Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Πολίτες ή καταναλωτές; Το δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση


του Domenico Cortese*

Δύο παράλληλα ζητήματα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, βρίσκονται στο επίκεντρο στα μέσα ενημέρωσης, κάθε φορά που θίγεται η κοινωνικό-πολιτική οργάνωση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρώτο αφορά στην εγγενώς νεοφιλελεύθερη προσέγγιση μόνιμα αποτυπωμένη στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: οι πυλώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και κεφαλαίων και οι αυστηροί παράμετροι στη διαχείριση του δημόσιου προϋπολογισμού. Ένταση ανέκυψε, επίσης, και από το πρόσφατο tweetτης ΕΚΤ σύμφωνα με την οποία αντικείμενό και αρμοδιότητα της, ως οργανισμού ανεξάρτητου από πολιτικές σκοπιμότητες, είναι απλά η σταθερότητα των τιμών και όχι η «ανάπτυξη» ή η «απασχόληση». Το δεύτερο ζήτημα είναι το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε., η γνωστή θέση ότι η κοινοτική νομοθετική εξουσία θα ασκείται από θεσμικά όργανα και πρόσωπα που δεν θα «εκλέγονται απευθείας από το λαό» και ως εκ τούτου, στερούνται νομιμότητας.

Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τους λόγους και τις πτυχές του δευτέρου θέματος από μια προσέγγιση φιλοσοφική των προβληματικών του πρώτου ζητήματος. Θα συνδέσουμε, δηλαδή, δύο είδη αποξένωσης. Η πρώτη χρονολογείται από την εποχή του homo economicus, για τον οποίο η αμοιβαιότητα προκύπτει μόνο ως αποτέλεσμα της ατομικιστικής επιδίωξης στη μεγιστοποίηση του προσωπικού οφέλους και δεν ενδιαφέρεται για αλληλέγγυους θεσμούς που δημιουργούν αμοιβαιότητα, ως μια προστιθέμενη κοινωνική αξία, σε σύγκριση με την άμεση αντίληψη του ατομικού κέρδους - όπως μια δημόσια τράπεζα που επενδύει σε τομείς που παράγουν, μακροπρόθεσμα, θετικές επιπτώσεις στον τεχνολογικό ή στον κοινωνικό-πολιτιστικό τομέα. Αυτή είναι και η ανθρωπολογική εξήγηση για την επιλογή της ελεύθερης αγοράς.

Η δεύτερη αποξένωση αντιστοιχεί στο ρόλο του σημερινού ψηφοφόρου αναγκασμένου από τις πολιτιστικές συνθήκες ή από τις τρέχουσες θεσμικές μορφές, μέσα από τις οποίες υποτίθεται εκφράζεται η δημοκρατία, να συμπεριφέρεται ως παθητικός καταναλωτής προτάσεων που δεν επιλέγει απαραίτητα γιατί είναι σε θέση να επηρεάσει τη δημιουργία τους μέσω της πολιτικής συμμετοχής και συλλογικής συζήτησης αλλά, παράλληλα με την υποβάθμιση του ατόμου σε homo economicus, μόνο και μόνο επειδή συμπίπτουν με την καλύτερη προσφορά που η αγορά των ψήφων και των πόλων εξουσίας εγγενείς σε αυτήν θα μπορούσε να προσφέρει στον ίδιο ως μεμονωμένο άτομο.

Το κείμενο που περιγράφει καλύτερα τη θεολογική καταγωγή της δύναμης της πειθούς του οράματος homo economicus είναι το «Gli Dei de lCapitalismo» της Maria Grazia Turri, δημοσιεύτηκε από τη Mimesis το 2014. Από το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, πράγματι, μπορούμε να διακρίνουμε μια λογική συνέχεια που συνδέει άρρηκτα «το περιγραφικό μοντέλο[...] που αποδίδει στο εγωιστικό κίνητρο, ικανό να μεγιστοποιήσει το προσωπικό όφελος, ένα ρόλο κεντρικό που αποδέχεται την ιδέα της αξιοποίησης του ατομικισμού» με την παραδοχή της ύπαρξης μιας ιστορικής ευφυίας, μιας πρόνοιας η οποία θα αποτελέσει την πολιτιστική βάση της έννοιας το αόρατο χέρι, «μια φράση που βρίσκουμε ήδη στον Άγιο Αυγουστίνο (Εξομολογήσεις, Βιβλίο V, κεφ XIII) -, που σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος θα πρέπει να αφεθεί να οδηγείται από τις κρυφές κοινωνικές δυνάμεις, ακόμη και με κίνδυνο να αντιταχθεί στη φυσική τάξη πραγμάτων».

Η ιδέα μιας «απρόσωπης» αρμονίας δείχνει να είναι ο μόνος τρόπος για να λυθεί η αντίφαση ανάμεσα στον τυπικό ανθρώπινο εγωισμό υπό μια ατομιστική άποψη και την ανάγκη για μια γενική και συλλογική πρόοδο ολόκληρου του ανθρώπινου είδους, παρά τις όποιες ανισορροπίες και εγγενείς ατέλειες της πρώτης περίπτωσης. Η τελεολογική ερμηνεία του πραγματικού και του ανθρώπου ήταν ελκυστική ακόμη και στους πρώιμους στοχαστές της εποχής μας, όπως ο Paley, από την περίοδο που πρωτοεμφανίστηκαν οι σύγχρονες οικονομικές θεωρίες. Η ιδέα της αρμονίας που δημιουργείται από μια έξυπνη νόηση, τονίζει η Turri, «προσεγγίζει την αρμονία που εδραίωσε στην αγορά το αόρατο χέριτου Adam Smith, που για τον Σκοτσέζο φιλόσοφο συμπίπτει με την Πρόνοια, της οποίας προηγούμενο αποτελεί η παγκόσμια αρμονία του Leibniz στιγματισμένη στη Θεοδικία, όπου το κακό και εμμέσως η αμαρτία, ξεθωριάζει σε μια σειρά από ελαφρυντικές περιστάσεις». Η πιο επιτυχημένη και ουσιαστική εκκοσμίκευση αυτής της σκέψης, ωστόσο, φαίνεται πως ανήκει στο Hayek: «Ακόμα και ο von Hayek κινείται μέσα σε ένα παρόμοιο πλαίσιο σκέψης, μόνο που η μακρά ιστορική διαδικασία κυβερνάται όχι από το Θεό, αλλά από την ίδια την εξέλιξη. Για το Hayek μέσα από δοκιμές και λάθη, αυτό το πολύπλοκο σύστημα θεσμών, νόμων και εθίμων που ονομάζεται κοινωνία διατηρείται και εξελίσσεται χάρη σε απρόσωπες δυνάμεις που ελέγχουν τα πολύπλοκα συστήματα και την εγκυρότητα της ανθρώπινης δράσης όπως καταφαίνεται από την επιβίωσή τους, δηλαδή από η ικανότητα τους να αποδεικνύονται χρήσιμες. Αυτή η σκέψη θα αποτελέσει το εγκώμιο της αυτορυθμιζόμενης αυθόρμητης τάξης που η αξία της αποδεικνύεται από την ικανότητα συντονισμού σχεδίων δράσης πολλών ατόμων ταυτόχρονα». Ο Hayek ξαναγράφει μια τυπική προ-δαρβινική στοχευμένη συμπεριφορά μέσα από μια φαινομενικά δαρβινική γλώσσα: η επικράτηση των πιο ικανών στοιχείων είναι ο κινητήριος μοχλός της εξελικτικής πορείας της κοινωνίας.

Αυτό το μοντέλο, ωστόσο, συγκρούεται με μια ένσταση: η έννοια το «πιο ικανό στοιχείο» είναι σε συνάρτηση με ένα σύστημα «υπαρξιακών» αξιών κοινά αποδεκτό. Αυτό όμως δεν εγγυάται ότι το συγκεκριμένο σύστημα συμπίπτει με αυτό που μεγιστοποιεί την ανθρώπινη έκφραση δυνατοτήτων στις σχέσεις και στο σχεδιασμό. Η επικράτηση του πιο ικανού σε μια οικονομία καθαρής ελεύθερης αγοράς είναι η επικράτηση εκείνου που ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο την εικόνα του ανθρώπου ικανού να μεγιστοποιήσει τα ατομικά του υλικά κέρδη σε ένα περιβάλλον εγωιστικό. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να υπάρξουν κοινωνικά μοντέλα στα οποία το πιο κατάλληλο άτομο είναι αυτό που ενδιαφέρεται για τη δημιουργία κοινωνικών δεσμών αμοιβαιότητας που δεν περιορίζεται στην άμεση οικονομική συναλλαγή, ή σ’ ένα σύστημα ανταλλαγής δώρων. Αυτά τα μοντέλα, όπως υποστηρίζει για παράδειγμα ο Polanyi, θα ανταποκρίνονται ορθότερα στη δημιουργία κοινωνικό-οικονομικού πλούτου αποτέλεσμα των κοινωνικών δεσμών και της συνεργασίας με συλλογικούς και μακροπρόθεσμους στόχους, ο οποίος είναι εγγενής στην ανθρώπινη«φυσικότητα». Από αυτή την άποψη, ο περιορισμός στον homo economicus θα μπορούσε, το πολύ, να παράξει ένα είδος πλούτου περιορισμένου και κοινωνικά πιο επισφαλούς ακριβώς λόγω της αστάθειας που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες που πλήττονται από έντονη ανισοκατανομή του υλικού πλούτου. Το «εξελικτικό» αποτέλεσμα του ατομιστικού υποκειμένου θα ήταν κουτσουρεμένο, αποξενωμένο υπαρξιακά.

Το αποτέλεσμα του δημοκρατικού μοντέλου σήμερα στην Ευρώπη φέρεται να υποφέρει, με μια άλλη παράλληλη ματιά, από την ίδια παθολογία και ακολουθεί ένα παρόμοιο πρότυπο. Κατ 'αρχάς, σημειώνουμε ότι το βιβλίο της Turri τονίζει ότι «θεωρητικά οι μέθοδοι και τα περιεχόμενα των economics[...] κατά τον XX αιώνα έχουν επηρεάσει τις θεωρίες για τη δημοκρατία [σύμφωνα με τον Downs], όντως, οι καταναλωτές δεν δρουν με αλτρουισμό απέναντι στον παραγωγό, αγοράζοντας αγαθά έτσι ώστε αυτός να επιβιώσει, αλλά λαμβάνουν υπόψη μόνο τη σχέση κόστους/οφέλους. Έτσι, οι ψηφοφόροι δεν επιλέγουν με βάση αρχές και ιδεώδη, αλλά μέσα από συνάρτηση αυτών που υπόσχονται οι υποψήφιοι και τις πιθανότητες υλοποίησης τους».

Μπορούμε να πούμε πως ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκαν, νομοθετούν και αλληλεπιδρούν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωβουλή και το Συμβούλιο της ΕΕ θεσμοποιεί αυτό το ισχνό ιδεώδες της «καταναλωτικής» δημοκρατίας, χάριν του οποίου δημιουργείται ένα είδος αποξένωσης του ψηφοφόρου από την πολιτική ως την πλήρη πολιτική συμμετοχή και το συλλογικό διάλογο(αξία που μπορεί να θεωρηθεί παράλληλη προς την υπαρξιακή αξία της αμοιβαιότητας του Polanyi και σε αντίθεση με την καθαρή ηδονιστική ανταλλαγή).

Ας δούμε, λοιπόν, τη νομοθετική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

- Η κυβερνητική εξουσία στην Ευρώπη ασκείται από την Επιτροπή, αποτελούμενη από 27 Επιτρόπους (ένας ανά κράτος μέλος). Η εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής επισήμως συνδέεται με τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών βουλευτικών εκλογών: το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη το γεγονός και στη συνέχεια ο υποψήφιος εκλέγεται από το Ευρωκοινοβούλιο με απόλυτη πλειοψηφία. Με την αποδοχή του αξιώματος, ο Πρόεδρος της Επιτροπής, σε συμφωνία με το Συμβούλιο, επιλέγει τα υπόλοιπα μέλη σύμφωνα με τις υποψηφιότητες όπως προτείνονται από τα κράτη μέλη. Τελικά, ολόκληρη η Επιτροπή πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στη συνέχεια να διοριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η Επιτροπή διαθέτει εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες και λαμβάνει αποφάσεις κατά πλειοψηφία (άρθρο 250 ΣΛΕΕ).

- Το Συμβούλιο της Ένωσης ή αλλιώς Συμβούλιο Υπουργών - αποτελείται από έναν κυβερνητικό εκπρόσωπο κάθε κράτους - ασκεί νομοθετική εξουσία σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: αυτά, κατ' ουσίαν, εγκρίνουν τους κανονισμούς και τις οδηγίες αφού πρώτα έχει αποφανθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή(το πρώτο με απλή ή ειδική πλειοψηφία ή και ομόφωνα σε σημαντικά θέματα, το δεύτερο με απλή πλειοψηφία). Αυτό σημαίνει πως για τους κανονισμούς και τις ευρωπαϊκές οδηγίες δεν αρκεί η έγκριση του εκλεγμένου Κοινοβουλίου από τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά πρέπει να περάσουν από τις κυβερνήσεις οι οποίες συνεδριάζουν και αποφασίζουν πίσω από κλειστές πόρτες και χωρίς τη συγκατάθεσή τους δεν μπορούν να εγκριθούν. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαθέτει επίσης εποπτική εξουσία που μαζί με τη νομοθετική είναι από τις βασικές αποστολές αυτού του θεσμικού οργάνου.

- Οι διατάξεις που περιέχονται στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς τίθενται σε ισχύ και αρχίζουν άμεσα να παράγουν τα αποτελέσματα τους, χωρίς την ανάγκη ενεργειών μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών (οι λεγόμενες self-executingδιατάξεις). Η ευρωπαϊκή οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον, αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει στις εθνικές αρχές την επιλογή του τύπου και των μέσων (αρθώ. 288 παρ. 3 ΣΛΕΕ). Στην πραγματικότητα, σήμερα μεγάλο μέρος της ιταλικής νομοθεσίας προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Υπό το πρίσμα αυτών που έχουμε θεωρήσει παραπάνω, η δομή αυτή παρουσιάζει τουλάχιστον τρεις προβληματικές:

1 - Η νομοθετική εξουσία στην Ε.Ε. ουσιαστικά βρίσκεται στα χέρια των κυβερνητικών εκπροσώπων και όχι των κοινοβουλίων. Η επιλογή συνεπώς δεν είναι αποτέλεσμα συμμετοχής στο διάλογο και στην αντιπαράθεση μεταξύ αντιπροσώπων των διαφόρων εθνικών κοινοβουλίων, πλειοψηφίας ή μειονοψηφίας, που θα έπρεπε να αντιπροσωπεύουν όλα τα κοινωνικά στρώματα. Για να ξεπεραστεί αυτό οι κανόνες επιβάλλουν στην κυβέρνηση το καθήκον ενημέρωσης: το εθνικό κοινοβούλιο έχει την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του όσον αφορά τις ευρωπαϊκές νομοθετικές πράξεις, την οποία η κυβέρνηση πρέπει να λάβει υποχρεωτικά υπόψη στις διαπραγματεύσεις εντός του Συμβουλίου. Όλα αυτά, ωστόσο, δεν έχουν την ίδια σημασία με την πραγματική κοινοβουλευτική συζήτηση για την τροποποίηση του σχεδίου νόμου. Όπως δήλωσε ο D Grimm, Καθηγητής του «Humboldt» στο Βερολίνο, στην πραγματικότητα, «η απώλεια σημασίας δεν μπορεί να αναπληρωθεί από αντίμετρα, τα οποία εξαντλούνται απλά στη συμμετοχή σε αποφάσεις που λαμβάνονται από άλλους. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμεί με την εξουσία να αποφασίζεις αυτόνομα.

2 - Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ωστόσο, έχει την αρμοδιότητα επιβεβαίωσης των διορισμών της επιτροπής, καθώς επίσης να προτείνει τροποποιήσεις των κανονισμών πριν την επικύρωσή τους. Αλλά σ’ ένα θεσμό που αποφασίζει κατά πλειοψηφία και που πρέπει να συμπεριλάβει συμφέροντα χωρών οικονομικά, γεωπολιτικά και πολιτιστικά τόσο διαφορετικών δεν προβλέπεται στη δομή του η δυνατότητα «απόδοσης» δικαιοσύνης στα αιτήματα των μειοψηφιών που, στο ευρωκοινοβούλιο, μπορεί να αντιπροσωπεύουν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων (σε αντίθεση με τα εθνικά κοινοβούλια).

3 - Ακόμη και αν υπήρχε το δικαίωμα του βέτο από μια χώρα (όπως στην πραγματικότητα υπάρχει στο Συμβούλιο της Ένωσης σε κρίσιμες συζητήσεις), το πολιτικό κόστος ενός "ΟΧΙ" από έναν εκπρόσωπο χώρας εντός ενός θεσμού που έχει ήδη παγιωθεί και σε λειτουργία όπως η ΕΕ προκύπτει συνήθως υπερβολικά βαρύ.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος με τον οποίο ο εκλογέας μπορεί να επηρεάσει την παραγωγή των ευρωπαϊκών οδηγιών και κανονισμών είναι, σε αυτή τη δομή, να συμμορφώσει επιθυμίες και προσδοκίες στηρίζοντας τις λιγοστές πολιτικές ομάδες που, μέσω κυβερνήσεων ή μεγάλων συνασπισμώνν στο ευρωκοινοβούλιο, έχουν λόγο στη νομοθετική διαδικασία. Ένα πρόβλημα που ενυπάρχει ήδη στα πλειοψηφικά εθνικά εκλογικά συστήματα (τα οποία συναντάμε σε διάφορες μορφές, στην Ιταλία εδώ και για περίπου 25 χρόνια, αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες). Υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτής της στάσης και εκείνης που θυσιάζει τη συμμετοχή και τον πλουραλιστικό διάλογο στο βωμό της επαρκούς «κατανάλωσης» (της "επίτευξης") κανόνων συγκεκριμένων και αποτελεσματικών πλην όμως στρεβλών σε σύγκριση με αυτό που η αυθεντική «φυσικότητα» θα υπαγόρευε; Η αρχαία αγορά, ο γόνιμος πολιτικός διάλογος, όλο και περισσότερο παραγκωνισμένος από τον ενθουσιασμό για την επίτευξη πιο εύκολα και άμεσα του μέγιστου δυνατού σε ατομικό επίπεδο στην αγορά των ιδεών από τους προσωπικούς προμηθευτές. Σε όλα αυτά, παράγοντες όπως το μέγεθος και η ανομοιομορφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδραματίζουν βασικό ρόλο: η αληθινή αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν μπορεί, ακόμη, δίχως τη λειτουργικότητα που ιστορικά έχει επιτευχθεί μέσα από τα εθνικά κοινοβούλια.

Ο homo economicus, αυτός τον οποίο ενδιαφέρει μόνο η άμεση και ατομική ωφέλεια που προκύπτει από την απλή εγωιστική συναλλαγή μεταξύ ατόμων και που αγνοεί τη δύναμη της αμοιβαιότητας και των συλλογικών αποφάσεων για έναν ισόρροπο συντονισμό του κοινού αγαθού, φαίνεται πως έχει επιβληθεί στο σκηνικό λήψης αποφάσεων της Ευρώπης. Αυτό έγινε, τη στιγμή κατά την οποία προέκυψε επιβεβλημένη επιλογή, το out-outανάμεσα στη συνάθροιση, ψηφίζοντας έναν από τους δύο ή τρεις πόλους όπου η επιλογή σου «δεν θα χαθεί» και στον πολιτικό αφανισμό. Οι εκπρόσωποι των ισχυρότερων πόλων ταυτίζονται, σε αυτή την περίπτωση, με τους πωλητές ιδεών που θέτουν την προσωπικότητά τους στη διάθεση της ρητορικής πολιτικής διαφήμισης, προκειμένου να εκλεγούν ακόμη και ως το «μικρότερο κακό».

Η Maria Grazia Turri σκιαγραφεί λοιπόν ένα σκηνικό όπου η πολιτική προσλαμβάνει «μια εμπορική διάσταση, έτσι ώστε ακόμα κι η δημοκρατία να εμφανίζεται ως μια αγορά ψήφων, όπου το κοινό είναι ο καταναλωτής στον οποίο πωλούνται ιδέες και σχέδια - όταν υπάρχουν - αλλά ιδιαίτερα πωλούνται μεμονωμένες προσωπικότητες. Εκλείπει επομένως ο βασικός σύνδεσμος στη σχέση μεταξύ θεσμών και κοινωνίας, κάτι που ελάμβαναν υπόψη και επικύρωναν οι κυρίαρχες τάξεις».

Για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο θα ήταν απαραίτητο, ως εκ τούτου, μια αργή και ευαίσθητη θεσμική αλλαγή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να αποτελέσει μια ήπειρο όπου θα υπάρχει μια υγιής εκπροσώπηση και πολιτική συμμετοχή αν συσταθεί κυρίως ως ένας θεσμός - εργαστήριο συχνών πολυμερών και διμερών συνθηκών, η όποια επικύρωση δεν θα μεταφέρει την πίεση που επιφέρει σήμερα η κύρωση των κανονισμών αλλά θα είναι αποτέλεσμα της διαβούλευσης των εθνικών κοινοβουλίων που κατά προτίμηση θα εκλέγονται με την περισσότερο δυνατόν μεγάλη και ισόρροπη εκπροσώπηση: το ανόθευτο αναλογικό σύστημα.

Πηγή sinistrainrete.info

*Ιταλός ερευνητής φιλόσοφος ασχολείται με την φιλοσοφία και την ηθική στην Οικονομία(σημ.μεταφ.).

Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου