του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στην Γενεύη συνεχίζονταν οι συνομιλίες για το Κυπριακό όπου μια μειοψηφία του 18%, με την ανοχή των “αφελών” της ελληνικής πλευράς, επιδιώκει θρασύτατα να αναδειχθεί σε ισότιμη με τον ελληνικό λαό της Κύπρου, να διαλύσει ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, την Κυπριακή Δημοκρατία, και να κατασκευάσει μια διχοτομική και μη-βιώσιμη “Ομοσπονδία”.
Την ίδια στιγμή, οι Τούρκοι, που -μέσω των ενεργούμενών τους Τουρκοκυπρίων- ζητάνε όλα αυτά στο πολύπαθο νησί, αρνούνται όχι μόνο την αυτοδυναμία, αλλά και τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα στους Κούρδους, έναν πληθυσμό που ισοδυναμεί με το 1/4 σχεδόν των κατοίκων της χώρας τους και πάνω από 40 εκατομμύρια στην ευρύτερη περιοχή.
Κι όλα συμβαίνουν καθώς ο “απρόβλεπτος” Ερντογάν, που ήθελε να γίνει ο νέος ισλαμιστής Χαλίφης της “αναμορφωμένης” Μέσης Ανατολής, φοβάται την διαφαινόμενη κουρδική ανεξαρτησία μετά τις γεωστρατηγικές ανατροπές που προκάλεσε ο πόλεμος της Συρίας και η Αραβική Άνοιξη, η οποία κατέληξε στον Χειμώνα του ISIS.
Μόλις 15 χρόνια πριν, η κουρδική ανεξαρτησία φαινόταν άπιαστο όνειρο.
Όμως, έχει έρθει η ώρα όπου ο άδικος νόμος του εκτουρκισμού της Μικράς Ασίας αμφισβητείται έμπρακτα στα βουνά του Κουρδιστάν και η ελευθερία κατακτάται με θυσίες και αίμα.
Μπορεί οι άνεμοι τελικά να φυσήξουν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, μυστικοί και φανεροί, που συνδέονται με τις πολιτικές και την διπλωματία των μεγάλων δυνάμεων, αλλά και των περιφερειακών δυνάμεων της ευρύτερης περιοχής.
Είναι η ώρα του Κουρδιστάν;
Πριν από δύο δεκαετίες, οι περισσότεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι με το ζόρι μπορούσαν να βρουν στον χάρτη το Κουρδιστάν, πόσω μάλλον να θεωρούσαν τους Κούρδους συμμάχους. Σήμερα, οι Κούρδοι έχουν κερδίσει σε μεγάλο βαθμό την στήριξη της Ουάσιγκτων. Οι Κούρδοι πολιτικοί, που κάποτε αγωνιζόντουσαν να εξασφαλίσουν μια συνάντηση με έναν κατώτερο διπλωμάτη ή κάποιο μέλος του Κογκρέσσου, τώρα γευματίζουν με τον Αμερικανό υπουργό Εσωτερικών και επισκέπτονται το Οβάλ Γραφείο. Υπάρχει μια αυξανόμενη παραδοχή από όλο το πολιτικό φάσμα στην Ουάσιγκτων, ότι όχι μόνο οι Κούρδοι θα κερδίσουν σύντομα την ανεξαρτησία τους, αλλά ότι το όποιο κράτος προκύψει θα αποτελέσει φάρο ελπίδας σε μια περιοχή όπου η σταθερότητα, η δημοκρατία και οι ελευθερίες εκλείπουν όλο και περισσότερο.
Τα παραπάνω επισημαίνει ο γνωστός neocon Αμερικανοεβραίος αναλυτής Michael Rubin, εκ των στελεχών του American Enterprise Institute (AEI), σε μια εκτενή αναφορά του για το Κουρδικό ζήτημα (Considerations for Kurds, Their Neighbors and the Region).
Σχεδόν κάθε επισκέπτης στο Κουρδιστάν θα ακούσει τους Κούρδους να λένε χαρακτηριστικά ότι είναι “ο μεγαλύτερος λαός χωρίς κράτος”. Πράγματι, έτσι είναι, και η ύπαρξη περισσότερων από 40 εκατομμυρίων Κούρδων στη Μέση Ανατολή είναι ένα γεγονός που καμμία χώρα πλέον δεν μπορεί να αγνοήσει. Πράγματι, εάν όλα μαζί τα συστατικά μέρη του Κουρδιστάν ανεξαρτητοποιούντο, το προκύπτον κράτος θα είχε μεγαλύτερο πληθυσμό από την Πολωνία, τον Καναδά ή την Αυστραλία και έκταση μεγαλύτερη από το Μπαγκλαντές, την Βουλγαρία, ή την Αυστρία.
"Δεν ξέρω εάν αυτό συμβεί του χρόνου ή αργότερα, αλλά το σίγουρο είναι ότι η ανεξαρτησία θα επιτευχθεί", δήλωσε ο Μασούντ Μπαρζανί, πρόεδρος της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν (του Ιράκ), κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην Ουάσιγκτων, τον Μάίο του 2015. Οι Κούρδοι της Συρίας για πρώτη φορά ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την μοίρα τους, ενώ οι Κούρδοι της Τουρκίας ασκούν την μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία τους.
Εάν οι Κούρδοι επιλέξουν την ανεξαρτησία, ή ακόμα και την αυτονομία εντός των χωρών όπου τώρα κατοικούν- αυτό θα εξαναγκάσει αυτούς και τους γείτονές τους να επανεξετάσουν τις διεθνείς δεσμεύσεις τους. Αυτό μπορεί να σημαίνει επαναδιαπραγμάτευση των Συνθηκών που αφορούν τους φυσικούς πόρους, όπως το νερό και το πετρέλαιο, αλλά και την επανεξέταση βασικών παραδοχών ως προς τις διεθνείς σχέσεις, και θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει τις στρατιωτικές συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ.
Οι όμορες κουρδικές περιοχές της Τουρκίας, της Συρίας, του Ιράκ και του Ιράν τοποθετούνται στην βόρεια και κεντρική περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ως σταυροδρόμι, το Κουδιστάν αποτέλεσε τόσο πεδίο εθνικών συγκρούσεων, όσο και ειρηνικής συνύπαρξης διαφόρων εθνοτήτων. Κατά την διάρκεια της ιστορίας, πολυάριθμες εθνότητες μετανάστευαν, εγκαταθίσταντο ή κατοικούσαν εξ αρχής την περιοχή, μεταξύ των οποίων Τούρκοι, Πέρσες, Άραβες, Κούρδοι, Αρμένιοι, Ασσύριοι, Τσετσένοι, Αζέροι και άλλοι.
Πολλοί εισβολείς και κατακτητές έχουν περάσει ανά τους αιώνες από αυτή την περιοχή: οι Αρχαίοι Πέρσες από την Ανατολή, οι Άραβες μουσουλμάνοι από τον Νότο (τον 7ο αιώνα) και, τέλος, οι Οθωμανοί τον 16ο αιώνα από τον Βορρά. Υπήρξαν και περίοδοι όπου την περιοχή κατείχαν οι Μογγόλοι. Οι τελευταίοι κατακτητές, τον 21ο αιώνα, ήταν οι Αμερικανοί μετά την εισβολή στο Ιράκ το 2003.
Επειδή οι Κούρδοι παρέμειναν ξεχωριστή εθνική ομάδα, πάντα επιδίωκαν την αυτονομία και την ανεξαρτησία, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα συνεχείς και μόνιμες σχεδόν συγκρούσεις. Όπως λένε και οι ίδιοι, “οι καλύτεροι φίλοι τους” είναι τα βουνά, στα οποία κατέφευγαν συχνά για να σωθούν και να επιβιώσουν. Ο παραδοσιακός νομαδικός τρόπος ζωής τους και η ορεινή πατρίδα τους επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ιστορική τους διαδρομή.
Αρχικά πολυθεϊστές, έγιναν μουσουλμάνοι μετά την αραβική κατάκτηση -σουννίτες μουσουλμάνοι μετά την Οθωμανική κατάκτηση και σιΐτες μουσουλμάνοι μετά την περσική.
Επαναπροσδιορίστηκαν ως Εθνικιστές μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις δυτικές δυνάμεις, ως πολιτικοί επαναστάτες με το ΡΚΚ στην Τουρκία και το KDP στο Ιράκ στην δεκαετία του '70, σαν μαχητές Πεσμεργκά μετά το 1990 στο Ιράκ και σαν ενωμένη δημοκρατική Περιφερειακή Κουρδική Κυβέρνηση (KRG) στο Ιράκ σήμερα. Έγιναν, τέλος, το ανάχωμα του ISIS με το PYD και το ένοπλο τμήμα του -YPG- στην αυτόνομη περιοχή της Ροζάβα της Συρίας, όπου έχουν καθιερωθεί εκτεταμένα ανθρώπινα δικαιώματα για τις γυναίκες, όλες τις εθνικές ομάδες και θρησκείες.
Η ποικιλομορφία των Κούρδων
Όπως αναφέρει ο Michael Rubin στην παραπάνω εργασία (στο κεφάλαιο The Diversity of Kurds): “μεταξύ των Κούρδων, βλέπουμε θρησκευτικές, γλωσσικές και φυλετικές διαφορές. Ενώ οι περισσότεροι Κούρδοι είναι σουνίτες μουσουλμάνοι, ένα 15% είναι σιίτες. Δεκάδες χιλιάδες Κούρδοι τηρούν επίσης ισλαμικές ετεροδοξίες και προ-ισλαμικές θρησκείες”.
Για παράδειγμα, στην Τουρκία ζουν ένα εκατομμύριο περίπου Αλεβίτες Κούρδοι. Η Αλεβίτικη θεολογία συνδυάζει τον κεντρικό ρόλο του Χαλίφη Αλί (εξάδελφο και γαμπρό του Μωάμεθ και τέταρτου χαλίφη) με υπολείμματα προ-ισλαμικής πίστης. Οι Γιεζίντι Κούρδοι ζουν στην Τουρκία και τη Συρία, αλλά αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες είναι συγκεντρωμένοι στις επαρχίες Νινευή και Ντοχούκ του Ιράκ. Κατανέμονται μεταξύ περιοχών που ελέγχονται από την κυβέρνηση του Ιράκ, την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν και σε περιοχές που έχει καταλάβει το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (δηλαδή το ISIS, ή Daesh). Ο Γιεζιντισμός είναι μια προ-ισλαμική πίστη που συνδυάζει την λατρεία των αγγέλων με υπολείμματα προ-ισλαμικού Ζωροαστρισμού και Μανιχαϊσμού. Οι κοινότητες των Kaka'is (Ahl-iHaqq) συνδυάζουν προ-ισλαμικές πεποιθήσεις με Σιιτικό Ισλάμ και απαντώνται στα ορεινά χωριά κατά μήκος των συνόρων Ιράν-Ιράκ.
Εκτός από την πολιτική, ο παράγοντας που χωρίζει περισσότερο τους Κούρδους σήμερα είναι η γλώσσα. Η Κουρδική είναι μια Ινδο-ιρανική γλώσσα, που μοιάζει πολύ με την περσική που μιλούν στο γειτονικό τους Ιράν και με αυτήν που μιλούν στο Μπαλουχιστάν, στο νοτιοδυτικό Πακιστάν, αλλά ανήκει σε μια εντελώς διαφορετική γλωσσική οικογένεια απ' ό,τι τα αραβικά ή τα τουρκικά. Τα Κουρδικά, όμως, περιλαμβάνουν πολλές διαλέκτους, οι οποίες δεν είναι κατανοητές από όλους τους Κούρδους.
Σε γενικές γραμμές, οι δύο πιο σημαντικές κουρδικές διάλεκτοι είναι οι Κουρμαντζί (Kurmanji, βόρεια κουρδικά) και Σορανί (Sorani, κεντρικά κουρδικά), οι οποίες υποδιαιρούνται σε πολλαπλές διαλέκτους. Πολλοί Κούρδοι της Τουρκίας μιλούν Βόρεια Κουρμαντζί, ενώ οι Κούρδοι της επαρχίας Duhok στο Ιράκ ή στην βόρεια Συρία μιλούν Νότια Κουρμαντζί (μερικές φορές ονομάζεται Badinani, από ένα εμιράτο του 19ου αιώνα) και Σορανί. Η Σορανί ομιλείται μέσα και γύρω από τις πόλεις του Ερμπίλ και της Σουλεϊμανίγιε στο ιρακινό Κουρδιστάν, καθώς και στο Ιράν. Πολλοί από τους Αλεβίτες στην Τουρκία μιλούν Ζάζα, μια γλώσσα που συνδέεται στενότερα με τις κασπιανές γλώσσες του Ιράν απ' ό,τι η Σορανί ή η Κουρμανσί. Μέσα στο ιρακινό Κουρδιστάν, η γλωσσική διαίρεση μεταξύ Κουρμαντζί και Σορανί απαντάται κυρίως κατά μήκος του Μεγάλου Ποταμού Ζαμπ. Σχεδόν τρία εκατομμύρια Fayli (σιϊτών) Κούρδων στην επαρχία Κερμανσάχ του Ιράν και στην περιοχή Khanaqin του Ιράκ μιλούν διαλέκτους της Λόρι (Luri).
Μεταξύ των πιο παραδοσιακών γνωρισμάτων της κουρδικής κοινωνίας, είναι η υπαγωγή στην φυλή. Υπάρχουν αρκετές κουρδικές φυλές, από τις πιο γνωστές των οποίων είναι η Hakkari της Τουρκίας, οι Barzan και Hamawand του Ιράκ, οι Jaff και Hawrami του Ιράκ και του Ιράν, και οι Mukri και Bani Ardalan του Ιράν. Η Kalhur είναι μία από τις μεγαλύτερες κουρδικές φυλές. Όμως, για την νέα γενιά των Κούρδων εθνικιστών των πόλεων, η υπαγωγή στην φυλή είναι πλέον λιγότερο σημαντική. Η κατάσταση, με λίγα λόγια, μπορεί να πει κανείς ότι θυμίζει την Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου στην Ελλάδα μετά το 1821.
Ποιοι είναι οι Κούρδοι;
Οι ιστορικοί γενικά συμφωνούν το ότι οι Κούρδοι ανήκουν στον ιρανικό κλάδο της αποκαλούμενης “μεγάλης οικογένειας των ινδοευρωπαϊκών φυλών”. Ο Kendal Nezan, πρόεδρος του Κουρδικού Ινστιτούτου του Παρισιού, στην Επισκόπηση της Ιστορίας των Κούρδων λέει χαρακτηριστικά: “Στους προϊστορικούς χρόνους, τα βασίλεια των Μιταννών (Mitanni), των Κασσιτών (Kassites) και των Ουρίων (Hourites) όριζαν αυτές τις ορεινές περιοχές, που βρίσκονται ανάμεσα στο ιρανικό οροπέδιο και τον Ευφράτη. Τον 7ο π.Χ. αιώνα, οι Μήδοι, ισοδύναμο των Κούρδων με ό,τι οι Γαλάτες για τους Γάλλους, ίδρυσαν μια αυτοκρατορία η οποία, το 612 π.Χ., κατέκτησε την ισχυρή Ασσυρία και επέκτεινε την κυριαρχία της σε ολόκληρη την Περσία, καθώς και στην κεντρική Ανατολία. Η ημερομηνία 612, άλλωστε, θεωρείται από τους Κούρδους εθνικιστές ως η αρχή του 1ου κουρδικού έτους”. [Institut Kurde de Paris, www.institutkurde.org/en/institute/who_are_the_kurds.php]. Με λίγα λόγια, γι' αυτούς σήμερα πρέπει να είμαστε στο 2629!
Από την ημερομηνία αυτή μέχρι την έλευση του Ισλάμ, η μοίρα των Κούρδων, τους οποίους Έλληνες γεωγράφοι και ιστορικοί αποκαλούσαν Καρδούχους, ήταν συνδεδεμένη με την μοίρα των άλλων πληθυσμών των αυτοκρατοριών που διαδέχθηκαν η μία την άλλη στην ιρανική γη: Σελτζούκων, Πάρθων και Σασσανιδών.
Ο συγγραφέας Wadie Jwaideh, στην εργασία του The Kurdish National Movement, Its Origins andDevelopments (Syracuse University Press, 2006), αποδεικνύει τις πλούσιες ιστορικές ρίζες του κουρδικού εθνικού κινήματος. Η εργασία του κρίθηκε ως ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόηση των πρώτων φάσεων του κουρδικού εθνικισμού, αλλά επίσης και ως βάση κατανόησης των μετέπειτα εξελίξεων. Ο καθηγητής Jwaideh γεννήθηκε στην Βασόρα, στο νότιο Ιράκ, σε μια Αραβόφωνη, Χριστιανική οικογένεια και εξ αιτίας αυτού ανέπτυξε μια οξεία διορατικότητα απέναντι στην κουρδική ιστορία. Γνωρίζοντας την γη και τους ανθρώπους της περιοχής αυτής εξ απαλών ονύχων, προέβλεψε το 1960 για τους Κούρδους, ότι θα είναι “ένας από τους σημαντικούς παράγοντες για την μελλοντική σταθερότητα και ασφάλεια όχι μόνο των χωρών όπου κατοικούν κουρδικοί πληθυσμοί, αλλά για ολόκληρη την Μέση Ανατολή”.
Έχοντας αντισταθεί σφοδρά στις αραβο-μουσουλμανικές επιδρομές, οι Κούρδοι στράφηκαν τελικά στο Ισλάμ, χωρίς, κατά συνέπεια, να αραβοποιηθούν. Αυτή η αντίσταση συνεχίστηκε για περίπου έναν αιώνα. Οι κουρδικές φυλές αντιστάθηκαν στις αραβικές φυλές για κοινωνικούς και όχι θρησκευτικούς λόγους. Χρησιμοποιήθηκαν όλες οι μέθοδοι για να πείσουν τους Κούρδους και να τους προσηλυτίσουν στο Ισλάμ, ακόμη, για παράδειγμα, το βασικό επιχείρημα, ότι η μητέρα του τελευταίου χαλίφη Omayyad, η Μαρουάν Χακίμ, ήταν Κούρδισσα.
Μια κουρδική δυναστεία, αυτή των Αγιουβιδών (Ayyubids, 1169-1250), που ιδρύθηκε από τον διάσημο Σαλαντίν, αναδύεται και αναλαμβάνει την ηγεσία του μουσουλμανικού κόσμου για περίπου έναν αιώνα, μέχρι τις Τουρκο-Μογγολικές επιδρομές του 13ου αιώνα. Το αξιοσέβαστο πρόσωπο του Σαλαντίν και τα κατορθώματά του κατά των Σταυροφόρων είναι πολύ γνωστά στην Ευρώπη. Η αυτοκρατορία του περιελάμβανε το σύνολο σχεδόν του Κουρδιστάν, αλλά και ολόκληρη την Συρία, την Αίγυπτο και την Υεμένη.
Με την εμφάνιση του Κουρδιστάν ως αναγνωρισμένης γεωγραφικής οντότητας, την υπεροχή της δυναστείας των Κούρδων στο μουσουλμανικό κόσμο και την άνθηση μιας σημαντικής γραπτής λογοτεχνίας στην κουρδική γλώσσα, ο 13ος αιώνας είναι σίγουρα μια πλούσια περίοδος στην ιστορία των Κούρδων. Κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα, επίσης, η Νεστοριανή Ορθόδοξη ή Καθολική εκκλησία, με μητροπολιτικό κέντρο της στο Κουρδιστάν, αναπτύσσεται με εξαιρετική ταχύτητα, οι αποστολές της εξαπλώνονται σε όλη την Ασία, μέχρι το Θιβέτ, το Sin Kiang, την Μογγολία και την Σουμάτρα. Η πιο θεαματική επιτυχία αυτών των αποστολών ήταν ο προσηλυτισμος του μεγάλου Χάνου της Μογγολίας Guyuk το 1248.
Στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, η κουρδική χώρα καταφέρνει να ανακάμψει από τις επιπτώσεις των Τουρκο-Μογγολικών επιδρομών και, παίρνοντας τη μορφή αυτόνομης οντότητας, ενώνεται από τη γλώσσα, την κουλτούρα και τον πολιτισμό της, αλλά χωρίζεται πολιτικά σε μια σειρά ηγεμονιών. Ωστόσο, τουλάχιστον μεταξύ των “διαβασμένων”, υπάρχει μια έντονη επίγνωση ότι ανήκουν σε μία ενιαία χώρα.
Ένας ποιητής του 16ου αιώνα, ο διάσημος Melaye Djaziri (1570-1640), από το πριγκιπάτο του Μποχτάν, θεωρούμενος ως ο Κούρδος Πιερ ντε Ροσνάρ (Pierre de Ronsard, Γάλλος αναγεννησιακός ποιητής, 1524-1585), αυτοπροσδιορίζεται με αυτούς τους όρους:
Είμαι το ρόδο της Εδέμ του Μποχτάν.
Είμαι η δάδα από τις νύχτες του Κουρδιστάν.
Στις αρχές του 16ου αιώνα η κουρδική χώρα γίνεται το μήλον της έριδος μεταξύ της Οθωμανικής και της Περσικής αυτοκρατορίας
Αντιμέτωποι με την επιλογή να προσαρτηθούν ώς ένα σημείο στην Περσία ή να αποδεχθούν επισήμως την υπεροχή του Οθωμανού σουλτάνου, με αντάλλαγμα μια ευρύτατη αυτονομία, οι Κούρδοι ηγέτες επέλεξαν τη δεύτερη λύση και έτσι το Κουρδιστάν, ή ακριβέστερα τα αμέτρητα φέουδα και ηγεμονίες εισήλθαν στους κόλπους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μέσω της διπλωματικής οδού. Αυτό το ιδιαίτερο καθεστώς εξασφάλισε στο Κουρδιστάν περίπου τρεις αιώνες ειρήνης. Οι Οθωμανοί ήλεγχαν κάποιες στρατηγικές φρουρές στην κουρδική επικράτεια, αλλά το υπόλοιπο της χώρας διοικείτο από τους Κούρδους άρχοντες και φύλαρχους.
Άλλωστε σε ισλαμικό έδαφος, όπως και την εποχή της Τουρκοκρατίας, η θρησκευτική συνείδηση γενικά κυριαρχεί επί της εθνικής συνείδησης.
Δεσμοί-Έκπληξη μεταξύ Ισραήλ και Κούρδων
“Οι άνθρωποι που βρίσκονται πλησιέστερα προς τους Εβραίους από γενετική άποψη μπορεί να είναι οι Κούρδοι”, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μελέτης του 2001 από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο.
Οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι τα ευρήματα φαίνεται να δείχνουν και οι δύο λαοί είχαν κοινούς προγόνους που έζησαν στο βόρειο μισό της εύφορης ημισελήνου, όπου είναι σήμερα το βόρειο Ιράκ και η Τουρκία.
Η καθηγήτρια Ariella Oppenheim και η Dr Marina Feirman, που πραγματοποίησαν την έρευνα στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, είπαν ότι ξαφνιάστηκαν όταν βρήκαν μια στενότερη γενετική σχέση μεταξύ των Εβραίων και των πληθυσμών της Εύφορης Ημισελήνου απ' ό,τι μεταξύ των Εβραίων και των Αράβων γειτόνων τους.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην The American Journal of Human Genetics (2001).
[Πηγή: Haaretz, 21/11/2001, http://www.haaretz.com/study-finds-close-genetic-connection-between-jews-kurds-1.75273]
“Μια σύγκριση μεταξύ Εβραίων και Κούρδων φανερώνει πολλές ομοιότητες”, λέει η Ισραηλινή συγγραφέας και ερευνήτρια Ofra Bengio σε μια ανάλυσή της στο Middle East Quarterly, το καλοκαίρι του 2014. “Και οι δύο είναι σχετικά μικρά έθνη (15 εκατομμύρια Εβραίοι και 30 εκατομμύρια Κούρδοι), τραυματισμένοι από διώξεις και πολέμους. Και οι δύο έχουν δώσει αγώνες ζωής και θανάτου για να διατηρήσουν την μοναδική ταυτότητά τους, και οι δύο έχουν τεθεί εκτός νόμου και στερηθεί το δικαίωμα σε ένα δικό τους κράτος. Επιπλέον, και οι δύο είναι εθνικά διαφορετικοί από γειτονικούς τους Άραβες, Πέρσες, και Τούρκους, που αποτελούν την πλειοψηφία στην Μέση Ανατολή. Είναι ενδιαφέρον ότι, πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει πως οι γενετικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και Κούρδων είναι πιο έντονες από ό,τι εκείνες μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Αυτό απηχεί τον περίφημο μύθο για την προέλευση των Κούρδων από τον βασιλιά Σολομώντα. [Πηγή: Middle East Quarterly, http://www.meforum.org/3838/israel-kurds, Καλοκαίρι 2014]
Η Ofra Bengio είναι ερευνήτρια στο Κέντρο Μελετών Μέσης Ανατολής και Αφρικής Μοσέ Νταγιάν, στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Κούρδοι του Ιράκ: Η οικοδόμηση ενός Κράτους εν Κράτει” (The Kurds of Iraq: Building a State within a State, Lynne Rienner Publishers, 2012) και επιμελήτρια του “Κούρδοι: Δημιουργία Έθνους σε μια Κατακερματισμένη Πατρίδα” (The Kurds: Nation-Building in a Fragmented Homeland, Texas University Press, 2014).
Ένα άλλο άρθρο, τον Φεβρουάριο του 2003, στην έγκυρη τουρκική εφημερίδα Χουριέτ υποστήριζε ότι ο Μασούντ Μπαρζανί, ηγέτης του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος (KDP), μιας από τις δύο πολιτικές παρατάξεις που ελέγχουν την αυτόνομη κουρδική περιοχή του βόρειου Ιράκ, είναι Εβραίος και κατάγεται από μια οικογένεια με μακρά σειρά Κούρδων ραβίνων. [Πηγή: 11/4/2003, http://forward.com/news/8576/alleged-kurdish-jewish-links-stir-turkish-conspira/]
Στο άρθρο, ο ερευνητής - ένας ιστορικός που ονομάζεται Ahmet Ucar - είπε ότι οι "εβραϊκές ρίζες" του Μπαρζανί θα έπρεπε να οδηγήσουν σε μια διαφορετική αντίληψη της περιοχής και την ιστορία της, δεδομένου ότι η εβραϊκή Βίβλος δηλώνει ότι η εβραϊκή «Γη της Επαγγελίας» εκτείνεται από τον Νείλο μέχρι τον Ευφράτη, μια περιοχή που περιλαμβάνει κουρδικό έδαφος στο βόρειο Ιράκ.
Μια σειρά άρθρων της εφημερίδας Haber Turk, που δημοσιεύθηκαν μετά την ιστορία που ξεκίνησε η Χουριέτ, πήγαν το θέμα παραπέρα.
Ο Κουρδο-Εβραϊκός πληθυσμός στο Ιράκ, το Ιράν και την Τουρκία εκτιμάται ότι έφθανε τις 25.000 στο ζενίθ του, αν και το σύνολο σχεδόν της κοινότητας αυτής έφυγε για το εβραϊκό κράτος αμέσως μετά τον Πόλεμο του Ισραήλ το 1948. Δεν υπάρχει σαφής εβραϊκή κοινότητα που να παραμένει στην περιοχή σήμερα.
Ο Ριφάτ Μπαλί, ένας Εβραίος ιστορικός της Κωνσταντινούπολης, είπε ότι η ιστορία Μπαρζανί είναι μέρος μιας ευρύτερης θεωρίας συνωμοσίας που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, την οποία υποστηρίζουν ιδιαίτερα οι συντηρητικοί εθνικιστικοί και ισλαμικοί κύκλοι της Τουρκίας.
Πράγματι, στην Τουρκία κυκλοφορεί βιβλίο με τίτλο "Το Κουρδικό Χαρτί του Ισραήλ” (Israel'sKurdish Card), το οποίο περιγράφει τη δυνατότητα του Ισραήλ να επεκτείνει τα σύνορά του μέσω συμμαχίας με τους Κούρδους.
Οι Κούρδοι τον 20ο αιώνα
Οι κουρδικοί πληθυσμοί, κατά γενικό κανόνα, δεν σκεπτόντουσαν να ξεσηκωθούν και να επιχειρήσουν την δημιουργία ενός ενωμένου Κουρδιστάν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία επενέβη στις υποθέσεις τους και προσπάθησε να θέσει τέλος στην αυτονομία τους.
Οι πόλεμοι για την ενοποίηση και την ανεξαρτησία του Κουρδιστάν σηματοδοτούν το πρώτο μέρος του 19ου αιώνα. Το 1847, το τελευταίο ανεξάρτητο κουρδικό πριγκιπάτο, αυτό του Bohtan, καταρρέει.
Από το 1847-1881, παρατηρούμε νέες εξεγέρσεις, υπό την ηγεσία των παραδοσιακών αρχηγών, συχνά θρησκευτικές, για τη δημιουργία κουρδικού κράτους. Αυτό θα συνεχισθεί, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με μια ολόκληρη σειρά σποραδικών και περιφερειακών εξεγέρσεων ενάντια στην κεντρική Οθωμανική κυβέρνηση, οι οποίες θα κατασταλούν σκληρά.
Με την έλευση του 20ου αιώνα, τα εθνικιστικά κινήματα κέρδισαν έδαφος στην Μέση Ανατολή.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει την κουρδική κοινωνία διαιρεμένη, αποκεφαλισμένη, χωρίς συλλογικό σχέδιο για το μέλλον της.
Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι υπέγραψαν την Συμφωνία Σάϊκς-Πικό με σκοπό να μοιράσουν την Εγγύς και την Μέση Ανατολή σε έθνη-κράτη και ζώνες ελέγχου για να υποστηρίξουν τα δικά τους αποικιοκρατικά συμφέροντα. Οι πρώην επαρχίες της Συρίας και της Μεσοποταμίας υπό τους Οθωμανούς διανεμήθηκαν, επί χάρτου, σε πέντε έθνη-κράτη: ο Λίβανος και η Συρία υπό γαλλικό έλεγχο και η Παλαιστίνη, η Ιορδανία και το Ιράκ πέρασαν στην βρετανική επιρροή.
Στο τέλος του Πολέμου, η Συνθήκη των Σεβρών, που συντάχθηκε για να αντιμετωπίσει την διάλυση και τον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενίσχυσε τις κουρδικές εθνικές προσδοκίες προτείνοντας δημοψήφισμα ώστε να λυθεί το πρόβλημα της ανεξαρτησίας τους. Όμως, η επικράτηση του Κεμάλ και των Νεοτούρκων ακύρωσε την συνθήκη αυτή και έφερε την Συνθήκη της Λωζάννης, που υπογράφηκε το 1923 και έδωσε όλη την Ανατολία και την Μικρά Ασία στη Νέα Τουρκική Δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένων των κουρδικών εδαφών.
Έτσι, στο τέλος του 1925, η χώρα των Κούρδων, γνωστή από τον 12ο αιώνα με το όνομα «Κουρδιστάν», βρίσκεται χωρισμένη μεταξύ τεσσάρων κρατών: την Τουρκία, το Ιράν, το Ιράκ και την Συρία. Και για πρώτη φορά στην μακραίωνη ιστορία της, δεν θα είχε ούτε την πολιτιστική αυτονομία της.
Οι ελπίδες των Κούρδων έγιναν στάχτη. Τα επόμενα 70 χρόνια, από το 1923 μέχρι το 1990, έδωσαν χωριστούς αγώνες (ανταρτοπόλεμους) για να επιτύχουν την αυτονομία τους.
Μετά το 1991 και την επιβολή από τις ΗΠΑ ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στην περιοχή του Ιρακινού Κουρδιστάν, οι Κούρδοι του Ιράκ απέκτησαν μια σχετική αυτονομία μέχρι το 2003, όταν οι Αμερικανοί εισέβαλαν στο Ιράκ και οι Πεσμεργκά (οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ιρακινού Κουρδιστάν) ενώθηκαν μαζί τους για να πολεμήσουν τον Σαντάμ.
Μετά την αλλαγή του καθεστώτος της Βαγδάτης, το νέο Σύνταγμα της χώρας αναγνώρισε την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν και το Κοινοβούλιο του Κουρδιστάν.
Το παχυλά χρηματοδοτούμενο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας (ISIS) ήταν η τελευταία υπαρξιακή απειλή για τους Κούρδους, αφού επιτίθετο στις κουρδικές πόλεις τόσο της Συρίας όσο και του Ιράκ.
Το κουρδικό χαρτί του Ισραήλ
Οι τελευταίες αναταραχές και πολεμικές συγκρούσεις στην Μέση Ανατολή και οι συνακόλουθες αλλαγές στον γεωπολιτικό χάρτη έχουν θεωρητικά αναβαθμίσει την νομιμοποίηση των δύο “απόβλητων εθνών” της περιοχής, των Κούρδων και των Ισραηλινών.
Οι Κούρδοι Εβραίοι, που έχουν μεταναστεύσει στο Ισραήλ από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, έγιναν εξαιρετικοί πρεσβευτές των Κούρδων του Ιράκ, δημοσιοποιώντας και υπερασπίζοντας την υπόθεσή τους μεταξύ των Ισραηλινών πολιτών.
Το 1966, ο Ιρακινός υπουργός Άμυνας Abd al-Aziz al-Uqayli κατηγόρησε τους Κούρδους του Ιράκ ότι επεδίωκαν την δημιουργία «ενός δεύτερου Ισραήλ» στην Μέση Ανατολή. Ισχυρίστηκε επίσης ότι “η Δύση και η Ανατολή υποστηρίζουν τους αντάρτες για να δημιουργήσουν [khalq] ένα νέο κράτος του Ισραήλ στο βόρειο τμήμα της πατρίδας, όπως είχαν κάνει το 1948, όταν δημιουργήθηκε το Ισραήλ. Είναι σαν να επαναλαμβάνεται η ιστορία”. Ένας Άραβας σχολιαστής είχε προειδοποιήσει νωρίτερα ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, “οι Άραβες θα αντιμετώπιζαν εντός δύο δεκαετιών την δεύτερη καταστροφή τους [νάκμπα] μετά την Παλαιστίνη”.
Η κατευθυντήρια γραμμή που διέπει τις σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και των Κούρδων του Ιράκ είναι: «Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Κοινός εχθρός τους ήταν η κυβέρνηση της Βαγδάτης. Το πιο επικίνδυνο και για τους δύο ήταν το κόμμα Μπάαθ που κυβέρνησε το Ιράκ την περίοδο 1968-2003. Αλλά στην πραγματικότητα, οι Ισραηλο-Κουρδικοί δεσμοί προηγούντο του Μπάαθ, χρονολογούνται από το 1950, όταν ξεκίνησε για πρώτη φορά η στρατηγική εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ για περιφερειακή συμμαχία.
Αυτοί οι δεσμοί, μυστικό κρυμμένο και από τις δύο πλευρές, έφτασαν στο αποκορύφωμά τους στα πρώτα χρόνια του Μπάαθ, το 1968-1975. Ο Μπαρζανί επισκέφθηκε το Ισραήλ μυστικά δύο φορές, το 1968 και το 1973, και συναντήθηκαν με υψηλόβαθμους Ισραηλινούς αξιωματούχους και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Η Ιερουσαλήμ εξασφάλισε πληροφορίες, καθώς και υποστήριξη για μερικές χιλιάδες Εβραίους που εγκατέλειψαν το Μπααθικό Ιράκ. Οι Κούρδοι, σε αντάλλαγμα, εξασφάλισαν ασφάλεια και ανθρωπιστική βοήθεια, καθώς και σύνδεση με τον έξω κόσμο, ειδικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μια αξιόπιστη πηγή υποστήριξε ότι όλη η εκπαίδευση των Κούρδων έγινε από το Ισραήλ. Ο Ραφαέλ Εϊτάν, ο οποίος επισκέφθηκε το Κουρδιστάν το 1969, πριν γίνει αρχηγός του Επιτελείου των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, δήλωσε ότι το σύνολο σχεδόν των ισραηλινών εκπαιδευτών ήταν αλεξιπτωτιστές. Ισραηλινοί επίσης υπηρετήσαν ως σύμβουλοι σε δραστηριότητες, όπως εκστρατείες προπαγάνδας στην Ευρώπη, μαθήματα για το κουρδικό νοσηλευτικό προσωπικό, καθώς και στην δημιουργία σχολικών βιβλίων στην κουρδική γλώσσα.
Ωστόσο, η παράδοση που διέπει τις σχέσεις του Ισραήλ με το τουρκικό ΡΚΚ (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν) ήταν το αντίθετο από αυτήν με το κυριαρχούμενο από τον Μπαρζανί Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (KDP). Με το PKK ήταν: “Ο φίλος του εχθρού μου είναι εχθρός μου”. Οι φίλοι του ΡΚΚ ήταν η Συρία και οι ριζοσπαστικές παλαιστινιακές ομάδες που ενεργούν υπό την αιγίδα της Δαμασκού, ενώ ο παλαιός φίλος του Ισραήλ ήταν η Τουρκία.
Ο πόλεμος στη Συρία έχει επίσης φέρει τους Κούρδους της Συρίας στο προσκήνιο. Σύμφωνα με τον γνωστό Αμερικανό δημοσιογράφο Seymour Hersh, σε ένα άρθρο του 2004, οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν αποδείξεις ότι η Ιερουσαλήμ χρησιμοποιούσε τους νέους “μοχλούς” της εντός των κουρδικών κοινοτήτων στη Συρία (και στο Ιράν) για συλλογή πληροφοριών και επιχειρησιακούς σκοπούς. Ο Hersh ανέφερε επίσης ότι, ο Λιβανέζος υπουργός Πληροφοριών Michel Samaha είπε πως η κυβέρνησή του είχε αποδείξεις ότι το Ισραήλ “προετοίμαζε τους Κούρδους για να πολεμήσουν σε όλο το Ιράκ, την Συρία, την Τουρκία και το Ιράν. Έχουν προγραμματιστεί να κάνουν επιχειρήσεις κομμάντο”.
Τι φέρνει το εγγύς μέλλον
Εάν οι Κούρδοι κερδίσουν οποιασδήποτε μορφής κρατική υπόσταση, θα πρόκειται για το αποκορύφωμα ενός αγώνα δεκαετιών. Αλλά οι εορτασμοί πιθανόν να είναι σύντομοι. Πολλές από τις περιοχές που διεκδικούν οι Κούρδοι αμφισβητούνται από τους γείτονες. Αν οι Κούρδοι (ή οι γείτονές τους) αρνηθούν να δεχτούν τα νέα σύνορα και όρια, τότε η εν λόγω ανεξαρτησία μπορεί απλώς να πυροδοτήσει ένα νέο γύρο συγκρούσεων, κάτι ανάλογο με το Ισραήλ μετά το 1948.
Ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν θα επηρεάσει όχι μόνο τους Κούρδους αλλά και την ευρύτερη περιοχή. Αν το Κουρδιστάν ιδρυθεί είτε ως ένα ή ως περισσότερα κράτη ή ως περιφερειακή συνομοσπονδία, αυτό θα ταρακουνήσει αντιλήψεις που επικρατούν πάνω από μισό αιώνα σχετικά με τα πάντα, από το μοίρασμα των υδάτινων πόρων μέχρι το εμπόριο και τις μεταφορές και την Ενέργεια στην Μέση Ανατολή.
Τα γεγονότα αυτά μπορεί να επιτρέψουν τις ανοικτές σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Κούρδων. Όμως, από κουρδικής πλευράς, οι αντιπαλότητες μεταξύ των τεσσάρων τμημάτων του Κουρδιστάν και ο φόβος του ανταγωνισμού μεταξύ των γειτονικών κρατών δυσκολεύουν την ανάπτυξη ξεκάθαρης στρατηγικής απέναντι στο Ισραήλ.
Ακόμη και στην Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν (KRG), όπου οι μυστικές σχέσεις με το Ισραήλ είναι ισχυρές και μακρόχρονες, υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τις αντιδράσεις από την πλευρά της Βαγδάτης και ιδιαίτερα της Τεχεράνης. Η επιθυμία της KRG να συνεργασθεί με τις αναπτυσσόμενες αγορές στις αραβικές χώρες, κυρίως στις χώρες του Περσικού Κόλπου, αποτελεί άλλο ένα εμπόδιο. Όπως το έθεσε ο Mahmud Othman, Κούρδος και μέλος του κοινοβουλίου της Βαγδάτης: “Το Κουρδιστάν χρειάζεται τους Άραβες. Ζούμε σε μια αραβική χώρα, και είμαστε μια ομοσπονδιακή περιοχή μέσα στο Ιράκ. Δεν χρειαζόμαστε σχέση με [το Ισραήλ], χρειαζόμαστε σχέσεις με τους Άραβες, χρειαζόμαστε σχέσεις με το Ιράν, πρέπει να είμαστε κοντά στην Τουρκία”. Ανάλογες ανησυχίες εκφράστηκαν από Κούρδους αξιωματούχους, που δήλωσαν ότι η KRG δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις της με τους Άραβες, τους Τούρκους και τους Ιρανούς για χάρη των σχέσεων με το Ισραήλ.
Στο Τελ Αβίβ, επίσης, υπάρχουν και εκεί επιφυλάξεις σχετικά με τις ανοικτές σχέσεις με τους Κούρδους.
Εντέλει, μπορεί στο εγγύς μέλλον, η Ισραηλινή να είναι μία από τις πρώτες κυβερνήσεις που θα αναγνωρίσουν το Κουρδιστάν, όμως, δεδομένης της ιστορίας της περιοχής και της γεωγραφικής σημασίας του Κουρδιστάν ως ενός από τα σταυροδρόμια της Μέσης Ανατολής, η πιθανότητα για μια διαρκή σύγκρουση είναι επίσης εξαιρετικά υψηλή.
*Δημοσιεύθηκε στο Τρίτο Μάτι τ.248 (Ιανουάριος 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου