Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

25 Οκτώβρη : Ανήμερα της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 του Τζον Ριντ


Τα ξημερώματα οι επαναστατικές δυνάμεις κατέλαβαν το Ταχυδρομικό γραφείο, τους Σιδηροδρομικούς Σταθμούς, την Εταιρεία Ηλεκτρισμού και πολλά κυβερνητικά κτίρια στην Πετρούπολη. παρέμεναν ακόμα στα χέρια της κυβέρνησης Κερένσικ τα Χειμερινά Ανάκτορα, βασική της έδρα. Το μεσημέρι ο Κερένσκι φεύγει για το βορρά για να συναντήσει μονάδες του στρατού που είχαν ταχθεί ενάντια στην Επανάσταση. Στις 10.40 μ.μ. συγκλήθηκε το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ από όπου αποχώρησαν οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες, στο κτίριο Σμόλνι. Εκεί έδρευαν και τα 26 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής των
μπολσεβίκων (Οι δώδεκα από αυτούς εκτελέστηκαν στις εκκαθαρίσεις του 1930). Το κτίριο Σμόλνι, επιτελικό πια κέντρο της Επανάστασης ήταν προηγουμένως το πιο αριστοκρατικό οικοτροφείο θηλέων της Ρωσικής πρωτεύουσας υπό την αιγίδα της τσαρίνας(φωτογραφία). Ο ανταποκριτής του Σχεδίου β στην Αγία Πετρούπολη Τζον Ριντ μεταδίδει την τελευταία ανταπόκριση.

Την Τετάρτη στις 25 του Οκτώβρη σηκώθηκα πολύ αργά. Όταν βγήκα στη λεωφόρο Νέβσκι, στο φρούριο του Πετροπαβλόφσκ βρόντηξε μεσημεριάτικα το κανόνι. Η μέρα ήταν υγρή και κρύα… Απέναντι στις κλειδωμένες πόρτες της Κρατικής τράπεζας στέκονταν κάμποσοι στρατιώτες με αφ’ όπλου λόγχη.

«Ποιοι είστε σεις;», ρώτησα. «Με την κυβέρνηση είστε;» «Δεν υπάρχει πια κυβέρνηση!» απάντησε με χαμόγελο ένας στρατιώτης. «Δόξα το θεό!». Αυτό ήταν όλο που κατάφερα να μάθω απ’ αυτόν.

Στη λεωφόρο Νέβσκι, όπως πάντα κινούνταν τα τραμ. Απ’ έξω κρέμονταν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και γενικά ο δρόμος σαν να είχε πιο ήρεμη όψη, παρά στις παραμονές. Τη νύχτα οι τοίχοι γέμισαν με καινούριες προκηρύξεις και εκκλήσεις που καλούσαν ενάντια στην εξέγερση. Απευθύνονταν στους αγρότες, στους στρατιώτες του μετώπου, στους εργάτες της Πετρούπολης.

Αγόρασα ένα φύλλο του «Εργατικού Δρόμου», εφημερίδα των μπολσεβίκων, της μοναδικής, όπως φαίνεται, εφημερίδας που κυκλοφορούσε. Λίγο αργότερα μπόρεσα ν΄ αγοράσω από ένα στρατιώτη για πενήντα καπίκια μια «Ημέρα» που την είχε διαβάσει πια. Η μποσελβίκικη εφημερίδα, τυπωμένη σε μεγάλο σχήμα, στο κατασχεμένο τυπογραφείο της «Ρωσικής Θέλησης», άρχιζε με τον πολύστηλο τίτλο «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών! Ειρήνη! Ψωμί! Γη!».

Το κύριο άρθρο ήταν υπογραμμένο από τον Ζηνόβιεφ, που κρύβονταν, όπως κι ο Λένιν. Να η αρχή του:

«Κάθε στρατιώτης, κάθε εργάτης, κάθε αληθινός σοσιαλιστής, κάθε τίμιος δημοκράτης δεν μπορούν να μη δουν πως η επαναστατική σύγκρουση που ωρίμασε, τραβάει για άμεση λύση.»

Η «Ημέρα» έδινε συνοπτικές πληροφορίες για τα γεγονότα της θυελώδικης νύχτας. Οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν το τηλεφωνικό κέντρο, το σιδηροδρομικό σταθμό της Βαλτικής και το τηλεγραφείο, οι ευέλπιδες του Πέτερχοφ δεν μπορούν να περάσουν στην Πετρούπολη, οι κοζάκοι ταλαντεύονται, πιάστηκαν μερικοί υπουργοί, σκοτώθηκε ο διοικητής της αστυνομίας της πόλης Μέγιερ, συλλήψεις, κοντρασυλλήψεις, συμπλοκές ανάμεσα στις στρατιωτικές περιπολίες, στους ευέλπιδες και τους κοκκινοφρουρούς…

Το στρατιωτικό ξενοδοχείο στη γωνία της πλατείας Ισακίεφ ήταν κυκλωμένο από ένοπλους ναύτες. Στο προαύλιο μαζεύτηκαν αρκετοί κομψοί αξιωματικοί. Έκοβαν βόλτες εμπρός- πίσω και σιγοκουβέντιαζαν μεταξύ τους. Οι ναύτες δεν τους επέτρεπαν να βγουν στο δρόμο.

Άξαφνα έπεσε ένας πυροβολισμός κι άρχισε ανταλλαγή πυρών. Πετάχτηκα έξω. Τριγύρω στο μέγαρο Μαρίνσκι, όπου συνεδρίαζε το Συμβούλιο της Ρωσικής δημοκρατίας, συνέβαινε κάτι το ασυνήθιστο. Μια αλυσίδα από στρατιώτες διέσχιζε διαγώνια τη φαρδυά πλατεία. Οι στρατιώτες κρατούσαν έτοιμα τα όπλα και κοίταζαν προς τη σκεπή του ξενοδοχείου.

«Προβοκάτσια! Μας πυροβολούν», φώναξε ένας απ’ αυτούς. Ένας άλλος έτρεξε προς την είσοδο.

Στη δυτική γωνία του μεγάρου στεκόταν ένα μεγάλο θωρακισμένο αυτοκίνητο με κόκκινη σημαία και με μια φρέσκια επιγραφή «Σ.Ε.Σ.Β.». (Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών). Όλα τα πολυβόλα του ήταν στραμμένα προς την εκκλησία του Ισαακίεφσκι. Η έξοδος προς τη Νόβαγια ήταν κλεισμένη με οδοφράγματα φτιαγμένα με βαρέλια, κιβώτια, παλιά στρώματα, αναποδογυρισμένα βαγόνια. Στο τέλος της ακτής Μόικ ήταν οδοφράγματα από σωρούς ξύλων. Κοντά κούτσουρα από τη γειτονική αποθήκη ήταν τοποθετημένα κατά μήκος του κτιρίου και σχημάτιζαν προκάλυμμα.

«Λοιπόν, εδώ θα γίνει μάχη;» ρώτησα.

«Γρήγορα, γρήγορα», απάντησε ανήσυχα ένας στρατιώτης. «Πέρνα σύντροφε, να μη σούρθει καμιά! Να, από κείνη την πλευρά θάρθουν…» κι έδειξε προς την πλευρά του Ναυαρχείου.

«Και ποιοι θάρθουν;»

«Αυτό αδερφάκι δεν μπορώ να στο πω», απάντησε φτύνοντας.

Στην είσοδο του μεγάρου στέκονταν μια μάζα από στρατιώτες και ναύτες. Ένας ναύτης διηγούνταν για το τέλος του Συμβουλίου της Ρωσικής δημοκρατίας. «Μπήκαμε, έλεγε, και πιάσαμε όλες τις πόρτες με τους συντρόφους μας. Εγώ τράβηξα προς τον αντεπαναστάτη- κορνιλοφικό που καθόταν στην προεδρική θέση. Δεν υπάρχει πια το συμβούλιό σας, του είπα. Πήγαινε σπίτι!».

Επιμέλεια: ο φίλος από το Λένινγκραντ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου