Γράφει η Αγγελική Δημουλή*
Στις γραμματολογίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, οι ποιητές που μεσουράνησαν στη δεκαετία του 1920 έχουν χαρακτηριστεί «ελάσσονες»(1), ποιητές της «χαμηλής φωνής»(2) και ποιητές οι οποίοι δεν μπόρεσαν αφενός ποτέ ουσιαστικά να αποτινάξουν τη σύνδεση με τον Κωστή Παλαμά και χωρίς, αφετέρου, ν’ αποτελέσουν μια γενιά με συνειδητούς ενοποιητικούς τόπους.Οι ποιητές της γενιάς του 1920 είχαν μια (σχεδόν άγνωστη) πρόσκληση συσπείρωσης, τον Απρίλη του 1914(3) δημοσιευμένη στο «Νουμά»(4), γραμμένη από τον νεαρό τότε Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, υπό μορφή μανιφέστου, η οποία συνήθως δημοσιεύεται αποσπασματικά στις γραμματολογίες. Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο του μανιφέστου, με το οποίο ο Λαπαθιώτης, ήθελε από τη μια να δείξει την τάση των νέων ποιητών να αποτινάξουν την εξουσία των παλαιότερων και από την άλλη να απευθύνει ένα κάλεσμα στους συνομηλίκους του νεότερους ποιητές(50. Οι «θιγόμενοι» παλιοί ποιητές ειρωνεύτηκαν αυτή την επαναστατική διάθεση των νέων και δεν ασχολήθηκαν περαιτέρω εκτός από τον Παύλο Νιρβάνα, ο οποίος αντιμετώπισε με σοβαρότητα το κίνημα των νέων(6).
«Έχω μέσα μου ηρώων αίμα. Μην ακούς όσα λένε οι μικροί. Είνε ανίδεοι από βίαιους παλμούς και ψηλά πετάγματα, κυττάνε πολύ πρός τα κείμενα και τα καθιερωμένα. Την ψυχή τους δεν τη σφυρηλάτησε τ’ όνειρο, δεν την καθαγίασε η σκέψη. Ξέρουνε ένα «πρέπει» και τίποτ’ άλλο• είναι η πιο μουγγή εκδήλωση της ζωής. Εμείς όμως οι τεχνίτες, οι εμπνευσμένοι, τι ψηλά που στεκόμαστε, τι ευγενικά νοσταλγούμε, τι ηρωικά πιθυμούμε. Δυό φτερούγες απλωτές είναι μέσα μας και χτυπούν ρυθμικά. Βγαλμένοι έξω απ’ τα ταπεινά και μετεωρισμένοι στο διάστημα, πανελεύθεροι και πάνσοφοι καταλύτες των παλιών και των σάπιων, πάνοπλοι με τα φώτα της επιστήμης και της ομορφιάς, σφριγηλοί, ακόρεστοι, πλούσιοι από νιάτα, σκληροί πατώντας και συντρίβοντας όλοι αίμα, όλοι ρίγος, φρουροί κι’ εγγυητές των θησαυρών του μέλλοντος, βασιλιάδες του τώρα και του πάντα, σαλπίζουμε το εγερτήριο σάλπισμα, που συνταράζει τους νεκρούς. Τρικυμίζει μέσα μου το θείο πνεύμα της καταστροφής. Αηδιασμένος από το γύρω μου καθεστώς, φτύνοντας απάνω στη ρωμαίικη τέχνη, καθώς την κατάντησαν οι ανθρωπάκοι των γραμμάτων, αποφασισμένος για τρανούς αγώνες, λυτρωμένος απ’ τις ταπεινές ελπίδες των προλήψεων και των μικροσυμφερόντων, σήμερα, πρώτη φορά, κρούω το πολεμόχαρο τραγούδι μου, πλατύστομα και ειλικρινά.
Είναι κάμποσος καιρός που, ντροπή μας-ένα σωρό μικράνθρωποι μπήκαν μεσ’ στο άλσος της τέχνης και κουρέψανε τις Δάφνες• την ώρα που όλα τα έθνη φέγγουν κι’ αστραποβολούν από χιλίων ειδών μουσικές συμφωνίες παιγμένες από ευγενικώτατα χέρια στ’ ακρότατα όρια μιανής υπεράνθρωπης λύρας, που η τέχνη πιο πολύ από πάντα στερεώνει το μέγα της βασίλειο απάνω απ’ τα βαλτονέρια κι’ απ’ τους βατράχους, εμείς εδώ ανεχόμαστε ν’ ανεβαίνουν το πορφυρό θρονί χίλια παράσιτα και χίλια μαλάκια, στενοκέφαλοι κι’ αντιπαθητικοί και μακάριοι, φχαριστούμαστε διαβάζοντας πως «ο κ. Α ή Β ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου εποιήσατο διάλεξιν περί κτλ. Ο σοφός ομιλητής κατεχειροκροτήθη».
Κι εμείς ξέρουμε, πως ο κ. Α ή Β είναι μια μετριότητα, αξιοπεριφρόνητη και κωμική στη ζωή και στην Τέχνη, ένας αυθάδης παρείσακτος που αλλού μήτε γι’ ακροατής διαλέξεων δε θα ‘κανε.
Γι’ αυτά και γι’ άλλα, καλώ το νέο ελληνικό πνεύμα να συνεργαστεί μαζί μου, στο γκρέμισμα των ψεύτικων ειδώλων, που κυριαρχούν χάρη στην εγκληματική μας νωχέλεια κι’ αδιαφορία κι’ αντιπροσωπεύουν στην Ευρώπη τη διανοητική μας παραγωγή, εμποδίζοντας έτσι το φανέρωμα των γνήσιων ελληνικών ζωτικών δυνάμεων. Καλώ τους νέους που βράζει μέσα τους το αίμα κι’ είναι καλεσμένοι γι’ αυριανούς θριάμβους, να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά. Να ρίξουμε ό, τι ξέροε για ψεύτικο και για πλαστό, να σεβασθούμε μονάχα ό,τι στέκεται ιερό κι’ ό, τι καθοσίωσε η Αγία Έμπνευση. Σας περιμένω,
Ναπολέων Λαπαθιώτης»(7)
Οι μετασυμβολιστές ποιητές, θα μπορούσαν να έχουν ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Λαπαθιώτη, να συντονιστούν κάτω από ένα κοινό μανιφέστο (γεγονός που δεν υποτιμά το ίδιο το κίνημα -ας θυμηθούμε για παράδειγμα τον Μπρετόν και «το μανιφέστο του σουρεαλισμού», 1924) και ίσως, συνειδητά πια, να παράξουν συλλογικό έργο. Το γεγονός της μη συνειδητής τους δέσμευσης σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο, απ’ την άλλη καθιστά τη μετασυμβολιστική γενιά ποιητών περισσότερο ελεύθερη στην μορφική και θεματική επιλογή και αυτό δικαιολογεί το γεγονός επίσης ότι κάποιοι απ’ τους ποιητές όπως ο Αλέξανδρος Μπάρας προσχώρησαν στον μεταγενέστερο υπερρεαλισμό γράφοντας όμως παράλληλα και μετασυμβολιστικά ποιήματα. Αντιμετωπίζοντας λοιπόν τους μετασυμβολιστές ως ομάδα τα κοινά θέματα τα οποία πραγματεύονται είναι, η ενασχόλησή τους με την κοινωνική πραγματικότητα, με τη φύση, με την αλήθεια, με τη νοσταλγία και τον πόθο της φυγής, με τη μνήμη, με τη θέση του ποιητή απέναντι στον εαυτό του και την ποίηση καθώς και με τις απόπειρες αυτοπροσδιορισμού.(7)
Την ομάδα αυτή αποτελούν, ο Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942) ο οποίος είναι και ο περισσότερος επηρρεασμένος από τη σχολή του Παρνασσισμού ιδίως στα πρώτα του ποιήματα. Ο Απόστολος Μελαχρινός (1880-1952) καθιστά σαφή τη γαλλική επιρροή του συμβολισμού και ιδίως του Valéry και του Mallarmé. Ο Φώτος Γιοφύλλης (1887-1981) είναι από τις πιο παραγνωρισμένες μορφές του νεορομαντισμού. Η ποιητική του έχει εξάρσεις που άπτονται του ρομαντισμού αλλά ταυτόχρονα συμπλέκει αριστοτεχνικά τα προστάγματα του μετασυμβολισμού. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1943) «παρουσιάζει συγγένειες με τον αισθητισμό, ενώ παράλληλα η ποίησή του προσανατολίζεται πρός τη μουσική»(9). Στην ποίηση του Κώστα Ουράνη (1890-1953) συμπυκνώνεται η ουσία του ποιητή-κοσμοπολίτη(10) ενώ ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) ελίσσεται στην ποίησή του, περνώντας διαδοχικά από τον ύστερο παρνασσισμό και ως τον μετασυμβολισμό. Ο Ρώμος Φιλύρας (1888-1942) ένας απ’ τους σημαντικότερους μετασυμβολιστές ποιητές, παρουσιάζει επίσης ποιήματα τα οποία περνάνε και στην αντίπερα όχθη του πρώιμου υπερρεαλισμού. Ο Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984), ο οποίος «πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, σ’ ένα προχωρημένο, δηλαδή, στάδιο του Μετασυμβολισμού. Ιδιαίτερα γνωρίσματα της ποίησής του η αυτοειρωνεία και ο συνδυασμός ελεγειακών και ανάλαφρων τόνων»(11). Στον Κωστής Βελμύρα η φυγή απ’ την καθημερινότητα γίνεται ρεαλιστική αναγκαιότητα μιας δύσκολης ζωής (1898-1960), ο Τέλλος Άγρας (1899-1944), κριτικός και ποιητής του μεσοπολέμου. Κινήθηκε μεταξύ αισθητισμού, μετασυμβολισμού και νεορομαντισμού. Ωστόσο διαφοροποιείται από τους συγχρόνους του καταβάλλοντας περισσότερο εσωτερικό και υπαρξιακό αγώνα, αρνούμενος να παραθοδεί σε πεισιθανάτιες διεξόδους. Ο Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (1899-1950) παρουσιάζει όπως και ο Κώστας Ουράνης πολλά στοιχεία κοσμοπολιτισμού στην ποίησή του. Ο Λευτέρης Αλεξίου (1890-1964) παρουσιάζει πολλά ρομαντικά στοιχεία στην ποίησή του και ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος (1890-1923) είναι αριστοτέχνης του στίχου ο οποίος εκφράζεται με περισσότερο πεσιμιστικές συνιστώσες. Στον Καίσαρ Εμμανουήλ (1902-1970) η επίδραση του Mallarmé είναι υποδηλωμένη στο σύνολο του έργου του. Ο Κώστας Καρυωτάκης (1928-1896) κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του. Ο Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990) ως ένας απ’ τους νεώτερους συνδυάζει τον κοσμοπολιτισμό του Ουράνη με την καβαφική ειρωνεία και τον καρυωτακικό κλαυσίγελο. Ο Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943), στενός φίλος του Λαπαθιώτη έγραψε λίγα ποιήματα μέσα στο νεορομαντικό περιβάλλον. Ο Κλέων Παράσχος (1964-1894), κριτικός και ποιητής με έντονα νεορομαντικά στοιχεία αποτύπωσε γλαφυρά τη μεσοπολεμική ατμόσφαιρα μέσω της αυτοβιογραφίας του γραμμένης σε μορφή ημερολογίου. Η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) «συνθέτει μια ποίηση με επικοινωνιακό προσανατολισμό, γραμμένη συχνά στο δεύτερο ενικό»(12) και ο Μιχάλης Στασινόπουλος (1903-2002) έχει σαφώς επηρεαστεί από την Καρυωτακική ποιητική.
Με μέσο όρο γέννησης το 1884 και το 1896 διακρίνουμε δυο ενδοποιητικούς κύκλους που διαφοροποιούν ηλικιακά τους ποιητές και συνεπώς τις εμπειρίες τους όσον αφορά το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο χωρίς ωστόσο η ποίησή τους να διαφοροποιείται ιδιαίτερα από τη μια ομάδα στην άλλη. Η πρώτη ομάδα σταματά, σύμφωνα με την παραπάνω κατάταξη, στο Ρώμο Φιλύρα και η δεύτερη στο Μιχάλη Στασινόπουλο.
Σημειώσεις:
(1)Roderick, Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996, σ. 169.
(2)Πρβλ. ό.π., σ. 170.
(3)Ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε το μανιφέστο του το 1914, τρία χρόνια μετά από την έκδοση των πρώτων μετασυμβολιστικών συλλογών από τον Φιλύρα και τον Ουράνη. Ο Φιλύρας εξέδωσε στα 1911 τα Ρόδα στον Αφρό και ο Ουράνης στα 1912, το Spleen. Ωστόσο μετασυμβολιστικά ποιήματα είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται σε περιοδικά ήδη από το 1907. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Έλλη Φιλοκύπρου, Η Γενιά του Καρυωτάκη, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, Νεφέλη, Αθήνα, 2009, σ. 14.
(4)Αδαμάντιος, Δ. Παπαδήμας, Η πορεία μιας γενιάς, Αθήναι, Ωρίων, 1944, σ. 8.
(5)Την επαναστατική ενέργεια του Λαπαθιώτη δε την συμμερίζονται ωστόσο ούτε όλοι οι νέοι ποιητές. Ο Κλέων Παράσχος χαρακτηρίζει τη γενιά του Λαπαθιώτη και τη δική του ως «Τρίτη Μεταπαλαμική Γενιά», γεγονός που δείχνει ότι η σκιά του Παλαμά συνέχιζε να βαραίνει πάνω στους νεότερους. Γι’αυτό οποιαδήποτε προσπάθεια νεωτερισμού καθίστατο ακόμα δυσκολότερη. Βλ. Κλέων, Παράσχος, Εισαγωγή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, Αθήνα, Γκοβόστης, [1941], σσ. 6-7.
(6)Πρβλ. ό.π., σ. 14.
(7)Πρβλ. ό.π., σσ. 8-10.
(8)Για τη λεπτομερή ανάλυση των παραπάνω θεματικών αξόνων των μετασυμβολιστών ποιητών βλ. . Έλλη Φιλοκύπρου, Η Γενιά του Καρυωτάκη, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, Νεφέλη, Αθήνα, 2009, σ. 83-158.
(9)Πρβλ. ό.π., σ. 15.
(10)Πρβλ. ό.π., σ. 15.
(11)Πρβλ. ό.π., σ. 15.
(12)Πρβλ. ό.π., σ. 15.
*Η Αγγελική Δημουλή είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.
Στις γραμματολογίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, οι ποιητές που μεσουράνησαν στη δεκαετία του 1920 έχουν χαρακτηριστεί «ελάσσονες»(1), ποιητές της «χαμηλής φωνής»(2) και ποιητές οι οποίοι δεν μπόρεσαν αφενός ποτέ ουσιαστικά να αποτινάξουν τη σύνδεση με τον Κωστή Παλαμά και χωρίς, αφετέρου, ν’ αποτελέσουν μια γενιά με συνειδητούς ενοποιητικούς τόπους.Οι ποιητές της γενιάς του 1920 είχαν μια (σχεδόν άγνωστη) πρόσκληση συσπείρωσης, τον Απρίλη του 1914(3) δημοσιευμένη στο «Νουμά»(4), γραμμένη από τον νεαρό τότε Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, υπό μορφή μανιφέστου, η οποία συνήθως δημοσιεύεται αποσπασματικά στις γραμματολογίες. Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο του μανιφέστου, με το οποίο ο Λαπαθιώτης, ήθελε από τη μια να δείξει την τάση των νέων ποιητών να αποτινάξουν την εξουσία των παλαιότερων και από την άλλη να απευθύνει ένα κάλεσμα στους συνομηλίκους του νεότερους ποιητές(50. Οι «θιγόμενοι» παλιοί ποιητές ειρωνεύτηκαν αυτή την επαναστατική διάθεση των νέων και δεν ασχολήθηκαν περαιτέρω εκτός από τον Παύλο Νιρβάνα, ο οποίος αντιμετώπισε με σοβαρότητα το κίνημα των νέων(6).
«Έχω μέσα μου ηρώων αίμα. Μην ακούς όσα λένε οι μικροί. Είνε ανίδεοι από βίαιους παλμούς και ψηλά πετάγματα, κυττάνε πολύ πρός τα κείμενα και τα καθιερωμένα. Την ψυχή τους δεν τη σφυρηλάτησε τ’ όνειρο, δεν την καθαγίασε η σκέψη. Ξέρουνε ένα «πρέπει» και τίποτ’ άλλο• είναι η πιο μουγγή εκδήλωση της ζωής. Εμείς όμως οι τεχνίτες, οι εμπνευσμένοι, τι ψηλά που στεκόμαστε, τι ευγενικά νοσταλγούμε, τι ηρωικά πιθυμούμε. Δυό φτερούγες απλωτές είναι μέσα μας και χτυπούν ρυθμικά. Βγαλμένοι έξω απ’ τα ταπεινά και μετεωρισμένοι στο διάστημα, πανελεύθεροι και πάνσοφοι καταλύτες των παλιών και των σάπιων, πάνοπλοι με τα φώτα της επιστήμης και της ομορφιάς, σφριγηλοί, ακόρεστοι, πλούσιοι από νιάτα, σκληροί πατώντας και συντρίβοντας όλοι αίμα, όλοι ρίγος, φρουροί κι’ εγγυητές των θησαυρών του μέλλοντος, βασιλιάδες του τώρα και του πάντα, σαλπίζουμε το εγερτήριο σάλπισμα, που συνταράζει τους νεκρούς. Τρικυμίζει μέσα μου το θείο πνεύμα της καταστροφής. Αηδιασμένος από το γύρω μου καθεστώς, φτύνοντας απάνω στη ρωμαίικη τέχνη, καθώς την κατάντησαν οι ανθρωπάκοι των γραμμάτων, αποφασισμένος για τρανούς αγώνες, λυτρωμένος απ’ τις ταπεινές ελπίδες των προλήψεων και των μικροσυμφερόντων, σήμερα, πρώτη φορά, κρούω το πολεμόχαρο τραγούδι μου, πλατύστομα και ειλικρινά.
Είναι κάμποσος καιρός που, ντροπή μας-ένα σωρό μικράνθρωποι μπήκαν μεσ’ στο άλσος της τέχνης και κουρέψανε τις Δάφνες• την ώρα που όλα τα έθνη φέγγουν κι’ αστραποβολούν από χιλίων ειδών μουσικές συμφωνίες παιγμένες από ευγενικώτατα χέρια στ’ ακρότατα όρια μιανής υπεράνθρωπης λύρας, που η τέχνη πιο πολύ από πάντα στερεώνει το μέγα της βασίλειο απάνω απ’ τα βαλτονέρια κι’ απ’ τους βατράχους, εμείς εδώ ανεχόμαστε ν’ ανεβαίνουν το πορφυρό θρονί χίλια παράσιτα και χίλια μαλάκια, στενοκέφαλοι κι’ αντιπαθητικοί και μακάριοι, φχαριστούμαστε διαβάζοντας πως «ο κ. Α ή Β ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου εποιήσατο διάλεξιν περί κτλ. Ο σοφός ομιλητής κατεχειροκροτήθη».
Κι εμείς ξέρουμε, πως ο κ. Α ή Β είναι μια μετριότητα, αξιοπεριφρόνητη και κωμική στη ζωή και στην Τέχνη, ένας αυθάδης παρείσακτος που αλλού μήτε γι’ ακροατής διαλέξεων δε θα ‘κανε.
Γι’ αυτά και γι’ άλλα, καλώ το νέο ελληνικό πνεύμα να συνεργαστεί μαζί μου, στο γκρέμισμα των ψεύτικων ειδώλων, που κυριαρχούν χάρη στην εγκληματική μας νωχέλεια κι’ αδιαφορία κι’ αντιπροσωπεύουν στην Ευρώπη τη διανοητική μας παραγωγή, εμποδίζοντας έτσι το φανέρωμα των γνήσιων ελληνικών ζωτικών δυνάμεων. Καλώ τους νέους που βράζει μέσα τους το αίμα κι’ είναι καλεσμένοι γι’ αυριανούς θριάμβους, να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά. Να ρίξουμε ό, τι ξέροε για ψεύτικο και για πλαστό, να σεβασθούμε μονάχα ό,τι στέκεται ιερό κι’ ό, τι καθοσίωσε η Αγία Έμπνευση. Σας περιμένω,
Ναπολέων Λαπαθιώτης»(7)
Οι μετασυμβολιστές ποιητές, θα μπορούσαν να έχουν ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Λαπαθιώτη, να συντονιστούν κάτω από ένα κοινό μανιφέστο (γεγονός που δεν υποτιμά το ίδιο το κίνημα -ας θυμηθούμε για παράδειγμα τον Μπρετόν και «το μανιφέστο του σουρεαλισμού», 1924) και ίσως, συνειδητά πια, να παράξουν συλλογικό έργο. Το γεγονός της μη συνειδητής τους δέσμευσης σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο, απ’ την άλλη καθιστά τη μετασυμβολιστική γενιά ποιητών περισσότερο ελεύθερη στην μορφική και θεματική επιλογή και αυτό δικαιολογεί το γεγονός επίσης ότι κάποιοι απ’ τους ποιητές όπως ο Αλέξανδρος Μπάρας προσχώρησαν στον μεταγενέστερο υπερρεαλισμό γράφοντας όμως παράλληλα και μετασυμβολιστικά ποιήματα. Αντιμετωπίζοντας λοιπόν τους μετασυμβολιστές ως ομάδα τα κοινά θέματα τα οποία πραγματεύονται είναι, η ενασχόλησή τους με την κοινωνική πραγματικότητα, με τη φύση, με την αλήθεια, με τη νοσταλγία και τον πόθο της φυγής, με τη μνήμη, με τη θέση του ποιητή απέναντι στον εαυτό του και την ποίηση καθώς και με τις απόπειρες αυτοπροσδιορισμού.(7)
Την ομάδα αυτή αποτελούν, ο Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942) ο οποίος είναι και ο περισσότερος επηρρεασμένος από τη σχολή του Παρνασσισμού ιδίως στα πρώτα του ποιήματα. Ο Απόστολος Μελαχρινός (1880-1952) καθιστά σαφή τη γαλλική επιρροή του συμβολισμού και ιδίως του Valéry και του Mallarmé. Ο Φώτος Γιοφύλλης (1887-1981) είναι από τις πιο παραγνωρισμένες μορφές του νεορομαντισμού. Η ποιητική του έχει εξάρσεις που άπτονται του ρομαντισμού αλλά ταυτόχρονα συμπλέκει αριστοτεχνικά τα προστάγματα του μετασυμβολισμού. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1943) «παρουσιάζει συγγένειες με τον αισθητισμό, ενώ παράλληλα η ποίησή του προσανατολίζεται πρός τη μουσική»(9). Στην ποίηση του Κώστα Ουράνη (1890-1953) συμπυκνώνεται η ουσία του ποιητή-κοσμοπολίτη(10) ενώ ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) ελίσσεται στην ποίησή του, περνώντας διαδοχικά από τον ύστερο παρνασσισμό και ως τον μετασυμβολισμό. Ο Ρώμος Φιλύρας (1888-1942) ένας απ’ τους σημαντικότερους μετασυμβολιστές ποιητές, παρουσιάζει επίσης ποιήματα τα οποία περνάνε και στην αντίπερα όχθη του πρώιμου υπερρεαλισμού. Ο Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984), ο οποίος «πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, σ’ ένα προχωρημένο, δηλαδή, στάδιο του Μετασυμβολισμού. Ιδιαίτερα γνωρίσματα της ποίησής του η αυτοειρωνεία και ο συνδυασμός ελεγειακών και ανάλαφρων τόνων»(11). Στον Κωστής Βελμύρα η φυγή απ’ την καθημερινότητα γίνεται ρεαλιστική αναγκαιότητα μιας δύσκολης ζωής (1898-1960), ο Τέλλος Άγρας (1899-1944), κριτικός και ποιητής του μεσοπολέμου. Κινήθηκε μεταξύ αισθητισμού, μετασυμβολισμού και νεορομαντισμού. Ωστόσο διαφοροποιείται από τους συγχρόνους του καταβάλλοντας περισσότερο εσωτερικό και υπαρξιακό αγώνα, αρνούμενος να παραθοδεί σε πεισιθανάτιες διεξόδους. Ο Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (1899-1950) παρουσιάζει όπως και ο Κώστας Ουράνης πολλά στοιχεία κοσμοπολιτισμού στην ποίησή του. Ο Λευτέρης Αλεξίου (1890-1964) παρουσιάζει πολλά ρομαντικά στοιχεία στην ποίησή του και ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος (1890-1923) είναι αριστοτέχνης του στίχου ο οποίος εκφράζεται με περισσότερο πεσιμιστικές συνιστώσες. Στον Καίσαρ Εμμανουήλ (1902-1970) η επίδραση του Mallarmé είναι υποδηλωμένη στο σύνολο του έργου του. Ο Κώστας Καρυωτάκης (1928-1896) κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του. Ο Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990) ως ένας απ’ τους νεώτερους συνδυάζει τον κοσμοπολιτισμό του Ουράνη με την καβαφική ειρωνεία και τον καρυωτακικό κλαυσίγελο. Ο Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943), στενός φίλος του Λαπαθιώτη έγραψε λίγα ποιήματα μέσα στο νεορομαντικό περιβάλλον. Ο Κλέων Παράσχος (1964-1894), κριτικός και ποιητής με έντονα νεορομαντικά στοιχεία αποτύπωσε γλαφυρά τη μεσοπολεμική ατμόσφαιρα μέσω της αυτοβιογραφίας του γραμμένης σε μορφή ημερολογίου. Η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) «συνθέτει μια ποίηση με επικοινωνιακό προσανατολισμό, γραμμένη συχνά στο δεύτερο ενικό»(12) και ο Μιχάλης Στασινόπουλος (1903-2002) έχει σαφώς επηρεαστεί από την Καρυωτακική ποιητική.
Με μέσο όρο γέννησης το 1884 και το 1896 διακρίνουμε δυο ενδοποιητικούς κύκλους που διαφοροποιούν ηλικιακά τους ποιητές και συνεπώς τις εμπειρίες τους όσον αφορά το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο χωρίς ωστόσο η ποίησή τους να διαφοροποιείται ιδιαίτερα από τη μια ομάδα στην άλλη. Η πρώτη ομάδα σταματά, σύμφωνα με την παραπάνω κατάταξη, στο Ρώμο Φιλύρα και η δεύτερη στο Μιχάλη Στασινόπουλο.
Σημειώσεις:
(1)Roderick, Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996, σ. 169.
(2)Πρβλ. ό.π., σ. 170.
(3)Ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε το μανιφέστο του το 1914, τρία χρόνια μετά από την έκδοση των πρώτων μετασυμβολιστικών συλλογών από τον Φιλύρα και τον Ουράνη. Ο Φιλύρας εξέδωσε στα 1911 τα Ρόδα στον Αφρό και ο Ουράνης στα 1912, το Spleen. Ωστόσο μετασυμβολιστικά ποιήματα είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται σε περιοδικά ήδη από το 1907. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Έλλη Φιλοκύπρου, Η Γενιά του Καρυωτάκη, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, Νεφέλη, Αθήνα, 2009, σ. 14.
(4)Αδαμάντιος, Δ. Παπαδήμας, Η πορεία μιας γενιάς, Αθήναι, Ωρίων, 1944, σ. 8.
(5)Την επαναστατική ενέργεια του Λαπαθιώτη δε την συμμερίζονται ωστόσο ούτε όλοι οι νέοι ποιητές. Ο Κλέων Παράσχος χαρακτηρίζει τη γενιά του Λαπαθιώτη και τη δική του ως «Τρίτη Μεταπαλαμική Γενιά», γεγονός που δείχνει ότι η σκιά του Παλαμά συνέχιζε να βαραίνει πάνω στους νεότερους. Γι’αυτό οποιαδήποτε προσπάθεια νεωτερισμού καθίστατο ακόμα δυσκολότερη. Βλ. Κλέων, Παράσχος, Εισαγωγή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, Αθήνα, Γκοβόστης, [1941], σσ. 6-7.
(6)Πρβλ. ό.π., σ. 14.
(7)Πρβλ. ό.π., σσ. 8-10.
(8)Για τη λεπτομερή ανάλυση των παραπάνω θεματικών αξόνων των μετασυμβολιστών ποιητών βλ. . Έλλη Φιλοκύπρου, Η Γενιά του Καρυωτάκη, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, Νεφέλη, Αθήνα, 2009, σ. 83-158.
(9)Πρβλ. ό.π., σ. 15.
(10)Πρβλ. ό.π., σ. 15.
(11)Πρβλ. ό.π., σ. 15.
(12)Πρβλ. ό.π., σ. 15.
*Η Αγγελική Δημουλή είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.
vakxikon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου