Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Τις προηγούμενες φορές που ήρθαν*

Πέτρος Τσάγκαρης

Πρόσφυγες, μια ιστορία επαναλαμβανόμενη.
Τα δέν­δρα έχουν ρίζες, οι άν­θρω­ποι έχουν πόδια.
(Τζορτζ Στάι­νερ, Αμε­ρι­κα­νός κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνί­ας, γεν­νη­μέ­νος στο Πα­ρί­σι από Εβραί­ους γο­νείς αυ­στρια­κής και βοη­μι­κής κα­τα­γω­γής).

1922: Πώς χώ­ρε­σαν 1,5 εκατ. κα­τα­τρεγ­μέ­νοι
Σε αντί­θε­ση με τη φι­λο­λο­γία που πα­ρου­σιά­ζει την έλευ­ση προ­σφύ­γων ως έκτα­κτο γε­γο­νός, το ελ­λη­νι­κό κρά­τος από την ίδρυ­σή του
κιό­λας, μέχρι και σή­με­ρα υπο­δέ­χε­ται σχε­δόν συ­στη­μα­τι­κά πρό­σφυ­γες πο­λέ­μου, πρό­σφυ­γες διωγ­μών, οι­κο­νο­μι­κούς πρό­σφυ­γες κ.ά. Μά­λι­στα πολ­λοί από τους αν­θρώ­πους που έφτα­ναν στην Ελ­λά­δα, έπαιρ­ναν το χα­ρα­κτη­ρι­σμό του πρό­σφυ­γα για πολύ πιο ελα­φρύ­τε­ρους κιν­δύ­νους απ’ ό,τι ελ­λο­χεύ­ουν σή­με­ρα για τους Σύ­ρους, τους Ιρα­κι­νούς, τους Λί­βυους, τους Αφ­γα­νούς και τους Σο­μα­λούς. Λόγου χάρη, το 1919 ο Έλ­λη­νας πρω­θυ­πουρ­γός προει­δο­ποιού­σε τα μέλη της ελ­λη­νι­κής κοι­νό­τη­τας στη Φι­λιπ­πού­πο­λη, ότι η πα­ρα­μο­νή τους στην πόλη μπο­ρού­σε πι­θα­νά να οδη­γή­σει στην «εκού­σια απώ­λεια του εθνι­σμού των» εξω­θώ­ντας τους έτσι στη με­τα­κί­νη­σή τους στην Ελ­λά­δα.

Αφί­ξεις

Με το τέλος της ελ­λη­νι­κής επα­νά­στα­σης του 1821 κιό­λας φτά­νουν οι πρώ­τοι πρό­σφυ­γες από την πε­ριο­χή της Σμύρ­νης και τε­λι­κά το κρά­τος τους εγκα­θι­στά στην πε­ριο­χή της Κο­ρίν­θου. Το 1828 ο Κα­πο­δί­στριας με­ρι­μνά για την πε­ρί­θαλ­ψη 2.500 προ­σφύ­γων, οι οποί­οι στε­γά­στη­καν στο Ναύ­πλιο με το πρώτο ορ­γα­νω­μέ­νο πρό­γραμ­μα κοι­νω­νι­κής κα­τοι­κί­ας. Αμέ­σως μετά άρ­χι­σαν οι πε­ριο­ρι­σμέ­νες ανταλ­λα­γές πλη­θυ­σμών με το οθω­μα­νι­κό κρά­τος, ενώ στο δεύ­τε­ρο μισό του 19ου αιώνα πρό­σφυ­γες κα­τα­φτά­νουν κατά κύ­μα­τα από την Κρήτη (1866, 1869, 1878, 1889, 1896, 1897). Το κύμα του 1869 έφερε στην Ελ­λά­δα 35.000 Κρη­τι­κούς από τους οποί­ους οι πε­ρισ­σό­τε­ροι εγκα­τα­στά­θη­καν στην Αθήνα που είχε μόλις 45.000 κα­τοί­κους.

Το 1906 φτά­νουν 50.000 πρό­σφυ­γες από την Ανατ. Ρω­μυ­λία, απόρ­ροια των συ­γκρού­σε­ων του ελ­λη­νι­κού με το βουλ­γα­ρι­κό κρά­τος. Πολύ λίγα χρό­νια μετά κα­τα­φτά­νουν 300.000 από την πε­ριο­χή της Σμύρ­νης και άλλες 40.000 που εγκα­τέ­λει­ψαν τις πε­ριο­χές της Μα­κε­δο­νί­ας που πέ­ρα­σαν σε βουλ­γα­ρι­κή διοί­κη­ση το 1913. Το 1919 ως συ­νέ­πεια της συμ­φω­νί­ας του Νεϊγύ έφτα­σαν πολ­λές χι­λιά­δες από την Α. Ρω­μυ­λία. Μέχρι το 1922, έχουν φτά­σει στην Ελ­λά­δα 800.000 πρό­σφυ­γες από τις γει­το­νι­κές χώρες, κύρια την Τουρ­κία και τη Βουλ­γα­ρία. Επι­πλέ­ον δε­κά­δες χι­λιά­δες ήρθαν από τη Ρου­μα­νία, από τη Ρωσία (εμι­γκρέ­δες, πε­ρί­που 55.000), την Αλ­βα­νία, από την Αί­γυ­πτο, αλλά και από τα Δω­δε­κά­νη­σα.

Tη δε­κα­ε­τία του 1950 και του 1960 φτά­νουν και πάλι πρό­σφυ­γες από την Τουρ­κία, ενώ μετά το 1982 κα­τα­φτά­νουν κατά χι­λιά­δες οι παλ­λι­νο­στού­ντες πο­λι­τι­κοί πρό­σφυ­γες και άλλοι με­τα­νά­στες από Αν. Ευ­ρώ­πη.

Μά­λι­στα από το 1990 και μετά η Ελ­λά­δα δέ­χθη­κε τε­ρά­στια κύ­μα­τα οι­κο­νο­μι­κών προ­σφύ­γων (με­τα­νά­στες) κυ­ρί­ως από την Αν. Ευ­ρώ­πη. Η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τά τους ήρθε πα­ρά­νο­μα (πάνω οπό μισό εκα­τομ­μύ­ριο Αλ­βα­νοί), αλλά -παρά και τις τότε κραυ­γές των ρα­τσι­στών- η χώρα τους «άντε­ξε» μια χαρά.

Το 1922

Στις πα­ρα­πά­νω πε­ρι­πτώ­σεις θα μπο­ρού­σε να βρει κα­νείς ιδιαι­τε­ρό­τη­τες που έκα­ναν την υπο­δο­χή, πε­ρί­θαλ­ψη και τε­λι­κά εν­σω­μά­τω­ση των προ­σφύ­γων μια σχε­τι­κά εύ­κο­λη δια­δι­κα­σία σε σχέση με την Ελ­λά­δα του σή­με­ρα.

Ωστό­σο το 1922-23 τί­πο­τε από αυτές τις «ευ­κο­λί­ες» δεν ίσχυε: Στην Ελ­λά­δα έφτα­σε ένας τε­ρά­στιος αριθ­μός προ­σφύ­γων που ξε­περ­νού­σε το 1,5 εκα­τομ­μύ­ριο. Ο αριθ­μός ανα­λο­γού­σε του­λά­χι­στον στο ¼ πε­ρί­που του τότε συ­νο­λι­κού πλη­θυ­σμού της χώρας, δηλ. αντί­στοι­χα σή­με­ρα θα μι­λού­σα­με για 2.800.000 πρό­σφυ­γες. Μά­λι­στα όλοι αυτοί ήρθαν για να μεί­νουν: ούτε ήθε­λαν να με­τα­να­στεύ­σουν στη Γερ­μα­νία ούτε «έπαι­ζε» η απέ­λα­σή τους προς την Τουρ­κία.

Στη Χίο –παρά και ενά­ντια στα ση­με­ρι­νά «επι­χει­ρή­μα­τα» των ρα­τσι­στών και άλλων «ρε­α­λι­στών»– φι­λο­ξε­νή­θη­καν 60.000 (όσοι είναι και σή­με­ρα οι πρό­σφυ­γες σε όλη την Ελ­λά­δα!) και στη Μυ­τι­λή­νη 100.000 (βλ. αφιέ­ρω­μα Εφ. Συν. 24/9/2016)! Και φυ­σι­κά τότε δεν υπήρ­χε η πλη­θώ­ρα των του­ρι­στι­κών κα­τα­λυ­μά­των, των δη­μό­σιων κτι­ρί­ων και των άλλων υπο­δο­μών.

Αλλά δεν ήταν μόνον τε­ρά­στιο (σε σχέση με σή­με­ρα) το πλή­θος των προ­σφύ­γων τότε. Πολ­λές χι­λιά­δες από αυ­τούς ήταν ξε­νό­γλωσ­σοι (το μόνο κρι­τή­ριο της ανταλ­λα­γής πλη­θυ­σμών ήταν η θρη­σκεία) και σί­γου­ρα όλοι τους είχαν άλλα ήθη και έθιμα, εντε­λώς ξένα από αυτά που είχαν οι ντό­πιοι κά­τοι­κοι δίπλα στους οποί­ους τε­λι­κά έμει­ναν. «Με την ανταλ­λα­γή των πλη­θυ­σμών οι τουρ­κό­φω­νοι χρι­στια­νοί έγι­ναν Έλ­λη­νες και οι ελ­λη­νό­φω­νοι μου­σουλ­μά­νοι της Κρή­της και της Μα­κε­δο­νί­ας έγι­ναν Τούρ­κοι», όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά λέει ο κα­θη­γη­τής Α. Λιά­κος. Είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι μόνον στην Ερ­μού­πο­λη της Σύρου έφτα­σαν μαζί με τους 2.100 ελ­λη­νό­φω­νους πρό­σφυ­γες και 568 Αρ­μέ­νιοι, καθώς και 7 Τούρ­κοι.

Επί­σης πολ­λοί πρό­σφυ­γες ήταν άρ­ρω­στοι με σο­βα­ρές ασθέ­νειες. Σύμ­φω­να με τον Α. Λιάκο («Ερ­γα­σία και Πο­λι­τι­κή στην Ελ­λά­δα του Με­σο­πο­λέ­μου»), πε­ρί­που τα ¾ των προ­σφύ­γων κα­τέ­φτα­ναν στην Ελ­λά­δα εμπύ­ρε­τοι, οι πρό­ω­ροι το­κε­τοί και οι απο­βο­λές ήταν συ­χνό­τα­το φαι­νό­με­νο, οι δυ­σε­ντε­ρί­ες και ο τύφος μαί­νο­νταν.

Και το κυ­ριό­τε­ρο: σε αντί­θε­ση με την πε­ρί­ο­δο του 1990, η Ελ­λά­δα δεν βρι­σκό­ταν σε πε­ρί­ο­δο οι­κο­νο­μι­κής άν­θη­σης Αντί­θε­τα έβγαι­νε οι­κο­νο­μι­κά συ­ντε­τριμ­μέ­νη από μια σειρά πο­λέ­μους (βαλ­κα­νι­κούς, α’ πα­γκό­σμιο, μι­κρα­σια­τι­κή εκ­στρα­τεία). Οι ερ­γα­ζό­με­νοι ντό­πιοι τότε όχι μόνον δεν είχαν δικά τους αυ­το­κί­νη­τα, αλλά αντί­θε­τα, ακόμη και στην Αθήνα στην πλειο­νό­τη­τα των πε­ρι­πτώ­σε­ων, πέντε έως δέκα οι­κο­γέ­νειες μοι­ρά­ζο­νταν μία τουα­λέ­τα, η δε εξεύ­ρε­ση πό­σι­μου νερού ήταν μια κα­θη­με­ρι­νή πο­λυ­τέ­λεια.

Τέλος, πο­λι­τι­κά, η Ελ­λά­δα βρι­σκό­ταν σε έναν διαρ­κή εσω­τε­ρι­κό εμ­φύ­λιο με­τα­ξύ βε­νι­ζε­λι­κών και αντι­βε­νι­ζε­λι­κών που είχε ήδη οδη­γή­σει στην ντε φάκτο διαί­ρε­ση του κρά­τους σε δύο τμή­μα­τα (Αθήνα των μο­ναρ­χι­κών και Θεσ­σα­λο­νί­κη των βε­νι­ζε­λι­κών). Άρα μι­λά­με για μια κα­τά­στα­ση απεί­ρως πιο δύ­σκο­λη απ’ ό,τι σή­με­ρα.



Η ξε­νο­φο­βία τότε

Η κοι­νω­νι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των προ­σφύ­γων δεν υπήρ­ξε κα­θό­λου ει­δυλ­λια­κή, πα­ρό­τι η με­γά­λη μάζα του ντό­πιου πλη­θυ­σμού τους στή­ρι­ξε και τους πε­ριέ­θαλ­ψε: Ρα­τσι­σμός, σε­ξι­σμός, αι­σχρο­κέρ­δεια, ακόμη και δο­λο­φο­νί­ες, ήταν στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη από το 1922 κιό­λας, κάτω από την κα­θο­δή­γη­ση της Δε­ξιάς και των εφη­με­ρί­δων.

Οι πρό­σφυ­γες απο­κα­λού­νταν «Τούρ­κοι», «τουρ­κό­σπο­ροι», «ογλού­δες», «για­ουρ­το­βα­φτι­σμέ­νοι» και «αού­τη­δες». Οι ρα­τσι­στές υπο­δυό­με­νοι τους «αγα­να­κτι­σμέ­νους πο­λί­τες» έκα­ναν και τότε την εμ­φά­νι­σή τους: Ο «Σύν­δε­σμος Γη­γε­νών Πει­ραιω­τών» εξέ­δι­δε ανα­κοι­νώ­σεις με τις οποί­ες «κα­τήγ­γελ­λαν» ότι «ενώ η κρίση και η ανερ­γία μα­στί­ζει τους κα­τοί­κους του, ο Πει­ραιεύς έχει κα­τα­λη­φθεί από διά­φο­ρα πρό­σω­πα εντε­λώς ξένα από αυτόν» (Ρι­ζο­σπά­στης, 15/11/2015).

Οι γυ­ναί­κες, επει­δή ήταν ίσως πιο μορ­φω­μέ­νες από τις ντό­πιες, αντι­με­τω­πί­ζο­νταν ιδιαί­τε­ρα σε­ξι­στι­κά. Πολλά ήταν τα «κο­σμη­τι­κά» επί­θε­τα τα οποία ακο­λου­θού­σαν τις γυ­ναί­κες-πρό­σφυ­γες, και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εστιά­ζο­νταν στην «ελευ­θε­ριό­τη­τα» των ηθών, αλλά και στην εγκλη­μα­τι­κή… κα­θα­ριό­τη­τά τους.

Το Νο­έμ­βριο του 1922 η εφη­με­ρί­δα «Σφαί­ρα» έγρα­φε ότι «οι Ναοί γέ­μουν προ­σφύ­γων και εξα­κο­λου­θούν να είναι αι συ­χα­με­ρώ­τε­ροι εστί­αι μια­σμά­των» και προ­τεί­νει να «αραιώ­σω­μεν» διά της με­τα­φο­ράς των προ­σφύ­γων σε νησιά όπως η Ύδρα, η Άν­δρος, η Τήνος και τα Κύ­θη­ρα (που τότε δεν σή­μαι­ναν δια­κο­πές αλλά μάλ­λον εξο­ρία).

Όταν οι πρό­σφυ­γες κα­τά­φε­ραν να έχουν το δι­καί­ω­μα του εκλέ­γειν και εκλέ­γε­σθαι ο εκ­δό­της της «με­τριο­πα­θούς» «Κα­θη­με­ρι­νής», ο Γε­ώρ­γιος Βλά­χος, δή­λω­νε ότι δεν θέλει στο κόμμα του (το Λαϊκό) να πε­ρι­λά­βει πρό­σφυ­γες ως πο­λι­τευ­τές πα­ρα­θέ­το­ντας ένα ρα­τσι­στι­κό κρε­σέ­ντο που ακόμη και η ση­με­ρι­νή «Κα­θη­με­ρι­νή» θα έβρι­σκε ακραίο. «Διατί θα τους πε­ρι­λά­βη;» ανα­ρω­τιέ­ται και απα­ντά: «Αλλά είναι Έλ­λη­νες και όμαι­μοι και αδελ­φοί. Ας είναι αδελ­φοί και εξά­δελ­φοι. Όταν απο­κτή­σουν συ­νεί­δη­σιν πο­λι­τι­κήν και θέ­λη­σιν πο­λι­τών ελευ­θέ­ρων –πράγ­μα το οποίο δεν θα συμ­βεί ποτέ– τότε θα δι­καιού­νται να θε­ω­ρού­νται με­τα­ξύ ημών, όχι μόνον ως εκλο­γείς αλλά και ως εκλέ­ξι­μοι. Επί τους πα­ρό­ντος οι πρό­σφυ­γες δεν έχουν καμ­μί­αν θέσιν εις τους συν­δυα­σμούς του Λαϊ­κού Κόμ­μα­τος» (19/7/1928).

Η «Παν­προ­σφυ­γι­κή» έγρα­φε το 1924 ακόμη και για δο­λο­φο­νί­ες άο­πλων προ­σφύ­γων από ντό­πιους με αφορ­μή τη δια­νο­μή των κτη­μά­των στη Β. Ελ­λά­δα. Σε πολ­λές πε­ριο­χές ακόμη κι αν δεν έφτα­ναν στο φόνο οι ξε­νό­φο­βοι απει­λού­σαν ανοι­κτά ότι «θα σφά­ξω­σι, θα εκ­διώ­ξου­σι τους πρό­σφυ­γας δι’ όπλων, μα­χαι­ριών και ρο­πά­λων» (Κ. Κα­τσά­πης «Αντι­πα­ρα­θέ­σεις με­τα­ξύ γη­γε­νών και Μι­κρα­σια­τών προ­σφύ­γων στην Ελ­λά­δα»). Το Νο­έμ­βρη του 1924 στη γε­νέ­τει­ρα του εθνάρ­χη Κα­ρα­μαν­λή, στο Κιούπ­κοϊ (Πρώτη) Σερ­ρών, οι ντό­πιοι επι­τέ­θη­καν και τραυ­μά­τι­σαν δε­κά­δες πρό­σφυ­γες (πε­ρισ­σό­τε­ρες γυ­ναί­κες), και προ­έ­βη­σαν σε εμπρη­σμούς σκη­νών, στά­βλων και αχυ­ρώ­νων, καθώς και σε λε­η­λα­σί­ες απο­σκευών.

Οι πρό­σφυ­γες γνώ­ρι­σαν επί­σης διωγ­μούς, ακόμη και εκτε­λέ­σεις, και για πο­λι­τι­κούς λό­γους, επει­δή δηλ. μέχρι το 1930 ήταν θερ­μοί οπα­δοί των βε­νι­ζε­λι­κών. Έτσι το 1916 κιό­λας πολ­λοί Μι­κρα­σιά­τες πρό­σφυ­γες που ζού­σαν στην Αθήνα ανα­γκά­στη­καν να εγκα­τα­λεί­ψουν την πόλη, επει­δή ελεγ­χό­ταν από αντι­βε­νι­ζε­λι­κές δυ­νά­μεις, και να εγκα­τα­στα­θούν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Τέλος, αξί­ζει να ανα­φέ­ρου­με ότι οι συ­γκρού­σεις με­τα­ξύ ομά­δων προ­σφύ­γων δεν είναι προ­νό­μιο των Σύρων και των Αφ­γα­νών σή­με­ρα: Όταν, το 1923 έκα­ναν το λάθος να το­πο­θε­τή­σουν δίπλα δίπλα πρό­σφυ­γες από δια­φο­ρε­τι­κές πε­ριο­χές συ­νέ­βαι­νε ακρι­βώς το ίδιο. Μία από αυτές τις συ­μπλο­κές στην οποία τραυ­μα­τί­στη­καν 10 άτομα, έγινε στο χωριό Λι­μα­χό­βο της Ηγου­με­νί­τσας, με­τα­ξύ προ­σφύ­γων από τη Βουλ­γα­ρία και Πο­ντί­ων «ένεκα ασυμ­φω­νί­ας κατά την δια­νο­μήν των γαιών διά κλή­ρου» («Παν­προ­σφυ­γι­κή», 1925).

Διά τον φόβον του κο­μου­νι­σμού

Ήταν τρεις οι λόγοι για τους οποί­ους το κρά­τος και η άρ­χου­σα τάξη τε­λι­κά εν­δια­φέρ­θη­καν για την απο­κα­τά­στα­ση των προ­σφύ­γων. Ο πρώ­τος ήταν οι απαι­τή­σεις των ίδιων των προ­σφύ­γων (οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις τους ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­ή­θη­καν και πολύ γρή­γο­ρα έφτα­σαν στις κα­τα­λή­ψεις κτι­ρί­ων στις κατ’ εξο­χήν νέες προ­σφυ­γου­πό­λεις όπως η Και­σα­ρια­νή, ο Βύ­ρω­νας, η Νέα Ιωνία αλλά και η Καλ­λι­θέα).

Ο δεύ­τε­ρος λόγος -και συ­να­κό­λου­θος του πρώ­του- ήταν ο «κίν­δυ­νος» του κο­μου­νι­σμού: Αν οι σχε­τι­κά μορ­φω­μέ­νες (σε σχέση με τον υπό­λοι­πο πλη­θυ­σμό) μάζες των προ­σφύ­γων πα­ρέ­με­ναν για με­γά­λο διά­στη­μα ένα δια­μαρ­τυ­ρό­με­νο πλή­θος (και μά­λι­στα σε οι­κτρές συν­θή­κες: 6.000 πέ­θαι­ναν κάθε μήνα το πρώτο εν­νιά­μη­νο, σύμ­φω­να με τον «Ρι­ζο­σπά­στη», της 15/11/2015), θα μπο­ρού­σαν να απο­τε­λέ­σουν την κοι­νω­νι­κή βάση για το δυ­νά­μω­μα του Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος. Η επα­νά­στα­ση στη Ρωσία ήταν τότε πολύ πρό­σφα­τη και όλες οι αστι­κές τά­ξεις της Ευ­ρώ­πης ήταν πα­νι­κό­βλη­τες μπρο­στά στο πολύ ρε­α­λι­στι­κό σε­νά­ριο ανα­τρο­πής τους.

Ο τρί­τος λόγος, αλλά πολύ ση­μα­ντι­κός, ήταν το γε­γο­νός ότι ο Βε­νι­ζέ­λος και η άρ­χου­σα τάξη ήθε­λαν να εποι­κί­σουν με ελ­λη­νι­κό πλη­θυ­σμό κυ­ρί­ως πε­ριο­χές της σχε­τι­κά πρό­σφα­τα «απε­λευ­θε­ρω­μέ­νης» Μα­κε­δο­νί­ας όπου οι Έλ­λη­νες ήταν μια μικρή μειο­νό­τη­τα.



Δα­πά­νες

Έτσι δα­πα­νή­θη­καν τε­ρά­στια ποσά (το υπουρ­γείο Πε­ρι­θάλ­ψε­ως διέ­θε­σε κατ’ αρχάς το υπερ­βο­λι­κά με­γά­λο για την εποχή ποσό των 77 εκατ. δραχ­μών), ενώ δια­τέ­θη­κε και απί­στευ­τος αριθ­μός γης (8.000.000 στρέμ­μα­τα στις αγρο­τι­κές πε­ριο­χές) και ακι­νή­των. Στις αγρο­τι­κές πε­ριο­χές εκτός από κλήρο δί­νο­νταν επι­πλέ­ον ενι­σχύ­σεις όπως ζώα, δεν­δρύλ­λια και γε­ωρ­γι­κά ερ­γα­λεία. Η Επι­τρο­πή Απο­κα­τα­στά­σε­ως Προ­σφύ­γων είχε ξο­δέ­ψει μέχρι το 1919 πάνω από 4 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια δραχ­μές. Το 1937, για να αντι­με­τω­πι­στούν οι συ­νέ­πειες της κρί­σης του ’30 υπήρ­ξε και νο­μο­θε­τι­κή ρύθ­μι­ση (από τον δι­κτά­το­ρα Με­τα­ξά) για το «κού­ρε­μα» των προ­σφυ­γι­κών χρεών.

Μά­λι­στα το 1922, σε πρώτη φάση, για να στε­γα­στούν οι πρό­σφυ­γες, επι­τά­χθη­καν ακόμη οι­κή­μα­τα που ανή­καν σε εται­ρί­ες, νο­μι­κά πρό­σω­πα ιδιω­τι­κού δι­καί­ου, σε μονές, ναούς και άλλα εκ­κλη­σια­στι­κά ιδρύ­μα­τα (!) αλλά και τα σπί­τια των πλου­σί­ων (επι­τά­χθη­καν όσα σπί­τια είχαν αριθ­μό δω­μα­τί­ων του­λά­χι­στον δι­πλά­σιο από τους δια­μέ­νο­ντες ιδιο­κτή­τες, πρό­βλε­ψη που τότε «φω­το­γρά­φι­ζε» τους πλού­σιους). Επί­σης συ­νή­φθη δά­νειο υπό την αι­γί­δα της Κοι­νω­νί­ας των Εθνών (ΚτΕ), τον τότε ΟΗΕ. Υπό την αι­γί­δα της ΚτΕ λει­τούρ­γη­σε και η πε­ρί­φη­μη Επι­τρο­πή Απο­κα­τα­στά­σε­ως Προ­σφύ­γων (ΕΑΠ), που ακόμη και το 1930 αριθ­μού­σε 2.000 υπαλ­λή­λους -ένα νού­με­ρο εξαι­ρε­τι­κά με­γά­λο για την επο­χή- και που προι­κο­δο­τή­θη­κε με δά­νειο ύψους 15 εκατ. αγ­γλι­κών λιρών.

Βέ­βαια, όπως εί­πα­με, οι πρό­σφυ­γες εξω­θή­θη­καν κυ­ρί­ως στη Β. Ελ­λά­δα και την ύπαι­θρο, εκεί που υπήρ­χαν ανά­γκες εξελ­λη­νι­σμού. Οι πα­ρο­χές στις πό­λεις ήταν λι­γό­τε­ρες και μόνον όταν το απαι­τού­σε η κα­πι­τα­λι­στι­κή συσ­σώ­ρευ­ση.

Πά­ντως, μέχρι τη διά­λυ­σή της το 1930 η ΕΑΠ είχε κα­τα­σκευά­σει 51.718 οι­κή­μα­τα. Σε αυτά προ­στέ­θη­καν 64.000 τουρ­κι­κά και βουλ­γα­ρι­κά οι­κή­μα­τα που επι­σκευά­στη­καν (είχαν εγκα­τα­λει­φθεί από τους κα­τοί­κους τους, τους «άλ­λους» πρό­σφυ­γες), καθώς και 13.500 που έκτι­σε το ελ­λη­νι­κό κρά­τος. Σε όλα αυτά συ­νο­λι­κά στε­γά­στη­καν 560.000 άν­θρω­ποι, κυ­ρί­ως στη Μα­κε­δο­νία και τη Θράκη. Η ΕΑΠ κα­τα­σκεύ­α­σε επί­σης δρό­μους, υδρα­γω­γεία, σχο­λεία και υπο­δο­μές υγεί­ας, πα­ρεί­χε τα μη­χα­νή­μα­τα για την εκ­χέρ­σω­ση βρα­χω­δών γαιών και για το χτί­σι­μο γε­φυ­ρών, επι­τρέ­πο­ντας στους νέους κα­τοί­κους να έχουν ένα ικα­νο­ποι­η­τι­κό επί­πε­δο δια­βί­ω­σης.

Ένας άλλος ορ­γα­νι­σμός, το Τα­μείο Πε­ρι­θάλ­ψε­ως Προ­σφύ­γων έκτι­σε τους προ­σφυ­γι­κούς συ­νοι­κι­σμούς μέσα στις με­γά­λες πό­λεις: Βύ­ρω­νας, Νέα Ιωνία, Και­σα­ρια­νή, Κοκ­κι­νιά, όπου κα­τα­σκεύ­α­σε 4.000 κτί­ρια μέχρι τη διά­λυ­σή του το 1925.

Συ­νέ­πειες

Με την έλευ­ση των προ­σφύ­γων, την απαλ­λο­τρί­ω­ση τσι­φλι­κιών, τη δια­νο­μή γης, τη δη­μιουρ­γία συ­νε­ται­ρι­σμών με­τα­ξύ μι­κρο­καλ­λιερ­γη­τών και τη γεν­ναία επι­δό­τη­ση, σε μία δε­κα­ε­τία (1922-1931) οι καλ­λιερ­γού­με­νες εκτά­σεις αυ­ξή­θη­καν κατά 50%, η γε­ωρ­γι­κή πα­ρα­γω­γή δι­πλα­σιά­στη­κε, εξα­σφα­λί­στη­κε επάρ­κεια σε σι­τη­ρά, ενώ η πα­ρα­γω­γή κα­πνού αυ­ξή­θη­κε κατά 243%.

Η ζή­τη­ση για κα­τοι­κία ση­μαί­νει ότι αυ­ξή­θη­κε εκ­πλη­κτι­κά η πα­ρα­γω­γή τσι­μέ­ντου -κατά 900% (!) ανά­με­σα στο 1921 και το 1934. Με την αύ­ξη­ση της πα­ρα­γω­γι­κής δυ­να­μι­κό­τη­τας (τα δύο ερ­γο­στά­σια έγι­ναν τέσ­σε­ρα), αντί για ει­σα­γω­γι­κός, ο κλά­δος του τσι­μέ­ντου έγινε εξα­γω­γι­κός. Από το 1920 έως το 1930 η απα­σχό­λη­ση στη βιο­μη­χα­νία σχε­δόν δι­πλα­σιά­στη­κε (από 154.000 στις 280.000 ερ­γά­τες), η δε αξία της πα­ρα­γω­γής εξα­πλα­σιά­στη­κε! Οι εξα­γω­γές από 8 εκατ. λίρες το 1920, έφτα­σαν τα 18,7 εκατ. λίρες το 1929.

Βε­βαί­ως όλα αυτά έγι­ναν με τη σκλη­ρή εκ­με­τάλ­λευ­ση των ερ­γα­τών, τόσο των προ­σφύ­γων όσο και των ντό­πιων. Η τρι­πλή κα­τα­πί­ε­ση της γυ­ναί­κας-προ­σφυ­γο­πού­λας (ερ­γά­τρια, γυ­ναί­κα, πρό­σφυ­γας) σή­μαι­νε ότι λάμ­βα­νε μόλις το ένα τρίτο του αν­δρι­κού μι­σθού, παρά τη σχε­τι­κά υψηλή εξει­δί­κευ­ση που κου­βα­λού­σε από τον τόπο κα­τα­γω­γής της.

Ωστό­σο σε κάθε πε­ρί­πτω­ση οι εξε­λί­ξεις αυτές σή­μα­ναν τη βελ­τί­ω­ση του βιο­τι­κού επι­πέ­δου ολό­κλη­ρης της φτω­χο­λο­γιάς, ανε­ξαρ­τή­τως αν ήταν πρό­σφυ­γες ή όχι. Κυ­ρί­ως όμως, όπως έδει­ξε η ιστο­ρία τις αμέ­σως επό­με­νες δε­κα­ε­τί­ες, συ­νέ­τει­ναν και στην πο­λι­τι­κή ανά­τα­ση ολό­κλη­ρης της ερ­γα­τι­κής τάξης στην Ελ­λά­δα.

Αρι­στε­ρά και πρό­σφυ­γες

Στο άρθρο αυτό δεν ασχο­λη­θή­κα­με κα­θό­λου με την τα­ξι­κή δια­στρω­μά­τω­ση των προ­σφύ­γων, αλλά ανα­φερ­θή­κα­με στις συ­μπε­ρι­φο­ρές και στις τύχες της συ­ντρι­πτι­κής πλειο­νό­τη­τας που ανε­ξάρ­τη­τα από το τι ήταν στη Μικρά Ασία, στην Ελ­λά­δα έγι­ναν με­ρο­κα­μα­τιά­ρη­δες, ερ­γά­τες και αυ­το­α­πα­σχο­λού­με­νοι. Οι πρό­σφυ­γες αυτοί, λοι­πόν, του­λά­χι­στον μέχρι το 1930, υπο­στή­ρι­ζαν σε με­γά­λα πο­σο­στά τους βε­νι­ζε­λι­κούς. Δεν έφτια­ξαν δικά τους κόμ­μα­τα, παρά το μέ­γε­θός του πλη­θυ­σμού τους. Ωστό­σο, μετά την υπο­γρα­φή του Συμ­φώ­νου Φι­λί­ας με την Τουρ­κία το 1930, οι δε­σμοί αυτοί διερ­ρά­γη­σαν σε με­γά­λο βαθμό. Όμως οι πρό­σφυ­γες δεν στρά­φη­καν μα­ζι­κά στη Δεξιά και τον εθνι­κι­σμό. Αντί­θε­τα οι πρό­σφυ­γες που είχαν πια εντα­χθεί στην ερ­γα­τι­κή τάξη, στρά­φη­καν προς τα αρι­στε­ρά. Μα­ζι­κο­ποί­η­σαν συν­δι­κά­τα και δυ­νά­μω­σαν την Αρι­στε­ρά, κύρια φυ­σι­κά το ΚΚΕ, του οποί­ου η ηγε­τι­κή ομάδα ήδη από το 1931 απο­τε­λεί­το στην πλειο­ψη­φία της από πρό­σφυ­γες, όπως μας λέει ο Ά. Ελε­φά­ντης («Η επαγ­γε­λία της αδύ­να­της επα­νά­στα­σης»).

Αυτός είναι ένας συμ­βο­λι­κός λόγος για θυ­μό­μα­στε όσα χρω­στά­με εμείς, η ελ­λη­νι­κή Αρι­στε­ρά, σή­με­ρα στους πρό­σφυ­γες. Οι οποί­οι, να είστε βέ­βαιοι, θα συ­νε­χί­σουν να έρ­χο­νται όπως έρ­χο­νταν τους τε­λευ­ταί­ους δύο αιώ­νες.

*Δη­μο­σιεύ­τη­κε στο φύλλο 368 της "Ερ­γα­τι­κής Αρι­στε­ράς"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου