοινωνική ζωή της Τουρκίας, όσο και τους πολιτικούς ηγέτες. Η σάτιρά του και ο σαρκασμός του προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από τους αντιπάλους του, η κυκλοφορία της εφημερίδας του απαγορεύτηκε και ο ίδιος εξορίστηκε στην Προύσα για ένα χρόνο (1947). Ωστόσο, ο Νεσίν συνέχισε τον αγώνα του με την ίδια μαχητικότητα επιμένοντας να εκδίδει την εφημερίδα με διαφορετικούς τίτλους (Malumpasa, Merhumpasa, Ali Baba, Bizimpasa και Hur Markopasa).
Η προοδευτική του δράση, οι δημοκρατικές του ιδέες και τα σατιρικά του σχόλα για τους πολιτικούς ηγέτες και την κοινωνική ζωή της Τουρκίας τον οδήγησαν πολλές φορές σε σύγκρουση με το καθεστώς. Μετά από τη δημοσίευση ενός άρθρου στην εφημερίδα Tan, το 1945, στο οποίο ασκούσε έντονη κριτική στο πολιτικό καθεστώς, τα γραφεία της εφημερίδας κάηκαν από παρακρατικούς και στρατιωτικούς, ενώ ο ίδιος διώχτηκε πολιτικά. Για τους ίδιους λόγους δικάστηκε και οδηγήθηκε πολλές φορές στη φυλακή: το 1945, για τη δημοσίευση ενός φυλλαδίου με τίτλο "Πώς να ιδρύσετε ένα κόμμα, διαλύοντας ένα άλλο", το 1948, για την κυκλοφορία του δεύτερου βιβλίου του, που περιλάμβανε άρθρα και σχόλια για την τουρκική αλλά και για τη διεθνή πολιτική κατάσταση, το 1949, μετά τη δίωξη που άσκησαν εναντίον του για δυσφήμιση η βασίλισσα της Αγγλίας, ο Σάχης του Ιράν και ο βασιλιάς της Αιγύπτου, και το 1951, μετά την κυκλοφορία δύο άλλων περιοδικών που εξέδωσε, του Bastan και Yeni Bastan.
Μετά την τελευταία αποφυλάκισή του, αναγκάστηκε να ασχοληθεί με διάφορα επαγγέλματα για βιοποριστικούς λόγους. Έτσι, το 1952 άνοιξε στην Κωνσταντινούπολη ένα βιβλιοπωλείο, ενώ τον επόμενο χρόνο άνοιξε ένα στούντιο φωτογραφίας. Στη συνέχεια, ωστόσο, επέστρεψε στη δημοσιογραφική δράση αρθρογραφώντας σε εφημερίδες και εκδίδοντας σατιρικά περιοδικά, ενώ το 1956 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Dusun, που λίγα χρόνια αργότερα κάηκε από "αγνώστους" και καταστράφηκε ολοσχερώς.
Ο Αζίζ Νεσίν έγραψε πολλά διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα και εννέα θεατρικά κείμενα και εξέδωσε συνολικά περισσότερα από εκατό έργα. Έχει επανειλημμένα βραβευτεί στην Τουρκία (Ένωση Τούρκων Θεατρικών Συγγραφέων, Τουρκική Ένωση Λογοτεχνών κ.ά.) και στο εξωτερικό (Βουλγαρία, Πολωνία, Σοβιετική Ένωση, Ρουμανία, Ιταλία, Φιλιππίνες), ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί σε 32 γλώσσες.
Το 1972 δημιούργησε το ίδρυμα "Αζίζ Νεσίν", το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα, με κύρια δραστηριότητά του την περίθαλψη και μόρφωση άπορων παιδιών. Ο Αζίζ Νεσίν έχει παραχωρήσει στο ίδρυμα τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του. Ο Αζίζ Νεσίν υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης Τούρκων Συγγραφέων (1977) και τιμητικό μέλος του "Pen Club" στη Μεγάλη Βρετανία (1985). Πέθανε στις 5 Ιουλίου του 1995, από καρδιακή προσβολή, έπειτα από μια εκδήλωση-αφιέρωμα στο έργο του, στο Τσεσμέ της Σμύρνης. Μετά τον θάνατό του, το σώμα του κηδεύτηκε μυστικά στην περιοχή του ιδρύματος "Αζίζ Νεσίν", χωρίς καμία τελετή, σύμφωνα με την επιθυμία του.
Στιγμιότυπα από τη ζωή του μεγάλου τούρκου συγγραφέα
Ο Αζίζ Νεσίν (1915 – 1995) τίμησε το ποίημά του “Σώπα, μη μιλάς” αφιερώνοντας τη ζωή και το έργο του σε μια ανειρήνευτη σύγκρουση με τις εκάστοτε δικτατορικές εναλλαγές της Τουρκίας και στο τέλος της ζωής του το φανατικό ισλαμισμό. Υπερασπίστηκε πάντα την ελευθερία στην κριτική, αλλά και τη σύνδεση της κριτικής με την πράξη του αγώνα και το αριστερό κίνημα. Η δημοσιογραφική του πορεία, η πολιτική του σάτιρα, τα θεατρικά του έργα και το συνολικό συγγραφικό του έργο αντιμετωπίστηκαν με λογοκρισία, φυλακίσεις, επικήρυξη και απόπειρες δολοφονίας. Ήδη, το 1947 φυλακίζεται κι εξορίζεται για τις πολιτικές του ιδέες. Το 1956 “άγνωστοι” του καίνε τον εκδοτικό οίκο (και ξέρετε δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη ούτε βήμα για να περιφέρεται και να διαλαλεί ότι του κάψαν το βιβλιοπωλείο …). Παλεύοντας για το βιοπορισμό του είχε κατά καιρούς ανοίξει από μπακάλικο μέχρι στούντιο φωτογραφίας, ενώ εργάστηκε για πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Κατά την περίοδο της χούντας του στρατηγού Εβρέν το ‘ 80, σήκωσε το ανάστημά του και πρωταγωνίστησε στην περίφημη επιστολή των διανοουμένων (γιατί στις εποχές του φόβου πάντοτε υπήρξαν διανοούμενοι που θεώρησαν κάλιο να διωχθούν, να ρισκάρουν ή και να χάσουν τη ζωή τους από το να συναινούν ή να σιωπούν …). Γιατί όταν έγραφε το διαχρονικό ποίημά του το έκανε πράξη πρώτα και πάντα ο ίδιος με κάθε τίμημα και μέχρι το τέλος της ζωής του:
«Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,”Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε, “θα βρείς το μπελά σου, σώπα” (…) Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε : “Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα” Μπορεί να μην είχαμε με δ’αύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γειτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.(…) τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου, γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψιθυρο, με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λεει: ΜΙΛΑ!….»
"Σώπα μη μιλάς"Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή κόψ” τη φωνή σου σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός. Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: «σώπα». Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε : «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!» Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: «κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!» Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια. Ο λόγος του μεγάλου η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, «Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε, «θα βρεις το μπελά σου, σώπα». Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι «Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα» Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει. Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε «Σώπα». Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε : «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα» Μπορεί να μην είχαμε με δ’αύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα. Σώπα ο ένας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω, σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι. Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα». και μαζευτήκαμε πολλοί μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή! Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα, τα πάντα κι όλα πολύ. Εύκολα , μόνο με το Σώπα. Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα». Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν’την να σωπάσει. Κόψ’την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά. Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά. Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς , χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς» Αχ! Πόσο θα “θελα να μιλήσω ο κερατάς. και δεν θα μιλάς , θα γίνεις φαφλατάς , θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς . Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις Κόψε τη γλώσσα σου. Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!….
Πώς ο Νεσίν επικηρύχθηκε για 100.000 δολλάρια και 37 άνθρωποι κάηκαν για μια μετάφραση;
Στις αρχές του ’90, ο Αζίζ Νεσίν επιχειρεί να μεταφράσει τους “Σατανικούς στίχους” του Σαλμάν Ρούσντι. Ποιός είναι όμως ο Σαλμάν Ρούσντι και γιατί μια μετάφραση οδήγησε στο να καούν ζωντανοί 37 άνθρωποι; Ο ινδικής καταγωγής άγγλος συγγραφέας γράφει το 1988 το “Σατανικοί στίχοι”, ένα σύγχρονο παραμύθι με θρησκευτικές αναφορές που δεν περιορίζονται στον Προφήτη και το Κοράνι, αλλά μπλέκει με πρωτότυπο τρόπο φαντασία και μύθο. Όπως διαβάζουμε στην ελληνική έκδοση (εκδ. Θεμέλιο) ο συγγραφέας μιλάει “για μαγικές κοπέλες που ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά, για σταρ του Μπόλιγουντ που μεταμορφώνονται σε αγγέλους, για ηθοποιούς που γίνονται κερασφόροι δαίμονες, για μετανάστες που χάνουν την ταυτότητά τους. για ποιητές που εναντιώνονται στην εξουσία και βρίσκουν άσυλο σε εξαίσια μπορντέλα, για γυναίκες που κλαίνε με δάκρυα από γάλα.” Στην περίπτωση αυτή η σιωπή επιβλήθηκε με «φετφά», ένα ένα δεσμευτικό διάταγμα, 1989 ο θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Χομεϊνί, με το οποίο κάθε καλός μουσουλμάνος έχει το ιερό καθήκον να σκοτώσει όχι μόνο τον βλάσφημο Ρούσντι, αλλά και όποιον ενεπλάκη στην έκδοση των «Σατανικών Στίχων». Η θανατική διαταγή συνοδεύεται και από επικήρυξη 3 εκατομμυρίων δολαρίων, που προσέφερε ένας ιρανός επιχειρηματίας. Ο ίδιος ο Νεσίν επικηρύχθηκε από έναν επιχειρηματία με το ποσό των 100.000 δολαρίων. Ο Σαλμάν Ρούσντι για χρόνια ζούσε σε κρυσφήγετα με την προστασία της αστυνομίας. Στο μεταξύ δολοφονείται ο ιάπωνας μεταφραστής του Χιτόσι Ιγκαράσι και τραυματίζεται σοβαρά ο νορβηγός εκδότης του Γουίλιαμ Νάιγκααρντ και ο ιταλός μεταφραστής του Έτορε Καπριόλο. Το 1993, ένα εξαγριωμένο πλήθος πολιόρκησε το ξενοδοχείο στο οποίο ο Νεσίν παρακολουθούσε μια πολιτιστική εκδήλωση των Αλεβιτών (πάνω από το15% του πληθυσμού της Τουρκίας) στην πόλη Σιβάς (Σεβάστεια) και ουρλιάζοντας “θάνατος στο Νεσίν” και “κάτω το κοσμικό κράτος” πυρπόλησαν το ξενοδοχείο με αποτέλεσμα 37 άνθρωποι (κυρίως Αλεβίτες διανοούμενοι, αφού η εκδήλωση ήταν προς τιμήν του Αλεβίτη ποιητή Pir Sultan Abdal (1480 – 1550)). Ο Νεσίν διασώθηκε και δυο χρόνια αργότερα έχασε τη ζωή του από καρδιακή προσβολή σε βιβλιοπωλείο της Σμύρνης.
Ο καφές και η δημοκρατία
Ο καφές και η δημοκρατία σατιρίζει την πολιτική κατάσταση της χώρας του και στο πρόλογό του προς τους Έλληνες αναγνώστες μιλά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τη φιλία μεταξύ των λαών.Εδώ ένα μικρό απόσπασμα (Αζίζ Νεσίν, Ο καφές και η δημοκρατία, εκδ. θεμέλιο, σελ. 182):
Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας. το ένα είναι
το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία. Και τα δύο μας
έρχονται από το εξωτερικό.
Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε με κανένα
τρόπο το δέντρο του καφέ. Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το
χώμα, δεν είναι κατάλληλα για την ανάπτυξη του δέντρου
αυτού.
Όσο για τη Δημοκρατία… Η αλήθεια είναι πως ό,τι
περνούσε από το χέρι μας, δεν παραλείψαμε να το κάνουμε, για
την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της. Αν κοιτάξετε την
ιστορία μας, πριν από εκατό χρόνια πάνω κάτω ρίχτηκε στη
χώρα μας ο σπόρος της Δημοκρατίας. Είναι εκατό χρόνια που
όλο λέμε:
“Αμάν η Δημοκρατία μας μπουμπούκιασε!…”
“Η νεαρή Δημοκρατία μας!…”
“Αμάν η νεαρή Δημοκρατία μας!…”
Να είναι δοξασμένος αυτός που τη μεγάλωσε, μόλις
καταφέραμε τόσα χρόνια να φέρουμε σ’ αυτό το ανάστημα τη
Δημοκρατία, έγινε ένα φιντάνι η Δημοκρατία.
Αν ξοδεύαμε αυτό τον κόπο των εκατό χρόνων που
αφιερώσαμε στη Δημοκρατία, για την ανάπτυξη του καφέ,
σήμερα η χώρα μας θα γινόταν δάσος από καφέ, που δεν τ’
άγγιξε ο μπαλτάς του ξυλοκόπου.
Στο παρελθόν κρίθηκε απαραίτητο, δεν το είχαμε
καταλάβει. αντί να φυτέψουμε σπόρο καφέ, φυτέψαμε το σπόρο
της Δημοκρατίας. “Δόξα τω Θεώ”, αν και δεν έχουμε καμιά
στενοχώρια απ’ τη μεριά της Δημοκρατίας, εμείς ξέρουμε το τι
τραβάμε από την έλλειψη του καφέ. Καφές είναι αυτός!… Δε
μοιάζει σε τίποτε. Έτσι είναι η Δημοκρατία; Και να είναι και να
μην είναι το ίδιο κάνει…
Αν δεν υπάρχει καφές, του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει,
αν δεν υπάρχει Δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δεν
γυρίζει. Ο καφές μοσκοβολάει, η Δημοκρατία ούτε καν έχει
μυρουδιά. Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις. Η
Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται. Σε τι χρειάζεται αυτή η
Δημοκρατία, μπορείτε να μου πείτε;
Στη χώρα μας έρχεται από το εξωτερικό μπόλικη μπόλικη
Δημοκρατία, αλλά καφές δεν έρχεται. Τον καφέ τον πουλάνε, τη
Δημοκρατία τη δίνουν. Ο καφές είναι με λεφτά, η Δημοκρατία
τζάμπα… Για τον καφέ χρειάζεται συνάλλαγμα, για τη
Δημοκρατία τίποτα δεν χρειάζεται.
Για κοιτάξτε το τι τραβάμε απ’ τον καφέ. Σάμπως δεν
έχουμε συνηθίσει στον καλό καφέ; Αμέσως καταλαβαίνουμε τον
καλό καφέ απ’ τον άσκημο, το μπαγιάτικο απ ‘το φρέσκο, το
νοθεμένο απ ‘το σκέτο.
Ζωή να ‘χουνε, μερικοί πατριώτες μας έκαναν ψεύτικο
καφέ. Στην αρχή βγήκε ο κριθαρένιος καφές, δεν έπιασε.
Ύστερα βγήκε καφές από φασόλια, δεν το κατάπιαμε. Εμείς σαν
έθνος είμαστε θεριακλήδες του καφέ. αν και καταπίνουμε όλες
τις απομιμήσεις, του καφέ την απομίμηση δεν την καταπίνουμε.
Ω, Ύψιστε! Να γινόταν, τόσο δα απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε
απ’ αυτόν τον καφέ, να καταλαβαίναμε και από Δημοκρατία…
Στις αρχές του ’90, ο Αζίζ Νεσίν επιχειρεί να μεταφράσει τους “Σατανικούς στίχους” του Σαλμάν Ρούσντι. Ποιός είναι όμως ο Σαλμάν Ρούσντι και γιατί μια μετάφραση οδήγησε στο να καούν ζωντανοί 37 άνθρωποι; Ο ινδικής καταγωγής άγγλος συγγραφέας γράφει το 1988 το “Σατανικοί στίχοι”, ένα σύγχρονο παραμύθι με θρησκευτικές αναφορές που δεν περιορίζονται στον Προφήτη και το Κοράνι, αλλά μπλέκει με πρωτότυπο τρόπο φαντασία και μύθο. Όπως διαβάζουμε στην ελληνική έκδοση (εκδ. Θεμέλιο) ο συγγραφέας μιλάει “για μαγικές κοπέλες που ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά, για σταρ του Μπόλιγουντ που μεταμορφώνονται σε αγγέλους, για ηθοποιούς που γίνονται κερασφόροι δαίμονες, για μετανάστες που χάνουν την ταυτότητά τους. για ποιητές που εναντιώνονται στην εξουσία και βρίσκουν άσυλο σε εξαίσια μπορντέλα, για γυναίκες που κλαίνε με δάκρυα από γάλα.” Στην περίπτωση αυτή η σιωπή επιβλήθηκε με «φετφά», ένα ένα δεσμευτικό διάταγμα, 1989 ο θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Χομεϊνί, με το οποίο κάθε καλός μουσουλμάνος έχει το ιερό καθήκον να σκοτώσει όχι μόνο τον βλάσφημο Ρούσντι, αλλά και όποιον ενεπλάκη στην έκδοση των «Σατανικών Στίχων». Η θανατική διαταγή συνοδεύεται και από επικήρυξη 3 εκατομμυρίων δολαρίων, που προσέφερε ένας ιρανός επιχειρηματίας. Ο ίδιος ο Νεσίν επικηρύχθηκε από έναν επιχειρηματία με το ποσό των 100.000 δολαρίων. Ο Σαλμάν Ρούσντι για χρόνια ζούσε σε κρυσφήγετα με την προστασία της αστυνομίας. Στο μεταξύ δολοφονείται ο ιάπωνας μεταφραστής του Χιτόσι Ιγκαράσι και τραυματίζεται σοβαρά ο νορβηγός εκδότης του Γουίλιαμ Νάιγκααρντ και ο ιταλός μεταφραστής του Έτορε Καπριόλο. Το 1993, ένα εξαγριωμένο πλήθος πολιόρκησε το ξενοδοχείο στο οποίο ο Νεσίν παρακολουθούσε μια πολιτιστική εκδήλωση των Αλεβιτών (πάνω από το15% του πληθυσμού της Τουρκίας) στην πόλη Σιβάς (Σεβάστεια) και ουρλιάζοντας “θάνατος στο Νεσίν” και “κάτω το κοσμικό κράτος” πυρπόλησαν το ξενοδοχείο με αποτέλεσμα 37 άνθρωποι (κυρίως Αλεβίτες διανοούμενοι, αφού η εκδήλωση ήταν προς τιμήν του Αλεβίτη ποιητή Pir Sultan Abdal (1480 – 1550)). Ο Νεσίν διασώθηκε και δυο χρόνια αργότερα έχασε τη ζωή του από καρδιακή προσβολή σε βιβλιοπωλείο της Σμύρνης.
Ο καφές και η δημοκρατία
Ο καφές και η δημοκρατία σατιρίζει την πολιτική κατάσταση της χώρας του και στο πρόλογό του προς τους Έλληνες αναγνώστες μιλά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τη φιλία μεταξύ των λαών.Εδώ ένα μικρό απόσπασμα (Αζίζ Νεσίν, Ο καφές και η δημοκρατία, εκδ. θεμέλιο, σελ. 182):
Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας. το ένα είναι
το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία. Και τα δύο μας
έρχονται από το εξωτερικό.
Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε με κανένα
τρόπο το δέντρο του καφέ. Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το
χώμα, δεν είναι κατάλληλα για την ανάπτυξη του δέντρου
αυτού.
Όσο για τη Δημοκρατία… Η αλήθεια είναι πως ό,τι
περνούσε από το χέρι μας, δεν παραλείψαμε να το κάνουμε, για
την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της. Αν κοιτάξετε την
ιστορία μας, πριν από εκατό χρόνια πάνω κάτω ρίχτηκε στη
χώρα μας ο σπόρος της Δημοκρατίας. Είναι εκατό χρόνια που
όλο λέμε:
“Αμάν η Δημοκρατία μας μπουμπούκιασε!…”
“Η νεαρή Δημοκρατία μας!…”
“Αμάν η νεαρή Δημοκρατία μας!…”
Να είναι δοξασμένος αυτός που τη μεγάλωσε, μόλις
καταφέραμε τόσα χρόνια να φέρουμε σ’ αυτό το ανάστημα τη
Δημοκρατία, έγινε ένα φιντάνι η Δημοκρατία.
Αν ξοδεύαμε αυτό τον κόπο των εκατό χρόνων που
αφιερώσαμε στη Δημοκρατία, για την ανάπτυξη του καφέ,
σήμερα η χώρα μας θα γινόταν δάσος από καφέ, που δεν τ’
άγγιξε ο μπαλτάς του ξυλοκόπου.
Στο παρελθόν κρίθηκε απαραίτητο, δεν το είχαμε
καταλάβει. αντί να φυτέψουμε σπόρο καφέ, φυτέψαμε το σπόρο
της Δημοκρατίας. “Δόξα τω Θεώ”, αν και δεν έχουμε καμιά
στενοχώρια απ’ τη μεριά της Δημοκρατίας, εμείς ξέρουμε το τι
τραβάμε από την έλλειψη του καφέ. Καφές είναι αυτός!… Δε
μοιάζει σε τίποτε. Έτσι είναι η Δημοκρατία; Και να είναι και να
μην είναι το ίδιο κάνει…
Αν δεν υπάρχει καφές, του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει,
αν δεν υπάρχει Δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δεν
γυρίζει. Ο καφές μοσκοβολάει, η Δημοκρατία ούτε καν έχει
μυρουδιά. Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις. Η
Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται. Σε τι χρειάζεται αυτή η
Δημοκρατία, μπορείτε να μου πείτε;
Στη χώρα μας έρχεται από το εξωτερικό μπόλικη μπόλικη
Δημοκρατία, αλλά καφές δεν έρχεται. Τον καφέ τον πουλάνε, τη
Δημοκρατία τη δίνουν. Ο καφές είναι με λεφτά, η Δημοκρατία
τζάμπα… Για τον καφέ χρειάζεται συνάλλαγμα, για τη
Δημοκρατία τίποτα δεν χρειάζεται.
Για κοιτάξτε το τι τραβάμε απ’ τον καφέ. Σάμπως δεν
έχουμε συνηθίσει στον καλό καφέ; Αμέσως καταλαβαίνουμε τον
καλό καφέ απ’ τον άσκημο, το μπαγιάτικο απ ‘το φρέσκο, το
νοθεμένο απ ‘το σκέτο.
Ζωή να ‘χουνε, μερικοί πατριώτες μας έκαναν ψεύτικο
καφέ. Στην αρχή βγήκε ο κριθαρένιος καφές, δεν έπιασε.
Ύστερα βγήκε καφές από φασόλια, δεν το κατάπιαμε. Εμείς σαν
έθνος είμαστε θεριακλήδες του καφέ. αν και καταπίνουμε όλες
τις απομιμήσεις, του καφέ την απομίμηση δεν την καταπίνουμε.
Ω, Ύψιστε! Να γινόταν, τόσο δα απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε
απ’ αυτόν τον καφέ, να καταλαβαίναμε και από Δημοκρατία…
Θέλησα να γράψω έναν πρόλογο στο βιβλίο μου που για πρώτη φορά κυκλοφορεί στα ελληνικά. Αυτό το ζήτησα για τον εξής λόγο: Επιθυμώ τα διηγήματά μου, που ένα μέρος απ` αυτά μεταφράστηκε στα ελληνικά να συντείνουν στο να ζήσουν συμφιλιωμένοι οι δύο λαοί μας. Και αντί να αναζητάμε φιλίες με μακρινότερους και άγνωστους σ` εμάς λαούς, είναι προτιμότερο να προηγηθούμε εμείς οι κοντινοί γείτονες σε μιαν ειρηνική και με πνεύμα αδερφικής συνύπαρξης ζωή.
Προσέξτε ιδιαίτερα αυτό το σημείο: Τα αίτια της εχθρότητας ανάμεσα στους Έλληνες και Τούρκους δεν προήλθαν από μας, από τους λαούς μας. Οδηγηθήκαμε σ` αυτούς τους πολέμους κάτω από την πίεση ξένων και έξω από τα συμφέροντα των δύο λαών επιρροών. Ξέρουμε ότι τα σημερινά βιβλία της ιστορίας κρύβουν την αλήθεια. Όμως η ιστορική αλήθεια δεν μπορεί να μένει για πάντα κλειδομανταλωμένη.
Σήμερα είμαι πενήντα χρονών. Υπάρχει λόγος που αναφέρω την ηλικία μου. Τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν στις πιο στενόχωρες περιόδους των ελληνοτουρκικών συγκρούσεων. Τότε που ήμουνα εφτά-οχτώ χρονών παιδί, ήταν ντροπή μας να φοράμε ένα πουκάμισο ή μια φανέλα με το γαλάζιο- άσπρο χρώμα της ελληνικής σημαίας. Ξέρω πολύ καλά ότι την εποχή εκείνη και τα Ελληνόπουλα της ηλικίας μου των εφτά-οχτώ χρονών , τα έπιανε η ίδια αλλεργία στο να φορέσουν κάτι με το κόκκινο και άσπρο χρώμα της τουρκικής σημαίας.
Γιατί τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν μ` αυτή την εχθρότητα στο γαλάζιο -άσπρο χρώμα και στο κόκκινο-άσπρο; Αν βαθύνουμε τη σκέψη μας πάνω σ` αυτά τα ερωτήματα μπορούμε να βρούμε τα αίτια των συγκρούσεων που τόσο ύπουλα μας επέβαλαν από το εξωτερικό άνθρωποι ξένοι σ` εμάς.
Ομολογώ ότι σήμερα ντρέπομαι για την εχθρότητα των παιδικών μου χρόνων προς τα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Ξέρω όμως ότι σήμερα πολλοί Έλληνες διανοούμενοι ντρέπονται κι αυτοί για παρόμοια αισθήματα της παιδικής τους ηλικίας προς τα χρώματα της σημαίας τους. Αυτή η αμοιβαία γνώση των πραγμάτων πρέπει να μας αφυπνίσει, να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δε γεννήθηκε καμιά εχθρότητα ανάμεσα στους λαούς μας από δική τους πρωτοβουλία.
Όταν ήμουνα παιδί καθόμασταν στη Χάλκη. Εκεί υπήρχαν και πυκνοκατοικημένοι μαχαλάδες Ρωμιών. Εμείς τα Τουρκάκια, ακόμα κι από εκείνη την ηλικία, οπλιζόμασταν με ραβδιά, λοστούς και πέτρες, κάναμε επιδρομή στους ελληνικούς μαχαλάδες και χτυπούσαμε τα Ρωμιόπουλα. Νομίζω πως και τα Ελληνόπουλα έπαιζαν το ίδιο πολεμικό παιχνίδι.
Ύστερα απ` αυτό το εφιαλτικό παιδικό παιχνίδι, πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια. Πριν από ένα μήνα, ήρθαν σπίτι μούσκεμα στον ιδρώτα τα δυο μου αγόρια, το ένα οχτώ και το άλλο εννιά χρονών. Τους ρώτησα την αιτία. «Τσακωθήκαμε με τα Ρωμιόπουλα» μου είπαν.
Θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία, των εφτά και των οχτώ χρόνων και κύλησαν δάκρυα από τα μάτια μου. Την αφυπνισμένη έχθρητα των παιδικών μας χρόνων, παρόλο που πέρασαν σαράντα χρόνια από τότε , δεν μπορέσαμε να τη σβήσουμε από τα παιδιά μας.
Τα ιστορικά γεγονότα μπορούν να κάμουν τους σημερινούς ανθρώπους και φίλους και εχθρούς. Εμείς όμως πρέπει σήμερα να ξεχωρίσουμε από την ιστορία τα γεγονότα που θα οδηγήσουν τους λαούς μας στη φιλία. Έχει ειπωθεί πολλές φορές πως είναι ανάγκη οι δύο λαοί των γειτονικών χωρών να ζήσουν ειρηνικά και αδελφικά. Εγώ όμως δε στηρίζω τις ελπίδες μου στους πολιτικούς. Αυτοί που θα δυναμώσουν τους δεσμούς φιλίας ανάμεσα στους λαούς μας είναι πρώτ` απ` όλα οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες.
Γίνονται εχθροί οι άνθρωποι, όταν δε γνωρίζονται μεταξύ τους. Και για να γίνουν φίλοι πρέπει να αλληλοδανειστούν. Δεν είναι οι λόγοι των πολιτικών που θα συντελέσουν στη γνωριμία των λαών μας, αλλά τα έργα των πνευματικών ανθρώπων.
Τρέφω μεγάλη εκτίμηση στον ελληνικό λαό για τα ηρωικά κατορθώματά του στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και στα μετέπειτα χρόνια.
--
Ο ελληνικός λαός έχυσε ηρωικά το αίμα του στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετέπειτα για την υπεράσπιση του τόπου του και τη διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας του γράφοντας σελίδες δόξας. Αυτόν τον ηρωισμό τον καταλαβαίνουν οι Τούρκοι καλύτερα από κάθε άλλο λαό σ` όλη την υφήλιο που πρώτοι αγωνίστηκαν ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στην περίοδο του απελευθερωτικού τους πολέμου.
Οι πολιτικές καταστάσεις αλλάζουν συχνά, οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, οι λαοί όμως μένουν παντοτινοί και αθάνατοι. Και η ιστορία δουλεύει για την ευτυχία των σημερινών ανθρώπων.
Τα διηγήματά μου αυτά που γράφτηκαν για να γελάσουν οι αναγνώστες μου, και γελώντας να σκεφτούν βαθύτερα, μπορεί να εδραιώσουν δεσμούς φιλίας ανάμεσα στον τούρκικο και στον ελληνικό λαό. Κι αν αυτό μπορεί να βοηθήσει στην αλληλογνωριμία των λαών μας, θα` ναι για μένα, αληθινά , μια μεγάλη ευτυχία.
Επιθυμώ το βιβλίο μου αυτό , που πρώτη φορά τυπώνεται στα ελληνικά, να μοιάσει σαν ένα κλαδί δάφνη, που κάθε του φύλλο θα` ναι γελαστό και που θ` απλώνεται από τη Μικρασία ως την Ελλάδα. Πιστεύω ότι η σκέψη μου θα βρει ανταπόκριση στην πλειοψηφία των προοδευτικών διανοούμενων Ελλήνων.
Ο τούρκικος λαός χαιρετάει τον ελληνικό λαό , τους πρωτοπόρους διανοούμενους της Ελλάδας!
ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου