Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Μια συνέντευξη του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (1931)


Απόδοση: Δημήτρης Αγγελής

Λόγω της ημέρας, παρουσιάζουμε εδώ μια συνέντευξη του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα στον Χουάν ντε Αλφαράτσε (Juan de Alfarache), που δημοσιεύτηκε στο Miradero το 1931 (το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε μόλις το 2012). Από εμάς έχουν παραληφθεί κάποια γενικά, μάλλον αδιάφορα σχόλια του δημοσιογράφου στην αρχή, στο τέλος και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.

–Πότε ήταν η πρώτη σας πρεμιέρα στη Μαδρίτη;
(Γελάει πριν απαντήσει)

–Η πρώτη πρεμιέρα ήταν μια ωραία αποτυχία. Τα μάγια της πεταλούδας που ανέβασε ο Martínez Sierra. Το έργο είχε μια πλαστική αξία, την οποία τόνιζε η διακόσμηση του Barradas, αυτού του αγαπημένου ουρουγουανού καλλιτέχνη που πέθανε πρόσφατα… Ήταν μια κυβιστική διακόσμηση.

–Το έργο, σε στίχο;
–Ναι. Το παρουσίασα όταν ήμουν ακόμα σχεδόν παιδί. Η πρόζα μας κάνει σταδιακά κύριους του εαυτού μας στο πέρασμα των χρόνων.

–Και μετά;
–Η πρεμιέρα της Μαριάνα Πινέδα από τη Margarita Xirgu, αυτή τη φορά με εξαιρετική επιτυχία, στη Fontalba, το 1927.

–Και το 1931, Η θαυμαστή μπαλωματού;
–Ακριβώς• αλλά γραμμένη πέντε χρόνια νωρίτερα. Και η Μαριάνα Πινέδα είχε ολοκληρωθεί τρία χρόνια πριν από την πρώτη της παρουσίαση.

–Τα σχέδια του σκηνικού και οι ζωγραφιές στα κοστούμια αποδίδονται σε εσάς.
–Όλα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια έχουν γίνει από μένα. Εννοώ ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να εγκαταλείπει αυτές τις λειτουργίες της απόλυτης, σχολαστικής σκηνοθεσίας. Πρέπει να είναι ο αληθινός σκηνοθέτης. Και τα επόμενα έργα μου σκέφτομαι να τα κατευθύνω όλα προσωπικά, μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ο συγγραφέας είναι «αυτός που βλέπει» το έργο και οφείλει να διδάσκει τους καλλιτέχνες «πώς το οραματίστηκε».

–Κι αυτή η ενασχόληση με τη διεύθυνση δεν σκοντάφτει στην αντίσταση των ηθοποιών;
–Με τη Μαργαρίτα [Ξίργου] όλα πήγαν μια χαρά. Έχει μια εξαιρετική διαίσθηση και αφομοιώνει εύκολα το κριτήριο του συγγραφέα. Η συγκαταβατικότητα, η προσαρμογή της φτάνει σε τέτοιο σημείο που περισσότερες από μία φορές μου είπε: «Στη Θαυμαστή μπαλωματού με βάλατε να τραγουδήσω. Και τώρα, Λόρκα, θα με βάλετε να χορέψω σε κανένα έργο;» Η Μαργαρίτα είναι απίθανη, εξαιρετική.

–Κι αυτή η μικρή ηθοποιός, σαν την Magda Donato στο ABC;
–Ποια; Η Matildita Fernández; Είναι μια μαϊμουδίτσα, έξυπνη, πολύ προσεκτική στις πρόβες. Γοητευτικότατη.

–Και όντας μόλις έξι χρόνων είχε δυσκολίες μέχρι να κατανοήσει τον ρόλο της;
–Καθόλου. Η μικρούλα είναι εύπλαστη σαν κερί στα χέρια του γλύπτη.

–Γιατί η πρεμιέρα της Θαυμαστής μπαλωματούς έγινε στο θέατρο «Caracol»; Την είχε ο [σκηνοθέτης] Rivas Cherif στην κατοχή του;
–Από καιρό είχα δώσει το έργο απευθείας στη Μαργαρίτα.

–Τι γνώμη έχετε για το θέατρο της αβαν γκαρντ;
–Θεωρώ ότι το θέατρο μπορεί να είναι πολύ τολμηρό• αλλά υπό έναν όρο: να είναι για όλον τον κόσμο. Εντάξει να έχει κάτι εργαστηριάκο, από το πειραματικό θέατρο, αλλά δεν μπορεί όλα τα θεατρικά έργα να ψάχνουν τα όρια, χωρίς να είναι ανοιχτά, για όλους.

–Έχετε πολλά σχέδια;
–Δύο έργα. Ένα σε στίχους κι ένα ακόμα σε πρόζα. Μια τραγωδία με πολλή δράση.

–Σε πόσα χρόνια;
–Σε όσα κάθε έργο χρειαστεί. Δεν θα αποδεχθώ ποτέ αναθέσεις με συγκεκριμένο αριθμό πράξεων. Αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να καθορίζονται εκ των προτέρων. Οι πράξεις είναι όσες απαιτεί το έργο. Ο καλλιτέχνης το αναπτύσσει όπως θέλει.
[Εδώ ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα εκφράζεται με ένταση:]
–Εγώ πάντοτε θα κάνω το θέατρο που μου αρέσει, αυτό που αισθάνομαι• και θα το κάνω όπως εμένα μου κάνει κέφι.

–Είναι πολύς καιρός που επιστρέψατε από την Αμερική;
–Τον Ιούλιο παρακολούθησα ένα μάθημα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Columbia University. Αργότερα, στην Κούβα, έδωσα μαθήματα με διαλέξεις στην Ισπανοκουβανική Ένωση Πολιτισμού, που είναι ο φορέας που διοργανώνει τα πιο σημαντικά μαθήματα υπό την ευθύνη Ισπανών, εκπαιδευμένων στην ειδικότητα των σπουδών τους. Εκεί οι διαλέξεις πληρώνονται πολύ καλά. Αυτή καθαυτή η διάλεξη είναι ένα θέαμα. Το κοινό είναι συνηθισμένο να πληρώνει τα απαιτούμενα ποσά των αμοιβών για να τις παρακολουθήσει. Συμβαίνει κάποτε ομιλητές που έχουν συμβόλαιο για αρκετές διαλέξεις να μην τις πραγματοποιήσουν όλες, λόγω αντιπάθειας, λόγω ψυχρότητας του κοινού ή για όποιον άλλο λόγο. Εγώ είχα την τύχη να δώσω οχτώ διαλέξεις, πέντε περισσότερες σε σχέση με τον αριθμό εκείνων που είχαμε προσυμφωνήσει.

–Το κοινό αντιδρά πάντοτε με ενδιαφέροντα τρόπο.
–Το κοινό του θεάτρου, κυρίως. Το παρατήρησα με τις απόπειρες του ποιητικού θεάτρου. Πολλές φορές το κοινό δεν πολυκαταλαβαίνει• όμως η μουσική του στίχου το αγγίζει βαθιά μέσα του, το συγκινεί και το αναστατώνει, οπότε χειροκροτεί και λέει: «Αυτό είναι πολύ καλό». Είναι που η επίδραση της ποίησης είναι εκπληκτική στο κοινό. Δεν θα καταλάβει ίσως το ποίημα, αλλά το αισθάνεται, φτάνει στην καρδιά του.

–Κι από όλους τους θεατές, το πιο παθιασμένο κοινό σας βρίσκεται στη Γρανάδα;
–Μην το πιστεύετε. Κανείς δεν είναι προφήτης στον τόπο του. Έχω μια ομάδα φίλων, είναι αλήθεια, που υποστηρίζουν με τη φροντίδα που θα είχαν για δικά τους θέματα τους θριάμβους μου στη σκηνή. Όμως η Γρανάδα, που είναι μια πόλη ευφυής, είναι μια πόλη πολύ ψυχρή… Αυτό που μετράει εκεί είναι ο λαός, είναι τα περίχωρα, το Αλμπαϊθίν, ό,τι λαϊκό [secular] υπάρχει στα σπλάχνα των ανθρώπων του λαού. Είναι αυτός ο λαός των δρόμων. Η πόλη είναι μια πόλη καπιτοναρισμένη, νεκρή… Πάντως, όλος ο χαρακτήρας του λαού ξεχειλίζει από συμπάθεια.

[Μια απότομη αλλαγή που σπάει μ’ ένα χαμόγελο:]
-Το μόνο μέρος όπου δεν άρεσε η Μαριάνα Πινέδα ήταν η Γρανάδα.
[Ο Γκαρθία Λόρκα σηκώνεται. Μια παύση.]

–Λοιπόν, Λόρκα. Αυτό το καινούργιο πράγμα που ετοιμάζετε για τη Μαργαρίτα Ξίργου;
–Όχι, δεν το ετοιμάζω για εκείνη. Είναι αλήθεια ότι εκείνη θα ερμήνευε εκπληκτικά αυτόν τον ρόλο, που της πάει πολύ. Όμως όταν γράφω ένα έργο δεν σκέφτομαι ποτέ την ηθοποιό που θα ενσαρκώσει την πρωταγωνίστρια. Ελευθερώνομαι πλήρως από τις προτάσεις του περίγυρου, του σεναρίου και των θιάσων. Όταν το έργο είναι έτοιμο, ειδοποιεί σε ποιον «πάει περισσότερο».

–Εργάζεστε με πρόγραμμα ή με διαλείμματα;
–Με άλματα. Πιστεύω ότι από τη διασκέδαση αναδύεται η πιο αυθεντική ποίηση. Κάποιες μέρες γράφω πολύ, άλλες καθόλου.

–Η ζωή σας στη Μαδρίτη;
–Απλή και χωρίς λογοτεχνία. Θα ήταν τρομακτικό να έβγαινα στο δρόμο, στον καφέ, στο καζίνο και να μιλούσα για λογοτεχνία. Να δουλεύω στο σπίτι και στον δρόμο. Α, όχι! Προτιμώ να μιλάω για ταύρους και ποδόσφαιρο.

–Είσαστε καλός φίλαθλος;
–Και των δύο.

–Ποιο πάει πρώτο;
–Οι ταύροι.

–Αγαπημένος ταυρομάχος;
–Κανένας.

–Ούτε καν τέσσερις άσοι στην τράπουλα;
–Ούτε αυτό. Πάω στις ταυρομαχίες και χειροκροτώ το καλό και τους καλούς. Δεν είμαι φανατικός.

–Ούτε στο ποδόσφαιρο;
–Ναι, αλλά χωρίς το πάθος μου να συνδέεται με μια ομάδα. Όταν παρακολουθώ έναν αγώνα κάποιοι μου είναι πιο συμπαθείς από άλλους. Κατακτούν στιγμιαία τη συμπάθεια από οποιοδήποτε ατύχημα του παιχνιδιού. Και επιθυμώ να κερδίσει αυτός που γρηγορότερα κέρδισε τη συμπάθειά μου. Πάω στα αθλητικά θεάματα χωρίς καμία προκατάληψη.

Γελώντας βγαίνουμε από το δωμάτιο ο Λόρκα κι εγώ. Είναι δύσκολο να σταματήσεις τη συζήτηση μ’ έναν υποδειγματικά συμπαθή άνθρωπο που έχει στην προφορά του μια ιδέα Αμερικάνου, κάτι ανάμεσα σε κρεολό και ανδαλουσιάνο, που εξωτερικά μοιάζει, στον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι, μ’ ένα εξαιρετικό στολίδι, κάτι σαν τη φτερωτή χάρη που έχουν οι καρυάτιδες στην αρχιτεκτονική… Και επανέρχεται καθώς αποχαιρετιόμαστε στο ποιητικό θέατρο. Μαντεύει την εμμονή.

–Λένε πως είναι απίθανο… Μπα! Η εμφάνιση φαντασμάτων στη σκηνή… Λες και δεν είναι πιθανό μια γυναίκα επιστρέφοντας σπίτι της να συναντήσει τον πεθαμένο πατέρα της!

[Η μετάφραση της συνέντευξης δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά. Το έργο είναι του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου