Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Οι Κυριακές στη Νέα Υόρκη

Ο Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Μαγιακόφσκι ήταν Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι γεννήθηκε 19-7-1893 στο χωριό Μπαγκνάτι της Γεωργίας. Ο πατέρας του υπηρετούσε ως δασικός υπάλληλος. Είναι το τρίτο παιδί της οικογένειας που το 1902 μετακομίζει στο Κουταϊσι , πρωτεύουσα της επαρχίας.
Επιλογή – επιμέλεια: Ειρηναίος Μαράκης //
Οι αντιφάσεις της αμερικανικής κοινωνίας στις αρχές του 20ου αιώνα, ο τρόπος ζωής και η καθημερινότητα τόσο των αστών όσο και της εργαζόμενης και καταπιεσμένης πλειοψηφίας, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, η εκσυγχρονισμένη και εκβιομηχανισμένη Αμερική αλλά παράλληλα και τόσο αλλοτριωμένη, προκάλεσαν ιδιαίτερη εντύπωση στον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και κατά τη διάρκεια σχετικού ταξιδιού του το 1925 στη μητρόπολη του καπιταλισμού.

Στο έργο του “Η δική μου Αμερική”, αποτυπώνονται έντονα αυτές οι αντιφάσεις, πότε με κριτικό λόγο και πότε με σαρκαστικό τρόπο, και με το χαρακτηριστικό (επαναστατικό και φουτουριστικό) χιούμορ του ποιητή. Στο πολύ σύντομο (αναγκαστικά) απόσπασμα που ακολουθεί ο αναγνώστης μπορεί να πάρει μια γεύση για όλα αυτά. Εδώ, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ποιητή, είναι οι Κυριακές στη Νέα Υόρκη:

“Σιχαίνομαι τη Νέα Υόρκη τις Κυριακές. Γύρω στις δέκα, κάποιος υπάλληλος γραφείου απέναντι, φορώντας μόνο λιλά εσώρουχα, σηκώνει τα στόρια του. Χωρίς να φορέσει το παντελόνι του, κάθεται δίπλα στο παράθυρο με την εκατοντασέλιδη έκδοση της Γουόρλντ ή των Τάιμς που ζυγίζει γύρω στο ένα κιλό. Θα διαβάσει για μια ώρα πρώτα το ποιητικό και πολύχρωμο τμήμα με τις διαφημίσεις των μεγάλων καταστημάτων (που αποτελεί τη βάση της εικόνας που έχει ο μέσος αμερικανός για τον κόσμο), και μετά τις διαφημίσεις θα ρίξει μια ματιά στις σελίδες με τις διαρρήξεις και τις ληστείες.

Ύστερα φοράει το σακάκι και το παντελόνι του, από το οποίο κρέμεται έξω πάντα το πουκάμισο. Κάτω από το πηγούνι του είναι σφιγμένη μια μόνιμα δεμένη γραβάτα — με ένα χρώμα σαν διασταύρωση ανάμεσα σε καναρίνι, πυρκαγιά και τη Μαύρη Θάλασσα. Ντυμένος πια, ο αμερικανός θα φροντίσει να καθίσει για άλλη μια ώρα με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου ή με τον πορτιέρη σε καρέκλες, στα χαμηλά σκαλιά που κάνουν το γύρο του σπιτιού ή σε καθίσματα στον κοντινότερο γυμνό μικρό κήπο.

Η συζήτηση επικεντρώνεται στο ποιος επισκέφθηκε ποια τη νύχτα, αν ακούστηκε τίποτα για κανέναν που ήπιε, και — αν έχουν υπάρξει επισκέψεις ή πιοτό — αν πρέπει αυτά τα άτομα να καταγγελθούν, ώστε να τους γίνει έξωση επειδή είναι μοιχαλίδες ή μεθύστακες.

Στη μία ο αμερικανός πηγαίνει για μεσημεριανό σε κάποιο μέρος όπου προτιμούν για μεσημεριανό πλουσιότεροι απ’ αυτόν, και όπου η καλή κυρία του θα εκστασιαστεί με κάποιο παχύ πουλερικό για δεκαεφτά δολάρια. Μετά, ο αμερικανός θα πάει για εκατοστή φορά στον τάφο του Στρατηγού Γκραντ και της Κυρίας Στρατηγού Γκραντ, που είναι στολισμένος με βιτρό. Ή, αφού βγάλει τις μπότες και το σακάκι του, θα ξαπλώσει σε κάποιο πάρκο πάνω σε ένα διαβασμένο φύλλο των Τάιμς, κληροδοτώντας στην κοινωνία και την πόλη τα κομμάτια της εφημερίδας του, ένα περιτύλιγμα τσίχλας και μια περιοχή ποδοπατημένης χλόης.

Οι πλουσιότεροι ανοίγουν ακόμη την όρεξή τους τριγυρίζοντας με τα αυτοκίνητά τους, περνώντας περιφρονητικά δίπλα από τα πιο φτηνά αμάξια, και κοιτάζοντας με ζήλια τα πιο πολυτελή και ακριβά μοντέλα.

Φυσικά, οι αμερικανοί — που δεν είναι ιδιαίτερα γαλαζοαίματοι — ζηλεύουν ιδιαίτερα εκείνους που μπορούν να έχουν το μικρό χρυσό στέμμα του βαρόνου ή του κόμη στις πόρτες του αυτοκινήτου τους.”

~

“Ύστερα σκορπίζονται στα σπίτια τους. Και αφού αλλάξουν ρούχα, ξεκινούν για βραδινό.

Οι λίγο πιο φτωχοί (όχι φτωχοί, αλλά λίγο πιο φτωχοί) τρώνε μάλλον καλύτερα, οι πλούσιοι μάλλον χειρότερα. Οι λίγο πιο φτωχοί τρώνε φρεσκοαγορασμένα τρόφιμα στο σπίτι τους. Τρώνε με ηλεκτρικό φως, σαν να θέλουν να ξέρουν με κάθε λεπτομέρεια τι καταπίνουν.

Οι κάπως πλουσιότεροι πηγαίνουν σε ακριβά εστιατόρια και τρώνε πιπερωμένα μπαγιάτικα φαγητά που έχουν χαλάσει ή είναι κονσερβαρισμένα. Τρώνε μέσα στο μισοσκόταδο, προτιμώντας τα κεριά από τον ηλεκτρισμό.

Αυτά τα κεριά με κάνουν και γελάω.

Όλος ο ηλεκτρισμός ανήκει στην μπουρζουαζία, αυτοί όμως τρώνε με κεριά.

Έχουν έναν ασυνείδητο φόβο για τον ίδιο τον ηλεκτρισμό τους.

Ντρέπονται, σαν τον μάγο που έχει επικαλεστεί πνεύματα που δεν μπορεί να ελέγξει.

Την ίδια ακριβώς στάση έχουν οι περισσότεροι σε σχέση με την υπόλοιπη τεχνολογία τους.

Αφού επινόησαν το γραμμόφωνο και το ραδιόφωνο, τα πετούν στους “πληβείους” (όπως λένε περιφρονητικά) κι αυτοί πάνε κι ακούνε Ραχμάνινοφ [1], τον οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις δεν τον καταλαβαίνουν. Όμως του δίνουν τα κλειδιά κάποιας πόλης, και του κάνουν δώρο ένα χρυσό καλάθι με μετοχές κάποιας εταιρείας αποχετεύσεων — αξίας σαράντα χιλιάδων δολαρίων.

Αφού επινόησαν τον κινηματογράφο, τον πετούν στις μάζες, κι αυτοί μαλώνουν μεταξύ τους για εισιτήρια διαρκείας στην όπερα, όπου η γυναίκα του βιομήχανου ΜακΚόρμικ που έχει μια περιουσία αρκετή για να κάνει ό,τι θέλει, ξεφωνίζει σαν λευκή φάλαινα ξεσκίζοντας τα αυτιά σου. [2] Και αν οι λακέδες της όπερας δεν έχουν το νου τους, ο κόσμος της πετά σάπια μήλα και κλούβια αυγά.

Ακόμη και όταν οι τύποι της “καλής κοινωνίας” πηγαίνουν στον κινηματογράφο, σου λένε ξεδιάντροπα ψέματα, ότι ήταν στο μπαλέτο ή σε κάποια γυμνή επιθεώρηση.”

~

“Η κυριακάτικη ζωή φθάνει στο τέλος της γύρω στις δύο τη νύχτα, και όλη η νηφάλια Αμερική — τρεκλίζοντας εύθυμη, ή τουλάχιστον κάπως τονωμένη — γυρίζει πίσω στο σπίτι της.”



______________________________________________________________

[1] Ραχμάνινοφ: ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873-1943) μετανάστευσε από τη Ρωσία στις αρχές της Επανάστασης και εγκαταστάθηκε κυρίως στις ΗΠΑ όπου απέκτησε μεγάλη φήμη ως πιανίστας.

[2] αναφέρεται στην Γκάνα Γουάλσκα (δεύτερη γυναίκα του Χάρολντ Φόουλερ ΜακΚόρμικ), πολωνή τραγουδίστρια της όπερας, που δεν είχε πολύ καλή μουσική φήμη.



Τα αποσπάσματα (σελ. 75-83) και οι παραπομπές προέρχονται από το βιβλίο του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι “Η δική μου Αμερική”, σε μετάφραση του Γιώργου Μπαρουξή και από τις εκδόσεις “Το Ποντίκι” (Φεβρουάριος του 2007, πρώτη έκδοση).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου