Η Γιοχάνα «Χάνα» Άρεντ (Johanna «Hannah» Arendt) γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1906 στο Ανόβερο της Γερμανίας και μεγάλωσε στο Κένιχσμπεργκ.
«Στηριζόμενοι στην κανονικότητα, πραγματοποιούμε φοβερά πράγματα». Η αντισυμβατική σκέψη της, που δυσαρέστησε τους πάντες, ξεχωρίζει στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα
ΑΛΚΗΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ
Πώς η αντισυμβατική σκέψη της και η τόλμη της να δει «καθαρά» καταφέρνει να δυσαρεστήσει τους πάντες, και πώς δυσαρεστώντας τους πάντες, καταφέρνει να θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες μορφές της πολιτικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα;
Χάνα και Μάρτιν, o έρωτας με τον Χάιντεγκερ: Στα μέσα της δεκαετίας του ’20, σε μία από τις ολονύκτιες συζητήσεις στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τον Heidegger, η δεκαοχτάχρονη Hannah συνειδητοποιεί το θαυμασμό και τον έρωτά της για τον «μυστικό βασιλιά της σκέψης», όπως συνήθιζε αργότερα να τον αποκαλεί. Το μόνο κορίτσι ανάμεσα σε μια φουρνιά μαθητών -διακεκριμένων στη συνέχεια φιλοσόφων- όπως οι Hans-Georg Gadamer, Karl Löwith και Hans Jonas, γίνεται η κρυφή ερωμένη του «δασκάλου» και μετέπειτα πρύτανη του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ. Η αρχικά σεξουαλική και αργότερα πνευματική σχέση της Arendt με τον Heidegger διαρκεί σαράντα περίπου χρόνια, παρά τη γεωγραφική και πολιτική απόσταση που τους χώριζε. Η εβραϊκή καταγωγή της, οι αριστερές αλλά ταυτόχρονα φιλελεύθερες καταβολές της οικογένειάς της από τη μια πλευρά, και η φιλοναζιστική συμπεριφορά του μέντορά της από την άλλη, δε στάθηκαν εμπόδιο ώστε η Arendt να κατανοήσει βαθιά, να υιοθετήσει τις βασικές έννοιες, και να επεκτείνει, κατά μία έννοια, το φιλοσοφικό έργο του Heidegger.
«Η κοινοτοπία του κακού» και η προσωποποίησή του: Η Arendt, συνεχίζοντας το νήμα του Heidegger, θεώρησε ότι ο συνήθης στοχασμός, ως τεχνικός τρόπος σκέψης ξεκομμένος από το Μέσα στον Κόσμο Είναι, οδηγεί τους ανθρώπους σε πλάνες. Ο στοχασμός δε μπορεί να είναι ξεκομμένος από τη δράση, και η δράση δε μπορεί να συμβαίνει από ανθρώπους που φορούν παρωπίδες. Η αποκομμένη από τον κόσμο διάνοια που επικρατεί στο δυτικό κόσμο της νεωτερικότητας συνιστά μια μορφή εγωισμού που μας απομακρύνει από τους άλλους ανθρώπους αλλά, τελικά, και από τον ίδιο τον κόσμο. Ο κόσμος γίνεται για μας «αντικείμενο» προς κατανάλωση κι εμείς μεταλλασσόμαστε σταδιακά σε «μαζανθρώπους», που ακολουθούμε τάσεις και ικανοποιούμε πλασματικά τις ανάγκες μας μέσω της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η τεχνολογία και η οικονομία μάς εγκλωβίζουν σε έναν τρόπο σκέψης που μας αναγκάζει να βλέπουμε τα πράγματα υπό ορισμένο πρίσμα.
Το μεγαλύτερο κακό σε αυτόν τον κόσμο, έλεγε η Arendt, δεν προέρχεται από ανθρώπους που επιλέγουν να είναι κακοί. Προέρχεται από ανθρώπους που απλώς δε σκέφτονται καθαρά. Από ανθρώπους που, βλέποντας τα πράγματα μονομερώς, μέσα από παραμορφωτικούς-ιδεολογικούς φακούς, κάνουν αδιανόητα πράγματα, θεωρώντας τα προφανή και κανονικά. Στηριζόμενοι σε αυτήν την κανονικότητα, πραγματοποιούμε φοβερά πράγματα με έναν οργανωμένο και συστηματικό τρόπο. Αυτή είναι η διαδικασία, με την οποία άσχημες, εξευτελιστικές, δολοφονικές, απάνθρωπες και απερίγραπτες πράξεις καταλήγουν να αποτελούν ρουτίνα και γίνονται αποδεκτές ως «ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα». Αυτό το φαινόμενο η Arendt το ονόμασε «η κοινοτοπία του κακού».
Για όσους γνωρίζουν το πείραμα του Miligram στο Yale -στο πλαίσιο του οποίου ένας απλός άνθρωπος βασανίζει προς χάριν ενός στημένου πειράματος ένα συνάνθρωπό του, χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες των πράξεών του- ή το πείραμα των κρατουμένων του Stanford, η σημασία της κοινοτοπίας του κακού της Arendt είναι εξαιρετικά ευκρινής. Παράδειγμα για την ίδια είναι η περίπτωση του συνταγματάρχη των SS και επικεφαλής του γραφείου των εβραϊκών υποθέσεων, Adolf Eichmann. Ο Eichmann θεωρείται ο «αρχιτέκτονας» της εξολόθρευσης έξι εκατομμυρίων εβραίων κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος. H δίκη του Eichmann στην Ιερουσαλήμ το 1961 (μετά την απαγωγή του από τη Μοσάντ) αποτελεί το κεντρικό θέμα της επικαιρότητας της εποχής, το οποίο η Arendt καλύπτει ως ανταποκρίτρια του αμερικανικού περιοδικού The New Yorker. Αυτό που διαπιστώνει και καταγράφει στα άρθρα της κι αργότερα στο βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ - Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού (1963), είναι ότι δεν πρόκειται για ένα διεστραμμένο σαδιστή και σατανικό δολοφόνο, όπως ο καθένας θα νόμιζε. Ο Eichmann δεν ήταν για την Arendt παρά η ενσωμάτωση της κοινοτοπίας του κακού: ένας σχολαστικός γραφειοκράτης, ένας υποτελής του Τρίτου Ράιχ που δεν είχε τη διανοητική ικανότητα να σκεφτεί καν τις συνέπειες των πράξεών του. Όχι επειδή ήταν ηλίθιος ή τρελός, αλλά επειδή ήταν εγκλωβισμένος σε έναν ορισμένο τρόπο σκέψης, που τον εμπόδιζε να δει καθαρά.Τον εμπόδιζε να αναλογιστεί τις επιπτώσεις και την ηθική διάσταση των εγκλημάτων του, πράγμα που γινόταν φανερό ακόμα και στον τρόπο που υπερασπιζόταν τον εαυτό του στη δίκη.
Αυτή ακριβώς η συνθήκη συνιστά για την Arendt ένα κλισέ, το οποίο μπορεί να προκαλέσει χειρότερα δεινά ακόμα και από το εσκεμμένο «κακό». Το πρόβλημα με τον Eichmann είναι ότι πάντα υπήρχαν και ακόμα υπάρχουν πολλοί σαν αυτόν, απίστευτα φυσιολογικοί άνθρωποι, οι οποίοι λόγω της αδυναμίας τους να σκεφτούν εκτός του προκαθορισμένου πλαισίου, μπορεί να προκαλέσουν ανεπανόρθωτο κακό στην πορεία της ανθρωπότητας.
Hannah Arendt: απαλλαγή από τις προκαταλήψεις: Η Hannah Arendt είναι η φιλόσοφος που κατάφερε να δυσαρεστήσει όλους όσοι κατατάσσονται εύκολα σε κουτάκια. Η κατάταξη σε κουτάκια, η μαζοποίηση κάτω από κοινές ταμπέλες είναι για την Arendt η απαρχή του ολοκληρωτισμού. Η Arendt κατάφερε να δυσαρεστήσει τους δογματικούς φιλοσόφους που απεχθάνονται τον Heidegger, υποτιμώντας το φιλοσοφικό του έργο εξαιτίας της προσωπικής του ζωής. Δυσαρέστησε ακόμα τους εβραίους εθνικιστές, επειδή αποκάλυψε συνεργασίες τους με τους Ναζί, ενώ παράλληλα τους κατηγόρησε για την παρωδία της δίκης του Eichmann. Δυσαρέστησε τους σοσιαλιστές, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της αμερικανικής έναντι της γαλλικής ή της οκτωβριανής επανάστασης, διότι η αμερικανική, όπως υποστήριξε, ήταν μια απεριόριστη αναζήτηση πολιτικής ελευθερίας, ενώ η γαλλική και η ρωσική, ένας περιορισμένος αγώνας ενάντια στη φτώχεια και την ανισότητα. Δυσαρέστησε επίσης τους κομμουνιστές, επειδή εξίσωσε τον κρατικό ολοκληρωτισμό με το φασισμό και το ναζισμό ως την άλλη όψη του ίδιου απεχθούς νομίσματος. Δυσαρέστησε τους (νεο)φιλελεύθερους των αγορών και της οικονομίας, οι οποίοι ως μικροί Eichmann, πράττουν χωρίς επίγνωση των συνεπειών των πράξεών τους, ανάγοντας σε ύψιστη αξία της ζωής, το χρήμα και την κατοχή πλούτου.
Για την Arendt, η απαλλαγή από κάθε είδους προκαταλήψεις, είναι το κύριο μέλημα για μια ανθρώπινη, πλουραλιστική και ενεργή κοινωνία. Ψήγματα της πολιτικής δράσης που προτείνει μπορεί να βρει κανείς στην προσωκρατική Ελλάδα της συμμετοχικής δημοκρατίας, για μικρά χρονικά διαστήματα, στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Ρώμη και την Αμερική, καθώς και στην παρισινή κομμούνα του 1871, αλλά και στη γερμανική επανάσταση του 1918. Όμως, η αντιγραφή ενός μοντέλου δεν είναι το ζητούμενο, αφού σε κάθε εποχή μπορεί να αναδυθεί κάτι καινούριο, άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέσα από τη δράση και το διάλογο των απαλλαγμένων από τον εγωισμό και την πολιτική προκατάληψη πολιτών.
Η Arendt -όπως και ο μέντοράς της Martin Heidegger- ανήκει στους φιλοσόφους με τους οποίους δεν είναι εύκολο να συμφωνήσει κανείς, αλλά που αν τελικά τους κατανοήσει, είναι πιθανόν να χάσει για πάντα τον ύπνο του.
Ο Άλκης Γούναρης είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διοργανωτής του Φιλοσοφικού Καφενείου Dasein.
Πηγή: Book Press
«Στηριζόμενοι στην κανονικότητα, πραγματοποιούμε φοβερά πράγματα». Η αντισυμβατική σκέψη της, που δυσαρέστησε τους πάντες, ξεχωρίζει στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα
ΑΛΚΗΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ
Πώς η αντισυμβατική σκέψη της και η τόλμη της να δει «καθαρά» καταφέρνει να δυσαρεστήσει τους πάντες, και πώς δυσαρεστώντας τους πάντες, καταφέρνει να θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες μορφές της πολιτικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα;
Χάνα και Μάρτιν, o έρωτας με τον Χάιντεγκερ: Στα μέσα της δεκαετίας του ’20, σε μία από τις ολονύκτιες συζητήσεις στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τον Heidegger, η δεκαοχτάχρονη Hannah συνειδητοποιεί το θαυμασμό και τον έρωτά της για τον «μυστικό βασιλιά της σκέψης», όπως συνήθιζε αργότερα να τον αποκαλεί. Το μόνο κορίτσι ανάμεσα σε μια φουρνιά μαθητών -διακεκριμένων στη συνέχεια φιλοσόφων- όπως οι Hans-Georg Gadamer, Karl Löwith και Hans Jonas, γίνεται η κρυφή ερωμένη του «δασκάλου» και μετέπειτα πρύτανη του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ. Η αρχικά σεξουαλική και αργότερα πνευματική σχέση της Arendt με τον Heidegger διαρκεί σαράντα περίπου χρόνια, παρά τη γεωγραφική και πολιτική απόσταση που τους χώριζε. Η εβραϊκή καταγωγή της, οι αριστερές αλλά ταυτόχρονα φιλελεύθερες καταβολές της οικογένειάς της από τη μια πλευρά, και η φιλοναζιστική συμπεριφορά του μέντορά της από την άλλη, δε στάθηκαν εμπόδιο ώστε η Arendt να κατανοήσει βαθιά, να υιοθετήσει τις βασικές έννοιες, και να επεκτείνει, κατά μία έννοια, το φιλοσοφικό έργο του Heidegger.
«Η κοινοτοπία του κακού» και η προσωποποίησή του: Η Arendt, συνεχίζοντας το νήμα του Heidegger, θεώρησε ότι ο συνήθης στοχασμός, ως τεχνικός τρόπος σκέψης ξεκομμένος από το Μέσα στον Κόσμο Είναι, οδηγεί τους ανθρώπους σε πλάνες. Ο στοχασμός δε μπορεί να είναι ξεκομμένος από τη δράση, και η δράση δε μπορεί να συμβαίνει από ανθρώπους που φορούν παρωπίδες. Η αποκομμένη από τον κόσμο διάνοια που επικρατεί στο δυτικό κόσμο της νεωτερικότητας συνιστά μια μορφή εγωισμού που μας απομακρύνει από τους άλλους ανθρώπους αλλά, τελικά, και από τον ίδιο τον κόσμο. Ο κόσμος γίνεται για μας «αντικείμενο» προς κατανάλωση κι εμείς μεταλλασσόμαστε σταδιακά σε «μαζανθρώπους», που ακολουθούμε τάσεις και ικανοποιούμε πλασματικά τις ανάγκες μας μέσω της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η τεχνολογία και η οικονομία μάς εγκλωβίζουν σε έναν τρόπο σκέψης που μας αναγκάζει να βλέπουμε τα πράγματα υπό ορισμένο πρίσμα.
Το μεγαλύτερο κακό σε αυτόν τον κόσμο, έλεγε η Arendt, δεν προέρχεται από ανθρώπους που επιλέγουν να είναι κακοί. Προέρχεται από ανθρώπους που απλώς δε σκέφτονται καθαρά. Από ανθρώπους που, βλέποντας τα πράγματα μονομερώς, μέσα από παραμορφωτικούς-ιδεολογικούς φακούς, κάνουν αδιανόητα πράγματα, θεωρώντας τα προφανή και κανονικά. Στηριζόμενοι σε αυτήν την κανονικότητα, πραγματοποιούμε φοβερά πράγματα με έναν οργανωμένο και συστηματικό τρόπο. Αυτή είναι η διαδικασία, με την οποία άσχημες, εξευτελιστικές, δολοφονικές, απάνθρωπες και απερίγραπτες πράξεις καταλήγουν να αποτελούν ρουτίνα και γίνονται αποδεκτές ως «ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα». Αυτό το φαινόμενο η Arendt το ονόμασε «η κοινοτοπία του κακού».
Για όσους γνωρίζουν το πείραμα του Miligram στο Yale -στο πλαίσιο του οποίου ένας απλός άνθρωπος βασανίζει προς χάριν ενός στημένου πειράματος ένα συνάνθρωπό του, χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες των πράξεών του- ή το πείραμα των κρατουμένων του Stanford, η σημασία της κοινοτοπίας του κακού της Arendt είναι εξαιρετικά ευκρινής. Παράδειγμα για την ίδια είναι η περίπτωση του συνταγματάρχη των SS και επικεφαλής του γραφείου των εβραϊκών υποθέσεων, Adolf Eichmann. Ο Eichmann θεωρείται ο «αρχιτέκτονας» της εξολόθρευσης έξι εκατομμυρίων εβραίων κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος. H δίκη του Eichmann στην Ιερουσαλήμ το 1961 (μετά την απαγωγή του από τη Μοσάντ) αποτελεί το κεντρικό θέμα της επικαιρότητας της εποχής, το οποίο η Arendt καλύπτει ως ανταποκρίτρια του αμερικανικού περιοδικού The New Yorker. Αυτό που διαπιστώνει και καταγράφει στα άρθρα της κι αργότερα στο βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ - Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού (1963), είναι ότι δεν πρόκειται για ένα διεστραμμένο σαδιστή και σατανικό δολοφόνο, όπως ο καθένας θα νόμιζε. Ο Eichmann δεν ήταν για την Arendt παρά η ενσωμάτωση της κοινοτοπίας του κακού: ένας σχολαστικός γραφειοκράτης, ένας υποτελής του Τρίτου Ράιχ που δεν είχε τη διανοητική ικανότητα να σκεφτεί καν τις συνέπειες των πράξεών του. Όχι επειδή ήταν ηλίθιος ή τρελός, αλλά επειδή ήταν εγκλωβισμένος σε έναν ορισμένο τρόπο σκέψης, που τον εμπόδιζε να δει καθαρά.Τον εμπόδιζε να αναλογιστεί τις επιπτώσεις και την ηθική διάσταση των εγκλημάτων του, πράγμα που γινόταν φανερό ακόμα και στον τρόπο που υπερασπιζόταν τον εαυτό του στη δίκη.
Αυτή ακριβώς η συνθήκη συνιστά για την Arendt ένα κλισέ, το οποίο μπορεί να προκαλέσει χειρότερα δεινά ακόμα και από το εσκεμμένο «κακό». Το πρόβλημα με τον Eichmann είναι ότι πάντα υπήρχαν και ακόμα υπάρχουν πολλοί σαν αυτόν, απίστευτα φυσιολογικοί άνθρωποι, οι οποίοι λόγω της αδυναμίας τους να σκεφτούν εκτός του προκαθορισμένου πλαισίου, μπορεί να προκαλέσουν ανεπανόρθωτο κακό στην πορεία της ανθρωπότητας.
Hannah Arendt: απαλλαγή από τις προκαταλήψεις: Η Hannah Arendt είναι η φιλόσοφος που κατάφερε να δυσαρεστήσει όλους όσοι κατατάσσονται εύκολα σε κουτάκια. Η κατάταξη σε κουτάκια, η μαζοποίηση κάτω από κοινές ταμπέλες είναι για την Arendt η απαρχή του ολοκληρωτισμού. Η Arendt κατάφερε να δυσαρεστήσει τους δογματικούς φιλοσόφους που απεχθάνονται τον Heidegger, υποτιμώντας το φιλοσοφικό του έργο εξαιτίας της προσωπικής του ζωής. Δυσαρέστησε ακόμα τους εβραίους εθνικιστές, επειδή αποκάλυψε συνεργασίες τους με τους Ναζί, ενώ παράλληλα τους κατηγόρησε για την παρωδία της δίκης του Eichmann. Δυσαρέστησε τους σοσιαλιστές, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της αμερικανικής έναντι της γαλλικής ή της οκτωβριανής επανάστασης, διότι η αμερικανική, όπως υποστήριξε, ήταν μια απεριόριστη αναζήτηση πολιτικής ελευθερίας, ενώ η γαλλική και η ρωσική, ένας περιορισμένος αγώνας ενάντια στη φτώχεια και την ανισότητα. Δυσαρέστησε επίσης τους κομμουνιστές, επειδή εξίσωσε τον κρατικό ολοκληρωτισμό με το φασισμό και το ναζισμό ως την άλλη όψη του ίδιου απεχθούς νομίσματος. Δυσαρέστησε τους (νεο)φιλελεύθερους των αγορών και της οικονομίας, οι οποίοι ως μικροί Eichmann, πράττουν χωρίς επίγνωση των συνεπειών των πράξεών τους, ανάγοντας σε ύψιστη αξία της ζωής, το χρήμα και την κατοχή πλούτου.
Για την Arendt, η απαλλαγή από κάθε είδους προκαταλήψεις, είναι το κύριο μέλημα για μια ανθρώπινη, πλουραλιστική και ενεργή κοινωνία. Ψήγματα της πολιτικής δράσης που προτείνει μπορεί να βρει κανείς στην προσωκρατική Ελλάδα της συμμετοχικής δημοκρατίας, για μικρά χρονικά διαστήματα, στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Ρώμη και την Αμερική, καθώς και στην παρισινή κομμούνα του 1871, αλλά και στη γερμανική επανάσταση του 1918. Όμως, η αντιγραφή ενός μοντέλου δεν είναι το ζητούμενο, αφού σε κάθε εποχή μπορεί να αναδυθεί κάτι καινούριο, άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέσα από τη δράση και το διάλογο των απαλλαγμένων από τον εγωισμό και την πολιτική προκατάληψη πολιτών.
Η Arendt -όπως και ο μέντοράς της Martin Heidegger- ανήκει στους φιλοσόφους με τους οποίους δεν είναι εύκολο να συμφωνήσει κανείς, αλλά που αν τελικά τους κατανοήσει, είναι πιθανόν να χάσει για πάντα τον ύπνο του.
Ο Άλκης Γούναρης είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διοργανωτής του Φιλοσοφικού Καφενείου Dasein.
Πηγή: Book Press
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου