«Από κανένα σκιάχτρο δεν τρομάζεις.
Γαληνός, αμετάνοιωτος τ' αδειάζεις
το πικρό ποτήρι!
Μ' εσένα ο Χριστός, ιερέ Καΐρη!».
Κωστής Παλαμάς
Ο Θεόφιλος Καΐρης γεννήθηκε στην Άνδρο στις 19 Οκτωβρίου 1784 και ήταν γιος του Νικόλαου Καΐρη και της Ασημίνας Καμπανάκη. Η οικογένεια του ήταν μία απ' τις αρχαιότερες στο νησί. Το όνομα Θεόφιλος θα το λάβει αργότερα, ενώ το όνομα το όποιον του δόθηκε από τους γονείς του, ήταν Θωμάς. Ο Θωμάς είχε τρεις αδελφούς, τον Ευγένιο, τον Ιωάσαφ και τον Δημήτριο, καθώς και τρεις αδελφές, την Μαρία, την Λασκαρώ και την περίφημη Ευανθία, «την πρώτην σοφήν Ελληνίδα των νεωτέρων χρόνων», όπως την αποκάλεσαν, η οποία ήταν είκοσι έτη νεότερη απ' αυτόν και την ανέθρεψε ο ίδιος.
Ο αδελφός του, ο Ευγένιος, πήγε στην Ευρώπη για σπουδές, έγινε αρχιμανδρίτης και πέρασε όλη τη ζωή του στην Τεργέστη, ως εφημέριος της εκεί ελληνικής παροικίας. Τον μοναχικό βίο ακολούθησε επίσης και ο Ιωάσαφ, ο οποίος συνόδευσε τον Θεόφιλο σε όλα τα ταξίδια και τις περιπέτειές του. Ο τρίτος αδελφός του, ο Δημήτριος, δεκαπέντε έτη νεότερός του, διακρίθηκε στο εμπόριο και κατόπιν θα δωρίσει σημαντικά ποσά για την ανέγερση του ορφανοτροφείου τού αδελφού του.
Από μικρή ηλικία ο Θεόφιλος έχει χαρακτήρα σοβαρό και μιλά σαν ενήλικος. Σε ηλικία επτά ετών σώζει ένα παιδί από πνιγμό με κίνδυνο της ζωής του. Αφού μάθει τα πρώτα γράμματα στην σχολή τού Κάτω Κάστρου της Άνδρου, από τον ιεροδιάκονο Ιάκωβο, μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1794, μεταβαίνει στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας κατόπιν προσκλήσεως τού αδελφού τής μητέρας του, Σωφρονίου Καμπανάκη, ο οποίος ήταν εφημέριος στον ναό του Αγίου Γεωργίου Κυδωνιών. Στα 1802 ιδρύεται το «Ελληνομουσείον», η Ακαδημία των Κυδωνιών. Ο Καΐρης φοίτησε στην Ακαδημία και ταυτόχρονα εργαζόταν προσφέροντας βοηθητικές υπηρεσίες στο σπίτι του Χατζή Διαμαντή, γαμπρού του Γρηγορίου Σαράφη, καθηγητή της σχολής. Στην Ακαδημία διδάχθηκε Φιλολογία και Φιλοσοφία από τον Γρηγόριο Σαράφη και Μαθηματικά και Φυσικές επιστήμες από τον περίφημο διδάσκαλο της εποχής Βενιαμίν τον Λέσβιο. Από τις Κυδωνίες μεταβαίνει στην Πάτμο, ακολουθώντας τον Σαράφη, όπου συνεχίζει τις σπουδές του στην ακμάζουσα τότε «Πατμιάδα Σχολή», με καθηγητή τον Δανιήλ Κεραμέα. Δεν παραλείπει να μαθητεύσει και στην, επίσης σημαντική, «Σχολή» τής Χίου, όπου δίδασκαν ο Αθανάσιος Πάριος και ο Δωρόθεος Πρώιος.
Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, ο Καΐρης γίνεται μοναχός, ενώ το 1801 χειροτονείται διάκονος και λαμβάνει το όνομα Θεόφιλος. Έρχεται πλέον η ώρα να μεταβεί στην Ευρώπη για την συνέχιση των σπουδών του, προκειμένου να γνωρίσει τις νέες επιστημονικές κατακτήσεις και τις νέες φιλοσοφικές ιδέες που κυκλοφορούν εκεί. Το 1803 με δαπάνες του θείου του και μερικών πλουσίων Κυδωνιατών έφυγε στην Ευρώπη. Αρχικά διέμεινε στην Ελβετία, όπου μελέτησε την οργάνωση των διδακτηρίων του μεγάλου παιδαγωγού Πεσταλότσι. Στην συνέχεια, από το 1803 έως το 1807 σπουδάζει στην Ιταλία, στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, Φιλοσοφία και Φυσικομαθηματικές Επιστήμες. Παρακολουθεί επίσης και μαθήματα Φυσιολογίας στην ιατρική σχολή τού Πανεπιστημίου με συμφοιτητή τον μετέπειτα πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη. Από την Ιταλία μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου κυριαρχεί η πνευματική κίνηση, η οποία έχει προκύψει από την Γαλλική Επανάσταση. Εκεί ο Καΐρης αφοσιώνεται στην μάθηση διάφορων φιλοσοφικών μελετών. Εκεί γνωρίζει και τον Αδαμάντιο Κοραή με τον οποίον ανέπτυξε μία στενή σχέση γιου προς πατέρα. Ο Κοραής θα γράψει για τον Καΐρη: «Δύσκολον να εύρη τις εις άλλον τόσην ψυχής απλότητα με τόσον υπέρ τού κοινού καλού ζήλον ηνωμένην. Μ' εζήτησε πολλάκις, ελθών επίτηδες, συμβουλάς περι των μέσων τού να επιταχύνη την εις τα καλά πρόοδον τού Έθνους...».
Η παραμονή του στο Παρίσι, συνεπάγεται και τον πρώτο σημαντικό κλονισμό των χριστιανικών του πεποιθήσεων. Ήδη από το 1808, κι ενώ βρίσκεται στο Παρίσι, του ζητούν οι Κυδωνιείς να πάει στην πόλη των για να αντικαταστήσει στην καθηγεσία της «Σχολής», τον Βενιαμίν τον Λέσβιο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να αποχωρήσει για λόγους υγείας. Δεν αποδέχεται τότε την πρόσκληση αυτή, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά όταν τον Ιούλιο τού 1810 επαναδιατυπώνουν το αίτημα αυτό, αναχωρεί αμέσως απ' το Παρίσι για τις Κυδωνίες.
Όμως ο νεαρός Καΐρης είχε ήδη αποκτήσει τόση φήμη ώστε, ενώ μόλις είχε προφθάσει να μεταβεί στις Κυδωνίες, του απευθύνεται θερμή πρόσκληση εκ μέρους της «Ευαγγελικής Σχολής» της Σμύρνης να πάει να διδάξει σ' αυτήν. Οι διδάσκαλοι της σχολής, στην οποία άλλοτε είχε μαθητεύσει κι ο Κοραής, στέλνουν και επιστολές προς τον θείο του, τον Σωφρόνιο Καμπανάκη, καθώς και τους διδασκάλους των Κυδωνιών, παρακαλώντας τους να πείσουν τον Καΐρη να πάει στην Σμύρνη. Τον χαρακτηρίζουν «άνδρα αρετή και παιδεία κεκοσμημένον», «φιλόσοφον και θαυμαστήν κορυφήν».
Τελικώς κάμπτεται ο Καΐρης και πηγαίνει στην Σμύρνη, αφού προηγουμένως έχει συμφωνήσει ο Βενιαμίν ο Λέσβιος να διδάξει για μία ακόμη τριετία. Όμως οι προύχοντες της Σμύρνης δεν τηρούν τις συμφωνίες και ο Καΐρης αναγκάζεται να επιστρέψει στις Κυδωνίες περί τα τέλη τού 1811, όπου και αρχίζει να διδάσκει Φυσική και Μαθηματικά. Προκύπτουν ωστόσο προστριβές μεταξύ του Γρηγορίου Σαράφη και του Βενιαμίν του Λεσβίου, οι οποίες προκαλούν την αποχώρηση τού Καΐρη εντός του 1812.
Μετά από μερικούς μήνες (1814), έπειτα από παράκληση των Κυδωνιατών, επιστρέφει για να αρχίσει απερίσπαστος πλέον ένα λαμπρό εκπαιδευτικό στάδιο. Εμπλούτισε, βοηθούμενος από τον Αδαμάντιο Κοραή, τη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας με ελληνικά και ξένα συγγράμματα και την εφοδίασε με όργανα Φυσικής, Χημείας, Αστρονομίας και Γεωγραφίας. Η φυσική ευγλωττία του, το ανεπιτήδευτο ύφος, ο πειστικός τρόπος με τον οποίον δίδασκε, καθώς και η χρίση παραδειγμάτων της καθημερινής ζωής, καθιστούν μοναδικό τον τρόπο διδασκαλίας του. Οι δε ψυχικές αρετές του και ο ένθερμος ζήλος του για την υπηρέτηση τού κοινού καλού καθιστούν την «Σχολή» των Κυδωνιών πόλο έλξης μαθητών απ' όλη της Ανατολή.
Ο Καΐρης είναι ένα δυσθεώρητο μέγεθος, ηθικού, συγκροτημένου και μορφωμένου ανθρώπου για την εποχή του (ίσως και για την δική μας), έχοντας μία όσο το δυνατόν πληρέστερη κατάρτιση και μιλώντας αρχαία ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά. Ενδιαφέρθηκε για την Αρχαιολογία, και οι έρευνές του οδήγησαν σε σημαντικές ανακαλύψεις στην γενέτειρά του. Ασχολήθηκε με τη Βοτανολογία και καταχώρησε σε καταλόγους πολλά από τα φυτά του τόπου του καταγράφοντας συγχρόνως τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες.
Εν τω μεταξύ δεν παύει να διατηρεί αλληλογραφία με τον Αδαμάντιο Κοραή. Στις 6 Αυγούστου 1814 του γράφει: «Είναι των αδυνάτων αδύνατον, όταν πέση λόγος περί μαθήσεως, να μην αναφέρω το όνομά σου. Και πως όχι, όταν οι Έλληνες όλοι, νέοι και γέροντες, χρεωστούσι να σε έχωσι και εις την καρδίαν και εις τα χείλη; Κατά το παρόν κατοικώ εν Κυδωνίαις της Ασίας διδάσκων εις το εν αυτοίς Γυμνάσιον, Φυσικήν και Μαθηματικά. Οι άρχοντες συμφωνούν βλέποντες τους καρπούς της παιδείας και αισθανόμενοι της τούτων γλυκύτητος. Ο λαός ήνοιξεν ολίγον τους οφθαλμούς· όλοι κοινώς, μικροί και μεγάλοι, επιθυμούν να ίδωσι τα τέκνα των πεπαιδευμένα. Οι διδάσκαλοι, όσο το δυνατόν, οικονομούσι την αναγεννωμένην ταύτην ροπήν, και ούτω προέρχονται εξ αυτής, όχι μικρά καλά».
Και η αδελφή του Ευανθία έχει αλληλογραφία με τον Κοραή και του ζητάει να της στείλει γαλλικά παιδικά βιβλία προκειμένου να τα μεταφράσει στα ελληνικά
Στο πρόσωπο τού Θεόφιλου Καΐρη, ο Κοραής βλέπει έναν πολύτιμο πρωτεργάτη της πνευματικής αναγεννήσεως της υπόδουλης Ελλάδος. Την 5η Απριλίου 1815, ο Αδαμάντιος Κοραής τού γράφει τα εξής: «Σε παρακαλώ και τούτο πριν αποθάνω· με τον Βάμβαν να ενωθής σφιγκτά και με τον Κούμαν και να κάμετε ιεράν συνωμοσίαν υπέρ της αναγεννήσεως της νεκρωμένης ημών πατρίδος· και θέλεις ιδείν πόσα καλά απροσδόκητα μέλλει να γεννήση η τοιαύτη σύμπνοια. Είναι και οι δύο στενοί μου φίλοι και πείθονται εις τας συμβουλάς μου, όχι ως σοφωτέρου, αλλ' ως γηραλαιοτέρου και ως μαθόντος διά την μακρά μεταξύ φωτισμένων εθνών διατριβήν πως διαδίδονται και πως αυξάνονται τά φωτα. Άκουσέ με και συ διά την αγάπην της Ελλάδος, και προθυμήθητε και οι τρεις αντάμα να την πλύνετε από τον βόρβορον της απαιδευσίας διά να αξιωθήτε, όταν φθάση η τελευταία σας ώρα, να εκφωνήσητε χωρίς κομπασμόν ή της συνειδήσεως κανένα δισταγμόν τα άξια της ελληνικής ψυχής λόγια ταύτα: "Δεν σε φοβούμαι θάνατε, επειδή η ζωή μου όλη αφιερώθη εις ωφέλειαν της πατρίδος μου"».
Η αναγνώριση τού Καΐρη είναι καθολική· διατηρεί μάλιστα αλληλογραφία και με τον Νεόφυτο Βάμβα και με τον Άνθιμο Γαζή, εκδότη του περίφημου περιοδικού «Ερμής Λόγιος». Όταν δε το 1820 ο Καΐρης θέλησε να παραιτηθεί της διδασκαλίας στην «Σχολή», προκειμένου να μεταβεί στην Άνδρο, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο μετέπειτα σφοδρός, εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, εχθρός του, τον εκλιπαρεί να παραμείνει. Γράφει μεταξύ άλλων: «Η αναχώρησίς σου ερημώνει το σχολείον... Η καθέδρα σου, χωρίς διάδοχον θέλει βλέπεσθαι ως έρημον της ιεράς σοφίας χρηστήριον... Οι φίλοι τής παιδείας των ομογενών θέλουν κλαύσει· οι εχθροί θέλουν επιχαρή· οι αλλόφυλοι θέλουν μας καταφρονήσει· και συ αύτος θέλεις έχει προ οφθαλμόν αείποτε τας λυπηράς ταύτας εικόνας». Με επαινετικούς λόγους απευθύνεται προς αυτόν και ο διδάσκαλος της «Σχολής» της Χίου, Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος· ο δε Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο μετέπειτα εισηγητής τού αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος τού γράφει: «Εις το σχολείον των Κυδωνιών είχα την τύχην και εγώ να σπουδάσω προς καιρόν, αφ' ου ανεχώρησα εις Ιταλίαν λυπούμαι ότι δεν έτυχε να σε γνωρίσω προσωπικώς· την φήμην άκουσα· παρά πολλών εβεβαιώθην τόσον περί της προκοπής σου όσον και περί της αρετής σου...».
Εκτός των Ελλήνων προστίθενται και ξένοι θαυμαστές τού Καΐρη, όπως ο γνωστός φιλέλληνας Φιρμίν Ντιντότ. Ό Ντιντότ, ο μετέπειτα περίφημος τυπογράφος, μεταβαίνει στις Κυδωνίες, για να φοιτήσει στην «Σχολή», και εισηγείται ένα μεγαλόπνοο σχέδιο στο οποίο βρίσκει πολύτιμο συμπαραστάτη τον Καΐρη: Να υιοθετηθεί η αρχαία ελληνική γλώσσα, και μάλιστα όχι μόνο στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό. Οι μαθητές τής «Σχολής» ενθουσιάζονται και σπεύδουν μάλιστα να μεταβάλουν τα ονόματά των σε αρχαία ελληνικά: Ο Σαμουήλ μετονομάζεται σε Νικία, ο Ιωάννης σε Περικλή, ο Δημήτριος σε Θεμιστοκλή...
Το 1818 αποφασίζει ο Θεόφιλος Καΐρης να ιδρύσει τυπογραφείο στην πόλη. Για τον σκοπό αυτό στέλνει στο Παρίσι τον μαθητή του Κωνσταντίνο Τόμπρα, ο οποίος αφού σπουδάσει επί δύο έτη την τυπογραφική τέχνη στο πλευρό τού Φιρμίν Ντιντότ, επιστρέφει φέρνοντας πιεστήριο και ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία. Έτσι, ιδρύεται το «Τυπογραφείον» τής «Σχολής» των Κυδωνιέων και προσδίδει ακόμη μεγαλύτερο κύρος σ' αυτήν, η οποία αποκαλείται, όχι μόνο «Γυμνάσιον», «Μουσείον», «Ελληνομουσείον», αλλά και «Φιλοσοφική Σχολή» και «Ακαδήμεια». Μόνο το 1819, αποφοίτησαν απ' αυτήν 62 μαθητές, οι οποίοι διασκορπίστηκαν σε όλη την Ανατολή ως διδάσκαλοι, φορείς τού πνεύματος της «Σχολής».
Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 σήμανε όμως και το τέλος της «Σχολής». Οι Τούρκοι επιτίθενται στην ακμάζουσα πόλη των Κυδωνιών και, αφού αντιμετωπίζουν την σθεναρή αντίσταση των επαναστατημένων Ελλήνων, καταλαμβάνουν την πόλη και την πυρπολούν. Εικοσιπέντε χιλιάδες κάτοικοι της πόλεως διασκορπίζονται σε διάφορα μέρη. Κατορθώνει να διασωθεί ο Κωνσταντίνος Τόμπρας μεταφέροντας τα τυπογραφικά μηχανήματα, και καταφεύγει στο Ναύπλιο όπου και επανιδρύει το τυπογραφείο. Ο άλλος καθηγητής της «Σχολής» των Κυδωνιών, ο Γρηγόριος Σαράφης, θα κατορθώσει κι αυτός να διαφύγει και να εγκατασταθεί στην Ύδρα, όπου και θα διδάξει μέχρι τον θάνατό του το 1823.
Ο Καΐρης, μυημένος από το 1919 στην Φιλική Εταιρεία από τον Αριστείδη Παππά, αφού εγκαταλείπει κι αυτός τις Κυδωνίες, περνά αρχικά από τα Ψαρά με εκατό μαθητές του, όπου εκφωνεί φλογερό πατριωτικό λόγο στον ναό τού Αγίου Νικολάου. Κατόπιν μεταβαίνει στην Άνδρο όπου υψώνει την σημαία τής ελευθερίας. Μόλις μαθαίνει για την εκστρατεία στον Όλυμπο, την οποία σχεδιάζει ο Γρηγόριος Σάλας, πρώτος υπασπιστής τού Δημητρίου Υψηλάντη, σπεύδει ενθουσιωδώς να συμμετάσχει. Την 25η Νοεμβρίου 1821 αποπλέει ο Σάλας από την Πελοπόννησο, αλλά δυστυχώς καθυστερεί πολύ να φθάσει στον προορισμό του, γιατί περιπλανάται στα νησιά τού Αιγαίου επί τέσσερις μήνες. Αποτέλεσμα της αργοπορίας αυτής ήταν η αποχώρηση των περισσοτέρων μαχητών· μόνο ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Πολωνός φιλέλληνας Λεζίνσκι και μερικοί άλλοι έμειναν. Τελικά φθάνουν στην περιοχή τού Όλύμπου περί τα τέλη Μαρτίου του 1822 και αρχίζουν να συνεννοούνται με τους κατοίκους, προκειμένου να οργανωθεί επανάσταση. Όμως, η έλλειψη όπλων και εφοδίων μειώνουν τον ζήλο των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να στρατολογηθεί μικρός αριθμός μαχητών και οι οπλαρχηγοί να αναλώνονται διαρκώς σε διαφωνίες. Ωστόσο, ο Καΐρης με εμπνευσμένα εθνεγερτικά κηρύγματά του, κατορθώνει να εξαλείψει τις παλαιές έχθρες και να εμφυσήσει εκ νέου τον ενθουσιασμό στους στρατιώτες. Αλλά όμως οι Τούρκοι που κινήθηκαν εναντίον των υπερτερούν κατά πολύ σε αριθμό κι εξοπλισμό. Στην μάχη οι Έλληνες ηττώνται και ο Καΐρης δέχεται τρεις σφαίρες. Αναγκάζονται λοιπόν να υποχωρήσουν προχωρώντας προς τα βορειοδυτικά σε άγνωστες περιοχές. Προχωρούν μόνο νύχτα και τους καθοδηγεί ο Καΐρης βάσει αστρονομικών παρατηρήσεων και υπολογισμών. Η ταλαιπωρία των είναι απερίγραπτη, καθώς μάλιστα δεν έχουν τι να φάνε και αναγκάζονται να τρώνε άγριους καρπούς και χόρτα τα οποία συλλέγουν στο σκοτάδι. Τελικώς κατορθώνουν να φθάσουν στον Ασπροπόταμο όπου βρίσκουν καταφύγιο και περιποίηση στην οικία τού στρατηγού Στουρνάρα, ο οποίος έπεσε μαχόμενος κατά την έξοδο τού Μεσολογγίου. Από τον Ασπροπόταμο, ο Καΐρης κατεβαίνει στην Κόρινθο κι από κει μεταβαίνει στην Άνδρο, όπου και παραμένει επί δύο μήνες προκειμένου να θεραπευθούν τα τραύματά του, ιδίως η πληγή στην κνήμη, η οποία θα μεταβληθεί σε χρόνιο έλκος και θα τον ταλαιπωρεί σε όλη την ζωή. Μόλις συνέρχεται κάπως από τα τραύματά του, το πρώτο του μέλημα είναι να οργανώσει σε στρατιωτικό σώμα, τους Κυδωνιείς που κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Εκτός όμως από μαχητής, ο Καΐρης συμμετέχει ενεργά στους νεοτεύκτους πολιτικούς θεσμούς τής επαναστατημένης Ελλάδος. Εκλέγεται σταθερά πληρεξούσιος της Άνδρου στις εθνικές συνελεύσεις και είναι ένας εκ των κυριότερων συντακτών τού πολιτεύματος τού Άστρους. Παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο (20 Δεκεμβρίου 1821–15 Ιανουαρίου 1822) χωρίς επίσημη ιδιότητα, επειδή δεν εκπροσωπούνταν οι Κυκλάδες. Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου–27 Απριλίου 1823) είχε ενεργό συμμετοχή και τον Μάιο του ίδιου έτους έγινε μέλος επιτροπής για την επεξεργασία και διόρθωση των «εγκληματικών νόμων» και του «οργανισμού των δικαστηρίων». Στην επιδημία τύφου, που ξέσπασε στο Ναύπλιο το 1824, παρά την κλονισμένη υγεία του βοήθησε με αυταπάρνηση τους χειμαζόμενους. Τον Απρίλιο του 1824 υπέβαλε παραίτηση από το αξίωμα του βουλευτή για λόγους υγείας, που έγινε δεκτή από το Βουλευτικό Σώμα με ευχαριστίες. Οι Ανδριώτες όμως, επέμειναν να τους εκπροσωπεί στο Βουλευτικό. Το Σεπτέμβριο του 1824 επέστρεψε στην Πελοπόννησο ως παραστάτης Άνδρου για τη Γ' Βουλευτική Περίοδο -ανέλαβε και προσωρινά την προεδρία του Βουλευτικού Σώματος- και τον Οκτώβριο συμμετείχε σε επιτροπή για τη σύνταξη οργανισμού των επαρχιακών σχολείων. Στα 1826 εξελέγη πληρεξούσιος Άνδρου για τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο (6–16 Απριλίου 1826), αλλά δεν συμμετείχε στις εργασίες της, επειδή διατελούσε μέλος του Βουλευτικού Σώματος.
Ο Θεόφιλος Καΐρης προσπαθεί πάντοτε να βοηθά κατά το δυνατόν, τόσο τους συντοπίτες του Ανδρίους, όσον και όλους τους Έλληνες. Χάρις σε δική του μεσολάβηση π.χ. εστάλη από τον Ελβετό τραπεζίτη και φιλέλληνα Ζαν Γκαμπριέλ Ρεϊνάντ, πλοίο με τρόφιμα και ρούχα για τους Πελοποννήσιους εκτοπισθέντες από τον Ιμπραΐμ.
Η εμπιστοσύνη και η εκτίμηση με τις οποίες είχαν περιβάλλει οι συμπατριώτες του τον Καΐρη, καταφαίνεται εκ του γεγονότος ότι υπεδείχθη ομόφωνα να εκφωνήσει τον χαιρετιστήριο λόγο προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια την 12η Ιανουαρίου 1828. Αξίζει να σημειωθεί, πως, όπως γράφτηκε τότε, ο Καΐρης εκφώνησε αυτόν τον λόγο, αυτοσχεδιάζοντας, χωρίς να διαβάζει από χαρτί. Ένας ένθερμος πόθος διατρέχει τον λόγο: Η ομοψυχία της Ελλάδος και η δίκαια διακυβέρνησή της...
Γαληνός, αμετάνοιωτος τ' αδειάζεις
το πικρό ποτήρι!
Μ' εσένα ο Χριστός, ιερέ Καΐρη!».
Κωστής Παλαμάς
Ο Θεόφιλος Καΐρης γεννήθηκε στην Άνδρο στις 19 Οκτωβρίου 1784 και ήταν γιος του Νικόλαου Καΐρη και της Ασημίνας Καμπανάκη. Η οικογένεια του ήταν μία απ' τις αρχαιότερες στο νησί. Το όνομα Θεόφιλος θα το λάβει αργότερα, ενώ το όνομα το όποιον του δόθηκε από τους γονείς του, ήταν Θωμάς. Ο Θωμάς είχε τρεις αδελφούς, τον Ευγένιο, τον Ιωάσαφ και τον Δημήτριο, καθώς και τρεις αδελφές, την Μαρία, την Λασκαρώ και την περίφημη Ευανθία, «την πρώτην σοφήν Ελληνίδα των νεωτέρων χρόνων», όπως την αποκάλεσαν, η οποία ήταν είκοσι έτη νεότερη απ' αυτόν και την ανέθρεψε ο ίδιος.
Ο αδελφός του, ο Ευγένιος, πήγε στην Ευρώπη για σπουδές, έγινε αρχιμανδρίτης και πέρασε όλη τη ζωή του στην Τεργέστη, ως εφημέριος της εκεί ελληνικής παροικίας. Τον μοναχικό βίο ακολούθησε επίσης και ο Ιωάσαφ, ο οποίος συνόδευσε τον Θεόφιλο σε όλα τα ταξίδια και τις περιπέτειές του. Ο τρίτος αδελφός του, ο Δημήτριος, δεκαπέντε έτη νεότερός του, διακρίθηκε στο εμπόριο και κατόπιν θα δωρίσει σημαντικά ποσά για την ανέγερση του ορφανοτροφείου τού αδελφού του.
Από μικρή ηλικία ο Θεόφιλος έχει χαρακτήρα σοβαρό και μιλά σαν ενήλικος. Σε ηλικία επτά ετών σώζει ένα παιδί από πνιγμό με κίνδυνο της ζωής του. Αφού μάθει τα πρώτα γράμματα στην σχολή τού Κάτω Κάστρου της Άνδρου, από τον ιεροδιάκονο Ιάκωβο, μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1794, μεταβαίνει στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας κατόπιν προσκλήσεως τού αδελφού τής μητέρας του, Σωφρονίου Καμπανάκη, ο οποίος ήταν εφημέριος στον ναό του Αγίου Γεωργίου Κυδωνιών. Στα 1802 ιδρύεται το «Ελληνομουσείον», η Ακαδημία των Κυδωνιών. Ο Καΐρης φοίτησε στην Ακαδημία και ταυτόχρονα εργαζόταν προσφέροντας βοηθητικές υπηρεσίες στο σπίτι του Χατζή Διαμαντή, γαμπρού του Γρηγορίου Σαράφη, καθηγητή της σχολής. Στην Ακαδημία διδάχθηκε Φιλολογία και Φιλοσοφία από τον Γρηγόριο Σαράφη και Μαθηματικά και Φυσικές επιστήμες από τον περίφημο διδάσκαλο της εποχής Βενιαμίν τον Λέσβιο. Από τις Κυδωνίες μεταβαίνει στην Πάτμο, ακολουθώντας τον Σαράφη, όπου συνεχίζει τις σπουδές του στην ακμάζουσα τότε «Πατμιάδα Σχολή», με καθηγητή τον Δανιήλ Κεραμέα. Δεν παραλείπει να μαθητεύσει και στην, επίσης σημαντική, «Σχολή» τής Χίου, όπου δίδασκαν ο Αθανάσιος Πάριος και ο Δωρόθεος Πρώιος.
Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, ο Καΐρης γίνεται μοναχός, ενώ το 1801 χειροτονείται διάκονος και λαμβάνει το όνομα Θεόφιλος. Έρχεται πλέον η ώρα να μεταβεί στην Ευρώπη για την συνέχιση των σπουδών του, προκειμένου να γνωρίσει τις νέες επιστημονικές κατακτήσεις και τις νέες φιλοσοφικές ιδέες που κυκλοφορούν εκεί. Το 1803 με δαπάνες του θείου του και μερικών πλουσίων Κυδωνιατών έφυγε στην Ευρώπη. Αρχικά διέμεινε στην Ελβετία, όπου μελέτησε την οργάνωση των διδακτηρίων του μεγάλου παιδαγωγού Πεσταλότσι. Στην συνέχεια, από το 1803 έως το 1807 σπουδάζει στην Ιταλία, στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, Φιλοσοφία και Φυσικομαθηματικές Επιστήμες. Παρακολουθεί επίσης και μαθήματα Φυσιολογίας στην ιατρική σχολή τού Πανεπιστημίου με συμφοιτητή τον μετέπειτα πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη. Από την Ιταλία μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου κυριαρχεί η πνευματική κίνηση, η οποία έχει προκύψει από την Γαλλική Επανάσταση. Εκεί ο Καΐρης αφοσιώνεται στην μάθηση διάφορων φιλοσοφικών μελετών. Εκεί γνωρίζει και τον Αδαμάντιο Κοραή με τον οποίον ανέπτυξε μία στενή σχέση γιου προς πατέρα. Ο Κοραής θα γράψει για τον Καΐρη: «Δύσκολον να εύρη τις εις άλλον τόσην ψυχής απλότητα με τόσον υπέρ τού κοινού καλού ζήλον ηνωμένην. Μ' εζήτησε πολλάκις, ελθών επίτηδες, συμβουλάς περι των μέσων τού να επιταχύνη την εις τα καλά πρόοδον τού Έθνους...».
Η παραμονή του στο Παρίσι, συνεπάγεται και τον πρώτο σημαντικό κλονισμό των χριστιανικών του πεποιθήσεων. Ήδη από το 1808, κι ενώ βρίσκεται στο Παρίσι, του ζητούν οι Κυδωνιείς να πάει στην πόλη των για να αντικαταστήσει στην καθηγεσία της «Σχολής», τον Βενιαμίν τον Λέσβιο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να αποχωρήσει για λόγους υγείας. Δεν αποδέχεται τότε την πρόσκληση αυτή, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά όταν τον Ιούλιο τού 1810 επαναδιατυπώνουν το αίτημα αυτό, αναχωρεί αμέσως απ' το Παρίσι για τις Κυδωνίες.
Όμως ο νεαρός Καΐρης είχε ήδη αποκτήσει τόση φήμη ώστε, ενώ μόλις είχε προφθάσει να μεταβεί στις Κυδωνίες, του απευθύνεται θερμή πρόσκληση εκ μέρους της «Ευαγγελικής Σχολής» της Σμύρνης να πάει να διδάξει σ' αυτήν. Οι διδάσκαλοι της σχολής, στην οποία άλλοτε είχε μαθητεύσει κι ο Κοραής, στέλνουν και επιστολές προς τον θείο του, τον Σωφρόνιο Καμπανάκη, καθώς και τους διδασκάλους των Κυδωνιών, παρακαλώντας τους να πείσουν τον Καΐρη να πάει στην Σμύρνη. Τον χαρακτηρίζουν «άνδρα αρετή και παιδεία κεκοσμημένον», «φιλόσοφον και θαυμαστήν κορυφήν».
Τελικώς κάμπτεται ο Καΐρης και πηγαίνει στην Σμύρνη, αφού προηγουμένως έχει συμφωνήσει ο Βενιαμίν ο Λέσβιος να διδάξει για μία ακόμη τριετία. Όμως οι προύχοντες της Σμύρνης δεν τηρούν τις συμφωνίες και ο Καΐρης αναγκάζεται να επιστρέψει στις Κυδωνίες περί τα τέλη τού 1811, όπου και αρχίζει να διδάσκει Φυσική και Μαθηματικά. Προκύπτουν ωστόσο προστριβές μεταξύ του Γρηγορίου Σαράφη και του Βενιαμίν του Λεσβίου, οι οποίες προκαλούν την αποχώρηση τού Καΐρη εντός του 1812.
Μετά από μερικούς μήνες (1814), έπειτα από παράκληση των Κυδωνιατών, επιστρέφει για να αρχίσει απερίσπαστος πλέον ένα λαμπρό εκπαιδευτικό στάδιο. Εμπλούτισε, βοηθούμενος από τον Αδαμάντιο Κοραή, τη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας με ελληνικά και ξένα συγγράμματα και την εφοδίασε με όργανα Φυσικής, Χημείας, Αστρονομίας και Γεωγραφίας. Η φυσική ευγλωττία του, το ανεπιτήδευτο ύφος, ο πειστικός τρόπος με τον οποίον δίδασκε, καθώς και η χρίση παραδειγμάτων της καθημερινής ζωής, καθιστούν μοναδικό τον τρόπο διδασκαλίας του. Οι δε ψυχικές αρετές του και ο ένθερμος ζήλος του για την υπηρέτηση τού κοινού καλού καθιστούν την «Σχολή» των Κυδωνιών πόλο έλξης μαθητών απ' όλη της Ανατολή.
Ο Καΐρης είναι ένα δυσθεώρητο μέγεθος, ηθικού, συγκροτημένου και μορφωμένου ανθρώπου για την εποχή του (ίσως και για την δική μας), έχοντας μία όσο το δυνατόν πληρέστερη κατάρτιση και μιλώντας αρχαία ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά. Ενδιαφέρθηκε για την Αρχαιολογία, και οι έρευνές του οδήγησαν σε σημαντικές ανακαλύψεις στην γενέτειρά του. Ασχολήθηκε με τη Βοτανολογία και καταχώρησε σε καταλόγους πολλά από τα φυτά του τόπου του καταγράφοντας συγχρόνως τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες.
Εν τω μεταξύ δεν παύει να διατηρεί αλληλογραφία με τον Αδαμάντιο Κοραή. Στις 6 Αυγούστου 1814 του γράφει: «Είναι των αδυνάτων αδύνατον, όταν πέση λόγος περί μαθήσεως, να μην αναφέρω το όνομά σου. Και πως όχι, όταν οι Έλληνες όλοι, νέοι και γέροντες, χρεωστούσι να σε έχωσι και εις την καρδίαν και εις τα χείλη; Κατά το παρόν κατοικώ εν Κυδωνίαις της Ασίας διδάσκων εις το εν αυτοίς Γυμνάσιον, Φυσικήν και Μαθηματικά. Οι άρχοντες συμφωνούν βλέποντες τους καρπούς της παιδείας και αισθανόμενοι της τούτων γλυκύτητος. Ο λαός ήνοιξεν ολίγον τους οφθαλμούς· όλοι κοινώς, μικροί και μεγάλοι, επιθυμούν να ίδωσι τα τέκνα των πεπαιδευμένα. Οι διδάσκαλοι, όσο το δυνατόν, οικονομούσι την αναγεννωμένην ταύτην ροπήν, και ούτω προέρχονται εξ αυτής, όχι μικρά καλά».
Και η αδελφή του Ευανθία έχει αλληλογραφία με τον Κοραή και του ζητάει να της στείλει γαλλικά παιδικά βιβλία προκειμένου να τα μεταφράσει στα ελληνικά
Στο πρόσωπο τού Θεόφιλου Καΐρη, ο Κοραής βλέπει έναν πολύτιμο πρωτεργάτη της πνευματικής αναγεννήσεως της υπόδουλης Ελλάδος. Την 5η Απριλίου 1815, ο Αδαμάντιος Κοραής τού γράφει τα εξής: «Σε παρακαλώ και τούτο πριν αποθάνω· με τον Βάμβαν να ενωθής σφιγκτά και με τον Κούμαν και να κάμετε ιεράν συνωμοσίαν υπέρ της αναγεννήσεως της νεκρωμένης ημών πατρίδος· και θέλεις ιδείν πόσα καλά απροσδόκητα μέλλει να γεννήση η τοιαύτη σύμπνοια. Είναι και οι δύο στενοί μου φίλοι και πείθονται εις τας συμβουλάς μου, όχι ως σοφωτέρου, αλλ' ως γηραλαιοτέρου και ως μαθόντος διά την μακρά μεταξύ φωτισμένων εθνών διατριβήν πως διαδίδονται και πως αυξάνονται τά φωτα. Άκουσέ με και συ διά την αγάπην της Ελλάδος, και προθυμήθητε και οι τρεις αντάμα να την πλύνετε από τον βόρβορον της απαιδευσίας διά να αξιωθήτε, όταν φθάση η τελευταία σας ώρα, να εκφωνήσητε χωρίς κομπασμόν ή της συνειδήσεως κανένα δισταγμόν τα άξια της ελληνικής ψυχής λόγια ταύτα: "Δεν σε φοβούμαι θάνατε, επειδή η ζωή μου όλη αφιερώθη εις ωφέλειαν της πατρίδος μου"».
Η αναγνώριση τού Καΐρη είναι καθολική· διατηρεί μάλιστα αλληλογραφία και με τον Νεόφυτο Βάμβα και με τον Άνθιμο Γαζή, εκδότη του περίφημου περιοδικού «Ερμής Λόγιος». Όταν δε το 1820 ο Καΐρης θέλησε να παραιτηθεί της διδασκαλίας στην «Σχολή», προκειμένου να μεταβεί στην Άνδρο, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο μετέπειτα σφοδρός, εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, εχθρός του, τον εκλιπαρεί να παραμείνει. Γράφει μεταξύ άλλων: «Η αναχώρησίς σου ερημώνει το σχολείον... Η καθέδρα σου, χωρίς διάδοχον θέλει βλέπεσθαι ως έρημον της ιεράς σοφίας χρηστήριον... Οι φίλοι τής παιδείας των ομογενών θέλουν κλαύσει· οι εχθροί θέλουν επιχαρή· οι αλλόφυλοι θέλουν μας καταφρονήσει· και συ αύτος θέλεις έχει προ οφθαλμόν αείποτε τας λυπηράς ταύτας εικόνας». Με επαινετικούς λόγους απευθύνεται προς αυτόν και ο διδάσκαλος της «Σχολής» της Χίου, Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος· ο δε Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο μετέπειτα εισηγητής τού αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος τού γράφει: «Εις το σχολείον των Κυδωνιών είχα την τύχην και εγώ να σπουδάσω προς καιρόν, αφ' ου ανεχώρησα εις Ιταλίαν λυπούμαι ότι δεν έτυχε να σε γνωρίσω προσωπικώς· την φήμην άκουσα· παρά πολλών εβεβαιώθην τόσον περί της προκοπής σου όσον και περί της αρετής σου...».
Εκτός των Ελλήνων προστίθενται και ξένοι θαυμαστές τού Καΐρη, όπως ο γνωστός φιλέλληνας Φιρμίν Ντιντότ. Ό Ντιντότ, ο μετέπειτα περίφημος τυπογράφος, μεταβαίνει στις Κυδωνίες, για να φοιτήσει στην «Σχολή», και εισηγείται ένα μεγαλόπνοο σχέδιο στο οποίο βρίσκει πολύτιμο συμπαραστάτη τον Καΐρη: Να υιοθετηθεί η αρχαία ελληνική γλώσσα, και μάλιστα όχι μόνο στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό. Οι μαθητές τής «Σχολής» ενθουσιάζονται και σπεύδουν μάλιστα να μεταβάλουν τα ονόματά των σε αρχαία ελληνικά: Ο Σαμουήλ μετονομάζεται σε Νικία, ο Ιωάννης σε Περικλή, ο Δημήτριος σε Θεμιστοκλή...
Το 1818 αποφασίζει ο Θεόφιλος Καΐρης να ιδρύσει τυπογραφείο στην πόλη. Για τον σκοπό αυτό στέλνει στο Παρίσι τον μαθητή του Κωνσταντίνο Τόμπρα, ο οποίος αφού σπουδάσει επί δύο έτη την τυπογραφική τέχνη στο πλευρό τού Φιρμίν Ντιντότ, επιστρέφει φέρνοντας πιεστήριο και ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία. Έτσι, ιδρύεται το «Τυπογραφείον» τής «Σχολής» των Κυδωνιέων και προσδίδει ακόμη μεγαλύτερο κύρος σ' αυτήν, η οποία αποκαλείται, όχι μόνο «Γυμνάσιον», «Μουσείον», «Ελληνομουσείον», αλλά και «Φιλοσοφική Σχολή» και «Ακαδήμεια». Μόνο το 1819, αποφοίτησαν απ' αυτήν 62 μαθητές, οι οποίοι διασκορπίστηκαν σε όλη την Ανατολή ως διδάσκαλοι, φορείς τού πνεύματος της «Σχολής».
Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 σήμανε όμως και το τέλος της «Σχολής». Οι Τούρκοι επιτίθενται στην ακμάζουσα πόλη των Κυδωνιών και, αφού αντιμετωπίζουν την σθεναρή αντίσταση των επαναστατημένων Ελλήνων, καταλαμβάνουν την πόλη και την πυρπολούν. Εικοσιπέντε χιλιάδες κάτοικοι της πόλεως διασκορπίζονται σε διάφορα μέρη. Κατορθώνει να διασωθεί ο Κωνσταντίνος Τόμπρας μεταφέροντας τα τυπογραφικά μηχανήματα, και καταφεύγει στο Ναύπλιο όπου και επανιδρύει το τυπογραφείο. Ο άλλος καθηγητής της «Σχολής» των Κυδωνιών, ο Γρηγόριος Σαράφης, θα κατορθώσει κι αυτός να διαφύγει και να εγκατασταθεί στην Ύδρα, όπου και θα διδάξει μέχρι τον θάνατό του το 1823.
Ο Καΐρης, μυημένος από το 1919 στην Φιλική Εταιρεία από τον Αριστείδη Παππά, αφού εγκαταλείπει κι αυτός τις Κυδωνίες, περνά αρχικά από τα Ψαρά με εκατό μαθητές του, όπου εκφωνεί φλογερό πατριωτικό λόγο στον ναό τού Αγίου Νικολάου. Κατόπιν μεταβαίνει στην Άνδρο όπου υψώνει την σημαία τής ελευθερίας. Μόλις μαθαίνει για την εκστρατεία στον Όλυμπο, την οποία σχεδιάζει ο Γρηγόριος Σάλας, πρώτος υπασπιστής τού Δημητρίου Υψηλάντη, σπεύδει ενθουσιωδώς να συμμετάσχει. Την 25η Νοεμβρίου 1821 αποπλέει ο Σάλας από την Πελοπόννησο, αλλά δυστυχώς καθυστερεί πολύ να φθάσει στον προορισμό του, γιατί περιπλανάται στα νησιά τού Αιγαίου επί τέσσερις μήνες. Αποτέλεσμα της αργοπορίας αυτής ήταν η αποχώρηση των περισσοτέρων μαχητών· μόνο ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Πολωνός φιλέλληνας Λεζίνσκι και μερικοί άλλοι έμειναν. Τελικά φθάνουν στην περιοχή τού Όλύμπου περί τα τέλη Μαρτίου του 1822 και αρχίζουν να συνεννοούνται με τους κατοίκους, προκειμένου να οργανωθεί επανάσταση. Όμως, η έλλειψη όπλων και εφοδίων μειώνουν τον ζήλο των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να στρατολογηθεί μικρός αριθμός μαχητών και οι οπλαρχηγοί να αναλώνονται διαρκώς σε διαφωνίες. Ωστόσο, ο Καΐρης με εμπνευσμένα εθνεγερτικά κηρύγματά του, κατορθώνει να εξαλείψει τις παλαιές έχθρες και να εμφυσήσει εκ νέου τον ενθουσιασμό στους στρατιώτες. Αλλά όμως οι Τούρκοι που κινήθηκαν εναντίον των υπερτερούν κατά πολύ σε αριθμό κι εξοπλισμό. Στην μάχη οι Έλληνες ηττώνται και ο Καΐρης δέχεται τρεις σφαίρες. Αναγκάζονται λοιπόν να υποχωρήσουν προχωρώντας προς τα βορειοδυτικά σε άγνωστες περιοχές. Προχωρούν μόνο νύχτα και τους καθοδηγεί ο Καΐρης βάσει αστρονομικών παρατηρήσεων και υπολογισμών. Η ταλαιπωρία των είναι απερίγραπτη, καθώς μάλιστα δεν έχουν τι να φάνε και αναγκάζονται να τρώνε άγριους καρπούς και χόρτα τα οποία συλλέγουν στο σκοτάδι. Τελικώς κατορθώνουν να φθάσουν στον Ασπροπόταμο όπου βρίσκουν καταφύγιο και περιποίηση στην οικία τού στρατηγού Στουρνάρα, ο οποίος έπεσε μαχόμενος κατά την έξοδο τού Μεσολογγίου. Από τον Ασπροπόταμο, ο Καΐρης κατεβαίνει στην Κόρινθο κι από κει μεταβαίνει στην Άνδρο, όπου και παραμένει επί δύο μήνες προκειμένου να θεραπευθούν τα τραύματά του, ιδίως η πληγή στην κνήμη, η οποία θα μεταβληθεί σε χρόνιο έλκος και θα τον ταλαιπωρεί σε όλη την ζωή. Μόλις συνέρχεται κάπως από τα τραύματά του, το πρώτο του μέλημα είναι να οργανώσει σε στρατιωτικό σώμα, τους Κυδωνιείς που κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Εκτός όμως από μαχητής, ο Καΐρης συμμετέχει ενεργά στους νεοτεύκτους πολιτικούς θεσμούς τής επαναστατημένης Ελλάδος. Εκλέγεται σταθερά πληρεξούσιος της Άνδρου στις εθνικές συνελεύσεις και είναι ένας εκ των κυριότερων συντακτών τού πολιτεύματος τού Άστρους. Παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο (20 Δεκεμβρίου 1821–15 Ιανουαρίου 1822) χωρίς επίσημη ιδιότητα, επειδή δεν εκπροσωπούνταν οι Κυκλάδες. Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου–27 Απριλίου 1823) είχε ενεργό συμμετοχή και τον Μάιο του ίδιου έτους έγινε μέλος επιτροπής για την επεξεργασία και διόρθωση των «εγκληματικών νόμων» και του «οργανισμού των δικαστηρίων». Στην επιδημία τύφου, που ξέσπασε στο Ναύπλιο το 1824, παρά την κλονισμένη υγεία του βοήθησε με αυταπάρνηση τους χειμαζόμενους. Τον Απρίλιο του 1824 υπέβαλε παραίτηση από το αξίωμα του βουλευτή για λόγους υγείας, που έγινε δεκτή από το Βουλευτικό Σώμα με ευχαριστίες. Οι Ανδριώτες όμως, επέμειναν να τους εκπροσωπεί στο Βουλευτικό. Το Σεπτέμβριο του 1824 επέστρεψε στην Πελοπόννησο ως παραστάτης Άνδρου για τη Γ' Βουλευτική Περίοδο -ανέλαβε και προσωρινά την προεδρία του Βουλευτικού Σώματος- και τον Οκτώβριο συμμετείχε σε επιτροπή για τη σύνταξη οργανισμού των επαρχιακών σχολείων. Στα 1826 εξελέγη πληρεξούσιος Άνδρου για τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο (6–16 Απριλίου 1826), αλλά δεν συμμετείχε στις εργασίες της, επειδή διατελούσε μέλος του Βουλευτικού Σώματος.
Ο Θεόφιλος Καΐρης προσπαθεί πάντοτε να βοηθά κατά το δυνατόν, τόσο τους συντοπίτες του Ανδρίους, όσον και όλους τους Έλληνες. Χάρις σε δική του μεσολάβηση π.χ. εστάλη από τον Ελβετό τραπεζίτη και φιλέλληνα Ζαν Γκαμπριέλ Ρεϊνάντ, πλοίο με τρόφιμα και ρούχα για τους Πελοποννήσιους εκτοπισθέντες από τον Ιμπραΐμ.
Η εμπιστοσύνη και η εκτίμηση με τις οποίες είχαν περιβάλλει οι συμπατριώτες του τον Καΐρη, καταφαίνεται εκ του γεγονότος ότι υπεδείχθη ομόφωνα να εκφωνήσει τον χαιρετιστήριο λόγο προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια την 12η Ιανουαρίου 1828. Αξίζει να σημειωθεί, πως, όπως γράφτηκε τότε, ο Καΐρης εκφώνησε αυτόν τον λόγο, αυτοσχεδιάζοντας, χωρίς να διαβάζει από χαρτί. Ένας ένθερμος πόθος διατρέχει τον λόγο: Η ομοψυχία της Ελλάδος και η δίκαια διακυβέρνησή της...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου