του Νίκου Μαρκέτου
Μια από τις παραμέτρους της μελέτης F για την αυταρχική προσωπικότητα είναι η τιμωρητική ηθική, σύμφωνα με την οποία οι παραβάτες της ηθικής αξίζουν άμεση και αυστηρή τιμωρία. Ιδιαίτερη ενασχόληση υπάρχει με θέματα που αφορούν την σεξουαλικότητα και γενικά επιζητείται η αυστηρή τιμωρία των παραβατών των σεξουαλικών νορμών. Η ομοφυλοφιλία θεωρείται ιδιαίτερα σάπια μορφή παραβατικότητας και πρέπει να τιμωρείται αυστηρά.
Η τιμωρητική ηθική αντιστοιχεί σε ένα αρχαϊκό σαδιστικό και τιμωρητικό υπερεγώ. Ο Kernberg απαριθμεί τρία στάδια ανάπτυξης του υπερεγώ σε μια αλληλουχία. Το πρώτο στάδιο είναι ένα βαθιά πρωτόγονο, σαδιστικό, και τιμωρητικό υπερεγώ. Στο δεύτερο στάδιο συγχωνεύονται οι αναπαραστάσεις του εξιδανικευμένου εαυτού και του αντικειμένου· στο τρίτο στάδιο, υπάρχει μια πιο ώριμη, ανθρωποποιημένη, αφηρημένη ηθική βούληση - μια ηθική πυξίδα, που ρυθμίζει τη συμπεριφορά και την αυτοεκτίμηση μέσω μιας ρύθμισης του συναισθήματος, με μεγαλύτερη γνωστική διαμεσολάβηση.
Ο Celani (2007) εφαρμόζοντας το δομικό μοντέλο του Fairnbairn για την ανάλυση του ιδεοληπτικού χαρακτήρα, σημειώνει ότι όταν δοθεί εξουσία στον ψυχαναγκαστικό εκδηλώνει αυτό που ισοδυναμεί με «καταναγκασμό για τιμωρία". Ο ψυχαναγκαστικός αναλαμβάνει τον ρόλο των αρχικών απορριπτικών αντικειμένων του και αντιμετωπίζει τα ασθενέστερα αντικείμενα όπως ο ίδιος είχε κάποτε αντιμετωπιστεί.
Η τιμωρητική ηθική αντιστοιχεί στα χαμηλότερα στάδια ηθικού συλλογισμού του Kohlberg (1982). Οι δημοκρατικές διαδικασίες που έχει εσωτερικεύσει ο άνθρωπος, είναι μια αντανάκλαση της ικανότητάς του να δεσμεύεται σε ηθική συμπεριφορά. Σε μια μελέτη για την ηθική κριτική ικανότητα, την δύναμη του εγώ και τους δημοκρατικούς προσανατολισμούς, ο Lind υποθέτει ότι, η συνειδητή προσήλωση στις δημοκρατικές αξίες συσχετίζεται με την ηθική γνωστική δομή που υποστηρίζει τη μείωση της κοινωνικής ανισότητας. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως δείκτης υψηλότερης ηθικής ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, ο Lind προτείνει ότι εκείνοι που είναι πιο ανοιχτά δημοκρατικοί στις απόψεις τους, θα πρέπει να θεωρηθούν ότι επίσης έχουν φθάσει σε υψηλότερο επίπεδο ηθικής ανάπτυξης (Lind G., 1987).
Η θεωρία της ηθικής ανάπτυξης του Lawrence Kohlberg (1984) στηρίχτηκε στην σκέψη του Ελβετού ψυχολόγου Jean Piaget, του Αμερικανού φιλόσοφου John Dewey και του James Mark Baldwin. Αυτοί είχαν τονίσει ότι οι άνθρωποι αναπτύσσονται φιλοσοφικά και ψυχολογικά με ένα προοδευτικό τρόπο.
Ο Kohlberg πρότεινε, ότι οι άνθρωποι εξελίσσουν τον ηθικό συλλογισμό τους μέσα από μια σειρά σταδίων. Πίστευε ότι υπήρχαν έξι αναγνωρίσιμα στάδια τα οποία ταξινομούνται σε τρία επίπεδα.
Το πρώτο επίπεδο της ηθικής σκέψης είναι επίπεδου δημοτικού σχολείου. Σ’ αυτό το στάδιο, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις κοινωνικά αποδεκτές νόρμες επειδή κάποια μορφή εξουσίας τους είπε ότι πρέπει να το κάνουν (π.χ. γονέας ή δάσκαλος). Αυτή η υπακοή επιβάλλεται υπό την απειλή ή την εφαρμογή της τιμωρίας. Το δεύτερο στάδιο αυτού του επιπέδου χαρακτηρίζεται από την άποψη ότι η σωστή συμπεριφορά είναι προς το συμφέρον.
Το δεύτερο επίπεδο ηθικής σκέψης είναι αυτό που γενικά συναντάμε στην κοινωνία, γι’ αυτό και ονομάζεται «συμβατικό». Το πρώτο στάδιο αυτού του επιπέδου (στάδιο 3) χαρακτηρίζεται από μια στάση που επιδιώκει να κάνει ό, τι θα κερδίσει την επιδοκιμασία των άλλων. Το δεύτερο στάδιο είναι προσανατολισμένο στην τήρηση του νόμου και την εκτέλεση του καθήκοντος.
Το τρίτο επίπεδο της ηθικής σκέψης είναι αυτό που κατά τον Kohlberg λίγοι ενήλικες το φθάνουν. Η πρώτη φάση (στάδιο 5) είναι η κατανόηση της κοινωνικής αμοιβαιότητας και ένα γνήσιο ενδιαφέρον για την ευημερία των άλλων. Το τελευταίο στάδιο (στάδιο 6) βασίζεται στο σεβασμό των οικουμενικών αρχών και των απαιτήσεων της ατομικής συνείδησης.
Ο Kohlberg πίστευε ότι τα άτομα μπορούν να εξελίσσονται κατά ένα στάδιο την φορά. Δηλαδή, δεν μπορούν να "υπερπηδήσουν" στάδια. Δεν μπορούν, για παράδειγμα, να προχωρήσουν από τον εγωισμό προς το στάδιο του νόμου και της τάξης χωρίς να περάσουν από το στάδιο του «καλού παιδιού». Θα μπορούσαν μόνο να φθάσουν σε μια κατανόηση της ηθικής λογικής του παραπάνω σταδίου. Ο Kohlberg, είδε αυτήν την παρατήρηση σαν ένα τρόπο με τον οποίο η ηθική ανάπτυξη μπορεί να προωθηθεί μέσω της επίσημης εκπαίδευσης. Σημειωτέον ότι Kohlberg όπως και ο Piaget, πίστευαν, ότι η ηθική ανάπτυξη λαμβάνει χώραν μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Ο αυταρχισμός προκύπτει από προβληματική ηθική ανάπτυξη και, ειδικότερα, βάσει της θεωρίας των σταδίων, η αυταρχικότητα η συμβατικότητα, η υποταγή και η επιθετικότητα προς τις αδύναμα άτομα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια στασιμότητα στην ανάπτυξη του ηθικού συλλογισμού. Εκ τούτου και η υπόθεση ότι τα λιγότερο αυταρχικά υποκείμενα θα έχουν ένα υψηλότερο επίπεδο ηθικής κρίσης (van Ijzendoorn 1989).
Ένα μείζον ηθικό δίλλημα προκύπτει όταν το καθεστώς αναγκάζει τον πολίτη να προβεί σε πράξεις που έρχονται σε αντίθεση με την συνείδηση του.
Τα πειράματα του Milgram και του Stanford έδειξαν ότι, ορισμένες κοινωνικές συνθήκες, δημιουργούν τη δυνατότητα για συστημικό κακό και σχεδόν τα δύο τρίτα από εμάς θα συμμορφωθούμε με την προσταγή για επιτέλεση του κακού.
Κατά την άποψη του Herbert C. Kelman, οι ηθικές αναστολές κατά των βίαιων θηριωδιών τείνουν να υποχωρούν όταν πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, μεμονωμένα ή μαζί. Η βία είναι εξουσιοδοτημένη (με επίσημες εντολές που προέρχονται από την νόμιμα κατοχυρωμένη εξουσία), οι ενέργειες είναι τακτικές (με κυβερνητικές πρακτικές και ακριβείς προδιαγραφές των ρόλων), και τα θύματα της βίας στερούνται της ανθρώπινης ιδιότητας (με ιδεολογικούς ορισμούς και κατήχηση).
Η πρώτη αρχή είναι η απαίτηση για αφοσίωση στην ευημερία του οργανισμού, όπως ορίζεται από τις εντολές των ανωτέρων, αποκλείοντας όλα τα άλλα κίνητρα για δράση. Το ιδεώδες της πειθαρχίας απαιτεί την ολική ταύτιση με τον οργανισμό. Στην οργανωτική ιδεολογία, αυτή η ταύτιση με τον οργανισμό θεωρείται ηθική αρετή. Την τήρηση αυτής της ηθικής αρετής, ο Weber ονομάζει «τιμή του δημοσίου λειτουργού». Η τιμή του δημοσίου λειτουργού βασίζεται στην ικανότητα του να εκτελεί ευσυνείδητα τις εντολές των ανωτέρων, ακριβώς σαν να συμφωνεί με αυτές με τη δική του πεποίθηση. Αυτό ισχύει ακόμη και αν η εντολή του φαίνεται λανθασμένη και αν, παρά τις διαμαρτυρίες, η ηγεσία επιμένει στην εντολή. Μέσω της τιμής, η πειθαρχία αντικαθιστά την ηθική ευθύνη. Οι εσωτερικοί οργανωτικοί κανόνες αποτελούν την μόνη πηγή και εγγύηση της νομιμότητας. Η δυσφορία που μπορεί να προκαλέσει η τέλεση εγκληματικών πράξεων, αντισταθμίζεται από την επιμονή του ανώτερου ότι μόνο αυτός φέρει την ευθύνη για τις πράξεις των υφισταμένων του (όσο, βέβαια, συμμορφώνονται με την εντολή του). Ο Weber συμπλήρωσε την περιγραφή της τιμής του δημόσιου υπαλλήλου, τονίζοντας με έμφαση την «αποκλειστική προσωπική ευθύνη» του ηγέτη, «μια ευθύνη που δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποποιηθεί ή να μεταβιβάσει'.
Ο Otto Ohlendorf υπήρξε ηγετικό στέλεχος των SS και επικεφαλής της ομάδας Einsatzgruppe D (ομάδα δράσης), κινητής μονάδας των SS που ακολουθούσε τη Βέρμαχτ κατά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Η ομάδα του Ohlendorf έδρασε στη νότια Ουκρανία και την Κριμαία και ήταν υπεύθυνη για την γενοκτονία 90.000 ανθρώπων από τον Ιούνιο του 1941 ως τον Μάρτιο του 1942. O Ohlendorf καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου και εκτελέστηκε το 1951.
Όταν ρωτήθηκε, κατά τη διάρκεια της δίκης της Νυρεμβέργης, γιατί δεν παραιτήθηκε από την αρχηγία της Einsatzgruppe, της οποίας τις πράξεις αυτός, ως πρόσωπο, καταδίκαζε ο Ohlendorf επικαλέστηκε ακριβώς αυτή την αίσθηση ευθύνης: αν αποποιούταν την ευθύνη για καθήκοντα που έφερε βαρέως όπως είπε, θα εξέθετε τους άντρες του να κατηγορηθούν εσφαλμένα. Προφανώς, ο Ohlendorf περίμενε ότι την ίδια πατερναλιστική ευθύνη που είχε δείξει για τους «άνδρες του» θα έδειχναν και οι δικοί του ανώτεροι προς αυτόν. Αυτό τον απάλλασσε από την ανησυχία για την ηθική αξιολόγηση των πράξεών του - μια ανησυχία που θα μπορούσε με ασφάλεια να αφήσει σε εκείνους που τον διέταξαν να ενεργήσει. «Δεν νομίζω ότι είμαι σε θέση να κρίνω αν τα μέτρα τους ... ήταν ηθικά ή ανήθικα ... παραδίδω την ηθική συνείδησή μου στο γεγονός ότι ήμουν στρατιώτης και επομένως ένα γρανάζι σε μια σχετικά χαμηλή θέση σε μια μεγάλη μηχανή»
Κατά την Hannah Arendt, το δυσκολότερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι εμπνευστές της τελικής λύσης (Endlosung) ήταν «πώς να ξεπεράσουν ... την συμπόνοια την οποία νοιώθουν όλοι οι κανονικοί άνθρωποι μπροστά στην κακοποίηση του άλλου. Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι που είχαν στρατολογηθεί στους οργανισμούς που συμμετείχαν άμεσα στη μαζική δολοφονία δεν ήταν ούτε ασυνήθιστα σαδιστικοί ούτε ασυνήθιστα φανατικοί. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχαν την σχεδόν ενστιχτική ανθρώπινη αποστροφή προς την τέλεση του κακού και ακόμη πιο καθολική αναστολή κατά της αφαίρεσης της ζωής.
Γνωρίζουμε ακόμη ότι, κατά την στρατολόγηση των μελών των Einsatzgruppen , δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην εξαίρεση των έντονα, συναισθηματικά φορτισμένων ατόμων και των ατόμων με υπερβολικό ιδεολογικό ζήλο. Γνωρίζουμε ότι αποθαρρύνθηκαν μεμονωμένες πρωτοβουλίες και καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια να διατηρηθεί ολόκληρο το έργο σε ένα επιχειρηματικό και αυστηρά απρόσωπο πλαίσιο. Τα προσωπικά οφέλη και τα προσωπικά κίνητρα εν γένει, λογοκρίθηκαν και τιμωρήθηκαν. Φόνοι που τελέστηκαν εκ προθέσεως ή για ηδονή, σε αντίθεση με εκείνους που ακολούθησαν τις διαταγές και διαπράχτηκαν με οργανωμένο τρόπο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν (τουλάχιστον στην αρχή) σε δίκη και καταδίκη, όπως η συνηθισμένη δολοφονία ή η ανθρωποκτονία. Οι ηγέτες των SS αξιολογούσαν την οργανωτική ρουτίνα, και όχι τον ατομικό ζήλο. Την πειθαρχία, και όχι την ιδεολογική αφοσίωση (Bauman Z., 1989).
Η «υπέρβαση του οίκτου δεν μπορούσε να αναζητηθεί και να επιτευχθεί με την απελευθέρωση άλλων, βασικών ζωικών ενστίκτων. Αυτό θα ήταν με κάθε πιθανότητα δυσλειτουργικό όσον αφορά την οργανωτική ικανότητα για δράση· ένα πλήθος εκδικητικών και δολοφονικών ατόμων δεν θα ταίριαζε στην αποτελεσματικότητα μιας μικρής, αλλά πειθαρχημένης και αυστηρά συντονισμένης γραφειοκρατίας.
Το μείζον ηθικό δίλλημα είναι αν ο άνθρωπος θα υπακούσει στον νόμο των ανωτέρων του ή στον ηθικό νόμο καθόσον ακόμα και στις πιο πιεστικές συνθήκες, κάποιος αποφασίζει εάν και με ποιον τρόπο να ενεργήσει. Αυτό το σημείο επισημαίνει με σαφήνεια ο Αριστοτέλης στη συζήτησή του για τις εκούσιες και ακούσιες πράξεις, όπου θεωρεί ότι ακόμη και οι πράξεις που διαπράττονται υπό εξαναγκασμό πρέπει να χαρακτηρίζονται ως εκούσιες:
«Διότι κατά την πραγματική στιγμή που γίνονται, είναι επιλεγμένες ή ηθελημένες. ... Τώρα η πραγματική πράξη στις συγκεκριμένες περιπτώσεις γίνεται εκούσια, επειδή η προέλευση της κίνησης των τμημάτων του σώματος που θα επιτελέσουν την πράξη εξαρτάται από τον ενεργούντα· και όταν μια πράξη προέρχεται από κάποιον, είναι στην εξουσία του να την κάνει ή όχι».
(Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)
Του ηθικού διλλήματος δεν εξαιρούνται οι εκτελεστές, οι δήμιοι οι βασανιστές. Αν επιλέγουν να πειθαρχήσουν στην τέλεση μιας αποτρόπαιας πράξης για τον φόβο της τιμωρίας στραπατσάροντας την συνείδηση τους, τότε το τίμημα είναι η εξαχρείωση.
Η τιμωρητική ηθική αντιστοιχεί σε ένα αρχαϊκό σαδιστικό και τιμωρητικό υπερεγώ. Ο Kernberg απαριθμεί τρία στάδια ανάπτυξης του υπερεγώ σε μια αλληλουχία. Το πρώτο στάδιο είναι ένα βαθιά πρωτόγονο, σαδιστικό, και τιμωρητικό υπερεγώ. Στο δεύτερο στάδιο συγχωνεύονται οι αναπαραστάσεις του εξιδανικευμένου εαυτού και του αντικειμένου· στο τρίτο στάδιο, υπάρχει μια πιο ώριμη, ανθρωποποιημένη, αφηρημένη ηθική βούληση - μια ηθική πυξίδα, που ρυθμίζει τη συμπεριφορά και την αυτοεκτίμηση μέσω μιας ρύθμισης του συναισθήματος, με μεγαλύτερη γνωστική διαμεσολάβηση.
Ο Celani (2007) εφαρμόζοντας το δομικό μοντέλο του Fairnbairn για την ανάλυση του ιδεοληπτικού χαρακτήρα, σημειώνει ότι όταν δοθεί εξουσία στον ψυχαναγκαστικό εκδηλώνει αυτό που ισοδυναμεί με «καταναγκασμό για τιμωρία". Ο ψυχαναγκαστικός αναλαμβάνει τον ρόλο των αρχικών απορριπτικών αντικειμένων του και αντιμετωπίζει τα ασθενέστερα αντικείμενα όπως ο ίδιος είχε κάποτε αντιμετωπιστεί.
Η τιμωρητική ηθική αντιστοιχεί στα χαμηλότερα στάδια ηθικού συλλογισμού του Kohlberg (1982). Οι δημοκρατικές διαδικασίες που έχει εσωτερικεύσει ο άνθρωπος, είναι μια αντανάκλαση της ικανότητάς του να δεσμεύεται σε ηθική συμπεριφορά. Σε μια μελέτη για την ηθική κριτική ικανότητα, την δύναμη του εγώ και τους δημοκρατικούς προσανατολισμούς, ο Lind υποθέτει ότι, η συνειδητή προσήλωση στις δημοκρατικές αξίες συσχετίζεται με την ηθική γνωστική δομή που υποστηρίζει τη μείωση της κοινωνικής ανισότητας. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως δείκτης υψηλότερης ηθικής ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, ο Lind προτείνει ότι εκείνοι που είναι πιο ανοιχτά δημοκρατικοί στις απόψεις τους, θα πρέπει να θεωρηθούν ότι επίσης έχουν φθάσει σε υψηλότερο επίπεδο ηθικής ανάπτυξης (Lind G., 1987).
Η θεωρία της ηθικής ανάπτυξης του Lawrence Kohlberg (1984) στηρίχτηκε στην σκέψη του Ελβετού ψυχολόγου Jean Piaget, του Αμερικανού φιλόσοφου John Dewey και του James Mark Baldwin. Αυτοί είχαν τονίσει ότι οι άνθρωποι αναπτύσσονται φιλοσοφικά και ψυχολογικά με ένα προοδευτικό τρόπο.
Ο Kohlberg πρότεινε, ότι οι άνθρωποι εξελίσσουν τον ηθικό συλλογισμό τους μέσα από μια σειρά σταδίων. Πίστευε ότι υπήρχαν έξι αναγνωρίσιμα στάδια τα οποία ταξινομούνται σε τρία επίπεδα.
Το πρώτο επίπεδο της ηθικής σκέψης είναι επίπεδου δημοτικού σχολείου. Σ’ αυτό το στάδιο, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις κοινωνικά αποδεκτές νόρμες επειδή κάποια μορφή εξουσίας τους είπε ότι πρέπει να το κάνουν (π.χ. γονέας ή δάσκαλος). Αυτή η υπακοή επιβάλλεται υπό την απειλή ή την εφαρμογή της τιμωρίας. Το δεύτερο στάδιο αυτού του επιπέδου χαρακτηρίζεται από την άποψη ότι η σωστή συμπεριφορά είναι προς το συμφέρον.
Το δεύτερο επίπεδο ηθικής σκέψης είναι αυτό που γενικά συναντάμε στην κοινωνία, γι’ αυτό και ονομάζεται «συμβατικό». Το πρώτο στάδιο αυτού του επιπέδου (στάδιο 3) χαρακτηρίζεται από μια στάση που επιδιώκει να κάνει ό, τι θα κερδίσει την επιδοκιμασία των άλλων. Το δεύτερο στάδιο είναι προσανατολισμένο στην τήρηση του νόμου και την εκτέλεση του καθήκοντος.
Το τρίτο επίπεδο της ηθικής σκέψης είναι αυτό που κατά τον Kohlberg λίγοι ενήλικες το φθάνουν. Η πρώτη φάση (στάδιο 5) είναι η κατανόηση της κοινωνικής αμοιβαιότητας και ένα γνήσιο ενδιαφέρον για την ευημερία των άλλων. Το τελευταίο στάδιο (στάδιο 6) βασίζεται στο σεβασμό των οικουμενικών αρχών και των απαιτήσεων της ατομικής συνείδησης.
Ο Kohlberg πίστευε ότι τα άτομα μπορούν να εξελίσσονται κατά ένα στάδιο την φορά. Δηλαδή, δεν μπορούν να "υπερπηδήσουν" στάδια. Δεν μπορούν, για παράδειγμα, να προχωρήσουν από τον εγωισμό προς το στάδιο του νόμου και της τάξης χωρίς να περάσουν από το στάδιο του «καλού παιδιού». Θα μπορούσαν μόνο να φθάσουν σε μια κατανόηση της ηθικής λογικής του παραπάνω σταδίου. Ο Kohlberg, είδε αυτήν την παρατήρηση σαν ένα τρόπο με τον οποίο η ηθική ανάπτυξη μπορεί να προωθηθεί μέσω της επίσημης εκπαίδευσης. Σημειωτέον ότι Kohlberg όπως και ο Piaget, πίστευαν, ότι η ηθική ανάπτυξη λαμβάνει χώραν μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Ο αυταρχισμός προκύπτει από προβληματική ηθική ανάπτυξη και, ειδικότερα, βάσει της θεωρίας των σταδίων, η αυταρχικότητα η συμβατικότητα, η υποταγή και η επιθετικότητα προς τις αδύναμα άτομα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια στασιμότητα στην ανάπτυξη του ηθικού συλλογισμού. Εκ τούτου και η υπόθεση ότι τα λιγότερο αυταρχικά υποκείμενα θα έχουν ένα υψηλότερο επίπεδο ηθικής κρίσης (van Ijzendoorn 1989).
Ένα μείζον ηθικό δίλλημα προκύπτει όταν το καθεστώς αναγκάζει τον πολίτη να προβεί σε πράξεις που έρχονται σε αντίθεση με την συνείδηση του.
Τα πειράματα του Milgram και του Stanford έδειξαν ότι, ορισμένες κοινωνικές συνθήκες, δημιουργούν τη δυνατότητα για συστημικό κακό και σχεδόν τα δύο τρίτα από εμάς θα συμμορφωθούμε με την προσταγή για επιτέλεση του κακού.
Κατά την άποψη του Herbert C. Kelman, οι ηθικές αναστολές κατά των βίαιων θηριωδιών τείνουν να υποχωρούν όταν πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, μεμονωμένα ή μαζί. Η βία είναι εξουσιοδοτημένη (με επίσημες εντολές που προέρχονται από την νόμιμα κατοχυρωμένη εξουσία), οι ενέργειες είναι τακτικές (με κυβερνητικές πρακτικές και ακριβείς προδιαγραφές των ρόλων), και τα θύματα της βίας στερούνται της ανθρώπινης ιδιότητας (με ιδεολογικούς ορισμούς και κατήχηση).
Η πρώτη αρχή είναι η απαίτηση για αφοσίωση στην ευημερία του οργανισμού, όπως ορίζεται από τις εντολές των ανωτέρων, αποκλείοντας όλα τα άλλα κίνητρα για δράση. Το ιδεώδες της πειθαρχίας απαιτεί την ολική ταύτιση με τον οργανισμό. Στην οργανωτική ιδεολογία, αυτή η ταύτιση με τον οργανισμό θεωρείται ηθική αρετή. Την τήρηση αυτής της ηθικής αρετής, ο Weber ονομάζει «τιμή του δημοσίου λειτουργού». Η τιμή του δημοσίου λειτουργού βασίζεται στην ικανότητα του να εκτελεί ευσυνείδητα τις εντολές των ανωτέρων, ακριβώς σαν να συμφωνεί με αυτές με τη δική του πεποίθηση. Αυτό ισχύει ακόμη και αν η εντολή του φαίνεται λανθασμένη και αν, παρά τις διαμαρτυρίες, η ηγεσία επιμένει στην εντολή. Μέσω της τιμής, η πειθαρχία αντικαθιστά την ηθική ευθύνη. Οι εσωτερικοί οργανωτικοί κανόνες αποτελούν την μόνη πηγή και εγγύηση της νομιμότητας. Η δυσφορία που μπορεί να προκαλέσει η τέλεση εγκληματικών πράξεων, αντισταθμίζεται από την επιμονή του ανώτερου ότι μόνο αυτός φέρει την ευθύνη για τις πράξεις των υφισταμένων του (όσο, βέβαια, συμμορφώνονται με την εντολή του). Ο Weber συμπλήρωσε την περιγραφή της τιμής του δημόσιου υπαλλήλου, τονίζοντας με έμφαση την «αποκλειστική προσωπική ευθύνη» του ηγέτη, «μια ευθύνη που δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποποιηθεί ή να μεταβιβάσει'.
Ο Otto Ohlendorf υπήρξε ηγετικό στέλεχος των SS και επικεφαλής της ομάδας Einsatzgruppe D (ομάδα δράσης), κινητής μονάδας των SS που ακολουθούσε τη Βέρμαχτ κατά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Η ομάδα του Ohlendorf έδρασε στη νότια Ουκρανία και την Κριμαία και ήταν υπεύθυνη για την γενοκτονία 90.000 ανθρώπων από τον Ιούνιο του 1941 ως τον Μάρτιο του 1942. O Ohlendorf καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου και εκτελέστηκε το 1951.
Όταν ρωτήθηκε, κατά τη διάρκεια της δίκης της Νυρεμβέργης, γιατί δεν παραιτήθηκε από την αρχηγία της Einsatzgruppe, της οποίας τις πράξεις αυτός, ως πρόσωπο, καταδίκαζε ο Ohlendorf επικαλέστηκε ακριβώς αυτή την αίσθηση ευθύνης: αν αποποιούταν την ευθύνη για καθήκοντα που έφερε βαρέως όπως είπε, θα εξέθετε τους άντρες του να κατηγορηθούν εσφαλμένα. Προφανώς, ο Ohlendorf περίμενε ότι την ίδια πατερναλιστική ευθύνη που είχε δείξει για τους «άνδρες του» θα έδειχναν και οι δικοί του ανώτεροι προς αυτόν. Αυτό τον απάλλασσε από την ανησυχία για την ηθική αξιολόγηση των πράξεών του - μια ανησυχία που θα μπορούσε με ασφάλεια να αφήσει σε εκείνους που τον διέταξαν να ενεργήσει. «Δεν νομίζω ότι είμαι σε θέση να κρίνω αν τα μέτρα τους ... ήταν ηθικά ή ανήθικα ... παραδίδω την ηθική συνείδησή μου στο γεγονός ότι ήμουν στρατιώτης και επομένως ένα γρανάζι σε μια σχετικά χαμηλή θέση σε μια μεγάλη μηχανή»
Κατά την Hannah Arendt, το δυσκολότερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι εμπνευστές της τελικής λύσης (Endlosung) ήταν «πώς να ξεπεράσουν ... την συμπόνοια την οποία νοιώθουν όλοι οι κανονικοί άνθρωποι μπροστά στην κακοποίηση του άλλου. Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι που είχαν στρατολογηθεί στους οργανισμούς που συμμετείχαν άμεσα στη μαζική δολοφονία δεν ήταν ούτε ασυνήθιστα σαδιστικοί ούτε ασυνήθιστα φανατικοί. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχαν την σχεδόν ενστιχτική ανθρώπινη αποστροφή προς την τέλεση του κακού και ακόμη πιο καθολική αναστολή κατά της αφαίρεσης της ζωής.
Γνωρίζουμε ακόμη ότι, κατά την στρατολόγηση των μελών των Einsatzgruppen , δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην εξαίρεση των έντονα, συναισθηματικά φορτισμένων ατόμων και των ατόμων με υπερβολικό ιδεολογικό ζήλο. Γνωρίζουμε ότι αποθαρρύνθηκαν μεμονωμένες πρωτοβουλίες και καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια να διατηρηθεί ολόκληρο το έργο σε ένα επιχειρηματικό και αυστηρά απρόσωπο πλαίσιο. Τα προσωπικά οφέλη και τα προσωπικά κίνητρα εν γένει, λογοκρίθηκαν και τιμωρήθηκαν. Φόνοι που τελέστηκαν εκ προθέσεως ή για ηδονή, σε αντίθεση με εκείνους που ακολούθησαν τις διαταγές και διαπράχτηκαν με οργανωμένο τρόπο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν (τουλάχιστον στην αρχή) σε δίκη και καταδίκη, όπως η συνηθισμένη δολοφονία ή η ανθρωποκτονία. Οι ηγέτες των SS αξιολογούσαν την οργανωτική ρουτίνα, και όχι τον ατομικό ζήλο. Την πειθαρχία, και όχι την ιδεολογική αφοσίωση (Bauman Z., 1989).
Η «υπέρβαση του οίκτου δεν μπορούσε να αναζητηθεί και να επιτευχθεί με την απελευθέρωση άλλων, βασικών ζωικών ενστίκτων. Αυτό θα ήταν με κάθε πιθανότητα δυσλειτουργικό όσον αφορά την οργανωτική ικανότητα για δράση· ένα πλήθος εκδικητικών και δολοφονικών ατόμων δεν θα ταίριαζε στην αποτελεσματικότητα μιας μικρής, αλλά πειθαρχημένης και αυστηρά συντονισμένης γραφειοκρατίας.
Το μείζον ηθικό δίλλημα είναι αν ο άνθρωπος θα υπακούσει στον νόμο των ανωτέρων του ή στον ηθικό νόμο καθόσον ακόμα και στις πιο πιεστικές συνθήκες, κάποιος αποφασίζει εάν και με ποιον τρόπο να ενεργήσει. Αυτό το σημείο επισημαίνει με σαφήνεια ο Αριστοτέλης στη συζήτησή του για τις εκούσιες και ακούσιες πράξεις, όπου θεωρεί ότι ακόμη και οι πράξεις που διαπράττονται υπό εξαναγκασμό πρέπει να χαρακτηρίζονται ως εκούσιες:
«Διότι κατά την πραγματική στιγμή που γίνονται, είναι επιλεγμένες ή ηθελημένες. ... Τώρα η πραγματική πράξη στις συγκεκριμένες περιπτώσεις γίνεται εκούσια, επειδή η προέλευση της κίνησης των τμημάτων του σώματος που θα επιτελέσουν την πράξη εξαρτάται από τον ενεργούντα· και όταν μια πράξη προέρχεται από κάποιον, είναι στην εξουσία του να την κάνει ή όχι».
(Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)
Του ηθικού διλλήματος δεν εξαιρούνται οι εκτελεστές, οι δήμιοι οι βασανιστές. Αν επιλέγουν να πειθαρχήσουν στην τέλεση μιας αποτρόπαιας πράξης για τον φόβο της τιμωρίας στραπατσάροντας την συνείδηση τους, τότε το τίμημα είναι η εξαχρείωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου