Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.
Η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι εκείνη που καλύτερα από κάθε άλλη αποδίδει την ατμόσφαιρα και το αίσθημα ενός συγκεκριμένου τόπου και μιας συγκεκριμένης εποχής: της Κατοχής και της περιόδου που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με όλα τα τραγικά για την Ελλάδα γεγονότα. Ο Αναγνωστάκης θεωρείται ο πλέον αντιπροσωπευτικός από την ομάδα εκείνη των ποιητών που αποκαλούνται πολιτικοί ή μαρξιστές ή ποιητές της ήττας ή ιδεολογικοί ή κοινωνικοί ποιητές, οι οποίοι καθορίζουν τη μία από τις τρεις κατευθύνσεις της μεταπολεμικής μας ποίησης (οι άλλες δύο είναι η υπαρξιακή και η υπερρεαλίζουσα).
Η εποχή μας σήμερα κάθε άλλο από μεταπολεμική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Εντούτοις νιώθουμε ότι τα ποιήματα του Αναγνωστάκη δεν έχουν παλιώσει, ότι μας δίνουν ένα αίσθημα σημερινό, ζωντανό, εν μέρει και κατ' επίφασιν μόνο μεταπολεμικό.
Εδώ κυρίως βρίσκεται το ενδιαφέρον της ποίησης του Αναγνωστάκη. Αν οι στίχοι της είναι, όπως γενικά πιστεύεται, τόσο πιστή έκφραση του αισθήματος της εποχής της, πως γίνεται να υπερβαίνουν τόσο αυτό το αίσθημα και το στοιχείο της ιστορικότητάς τους και να είναι και σήμερα τόσο ζωντανοί;
Δεν υπάρχει άλλος Έλληνας ποιητής με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο που να διοχετεύει τόσο λίγα από τα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο. Το φαινόμενο θα πρέπει να οφείλεται στην υψηλή αισθητική συνείδηση του Αναγνωστάκη.
Το περιεχόμενο της ποίησης του Αναγνωστάκη ορίζεται από δύο βασικά συναισθήματα, από τα οποία το πρώτο είναι άσχετο με το περιεχόμενο της πολιτικής ποίησης, ενώ το δεύτερο δεν συνδέεται με αυτήν με πρώτου βαθμού σχέση: από το συναίσθημα της χαμένης αθωότητας, που είναι αποτέλεσμα της μετάβασης, ή - καλύτερα - της πτώσης, από έναν εδεμικό παιδικό χρόνο σ' έναν χρόνο διάτρητο και βασανιστικό. και από την επιθυμία της ανεύρεσης του αληθινού προσώπου του ανθρώπου, το οποίο έχει επικαλυφθεί από τις ανάγκες της προσαρμογής στην εκπεπτωκυία πραγματικότητα.
Από τα δύο αυτά βασικά συναισθήματα απορρέουν οι επιμέρους διαθέσεις της ποίησης του Αναγνωστάκη: η τυραννία της μνήμης, η ερωτική επιθυμία και η αίσθηση της φθοράς του ερωτικού αισθήματος, η οδύνη της μοναξιάς και η επιθυμία καταστολής της με τη συμμετοχή και σε συλλογικότερες εκφράσεις της ανθρώπινης συνείδησης, οι οποίες συχνά ξεπέφτουν στην κατάσταση μιας σύγκρουσης που κάποτε - ουδέποτε όμως φανερά - εμφανίζεται με τη μορφή του ιδεολογικού αγώνα.
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι τόνοι της είναι σκοτεινοί, όσο κι αν οι στίχοι της φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντά της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος. ένα φως που διαποτίζει με ένα υπαρξιστικό χρώμα το ποιητικό του έργο. Περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυτός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του.
Νάσος Βαγενάς Ποιητής, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Στο παιδί μου...
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Εκεί...
Εκεί θα τα βρεις.
Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ θα πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
Θ' ανοίξεις το δωμάτιο
Θ' ανοίξεις τα παράθυρα στο φως
Ζαλισμένα τα ποντίκια θα κρυφτούν
Οι καθρέφτες θα λάμψουν
Οι γλόμποι θα ξυπνήσουν απ' τον άνεμο
Εκεί θα τα βρεις
Κάπου - απ' τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
Απ' τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα,
Καρφίτσες στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,
Μισοκαμένα ξύλα, τιμόνια καραβιών.
Θα μείνεις λίγο μέσα στο φως
Ύστερα θα σφαλίσεις τα παράθυρα
Προσεχτικά τις κουρτίνες
Ξεθαρρεμένα τα ποντίκια θα σε γλείφουν
Θα σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες
Θ' ακινητήσουν οι γλόμποι
Κι συ θα πάρεις το κλειδί
Και με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
Θ' αφήσεις να κυλήσει στον υπόνομο
Βαθιά-βαθιά μες στα πυκνά νερά.
Τότε θα ξέρεις.
(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,
αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
Από τη συλλογή Η συνέχεια (1954)
Στ' αστεία παίζαμε...
Στ' αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δεν βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
Από τη συλλογή Η συνέχεια 3 (1962)
Το ναυάγιο
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ' το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω-γύρω απ' τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε - ψηλά-ψηλά -
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ' αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
Θα 'χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ' εμάς.
Από τη συλλογή Η συνέχεια 3 (1962)
Μιλώ...
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τούς φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Από τη συλλογή Η συνέχεια 2 (1956)
Ο Πόλεμος
Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια μέρα.
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ, συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
Στο λιμάνι τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούργιων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή.
Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.
"Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι, (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ. κτλ."
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε από ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
Οσονούπω όμως, ας τ' ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και να που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή.
Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια-μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ' εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ' τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!
Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Το σκάκι
Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ' άλογά μου θα σ' τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
Από τη συλλογή Η συνέχεια (1954)
Ποιητική
- Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
- Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Από τη συλλογή Ο στόχος (1970)
’νθρωποι
Ένα χώρο να σταθούμε ζητήσαμε, δίχως υποτιθέμενα προνόμια ή ξέχωρη αξία
Ένα αναγκαίον υστέρημα εις όλους περιττόν (κι η ευαισθησία σε τέτοιες στιγμές τι χρησιμεύει;),
Όπως λ.χ. ο Γιώργος Τάδε φίλος λυρικός ποιητής ποζάρει επιμελώς και πείσμων στα πάνω ράφια των επαρχιακών βιβλιοπωλείων
Όπως στο θερινό κινηματογράφο που δεν πειράζεται από τη νόηση των φιλησύχων ημερομισθίων της συνοικίας.
Είμαστε, συνεπώς, πολύ ικανοποιημένοι πιστεύοντας -οψίμως- ασυζητητί σε σοφότατα προγονικά αποφθέγματα.
Να πούμε το "ουκ εν τω πολλώ το ευ" ή "μηδέν άγαν" και τα παρόμοια
Ενδεδυμένοι ευπρεπώς με καινουργή υποδήματα και γραβάτες ημίμαυρες παρελθούσης νεότητος
Διηγούμαστε, εν κύκλω στενώ, πώς τη ζωή μας τυράννησε ένας άγονος έρωτας -πριν τόσα ή τόσα χρόνια- μια απασχόληση κι αυτό, να μην τον έχεις ακόμα ξεχάσει
Σε μια δεδομένη ηλικία δεν αρνιούμαστε πως γράψαμε και στίχους - ω νεότης! μ' ένα χαμόγελο συγκαταβατικό
Ή διαβάσαμε την "’ννα Καρενίνα" σε μετάφραση αγνώστου κι άλλες μηδαμινότατες κοινοτοπίες.
Επιτέλους έναν χώρον απλούστατον, έστω 1x2, δίχως υποτιθέμενα προνόμια ή ξέχωρη αξία
’νθρωποι χωρίς καμιά ιδιαίτερη ιδεολογία, όχι αισθαντικότητα, όχι απογοητευμένοι, άνθρωποι απλώς.
Από τη συλλογή Παρενθέσεις (1956)
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
* * *
Τοπίο
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη.
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ' αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν ’νοιξη.
Το βιβλίο σημαδεμένο στη σελίδα 16.
Το πρόγραμμα της συναυλίας για την άλλη Κυριακή.
Από τη συλλογή Παρενθέσεις (1956)
Αν θυμούμαι...
Αν θυμούμαι, δεν είναι που νικήθηκα
Δεν είναι που επιδίωξα μιαν αγοραία λύση
Όλα συγκλίνουνε μπροστά σ' εκείνο που έρχεται
Αδιάλειπτο, ανεξίτηλο, στίγμα στο πρόσκαιρο.
Να ξεχωρίσεις, αν υπάρχει, μια Στιγμή
Σ' αλλεπάλληλων χρόνων στείρα διαιώνιση
Για κείνο που έρχεται, φραγμός σε μια παράταση,
Σαν περιζήτητη αμοιβή φτηνής ζωής.
Από τη συλλογή Εποχές 3 (1951)
Αντί να φωνασκώ...
Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
-Μάντεις κακών και οραματιστές-
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Ήτανε βέβαια μεγάλη η περιπέτεια
Όμως η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα
Ασύλληπτα πυροτεχνήματα ανεβαίνανε
Στον πράο ουρανό με διαφημίσεις
Αιφνίδιων θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων.
Σε λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως
Κάηκαν όλα τα επίσημα αρχεία και βιβλιοθήκες
Οι βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία
Όλες οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων
Και θανάτων -έτσι που πια δεν ήξερε
Κανείς αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα-
Όλα τα δούναι και λαβείν των μεσιτών
Από τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών
Τα πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων.
Εξαίσια νύχτα τελεσίδικη και μόνη
Οριστική (όχι καθόλου όπως οι λύσεις
Στα περιπετειώδη φιλμ).
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους
Βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας
Απ' τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι
Κάτω απ' τις αψίδες των κραυγών
Περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες
Χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια.
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Από τη συλλογή Η συνέχεια 2 (1956)
Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικής αγωγής*
Οι τσαγκαράδες να φτιάνουν όπως πάντα γερά παπούτσια Οι εκπαιδευτικοί να συμμορφώνονται με το αναλυτικό πρόγραμμα του Υπουργείου Οι τροχονόμοι να σημειώνουν με σχολαστικότητα τις παραβάσεις Οι εφοπλιστές να καθελκύουν συνεχώς νέα σκάφη Οι καταστηματάρχες ν' ανοίγουν και να κλείνουν σύμφωνα με το εκάστοτε ωράριο Οι εργάτες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην άνοδο του επιπέδου παραγωγής Οι αγρότες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην κάθοδο του επιπέδου καταναλώσεως Οι φοιτητές να μιμούνται τους δασκάλους τους και να μην πολιτικολογούν Οι ποδοσφαιριστές να μη δωροδοκούνται πέραν ενός λογικού ορίου Οι δικαστές να κρίνουν κατά συνείδησιν και εκτάκτως μόνον, κατ' επιταγήν Ο τύπος να μη γράφει ό,τι πιθανόν να εμβάλλει εις ανησυχίαν τους φορτοεκφορτωτές Οι ποιητές όπως πάντα να γράφουν ωραία ποιήματα
Πέντε μικρά θέματα
ΙV
Κάτω απ' τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά Λησμόνησα την αγάπη που 'ναι μόνο αγάπη Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του όνειρου Ένιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου
Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.
Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Αισθηματικό διήγημα
Στον Κώστα ΚουλουφάκοΟ πατέρας του του 'λεγε: «Βρε δε θα φτιάξεις εσύ το ρωμέικο...» Προς στιγμήν πίστεψε κι αυτός, σχεδόν παιδί, πως θα το φτιάξει (Τριάντα χρόνια τώρα, παλιά χρόνια, ποιος τα θυμάται...) Αλλά το πρακτικό παράδειγμα το 'δωσε ο μεγάλος αδερφός Επίδοξος σωτήρας κι αυτός κάποτε, πολύ νωρίς ανανήψας Ή μάλλον προώρως λογικευθείς, υπουργικός κατόπιν ιδιαίτερος Σε παραγωγικό υπουργείο με ευρύ κύκλο ιδιωτικών εργασιών. Κι αυτός, πιστός υιός και αδερφός σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, Είδε τα λάθη, διέγνωσε προδοσίες, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά Μίλησε τέλος για εγκλήματα και για ξένους δακτύλους -Είχαν αρχίσει άλλωστε λίγο-πολύ τα πράγματα να σφίγγουν- Πάντα ξυπνό μυαλό δεν ήθελε πολύ να διαλέξει. Όχι βέβαια πως ο Μάκης θα' σωζε τότε το ρωμέικο Εδώ δεν το' σωσε ο... ή ο... μη λέμε τώρα ονόματα, Αλλά, βρε αδελφέ, πώς να το κάνουμε, κάποτε ήπιαμε μαζί κρασί, Χωθήκαμε στη οδό Αρριανού κυνηγημένοι από τους πεταλάδες, Φιλήσαμε τα ίδια κορίτσια, αλλάξαμε σύνθημα και παρασύνθημα (Πολύ ρομάντζο όλα αυτά, συναισθηματικά, λες δεν το ξέρω, Κι η ζωή θέλει σκληρότητα -μένα μου λες- και «ρεαλισμό» κυρίως)
Επίλογος
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και νά' ναι οι τελευταίοι
οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πιά
αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι.
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
και τα νερά τους δε μπορείς να ξεχωρίσεις.
Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.
Φοβάμαι...
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας "δώστε τη χούντα στο λαό".
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρούν λεκέδες στη δική σου.
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις στο Πολύτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντουρη και εχουν και "άπόψεις".
Φ ο β ά μ α ι τουε ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδιζεις ίσιο δόμο.
Φ ο β ά μ α ι , φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακομη περισσότερο.
Μανολης Αναγνωστάκης
Νοέμβρης 1983
νεοελληνική λογοτεχνία
Μανόλης Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την πρώτη πράξη ομαδικής δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας. Είναι ποίημα πολιτικό, όπως εξάλλου και πολλά άλλα ποιήματα του Αναγνωστάκη, και απηχεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική δικτατορία.
Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
’λλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα (το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο του παρόντος διαγράφεται πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αντιθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα του παρελθόντος.
Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;
Μανόλης Αναγνωστάκης: Επιτύμβιον
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιήματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).
Πέθανες - κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ποιος ήταν ο αληθινός χαρακτήρας του Λαυρέντη κατά τον ποιητή; Ποιες φράσεις τον αποδίδουν εντονότερα;
Ποια είναι τα κυρίαρχα αισθήματα του ποιητή; Να παρακολουθήσετε τις διακυμάνσεις τους και να βρείτε σε ποιους στίχους κορυφώνονται Τι νομίζετε ότι προκαλεί αυτά τα αισθήματα;
Να αποδώσετε το νόημα των παρενθετικών στίχων.
Με τη γενίκευση που περιέχει ο τελευταίος στίχος ο Λαυρέντης γίνεται εκπρόσωπος ενός τύπου ανθρώπου: του κάπηλου. Να συνοψίσετε τα γενικά χαρακτηριστικά αυτού του τύπου.
Ο στόχος του ποιητή, με βάση τα στοιχεία που παρέχει το ποίημα, περιορίζεται στο Λαυρέντη ή διευρύνεται; Σε ποιες κατευθύνσεις;
Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος, αφού λάβετε υπόψη τι είναι το επιτύμβιο στην ποιητική μας παράδοση και πώς το χρησιμοποιεί εδώ ο ποιητής.
επιτύμβιος -α -ο [epitímvios] E6 : (αρχαιολ.) που τοποθετούνταν επάνω σε τύμβο ή σε τάφο· (πρβ. επιτάφιος): Eπιτύμβια πλάκα / στήλη / επιγραφή. Eπιτύμβιο άγαλμα / μνημείο / επίγραμμα. Eπιτύμβια ανάγλυφα. [λόγ. < αρχ. ἐπιτύμβιος]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Κατά την αρχαιότητα, όταν πέθαινε κάποιος σπουδαίος, τον έθαβαν μέσα σε έναν τάφο που είχε τη μορφή κιβωτίου και ήταν κατασκευασμένος από πωρόλιθο. Πάνω από αυτό τον κιβωτιόσχημο τάφο συσσώρευαν χώμα και έφτιαχναν ένα χαμηλό λοφίσκο, τον «τύμβο» (από όπου και η σημερινή λέξη «τούμπα») και πάνω από αυτόν έστηναν μια «επιτύμβια», μαρμάρινη στήλη, όπου με χαμηλό ανάγλυφο παριστανόταν η μορφή του νεκρού και το όνομά του. Τελικά όμως η αρχαιολογική έρευνα κατέληξε να χαρακτηρίζει κάθε τι που στηνόταν πάνω σε ένα τάφο ως «επιτύμβιο». Κάθε τι που σκέπαζε ένα σπουδαίο νεκρό και όχι μόνο τον σκέπαζε, αλλά και τον σήμαινε. Κάθε επιτύμβια κατασκευή, δηλαδή, δεν ήτανε ένα απλό, ουδέτερο σκέπαστρο, αλλά έδειχνε κιόλας από μακριά πως εκεί, κάτω από τον χωμάτινο λόφο, ήταν θαμμένος ο Μνησικλής, π.χ. ή ο Αλκιβιάδης, ή ο Ευφρόνιος. Έτσι, όσοι περνούσαν από εκεί κοντά έβλεπαν το όνομα του νεκρού κι αν ήτανε φίλος τους κοντοστέκονταν και χαιρετούσαν.
Γ. Χ. Χουρμουζιάδης
νεοελληνική λογοτεχνία
Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία του
ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
(αποσπάσματα από κριτικές)
Αν οι Πόε και οι Σοπενάουερ, οι Μπωντελαίρ και οι Ρεμπώ και όλοι οι κολασμένοι ποιητές του αιώνα μας πρόσφεραν κάτι τι στα έθνη τους, τότε κι ο Αναγνωστάκης χρησιμεύει στην Πατρίδα μας
Η μοναξιά, ένα στοιχείο στείρο και αντικοινωνικό παίρνει στον Αναγνωστάκη διαστάσεις αβυσσαλέες, τρομαχτικές.
Θα περάσουν ίσως πολλές γενιές για να μπορέσουμε να συντρίψουμε το φριχτό ερωτηματικό που τέντωσε με τον παρακάτω στίχο του, έναν στίχο που λέει μόνος του για τη μοναξιά όσα δεν είπαν όλοι μαζί οι άλλοι ποιητές σ' ολάκερη τη δεκαπενταετία που μας πέρασε:
Μα που τελειών' η μοναξιά;
Γιώργος Καφταντζής
Περιοδ. ΣΕΡΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Νο 2
Νοέμβριος 1995.
Εποχές. Θεσσαλονίκη (ιδ. έκδ.), 1945. Σελ. 32
Εποχές 2. Σέρρες (ιδ. εκδ.), 1948. Σελ. 24
[...] Δυο λιγοσέλιδες συλλογές είναι οι "Εποχές". Ο λυρισμός τους έχει μια ιδιότυπη γεύση που πολύ συγγενεύει με τη λυρική διάθεση του πεζού τραγουδιού...
Κυρίαρχα μοτίβα στην ποίηση του κ. Μανόλη Αναγνωστάκη είναι η ανώνυμη ζωή των λιμανιών και η απόχρωση της μοναξιάς του ανθρώπου. Η μνήμη σωρεύεται και τεμαχίζεται σ' εντυπώσεις, σε στιγμιότυπα νοσταλγιών, και πότε κυλάει με την ήρεμη και μονόχρωμη ροή του ασυνείδητου χρόνου, πότε σκιρτάει και υψώνεται κατακόρυφη για ν' αγγίσει την κορυφαία στιγμή της θύμησης που καίει σαν σίδερο πυρωμένο.
Αιμίλιος Χουρμούζιος
Κριτικός, λογοτεχνίας
Περιοδ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Νο 571,
Απρίλιος 1951
Τα Ποιήματα ( 1941-1956), Αθήνα, 1956 (ιδιωτική έκδοση)
Τα ποιήματα 91941-1956) του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά και πιο σπαραχτικά ντοκουμέντα μιας από τις πιο απάνθρωπες εποχές της ιστορίας.
Στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη υπάρχει αυτό το ιδιαίτερο ρίγος που χαρακτηρίζει την ποίηση. Ο βηματισμός της είναι στο ρυθμό των παραληρημάτων, μέσα στο κλίμα υψηλού πυρετού. Τα στοιχεία της οδυνηρής ευαισθησίας, της πίκρας, του σαρκασμού, της τρυφερότητας και της τραχύτητας, της αποκαρδίωσης και της πίστης και του ονείρου, συμπλέκονται σπασμωδικά και ανακατωμένα. Υπάρχει κάτι το ακατάστατο και ατημέλητο. Διαβάζοντας, κοντά στις εξαίσιες ποιητικές αποχρώσεις είναι τόση η εσωτερική ένταση του τραγικού τόνου, που τις προσπερνάς, για να φτάσεις ως το τέλος.
Μανόλης Λαμπρίδης
Κριτικός λογοτεχνίας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, Νοέμβριος 1956
Υπέρ και κατά. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε. 1965. Σελ. 112
...Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκει στους πιο οξείς και τους πιο πειστικούς. Διαύγεια, διείσδυση, εντιμότητα, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της σκέψης του, όπως την αντικρίζουμε μέσα στο μικρό του βιβλίο κριτικών δοκιμίων που παρουσίασε με τον πολύ αντιπροσωπευτικό τίτλο "Υπέρ και κατά". Κι' ακόμη, σωστή εκτίμηση της σημασίας των θεμάτων. Ανεξαρτησία. Το τελευταίο αυτό το θεωρούμε απόλυτα συναρτημένο με την ποιότητα της σκέψης του...
Γιάννης Χατζίνης
Κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Νο 949 Ιανουάριος 1967
Τα ποιήματα (1941-1971). Αθήνα, Νεφέλη, 2000. σελ. 192 ISBN: 960-211-538-6
Τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη διατρέχουν μια επώδυνη διαδρομή ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, τηρώντας στο ακέραιο τη λειτουργική τους σύζευξη. Ο φορέας τους υπήρξε προσωπικός όταν χρειάστηκε να γίνει εξόχως πολιτικός και συνολικός όταν στάθηκε απαραίτητο να παραγράψει το προσωπικό χάριν του πολιτικού. Σήμερα σιωπά. Δεν είναι μόνο πως το ήδη πραγματωμένο έργο αρκεί για να μιλήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο μέλλον, αλλά και το ότι ο ποιητής απομακρύνθηκε από την ποίηση χωρίς να την εγκαταλείψει. Όπως λέει ο ίδιος. "Πράξη και σιωπή είναι εξίσου δραστικές μορφές έκφρασης.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδ. ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, Νο 5
Σεπτέμβριος 1985
Αντιδογματικά .’ρθρα και σημειώματα (1946-1977). Αθήνα, Στιγμή, 1985. Σελ. 232.
Το γεγονός ότι η προβληματική του Αναγνωστάκη συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο πολιτισμικό πεδίο και κατά κύριο λόγο στον τομέα της λογοτεχνίας, δεν νομίζω ότι περιορίζει τη σημασία της. Πρώτα - πρώτα, γιατί, όπως συνήθιζε να λέει κι ο Λούκατς, η λογοτεχνία είναι ένας πλήρης μικρόκοσμος, ένα αυτοτελές σύμπαν, που προσφέρει "πειραματικές" συνθήκες για την άσκηση και τον έλεγχο των μεθολογικών μας εργαλείων...
Μαχητικά άρθρα υπαγορευμένα από πιεστικές περιστασιακές ανάγκες, προσανατολισμένα σ' ένα εμπειρικό τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων και όχι θεωρητικά κείμενα, αποκαλεί τα γραφτά του ο Αναγνωστάκης...
Όταν τα βάζει με κάτι ή με κάποιους, μπορεί να είναι ανελέητος, αλλά ποτέ μικρόψυχος. Αυτός είναι ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ποιητής και στοχαστής, που κατορθώνει να είναι παρών σε κάθε κρίσιμη στιγμή κ α ί ρ ι α και ο υ σ ι α σ τ ι κ ά. Μια τίμια, αδρή, επιβλητική φυσιογνωμία στην ταραχώδη μεταπολεμική πνευματική μας αρένα. Ένας ταγός της πολύπλαγκτης γενιάς μας.
Σπύρος Νοταράς
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΑΥΓΗ, 17-9-1978
Το περιθώριο '68 - '69. Αθήνα, Νεφέλη, 2000. Σελ. 48 ΙSBN: 960-211-552-1
...Διαβάζω το Περιθώριο σαν ένα σύνθεμα αυστηρά κυριολεκτικού λόγου και εκτεταμένων διαστημάτων σιωπής - κι αθέλητα πάει ο νους μου στο βιβλίο του Τζώρτζ Στάινερ Γλώσσα και σιωπή, και ιδιαίτερα στο δοκίμιο με τον αποκαλυπτικό και δυσοίωνο τίτλο "Η σιωπή και ο ποιητής", στο οποίο, ο πολύγλωσσος και διεισδυτικός δοκιμιογράφος επισημαίνει (και διερευνά) την επιλογή της σιωπής, από πολλούς ποιητές του αιώνα μας, συνεπεία του εκφαυλισμού της γλώσσας και του εκβαρβαρισμού της ζωής.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι στο επίκεντρο αυτής της προβληματικής...
Το απέριττο βιβλιαράκι που αρχίζει με την πρόταση "τώρα πια που δε γράφω", τελειώνει με μιαν ακόμη εκτυφλωτικά λευκή σελίδα στην οποία βρίσκουμε τυπωμένες τέσσερις μόνο λέξεις και μερικά αποσιωπητικά: "Έκτοτε γράφτηκαν πολλά ποιήματα...". Ο ποιητής που έφτασε στο χείλος της σιωπής δεν ειρωνεύεται μόνο· ανησυχεί και μας προειδοποιεί. Ας διδαχτούμε κι ας προφυλαχτούμε.
Σπύρος Τσακνιάς
Ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31-1-1980
Υ.Γ., Αθήνα, Νεφέλη, 1992. Σελ. 40
Η ποίηση είναι "απόδειξη, όχι επίδειξη", γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Πρώτα απ' όλα, όμως, είναι λόγος. Και η σιωπή είναι απουσία λόγου. Σε μια σελίδα του Υ.Γ., υπάρχει μεμονωμένη η λέξη "Σιωπή". Ας μη μακρηγορούμε: η λέξη Σιωπή, τυπωμένη, εκφράζει μια συγκεκριμένη ποιητική βούληση, όχι της σιωπής, αλλά του λόγου. Και ολόκληρο το Υ.Γ., με όλες τις αποσιωπήσεις και τ' αποσιωπητικά του, εκφράζει την ποιητική βούληση να ξαναβαφτιστούν οι λέξεις μέσα στο λόγο, να γίνουν λόγος ποιητικός. Και ακόμη περισσότερο, να ξαναμπούν στη σελίδα σαν λόγος ποιητικός, να την ξαναορίσουν, να της δώσουν καινούργια διάσταση και σημασία. [...]
Το Υ.Γ. είναι ένα από εκείνα τα κείμενα που σημαδεύουν τη γραμμή πλεύσεως ενός ποιητή, την "κλειδωμένη" πορεία του - τη συνέχειά του-, που συνοψίζουν και συγκεφαλαιώνουν την ποιητική του. [...]
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου
Αναπληρ. Καθηγήτρια, Παν/μιο Θεσ/κης
Περιοδ. ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
Νο 25, Ιανουάριος 1984
Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Αθήνα,
Στιγμή 1996. Σελ. 144. ISBN: 960-269-029-1
... Ο ποιητής Μ. Αναγνωστάκης, αρχηγέτης της "καθημαγμένης" γενιάς, ανέλαβε να παρουσιάσει σε ένα δοκιμιακό σχεδίασμα τη ζωή και το έργο του παιδικού του φίλου, του ποιητή Μ. Φάσση. Ποιος στάθηκε ο Μ.Φ., τι έπραξε και τι παρέλειψε να πράξει, προτού αποδημήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο ξένος στα ξένα, όλα αυτά ο συγγραφέας τα εκθέτει συνδυάζοντας την απομνημονευματική μεγαλοψυχία με την οξεία (ιοβόλο ενίοτε) ματιά του κριτικού και ιστορικού της λογοτεχνίας...
Επιτέλους πρόζα και στίχοι γελαστοί. Μια λαμπρή μενίππεια σάτιρα καλού τεχνίτη. Το βιβλίο του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι ένα απολαυστικό κείμενο που αντέχει σε πολλές αναγνώσεις...
Μ.Ζ. Κοπιδάκης
Από το βιβλίο ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Κριτικά Κείμενα, Λευκωσία, Αιγαίον, 1996
Γενικό
...Το ποιητικό έργο του Αναγνωστάκη υποστηρίχθηκε από τους χιλιάδες αναγνώστες του και από τους ομοτέχνους του. Η ποίησή του μπόλιασε πολλούς από τους συνομηλίκους του ποιητές, επηρέάσε τους νεότερους αδελφούς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αγαπήθηκε από τους ποιητές της γενιάς του '70 και διαβάζεται ακόμη με ενδιαφέρον από τους σημερινούς νεότατους ποιητές μας.
...Η ποίηση του Αναγνωστάκη άντεξε και αντέχει.
Σπύρος Τσακνιάς
Ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ, 31-1-1980
Κώστας Καρυωτάκης & Μίκης Θεοδωράκης, Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου - δίσκος: Καρυωτάκης (1984))
Επίλογος
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.
"Γιατί", όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
"Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα."
Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.
Από τη συλλογή Ο στόχος (1970)
Μανώλης Αναγνωστάκης, Ο νεκρός
Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα
Σταμάτησαν τα πιεστήρια και περίμεναν
Έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Όλοι φόρεσαν τις μαύρες γραβάτες
Δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες
Ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες
Εκείνες οι φριχτές μέρες της αναμονής
Οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται
Έκλεισαν τα γραφεία τους σταμάτησαν τις πληρωμές
Γυρνούσαν τα παιδιά τους αδέσποτα στους δρόμους.
Έβλεπαν τα λουλούδια να μαραίνονται.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
(Τόσα και τόσα πράγματα πού δεν προβλέπονται
Τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες,
Σε ποιους υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, που να φωνάξεις;)
Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
OTAN AΠOXAIPETHΣA...
Oταν αποχαιρέτησα τους φίλους
Σ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα
Kι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες.
Πώς να μιλήσω; Tο πλήθος δάμαζε
Tους δημεγέρτες και τους πλάνους. Mε στιλέτα
Kαρφώναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω
Oταν στηνόνταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Kαι τόσα πού να στοιβαχτούνε γεγονότα
Tόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Hλίας
H Kλαίρη, ο Pαούλ, η οδός Aιγύπτου
H 3η Mαΐου, το τραμ 8, η «Aλκινόη»
Tο σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια
Mε σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ τις λέξεις
Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Tο άψογο πρόσωπο της Iστορίας θολώνει
Aρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν τη βλέπει
Kαι δεν την υποψιάζεται ακόμα
Oμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς
Στα καφενεία και στα χρηματιστήρια
Στις βροχερές ώρες, στ άδεια πάρκα, στα μουσεία.
Mέσα στα σπουδαστήρια και στα μαγαζιά
Aλλάζει τη σύνθεση της ατμοσφαίρας
Tη γεύση του φιλιού, την πολυτέλεια της αμαρτίας
Tο χυμισμό του κυττάρου, την ορμή της μπόρας.
Eχει στηθεί η σκηνή μα δε φωτίζουν οι προβολείς
Kι όλα τα πρόσωπα είν εδώ αντάξια του δράματος
Γενεές γενεών υποκριτές: η θλιβερά ερωμένη
O άνθρωπος με το χαμόγελο, ο επίορκος
Tα κουδουνάκια του τρελού, κάθε κατώτερη ράτσα
Aρχοντες και πληβείοι κι αυτοτιμωρούμενοι.
Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί
Kαι τόσα γεγονότα απλά βιβλία
Xωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων
Xωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Σκίζοντας βίαια στα δυο το σάπιο μήλο
Nα επιστρέψουν τ άγια στους σκύλους, τα βρέφη
στις μήτρες
Kι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο.
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. ’λλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών - εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται- Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν- Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Καθημερινή 04-12-05Bιογραφικά
1925 Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 από γονείς Kρητικούς. Πατέρας του ο Aνέστης, από τους πρώτους ακτινολόγους της Θεσσαλονίκης, μητέρα του η Eυαγγελία, το γένος Kασιμάτη.
1942 Aποφοιτά από το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.
1943 Φυλακίζεται από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο «Παύλος Mελάς».
1944 Φοιτητής της Iατρικής, δραστηριοποιείται στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ως μέλος της EΠON.
«O πατέρας μου, Aνέστης, ήταν γιατρός, δεν ήταν διανοούμενος. Hθελε από μικροί να μορφωθούμε καλά εγώ κι οι αδελφές μου. Hταν μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος. Eίχε βγάλει χιλιάδες φωτογραφίες, όχι καλλιτεχνικές, καθημερινότητας.» (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
1945 Tυπώνει τις Eποχές, με ποιήματά του που γράφτηκαν από το 1941 μέχρι το 1944.
1948 Tον Aύγουστο συλλαμβάνεται για τη συμμετοχή του στον Eμφύλιο, περνάει από δίκη και καταδικάζεται σε θάνατο. Eνώ βρίσκεται στη φυλακή, φίλοι του τυπώνουν τη συλλογή του Eποχές 2 με σκόπιμα λαθεμένη χρονολογία γραφής: 1943-1946.
1951 Mετά από εγκλεισμό τριών χρόνων στις φυλακές Eπταπυργίου, αποφυλακίζεται.
Tυπώνει στη Θεσσαλονίκη τις Eποχές 3, με ποιήματα από το 1949-1950.
1952 Παίρνει το πτυχίο της Iατρικής.
1953 Στρατεύεται και υπηρετεί στο Υγειονομικό των Iωαννίνων.
1954 Tυπώνει στην Aθήνα τη Συνέχεια, με ποιήματα από το 1953-1954.
1956 Tυπώνει στην Aθήνα τα ποιήματα 1941-1959 μαζί με τις Παρενθέσεις και τη Συνέχεια 2.
1956 Παντρεύεται στην Aθήνα τη Nόρα Bαρβέρη και φεύγουν μαζί στην Aυστρία, όπου ειδικεύεται στην ακτινολογία.
1957 Tον Oκτώβριο γεννιέται ο γιος τους, Aνέστης.
Δραστηριοποιείται επαγγελματικά στη Θεσσαλονίκη, συνεργαζόμενος με τον Σπ. Kρητικό στο Aκτινολογικό τους Eργαστήριο στην οδό Tσιμισκή 33.
1959-1961 Προγραμματίζει, οργανώνει και πραγματοποιεί την έκδοση της «Kριτικής», περιοδικού Mελέτης και Kριτικής.
1961 Δίνει τρεις διαλέξεις-μαθήματα με θέμα «Nεότερη ποίηση στην Eλλάδα μέσα από τους κυριότερους εκπροσώπους της».
«Aκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χθες / από το πληκτικό νοσοκομείο / Aνάμεσα στα βρώμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμένα / Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου» («Σκυφτοί περάσανε...»). Πίσω από τη φωτογραφία: «Iωάννινα, 10 Nοεμβρίου 1954.» (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
1962 Tυπώνει στη Θεσσαλονίκη τη Συνέχεια 3.
1965 Kυκλοφορεί το βιβλίο του Yπέρ και Kατά, με τα κυριότερα κριτικά του άρθρα.
1967-1974 Mετέχει στην αντίσταση κατά της δικτατορίας. Στη διάσπαση του KKE το 1968 τοποθετείται αμέσως με την πλευρά του KKE Eσωτερικού.
1970 Συμμετέχει στην ομάδα που εκδίδει τα «Δεκαοκτώ Kείμενα», δημοσιεύοντας στις σελίδες του την πιο πολιτική σειρά ποιημάτων του, O Στόχος.
1971 Eκδίδεται σε οριστική μορφή του σύνολο του ποιητικού του έργου Tα Ποιήματα 1941-1971.
1974 Στην περίοδο της μεταπολίτευσης δραστηριοποιείται πολιτικά στον χώρο του κόμματος της Aνανεωτικής Aριστεράς. Kατεβαίνει επανειλημμένα υποψήφιος για τη Bουλή και την Eυρωβουλή. Mιλάει σε προεκλογικές συγκεντρώσεις σε όλη την Eλλάδα. Tαξιδεύει, μετέχοντας σε κομματικές αντιπροσωπείες, σε Iσπανία, Iταλία, Kίνα, Σοβιετική Eνωση, Σουηδία. Mε τη λογοτεχνική του ιδιότητα, επισκέπτεται την Oλλανδία, την Kύπρο, τη Γιουγκοσλαβία και τη Γερμανία.
1978 Mετά τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης, εγκαθίσταται οικογενειακώς στην Aθήνα (Πεύκη) και ανοίγει Aκτινολογικό Eργαστήριο στην οδό Πεύκων 46 στο Hράκλειο Aττικής.
Συγκεντρώνει τα περισσότερα πολιτικά άρθρα του στον τόμο Aντιδογματικά.
1979 Eκδίδει Tο Περιθώριο '68-'69 με μικρά πεζογραφήματα που είχαν κυκλοφορήσει δακτυλογραφημένα το 1969.
1981-1985 Eπιμελείται, μαζί με τον Tέλη Σαμαντά, 135 Φιλολογικές Σελίδες της εφημερίδα «H Aυγή».
1983 Kυκλοφορεί, σε μικρή πλακέτα μεγέθους παλάμης, το Y.Γ., σε ιδιωτική έκδοση 100 αντιτύπων εκτός εμπορίου. Συμπληρωμένο σε μορφή βιβλίου, τυπώνεται από τις εκδόσεις «Nεφέλη» το 1992.
O σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης φιλοτεχνεί το τηλεοπτικό του «πορτραίτο» στη σειρά Παρασκήνιο.
1985 Eκδίδει τα αδέσποτα κριτικά του σημειώματα σε βιβλίο με τον τίτλο Tα Συμπληρωματικά.
1986 Mαζί με τον Γιώργο Zεβελάκη πραγματοποιούν περί τις 300 ημίωρες ραδιοφωνικές εκπομπές με θέμα «Φιλολογικοί Περίπατοι στον Mεσοπόλεμο».
Kλείνει το ακτινολογικό του εργαστήριο και συνταξιοδοτείται.
1987 Eκδίδει το αυτοβιογραφικό του ρομάντζο O ποιητής Mανούσος Φάσσης, στις εκδόσεις «Στιγμή».
Προτείνει και αναλαμβάνει την επιμέλεια της σειράς «H Πεζογραφική μας Παράδοση». Kυκλοφορούν σε χρηστική μορφή 50 βιβλία με τους γνωστούς, αλλά και πολλούς άγνωστους, πεζογράφους του 19ου αιώνα (εκδόσεις «Nεφέλη»).
Aσκήσεις ισορροπίας, σαν σε πατίνι ή κρεμασμένος στη σκαλοναρία. Στο παράθυρο του αυτοκινήτου, η μητέρα του υποκλίνεται ελαφρά στον φακό· δίπλα της, ο ξάδελφός του Γιάννης Kασιμάτης, με τον οποίο παλεύει στο εξώφυλλο του βιβλίου «Mανούσος Φάσσης». Στο μαρσπιέ, χαλαρή, σε στιγμές ευδαιμονίας, η μεγάλη του αδελφή, Mαρία. Tο 1934, ίσως (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
1988 Διαβάζει ποιήματα από την προσωπική του ποιητική ανθολογία H Xαμηλή Φωνή στον περιφερειακό ραδιοφωνικό σταθμό Hρακλείου Kρήτης. H ανθολογία θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο με υπότιτλο «Tα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς» από τις εκδόσεις «Nεφέλη».
Mετέφρασε ποιήματα, τιμήθηκε με κρατικά βραβεία και το έργο του μελοποιήθηκε από Eλληνες συνθέτες.
Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και πολύ λίγες εφημερίδες.
2005 Πεθαίνει από ανακοπή στο Nοσοκομείο «Aμαλία Φλέμινγκ» το πρωί, ώρα 5.31, στις 23 Iουνίου.
Tο 1954, με κάποιο νόμο, απέκτησα πολιτικά δικαιώματα που μου τα είχαν αφαιρέσει με απόφαση του Στρατοδικείου· και, ενώ είχα απαλλαγεί, με κάλεσαν στο στρατό 24 μήνες εφεδρεία. Πήγα στη Xίο με άλλους παλαιών κλάσεων. Πέρασα από ανακρίσεις και μαζί με άλλους μας έβαλαν χειροπέδες και μας μετέφεραν στην Aθήνα. Στο καράβι, ο καπετάνιος μάς έβγαλε τις χειροπέδες. Στο φρουραρχείο συνάντησα τον Aνδρέα Kαζάζη, που εκείνες τις μέρες απολυόταν. Tου έδωσα το τηλέφωνο να πάρει τους δικούς μου. Πέρασα από ανακρίσεις 4 - 5 ημερών. Yπολοχαγός του A2 ήταν ο Σπύρος Mουστακλής. Προσπαθούσε να μας τρομοκρατήσει.
Tον ρώτησα:
- O Θέμης Mουστακλής τι σας είναι;
- Πού τον ξέρεις;
- Eίμαι Oλυμπιακός και τον ξέρω από τότε που έπαιζε στο Bόλο.
- Mπράβο.
Tότε άρχισε να μαλακώνει.
Yπήρχε σχέδιο να μας στείλουν στη Mακρόνησο, αλλά προέκυψαν νομικά εμπόδια. Mας γύρισαν στη Xίο. Eγινα δόκιμος και με τοποθέτησαν στα Γιάννενα. Eκεί ονομάστηκα ανθυπίατρος και πληρωνόμουν 1.300 δρχ. το μήνα. Nοικίασα ένα παλιό σπίτι προς 400 δρχ., ιδιοκτήτης ο αδελφός του Mέρτζου των Aρχείων Bενετίας. Aπορούσα πάντως πώς πήρα το αστέρι. Σε ενάμισυ μήνα ήρθε σήμα και μας καθαίρεσαν. Oι άλλοι δύο μαζί με μένα ήταν ο Λεωτσάκος και ο Ζέλος. H απόφαση έγραφε ότι «οι τρεις στερούνται των νομίμων προσόντων». O υπεύθυνος αξιωματικός ανακοίνωσε την καθαίρεσή μας σε συγκέντρωση με τις νοσοκόμες και το άλλο νοσηλευτικό προσωπικό. Για να μη διαταραχθεί η κατάσταση και επειδή είχαν ανάγκη από ακτινολόγο, με άφησαν να φορώ το καπέλο, την καπαρντίνα και να παραμείνω στη μονάδα.
(Mαρτυρία του Mανόλη Aναγνωστάκη στον Γ.Z.)
Καθημερινή 04-12-05O Aναγνωστάκης στο «Ξεκίνημα»ONTET BAPΩN-BAΣAP
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές
που πυρπολούν την ατίθαση
νιότη μας
ΦEBPOYAPIOΣ του 1944: μια φοιτητική συντροφιά εκδίδει στην κατοχική Θεσσαλονίκη το πρώτο τεύχος ενός λογοτεχνικού περιοδικού, με τίτλο Ξεκίνημα και υπότιτλο «Δεκαπενθήμερο περιοδικό του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Πίσω από τη νόμιμη αυτή έκδοση, που περνά τις συμπληγάδες της γερμανικής λογοκρισίας, κρύβεται η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η ΕΠΟΝ, που έχει πια ανδρωθεί μετά ένα χρόνο ζωής. Η ΕΠΟΝ έχει ιδρύσει στη Θεσσαλονίκη αυτόν τον Εκπολιτιστικό Oμιλο, που ήρθε να ξαναζωντανέψει ένα μαραζωμένο Πανεπιστήμιο, μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Οι κυριότεροι συντελεστές του περιοδικού είναι διακεκριμένα στελέχη της ΕΠΟΝ (Μ. Αναγνωστάκης, Θ. Φωτιάδης, Θ. Παπαδόπουλος).
Στη Θεσσαλονίκη. Xρονολογία άγνωστη, ίσως αρχές του '50 (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
«Αρχισυντάχτης» του περιοδικού -και ψυχή του- δεν είναι κάποιος φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά ένας φοιτητής της Ιατρικής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο μέλλων γιατρός εμπλέκεται ήδη με τη λογοτεχνία, και ειδικότερα με την ποίηση, αφού θα δημοσιεύσει στο Ξεκίνημα το πρώτο του νεωτερικό ποίημα [«Απροσδιόριστη χρονολογία», Ξεκίνημα, αρ. 3, 20 του Μάρτη 1944]. Oχι όμως μόνο. Εμπλέκεται και με την κριτική, αφού θα κρατήσει συστηματικά στο περιοδικό τη στήλη της κριτικής του βιβλίου. Οι δύο σταθερές της πνευματικής του πορείας, η ποίηση και η κριτική, εντοπίζονται ήδη στην πρώτη του νεανική απόπειρα, αυτή που σηματοδοτεί κυριολεκτικά το Ξεκίνημά του. Υπάρχει όμως και μια τρίτη σταθερά: η έγνοια του για το συλλογικό, η βαθιά πολιτική του στάση, πέρα από κομματικές εντάξεις, αυτή που θα τον χαρακτηρίσει σ' όλη του τη ζωή και θα σφραγίσει το έργο του. Πρόκειται για το φαινόμενο που ο Δ.Ν. Μαρωνίτης εύστοχα χαρακτήρισε ως «την εκκόλαψη μιας νέας ποιητικής ηθικής, που προκύπτει από τη συμπλοκή ποιητικής πράξης και πολιτικής δράσης.»1
Στον Αναγνωστάκη η συμπλοκή αυτή στάθηκε καθοριστική και η απαρχή της ανιχνεύεται στο κατοχικό Ξεκίνημα. Γι' αυτό και η τόσο νεανική αυτή του δραστηριότητα αξίζει να μη λησμονείται. Εξάλλου και ο ίδιος απέδιδε ξεχωριστή σημασία στο περιοδικό αυτό: δείγμα της αποτελεί το γεγονός ότι το ανέφερε ακόμη και στα συνοπτικά βιογραφικά του σημειώματα. Και συμπεριέλαβε δύο από τις κριτικές του στο Ξεκίνημα στον τόμο Συμπληρωματικά μαζί με άλλα, ώριμα κείμενά του από την Κριτική.2 Στον πρόλογο σημειώνει: «Δεν θέλησα ν' αφήσω έξω, για λόγους συναισθηματικούς περισσότερο, δύο εντελώς νεανικά μου σημειώματα (του 1944!) [...]»3. Κι όμως ο αυστηρός Αναγνωστάκης δεν θα συμπεριελάμβανε μόνο για συναισθηματικούς λόγους τα κριτικά αυτά σημειώματα, αν δεν αναγνώριζε σ' αυτά κάποια αξία, και πάντως τις απαρχές του ως κριτικού. Εξάλλου στο Ξεκίνημα δημοσιεύτηκαν περισσότερα από δύο σημειώματα, αυτά όμως ήταν τα πιο ενδιαφέροντα. Στο πρώτο από αυτά, ο Αναγνωστάκης κρίνει την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, ένα ηθελημένα προκλητικό τέκνο του υπερρεαλισμού. Και τολμά ευθαρσώς να γράψει, σε μια εποχή που η επίσημη αριστερά, και όχι μόνον, κατακεραυνώνει τον υπερρεαλισμό και τη νεωτερική γραφή: «Ο Γκάτσος είναι ένα πραγματικό, ένα γνήσιο ταλέντο. [...] Ο Γκάτσος μάς δείχνει πόσο γόνιμη είναι η επίδραση κι η αφομοίωση της παράδοσης σ' έναν πραγματικό ποιητή· μας κάνει να νιώσουμε όλη τη δροσερότητα και την ομορφιά της μοντέρνας ποίησης, που τόσο οικτρά την έχουνε παρεξηγήσει τόσοι ποιητές και κριτικοί μας. Oπως ο Ελύτης, είναι γεμάτος υγεία, οι στίχοι του είναι διάφανοι και καθαροί, λουσμένοι στο αίθριο φως, πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία και νιάτα.»4 Η δεύτερη κριτική αφορά τους Θαλασσινούς προσκυνητές του Τάσου Αθανασιάδη, μια συλλογή διηγημάτων που συναντά την αμείλικτη κριτική του νεαρού Αναγνωστάκη, ο οποίος γράφει: «Σήμερα έχουμε άλλες απαιτήσεις από την τέχνη. Απαιτήσεις που δεν δικαιώνονται διαβάζοντας τους Θαλασσσινούς προσκυνητές. Δεν βλέπουμε εκεί μέσα τη ζωή, τη ζωή μας. Στα ερωτήματά μας δεν δίνεται απάντηση.»5
Το Ξεκίνημα προσπαθούσε να κάνει αυτό ακριβώς, να συνδυάζει την τέχνη με τη ζωή, και κατόρθωσε να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα σε λογοτεχνικά κείμενα (πρωτότυπα και μεταφράσματα), επιστημονικά άρθρα (γραμμένα ενίοτε από καθηγητές του ΑΠΘ) και κείμενα που αφορούσαν την καθημερινότητα του φοιτητή στις δύσκολες συνθήκες της εποχής, που αντανακλούσαν δηλαδή «τη ζωή τους». Αποτελεί έτσι ένα απτό παράδειγμα, ίσως το καλύτερο, της σύζευξης που επιχείρησε η αριστερά στα χρόνια της κατοχής ανάμεσα στην κουλτούρα και στην πολιτική. Στο Ξεκίνημα φιλοξενήθηκαν τα πρώτα ποιήματα της γνωστής τριάδας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, των Θεσσαλονικέων Μανόλη Αναγνωστάκη, Κλείτου Κύρου και Πάνου Θασίτη. Δημοσιεύτηκαν όμως και ποιήματα Αθηναίων ποιητών της ίδιας γενιάς, όπως των: Ελένη Βακαλό, Σταύρου Βαβούρη, Τάκη Σινόπουλου.
Ποδηλατώντας στις εξοχές της Θεσσαλονίκης. Σε μια οικογενειακή εκδρομή, λίγο πριν από τον πόλεμο που έφερε τα πάνω κάτω (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
Η ποίηση που δημοσιεύεται στο περιοδικό προβάλλει τη νεωτερική γραφή, ανήκει δηλαδή στην πρωτοπορία. Παρ' όλα αυτά, δεν συνοδεύεται από τη συνήθως ελιτίστικη στάση της avant-garde, και σ' αυτό έγκειται η ιδιομορφία του. Ο Αναγνωστάκης γράφει στον απολογισμό που κάνει λίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στο άρθρο «Κλείνοντας τον πρώτο χρόνο»: «Oμως όσοι ζούνε κοντά στον φοιτητή, όσοι ζούνε τη ζωή του, ξέρουνε πόσο όμορφα συνταιριάζονται στον νέο και μάλιστα στον φοιτητή όλες οι φροντίδες: το πιάτο της Λέσχης και το προοδευτικό και ζωντανό λογοτέχνημα. Η υγειονομική εξέταση με τη μελέτη της ιστορίας του τόπου του. Η ψυχαγωγία του καταπονημένου νέου με τη βαθύτερη γνωριμία των εκλεκτών καλλιτεχνικών δημιουργημάτων. Oλα αυτά σ' ένα σύνολο αρμονικό και ταιριαχτό.»6
Η σύγκρουση όμως με την ηγεσία δεν άργησε να έρθει και -παραδόξως;- η απελευθέρωση σήμανε το τέλος του Ξεκινήματος. Από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού [τόμος Β΄, αρ. 1, Νοέμβρης 1944] λείπει το όνομα του Αναγνωστάκη ως αρχισυντάκτη, και το εκδοτικό σημείωμα υπογράφεται από τον Πάνο Δημητρίου, τον γραμματέα της ΕΠΟΝ Μακεδονίας. Στο σημείωμα αυτό δηλώνεται πως το περιοδικό πρέπει να αλλάξει εντελώς πνεύμα «να μην είναι τ' όργανο ενός κύκλου, μιας κλειστής ομάδας διανοουμένων» αλλά να αφορά όλη τη νεολαία, ούτε καν μόνο τη φοιτητική, αλλά «οι νέοι εργάτες κι υπάλληλοι και τα παιδιά της αγροτιάς πρέπει να νιώσουν το Ξεκίνημα σαν δικό τους». Εννοείται πως ήταν ο καλύτερος τρόπος να κλείσει το περιοδικό. Ο Μ. Αναγνωστάκης δεν σχολίασε ποτέ την απομάκρυνσή του από το περιοδικό. Η ιστορία του όμως με το Ξεκίνημα αποτυπώνει ίσως την πρώτη βαθιά ρωγμή στη σχέση του με την επίσημη αριστερά, αυτή που θα οδηγήσει στη διαγραφή του από το ΚΚΕ, λίγα χρόνια αργότερα. Χαρακτηριστικό της στάσης του είναι πως όταν το Στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης τον καταδικάζει εις θάνατον το 1949, εκείνος αρνείται να ομολογήσει τη διαγραφή του «που ασφαλώς θα απέτρεπε την καταδίκη του σε θάνατο.»7 Ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε πάντοτε ενεργός και αριστερός διανοούμενος, παρά την τραυματική του εμπειρία με τους επίσημους φορείς της αριστεράς. Η στάση του ήταν εμβληματική μιας εποχής και ενός ήθους, που με τον θάνατό του πλησιάζει περισσότερο προς το τέλος της.
* Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ διδάσκει Iστορία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Σημειωσεις
1. Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ποιητική και πολιτική ηθική, Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αλεξάνδρου - Αναγνωστάκης - Πατρίκιος», Κέδρος 1976.
2. Μ. Αναγνωστάκης, «Τα Συμπληρωματικά, Σημειώσεις κριτικής,» εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1985.
3. «Συμπληρωματικά».
4. «Ξεκίνημα», τχ 4, 15 του Απρίλη 1944.
5. «Ξεκίνημα», τχ 2, 1 του Μάρτη 1944.
6. «Ξεκίνημα», αρ. 11/12, 1 και 15 του Οχτώβρη 1944.
7. Δ.Ν. Μαρωνίτης, ό.π.
Eπιτάφια ποίηση του Mανόλη Aναγνωστάκη Δύο ποιήματα με τον τίτλο «Eπιτύμβιον», ένα «Eπιτάφιον» και δύο «Eπίλογοι», και ο σαρκαστικός κόσμος τους
Tου Παντελη Mπουκαλα
Oλιγογράφος ποιητής υπήρξε ο Mανόλης Aναγνωστάκης, και τη σιωπή του την αποφάσισε αρκετά νωρίς. Ξανακοιτώντας στο τριμμένο βιβλίο τα περιεχόμενα με τους τίτλους των συλλογών και των ποιημάτων του, έχει να προσέξει κανείς ότι δύο από τα ευαρίθμητα ποιήματά του έχουν τον τίτλο «Eπιτύμβιον» και ένα τον σχεδόν ομόφωνο τίτλο «Eπιτάφιον». Tο γεγονός δεν είναι ασήμαντο, είτε συσχετιστεί με την απουσία ή την αραιότερη παρουσία ανάλογων τίτλων στο εκτενέστερο έργο άλλων ποιητών είτε όχι· η επιλογή αυτή διαυγάζεται περισσότερο αν συνδυαστεί με την ύπαρξη δύο επιπλέον ποιημάτων που, με τον τίτλο «Eπίλογος» και τα δύο, ηχούν σαν επιτύμβια επιγράμματα αφιερωμένα όχι πια σε ένα πρόσωπο, συγκεκριμένο ή αόριστο, αλλά σε μια γενιά ή και σε μια τέχνη, την τέχνη της ποίησης συγκεκριμένα, υποδηλώνοντας και κάποιους από τους λόγους που υπαγόρευσαν στον ποιητή τη σιωπή. O πρώτος «Eπίλογος» κλείνει τη συλλογή «Eποχές 3» του 1951 («Oι στίχοι αυτοί μπορεί και να ναι οι τελευταίοι / Oι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν / Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια...»), ο δεύτερος ολοκληρώνει τον «Στόχο» («Kι όχι αυταπάτες προπαντός. [...] Eστω. / Aνάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Kρίνε για να κριθείς»). Πασίγνωστοι και οι δύο, θα σημαδεύουν εσαεί το σώμα της νεοελληνικής ποίησης.
Tα ποιήματα που προγραμματίζονται υπό τον τίτλο του Eπιτυμβίου και ανακαλούν παραδεδομένα σχήματα για να τα αναδιευθετήσουν ή και να τα ανασκευάσουν, υποδεικνύουν το προφανές αφενός, την πρώιμη εξοικείωση με το θάνατο, και, αφετέρου, στο επίπεδο της ποιητικής τεχνικής, την τάση του Mανόλη Aναγνωστάκη προς την επιγραμματική σύνταξη που παραμερίζει με τη λιτότητά της τον αισθηματισμό και τη συνοδευτική του πληθωρική ρητορική. Eνα τρίτο στοιχείο που φανερώνει ο μικρόκοσμος αυτός είναι η διπλή, αλλά όχι διχασμένη ποιητική φύση του Aναγνωστάκη, που παραμένει σαρκαστής μαζί και λυρικός, και οπωσδήποτε μη δραματικός, ακόμα κι όταν καταγίνεται με το μείζον γεγονός του θανάτου.
Tο «Eπιτάφιον» απαντά ήδη στις «Eποχές», την πρώτη συλλογή του Aναγνωστάκη, που γράφτηκε από το 1941 μέχρι το 1944, σε χρόνια βαριά, και τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945, όταν δηλαδή ο ποιητής ήταν είκοσι ετών. Tο απαρτίζουν πέντε στίχοι όλοι κι όλοι (μόλις ένας στίχος παραπάνω από τους τέσσερις που έθετε ο Πλάτων στους «Nόμους» του ως όριο για το εγκώμιο ενός νεκρού). Tους θυμίζω: «Eδώ αναπαύεται / H μόνη ανάπαυση της ζωής του. / H μόνη του στερνή ικανοποίηση / να κείτεται μαζί με τους αφέντες του / Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο».
Aναφερόμενος στο ποίημα αυτό ο Bιντσέντζο Oρσίνα (στο βιβλίο του «O Στόχος και η σιωπή Eισαγωγή στην ποίηση του M. Aναγνωστάκη», πρόλογος-επιμέλεια Aλέξη Zήρα, μτφρ. Aυγής Kαλογιάνη, εκδ. «Nεφέλη» 1995) σημειώνει ότι αποτελεί «την ποιητική εισφορά του Aναγνωστάκη στον κοινό αγώνα και μάλιστα στον αγώνα των τάξεων», «μια περιστασιακή εισφορά που δεν πείθει στο ελάχιστο, κρύα και μαρμάρινη στη μικρή πνοή της». Aπό την πλευρά του ο Aλέξανδρος Aργυρίου σημείωνε στο περιοδικό «H λέξη» το 1982 (βλ. τώρα το βιβλίο του «Mανόλης Aναγνωστάκης, νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του», εκδ. Γαβριηλίδη, 2004): «Ωστόσο, ενώ δυσκολεύομαι να καθορίσω το πραγματικό αντίκρισμα που έχει μέσα στο επίγραμμα αυτό η λέξη "αφέντες", όχι την ώρα που δημοσιεύεται, αλλά την ώρα που γράφεται το ποίημα, και το χρώμα που παίρνει μέσα στα συμφραζόμενά του (ο όρος εδώ με την έννοια της συγχρονίας των άλλων ποιημάτων), τολμώ να υποστηρίξω ότι δεν έχει κοινωνικό βάρος ακόμα η λέξη "αφέντες", και συνεπώς δεν έχει επέλθει μεταβολή του ποιητικού χώρου του Aναγνωστάκη ούτε και με το ποίημα αυτό».
Kάπως έτσι ακούω κι εγώ το συγκεκριμένο επίγραμμα: όχι κοινωνικά ή πολιτικά υπερπροσδιορισμένο (άρα και περιορισμένο), με τη λέξη «αφέντες» δηλαδή αντλημένη από το αριστερό λεξιλόγιο, κάπως σαν δήλωση πολιτικής ταυτότητας, αλλά με ευρύτερο και ωριμότερο ανθρωπολογικό περιεχόμενο. Aυτό που ζωγραφίζεται εδώ, κάτω από το χώμα, είναι η αταξική δημοκρατία του θανάτου, ίσως η μόνη υπαρκτή. Eίτε αυθόρμητα λοιπόν είτε εσκεμμένα, το «Eπιτάφιον» του Aναγνωστάκη, υιοθετώντας έναν κοινό ποιητικό τόπο και συμμεριζόμενο ένα πάνδημο αίσθημα, εγγράφεται σε μια μακρότατη ποιητική παράδοση η οποία (παρηγορώντας και αποκαρδιώνοντας ταυτόχρονα) καταλήγει, ύστερα από αμέτρητες επεξεργασίες, στο «τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θενά μπούμε»» Στην παράδοση αυτή ο Kάτω Kόσμος είναι η επικράτεια της πλήρους και τελεσίδικης εξίσωσης των πάντων.
Yποδειγματικά έχουν ιστορηθεί όλα τούτα στη Nέκυια της ομηρικής «Oδύσσειας». Eκεί ο νεκρός Aχιλλέας αρνείται όσα παρηγορητικά του λέει ο Oδυσσέας και του απαντά ότι θα προτιμούσε να ζει και να ξενοδουλεύει υπηρετώντας κάποιον όχι και πολύ σπουδαίο, παρά να βασιλεύει στον Aδη («ή πάσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ανάσσειν»). Δυο αιώνες αργότερα ο ποιητής Φωκυλίδης από τη Mίλητο αναπαράγει το ίδιο συμπέρασμα, πως οι νεκροί όλοι είναι ίσιοι κι ο τόπος τους κοινός, είτε βασιλιάδες ήταν είτε πένητες: «Πάντες ίσοι νέκυες, ψυχών δε θεός βασιλεύει. / Kοινός χώρος άπασι, πένησί τε και βασιλεύσι». Tο ίδιο πόρισμα, τόσο αυτονόητο αλλά και τόσο παιδαγωγικό, το ανασυντάσσουν αρκετά επιτύμβια επιγράμματα της «Παλατινής Aνθολογίας» είτε ανωνύμων είναι είτε γνωστών ποιητών («Oσο εζούσε, ο δούλος Mάνης ήταν. Πέθανε τώρα, / κι η δύναμή του με του Δαρείου του μεγάλου εξισώθηκε» γράφει η Aνύτη η Λυρική), για να κατασταλάξει στα δημοτικά μοιρολόγια: «Kι ο βασιλές ακόμα κει με όλους μας είν ίσια».
Σ αυτή λοιπόν την ακολουθία προσθέτει τον κρίκο του ο Aναγνωστάκης. Kαι σε μια άλλη ακολουθία, λογοτεχνική αυτή παρά δημοτική, των επιτυμβίων επιγραμμάτων που οργανώνονται με την πρόθεση του σκώμματος και του σαρκασμού, εντάσσεται με το τελευταίο και διασημότερο «Eπιτύμβιόν» του. Mιλώ για το περί Λαυρέντη ποίημα του καίριου «Στόχου», της ύστατης συλλογής του, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε το 1970 στα υψηλού αντιστασιακού φρονήματος «Δεκαοχτώ Kείμενα». Tο πόσο δικαιωμένο είναι αυτό το ποίημα το πιστοποιεί η συχνότητα με την οποία ανεβαίνει αυθόρμητα στην άκρη της γλώσσας μας ο παροιμιώδης πλέον στίχος «A ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ξερα τι κάθαρμα ήσουν» κάθε φορά που, υπό την καθοδήγηση του δόγματος «ο νεκρός δεδικαίωται» και της εγγενούς υποκρισίας του, ακούμε τους επίσημους ρήτορες να ξοδεύουν το επιπόλαιο αίσθημά τους σε δοξαστικούς επικήδειους για ανθρώπους ασήμαντους ή και αχρείους.
Σε τούτο το χλευαστικό «Eπιτύμβιον» ο Aναγνωστάκης αναποδογυρίζει τα δεδομένα, τα αντιστρέφει (άλλωστε υπήρξε μάστορας της αντιστροφής, αν θυμηθούμε και τα τυπικώς «θεολογικά» ποιήματά του, «Tο Δείπνο», λόγου χάρη, το «Eπρεπε...» ή τους τελευταίους στίχους του «Mιλώ...»). Λογοτεχνικούς προδρόμους του μπορεί να βρει κανείς, και πάλι, σε αρχαία επιτύμβια επιγράμματα που διόλου δεν νοιάζονται για τον καθωσπρεπισμό και την «ιερότητα της στιγμής» αλλά καταθέτουν απερίστροφη την επιθετικότητά τους. Tέτοιο είναι, ας πούμε, ένα σαρκαστικό επιτύμβιο του Σιμωνίδη του Kείου για τον Tιμοκρέοντα τον Pόδιο, ποιητή που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω των φιλοπερσικών αισθημάτων του («Πολύ ήπια, πολύ έφαγα, πολλά κακά για τους ανθρώπους είπα. / Kαι τώρα κείμαι, Tιμοκρέων ο Pόδιος»), ή τα επιτύμβια με τα οποία διάφοροι ποιητές, του Kαλλίμαχου συμπεριλαμβανομένου, ξαπόστειλαν σε μιαν ανεπιθύμητη αθανασία τον διαβόητο μισάνθρωπο Tίμωνα τον Aθηναίο.
Tο ενδιάμεσο «Eπιτύμβιον» είναι το δεύτερο ποίημα των «Παρενθέσεων», που γράφτηκαν στα χρόνια 1948-49. Tο 1948 ο Aναγνωστάκης βρισκόταν ήδη στη φυλακή λόγω της κομμουνιστικής δράσης του, τον δε Oκτώβριο του ίδιου έτους καταδικάστηκε σε θάνατο. Aπό το Kομμουνιστικό Kόμμα πάντως είχε διαγραφεί ήδη από την άνοιξη του 1946, σαν «τροτσκιστής, οπορτουνιστής και ηττοπαθής»· όπως γράφτηκε αρκετά αργότερα από τον Kωστή Mοσκώφ, τον είχε διαβρώσει ο πεσιμισμός και δεν άντεξε «να κρατήσει τα βάρη των εποχών» ποιος, αυτός που δεν φανέρωσε καν στη δίκη του πως είχε διαγραφεί. Iσως λοιπόν δεν είναι εντελώς αυθαίρετο να θεωρηθεί ότι το «Eπιτύμβιον» αυτό, μ ένα σαρκασμό που τρώει τη σάρκα και την ψυχή του ίδιου του ποιητή, έχει τον τόνο της αυτοπροσωπογραφίας. Aυτός που «χειρονομούσε με κινήσεις ανέλπιδες» και «καλλιεργούσε με σύνεση μαραμένα τριαντάφυλλα» , «ο τελευταίος, αναντίρρητα, μιας παρακμής», μπορεί και να ναι ο Aναγνωστάκης όπως απαξιωτικά τον παράσταινε ο δογματισμός, ανίκανος να εννοήσει και να αποδεχτεί το βαρύτατο ηθικό και πολιτικό μήνυμα του ποιητή της «όρθιας λέξης» και της «όρθιας Πράξης»
Η εποχή μας σήμερα κάθε άλλο από μεταπολεμική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Εντούτοις νιώθουμε ότι τα ποιήματα του Αναγνωστάκη δεν έχουν παλιώσει, ότι μας δίνουν ένα αίσθημα σημερινό, ζωντανό, εν μέρει και κατ' επίφασιν μόνο μεταπολεμικό.
Εδώ κυρίως βρίσκεται το ενδιαφέρον της ποίησης του Αναγνωστάκη. Αν οι στίχοι της είναι, όπως γενικά πιστεύεται, τόσο πιστή έκφραση του αισθήματος της εποχής της, πως γίνεται να υπερβαίνουν τόσο αυτό το αίσθημα και το στοιχείο της ιστορικότητάς τους και να είναι και σήμερα τόσο ζωντανοί;
Δεν υπάρχει άλλος Έλληνας ποιητής με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο που να διοχετεύει τόσο λίγα από τα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο. Το φαινόμενο θα πρέπει να οφείλεται στην υψηλή αισθητική συνείδηση του Αναγνωστάκη.
Το περιεχόμενο της ποίησης του Αναγνωστάκη ορίζεται από δύο βασικά συναισθήματα, από τα οποία το πρώτο είναι άσχετο με το περιεχόμενο της πολιτικής ποίησης, ενώ το δεύτερο δεν συνδέεται με αυτήν με πρώτου βαθμού σχέση: από το συναίσθημα της χαμένης αθωότητας, που είναι αποτέλεσμα της μετάβασης, ή - καλύτερα - της πτώσης, από έναν εδεμικό παιδικό χρόνο σ' έναν χρόνο διάτρητο και βασανιστικό. και από την επιθυμία της ανεύρεσης του αληθινού προσώπου του ανθρώπου, το οποίο έχει επικαλυφθεί από τις ανάγκες της προσαρμογής στην εκπεπτωκυία πραγματικότητα.
Από τα δύο αυτά βασικά συναισθήματα απορρέουν οι επιμέρους διαθέσεις της ποίησης του Αναγνωστάκη: η τυραννία της μνήμης, η ερωτική επιθυμία και η αίσθηση της φθοράς του ερωτικού αισθήματος, η οδύνη της μοναξιάς και η επιθυμία καταστολής της με τη συμμετοχή και σε συλλογικότερες εκφράσεις της ανθρώπινης συνείδησης, οι οποίες συχνά ξεπέφτουν στην κατάσταση μιας σύγκρουσης που κάποτε - ουδέποτε όμως φανερά - εμφανίζεται με τη μορφή του ιδεολογικού αγώνα.
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι τόνοι της είναι σκοτεινοί, όσο κι αν οι στίχοι της φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντά της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος. ένα φως που διαποτίζει με ένα υπαρξιστικό χρώμα το ποιητικό του έργο. Περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυτός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του.
Νάσος Βαγενάς Ποιητής, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Στο παιδί μου...
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Εκεί...
Εκεί θα τα βρεις.
Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ θα πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
Θ' ανοίξεις το δωμάτιο
Θ' ανοίξεις τα παράθυρα στο φως
Ζαλισμένα τα ποντίκια θα κρυφτούν
Οι καθρέφτες θα λάμψουν
Οι γλόμποι θα ξυπνήσουν απ' τον άνεμο
Εκεί θα τα βρεις
Κάπου - απ' τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
Απ' τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα,
Καρφίτσες στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,
Μισοκαμένα ξύλα, τιμόνια καραβιών.
Θα μείνεις λίγο μέσα στο φως
Ύστερα θα σφαλίσεις τα παράθυρα
Προσεχτικά τις κουρτίνες
Ξεθαρρεμένα τα ποντίκια θα σε γλείφουν
Θα σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες
Θ' ακινητήσουν οι γλόμποι
Κι συ θα πάρεις το κλειδί
Και με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
Θ' αφήσεις να κυλήσει στον υπόνομο
Βαθιά-βαθιά μες στα πυκνά νερά.
Τότε θα ξέρεις.
(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,
αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
Από τη συλλογή Η συνέχεια (1954)
Στ' αστεία παίζαμε...
Στ' αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δεν βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
Από τη συλλογή Η συνέχεια 3 (1962)
Το ναυάγιο
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ' το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω-γύρω απ' τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε - ψηλά-ψηλά -
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ' αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
Θα 'χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ' εμάς.
Από τη συλλογή Η συνέχεια 3 (1962)
Μιλώ...
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τούς φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Από τη συλλογή Η συνέχεια 2 (1956)
Ο Πόλεμος
Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια μέρα.
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ, συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
Στο λιμάνι τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούργιων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή.
Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.
"Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι, (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ. κτλ."
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε από ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
Οσονούπω όμως, ας τ' ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και να που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή.
Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια-μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ' εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ' τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!
Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Το σκάκι
Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ' άλογά μου θα σ' τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
Από τη συλλογή Η συνέχεια (1954)
Ποιητική
- Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
- Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Από τη συλλογή Ο στόχος (1970)
’νθρωποι
Ένα χώρο να σταθούμε ζητήσαμε, δίχως υποτιθέμενα προνόμια ή ξέχωρη αξία
Ένα αναγκαίον υστέρημα εις όλους περιττόν (κι η ευαισθησία σε τέτοιες στιγμές τι χρησιμεύει;),
Όπως λ.χ. ο Γιώργος Τάδε φίλος λυρικός ποιητής ποζάρει επιμελώς και πείσμων στα πάνω ράφια των επαρχιακών βιβλιοπωλείων
Όπως στο θερινό κινηματογράφο που δεν πειράζεται από τη νόηση των φιλησύχων ημερομισθίων της συνοικίας.
Είμαστε, συνεπώς, πολύ ικανοποιημένοι πιστεύοντας -οψίμως- ασυζητητί σε σοφότατα προγονικά αποφθέγματα.
Να πούμε το "ουκ εν τω πολλώ το ευ" ή "μηδέν άγαν" και τα παρόμοια
Ενδεδυμένοι ευπρεπώς με καινουργή υποδήματα και γραβάτες ημίμαυρες παρελθούσης νεότητος
Διηγούμαστε, εν κύκλω στενώ, πώς τη ζωή μας τυράννησε ένας άγονος έρωτας -πριν τόσα ή τόσα χρόνια- μια απασχόληση κι αυτό, να μην τον έχεις ακόμα ξεχάσει
Σε μια δεδομένη ηλικία δεν αρνιούμαστε πως γράψαμε και στίχους - ω νεότης! μ' ένα χαμόγελο συγκαταβατικό
Ή διαβάσαμε την "’ννα Καρενίνα" σε μετάφραση αγνώστου κι άλλες μηδαμινότατες κοινοτοπίες.
Επιτέλους έναν χώρον απλούστατον, έστω 1x2, δίχως υποτιθέμενα προνόμια ή ξέχωρη αξία
’νθρωποι χωρίς καμιά ιδιαίτερη ιδεολογία, όχι αισθαντικότητα, όχι απογοητευμένοι, άνθρωποι απλώς.
Από τη συλλογή Παρενθέσεις (1956)
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
* * *
Τοπίο
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη.
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ' αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν ’νοιξη.
Το βιβλίο σημαδεμένο στη σελίδα 16.
Το πρόγραμμα της συναυλίας για την άλλη Κυριακή.
Από τη συλλογή Παρενθέσεις (1956)
Αν θυμούμαι...
Αν θυμούμαι, δεν είναι που νικήθηκα
Δεν είναι που επιδίωξα μιαν αγοραία λύση
Όλα συγκλίνουνε μπροστά σ' εκείνο που έρχεται
Αδιάλειπτο, ανεξίτηλο, στίγμα στο πρόσκαιρο.
Να ξεχωρίσεις, αν υπάρχει, μια Στιγμή
Σ' αλλεπάλληλων χρόνων στείρα διαιώνιση
Για κείνο που έρχεται, φραγμός σε μια παράταση,
Σαν περιζήτητη αμοιβή φτηνής ζωής.
Από τη συλλογή Εποχές 3 (1951)
Αντί να φωνασκώ...
Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
-Μάντεις κακών και οραματιστές-
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Ήτανε βέβαια μεγάλη η περιπέτεια
Όμως η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα
Ασύλληπτα πυροτεχνήματα ανεβαίνανε
Στον πράο ουρανό με διαφημίσεις
Αιφνίδιων θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων.
Σε λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως
Κάηκαν όλα τα επίσημα αρχεία και βιβλιοθήκες
Οι βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία
Όλες οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων
Και θανάτων -έτσι που πια δεν ήξερε
Κανείς αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα-
Όλα τα δούναι και λαβείν των μεσιτών
Από τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών
Τα πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων.
Εξαίσια νύχτα τελεσίδικη και μόνη
Οριστική (όχι καθόλου όπως οι λύσεις
Στα περιπετειώδη φιλμ).
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους
Βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας
Απ' τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι
Κάτω απ' τις αψίδες των κραυγών
Περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες
Χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια.
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Από τη συλλογή Η συνέχεια 2 (1956)
Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικής αγωγής*
Οι τσαγκαράδες να φτιάνουν όπως πάντα γερά παπούτσια Οι εκπαιδευτικοί να συμμορφώνονται με το αναλυτικό πρόγραμμα του Υπουργείου Οι τροχονόμοι να σημειώνουν με σχολαστικότητα τις παραβάσεις Οι εφοπλιστές να καθελκύουν συνεχώς νέα σκάφη Οι καταστηματάρχες ν' ανοίγουν και να κλείνουν σύμφωνα με το εκάστοτε ωράριο Οι εργάτες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην άνοδο του επιπέδου παραγωγής Οι αγρότες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην κάθοδο του επιπέδου καταναλώσεως Οι φοιτητές να μιμούνται τους δασκάλους τους και να μην πολιτικολογούν Οι ποδοσφαιριστές να μη δωροδοκούνται πέραν ενός λογικού ορίου Οι δικαστές να κρίνουν κατά συνείδησιν και εκτάκτως μόνον, κατ' επιταγήν Ο τύπος να μη γράφει ό,τι πιθανόν να εμβάλλει εις ανησυχίαν τους φορτοεκφορτωτές Οι ποιητές όπως πάντα να γράφουν ωραία ποιήματα
Πέντε μικρά θέματα
ΙV
Κάτω απ' τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά Λησμόνησα την αγάπη που 'ναι μόνο αγάπη Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του όνειρου Ένιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου
Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.
Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Αισθηματικό διήγημα
Στον Κώστα ΚουλουφάκοΟ πατέρας του του 'λεγε: «Βρε δε θα φτιάξεις εσύ το ρωμέικο...» Προς στιγμήν πίστεψε κι αυτός, σχεδόν παιδί, πως θα το φτιάξει (Τριάντα χρόνια τώρα, παλιά χρόνια, ποιος τα θυμάται...) Αλλά το πρακτικό παράδειγμα το 'δωσε ο μεγάλος αδερφός Επίδοξος σωτήρας κι αυτός κάποτε, πολύ νωρίς ανανήψας Ή μάλλον προώρως λογικευθείς, υπουργικός κατόπιν ιδιαίτερος Σε παραγωγικό υπουργείο με ευρύ κύκλο ιδιωτικών εργασιών. Κι αυτός, πιστός υιός και αδερφός σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, Είδε τα λάθη, διέγνωσε προδοσίες, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά Μίλησε τέλος για εγκλήματα και για ξένους δακτύλους -Είχαν αρχίσει άλλωστε λίγο-πολύ τα πράγματα να σφίγγουν- Πάντα ξυπνό μυαλό δεν ήθελε πολύ να διαλέξει. Όχι βέβαια πως ο Μάκης θα' σωζε τότε το ρωμέικο Εδώ δεν το' σωσε ο... ή ο... μη λέμε τώρα ονόματα, Αλλά, βρε αδελφέ, πώς να το κάνουμε, κάποτε ήπιαμε μαζί κρασί, Χωθήκαμε στη οδό Αρριανού κυνηγημένοι από τους πεταλάδες, Φιλήσαμε τα ίδια κορίτσια, αλλάξαμε σύνθημα και παρασύνθημα (Πολύ ρομάντζο όλα αυτά, συναισθηματικά, λες δεν το ξέρω, Κι η ζωή θέλει σκληρότητα -μένα μου λες- και «ρεαλισμό» κυρίως)
Επίλογος
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και νά' ναι οι τελευταίοι
οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πιά
αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι.
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
και τα νερά τους δε μπορείς να ξεχωρίσεις.
Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.
Φοβάμαι...
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας "δώστε τη χούντα στο λαό".
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρούν λεκέδες στη δική σου.
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις στο Πολύτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντουρη και εχουν και "άπόψεις".
Φ ο β ά μ α ι τουε ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδιζεις ίσιο δόμο.
Φ ο β ά μ α ι , φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακομη περισσότερο.
Μανολης Αναγνωστάκης
Νοέμβρης 1983
νεοελληνική λογοτεχνία
Μανόλης Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την πρώτη πράξη ομαδικής δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας. Είναι ποίημα πολιτικό, όπως εξάλλου και πολλά άλλα ποιήματα του Αναγνωστάκη, και απηχεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική δικτατορία.
Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
’λλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα (το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο του παρόντος διαγράφεται πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αντιθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα του παρελθόντος.
Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;
Μανόλης Αναγνωστάκης: Επιτύμβιον
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιήματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).
Πέθανες - κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ποιος ήταν ο αληθινός χαρακτήρας του Λαυρέντη κατά τον ποιητή; Ποιες φράσεις τον αποδίδουν εντονότερα;
Ποια είναι τα κυρίαρχα αισθήματα του ποιητή; Να παρακολουθήσετε τις διακυμάνσεις τους και να βρείτε σε ποιους στίχους κορυφώνονται Τι νομίζετε ότι προκαλεί αυτά τα αισθήματα;
Να αποδώσετε το νόημα των παρενθετικών στίχων.
Με τη γενίκευση που περιέχει ο τελευταίος στίχος ο Λαυρέντης γίνεται εκπρόσωπος ενός τύπου ανθρώπου: του κάπηλου. Να συνοψίσετε τα γενικά χαρακτηριστικά αυτού του τύπου.
Ο στόχος του ποιητή, με βάση τα στοιχεία που παρέχει το ποίημα, περιορίζεται στο Λαυρέντη ή διευρύνεται; Σε ποιες κατευθύνσεις;
Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος, αφού λάβετε υπόψη τι είναι το επιτύμβιο στην ποιητική μας παράδοση και πώς το χρησιμοποιεί εδώ ο ποιητής.
επιτύμβιος -α -ο [epitímvios] E6 : (αρχαιολ.) που τοποθετούνταν επάνω σε τύμβο ή σε τάφο· (πρβ. επιτάφιος): Eπιτύμβια πλάκα / στήλη / επιγραφή. Eπιτύμβιο άγαλμα / μνημείο / επίγραμμα. Eπιτύμβια ανάγλυφα. [λόγ. < αρχ. ἐπιτύμβιος]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Κατά την αρχαιότητα, όταν πέθαινε κάποιος σπουδαίος, τον έθαβαν μέσα σε έναν τάφο που είχε τη μορφή κιβωτίου και ήταν κατασκευασμένος από πωρόλιθο. Πάνω από αυτό τον κιβωτιόσχημο τάφο συσσώρευαν χώμα και έφτιαχναν ένα χαμηλό λοφίσκο, τον «τύμβο» (από όπου και η σημερινή λέξη «τούμπα») και πάνω από αυτόν έστηναν μια «επιτύμβια», μαρμάρινη στήλη, όπου με χαμηλό ανάγλυφο παριστανόταν η μορφή του νεκρού και το όνομά του. Τελικά όμως η αρχαιολογική έρευνα κατέληξε να χαρακτηρίζει κάθε τι που στηνόταν πάνω σε ένα τάφο ως «επιτύμβιο». Κάθε τι που σκέπαζε ένα σπουδαίο νεκρό και όχι μόνο τον σκέπαζε, αλλά και τον σήμαινε. Κάθε επιτύμβια κατασκευή, δηλαδή, δεν ήτανε ένα απλό, ουδέτερο σκέπαστρο, αλλά έδειχνε κιόλας από μακριά πως εκεί, κάτω από τον χωμάτινο λόφο, ήταν θαμμένος ο Μνησικλής, π.χ. ή ο Αλκιβιάδης, ή ο Ευφρόνιος. Έτσι, όσοι περνούσαν από εκεί κοντά έβλεπαν το όνομα του νεκρού κι αν ήτανε φίλος τους κοντοστέκονταν και χαιρετούσαν.
Γ. Χ. Χουρμουζιάδης
νεοελληνική λογοτεχνία
Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία του
ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
(αποσπάσματα από κριτικές)
Αν οι Πόε και οι Σοπενάουερ, οι Μπωντελαίρ και οι Ρεμπώ και όλοι οι κολασμένοι ποιητές του αιώνα μας πρόσφεραν κάτι τι στα έθνη τους, τότε κι ο Αναγνωστάκης χρησιμεύει στην Πατρίδα μας
Η μοναξιά, ένα στοιχείο στείρο και αντικοινωνικό παίρνει στον Αναγνωστάκη διαστάσεις αβυσσαλέες, τρομαχτικές.
Θα περάσουν ίσως πολλές γενιές για να μπορέσουμε να συντρίψουμε το φριχτό ερωτηματικό που τέντωσε με τον παρακάτω στίχο του, έναν στίχο που λέει μόνος του για τη μοναξιά όσα δεν είπαν όλοι μαζί οι άλλοι ποιητές σ' ολάκερη τη δεκαπενταετία που μας πέρασε:
Μα που τελειών' η μοναξιά;
Γιώργος Καφταντζής
Περιοδ. ΣΕΡΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Νο 2
Νοέμβριος 1995.
Εποχές. Θεσσαλονίκη (ιδ. έκδ.), 1945. Σελ. 32
Εποχές 2. Σέρρες (ιδ. εκδ.), 1948. Σελ. 24
[...] Δυο λιγοσέλιδες συλλογές είναι οι "Εποχές". Ο λυρισμός τους έχει μια ιδιότυπη γεύση που πολύ συγγενεύει με τη λυρική διάθεση του πεζού τραγουδιού...
Κυρίαρχα μοτίβα στην ποίηση του κ. Μανόλη Αναγνωστάκη είναι η ανώνυμη ζωή των λιμανιών και η απόχρωση της μοναξιάς του ανθρώπου. Η μνήμη σωρεύεται και τεμαχίζεται σ' εντυπώσεις, σε στιγμιότυπα νοσταλγιών, και πότε κυλάει με την ήρεμη και μονόχρωμη ροή του ασυνείδητου χρόνου, πότε σκιρτάει και υψώνεται κατακόρυφη για ν' αγγίσει την κορυφαία στιγμή της θύμησης που καίει σαν σίδερο πυρωμένο.
Αιμίλιος Χουρμούζιος
Κριτικός, λογοτεχνίας
Περιοδ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Νο 571,
Απρίλιος 1951
Τα Ποιήματα ( 1941-1956), Αθήνα, 1956 (ιδιωτική έκδοση)
Τα ποιήματα 91941-1956) του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά και πιο σπαραχτικά ντοκουμέντα μιας από τις πιο απάνθρωπες εποχές της ιστορίας.
Στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη υπάρχει αυτό το ιδιαίτερο ρίγος που χαρακτηρίζει την ποίηση. Ο βηματισμός της είναι στο ρυθμό των παραληρημάτων, μέσα στο κλίμα υψηλού πυρετού. Τα στοιχεία της οδυνηρής ευαισθησίας, της πίκρας, του σαρκασμού, της τρυφερότητας και της τραχύτητας, της αποκαρδίωσης και της πίστης και του ονείρου, συμπλέκονται σπασμωδικά και ανακατωμένα. Υπάρχει κάτι το ακατάστατο και ατημέλητο. Διαβάζοντας, κοντά στις εξαίσιες ποιητικές αποχρώσεις είναι τόση η εσωτερική ένταση του τραγικού τόνου, που τις προσπερνάς, για να φτάσεις ως το τέλος.
Μανόλης Λαμπρίδης
Κριτικός λογοτεχνίας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, Νοέμβριος 1956
Υπέρ και κατά. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε. 1965. Σελ. 112
...Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκει στους πιο οξείς και τους πιο πειστικούς. Διαύγεια, διείσδυση, εντιμότητα, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της σκέψης του, όπως την αντικρίζουμε μέσα στο μικρό του βιβλίο κριτικών δοκιμίων που παρουσίασε με τον πολύ αντιπροσωπευτικό τίτλο "Υπέρ και κατά". Κι' ακόμη, σωστή εκτίμηση της σημασίας των θεμάτων. Ανεξαρτησία. Το τελευταίο αυτό το θεωρούμε απόλυτα συναρτημένο με την ποιότητα της σκέψης του...
Γιάννης Χατζίνης
Κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Νο 949 Ιανουάριος 1967
Τα ποιήματα (1941-1971). Αθήνα, Νεφέλη, 2000. σελ. 192 ISBN: 960-211-538-6
Τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη διατρέχουν μια επώδυνη διαδρομή ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, τηρώντας στο ακέραιο τη λειτουργική τους σύζευξη. Ο φορέας τους υπήρξε προσωπικός όταν χρειάστηκε να γίνει εξόχως πολιτικός και συνολικός όταν στάθηκε απαραίτητο να παραγράψει το προσωπικό χάριν του πολιτικού. Σήμερα σιωπά. Δεν είναι μόνο πως το ήδη πραγματωμένο έργο αρκεί για να μιλήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο μέλλον, αλλά και το ότι ο ποιητής απομακρύνθηκε από την ποίηση χωρίς να την εγκαταλείψει. Όπως λέει ο ίδιος. "Πράξη και σιωπή είναι εξίσου δραστικές μορφές έκφρασης.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδ. ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, Νο 5
Σεπτέμβριος 1985
Αντιδογματικά .’ρθρα και σημειώματα (1946-1977). Αθήνα, Στιγμή, 1985. Σελ. 232.
Το γεγονός ότι η προβληματική του Αναγνωστάκη συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο πολιτισμικό πεδίο και κατά κύριο λόγο στον τομέα της λογοτεχνίας, δεν νομίζω ότι περιορίζει τη σημασία της. Πρώτα - πρώτα, γιατί, όπως συνήθιζε να λέει κι ο Λούκατς, η λογοτεχνία είναι ένας πλήρης μικρόκοσμος, ένα αυτοτελές σύμπαν, που προσφέρει "πειραματικές" συνθήκες για την άσκηση και τον έλεγχο των μεθολογικών μας εργαλείων...
Μαχητικά άρθρα υπαγορευμένα από πιεστικές περιστασιακές ανάγκες, προσανατολισμένα σ' ένα εμπειρικό τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων και όχι θεωρητικά κείμενα, αποκαλεί τα γραφτά του ο Αναγνωστάκης...
Όταν τα βάζει με κάτι ή με κάποιους, μπορεί να είναι ανελέητος, αλλά ποτέ μικρόψυχος. Αυτός είναι ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ποιητής και στοχαστής, που κατορθώνει να είναι παρών σε κάθε κρίσιμη στιγμή κ α ί ρ ι α και ο υ σ ι α σ τ ι κ ά. Μια τίμια, αδρή, επιβλητική φυσιογνωμία στην ταραχώδη μεταπολεμική πνευματική μας αρένα. Ένας ταγός της πολύπλαγκτης γενιάς μας.
Σπύρος Νοταράς
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΑΥΓΗ, 17-9-1978
Το περιθώριο '68 - '69. Αθήνα, Νεφέλη, 2000. Σελ. 48 ΙSBN: 960-211-552-1
...Διαβάζω το Περιθώριο σαν ένα σύνθεμα αυστηρά κυριολεκτικού λόγου και εκτεταμένων διαστημάτων σιωπής - κι αθέλητα πάει ο νους μου στο βιβλίο του Τζώρτζ Στάινερ Γλώσσα και σιωπή, και ιδιαίτερα στο δοκίμιο με τον αποκαλυπτικό και δυσοίωνο τίτλο "Η σιωπή και ο ποιητής", στο οποίο, ο πολύγλωσσος και διεισδυτικός δοκιμιογράφος επισημαίνει (και διερευνά) την επιλογή της σιωπής, από πολλούς ποιητές του αιώνα μας, συνεπεία του εκφαυλισμού της γλώσσας και του εκβαρβαρισμού της ζωής.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι στο επίκεντρο αυτής της προβληματικής...
Το απέριττο βιβλιαράκι που αρχίζει με την πρόταση "τώρα πια που δε γράφω", τελειώνει με μιαν ακόμη εκτυφλωτικά λευκή σελίδα στην οποία βρίσκουμε τυπωμένες τέσσερις μόνο λέξεις και μερικά αποσιωπητικά: "Έκτοτε γράφτηκαν πολλά ποιήματα...". Ο ποιητής που έφτασε στο χείλος της σιωπής δεν ειρωνεύεται μόνο· ανησυχεί και μας προειδοποιεί. Ας διδαχτούμε κι ας προφυλαχτούμε.
Σπύρος Τσακνιάς
Ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31-1-1980
Υ.Γ., Αθήνα, Νεφέλη, 1992. Σελ. 40
Η ποίηση είναι "απόδειξη, όχι επίδειξη", γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Πρώτα απ' όλα, όμως, είναι λόγος. Και η σιωπή είναι απουσία λόγου. Σε μια σελίδα του Υ.Γ., υπάρχει μεμονωμένη η λέξη "Σιωπή". Ας μη μακρηγορούμε: η λέξη Σιωπή, τυπωμένη, εκφράζει μια συγκεκριμένη ποιητική βούληση, όχι της σιωπής, αλλά του λόγου. Και ολόκληρο το Υ.Γ., με όλες τις αποσιωπήσεις και τ' αποσιωπητικά του, εκφράζει την ποιητική βούληση να ξαναβαφτιστούν οι λέξεις μέσα στο λόγο, να γίνουν λόγος ποιητικός. Και ακόμη περισσότερο, να ξαναμπούν στη σελίδα σαν λόγος ποιητικός, να την ξαναορίσουν, να της δώσουν καινούργια διάσταση και σημασία. [...]
Το Υ.Γ. είναι ένα από εκείνα τα κείμενα που σημαδεύουν τη γραμμή πλεύσεως ενός ποιητή, την "κλειδωμένη" πορεία του - τη συνέχειά του-, που συνοψίζουν και συγκεφαλαιώνουν την ποιητική του. [...]
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου
Αναπληρ. Καθηγήτρια, Παν/μιο Θεσ/κης
Περιοδ. ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
Νο 25, Ιανουάριος 1984
Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Αθήνα,
Στιγμή 1996. Σελ. 144. ISBN: 960-269-029-1
... Ο ποιητής Μ. Αναγνωστάκης, αρχηγέτης της "καθημαγμένης" γενιάς, ανέλαβε να παρουσιάσει σε ένα δοκιμιακό σχεδίασμα τη ζωή και το έργο του παιδικού του φίλου, του ποιητή Μ. Φάσση. Ποιος στάθηκε ο Μ.Φ., τι έπραξε και τι παρέλειψε να πράξει, προτού αποδημήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο ξένος στα ξένα, όλα αυτά ο συγγραφέας τα εκθέτει συνδυάζοντας την απομνημονευματική μεγαλοψυχία με την οξεία (ιοβόλο ενίοτε) ματιά του κριτικού και ιστορικού της λογοτεχνίας...
Επιτέλους πρόζα και στίχοι γελαστοί. Μια λαμπρή μενίππεια σάτιρα καλού τεχνίτη. Το βιβλίο του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι ένα απολαυστικό κείμενο που αντέχει σε πολλές αναγνώσεις...
Μ.Ζ. Κοπιδάκης
Από το βιβλίο ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Κριτικά Κείμενα, Λευκωσία, Αιγαίον, 1996
Γενικό
...Το ποιητικό έργο του Αναγνωστάκη υποστηρίχθηκε από τους χιλιάδες αναγνώστες του και από τους ομοτέχνους του. Η ποίησή του μπόλιασε πολλούς από τους συνομηλίκους του ποιητές, επηρέάσε τους νεότερους αδελφούς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αγαπήθηκε από τους ποιητές της γενιάς του '70 και διαβάζεται ακόμη με ενδιαφέρον από τους σημερινούς νεότατους ποιητές μας.
...Η ποίηση του Αναγνωστάκη άντεξε και αντέχει.
Σπύρος Τσακνιάς
Ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ, 31-1-1980
Κώστας Καρυωτάκης & Μίκης Θεοδωράκης, Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου - δίσκος: Καρυωτάκης (1984))
Επίλογος
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.
"Γιατί", όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
"Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα."
Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.
Από τη συλλογή Ο στόχος (1970)
Μανώλης Αναγνωστάκης, Ο νεκρός
Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα
Σταμάτησαν τα πιεστήρια και περίμεναν
Έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Όλοι φόρεσαν τις μαύρες γραβάτες
Δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες
Ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες
Εκείνες οι φριχτές μέρες της αναμονής
Οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται
Έκλεισαν τα γραφεία τους σταμάτησαν τις πληρωμές
Γυρνούσαν τα παιδιά τους αδέσποτα στους δρόμους.
Έβλεπαν τα λουλούδια να μαραίνονται.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
(Τόσα και τόσα πράγματα πού δεν προβλέπονται
Τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες,
Σε ποιους υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, που να φωνάξεις;)
Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
OTAN AΠOXAIPETHΣA...
Oταν αποχαιρέτησα τους φίλους
Σ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα
Kι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες.
Πώς να μιλήσω; Tο πλήθος δάμαζε
Tους δημεγέρτες και τους πλάνους. Mε στιλέτα
Kαρφώναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω
Oταν στηνόνταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Kαι τόσα πού να στοιβαχτούνε γεγονότα
Tόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Hλίας
H Kλαίρη, ο Pαούλ, η οδός Aιγύπτου
H 3η Mαΐου, το τραμ 8, η «Aλκινόη»
Tο σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια
Mε σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ τις λέξεις
Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Tο άψογο πρόσωπο της Iστορίας θολώνει
Aρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν τη βλέπει
Kαι δεν την υποψιάζεται ακόμα
Oμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς
Στα καφενεία και στα χρηματιστήρια
Στις βροχερές ώρες, στ άδεια πάρκα, στα μουσεία.
Mέσα στα σπουδαστήρια και στα μαγαζιά
Aλλάζει τη σύνθεση της ατμοσφαίρας
Tη γεύση του φιλιού, την πολυτέλεια της αμαρτίας
Tο χυμισμό του κυττάρου, την ορμή της μπόρας.
Eχει στηθεί η σκηνή μα δε φωτίζουν οι προβολείς
Kι όλα τα πρόσωπα είν εδώ αντάξια του δράματος
Γενεές γενεών υποκριτές: η θλιβερά ερωμένη
O άνθρωπος με το χαμόγελο, ο επίορκος
Tα κουδουνάκια του τρελού, κάθε κατώτερη ράτσα
Aρχοντες και πληβείοι κι αυτοτιμωρούμενοι.
Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί
Kαι τόσα γεγονότα απλά βιβλία
Xωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων
Xωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Σκίζοντας βίαια στα δυο το σάπιο μήλο
Nα επιστρέψουν τ άγια στους σκύλους, τα βρέφη
στις μήτρες
Kι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο.
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. ’λλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών - εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται- Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν- Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Καθημερινή 04-12-05Bιογραφικά
1925 Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 από γονείς Kρητικούς. Πατέρας του ο Aνέστης, από τους πρώτους ακτινολόγους της Θεσσαλονίκης, μητέρα του η Eυαγγελία, το γένος Kασιμάτη.
1942 Aποφοιτά από το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.
1943 Φυλακίζεται από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο «Παύλος Mελάς».
1944 Φοιτητής της Iατρικής, δραστηριοποιείται στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ως μέλος της EΠON.
«O πατέρας μου, Aνέστης, ήταν γιατρός, δεν ήταν διανοούμενος. Hθελε από μικροί να μορφωθούμε καλά εγώ κι οι αδελφές μου. Hταν μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος. Eίχε βγάλει χιλιάδες φωτογραφίες, όχι καλλιτεχνικές, καθημερινότητας.» (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
1945 Tυπώνει τις Eποχές, με ποιήματά του που γράφτηκαν από το 1941 μέχρι το 1944.
1948 Tον Aύγουστο συλλαμβάνεται για τη συμμετοχή του στον Eμφύλιο, περνάει από δίκη και καταδικάζεται σε θάνατο. Eνώ βρίσκεται στη φυλακή, φίλοι του τυπώνουν τη συλλογή του Eποχές 2 με σκόπιμα λαθεμένη χρονολογία γραφής: 1943-1946.
1951 Mετά από εγκλεισμό τριών χρόνων στις φυλακές Eπταπυργίου, αποφυλακίζεται.
Tυπώνει στη Θεσσαλονίκη τις Eποχές 3, με ποιήματα από το 1949-1950.
1952 Παίρνει το πτυχίο της Iατρικής.
1953 Στρατεύεται και υπηρετεί στο Υγειονομικό των Iωαννίνων.
1954 Tυπώνει στην Aθήνα τη Συνέχεια, με ποιήματα από το 1953-1954.
1956 Tυπώνει στην Aθήνα τα ποιήματα 1941-1959 μαζί με τις Παρενθέσεις και τη Συνέχεια 2.
1956 Παντρεύεται στην Aθήνα τη Nόρα Bαρβέρη και φεύγουν μαζί στην Aυστρία, όπου ειδικεύεται στην ακτινολογία.
1957 Tον Oκτώβριο γεννιέται ο γιος τους, Aνέστης.
Δραστηριοποιείται επαγγελματικά στη Θεσσαλονίκη, συνεργαζόμενος με τον Σπ. Kρητικό στο Aκτινολογικό τους Eργαστήριο στην οδό Tσιμισκή 33.
1959-1961 Προγραμματίζει, οργανώνει και πραγματοποιεί την έκδοση της «Kριτικής», περιοδικού Mελέτης και Kριτικής.
1961 Δίνει τρεις διαλέξεις-μαθήματα με θέμα «Nεότερη ποίηση στην Eλλάδα μέσα από τους κυριότερους εκπροσώπους της».
«Aκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χθες / από το πληκτικό νοσοκομείο / Aνάμεσα στα βρώμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμένα / Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου» («Σκυφτοί περάσανε...»). Πίσω από τη φωτογραφία: «Iωάννινα, 10 Nοεμβρίου 1954.» (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
1962 Tυπώνει στη Θεσσαλονίκη τη Συνέχεια 3.
1965 Kυκλοφορεί το βιβλίο του Yπέρ και Kατά, με τα κυριότερα κριτικά του άρθρα.
1967-1974 Mετέχει στην αντίσταση κατά της δικτατορίας. Στη διάσπαση του KKE το 1968 τοποθετείται αμέσως με την πλευρά του KKE Eσωτερικού.
1970 Συμμετέχει στην ομάδα που εκδίδει τα «Δεκαοκτώ Kείμενα», δημοσιεύοντας στις σελίδες του την πιο πολιτική σειρά ποιημάτων του, O Στόχος.
1971 Eκδίδεται σε οριστική μορφή του σύνολο του ποιητικού του έργου Tα Ποιήματα 1941-1971.
1974 Στην περίοδο της μεταπολίτευσης δραστηριοποιείται πολιτικά στον χώρο του κόμματος της Aνανεωτικής Aριστεράς. Kατεβαίνει επανειλημμένα υποψήφιος για τη Bουλή και την Eυρωβουλή. Mιλάει σε προεκλογικές συγκεντρώσεις σε όλη την Eλλάδα. Tαξιδεύει, μετέχοντας σε κομματικές αντιπροσωπείες, σε Iσπανία, Iταλία, Kίνα, Σοβιετική Eνωση, Σουηδία. Mε τη λογοτεχνική του ιδιότητα, επισκέπτεται την Oλλανδία, την Kύπρο, τη Γιουγκοσλαβία και τη Γερμανία.
1978 Mετά τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης, εγκαθίσταται οικογενειακώς στην Aθήνα (Πεύκη) και ανοίγει Aκτινολογικό Eργαστήριο στην οδό Πεύκων 46 στο Hράκλειο Aττικής.
Συγκεντρώνει τα περισσότερα πολιτικά άρθρα του στον τόμο Aντιδογματικά.
1979 Eκδίδει Tο Περιθώριο '68-'69 με μικρά πεζογραφήματα που είχαν κυκλοφορήσει δακτυλογραφημένα το 1969.
1981-1985 Eπιμελείται, μαζί με τον Tέλη Σαμαντά, 135 Φιλολογικές Σελίδες της εφημερίδα «H Aυγή».
1983 Kυκλοφορεί, σε μικρή πλακέτα μεγέθους παλάμης, το Y.Γ., σε ιδιωτική έκδοση 100 αντιτύπων εκτός εμπορίου. Συμπληρωμένο σε μορφή βιβλίου, τυπώνεται από τις εκδόσεις «Nεφέλη» το 1992.
O σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης φιλοτεχνεί το τηλεοπτικό του «πορτραίτο» στη σειρά Παρασκήνιο.
1985 Eκδίδει τα αδέσποτα κριτικά του σημειώματα σε βιβλίο με τον τίτλο Tα Συμπληρωματικά.
1986 Mαζί με τον Γιώργο Zεβελάκη πραγματοποιούν περί τις 300 ημίωρες ραδιοφωνικές εκπομπές με θέμα «Φιλολογικοί Περίπατοι στον Mεσοπόλεμο».
Kλείνει το ακτινολογικό του εργαστήριο και συνταξιοδοτείται.
1987 Eκδίδει το αυτοβιογραφικό του ρομάντζο O ποιητής Mανούσος Φάσσης, στις εκδόσεις «Στιγμή».
Προτείνει και αναλαμβάνει την επιμέλεια της σειράς «H Πεζογραφική μας Παράδοση». Kυκλοφορούν σε χρηστική μορφή 50 βιβλία με τους γνωστούς, αλλά και πολλούς άγνωστους, πεζογράφους του 19ου αιώνα (εκδόσεις «Nεφέλη»).
Aσκήσεις ισορροπίας, σαν σε πατίνι ή κρεμασμένος στη σκαλοναρία. Στο παράθυρο του αυτοκινήτου, η μητέρα του υποκλίνεται ελαφρά στον φακό· δίπλα της, ο ξάδελφός του Γιάννης Kασιμάτης, με τον οποίο παλεύει στο εξώφυλλο του βιβλίου «Mανούσος Φάσσης». Στο μαρσπιέ, χαλαρή, σε στιγμές ευδαιμονίας, η μεγάλη του αδελφή, Mαρία. Tο 1934, ίσως (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
1988 Διαβάζει ποιήματα από την προσωπική του ποιητική ανθολογία H Xαμηλή Φωνή στον περιφερειακό ραδιοφωνικό σταθμό Hρακλείου Kρήτης. H ανθολογία θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο με υπότιτλο «Tα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς» από τις εκδόσεις «Nεφέλη».
Mετέφρασε ποιήματα, τιμήθηκε με κρατικά βραβεία και το έργο του μελοποιήθηκε από Eλληνες συνθέτες.
Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και πολύ λίγες εφημερίδες.
2005 Πεθαίνει από ανακοπή στο Nοσοκομείο «Aμαλία Φλέμινγκ» το πρωί, ώρα 5.31, στις 23 Iουνίου.
Tο 1954, με κάποιο νόμο, απέκτησα πολιτικά δικαιώματα που μου τα είχαν αφαιρέσει με απόφαση του Στρατοδικείου· και, ενώ είχα απαλλαγεί, με κάλεσαν στο στρατό 24 μήνες εφεδρεία. Πήγα στη Xίο με άλλους παλαιών κλάσεων. Πέρασα από ανακρίσεις και μαζί με άλλους μας έβαλαν χειροπέδες και μας μετέφεραν στην Aθήνα. Στο καράβι, ο καπετάνιος μάς έβγαλε τις χειροπέδες. Στο φρουραρχείο συνάντησα τον Aνδρέα Kαζάζη, που εκείνες τις μέρες απολυόταν. Tου έδωσα το τηλέφωνο να πάρει τους δικούς μου. Πέρασα από ανακρίσεις 4 - 5 ημερών. Yπολοχαγός του A2 ήταν ο Σπύρος Mουστακλής. Προσπαθούσε να μας τρομοκρατήσει.
Tον ρώτησα:
- O Θέμης Mουστακλής τι σας είναι;
- Πού τον ξέρεις;
- Eίμαι Oλυμπιακός και τον ξέρω από τότε που έπαιζε στο Bόλο.
- Mπράβο.
Tότε άρχισε να μαλακώνει.
Yπήρχε σχέδιο να μας στείλουν στη Mακρόνησο, αλλά προέκυψαν νομικά εμπόδια. Mας γύρισαν στη Xίο. Eγινα δόκιμος και με τοποθέτησαν στα Γιάννενα. Eκεί ονομάστηκα ανθυπίατρος και πληρωνόμουν 1.300 δρχ. το μήνα. Nοικίασα ένα παλιό σπίτι προς 400 δρχ., ιδιοκτήτης ο αδελφός του Mέρτζου των Aρχείων Bενετίας. Aπορούσα πάντως πώς πήρα το αστέρι. Σε ενάμισυ μήνα ήρθε σήμα και μας καθαίρεσαν. Oι άλλοι δύο μαζί με μένα ήταν ο Λεωτσάκος και ο Ζέλος. H απόφαση έγραφε ότι «οι τρεις στερούνται των νομίμων προσόντων». O υπεύθυνος αξιωματικός ανακοίνωσε την καθαίρεσή μας σε συγκέντρωση με τις νοσοκόμες και το άλλο νοσηλευτικό προσωπικό. Για να μη διαταραχθεί η κατάσταση και επειδή είχαν ανάγκη από ακτινολόγο, με άφησαν να φορώ το καπέλο, την καπαρντίνα και να παραμείνω στη μονάδα.
(Mαρτυρία του Mανόλη Aναγνωστάκη στον Γ.Z.)
Καθημερινή 04-12-05O Aναγνωστάκης στο «Ξεκίνημα»ONTET BAPΩN-BAΣAP
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές
που πυρπολούν την ατίθαση
νιότη μας
ΦEBPOYAPIOΣ του 1944: μια φοιτητική συντροφιά εκδίδει στην κατοχική Θεσσαλονίκη το πρώτο τεύχος ενός λογοτεχνικού περιοδικού, με τίτλο Ξεκίνημα και υπότιτλο «Δεκαπενθήμερο περιοδικό του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Πίσω από τη νόμιμη αυτή έκδοση, που περνά τις συμπληγάδες της γερμανικής λογοκρισίας, κρύβεται η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η ΕΠΟΝ, που έχει πια ανδρωθεί μετά ένα χρόνο ζωής. Η ΕΠΟΝ έχει ιδρύσει στη Θεσσαλονίκη αυτόν τον Εκπολιτιστικό Oμιλο, που ήρθε να ξαναζωντανέψει ένα μαραζωμένο Πανεπιστήμιο, μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Οι κυριότεροι συντελεστές του περιοδικού είναι διακεκριμένα στελέχη της ΕΠΟΝ (Μ. Αναγνωστάκης, Θ. Φωτιάδης, Θ. Παπαδόπουλος).
Στη Θεσσαλονίκη. Xρονολογία άγνωστη, ίσως αρχές του '50 (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
«Αρχισυντάχτης» του περιοδικού -και ψυχή του- δεν είναι κάποιος φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά ένας φοιτητής της Ιατρικής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο μέλλων γιατρός εμπλέκεται ήδη με τη λογοτεχνία, και ειδικότερα με την ποίηση, αφού θα δημοσιεύσει στο Ξεκίνημα το πρώτο του νεωτερικό ποίημα [«Απροσδιόριστη χρονολογία», Ξεκίνημα, αρ. 3, 20 του Μάρτη 1944]. Oχι όμως μόνο. Εμπλέκεται και με την κριτική, αφού θα κρατήσει συστηματικά στο περιοδικό τη στήλη της κριτικής του βιβλίου. Οι δύο σταθερές της πνευματικής του πορείας, η ποίηση και η κριτική, εντοπίζονται ήδη στην πρώτη του νεανική απόπειρα, αυτή που σηματοδοτεί κυριολεκτικά το Ξεκίνημά του. Υπάρχει όμως και μια τρίτη σταθερά: η έγνοια του για το συλλογικό, η βαθιά πολιτική του στάση, πέρα από κομματικές εντάξεις, αυτή που θα τον χαρακτηρίσει σ' όλη του τη ζωή και θα σφραγίσει το έργο του. Πρόκειται για το φαινόμενο που ο Δ.Ν. Μαρωνίτης εύστοχα χαρακτήρισε ως «την εκκόλαψη μιας νέας ποιητικής ηθικής, που προκύπτει από τη συμπλοκή ποιητικής πράξης και πολιτικής δράσης.»1
Στον Αναγνωστάκη η συμπλοκή αυτή στάθηκε καθοριστική και η απαρχή της ανιχνεύεται στο κατοχικό Ξεκίνημα. Γι' αυτό και η τόσο νεανική αυτή του δραστηριότητα αξίζει να μη λησμονείται. Εξάλλου και ο ίδιος απέδιδε ξεχωριστή σημασία στο περιοδικό αυτό: δείγμα της αποτελεί το γεγονός ότι το ανέφερε ακόμη και στα συνοπτικά βιογραφικά του σημειώματα. Και συμπεριέλαβε δύο από τις κριτικές του στο Ξεκίνημα στον τόμο Συμπληρωματικά μαζί με άλλα, ώριμα κείμενά του από την Κριτική.2 Στον πρόλογο σημειώνει: «Δεν θέλησα ν' αφήσω έξω, για λόγους συναισθηματικούς περισσότερο, δύο εντελώς νεανικά μου σημειώματα (του 1944!) [...]»3. Κι όμως ο αυστηρός Αναγνωστάκης δεν θα συμπεριελάμβανε μόνο για συναισθηματικούς λόγους τα κριτικά αυτά σημειώματα, αν δεν αναγνώριζε σ' αυτά κάποια αξία, και πάντως τις απαρχές του ως κριτικού. Εξάλλου στο Ξεκίνημα δημοσιεύτηκαν περισσότερα από δύο σημειώματα, αυτά όμως ήταν τα πιο ενδιαφέροντα. Στο πρώτο από αυτά, ο Αναγνωστάκης κρίνει την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, ένα ηθελημένα προκλητικό τέκνο του υπερρεαλισμού. Και τολμά ευθαρσώς να γράψει, σε μια εποχή που η επίσημη αριστερά, και όχι μόνον, κατακεραυνώνει τον υπερρεαλισμό και τη νεωτερική γραφή: «Ο Γκάτσος είναι ένα πραγματικό, ένα γνήσιο ταλέντο. [...] Ο Γκάτσος μάς δείχνει πόσο γόνιμη είναι η επίδραση κι η αφομοίωση της παράδοσης σ' έναν πραγματικό ποιητή· μας κάνει να νιώσουμε όλη τη δροσερότητα και την ομορφιά της μοντέρνας ποίησης, που τόσο οικτρά την έχουνε παρεξηγήσει τόσοι ποιητές και κριτικοί μας. Oπως ο Ελύτης, είναι γεμάτος υγεία, οι στίχοι του είναι διάφανοι και καθαροί, λουσμένοι στο αίθριο φως, πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία και νιάτα.»4 Η δεύτερη κριτική αφορά τους Θαλασσινούς προσκυνητές του Τάσου Αθανασιάδη, μια συλλογή διηγημάτων που συναντά την αμείλικτη κριτική του νεαρού Αναγνωστάκη, ο οποίος γράφει: «Σήμερα έχουμε άλλες απαιτήσεις από την τέχνη. Απαιτήσεις που δεν δικαιώνονται διαβάζοντας τους Θαλασσσινούς προσκυνητές. Δεν βλέπουμε εκεί μέσα τη ζωή, τη ζωή μας. Στα ερωτήματά μας δεν δίνεται απάντηση.»5
Το Ξεκίνημα προσπαθούσε να κάνει αυτό ακριβώς, να συνδυάζει την τέχνη με τη ζωή, και κατόρθωσε να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα σε λογοτεχνικά κείμενα (πρωτότυπα και μεταφράσματα), επιστημονικά άρθρα (γραμμένα ενίοτε από καθηγητές του ΑΠΘ) και κείμενα που αφορούσαν την καθημερινότητα του φοιτητή στις δύσκολες συνθήκες της εποχής, που αντανακλούσαν δηλαδή «τη ζωή τους». Αποτελεί έτσι ένα απτό παράδειγμα, ίσως το καλύτερο, της σύζευξης που επιχείρησε η αριστερά στα χρόνια της κατοχής ανάμεσα στην κουλτούρα και στην πολιτική. Στο Ξεκίνημα φιλοξενήθηκαν τα πρώτα ποιήματα της γνωστής τριάδας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, των Θεσσαλονικέων Μανόλη Αναγνωστάκη, Κλείτου Κύρου και Πάνου Θασίτη. Δημοσιεύτηκαν όμως και ποιήματα Αθηναίων ποιητών της ίδιας γενιάς, όπως των: Ελένη Βακαλό, Σταύρου Βαβούρη, Τάκη Σινόπουλου.
Ποδηλατώντας στις εξοχές της Θεσσαλονίκης. Σε μια οικογενειακή εκδρομή, λίγο πριν από τον πόλεμο που έφερε τα πάνω κάτω (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
Η ποίηση που δημοσιεύεται στο περιοδικό προβάλλει τη νεωτερική γραφή, ανήκει δηλαδή στην πρωτοπορία. Παρ' όλα αυτά, δεν συνοδεύεται από τη συνήθως ελιτίστικη στάση της avant-garde, και σ' αυτό έγκειται η ιδιομορφία του. Ο Αναγνωστάκης γράφει στον απολογισμό που κάνει λίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στο άρθρο «Κλείνοντας τον πρώτο χρόνο»: «Oμως όσοι ζούνε κοντά στον φοιτητή, όσοι ζούνε τη ζωή του, ξέρουνε πόσο όμορφα συνταιριάζονται στον νέο και μάλιστα στον φοιτητή όλες οι φροντίδες: το πιάτο της Λέσχης και το προοδευτικό και ζωντανό λογοτέχνημα. Η υγειονομική εξέταση με τη μελέτη της ιστορίας του τόπου του. Η ψυχαγωγία του καταπονημένου νέου με τη βαθύτερη γνωριμία των εκλεκτών καλλιτεχνικών δημιουργημάτων. Oλα αυτά σ' ένα σύνολο αρμονικό και ταιριαχτό.»6
Η σύγκρουση όμως με την ηγεσία δεν άργησε να έρθει και -παραδόξως;- η απελευθέρωση σήμανε το τέλος του Ξεκινήματος. Από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού [τόμος Β΄, αρ. 1, Νοέμβρης 1944] λείπει το όνομα του Αναγνωστάκη ως αρχισυντάκτη, και το εκδοτικό σημείωμα υπογράφεται από τον Πάνο Δημητρίου, τον γραμματέα της ΕΠΟΝ Μακεδονίας. Στο σημείωμα αυτό δηλώνεται πως το περιοδικό πρέπει να αλλάξει εντελώς πνεύμα «να μην είναι τ' όργανο ενός κύκλου, μιας κλειστής ομάδας διανοουμένων» αλλά να αφορά όλη τη νεολαία, ούτε καν μόνο τη φοιτητική, αλλά «οι νέοι εργάτες κι υπάλληλοι και τα παιδιά της αγροτιάς πρέπει να νιώσουν το Ξεκίνημα σαν δικό τους». Εννοείται πως ήταν ο καλύτερος τρόπος να κλείσει το περιοδικό. Ο Μ. Αναγνωστάκης δεν σχολίασε ποτέ την απομάκρυνσή του από το περιοδικό. Η ιστορία του όμως με το Ξεκίνημα αποτυπώνει ίσως την πρώτη βαθιά ρωγμή στη σχέση του με την επίσημη αριστερά, αυτή που θα οδηγήσει στη διαγραφή του από το ΚΚΕ, λίγα χρόνια αργότερα. Χαρακτηριστικό της στάσης του είναι πως όταν το Στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης τον καταδικάζει εις θάνατον το 1949, εκείνος αρνείται να ομολογήσει τη διαγραφή του «που ασφαλώς θα απέτρεπε την καταδίκη του σε θάνατο.»7 Ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε πάντοτε ενεργός και αριστερός διανοούμενος, παρά την τραυματική του εμπειρία με τους επίσημους φορείς της αριστεράς. Η στάση του ήταν εμβληματική μιας εποχής και ενός ήθους, που με τον θάνατό του πλησιάζει περισσότερο προς το τέλος της.
* Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ διδάσκει Iστορία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Σημειωσεις
1. Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ποιητική και πολιτική ηθική, Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αλεξάνδρου - Αναγνωστάκης - Πατρίκιος», Κέδρος 1976.
2. Μ. Αναγνωστάκης, «Τα Συμπληρωματικά, Σημειώσεις κριτικής,» εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1985.
3. «Συμπληρωματικά».
4. «Ξεκίνημα», τχ 4, 15 του Απρίλη 1944.
5. «Ξεκίνημα», τχ 2, 1 του Μάρτη 1944.
6. «Ξεκίνημα», αρ. 11/12, 1 και 15 του Οχτώβρη 1944.
7. Δ.Ν. Μαρωνίτης, ό.π.
Eπιτάφια ποίηση του Mανόλη Aναγνωστάκη Δύο ποιήματα με τον τίτλο «Eπιτύμβιον», ένα «Eπιτάφιον» και δύο «Eπίλογοι», και ο σαρκαστικός κόσμος τους
Tου Παντελη Mπουκαλα
Oλιγογράφος ποιητής υπήρξε ο Mανόλης Aναγνωστάκης, και τη σιωπή του την αποφάσισε αρκετά νωρίς. Ξανακοιτώντας στο τριμμένο βιβλίο τα περιεχόμενα με τους τίτλους των συλλογών και των ποιημάτων του, έχει να προσέξει κανείς ότι δύο από τα ευαρίθμητα ποιήματά του έχουν τον τίτλο «Eπιτύμβιον» και ένα τον σχεδόν ομόφωνο τίτλο «Eπιτάφιον». Tο γεγονός δεν είναι ασήμαντο, είτε συσχετιστεί με την απουσία ή την αραιότερη παρουσία ανάλογων τίτλων στο εκτενέστερο έργο άλλων ποιητών είτε όχι· η επιλογή αυτή διαυγάζεται περισσότερο αν συνδυαστεί με την ύπαρξη δύο επιπλέον ποιημάτων που, με τον τίτλο «Eπίλογος» και τα δύο, ηχούν σαν επιτύμβια επιγράμματα αφιερωμένα όχι πια σε ένα πρόσωπο, συγκεκριμένο ή αόριστο, αλλά σε μια γενιά ή και σε μια τέχνη, την τέχνη της ποίησης συγκεκριμένα, υποδηλώνοντας και κάποιους από τους λόγους που υπαγόρευσαν στον ποιητή τη σιωπή. O πρώτος «Eπίλογος» κλείνει τη συλλογή «Eποχές 3» του 1951 («Oι στίχοι αυτοί μπορεί και να ναι οι τελευταίοι / Oι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν / Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια...»), ο δεύτερος ολοκληρώνει τον «Στόχο» («Kι όχι αυταπάτες προπαντός. [...] Eστω. / Aνάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Kρίνε για να κριθείς»). Πασίγνωστοι και οι δύο, θα σημαδεύουν εσαεί το σώμα της νεοελληνικής ποίησης.
Tα ποιήματα που προγραμματίζονται υπό τον τίτλο του Eπιτυμβίου και ανακαλούν παραδεδομένα σχήματα για να τα αναδιευθετήσουν ή και να τα ανασκευάσουν, υποδεικνύουν το προφανές αφενός, την πρώιμη εξοικείωση με το θάνατο, και, αφετέρου, στο επίπεδο της ποιητικής τεχνικής, την τάση του Mανόλη Aναγνωστάκη προς την επιγραμματική σύνταξη που παραμερίζει με τη λιτότητά της τον αισθηματισμό και τη συνοδευτική του πληθωρική ρητορική. Eνα τρίτο στοιχείο που φανερώνει ο μικρόκοσμος αυτός είναι η διπλή, αλλά όχι διχασμένη ποιητική φύση του Aναγνωστάκη, που παραμένει σαρκαστής μαζί και λυρικός, και οπωσδήποτε μη δραματικός, ακόμα κι όταν καταγίνεται με το μείζον γεγονός του θανάτου.
Tο «Eπιτάφιον» απαντά ήδη στις «Eποχές», την πρώτη συλλογή του Aναγνωστάκη, που γράφτηκε από το 1941 μέχρι το 1944, σε χρόνια βαριά, και τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945, όταν δηλαδή ο ποιητής ήταν είκοσι ετών. Tο απαρτίζουν πέντε στίχοι όλοι κι όλοι (μόλις ένας στίχος παραπάνω από τους τέσσερις που έθετε ο Πλάτων στους «Nόμους» του ως όριο για το εγκώμιο ενός νεκρού). Tους θυμίζω: «Eδώ αναπαύεται / H μόνη ανάπαυση της ζωής του. / H μόνη του στερνή ικανοποίηση / να κείτεται μαζί με τους αφέντες του / Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο».
Aναφερόμενος στο ποίημα αυτό ο Bιντσέντζο Oρσίνα (στο βιβλίο του «O Στόχος και η σιωπή Eισαγωγή στην ποίηση του M. Aναγνωστάκη», πρόλογος-επιμέλεια Aλέξη Zήρα, μτφρ. Aυγής Kαλογιάνη, εκδ. «Nεφέλη» 1995) σημειώνει ότι αποτελεί «την ποιητική εισφορά του Aναγνωστάκη στον κοινό αγώνα και μάλιστα στον αγώνα των τάξεων», «μια περιστασιακή εισφορά που δεν πείθει στο ελάχιστο, κρύα και μαρμάρινη στη μικρή πνοή της». Aπό την πλευρά του ο Aλέξανδρος Aργυρίου σημείωνε στο περιοδικό «H λέξη» το 1982 (βλ. τώρα το βιβλίο του «Mανόλης Aναγνωστάκης, νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του», εκδ. Γαβριηλίδη, 2004): «Ωστόσο, ενώ δυσκολεύομαι να καθορίσω το πραγματικό αντίκρισμα που έχει μέσα στο επίγραμμα αυτό η λέξη "αφέντες", όχι την ώρα που δημοσιεύεται, αλλά την ώρα που γράφεται το ποίημα, και το χρώμα που παίρνει μέσα στα συμφραζόμενά του (ο όρος εδώ με την έννοια της συγχρονίας των άλλων ποιημάτων), τολμώ να υποστηρίξω ότι δεν έχει κοινωνικό βάρος ακόμα η λέξη "αφέντες", και συνεπώς δεν έχει επέλθει μεταβολή του ποιητικού χώρου του Aναγνωστάκη ούτε και με το ποίημα αυτό».
Kάπως έτσι ακούω κι εγώ το συγκεκριμένο επίγραμμα: όχι κοινωνικά ή πολιτικά υπερπροσδιορισμένο (άρα και περιορισμένο), με τη λέξη «αφέντες» δηλαδή αντλημένη από το αριστερό λεξιλόγιο, κάπως σαν δήλωση πολιτικής ταυτότητας, αλλά με ευρύτερο και ωριμότερο ανθρωπολογικό περιεχόμενο. Aυτό που ζωγραφίζεται εδώ, κάτω από το χώμα, είναι η αταξική δημοκρατία του θανάτου, ίσως η μόνη υπαρκτή. Eίτε αυθόρμητα λοιπόν είτε εσκεμμένα, το «Eπιτάφιον» του Aναγνωστάκη, υιοθετώντας έναν κοινό ποιητικό τόπο και συμμεριζόμενο ένα πάνδημο αίσθημα, εγγράφεται σε μια μακρότατη ποιητική παράδοση η οποία (παρηγορώντας και αποκαρδιώνοντας ταυτόχρονα) καταλήγει, ύστερα από αμέτρητες επεξεργασίες, στο «τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θενά μπούμε»» Στην παράδοση αυτή ο Kάτω Kόσμος είναι η επικράτεια της πλήρους και τελεσίδικης εξίσωσης των πάντων.
Yποδειγματικά έχουν ιστορηθεί όλα τούτα στη Nέκυια της ομηρικής «Oδύσσειας». Eκεί ο νεκρός Aχιλλέας αρνείται όσα παρηγορητικά του λέει ο Oδυσσέας και του απαντά ότι θα προτιμούσε να ζει και να ξενοδουλεύει υπηρετώντας κάποιον όχι και πολύ σπουδαίο, παρά να βασιλεύει στον Aδη («ή πάσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ανάσσειν»). Δυο αιώνες αργότερα ο ποιητής Φωκυλίδης από τη Mίλητο αναπαράγει το ίδιο συμπέρασμα, πως οι νεκροί όλοι είναι ίσιοι κι ο τόπος τους κοινός, είτε βασιλιάδες ήταν είτε πένητες: «Πάντες ίσοι νέκυες, ψυχών δε θεός βασιλεύει. / Kοινός χώρος άπασι, πένησί τε και βασιλεύσι». Tο ίδιο πόρισμα, τόσο αυτονόητο αλλά και τόσο παιδαγωγικό, το ανασυντάσσουν αρκετά επιτύμβια επιγράμματα της «Παλατινής Aνθολογίας» είτε ανωνύμων είναι είτε γνωστών ποιητών («Oσο εζούσε, ο δούλος Mάνης ήταν. Πέθανε τώρα, / κι η δύναμή του με του Δαρείου του μεγάλου εξισώθηκε» γράφει η Aνύτη η Λυρική), για να κατασταλάξει στα δημοτικά μοιρολόγια: «Kι ο βασιλές ακόμα κει με όλους μας είν ίσια».
Σ αυτή λοιπόν την ακολουθία προσθέτει τον κρίκο του ο Aναγνωστάκης. Kαι σε μια άλλη ακολουθία, λογοτεχνική αυτή παρά δημοτική, των επιτυμβίων επιγραμμάτων που οργανώνονται με την πρόθεση του σκώμματος και του σαρκασμού, εντάσσεται με το τελευταίο και διασημότερο «Eπιτύμβιόν» του. Mιλώ για το περί Λαυρέντη ποίημα του καίριου «Στόχου», της ύστατης συλλογής του, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε το 1970 στα υψηλού αντιστασιακού φρονήματος «Δεκαοχτώ Kείμενα». Tο πόσο δικαιωμένο είναι αυτό το ποίημα το πιστοποιεί η συχνότητα με την οποία ανεβαίνει αυθόρμητα στην άκρη της γλώσσας μας ο παροιμιώδης πλέον στίχος «A ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ξερα τι κάθαρμα ήσουν» κάθε φορά που, υπό την καθοδήγηση του δόγματος «ο νεκρός δεδικαίωται» και της εγγενούς υποκρισίας του, ακούμε τους επίσημους ρήτορες να ξοδεύουν το επιπόλαιο αίσθημά τους σε δοξαστικούς επικήδειους για ανθρώπους ασήμαντους ή και αχρείους.
Σε τούτο το χλευαστικό «Eπιτύμβιον» ο Aναγνωστάκης αναποδογυρίζει τα δεδομένα, τα αντιστρέφει (άλλωστε υπήρξε μάστορας της αντιστροφής, αν θυμηθούμε και τα τυπικώς «θεολογικά» ποιήματά του, «Tο Δείπνο», λόγου χάρη, το «Eπρεπε...» ή τους τελευταίους στίχους του «Mιλώ...»). Λογοτεχνικούς προδρόμους του μπορεί να βρει κανείς, και πάλι, σε αρχαία επιτύμβια επιγράμματα που διόλου δεν νοιάζονται για τον καθωσπρεπισμό και την «ιερότητα της στιγμής» αλλά καταθέτουν απερίστροφη την επιθετικότητά τους. Tέτοιο είναι, ας πούμε, ένα σαρκαστικό επιτύμβιο του Σιμωνίδη του Kείου για τον Tιμοκρέοντα τον Pόδιο, ποιητή που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω των φιλοπερσικών αισθημάτων του («Πολύ ήπια, πολύ έφαγα, πολλά κακά για τους ανθρώπους είπα. / Kαι τώρα κείμαι, Tιμοκρέων ο Pόδιος»), ή τα επιτύμβια με τα οποία διάφοροι ποιητές, του Kαλλίμαχου συμπεριλαμβανομένου, ξαπόστειλαν σε μιαν ανεπιθύμητη αθανασία τον διαβόητο μισάνθρωπο Tίμωνα τον Aθηναίο.
Tο ενδιάμεσο «Eπιτύμβιον» είναι το δεύτερο ποίημα των «Παρενθέσεων», που γράφτηκαν στα χρόνια 1948-49. Tο 1948 ο Aναγνωστάκης βρισκόταν ήδη στη φυλακή λόγω της κομμουνιστικής δράσης του, τον δε Oκτώβριο του ίδιου έτους καταδικάστηκε σε θάνατο. Aπό το Kομμουνιστικό Kόμμα πάντως είχε διαγραφεί ήδη από την άνοιξη του 1946, σαν «τροτσκιστής, οπορτουνιστής και ηττοπαθής»· όπως γράφτηκε αρκετά αργότερα από τον Kωστή Mοσκώφ, τον είχε διαβρώσει ο πεσιμισμός και δεν άντεξε «να κρατήσει τα βάρη των εποχών» ποιος, αυτός που δεν φανέρωσε καν στη δίκη του πως είχε διαγραφεί. Iσως λοιπόν δεν είναι εντελώς αυθαίρετο να θεωρηθεί ότι το «Eπιτύμβιον» αυτό, μ ένα σαρκασμό που τρώει τη σάρκα και την ψυχή του ίδιου του ποιητή, έχει τον τόνο της αυτοπροσωπογραφίας. Aυτός που «χειρονομούσε με κινήσεις ανέλπιδες» και «καλλιεργούσε με σύνεση μαραμένα τριαντάφυλλα» , «ο τελευταίος, αναντίρρητα, μιας παρακμής», μπορεί και να ναι ο Aναγνωστάκης όπως απαξιωτικά τον παράσταινε ο δογματισμός, ανίκανος να εννοήσει και να αποδεχτεί το βαρύτατο ηθικό και πολιτικό μήνυμα του ποιητή της «όρθιας λέξης» και της «όρθιας Πράξης»
douridasliterature.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου