Του Φράνκο Τουριλιάτο
O Φράνκο Τουριλιάτο, στέλεχος της Sinistra Anticapitalista στην Ιταλία, γράφει για την πολιτική συγκυρία, την κατάσταση της ταξικής πάλης στην Ιταλία και τις προσπάθειες της Αριστεράς και του κινήματος στο δρόμο για το κρίσιμο δημοψήφισμα του Ρέντσι. Ο Τουριλιάτο θα βρίσκεται στη διεθνή συνάντηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που οργανώνει το Rproject στις 4-5-6 Νοέμβρη, και θα είναι ένας από τους ομιλητές στην συζήτηση "Η Ευρώπη σε κρίση"Ο τετραγωνισμός του κύκλου
Η κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι έχει ένα σοβαρό πρόβλημα: πρέπει να βρει το κατάλληλο μείγμα για μια φορολογική μεταρρύθμιση που να μη φαίνεται πολύ αντιλαϊκή, να κάνει κάποιες παραχωρήσεις, όσο ασήμαντες κι αν είναι, να μην αυξήσει τον ΦΠΑ, να αποφύγει έτσι τις αρνητικές συνέπειες αυτήν τη στιγμή, και ταυτόχρονα να καταφέρει να μειώσει μακροπρόθεσμα τη φορολογία των επιχειρήσεων και να συνεχίσει το έργο της αποδυνάμωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ο πολιτικός στόχος είναι καθαρός: πρόκειται για μια προσπάθεια συγκέντρωσης υποστήριξης μπροστά στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου.[1]
Το έργο του Ρέντσι είναι περίπλοκο διότι, αν από τη μια μεριά η Κομισιόν είναι διατεθειμένη να επιτρέψει ένα περιθώριο ελιγμών στην ιταλική κυβέρνηση –δηλαδή να επιτρέψει μια υστέρηση των ισολογισμών της τάξης του 2% αντί για 0,5% μεσοπρόθεσμα[2]–, από την άλλη μεριά ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, έρχεται να υπενθυμίσει ότι αυτή η ευελιξία έχει όρια. Κι από την πλευρά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων δεν υπάρχει κανένα δείγμα αλλαγής προσανατολισμού: ο δημοσιονομικός κορσές παραμένει το άλφα και το ωμέγα των πολιτικών τους επιλογών. Το πολύ πολύ να γίνουν κάποιες διορθωτικές κινήσεις, μερικού και προσωρινού χαρακτήρα, για καταστάσεις ιδιαίτερα κρίσιμες, όπως αυτή που μπορεί να γνωρίσει η Ιταλία, δεδομένου ότι η ιταλική χερσόνησος είναι βασικό κομμάτι του παζλ της ΕΕ. Σε αυτό το παιχνίδι ρόλων, ο αποκλεισμός του Ρέντσι από τη συνάντηση Μέρκελ - Ολάντ [στις 15 Σεπτέμβρη] είναι μάννα εξ ουρανού, αφού μπορεί να του επιτρέψει να παρουσιαστεί ως «η εναλλακτική», ως εκείνος «που ασκεί κριτική» στη λιτότητα.
Στο μεταξύ, οι τεχνοκράτες της κυβέρνησης σχεδιάζουν νέες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, στην υγεία, στη μεταφορά κονδυλίων στην περιφέρεια. Και δεν τους απασχολεί το γεγονός ότι οι βίαιες περικοπές της τελευταίας δεκαετίας παράγουν πλέον τα καταστροφικά τους αποτελέσματα στο επίπεδο της πραγματικής ζωής του πληθυσμού, ιδιαίτερα με την εξελισσόμενη κατάρρευση του δημόσιου συστήματος υγείας.
Αντιθέτως, η χρηματοδότηση του νέου και ανεύθυνου πολέμου στη Λιβύη δεν θεωρήθηκε πρόβλημα.[3]
Αφεντικά και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες
Η δολοφονία ενός Αιγύπτιου εργάτη και συνδικαλιστή του ανεξάρτητου συνδικάτου USB (Unione sindacale di base - Συνδικαλιστική Ομοσπονδία Βάσης), στην Πλακεντία, νότια του Μιλάνου, την ώρα που συμμετείχε σε απεργιακή πικετοφορία, η ατελείωτη λίστα «τυχαίων» θανάτων εν ώρα εργασίας, η απίστευτη ιστορία των εργαζόμενων στη Fiat-Chrysler στη Νάπολη, μελών του ανεξάρτητου συνδικάτου Cobas (Comitati di base - Επιτροπές βάσης), που απολύθηκαν από τον διευθύνοντα σύμβουλο Σέρτζιο Μαρκιόνε[4], απόλυση που στηρίζεται ακόμη από την ταξική δικαιοσύνη των αφεντικών[5], όπως και οι αναρίθμητες επιθέσεις της κυβέρνησης στους αγώνες των εργαζομένων, δείχνουν την έκταση που έχει ο ταξικός αγώνας. Αυτά είναι παραδείγματα ενδεικτικά της βίας που είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν οι καπιταλιστές και το σύστημά τους.
Εάν οι μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες αποφάσιζαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, σε ό,τι αφορά τις συνθήκες ζωής και εργασίας, το έργο της κυβέρνησης και της Confindustria [η μεγαλύτερη ιταλική ένωση βιομηχάνων] θα ήταν ξεκάθαρα πιο δύσκολο. Αντιθέτως, η υποταγή και η παθητικότητα των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών απέναντι στις επιλογές των αφεντικών και των αρχών μετατρέπουν τις οργανώσεις αυτές σε αποφασιστική εφεδρεία των κυρίαρχων τάξεων. Αυτό αποδεικνύεται από την πρόσφατη συμφωνία που υπογράφηκε ανάμεσα στις τρεις μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες ‒CGIL, CISL και UIL‒ και την Confindustria, με αντικείμενο τις αναδιαρθρώσεις και τις απολύσεις. Αντί να προσπαθήσουν να εμποδίσουν τα μέτρα της συμφωνίας, που επιβαρύνουν αποκλειστικά τους εργαζόμενους, οι τρεις συνδικαλιστικές ηγεσίες συνεργάστηκαν με την ένωση των αφεντικών για να διευκολύνουν την εφαρμογή της συμφωνίας, με τρόπο τέτοιο που να αποφευχθούν οι αγώνες και οι κοινωνικές συγκρούσεις ...!
Η δε ηγεσία της FIOM [Federazione italiana operai metallurgici, συνδικάτο μετάλλου συνδεδεμένο με την CGIL, τη μεγαλύτερη συνδικαλιστική ομοσπονδία της χώρας] –ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία με τη Σουζάνα Καμούσο [γενική γραμματέα της CGIL][6]–, δεν δείχνει πια πρόθεση για κατά μέτωπο κοινωνική σύγκρουση (παρά μόνο στα τηλεοπτικά παράθυρα). Κι αυτό παρά το γεγονός ότι τα συνδικάτα θα έχουν να αντιμετωπίσουν τη Federmeccanica [την ένωση των επιχειρηματιών στη μηχανουργία], η οποία εξέφρασε την πρόθεσή της να αφαιρέσει κάθε περιεχόμενο από την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας. Για να μη μιλήσουμε για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, που οι μισθοί τους είναι παγωμένοι τα τελευταία 6 χρόνια[7] και στην πλάτη των οποίων ετοιμάζεται η κυβέρνηση να εξοικονομήσει χρήματα χωρίς τα συνδικάτα ούτε καν να επιχειρούν να κινητοποιηθούν.
Δεν θα πάμε πολύ μακριά αν παραιτηθούμε από τη μάχη ενάντια στη λιτότητα και από την αντίσταση στα δόγματα και τους εκβιασμούς της καπιταλιστικής αγοράς. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να εγγραφεί η δημοκρατική μάχη για το Όχι στο δημοψήφισμα για τον νόμο Ρέντσι-Μπόσκι [η Έλενα Μπόσκι είναι υπουργός Συνταγματικών Μεταρρυθμίσεων]. Θα πρέπει να θεωρηθεί προέκταση των αγώνων για τις κοινωνικές παροχές και τις συλλογικές συμβάσεις. Γιατί θα είναι δύσκολο να κερδηθεί η θεσμική μάχη χωρίς μια εργατική και κοινωνική κινητοποίηση που να επιδιώκει την πολιτική ηγεμονία και να στέκεται εμπόδιο στις επιθέσεις της αστικής τάξης πριν και μετά την ψηφοφορία.
Είναι αναγκαία μια κινητοποίηση ενωτική και πλουραλιστική
Υποστηρίζουμε από το καλοκαίρι την ανάγκη μιας κινητοποίησης ενωτικής και πλουραλιστικής για να πούμε Όχι στο δημοψήφισμα, για να αποκρούσουμε τη φορολογική μεταρρύθμιση του Ρέντσι, για να υπερασπιστούμε την εργασία και τις συλλογικές συμβάσεις. Αυτή η κινητοποίηση πρέπει να στηριχθεί, να οργανωθεί και να σχεδιαστεί από όλες τις συνιστώσες του κινήματος, από τις επιτροπές για το δημοψήφισμα, από τις δυνάμεις της Αριστεράς, τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα. Είναι αλήθεια ότι η καθεμία από τις συνιστώσες θα πρέπει να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα τις προτάσεις της, θα πρέπει όμως και να κατεβούμε όλοι μαζί στο δρόμο, χωρίς σεχταρισμούς και διαγκωνισμούς. Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε να αλλάξουμε τους συσχετισμούς και να δημιουργήσουμε ένα αξιόπιστο σημείο αναφοράς, όχι μόνο για το σύνολο των εργαζομένων αλλά για τον καθένα, με σκοπό να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση στις κινητοποιήσεις που θα ακολουθήσουν.
Τις τελευταίες εβδομάδες έγιναν συζητήσεις μεταξύ των σωματείων βάσης και των ταξικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να πάμε σε ένα φθινόπωρο αγώνων ενάντια στις πολιτικές της κυβέρνησης και των αφεντικών. Συζητήθηκε ακόμη και η οργάνωση μιας γενικής απεργίας και μιας μεγάλης πανεθνικής πορείας στη Ρώμη. Γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι εύκολο, δεδομένων των συσχετισμών, και γι’ αυτόν το λόγο θα πρέπει όσοι συμμετάσχουν στην κινητοποίηση να δώσουν τη μεγαλύτερη δυνατή σημασία στην ενωτική δουλειά.
Ωστόσο, είμαστε ακόμα αρκετά μακριά από αυτόν το στόχο. Προς το παρόν έχουμε προγραμματίσει μια οχτάωρη γενική απεργία στις 21 Οκτώβρη, στην οποία καλεί το ανεξάρτητο συνδικάτο USB, με αρκετά γενικά αιτήματα. Επίσης, έχουμε προγραμματίσει μια πανεθνική πορεία στις 22 Οκτώβρη, στην οποία καλεί μια σειρά οργανώσεων με το όνομα «Συντονισμός για ένα κοινωνικό Όχι στη θεσμική αντιμεταρρύθμιση» ή «NO Renzi Day». Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά (Sinistra anticapitalista) συμμετέχει σε αυτόν το συντονισμό και υποστηρίζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή διεύρυνσή του. Παράλληλα, το ανεξάρτητο συνδικάτο CUB και διάφορες άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις βάσης καλούν σε μια οκτάωρη γενική απεργία με βάση μια πλατφόρμα παρόμοια με της USB, αλλά με διαφορετική ημερομηνία, στις 4 Νοέμβρη. Το πρόβλημα γίνεται εμφανές στην περίπτωση αυτήν.
Έχουμε γράψει και έχουμε πει επανειλημμένως ότι στηρίζουμε όλες τις απεργίες και κάθε είδους κινητοποίηση. Όμως, μέσα σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να υπενθυμίσουμε κάτι κοινότοπο, ότι είναι πολύ δύσκολο για τους εργαζόμενους να πάρουν μέρος σε μια απεργία, και είναι εξίσου δύσκολο μία και μόνη συνδικαλιστική δύναμη να βάλει τα θεμέλια για την επιτυχία του κινήματος. Με άλλα λόγια, ένας εργαζόμενος που έχει πειστεί για την αναγκαιότητα να αλλάξουν οι συσχετισμοί μέσα από μια απεργία αναγκάζεται να επιλέξει ποια μέρα να αγωνιστεί.
Νομίζουμε ότι αξίζει κάτι καλύτερο στους εργαζόμενους της χώρας μας. Και δεν είμαστε βέβαιοι ότι έγιναν από τα σωματεία βάσης όλες οι αναγκαίες προσπάθειες για να υπάρξει σύγκλιση σε μια ενωτική κινητοποίηση. Πόσο μάλλον που οι οργανώσεις αυτές είχαν αποσυρθεί από τις συγκεκριμένες ενωτικές δράσεις τα προηγούμενα χρόνια.
Μια ενωτική προσπάθεια για την προετοιμασία της απεργίας, κοινές συνελεύσεις, κοινές επιτροπές αγώνα στους χώρους εργασίας, αυτά τα πράγματα είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ. Αυτά τα εργαλεία αγώνα δεν πρέπει να στοχεύουν στην επιβεβαίωση μιας θέσης ή στην ανάδειξη μιας συνδικαλιστικής ομάδας, αλλά πρέπει να χρησιμεύσουν για την οικοδόμηση μιας ενωτικής δυναμικής, με σκοπό να μπουν στον αγώνα μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που συνδέονται με τις τρεις συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, και ιδιαίτερα με την CGIL, κάτι που θα έφερνε σε δύσκολη θέση τις γραφειοκρατικές τους ηγεσίες.
Δεν αξίζει στην τάξη των εργαζομένων κάτι καλύτερο από την πλευρά των σωματείων βάσης, από το να αναγκάζονται να παρακολουθούν συνεχείς διασπάσεις; Γιατί να μην μπορούμε να πετύχουμε και στη χώρα μας την ενότητα στη δράση που μπόρεσαν να δημιουργήσουν τα γαλλικά συνδικάτα στα κινήματα των τελευταίων μηνών;
Αν και φοβόμαστε ότι οι επόμενες απεργίες θα συνεχίσουν να χαρακτηρίζονται από την πολυδιάσπαση που κυριάρχησε και στο παρελθόν, καλούμε τις ηγεσίες των οργανώσεων για τις οποίες μιλήσαμε να κάνουν τα πάντα για να βγούμε από το σημερινό αδιέξοδο. Καλούμε τους συντρόφους που είναι οργανωμένοι στα διάφορα συνδικάτα να κάνουν ό,τι μπορούν για να βάλουν στην ημερήσια διάταξη μια ενωτική δυναμική τόσο στέρεα που να μπορεί να κάνει αξιόπιστο και συγκεκριμένο το κάλεσμα στην απεργία και να αρχίσει έτσι να αλλάζει τους συσχετισμούς στους χώρους εργασίας. Το διακύβευμα του φθινοπώρου είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να πιστέψουμε στη δυνατότητα οι εργαζόμενοι να σηκώσουν κεφάλι.
[1] Το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου αφορά ένα σχέδιο νόμου μεταρρύθμισης του κοινοβουλίου (ο νόμος αυτός συχνά αναφέρεται ως μεταρρύθμιση Ρέντσι-Μπόσκι, τα ονόματα του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου και του υπουργού των σχέσεων με το κοινοβούλιο). Περιλαμβάνει τη μείωση κατά 2/3 των γερουσιαστών, των οποίων τα περιθώρια να νομοθετούν θα μειωθούν σε μεγάλο βαθμό, οι οποίοι δεν θα μπορούν πια να δώσουν ή να αποσύρουν την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και οι οποίοι δεν θα εκλέγονται πια αλλά θα ορίζονται. Η Βουλή θα μπορεί να νομοθετεί πιο γρήγορα και με απλοποιημένες διαδικασίες, χωρίς ο νόμος να περνάει από τη Γερουσία. Εδώ θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η εκλογική μεταρρύθμιση που άρχισε να ισχύει πρόσφατα για τη Βουλή προβλέπει ένα σύστημα που δίνει –σε δύο γύρους αν χρειαστεί– την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών (55%) στο κόμμα που βγαίνει πρώτο στις εκλογές. Η μεταρρύθμιση του κοινοβουλίου θα καταργήσει επίσης το Εθνικό Συμβούλιο Οικονομίας και Εργασίας (CNEL). Πρόκειται για ένα συμβουλευτικό όργανο του κοινοβουλίου που αποτελείται από ειδικούς και αντιπροσώπους των παραγωγικών τομέων, το οποίο παίρνει μέρος στο σχεδιασμό νόμων στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Η εξουσία των Περιφερειών περιορίζεται και αυτή. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης, ο Ρέντσι, έχει στοιχηματίσει πολλά σε αυτό το δημοψήφισμα και το έχει μετατρέψει de facto σε δημοψήφισμα υπέρ ή κατά της κυβέρνησης και των μεταρρυθμίσεών της συνολικά. Το σχέδιο νόμου βρίσκεται στοhttp://www.camera.it/.
[2] Πρόκειται για την ευρωπαϊκή Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση, που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2013 και επιβάλλει «μεσοπρόθεσμα» τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα» για τα μέλη της ΕΕ, εκτός από τη Δημοκρατία της Τσεχίας και την Κροατία. Πρόκειται για τον ορισμό του ύψους του δομικού χρέους (το έλλειμμα του προϋπολογισμού προσαρμοσμένο στις συγκυριακές αλλαγές) στο 0,5% το μέγιστο, και στο 1% σε εξαιρετικές περιστάσεις ή στην περίπτωση που το δημόσιο χρέος είναι κάτω από 60% του ΑΕΠ. Η μη τήρηση της συνθήκης συνεπάγεται τη λήψη οικονομικών μέτρων απέναντι στο αντίστοιχο κράτος.
[3] «Η Ιταλία κάνει απόβαση στη Λιβύη με ένα νοσοκομείο εκστρατείας, 235 αλεξιπτωτιστές, ένα πολεμικό πλοίο, ένα σκάφος εναέριων μεταφορών και κατασκοπευτικά drones [...]. Μια ανθρωπιστική αποστολή στη Μισράτα [δηλώνει] η υπουργός Άμυνας Ρομπέρτα Πινότι», διαβάζουμε στην καθημερινή εφημερίδα IlGiornale της 14ης Σεπτεμβρίου 2016.
[4] Ο Σέρτζιο Μαρκιόνε είναι επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας UBS.
[5] Το δικαστήριο της Νάπολης αποφάσισε πρόσφατα την επαναπρόσληψη των πέντε εργαζομένων της Fiat-Chrysler, που είχαν απολυθεί τον Ιούνιο του 2014 γιατί είχαν σκηνοθετήσει μπροστά στο εργοστάσιο το κρέμασμα μιας κούκλας που συμβόλιζε τον διευθύνοντα σύμβουλο Μαρκιόνε. Με τον τρόπο αυτόν, το δικαστήριο της Νάπολης ακύρωσε δύο προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις που είχαν κρίνει νόμιμες τις απολύσεις. Ο δήμαρχος της Νάπολης πήρε θέση υπέρ της τελευταίας αυτής απόφασης (βλ. La Repubblica, 27 Σεπτέμβρη 2016).
[6] Η ηγεσία της FIOM και ο γενικός της γραμματέας Μαουρίτσιο Λαντίνι αποκατέστησαν τις σχέσεις με τη συνδικαλιστική ομοσπονδία CGIL και τη γενική της γραμματέα Σουζάνα Καμούσο στα τέλη του 2015, ύστερα από ενάμιση χρόνο τεταμένων σχέσεων μεταξύ των δύο ηγεσιών. Οι εντάσεις αυτές προέκυψαν μετά την υπογραφή από τις τρεις μεγάλες κεντρικές ομοσπονδίες ‒CGIL, CISL, UIL‒ μιας εθνικής συμφωνίας με τα αφεντικά που θέτει ένα νέο πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και δένει τα χέρια των συνδικαλιστικών αντιπολιτεύσεων. Με τη συμφωνία αυτή φαίνεται να βολεύεται σήμερα ο γενικός γραμματέας της FIOM, αφού πρώτα περιθωριοποίησε το ένα μετά το άλλο τα σωματεία που ήταν αντίθετα σε αυτά τα μέτρα.
[7] Αυτό αντιστοιχεί σε μείωση της αγοραστικής δύναμης περισσότερο από 8,5% μέσα σε έξι χρόνια.
Τη μετάφραση έκανε ο Σωτήρης Σιαμανδούρας
Η κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι έχει ένα σοβαρό πρόβλημα: πρέπει να βρει το κατάλληλο μείγμα για μια φορολογική μεταρρύθμιση που να μη φαίνεται πολύ αντιλαϊκή, να κάνει κάποιες παραχωρήσεις, όσο ασήμαντες κι αν είναι, να μην αυξήσει τον ΦΠΑ, να αποφύγει έτσι τις αρνητικές συνέπειες αυτήν τη στιγμή, και ταυτόχρονα να καταφέρει να μειώσει μακροπρόθεσμα τη φορολογία των επιχειρήσεων και να συνεχίσει το έργο της αποδυνάμωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ο πολιτικός στόχος είναι καθαρός: πρόκειται για μια προσπάθεια συγκέντρωσης υποστήριξης μπροστά στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου.[1]
Το έργο του Ρέντσι είναι περίπλοκο διότι, αν από τη μια μεριά η Κομισιόν είναι διατεθειμένη να επιτρέψει ένα περιθώριο ελιγμών στην ιταλική κυβέρνηση –δηλαδή να επιτρέψει μια υστέρηση των ισολογισμών της τάξης του 2% αντί για 0,5% μεσοπρόθεσμα[2]–, από την άλλη μεριά ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, έρχεται να υπενθυμίσει ότι αυτή η ευελιξία έχει όρια. Κι από την πλευρά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων δεν υπάρχει κανένα δείγμα αλλαγής προσανατολισμού: ο δημοσιονομικός κορσές παραμένει το άλφα και το ωμέγα των πολιτικών τους επιλογών. Το πολύ πολύ να γίνουν κάποιες διορθωτικές κινήσεις, μερικού και προσωρινού χαρακτήρα, για καταστάσεις ιδιαίτερα κρίσιμες, όπως αυτή που μπορεί να γνωρίσει η Ιταλία, δεδομένου ότι η ιταλική χερσόνησος είναι βασικό κομμάτι του παζλ της ΕΕ. Σε αυτό το παιχνίδι ρόλων, ο αποκλεισμός του Ρέντσι από τη συνάντηση Μέρκελ - Ολάντ [στις 15 Σεπτέμβρη] είναι μάννα εξ ουρανού, αφού μπορεί να του επιτρέψει να παρουσιαστεί ως «η εναλλακτική», ως εκείνος «που ασκεί κριτική» στη λιτότητα.
Στο μεταξύ, οι τεχνοκράτες της κυβέρνησης σχεδιάζουν νέες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, στην υγεία, στη μεταφορά κονδυλίων στην περιφέρεια. Και δεν τους απασχολεί το γεγονός ότι οι βίαιες περικοπές της τελευταίας δεκαετίας παράγουν πλέον τα καταστροφικά τους αποτελέσματα στο επίπεδο της πραγματικής ζωής του πληθυσμού, ιδιαίτερα με την εξελισσόμενη κατάρρευση του δημόσιου συστήματος υγείας.
Αντιθέτως, η χρηματοδότηση του νέου και ανεύθυνου πολέμου στη Λιβύη δεν θεωρήθηκε πρόβλημα.[3]
Αφεντικά και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες
Η δολοφονία ενός Αιγύπτιου εργάτη και συνδικαλιστή του ανεξάρτητου συνδικάτου USB (Unione sindacale di base - Συνδικαλιστική Ομοσπονδία Βάσης), στην Πλακεντία, νότια του Μιλάνου, την ώρα που συμμετείχε σε απεργιακή πικετοφορία, η ατελείωτη λίστα «τυχαίων» θανάτων εν ώρα εργασίας, η απίστευτη ιστορία των εργαζόμενων στη Fiat-Chrysler στη Νάπολη, μελών του ανεξάρτητου συνδικάτου Cobas (Comitati di base - Επιτροπές βάσης), που απολύθηκαν από τον διευθύνοντα σύμβουλο Σέρτζιο Μαρκιόνε[4], απόλυση που στηρίζεται ακόμη από την ταξική δικαιοσύνη των αφεντικών[5], όπως και οι αναρίθμητες επιθέσεις της κυβέρνησης στους αγώνες των εργαζομένων, δείχνουν την έκταση που έχει ο ταξικός αγώνας. Αυτά είναι παραδείγματα ενδεικτικά της βίας που είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν οι καπιταλιστές και το σύστημά τους.
Εάν οι μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες αποφάσιζαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, σε ό,τι αφορά τις συνθήκες ζωής και εργασίας, το έργο της κυβέρνησης και της Confindustria [η μεγαλύτερη ιταλική ένωση βιομηχάνων] θα ήταν ξεκάθαρα πιο δύσκολο. Αντιθέτως, η υποταγή και η παθητικότητα των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών απέναντι στις επιλογές των αφεντικών και των αρχών μετατρέπουν τις οργανώσεις αυτές σε αποφασιστική εφεδρεία των κυρίαρχων τάξεων. Αυτό αποδεικνύεται από την πρόσφατη συμφωνία που υπογράφηκε ανάμεσα στις τρεις μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες ‒CGIL, CISL και UIL‒ και την Confindustria, με αντικείμενο τις αναδιαρθρώσεις και τις απολύσεις. Αντί να προσπαθήσουν να εμποδίσουν τα μέτρα της συμφωνίας, που επιβαρύνουν αποκλειστικά τους εργαζόμενους, οι τρεις συνδικαλιστικές ηγεσίες συνεργάστηκαν με την ένωση των αφεντικών για να διευκολύνουν την εφαρμογή της συμφωνίας, με τρόπο τέτοιο που να αποφευχθούν οι αγώνες και οι κοινωνικές συγκρούσεις ...!
Η δε ηγεσία της FIOM [Federazione italiana operai metallurgici, συνδικάτο μετάλλου συνδεδεμένο με την CGIL, τη μεγαλύτερη συνδικαλιστική ομοσπονδία της χώρας] –ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία με τη Σουζάνα Καμούσο [γενική γραμματέα της CGIL][6]–, δεν δείχνει πια πρόθεση για κατά μέτωπο κοινωνική σύγκρουση (παρά μόνο στα τηλεοπτικά παράθυρα). Κι αυτό παρά το γεγονός ότι τα συνδικάτα θα έχουν να αντιμετωπίσουν τη Federmeccanica [την ένωση των επιχειρηματιών στη μηχανουργία], η οποία εξέφρασε την πρόθεσή της να αφαιρέσει κάθε περιεχόμενο από την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας. Για να μη μιλήσουμε για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, που οι μισθοί τους είναι παγωμένοι τα τελευταία 6 χρόνια[7] και στην πλάτη των οποίων ετοιμάζεται η κυβέρνηση να εξοικονομήσει χρήματα χωρίς τα συνδικάτα ούτε καν να επιχειρούν να κινητοποιηθούν.
Δεν θα πάμε πολύ μακριά αν παραιτηθούμε από τη μάχη ενάντια στη λιτότητα και από την αντίσταση στα δόγματα και τους εκβιασμούς της καπιταλιστικής αγοράς. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να εγγραφεί η δημοκρατική μάχη για το Όχι στο δημοψήφισμα για τον νόμο Ρέντσι-Μπόσκι [η Έλενα Μπόσκι είναι υπουργός Συνταγματικών Μεταρρυθμίσεων]. Θα πρέπει να θεωρηθεί προέκταση των αγώνων για τις κοινωνικές παροχές και τις συλλογικές συμβάσεις. Γιατί θα είναι δύσκολο να κερδηθεί η θεσμική μάχη χωρίς μια εργατική και κοινωνική κινητοποίηση που να επιδιώκει την πολιτική ηγεμονία και να στέκεται εμπόδιο στις επιθέσεις της αστικής τάξης πριν και μετά την ψηφοφορία.
Είναι αναγκαία μια κινητοποίηση ενωτική και πλουραλιστική
Υποστηρίζουμε από το καλοκαίρι την ανάγκη μιας κινητοποίησης ενωτικής και πλουραλιστικής για να πούμε Όχι στο δημοψήφισμα, για να αποκρούσουμε τη φορολογική μεταρρύθμιση του Ρέντσι, για να υπερασπιστούμε την εργασία και τις συλλογικές συμβάσεις. Αυτή η κινητοποίηση πρέπει να στηριχθεί, να οργανωθεί και να σχεδιαστεί από όλες τις συνιστώσες του κινήματος, από τις επιτροπές για το δημοψήφισμα, από τις δυνάμεις της Αριστεράς, τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα. Είναι αλήθεια ότι η καθεμία από τις συνιστώσες θα πρέπει να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα τις προτάσεις της, θα πρέπει όμως και να κατεβούμε όλοι μαζί στο δρόμο, χωρίς σεχταρισμούς και διαγκωνισμούς. Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε να αλλάξουμε τους συσχετισμούς και να δημιουργήσουμε ένα αξιόπιστο σημείο αναφοράς, όχι μόνο για το σύνολο των εργαζομένων αλλά για τον καθένα, με σκοπό να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση στις κινητοποιήσεις που θα ακολουθήσουν.
Τις τελευταίες εβδομάδες έγιναν συζητήσεις μεταξύ των σωματείων βάσης και των ταξικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να πάμε σε ένα φθινόπωρο αγώνων ενάντια στις πολιτικές της κυβέρνησης και των αφεντικών. Συζητήθηκε ακόμη και η οργάνωση μιας γενικής απεργίας και μιας μεγάλης πανεθνικής πορείας στη Ρώμη. Γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι εύκολο, δεδομένων των συσχετισμών, και γι’ αυτόν το λόγο θα πρέπει όσοι συμμετάσχουν στην κινητοποίηση να δώσουν τη μεγαλύτερη δυνατή σημασία στην ενωτική δουλειά.
Ωστόσο, είμαστε ακόμα αρκετά μακριά από αυτόν το στόχο. Προς το παρόν έχουμε προγραμματίσει μια οχτάωρη γενική απεργία στις 21 Οκτώβρη, στην οποία καλεί το ανεξάρτητο συνδικάτο USB, με αρκετά γενικά αιτήματα. Επίσης, έχουμε προγραμματίσει μια πανεθνική πορεία στις 22 Οκτώβρη, στην οποία καλεί μια σειρά οργανώσεων με το όνομα «Συντονισμός για ένα κοινωνικό Όχι στη θεσμική αντιμεταρρύθμιση» ή «NO Renzi Day». Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά (Sinistra anticapitalista) συμμετέχει σε αυτόν το συντονισμό και υποστηρίζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή διεύρυνσή του. Παράλληλα, το ανεξάρτητο συνδικάτο CUB και διάφορες άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις βάσης καλούν σε μια οκτάωρη γενική απεργία με βάση μια πλατφόρμα παρόμοια με της USB, αλλά με διαφορετική ημερομηνία, στις 4 Νοέμβρη. Το πρόβλημα γίνεται εμφανές στην περίπτωση αυτήν.
Έχουμε γράψει και έχουμε πει επανειλημμένως ότι στηρίζουμε όλες τις απεργίες και κάθε είδους κινητοποίηση. Όμως, μέσα σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να υπενθυμίσουμε κάτι κοινότοπο, ότι είναι πολύ δύσκολο για τους εργαζόμενους να πάρουν μέρος σε μια απεργία, και είναι εξίσου δύσκολο μία και μόνη συνδικαλιστική δύναμη να βάλει τα θεμέλια για την επιτυχία του κινήματος. Με άλλα λόγια, ένας εργαζόμενος που έχει πειστεί για την αναγκαιότητα να αλλάξουν οι συσχετισμοί μέσα από μια απεργία αναγκάζεται να επιλέξει ποια μέρα να αγωνιστεί.
Νομίζουμε ότι αξίζει κάτι καλύτερο στους εργαζόμενους της χώρας μας. Και δεν είμαστε βέβαιοι ότι έγιναν από τα σωματεία βάσης όλες οι αναγκαίες προσπάθειες για να υπάρξει σύγκλιση σε μια ενωτική κινητοποίηση. Πόσο μάλλον που οι οργανώσεις αυτές είχαν αποσυρθεί από τις συγκεκριμένες ενωτικές δράσεις τα προηγούμενα χρόνια.
Μια ενωτική προσπάθεια για την προετοιμασία της απεργίας, κοινές συνελεύσεις, κοινές επιτροπές αγώνα στους χώρους εργασίας, αυτά τα πράγματα είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ. Αυτά τα εργαλεία αγώνα δεν πρέπει να στοχεύουν στην επιβεβαίωση μιας θέσης ή στην ανάδειξη μιας συνδικαλιστικής ομάδας, αλλά πρέπει να χρησιμεύσουν για την οικοδόμηση μιας ενωτικής δυναμικής, με σκοπό να μπουν στον αγώνα μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που συνδέονται με τις τρεις συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, και ιδιαίτερα με την CGIL, κάτι που θα έφερνε σε δύσκολη θέση τις γραφειοκρατικές τους ηγεσίες.
Δεν αξίζει στην τάξη των εργαζομένων κάτι καλύτερο από την πλευρά των σωματείων βάσης, από το να αναγκάζονται να παρακολουθούν συνεχείς διασπάσεις; Γιατί να μην μπορούμε να πετύχουμε και στη χώρα μας την ενότητα στη δράση που μπόρεσαν να δημιουργήσουν τα γαλλικά συνδικάτα στα κινήματα των τελευταίων μηνών;
Αν και φοβόμαστε ότι οι επόμενες απεργίες θα συνεχίσουν να χαρακτηρίζονται από την πολυδιάσπαση που κυριάρχησε και στο παρελθόν, καλούμε τις ηγεσίες των οργανώσεων για τις οποίες μιλήσαμε να κάνουν τα πάντα για να βγούμε από το σημερινό αδιέξοδο. Καλούμε τους συντρόφους που είναι οργανωμένοι στα διάφορα συνδικάτα να κάνουν ό,τι μπορούν για να βάλουν στην ημερήσια διάταξη μια ενωτική δυναμική τόσο στέρεα που να μπορεί να κάνει αξιόπιστο και συγκεκριμένο το κάλεσμα στην απεργία και να αρχίσει έτσι να αλλάζει τους συσχετισμούς στους χώρους εργασίας. Το διακύβευμα του φθινοπώρου είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να πιστέψουμε στη δυνατότητα οι εργαζόμενοι να σηκώσουν κεφάλι.
[1] Το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου αφορά ένα σχέδιο νόμου μεταρρύθμισης του κοινοβουλίου (ο νόμος αυτός συχνά αναφέρεται ως μεταρρύθμιση Ρέντσι-Μπόσκι, τα ονόματα του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου και του υπουργού των σχέσεων με το κοινοβούλιο). Περιλαμβάνει τη μείωση κατά 2/3 των γερουσιαστών, των οποίων τα περιθώρια να νομοθετούν θα μειωθούν σε μεγάλο βαθμό, οι οποίοι δεν θα μπορούν πια να δώσουν ή να αποσύρουν την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και οι οποίοι δεν θα εκλέγονται πια αλλά θα ορίζονται. Η Βουλή θα μπορεί να νομοθετεί πιο γρήγορα και με απλοποιημένες διαδικασίες, χωρίς ο νόμος να περνάει από τη Γερουσία. Εδώ θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η εκλογική μεταρρύθμιση που άρχισε να ισχύει πρόσφατα για τη Βουλή προβλέπει ένα σύστημα που δίνει –σε δύο γύρους αν χρειαστεί– την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών (55%) στο κόμμα που βγαίνει πρώτο στις εκλογές. Η μεταρρύθμιση του κοινοβουλίου θα καταργήσει επίσης το Εθνικό Συμβούλιο Οικονομίας και Εργασίας (CNEL). Πρόκειται για ένα συμβουλευτικό όργανο του κοινοβουλίου που αποτελείται από ειδικούς και αντιπροσώπους των παραγωγικών τομέων, το οποίο παίρνει μέρος στο σχεδιασμό νόμων στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Η εξουσία των Περιφερειών περιορίζεται και αυτή. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης, ο Ρέντσι, έχει στοιχηματίσει πολλά σε αυτό το δημοψήφισμα και το έχει μετατρέψει de facto σε δημοψήφισμα υπέρ ή κατά της κυβέρνησης και των μεταρρυθμίσεών της συνολικά. Το σχέδιο νόμου βρίσκεται στοhttp://www.camera.it/.
[2] Πρόκειται για την ευρωπαϊκή Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση, που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2013 και επιβάλλει «μεσοπρόθεσμα» τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα» για τα μέλη της ΕΕ, εκτός από τη Δημοκρατία της Τσεχίας και την Κροατία. Πρόκειται για τον ορισμό του ύψους του δομικού χρέους (το έλλειμμα του προϋπολογισμού προσαρμοσμένο στις συγκυριακές αλλαγές) στο 0,5% το μέγιστο, και στο 1% σε εξαιρετικές περιστάσεις ή στην περίπτωση που το δημόσιο χρέος είναι κάτω από 60% του ΑΕΠ. Η μη τήρηση της συνθήκης συνεπάγεται τη λήψη οικονομικών μέτρων απέναντι στο αντίστοιχο κράτος.
[3] «Η Ιταλία κάνει απόβαση στη Λιβύη με ένα νοσοκομείο εκστρατείας, 235 αλεξιπτωτιστές, ένα πολεμικό πλοίο, ένα σκάφος εναέριων μεταφορών και κατασκοπευτικά drones [...]. Μια ανθρωπιστική αποστολή στη Μισράτα [δηλώνει] η υπουργός Άμυνας Ρομπέρτα Πινότι», διαβάζουμε στην καθημερινή εφημερίδα IlGiornale της 14ης Σεπτεμβρίου 2016.
[4] Ο Σέρτζιο Μαρκιόνε είναι επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας UBS.
[5] Το δικαστήριο της Νάπολης αποφάσισε πρόσφατα την επαναπρόσληψη των πέντε εργαζομένων της Fiat-Chrysler, που είχαν απολυθεί τον Ιούνιο του 2014 γιατί είχαν σκηνοθετήσει μπροστά στο εργοστάσιο το κρέμασμα μιας κούκλας που συμβόλιζε τον διευθύνοντα σύμβουλο Μαρκιόνε. Με τον τρόπο αυτόν, το δικαστήριο της Νάπολης ακύρωσε δύο προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις που είχαν κρίνει νόμιμες τις απολύσεις. Ο δήμαρχος της Νάπολης πήρε θέση υπέρ της τελευταίας αυτής απόφασης (βλ. La Repubblica, 27 Σεπτέμβρη 2016).
[6] Η ηγεσία της FIOM και ο γενικός της γραμματέας Μαουρίτσιο Λαντίνι αποκατέστησαν τις σχέσεις με τη συνδικαλιστική ομοσπονδία CGIL και τη γενική της γραμματέα Σουζάνα Καμούσο στα τέλη του 2015, ύστερα από ενάμιση χρόνο τεταμένων σχέσεων μεταξύ των δύο ηγεσιών. Οι εντάσεις αυτές προέκυψαν μετά την υπογραφή από τις τρεις μεγάλες κεντρικές ομοσπονδίες ‒CGIL, CISL, UIL‒ μιας εθνικής συμφωνίας με τα αφεντικά που θέτει ένα νέο πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και δένει τα χέρια των συνδικαλιστικών αντιπολιτεύσεων. Με τη συμφωνία αυτή φαίνεται να βολεύεται σήμερα ο γενικός γραμματέας της FIOM, αφού πρώτα περιθωριοποίησε το ένα μετά το άλλο τα σωματεία που ήταν αντίθετα σε αυτά τα μέτρα.
[7] Αυτό αντιστοιχεί σε μείωση της αγοραστικής δύναμης περισσότερο από 8,5% μέσα σε έξι χρόνια.
Τη μετάφραση έκανε ο Σωτήρης Σιαμανδούρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου