Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Οι Γεζίντι, αιώνια εξιλαστήρια θύματα

του Βικέν Τσετεριάν* δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 106

Ενώ η μάχη για την ανακατάληψη της Μοσούλης φαίνεται να τελματώνει, οι Γεζίντι, που έχουν εγκαταλείψει τα βορειοδυτικά του Ιράκ το 2014, διστάζουν να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους. Διωκόμενοι από την Οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους (ΟΙΚ), το οποίο θεωρεί τα μέλη αυτής της κουρδικής μειονότητας αιρετικούς, που πρέπει να υποταχθούν ή να θανατωθούν, κατηγορούν τους Πεσμεργκά (1) ότι τους έχουν εγκαταλείψει στην τύχη τους. Το Σινζάρ, στο βορειοδυτικό Ιράκ, εξακολουθεί να είναι μια σχεδόν έρημη πόλη. Ενώ 80.000 άτομα έχουν φύγει μετά την άφιξη της Οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους (OΙΚ), τον Αύγουστο του 2014, μόλις πενήντα οικογένειες έχουν επιστρέψει μετά την ανακατάληψη της πόλης από τις κουρδικές δυνάμεις, στις 13 Νοεμβρίου 2015. Μια μικρή ομάδα μαχητών προχωρά περπατώντας αργά, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού. Καθώς ο άνεμος σφυροκοπά ό, τι έχει απομείνει από τα μεταλλικά ρολά των καταστημάτων, που έχουν κουρελιαστεί από τους βομβαρδισμούς, μια κραυγή υψώνεται, θαρρείς και βασανισμένα πνεύματα στοιχειώνουν την πόλη. Ένοπλοι άνδρες μπαίνουν και βγαίνουν από ένα σχολείο που έχει μετατραπεί σε στρατηγείο, ή κάθονται περιμένοντας διαταγές. «Υπήρξαμε θύματα σφαγών και στο παρελθόν, αλλά αυτό το νέο μακελειό συμβαίνει στην εποχή της προηγμένης τεχνολογίας! Θρηνούμε χιλιάδες θύματα· χιλιάδες αδελφές μας βρίσκονται ακόμη στα χέρια του OΙΚ», λέει με βροντερή φωνή ο κ. Κασίμ Σάσο, ο διοικητής των Πεσμεργκά του Σινζάρ, που πρόσκεινται στο Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΔΚΚ) και ανήκουν στους Γεζίντι.
Ο Αμπού Μαζέντ, μάγειρας, διοργάνωνε γαμήλιες δεξιώσεις. Με δυσκολία συγκρατεί τα δάκρυά του καθώς μας δείχνει φωτογραφίες της οικογένειάς του. Εκείνη τη μοιραία ημέρα, 3/8/2014, τζιχαντιστές της ΟΙΚ απήγαγαν τη σύζυγό του, τις τρεις κόρες του και έναν από τους γιους του. Μόνο η 23χρονη κόρη του, που βρίσκεται αιχμάλωτη στη Ράκκα, την «πρωτεύουσα» της OΙΚ στη Συρία, κατόρθωσε να δώσει νέα της πριν από λίγους μήνες. Ο Μαζέντ έχει μείνει μόνος με έναν γιο του. Κάθε οικογένεια μπορεί να διηγηθεί ιστορίες σαν τη δική του.
Αν ξαναγράφαμε την ιστορία της Μέσης Ανατολής από τη σκοπιά των Γεζίντι, θα προέκυπτε ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο από αυτά που διαθέτουμε. Αυτός ο κουρδόφωνος λαός (κουρμαντζί) έχει έναν μοναδικό πολιτισμό, διαμορφωμένο γύρω από μια μονοθεϊστική θρησκεία που μεταδίδεται προφορικά και έχει τις ρίζες της στον ζωροαστρισμό, στον οποίο επικάθονται χριστιανικές και ισλαμικές επιρροές. Οι Γεζίντι κατοικούν κυρίως στις κουρδικές περιοχές του Ιράκ, ο κύριος τόπος της λατρείας τους βρίσκεται στο Λαλίς, βόρεια της Μοσούλης. Τους βρίσκουμε επίσης στην Υπερκαυκασία και στη δυτική διασπορά (2). Στο Ιράκ, αποτελούν μέρος ενός πλούσιου και αρχαίου θρησκευτικού τοπίου που αποτελείται ειδικότερα από τους Τσαμπάκ, οπαδούς του μανδαϊσμού (3), από χριστιανικές Εκκλησίες των Χαλδαίων, και των Ασσυρίων της Ανατολής. Η κοινότητά τους χωρίζεται σε τάξεις, με ηγέτες τους σεΐχηδες ή τις θρησκευτικές αρχές. Ο γάμος με μέλη άλλης θρησκείας απαγορεύεται αυστηρά.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2014, η ΟΙΚ ξεκίνησε μια επίθεση-αστραπή. Τον Ιούνιο, αρκετές εκατοντάδες τζιχαντιστών δημιουργούσαν την έκπληξη καταλαμβάνοντας τη Μοσούλη, δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ. Οι ιρακινές στρατιωτικές δυνάμεις, εκτιμώμενες σε 30.000 άνδρες, εγκατέλειψαν γρήγορα την περιοχή, σε μια συγκυρία όπου διεξαγόταν μία πάλη για την εξουσία ανάμεσα σε σουνιτικές φυλές που είχαν στερηθεί τα δικαιώματά τους και τους προύχοντες της πόλης, δυσαρεστημένους από την απώλεια επιρροής τους μετά την εισβολή των ΗΠΑ. Επρόκειτο, επίσης, και για το αποτέλεσμα της σεκταριστικής πολιτικής του σιίτη πρωθυπουργού εκείνη την εποχή, του κ. Νούρι Αλ Μαλίκι. Προς γενική έκπληξη, τα στρατεύματα της OΙΚ, ενώ κατευθύνονταν προς τη Βαγδάτη, έκαναν στροφή επί τόπου και επιτέθηκαν σε περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Κούρδων. Η επίθεση ξεκίνησε τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Αυγούστου 2014, στην περιοχή του Σινζάρ, που κατοικείται από Γεζίντι. Η διοίκηση των Πεσμεργκά, σε κατάσταση πανικού, διέταξε τους μαχητές της να αποσυρθούν, αφήνοντας τον πληθυσμό στο έλεος των τζιχαντιστών. Η αντίσταση, εξοπλισμένη με ελαφρύ οπλισμό, κατέρρευσε μέσα σε λίγες ώρες. Ο πληθυσμός προσπάθησε να ανεβεί στα βουνά, αλλά πολλοί κάτοικοι, ιδιαίτερα όσοι δεν είχαν όχημα, δεν μπόρεσαν να διαφύγουν.
Οι άνδρες χωρίστηκαν από τις γυναίκες και τις περισσότερες φορές εκτελέστηκαν επί τόπου. Οι άμαχοι κατέφυγαν στο Σαρντάστ, το οροπέδιο στην κορυφή του όρους Σινζάρ, όπου οι τζιχαντιστές τους καταδίωξαν, συνεχίζοντας τις σφαγές και τις συλλήψεις ομήρων, μέχρι τη στιγμή που κάποιοι μαχητές Γεζίντι κατέλαβαν ένα πολυβόλο που είχαν εγκαταλείψει οι Πεσμεργκά και τους απώθησαν. Οι άνδρες που δεν δέχτηκαν να ασπαστούν το ισλάμ σκοτώθηκαν. Οι γυναίκες και τα κορίτσια, ανάμεσά τους και κοριτσάκια όχι πάνω από 9 ετών, συγκεντρώθηκαν σε κέντρα, στάλθηκαν στο Τελ Αφάρ, όχι μακριά από εκεί, και πουλήθηκαν σαν σκλάβες του σεξ για τους τζιχαντιστές του «χαλιφάτου». Ο αριθμός των σκοτωμένων και των αιχμαλώτων δεν είναι γνωστός με ακρίβεια, αλλά και οι οργανώσεις των Γεζίντι μιλούν για 2.240 νεκρούς, 1.020 αγνοούμενους –για τους οποίους φοβούνται ότι έχουν εκτελεσθεί– και πάνω από 5.800 φυλακισμένους, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Περισσότεροι από 280 άνθρωποι, στην πλειοψηφία παιδιά, πέθαναν από δίψα και εξάντληση κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών.



Καταστρέφοντας έναν πολιτισμό και έναν τρόπο ζωής

Καμία ανθρώπινη ομάδα δεν έχει κακοποιηθεί τόσο από την ΟΙΚ όσο οι Γεζίντι. Ο σκοπός της οργάνωσης φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο να εκφοβίσει και να υποτάξει, αλλά να καταστρέψει έναν πολιτισμό και έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο ζωής στην περιοχή. Η βία κατά των Γεζίντι δεν είναι πρόσφατη. Γι’ αυτούς, τα γεγονότα του 2014 αντιπροσωπεύουν την εβδομηκοστή τρίτη σφαγή και χρησιμοποιούν τον οθωμανικό όρο φαρμάν για να την περιγράψουν. Αυτή η λέξη, που σημαίνει «διάταγμα του σουλτάνου», αναφέρεται στις δολοφονίες που διέταξε, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄, με σκοπό να θέσει τις απομακρυσμένες περιοχές των Γεζίντι υπό τον έλεγχο του κράτους, να επιβάλει στους κατοίκους τους τη στρατιωτική θητεία και τους φόρους, και να τους προσηλυτίσει στο σουνιτικό ισλάμ. Οι Γεζίντι δεν επωφελήθηκαν από την προστασία που παρασχέθηκε στους χριστιανούς και τους Εβραίους, οι οποίοι ήταν οπαδοί μονοθεϊστικών θρησκειών των οποίων το ισλάμ φιλοδοξεί απλώς να αποκαταστήσει το πρωταρχικό τους μήνυμα.
Θεωρούμενοι ειδωλολάτρες, και μάλιστα «προσκυνητές του διαβόλου», οι Γεζίντι υπέστησαν πολλές διώξεις. Το ιρακινό μπααθικό καθεστώς τούς επέβαλλε πολλές διακρίσεις. Το 1975, στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου εκσυγχρονισμού και για να εξασφαλίσουν έναν καλύτερο κρατικό έλεγχο σε μια ορεινή και απομακρυσμένη περιοχή, οι μπααθικές αρχές τούς ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τους παραδοσιακούς οικισμούς τους στο όρος Σινζάρ και να εγκατασταθούν σε «κοινότητες», βόρεια και νότια του βουνού. Το απαραίτητο για άρδευση νερό δεν έφτασε στις περισσότερες από αυτές τις περιοχές, υποχρεώνοντας τους εκπτωχευμένους κατοίκους τους να εξαρτώνται από τους πλουσιότερους Άραβες γείτονές τους, δουλεύοντας στη γη τους.
Η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, το 2003, αποσταθεροποίησε την κοινωνική-θρησκευτική ιεραρχία της χώρας. Πολλοί σουνίτες Άραβες του Αλ-Μπαάζ, όπως και οι Τουρκομάνοι του Τελ Αφάρ, από όπου προέρχονταν πολλοί από τους αξιωματούχους του Σαντάμ Χουσεΐν, δυσαρεστήθηκαν βλέποντας να χάνουν την εξουσία τους. Η αντι-αμερικανική ένοπλη αντίσταση στρατολόγησε δυνάμεις κυρίως από την πρώην βάση του κόμματος Μπάαθ, την οποία είχε αρχίσει να επηρεάζει μια νέα δύναμη: η διεθνής των σαλαφιστών τζιχαντιστών. Την ίδια περίοδο, οι Γεζίντι και άλλες μειονότητες του πολυεθνικού βόρειου Ιράκ μπορούσαν να εργαστούν σε αμερικανικές βάσεις ή να στρατολογηθούν στον νέο ιρακινό στρατό.
Όσοι προσχώρησαν στην αντίσταση κατά των Αμερικανών ανήκαν σε μια νέα γενιά, πολύ πιο ριζοσπαστική από τους Αφγανούς ιθύνοντες της Αλ Κάιντα (4). Η οργάνωση Jamaat Al-Tawhid Wal-Djihad, που ιδρύθηκε από τον Ιορδανό μαχητή Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι, υιοθέτησε τη σαλαφιστική τζιχαντιστική ιδεολογία προκειμένου να αντιμετωπίσει τη νέα θρησκευτική σύγκρουση. Αυτή η ιδεολογία έμελλε σύντομα να σπείρει το χάος. Κατά την ερμηνεία της σαρία, οι Γεζίντι είχαν ως επιλογή είτε να ασπαστούν το ισλάμ είτε να πεθάνουν. Τον Απρίλιο του 2007, ισλαμιστές μαχητές σταμάτησαν ένα λεωφορείο που μετέφερε εργάτες από ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στη Μοσούλη. Διέταξαν τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους να κατεβούν, άρπαξαν 23 εργαζόμενους Γεζίντι και τους δολοφόνησαν. Τα χειρότερα όμως θα έρχονταν στις 14 Αυγούστου 2007, όταν τέσσερα παγιδευμένα φορτηγά χρησιμοποιήθηκαν για μαζικές βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας σε δύο χωριά Γεζιντι, το Καχτανίγια και το Σιμπά Σέιχ Κιντίρ, προκαλώντας 500 θανάτους και 1.500 τραυματίες.
Ο στρατός των ΗΠΑ δεν διέθετε αρκετές δυνάμεις για να ελέγξει αυτή την παραμεθόριο περιοχή. Μεγάλο μέρος του βορειοδυτικού Ιράκ, μια στρατηγική περιοχή στα σύνορα με τη Συρία, μεταβλήθηκε σε λεωφόρο για τη διέλευση εθελοντών ισλαμιστών. Σε ένα στρατόπεδο στην έρημο κοντά στο Σινζάρ, Αμερικανοί στρατιώτες βρήκαν τα ίχνη 700 περίπου εθελοντών από διάφορες χώρες, κυρίως τη Σαουδική Αραβία και τη Λιβύη, που ήρθαν να υπερασπιστούν τον τζιχαντιστικό πόλεμο στο Ιράκ (5).
Δεν είναι ακόμη επίσημα γνωστό γιατί ο ιρακινός στρατός κατέρρευσε κατά την επίθεση της ΟΙΚ. Σε αυτό προστίθεται και ένα άλλο μυστήριο: γιατί η τελευταία δεν συνέχισε την επέλασή της προς τη Βαγδάτη, την πρωτεύουσα και το κέντρο εξουσίας του Ιράκ, αλλά ξεκίνησε μια επιχείρηση εναντίον των κοινοτήτων Γεζίντι του Σινζάρ, που ελέγχονταν από τους Κούρδους Πεσμεργκά; Αυτή η επίθεση δεν είχε κανένα νόημα στα πλαίσια της πάλης για την εξουσία ανάμεσα στους σιίτες της Βαγδάτης και τους σουνίτες που αποζητούσαν εκδίκηση.
Η επιδρομή εναντίον του Σινζάρ φωτίζει τις αντιφάσεις της ισλαμιστικής οργάνωσης. Πολλοί εκτοπισμένοι Γεζίντι μας επιβεβαίωσαν ότι η αρχική επίθεση προήλθε κυρίως από τις γειτονικές αραβικές φυλές (Jiheysh, Abou Mtemet, και Khatouni). Ο όρκος πίστης (bay’a) στο νέο «χαλιφάτο» συνέπεσε με την επίθεση εναντίον του Σινζάρ. Με άλλα λόγια, οι τοπικές αραβικές φυλές, με εξαίρεση τους Σαμάρ της περιοχής Ράμπια, ενώθηκαν με την OΙΚ για να επιτεθούν στους Γεζίντι χωρίς κανέναν προφανή λόγο (6). Μια ερμηνεία θα είχε να κάνει με τη μεγάλη πολυμορφία των στρατευμάτων της OΙΚ: η παλιά φρουρά των μπααθικών που ονειρευόταν την επάνοδο στην εξουσία, στη Βαγδάτη, μαχητές ενός θρησκευτικού πολέμου κατά του συριακού καθεστώτος, διεθνείς τζιχαντιστές που θέλουν να υπονομεύσουν τη δυτική κοινωνία, Τσετσένοι, Τούρκοι, κ.λπ. Κάθε ομάδα προσφέρει τη δύναμή της, αλλά και έναν νέο εχθρό. Τελικά, η OΙΚ παλεύει ενάντια σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο – μια μάχη για την οποία η οργάνωση προφανώς δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους. Με την επίθεση στο Σινζάρ κέρδισε νεοσύλλεκτους από τις αραβικές φυλές, αλλά άνοιξε και ένα νέο μέτωπο στα «αμφισβητούμενα εδάφη» της Νινευή και του Κιρκούκ ανάμεσα στους Κούρδους, τη σιιτική κεντρική εξουσία και τους σουνίτες προύχοντες της Μοσούλης.
Από το 2003, η περιοχή του Σινζάρ, αν και ανήκει στην περιοχή της Νινευή, βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Πεσμεργκά. Η υποχώρησή τους χωρίς μάχη απέναντι στην OΙΚ άφησε ίχνη. «Οι Γεζίντι εξακολουθούν να περιμένουν μια εξήγηση από τους ηγέτες της αυτόνομης περιοχής του Κουρδιστάν», μας τόνισε ο κ. Τζαμίλ Σαουμάρ, διευθυντής της ανθρωπιστικής οργάνωσης Yazda, που βρίσκεται στο Ντοχούκ. Οι κουρδικές αρχές φάνηκε να καταλαμβάνονται εξ απήνης από την επίθεση της OΙΚ. Και, αφήνοντας τις περιοχές των Γεζίντι ανυπεράσπιστες, έδωσαν τροφή σε ζητήματα ταυτότητας: οι Γεζίντι ανήκουν ή όχι στο κουρδικό έθνος; Ωστόσο, μια εβδομάδα μετά την επίθεση, Κούρδοι μαχητές που έφθασαν από τη Συρία κατόρθωσαν να ανοίξουν έναν διάδρομο και να σώσουν δεκάδες χιλιάδες Γεζίντι, αποκλεισμένους στην κορυφή του όρους Σινζάρ.



Ακόμα χιλιάδες γυναίκες σε αιχμαλωσία

Μετά την αντεπίθεση των κουρδικών δυνάμεων, που υποστηρίζονταν από αεροσκάφη των ΗΠΑ, τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο 2015, μόνο 50.000 πολίτες, από τις 300.000, έχουν επιστρέψει στην περιοχή. Οι περισσότερες πόλεις και χωριά είναι ερειπωμένες, κατεστραμμένες από τις συγκρούσεις είτε από τους τζιχαντιστές κατά την αποχώρησή τους. Κάποιοι περιμένουν την αποσαφήνιση της πολιτικής κατάστασης πριν επιστρέψουν. Γιατί το Σινζάρ χωρίζεται πλέον ανάμεσα στην ανατολική περιοχή, κάτω από την επιρροή του ΔΚΚ, που βρίσκεται στην εξουσία στην αυτόνομη περιοχή του Ιράκ, και τη δυτική, κάτω από την ηγεμονία του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK, που εδράζεται στην Τουρκία) και των Σύρων συμμάχων του. Αυτές οι δύο δυνάμεις ανήκουν σε ανταγωνιστικές περιφερειακές δυνάμεις: ενώ το ΔΚΚ του Μασούντ Μπαρζανί έχει συμμαχήσει με την Τουρκία, το ΡΚΚ είναι σε πόλεμο εναντίον της Άγκυρας. Το PKK έχει δημιουργήσει ακόμη μια τοπική πολιτοφυλακή που αποτελείται από Γεζίντι που πληρώνονται από τη Βαγδάτη, αλλά βρίσκονται υπό τον έλεγχό της.
Μετά τις οθωμανικές σφαγές εναντίον των Γεζίντι το 1892 ακολούθησε μια ισχυρή αντίδραση και μια αναβίωση της ταυτότητας και του πολιτισμού των Γεζίντι στην περιοχή του Όρους Σινζέρ (7). Οι απόγονοί τους θα επιβιώσουν άραγε από τη συνεχιζόμενη εξόντωσή τους; Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο. Η πλειοψηφία ανάμεσά τους ζουν σε υποτυπώδη και υπερπλήρη στρατόπεδα προσφύγων. Πολλοί άλλοι έχουν πάρει τον δρόμο προς την Ευρώπη. Παρά την προέλαση των σιιτικών πολιτοφυλακών, που προσπαθούν να κόψουν τη ροή προμηθειών μεταξύ Μοσούλης και της Συρίας, τα χωριά Γεζίντι, νότια του Σινζάρ, εξακολουθούν να είναι υπό τον έλεγχο της ΟΙΚ, η οποία, από αυτές τις βάσεις, πραγματοποιεί τακτικές επιθέσεις εναντίον των θέσεων των Κούρδων και των Γεζίντι. 2.000 γυναίκες απελευθερώθηκαν, αλλά 3.200 βρίσκονται ακόμα σε αιχμαλωσία, στην πλειοψηφία τους στη Ράκκα της Συρίας. Οι Γεζίντι αισθάνονται προδομένοι: δολοφονήθηκαν από τους Άραβες πρώην γείτονές τους, προδόθηκαν από τους εθνικά αδελφούς τους, Κούρδους, και παραμένουν ξεχασμένοι από τη «διεθνή κοινότητα». Πριν επιστρέψουν στα σπίτια τους και οικοδομήσουν μια νέα ζωή, θα πρέπει να ελπίζουν βάσιμα ότι αυτή η εβδομηκοστή τρίτη φαρμάν θα είναι είναι η τελευταία.



*Ο συγγραφέας είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και στο Webster University της Γενεύης. Βλέπε Vicken Cheterian, Open Wounds, Armenians, Turks an a Century of Genicide. Hurst and Company Λονδίνο 2015.



Μετάφραση:
Χρηστίνα Σταματοπούλου
Πεσμεργκά: έτσι ονομάζονται οι Κούρδοι μαχητές του ιρακινού Κουρδιστάν (σ.τ.μ.).
Υπολογίζονται σε 800.000 παγκοσμίως, εκ των οποίων οι 600.000 στο Ιράκ.(σ.τ.μ.)
Αρχαία μονοθεϊστική θρησκεία δυαδικού χαρακτήρα με 60 ή 70.000 μέλη παγκοσμίως και κοιτίδα την περιοχή του νοτίου Τίγρη, όπου το 2007 εξακολουθούσαν να κατοικούν περίπου 7.000 άτομα (σ.τ.μ.)
Βλέπε, «Et l’ Irak accouche d’ une nouvelle génération de djiha­distes», Le Monde diplomatique, Δεκέμβριος 2008.
Joseph Felter και Brian Fishman, «Al-Qa’ida’s foreign fighters in Iraq. A first look at the Sinjar records», Combating Terrorism Center, West Point (Πολιτεία της Νέας Υόρκης), 2 Ιανουαρίου 2007.
Παρούσα σε όλη την περιοχή η ισχυρή ομοσπονδία των φυλών του Σαμάρ αποτελεί ορκισμένο εχθρό του ΙΚ.
Nelida Fuccaro, The Olher Kurds Yazidis in Colonial Iraq, I.B. Tauris, Λονδίνο, 1999.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου