Τρίτη 18 Ιουλίου 2017

Yevgeny Yevtushenko: «Σε δειλία μη ξοδεύεις την ψυχή σου»

«Όταν η αλήθεια αντικαθίσταται από την σιωπή, η σιωπή είναι ψέμα», έγραφε ο Yevgeny Yevtushenko (Γεβγένι Γεφτουσένκο) – , ο μεγάλος Ρώσος ποιητής και σκηνοθέτης που επέλεξε να μην σιωπήσει και να πληρώσει το τίμημα της διαφορετικότητας και της διαφορετικής άποψης στην πατρίδα του τα χρόνια που έζησε εκεί. Η σιωπή όταν αντικαθιστά – ή έτσι πιστεύει ότι κάνει – την αλήθεια, αφήνει ζωτικό χώρο στο ψέμα, καλλιεργεί την ηττοπάθεια, υποθάλπει τη δειλία, μοιράζεται αναμφισβήτητα την ευθύνη του ψεύδους και της παραπλάνησης. Το «Babi Yar» είναι η σημαντικότερη αποκάλυψη της άρνησης του Γεφτουσένκο να σιωπήσει. Ο Γεβγένι Γκάνγκνους γεννήθηκε στις 18-7-1932 στην πόλη Ζίμα της Σιβηρίας. Ο πατέρας του Αλεξάντρ Γκάνγκνους ήταν γεωλόγος, όπως και η μητέρα του Ζινάιντα Γεφτουσένκο, το επίθετό της οποίας υιοθέτησε ο ποιητής μετά τον χωρισμό των γονέων του. Και οι δύο παππούδες του, ο ένας στρατηγός του Κόκκινου Στρατού και ο άλλος μαθηματικός, έπεσαν θύματα της σταλινικής τρομοκρατίας.
Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά χρόνια του στη Μόσχα και στη γενέτειρά του, όπου οι γονείς του συμμετείχαν σε γεωλογικές έρευνες. Μετά το 1944 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα μαζί με τη μητέρα του, η οποία, χωρισμένη από τον άντρα της, κέρδιζε δύσκολα το ψωμί της, στην αρχή ως τραγουδίστρια και κατόπιν ως υπάλληλος.
Στα 15 του χρόνια αποβλήθηκε από το σχολείο για ανυπακοή κι έπιασε δουλειά σε αποστολές γεωλογικών ερευνών στη Σιβηρία και στην Κεντρικής Ασίας. Μετά την επιστροφή του στη Μόσχα, άρχισε να δημοσιεύει από το 1949 ποιήματα, που είχαν ως θέμα διάφορα επίκαιρα περιστατικά. Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Οι ερευνητές του μέλλοντος» (1952), του άνοιξε τις πόρτες της Ένωσης Συγγραφέων και του Ινστιτούτου Φιλολογίας, στο οποίο σπούδασε για δύο χρόνια.

Έγινε παγκόσμια γνωστός για το έργο του «Μπάμπι Γιαρ», με το οποίο έφερε στο επίκεντρο τη ναζιστική θηριωδία με τη σφαγή χιλιάδων Εβραίων στο Κίεβο και ταυτοχρόνως στηλίτευσε και την παραποίηση του γεγονότος από σοβιετικής πλευράς, καθώς και τον έντονο αντισημιτισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Αντισταλινικός την περίοδο της αποσταλινοποίησης, προνομιούχος καλλιτέχνης της ΕΣΣΔ μέχρι την αλλαγή καθεστώτος, ο Γεβγένι Γεφτουσένκο, που έφυγε από τη ζωή το Σάββατο από καρδιακή ανεπάρκεια, σε ηλικία 85 ετών, έκλεισε την αυλαία της μεγάλης γενιάς των Σοβιετικών ποιητών. Πέθανε στο σπίτι του στην Οκλαχόμα των ΗΠΑ, όπου μετανάστευσε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, διδάσκοντας ποίηση στο Πανεπιστήμιο της Τούσλα και κινηματογράφο.

Δημοσίευσε περισσότερες από 150 συλλογές. Το πρώτο του βιβλίο «Οι προοπτικές του μέλλοντος» τον έκανε αμέσως γνωστό στην πατρίδα του, με αποτέλεσμα το 1952 να γίνει το νεότερο μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, ενώ με το «Μπάμπι Γιαρ» η φήμη του πέρασε τα σοβιετικά σύνορα. Ο ίδιος δεν θεωρούσε ότι έγραφε πολιτική ποίηση. «Την αποκαλώ ποίηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου· ποίηση που υπερασπίζεται την ανθρώπινη συνείδηση ως τη μεγαλύτερη πνευματική αξία» δήλωνε σε συνέντευξή του στο Associated Press. Ωστόσο, η ποίησή του ήταν χωρίς περιστροφές, όπως και η αντισυμβατική ζωή του, αντίθετη στα κοινώς παραδεκτά για έναν Σοβιετικό καλλιτέχνη. Παρά τις κριτικές του κατά του σοβιετικού καθεστώτος, τη διαμαρτυρία του για τη δίκη του Γιόζεφ Μπρόντσκι και την καταδίκη εκ μέρους του της εισβολής του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968, κατηγορήθηκε από πολλούς αντιφρονούντες ως ανειλικρινής. Ο Μπρόντσκι είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι ο Γεφτουσένκο «Ρίχνει πέτρες μόνο προς τα κει που έχει πάρει έγκριση».

Ο Γεφτουσένκο εκτός από ποίηση, έγραψε θεατρικά και δοκίμια, μετέφρασε, ασχολήθηκε με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ανάμεσα στα έργα του είναι τα «Κάτι μου συμβαίνει», «Σταθμός Ζίμα», «Οι κληρονόμοι του Στάλιν» κ.ά., ενώ στα ελληνικά η Κίρα Σίνου μετέφρασε τη νουβέλα του «Αρνταμπιόλα» (εκδ. Κέδρος).

Το «Babi Yar» είναι η σημαντικότερη αποκάλυψη της άρνησης του Γεφτουσένκο να σιωπήσει.

Με ευπρέπεια

Με ευπρέπεια. Το κυριότερο, να δέχεσαι

με ευπρέπεια όποιους καιρούς και να ‘ρθουν,

όταν λιμνάζουν οι εποχές

ή συνταράζονται μέχρι το βάθος.

Με ευπρέπεια, το κυριότερο, με ευπρέπεια

έτσι ώστε ‘κείνοι που μοιράζουνε τις χάρες

να μη σε οδηγήσουνε στο στάβλο

και σου βουλώσουν με άχυρα το στόμα.

Ο φόβος των καιρών φέρνει την πτώση.

Σε δειλία μη ξοδεύεις την ψυχή σου

παρά για το χαμό προετοιμάσου

του κάθε τι που τρέμεις μη το χάσεις.

Αν γύρω σου η καταστροφή ακραία

τόσο ακραία που δεν μπορούσες να προβλέψεις

θυμήσου εκείνο που μουρμούρισες μια μέρα:

«Κι αυτό ακόμα πρέπει να τ’ αντέξω».



Το 1961 έγραψε το ποίημά του «Babi Yar» που αναφέρεται στη μεγάλη σφαγή (και) των εβραίων του Κιέβου το 1941, ερχόμενος σε αντίθεση με την πολιτική της χώρας του που είχε επιλέξει να αποσιωπήσει το συμβάν ως συνέβη για το μέρος εκείνο του εβραϊκού πληθυσμού που κατέσφαξαν οι Ναζί.


Το ποίημα «Babi Yar» κυκλοφόρησε στον παράνομο τύπο (samizdat), και αργότερα ενέπνευσε τον συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς στη σύνθεση της 13ης Συμφωνίας του. Στη Σοβιετική Ένωση του ποίημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το 1984.

Η σφαγή στο Κίεβο

Μπάμπι Γιαρ

(Μετάφραση Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)



Στο Μπάμπι Γιαρ μνημεία δεν υπάρχουν.

Απότομη πλαγιά, σαν μια ταφόπλακα χοντροκομμένη.

Φοβάμαι.

Είμαι τόσων ετών,

όσο και ο εβραϊκός λαός.

Τώρα νομίζω πως –

Ιουδαίος είμαι.

Να, περιφέρομαι στην αρχαία Αίγυπτο.

Να, σταυρωμένος στο σταυρό, αργοπεθαίνω,

και μέχρι σήμερα έχω τα σημάδια των καρφιών.

Τώρα νομίζω πως –

Ο Ντρέιφους είμαι.

Ο μικροαστισμός είναι για ’με

ο καταδότης και ο δικαστής μου.

Βρίσκομαι πίσω από τα κάγκελα.

Έπεσα στην παγίδα.

Κυνηγημένος,

χλευασμένος

συκοφαντημένος.

Και κυριούλες με φραμπαλάδες Βρυξελλών,

τσιρίζοντας, με χτυπούν με τα ομπρελίνα τους στο πρόσωπο.

Τώρα νομίζω πως –

ένα αγοράκι στο Μπελοστόκ είμαι.

Το αίμα χύνεται, απλώνεται στο χώμα.

Φωνάζουν οι ταγοί του πιώματος του καπηλειού

βρωμοκοπούν βότκα και κρεμμύδι κομμένο στα δυο.

Είμαι αδύναμος, μ’ έχουν κλωτσήσει με την μπότα.

Άδικα τους φονιάδες παρακαλώ.

Λένε γελώντας δυνατά:

“Βάρα τους οβριούς, σώσε τη Ρωσία!” –

[…]

Τώρα νομίζω πως –

η Άννα Φρανκ είμαι,

διάφανη,

σαν του Απρίλη το κλαράκι.

Αγαπώ.

Τις φράσεις δεν χρειάζομαι.

Εκείνο που θέλω

είναι να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον.

Πόσα λίγα μπορεί να δει κανείς,

μυρίζοντας!

Μας απαγορεύουν τα φύλλα,

μας απαγορεύουν τον ουρανό.

Μπορείς όμως πάρα πολλά να κάνεις –

είναι τόσο τρυφερό

να αγκαλιάζεις τον άλλον σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.

Έρχονται ’δώ;

Μη φοβάσαι – είν’ η βοή

της άνοιξης –

αυτή μας πλησιάζει.

Έλα κοντά μου.

Τα χείλη δώσ’ μου γρήγορα.

Σπάνουν την πόρτα;

Όχι – είναι το λιώσιμο των πάγων …

το θρόισμα των αγριόχορτων πάνω στο Μπάμπι Γιαρ.

Τα δέντρα κοιτάζουν σκυθρωπά,

σαν δικαστές.

Όλα σιωπηλά εδώ κραυγάζουν,

και, βγάζοντας το γούνινο καπέλο,

νιώθω

πως αργά γκριζάρουν τα μαλλιά μου.

Και είμαι εγώ,

σαν πνιχτή, δίχως ήχο, κραυγή,

πάνω από τους χιλιάδες θαμμένους.

Εγώ είμαι –

καθένας από τους εκτελεσμένους γέροντες.

Εγώ είμαι –

καθένα από τα εκτελεσμένα παιδιά.

Τίποτα μέσα μου

δεν πρόκειται να το ξεχάσει αυτό!

Και ας ηχεί η “Διεθνής”,

όταν για πάντα θα θαφτεί

ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτης.

Στο αίμα μου δεν υπάρχει ούτε μια στάλα αίμα εβραϊκό.

Με μίσος άγριο εμένα με μισούν

οι αντισημίτες όλοι,

αφού εβραίο με θεωρούν,

γι’ αυτό και είμαι

Ρώσος αληθινός

____________________

Yevgeny Yevtushenko ( http://poetry.ee.auth.gr/dimakis/article/mpampi-giar)





«Η ποίηση είναι σαν ένα πουλί, αγνοεί όλα τα σύνορα», έγραψε, ο Γεφτουσένκο. Επηρεασμένος από την ποίηση του Μαγιακόφσκι γράφει σε ένα από τα ποιήματα που του αφιέρωσε: Τι είναι αυτό που πάτησε τη σκανδάλη του Μαγιακόφσκι αν δεν είναι η άρνηση να του προσφερθεί η τρυφερότητα τη δεδομένη στιγμή;



Κρέμασα το ποίημά μου

Κρέμασα το ποίημά μου

σ’ ένα ψηλό κλαδί.

Κοίτα το

που χτυπιέται με τον άνεμο.

Ξεκρέμασέ το,

μου είπες,

σταμάτα το μαρτύριό του.

Ξαφνιασμένοι οι διαβάτες

το βλέπουν τόση ώρα!

Το δέντρο χαιρετά,

κινώντας το ποίημά του.

Δεν υπάρχει τίποτα για απάντηση.

Πρέπει να φύγουμε.

-Θα το απαρνηθείς;

Μάλλον.

Μα μη φοβάσαι, αύριο ένα άλλο θα ‘χει την ίδια τύχη.

Θα’ πρεπε να ξοδεύομαι σε τέτοια παιχνίδια;

Ένα ποίημα δεν βαραίνει πολύ το κλαδί ενός δέντρου.

Θα γράψω για σένανε όσα θελήσεις,

τόσους στίχους

όσα και δέντρα υπάρχουν.

Κι ύστερα τι θ’ απογίνει μ’ εμάς τους δυο;

Ίσως όλα αυτά να τα ξεχάσουμε πολύ γρήγορα;

Όχι!

Λίγο να μας πιάσει η κούραση στο δρόμο

και θα μπορέσουμε να ξαναδούμε

το μέρος

που ολόλαμπρο

το δέντρο

χαιρετά,

κινώντας το ποίημά του.

Τότε θα ξανά ‘ρθει το χαμόγελό μας.

-Πάμε!

«Σε δειλία μη ξοδεύεις την ψυχή σου»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου