Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Ντιμίτρ Σοστακόβιτς & ιδεολογική λαθροχειρία

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου

Η ιδεολογική επίθεση μέσω της από-ιδεολογικοποίησης κομμουνιστών προσωπικοτήτων στον τομέα της τέχνης, των γραμμάτων και του στοχασμού που σφράγισαν με το έργο τους την εποχή τους και την πορεία της ανθρωπότητας, έχει γίνει σταθερή μέθοδος φθοράς συνειδήσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Το ανήθικο είναι ότι αλλοιώνεται όλη η προσφορά τους χωρίς να μπορούν πια να αντιδράσουν, γιατί έχουν πεθάνει. Σε περίπτωση που πρόκειται για προσωπικότητες που είναι γέννημα θρέμμα της Σοβιετικής Ένωσης, η λαθροχειρία αυτή παίρνει οξύτερο χαρακτήρα. Ο τομέας της τέχνης προσφέρεται ιδιαίτερα για απο-ιδεολογικοποίηση (συνήθως από-κομμουνιστικοποίηση, από-επαναστατικοποίηση), γιατί δεν εκφράζει πάντα άμεσα κάποια ιδεολογία και έτσι επηρεάζει – απαρατήρητα για το ευρύτερο κοινό – τη συνείδηση και τη διαμόρφωση απόψεων. Με κάθε μορφή τέχνης αλλάζει και ο τρόπος λαθροχειρίας. Στη λογοτεχνία η από-ιδεολογικοποίηση μπορεί να παίρνει χαρακτήρα αποσιώπησης του συγγραφέα ή- αν είναι δύσκολο αυτό- επιλογής των πιο ανώδυνων για το σύστημα κειμένων ή αφαίρεσης των πιο σημαντικών κοινωνικών μηνυμάτων (μέσω της σύγχρονης «διασκευής» των έργων), μέσω άλλων τονισμών και στο θέατρο άλλων εκφραστικών μέσων αφαιρώντας από την καθαρότητα του λόγου, με δυσνόητα κωδικοποιημένα μηνύματα κλπ. που συχνά οδηγούν σε αλλοίωση της ουσίας. Βέβαια, δεν γράφει πάντα ο κάθε κομμουνιστής λογοτέχνης καθαρά κομμουνιστικά μηνύματα, αλλά το επαναστατικό μήνυμα βγαίνει από το έργο αφυπνίζοντας τον αναγνώστη. Ακόμα και μη-κομμουνιστές καλλιτέχνες, που το έργο τους ωστόσο μιλάει κοινωνικά προοδευτικά, πέφτουν θύμα του ίδιου μηχανισμού αλλοίωσης, ιδίως μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Προηγήθηκε μια περίοδος τη δεκαετία του ’80, που προοιωνιζόταν αυτή την εξέλιξη. Στο παρόν άρθρο θα σταθούμε στον τομέα της μουσικής και δη στο Ντιμίτρ Σοστακόβιτς, γιατί είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδεολογικών επιθέσεων, μια και έζησε και δημιούργησε στη Σοβιετική Ένωση και οι αντίπαλοι δεν το κατάφεραν να του αποσπάσουν αντι-σοβιετικά αποφθέγματα.
Επιστρατεύοντας όλα τα μέσα

Ο Σοστακόβιτς (1906-1975) έγινε –κι αυτός- θύμα των προσπαθειών σύνθλιψης της προσωπικότητάς του από την καπιταλιστική Δύση κι όχι μόνο. Ναι μεν αναγνωρίστηκε το έργο του σε όλο τον κόσμο, αλλά όχι η στάση του απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Μια ζωή τον κυνηγούσαν με την αδιάκοπη προσπάθεια να του αποσπάσουν «αντισοβιετισμούς», άλλοτε πιεστικά-εκβιαστικά, άλλοτε με πλάγιους τρόπους. Οι αντίπαλοι της χώρας των σοβιέτ δεν άφησαν προσπάθεια να αποσπάσουν από τους εξαίρετους καλλιτέχνες αυτής της χώρας «δήλωση φρονημάτων». Δηλαδή να πουν ότι καταπιέζονταν φοβερά και ότι ο Στάλιν ήταν στυγνός δικτάτορας. Ακόμα κι αν έκαναν καλοπροαίρετη κριτική στη χώρα τους, αυτή γινόταν εύφλεκτο υλικό στη δυτική προπαγάνδα. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι οι σοβιετικοί ωθούνταν σε μια στάση απόλυτης συμφωνίας με το καθεστώς τους προς τα έξω ή απόλυτης άρνησης με μια ενδεχόμενη «απόδραση προς τον ελεύθερο κόσμο». Δεν τους άφηναν περιθώρια για μια κρίση με αποχρώσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξιστόρηση του γνωστού συγγραφέα Α. Φαντέεφ ο οποίος ήταν μαζί με τον Σοστακόβιτς σε μια σοβιετική αποστολή στις ΗΠΑ το 1949 σε ένα συνέδριο για την προώθηση της ειρήνης. Διηγήθηκε λοιπόν, ότι στο αεροδρόμιο τους περίμεναν χιλιάδες μουσικοί που υποδέχθηκαν τη σοβιετική αποστολή φωνάζοντας «Σόστι, πήδα όπως η Κασιάνκινα». Η Κασιάνκινα ήταν μια Ρωσίδα δασκάλα η οποία πρόσφατα είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ. Την είχαν κλείσει στη σοβιετική πρεσβεία, αλλά αυτή πήδηξε από το παράθυρο (θυμίζει την ιστορία αργότερα με τον χορευτή Νουρέεφ που τον έκαναν σημαία της αντισοβιετικής προπαγάνδας με μελό εκφράσεις, όπως «το μεγάλο άλμα στην ελευθερία»). Άλλωστε, για να καταλάβουμε το κλίμα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που ετοιμαζόταν μετά από την απειλή ενός άλλου θερμού πολέμου αμέσως μετά το Β’ ΠΠ, στο ίδιο συνέδριο για την ειρήνη γινόταν ένας πόλεμος, αφού σχηματίστηκε μια επιτροπή με στήριξη της CIA και με τίτλο Αμερικανοί Διανοούμενοι υπέρ της Ελευθερίας και με σκοπό να διαλύσει το συνέδριο. Οι προκλήσεις και οι αντεγκλήσεις ήταν πολλές, χαρακτηριστικές γι’ αυτό που θα ακολουθούσε στις σχέσεις των δύο χωρών. Σύμφωνα με το συγγραφέα Ναμπόκοφ, είχε ρωτήσει ο ίδιος τον Σοστακόβιτς, αν συμφωνεί προσωπικά με την επίθεση της «Πράβδας» κατά των δυτικών μουσικοσυνθετών Στραβίνσκι, Σένμπεργκ και Χίντεμιτ. Ο Σοστακόβιτς απάντησε καταφατικά, σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, που έγραφε αργότερα θριαμβευτικά, ότι έτσι ήθελε να ξεσκεπάσει τα ήθη του ρώσικου κομμουνισμού. Αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα μας διδάσκουν πόσο «σοβαρός» ήταν ο αγώνας για την ειρήνη κάποιων…Ήταν η εποχή αλλαγής τακτικής για την καλλιέργεια ενός κλίματος αντιφρονούντων με τις πολλαπλές πιέσεις σε σοβιετικές προσωπικότητες να δηλώσουν υπέρ ή κατά σ’ ό, τι αφορά τη χώρα τους. Φυσικά όλη αυτή κατάσταση έδινε λαβή στη Σοβιετική Ένωση να κρατήσει μια στάση καχυποψίας και παρακολούθησης που είχε και τις υπερβολές της. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την προπολεμική περίοδο. Οι δυτικές πιέσεις δεν επέτρεπαν σε κανέναν γνώμη με αποχρώσεις είτε καλοπροαίρετη κριτική, παρά μονάχα ένα μαυρόασπρο «υπέρ» ή «κατά». Πολλοί δεν άντεξαν. Ο Σοστακόβιτς, ωστόσο, δεν σταμάτησε ποτέ να τονίζει ότι είναι σοβιετικός συνθέτης με στόχο να δημιουργήσει σοβιετική μουσική σαν αποστολή της νέας εποχής που ξεκίνησε με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Παρ’ όλη την κριτική που άσκησε κατά καιρούς με τις καλύτερες προθέσεις και μόνο με αφορμή την αγωνία του να βελτιώσει τα πράγματα προς το καλό της χώρας του, τόνιζε ότι «Οι σοβιετικοί συνθέτες έχουν όλες τις ευκαιρίες να δώσουν μεγάλα έργα. Ουδέποτε υπήρξε άλλη εποχή ή άλλος τόπος, όπου ένας συνθέτης να μπορεί ήσυχος να γράψει μια σονάτα ή ένα κουαρτέτο, ξέροντας ότι είναι οικονομικά εξασφαλισμένος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μας, αποτέλεσμα της πολιτικής του Κόμματός μας» (Ντ. Σοστακόβιτς, Για τον ίδιο και την εποχή του, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 57). Αυτά τα λόγια γράφτηκαν το 1935, στα χρόνια δηλαδή, του «μεγάλου σταλινικού τρόμου». Και: «Δεν μπορώ να αντιληφθώ τη μελλοντική μου εξέλιξη παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μου…Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για έναν συνθέτη από το να συνειδητοποιεί πως το έργο του προωθεί την ανύψωση της σοβιετικής μουσικής κουλτούρας, της οποίας το καθήκον είναι να παίξει έναν κυρίαρχο ρόλο στο μετασχηματισμό της ανθρώπινης συνείδησης» (στο ίδιο, σελ. 72). Μουσική χωρίς ιδεολογία δεν υπάρχει σύμφωνα με τον Σοστακόβιτς και δεν εννοούσε μόνο την εποχή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά γενικά, διότι οι παλαιοί συνθέτες πάντα υποστήριζαν κάποια ιδεολογία είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα.
Η μεταγενέστερη επίθεση

Αυτό που ήθελαν να ακούσουν από τον ίδιο, αλλά δεν το κατάφεραν, το έκαναν μεταγενέστεροί του και ανάμεσα σ’ αυτούς τα ίδια τα παιδιά του. Σε απάντησή του σε Αμερικανό μουσικοκριτικό ο οποίος είχε γράψει άρθρο με τίτλο Ο Σοστακόβιτς απόκτησε το δικαίωμα να είναι λιγάκι ελεύθερος στηριζόμενος σε εικασίες και με όπλο την προκλητικότητα, αλλά ωστόσο καταλήγοντας ότι «είναι πια καιρός να δεχθούμε το έργο του χωρίς πολιτικές προκαταλήψεις» ο Σοστακόβιτς θα πει κάτι το αρκετά χαρακτηριστικό: «Ναι, είναι πια καιρός να δεχτεί η Δύση τα έργα των σοβιετικών συνθετών χωρίς πολιτικές προκαταλήψεις, χωρίς να τα ζυγίζει με το ζύγι του αντισοβιετισμού. Είναι πια καιρός να σταματήσει η κριτική της μουσικής να γίνεται με τη χρησιμοποίηση αμφίβολων πολιτικών αντιλήψεων και «εικασιών». Και όσο γρηγορότερα γίνει αυτό, τόσο το καλύτερο, γιατί τότε θα είναι ευκολότερο να βρούμε μια κοινή γλώσσα και να συνεργαστούμε για την πολιτιστική πρόοδο» (στο ίδιο, σελ. 211). Αυτά τα λόγια, τόσο χαρακτηριστικά για τη στάση απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και από τη Σοβιετική Ένωση, γράφτηκαν το 1956. Το πόσο λίγο περιθώριο για ελεύθερη σκέψη άφηνε «η Δύση» σ’ ό, τι αφορά τη χώρα των σοβιέτ, το αισθάνθηκαν και το βίωσαν πολλοί έξω από αυτήν. Το εξής παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό. Το FBI άνοιξε ένα φάκελο του Έλληνα μαέστρου Μητρόπουλου για τον εξής λόγο: το 1948 το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ είχε κατακρίνει σοβαρά ως φορμαλιστικά επτά έργα σοβιετικών δημιουργών. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Σοστακόβιτς. Δυτικές εφημερίδες δημοσίευσαν αποσπάσματα της απόφασης του ΠΓ και διάφοροι δημοσιογράφοι απευθύνθηκαν στον Μητρόπουλο ο οποίος βρισκόταν στις ΗΠΑ για συναυλίες, για να σχολιάσει το γεγονός. Εκείνος απάντησε πολλά και διάφορα προσπαθώντας να μη λέει απολυτότητες. Από τη μία εξέφραζε την κατανόησή του για τους καλλιτέχνες και για τις ελευθερίες που χρειάζονται για τη δημιουργία τους, από την άλλη τόνισε την τεράστια προσπάθεια που γινόταν στη Σοβιετική Ένωση να μορφώσει το λαό λέγοντας: «Ωστόσο, αν η Ρωσία σκοπεύει να μορφώσει το λαό της, αυτή η αυστηρή μέθοδος παύει να αποτελεί επίθεση στην καλλιτεχνική ελευθερία. Σημαίνει απλά ότι θεωρεί τον καλλιτέχνη εργάτη στην υπηρεσία του λαού, ο οποίος παράγει συνθέσεις που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον του κοινού και ταυτόχρονα θα το επιμορφώσουν. …Στο κάτω κάτω, όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό, αυτή η επίθεση εκ μέρους της ρωσικής κυβέρνησης εναντίον της καλλιτεχνικής ελευθερίας δεν είναι μια διαδικασία στην καταδίκη της οποίας μπορούμε να βάλουμε «πρώτοι τον λίθον» από τη στιγμή που, σε αυτή τη χώρα, όπου οι αρχές της δημοκρατικής ελευθερίας της σκέψης αποτελούν ιδανικά μας, συνεχίζουμε να καταδικάζουμε σε λιμοκτονία όσους υπηρετούν τη προωθημένη μουσική σκέψη, επειδή είτε δεν μας αρέσει είτε δεν κατανοούμε τη σκέψη τους, για να μην αναφέρουμε εκείνους τους ακροατές οι οποίοι αρνούνται πεισματικά να παιδευτούν πάνω στη μουσική» (William Trotter, Ο Ιεροφάντης της Μουσικής. Εκδόσεις «Ποταμός»).

Το καπιταλιστικό δόγμα

Ο δογματισμός της (καπιταλιστικής) δυτικής στάσης απέναντι σε ό, τι είχε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση δεν άφηνε περιθώριο για οποιαδήποτε απόχρωση στη σκέψη. Σε ανάγκαζε σε ένα απόλυτο υπέρ ή κατά, αποτέλεσμα των μεγάλων ιδεολογικών αντιθέσεων του 20ου αιώνα που είδε για πρώτη φορά στην ιστορία η προσπάθεια οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας να παίρνει σάρκα και οστά σε μια χώρα. Η απολυτότητα αυτή που η «δημοκρατική Δύση» κατά τ’ άλλα την καταδικάζει, πιέζοντας με το πιστόλι στον κρόταφο τους αντιφρονούντες του καπιταλισμού να εκφράζουν απόψεις τις οποίες η ίδια δεν θεωρεί δημοκρατικές.

Ο Σοστακόβιτς έκανε σοβαρή κριτική σε όλα όσα θεωρούσε άσχημα στον τομέα της μουσικής στη Σοβιετική Ένωση: «Ωστόσο, θα ΄ταν απερισκεψία να ισχυριστεί κανείς ότι δεν υπάρχουν και μελανά σημεία ή ότι η ανάπτυξη της σοβιετικής μουσικής είναι απαλλαγμένη από δυσκολίες και κινδύνους. Θα ‘πρεπε, για παράδειγμα, να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, εκτός απ’ τα μεγάλα επιτεύγματα, η σοβιετική μουσική παρουσίασε επίσης και πολλές απαράδεκτες συνθέσεις» (το 1956, στο «Ντιμίτρ Σοστακόβιτς, Για τον ίδιο και το έργο του», σελ. 212).

Προηγήθηκαν τα εξής λόγια: «Η δύναμη της σοβιετικής μουσικής βρίσκεται στο ρεαλισμό της και την ιδεολογία της. Στηρίζεται σταθερά στις αρχές της μαρξιστικής-λενινιστικής αισθητικής. Το Κόμμα ανέκαθεν υπεράσπισε την καθαρότητα αυτών των αρχών, δίνοντας έτσι μεγάλη βοήθεια στους σοβιετικούς καλλιτέχνες. Σ’ αυτή τη βάση, η σοβιετική μουσική έχει να παρουσιάσει μεγάλα επιτεύγματα: μέσα στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας έχουν δημιουργηθεί έργα υψηλής ποιότητας διαφόρων ειδών και τεχνοτροπιών».
Στο δεύτερο μέρος θα σταθούμε σε κάποια βιβλία για τον Σοστακόβιτς, στα οποία αντανακλάται η διαμάχη γύρω από το πρόσωπο και το έργο του που στην ουσία είναι μια διαμάχη ιδεολογική ανάμεσα σε δύο αντίθετες αντιλήψεις διαμόρφωσης του κοινωνικού-ιστορικού γίγνεσθαι.

Το παρόν άρθρο είναι μια τροποποιημένη επανέκδοση του άρθρου μου στην επιθεώρηση Θέματα Παιδείας τ. 45-46 με τίτλο Για τον Ντιμίτρ Σοστακόβιτς.


Μια συγκριτική προσέγγιση σε τρία βιβλία

Το ήδη αναφερόμενο βιβλίο Ντιμίτρ Σοστακόβιτς, για τον ίδιο και την εποχή του (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») περιλαμβάνει άρθρα του Σοστακόβιτς σε εφημερίδες και περιοδικά από το 1926 μέχρι το 1975, έτος του θανάτου του. Πρόκειται για επίσημα δημοσιευμένα άρθρα και γι αυτό αμφισβητήθηκε από τους αντιπάλους η ειλικρίνεια των εκφρασμένων απόψεων σε μια προσπάθεια να παρουσιάζουν το μεγάλο μουσικοσυνθέτη ως θύμα καθεστωτικών πιέσεων και καταπιέσεων, «σταλινικής παράνοιας» κλπ. που τάχα τον οδηγούσε σε διπροσωπία ουσιαστικά κάνοντάς τον ψεύτη και δειλό. Άλλα έγραφε για να μην έχει πρόβλημα με τις επίσημες αρχές, άλλα σκεφτόταν σύμφωνα με μια λογική που θέλει σώνει και καλά να «δώσει» στην ιστορία έναν Σοστακόβιτς αντισοβιετικό. Γι αυτό οι «προστάτες» της προσωπικότητάς του γράφουν βιβλία γεμάτα από εικασίες, αυθαίρετες υποθέσεις, όπως το βιβλίο του Σολωμόν Βολκόφ, Σοστακόβιτς και Στάλιν (εκδόσεις «Κέδρος») στο οποίο είναι τόσο αντίθετη η εικόνα του Σοστακόβιτς με αυτή που σχηματίζεται στον αναγνώστη από την προαναφερόμενη έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», ώστε να έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μια σύγκριση κάποιων κοινών στα βιβλία αυτά επανερχόμενων σημείων, όπως το ζήτημα του Κόμματος, της κριτικής και αυτοκριτικής, την Οκτωβριανή Επανάσταση και την κοσμογονική σημασία της, τη σοβιετική ιδέα σαν εναλλακτική λύση για την ανθρωπότητα. Στα κείμενα του ίδιου του Σοστακόβιτς νοιώθουμε τον παλμό της εποχής και της καινούργιας δημιουργίας, το δύσκολο, αλλά και πρωτόγνωρο έργο της Ρωσίας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Στη μουσική του ακούμε τον ήχο, το σφυγμό των κοσμογονικών αλλαγών, αλλά οι «σωτήρες» του έχουν ακριβώς το αντίθετο πνεύμα, είναι μίζεροι και μικροπρεπείς. Σ’ ό, τι αφορά τον Βολκόφ, θα ταίριαζαν τα εξής λόγια του Ανατόλ Λουνατσάρσκι (1875-1933, από το 1917 μέχρι το 1929 ήταν Επίτροπος του Λαού για την Παιδεία της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας) : «Είναι προφανές ότι ένας καλός ειδικός που δεν έχει πάρει κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν πολίτη αμερικανικού τύπου που μπορεί μεν να κάνει καλά τη δουλειά του, αλλά μόνο και μόνο για χάρη της καριέρας του». Όπως είπαμε και στην αρχή, δεν είναι η μουσική που επιλέγεται για την αντισοβιετική επίθεση, αλλά τα φρονήματα του μουσικοσυνθέτη.
Η μεγάλη λαθροχειρία

Κραυγαλέο παράδειγμα το βιβλίο του μουσικολόγου Βολκόφ που παντού στη μουσική του Σοστακόβιτς ακούει να εκφράζεται η θλίψη, η απελπισία, το αδιέξοδο, η ζοφερότητα, η συντριβή, ο εξοργισμός κλπ. του ανθρώπου του κυνηγημένου από το «μεγάλο τρόμο» του Στάλιν και αργότερα από την ασφυκτική κομματική γραφειοκρατία της μετά τον Στάλιν εποχής. Ο μουσικολόγος Βολκόφ βγάζει «αυτοκτονική» την αυτοβιογραφική μουσική εικόνα του Σοστακόβιτς. Η Όγδοη Συμφωνία, κατά Βολκόφ, εκφράζει «οικουμενική απελπισία» και «κοσμική καταστροφή». Βεβαίως υπήρχε η πολεμική απειλή και η άνοδος του φασισμού, αλλά οι «εικόνες της κρεατομηχανής του πολέμου συγχέονται αναγκαστικά με τις εικόνες της μηχανής του Μεγάλου Τρόμου που αλέθει ανθρώπους» (Σ. Βολκόφ, σελ. 248). Ενδιαφέρον έχει γι αυτό να δούμε τι λέει ο ίδιος ο Σοστακόβιτς για την Όγδοη Συμφωνία του: «Δεν περιγράφονται συγκεκριμένα γεγονότα μέσα στο έργο αυτό. Αντανακλά τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου και την έξαρση της δημιουργικής μου διάθεσης που αναπόφευκτα επηρεάστηκε από τα χαρμόσυνα νέα για τις νίκες του Κόκκινου Στρατού» (έκδοση ΣΕ, σελ. 120). Το γεγονός ότι μια τέτοια δημιουργία μπόρεσε να γίνει φανερά σε μια χώρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης ενόχλησε τον Βολκόφ που σύμφωνα με την δογματικά αντικομμουνιστική συνταγή ερμηνεύει τα έργα και την ψυχική διάθεση μεγάλων επί σοσιαλισμού δημιουργών ως προϊόντα κατάθλιψης, καταπίεσης κλπ. Και αυτά τα «ακούει» κιόλας στη μουσική. Δεν είναι περίεργο. Ο ίδιος ο Σοστακόβιτς θεωρούσε ότι στη χώρα του συνεχιζόταν η ταξική πάλη: «Η ταξική πάλη συνεχίζεται στη χώρα μας και συνεχίζεται και στη μουσική, γιατί η μουσική, όπως είναι φυσικό, αντικατοπτρίζει οτιδήποτε συμβαίνει στη χώρα…Δίνοντας ένα ισχυρό χτύπημα στους υπεραριστερούς, δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ποτέ τον κίνδυνο που μας απειλεί από τα δεξιά» (1933, Ο Σοστακόβιτς για τον ίδιο και την εποχή του, ΣΕ, σελ. 39).

Αναπλάθοντας το Σοστακόβιτς

Ενώ η έκδοση της ‘Σύγχρονης Εποχής’ περιλαμβάνει τα επίσημα δημοσιευμένα κείμενα του Σοστακόβιτς σε εφημερίδες και περιοδικά – άρα αφήνει τον ίδιο να μιλάει για τον εαυτό του και το έργο του- οι πηγές του Βολκόφ είναι προσωπικές αναμνήσεις που δεν μπορούν να διασταυρωθούν ή αποφθέγματα ακόμα πιο θολής προέλευσης στο στυλ του «εκείνος μου είπε, ότι η τάδε θυμόταν», δηλαδή προσωπικές κουβέντες από δεύτερο και τρίτο χέρι, εικασίες πολλές στο στυλ του «ο Στάλιν πρέπει να σκέφτηκε, πρέπει να νόμιζε», «πώς ο Σοστακόβιτς να μην ένοιωθε κατάθλιψη…» κλπ. Αυτά αποτελούν τη σπονδυλική στήλη των πηγών του Βολκόφ στο βιβλίο του. Η διαφορά είναι πολύ μεγάλη, λες και πρόκειται για δύο διαφορετικούς ανθρώπους και όχι για έναν Σοστακόβιτς και μόνο. Ο Βολκόφ έχει ένα απλοϊκό επιχείρημα για να στηρίξει το «αληθινό» των ισχυρισμών του και να εξηγήσει την τεράστια διαφορά ανάμεσα στα ίδια τα λόγια του Σοστακόβιτς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και τις δικές του εικασίες: ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης έλεγε ψέματα από φόβο μη συλληφθεί, μην εξοριστεί, μην εκτελεστεί, γιατί παντού ήταν το «αόρατο χέρι» του Στάλιν. Ο Βολκόφ θέλοντας να αποδείξει την παρανοϊκότητα του «σταλινικού μηχανισμού» πέφτει σε πολλές αντιφάσεις και τελικά αποδείχνει απλώς το δικό του ποιόν. Ιδιαίτερα στα τελευταία κεφάλαια ανεβαίνει η «παράνοια» του Στάλιν. Οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι αρκετά χαρακτηριστικά. Δίνουμε κάποια παραδείγματα: Τσάροι και Ποιητές, Η Χρονιά του 1936: Αιτίες και Αποτελέσματα, Πρόσωπο με Πρόσωπο με τη Σφίγγα (=Στάλιν), 1948: «Κοιτάξτε εδώ, κοιτάξτε εκεί, παντού υπάρχουν οι εχθροί», Οι τελικοί σπασμοί και ο θάνατος του Τσάρου (=Στάλιν), Στη σκιά του Στάλιν. Σαν κόκκινο νήμα περνάει από το βιβλίο το μοτίβο της παρομοίωσης του Στάλιν με τον τσάρο Νικόλαο Α’ (οι τσάροι) και του Πούσκιν με τον Σοστακόβιτς (οι ποιητές, οι «τρελοί του Θεού»). Δηλαδή σαν μια διαμάχη ανάμεσα στο ποιητικό πνεύμα, την ευφυία, τη φαντασία και το πνεύμα της καταπίεσης του κάθε δικτάτορα. Ιστορικές συνθήκες δεν παίζουν κανένα ρόλο, οι δύο συμβολικές στάσεις παρουσιάζονται τελείως ξεκομμένα από την εποχή τους, από το ιστορικό πλαίσιο και «περπατάνε» αυτόνομα για πάντα δοσμένες σαν αιώνιες αλήθειες. Οι ανιστόρητες ομοιότητες που ανακαλύπτει ο Βολκόφ ανάμεσα στους δύο «τσάρους», είναι πολλές, κυρίως στον ιδεολογικό τομέα (!): το τρίπτυχο του Νικόλαου Α’ «Ορθοδοξία-Απολυταρχία-Εθνικότητα» αντικαταστάθηκε από τον Στάλιν με «Κομμουνιστική ιδεολογία-Λατρεία του ηγέτη-Σοσιαλιστικός ρεαλισμός». Δεν βλέπει διαφορές ο Βολκόφ…Και οι δύο ήθελαν να «υψώσουν ένα σιδερένιο παραπέτασμα ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δυτική Ευρώπη» (δηλαδή, σε πλήρη αντίθεση με τον προπάππου του Νικόλαου Α’, τον Μέγα Πέτρο), επί Λένιν και Στάλιν απωλέστηκε η ρωσική εθνική συνείδηση, αλλά ο Στάλιν για να διορθώσει για λόγους πολέμου, γίνεται λίγο πολύ Ρώσος εθνικιστής με ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα. Πάνω σε αυτή τη γραμμή αναπτύσσει ο συγγραφέας τον ανιστόρητο, απλοϊκό, αντικομμουνιστικό συλλογισμό του. Εντύπωση κάνει το γεγονός ότι πράγματα, όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος με τα εκατομμύρια νεκρούς του, τις καταστροφές, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, η αντεπανάσταση, η Πέμπτη Φάλαγγα και τα αποδεδειγμένα σχέδια δολοφονίας του Στάλιν τη δεκαετία του ’30, η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη, δεν λαμβάνονται καν υπόψη για να εξηγηθεί έστω στο ελάχιστο η καχυποψία που είχε δημιουργηθεί στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. Απλώς επικρατούσε μια «γκρίζα κατάσταση» στην Ευρώπη. «Γκρίζα…»

Η εμπάθεια, ως γνωστόν, θολώνει και το καλύτερο μυαλό. Έτσι, στο βιβλίο του Βολκόφ, σε ένα νεφελώδες ιστορικό προσκήνιο, περπατάνε μαζί με τα δόλια σχέδιά τους ο τσάρος Νικόλαος Α’ και ο «τσάρος» Στάλιν με τον πρώτο να χαϊδεύει τον Πούσκιν (λόγω της προπαγανδιστικής αξίας της ποίησής του και τον «εθνικισμό» του. Είπαμε: αποστροφή από «τη Δύση»), αλλά και να τον μαστιγώνει ταυτόχρονα (για τον «αντι-τσαρισμό» του) και με τον δεύτερο να χαϊδεύει τον Σοστακόβιτς (για την προπαγανδιστική αξία του έργου του και για τον «εθνικισμό» του. Είπαμε: σοβιετική κουλτούρα, αποστροφή από «τη Δύση»!), αλλά και να τον τυραννάει (για το «φορμαλισμό» του). Τσάροι και ποιητές!

Διεστραμμένη σύγχυση εννοιών

Ένα άλλο βιβλίο που κυκλοφόρησε είναι αυτό με τις αναμνήσεις των παιδιών του Σοστακόβιτς, Ο πατέρας μας DSch των Μαξίμ και Γκαλίνα Σοστακόβιτς (εκδόσεις «Μουσαίο»). Δεν θέλουμε να κρίνουμε τι ήταν αυτό που έκανε τα ίδια τα παιδιά του να υπηρετήσουν το άθλιο προπαγανδιστικό παιχνίδι της «Δύσης» εις βάρος του νεκρού πατέρα τους. Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα και δεν είναι το θέμα μας εδώ. Στο βιβλίο αυτό απουσιάζουν τελείως οι αναφορές στο ιστορικό πλαίσιο. Ακόμα και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Τα παιδιά θυμούνται εξαιρετικά λίγα και κάθε λίγο και λιγάκι ένας πρωτοπρεσβύτερος προσωπικός φίλος του Μαξίμ συμπληρώνει για να εκστομίσει τα εμπαθέστατα αντισοβιετικά του αποφθέγματα, σαν να του φαίνονται λίγα τα επιβαρυντικά για τον Στάλιν και τη Σοβιετική Ένωση λόγια και αναμνήσεις των παιδιών. «Βοηθάει» τα παιδιά να «θυμούνται» και σε κάποια σημεία μιλάει περισσότερο από τα ίδια τα παιδιά. Ο γιος (τον υποδέχθηκε προσωπικά ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλτ Ρίγκαν με τον ερχομό του στις ΗΠΑ) περιορίζεται σε κάτι σκόρπιες μπηχτές. Για παράδειγμα: «Ουσιαστικά ήταν αιχμάλωτος (ο Σοστακόβιτς) ενός εγκληματικού και αδυσώπητου καθεστώτος» (σελ. 158) και «Ο Σοστακόβιτς ήταν ένα από τα θύματα του τερατόμορφου ολιγαρχικού καθεστώτος» (σελ. 173). Το τελευταίο είχε σχέση με την αφιέρωση στο ‘Ογδοο Κουαρτέτο του Σοστακόβιτς αρχικά στη μνήμη του Στάλιν, αλλά όταν το έργο είχε πλέον μεγάλη επιτυχία, άλλαξε την αφιέρωση στη Μνήμη των θυμάτων του φασισμού και του πολέμου». Σχολιάζει ο Μαξίμ: «Εννοείται ότι το 1960 η αφιέρωση ‘Στη μνήμη των θυμάτων του φασισμού’ είχε διττή σημασία. Αλλά αν κατανοήσουμε τη λέξη «φασισμός» ως συνώνυμη της λέξης «ολιγαρχία» η διττή σημασία εκλείπει. Ο Σοστακόβιτς ήταν ένα από τα θύματα του τερατόμορφου ολιγαρχικού καθεστώτος». Η λαθροχειρία ενός ανθρώπου που αργότερα ρίχτηκε στην αγκαλιά ενός Ρήγκαν…Αλλά και κατά τη γνώμη του Βολκόφ «Ο Σοστακόβιτς είχε κάνει ένα σοβαρό λάθος τακτικής με αυτή του την αφιέρωση. Είχε φανταστεί ότι αυτό θα τον βοηθούσε να κρύψει από τις αρχές τη βαθύτερη σημασία του καινούργιου του έργου κι ότι το κοινό θα την ανακάλυπτε μόνο του» (Σοστακόβιτς και Στάλιν, σελ. 356). Και στις δύο περιπτώσεις προσβάλλεται η προσωπικότητα του μουσικοσυνθέτη. Δεν διστάζουν να τον κατεβάσουν για να τον…προστατέψουν από τον ίδιο του τον εαυτό. Στο βιβλίο των παιδιών του Σοστακόβιτς δεν αναφέρονται καν πηγές, όταν γίνεται λόγος για τη γνώμη άλλων ανθρώπων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου