Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Μαξίμ Γκόρκι: «Αν μπορούσες να νιώσεις όλη αυτή την ατιμία, αυτή τη βρωμερή σαπίλα…»

Ο Μαξίμ Γκόρκι έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιούνη του 1936.

«Την «ηθική των αφεντικών» την αντιπάθησα όσο και την «ηθική των δούλων». Μια τρίτη ηθική έβλεπα να διαμορφώνεται μέσα μου: Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται».
Ο μεγάλος επαναστάτης συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι (Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ) γεννήθηκε στις 28 Μάρτη του 1868. Θεωρείται ο θεμελιωτής της σοβιετικής λογοτεχνίας και το μυθιστόρημά του Η Μάνα αυτό που τον καθιέρωσε και τον κατέταξε ανάμεσα στους μεγάλους κλασσικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Στη Μάνα που γράφτηκε το 1906, απεικονίζεται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία ο αγώνας του επαναστατημένου προλεταριάτου να σπάσει τα δεσμά της σκλαβιάς του και κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος της εργατικής τάξης να προχωρήσει στην οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

― Να ποια είναι η ζωή, μαμά! Βλέπεις πώς ερεθίζουν τους ανθρώπους, τον έναν ενάντια στον άλλονε! Είτε το θες, είτε δεν το θες, είσαι υποχρεωμένος να χτυπήσεις. Και ποιον; Κάποιον που δεν έχει καθόλου δικαιώματα, όπως κι εσύ, κάποιον ακόμα πιο δυστυχισμένο κι από σένα επειδή είναι ηλίθιος. Οι αστυνομικοί, οι χωροφύλακες, οι χαφιέδες, όλοι τους είναι εχθροί μας, κι όμως είναι κι εκείνοι άνθρωποι σαν κι εμάς. Κι αυτούς τους ίδιους τους εκμεταλλεύονται. Και δε τους λογαριάζουν γι’ ανθρώπους. Κι έτσι έχουνε χωρίσει τους ανθρώπους μεταξύ τους. Τους τύφλωσαν με τη βλακεία και το φόβο, τους δέσανε χειροπόδαρα, τους καταπιέζουν και τους εκμεταλλεύονται, τους ποδοπατούν και τους χτυπούν, τον έναν με τα χέρια του άλλου. Τους καταντήσανε, τους ανθρώπους όπλα, κοτρώνες και ραβδιά, κι αυτό το λεν πολιτισμό. Είναι η Κυβέρνηση, το Κράτος…

Πήγε κοντά στη μητέρα του. Κι είπε:

― Αυτό είναι έγκλημα, μάνα! Μια άγρια δολοφονία, εκατομμυρίων ανθρώπων, ένας φόνος των ψυχών! Καταλαβαίνεις; Τις ψυχές σκοτώνουν! Βλέπεις τη διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και στους εχθρούς μας; Όταν κάποιος από μας χτυπήσει έναν άνθρωπο, ντρέπεται, αηδιάζει, υποφέρει… Οι άλλοι, αντίθετα, δολοφονούν τον κόσμο κατά χιλιάδες ήσυχα-ήσυχα δίχως λύπηση, δίχως ν’ ανατριχιάζουν. Σκοτώνουν με χαρά! Μάλιστα! Με χαρά… Κι έτσι καταπιέζουν όλο τον κόσμο, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν τα ξύλα στα σπίτια τους, τα έπιπλα, το ασήμι, το χρυσάφι και τα περιττά κουρελόχαρτα, κι όλα κείνα τα ψωροπράματα που τους δίνουν εξουσία πάνω στα διπλανούς τους. Σκέψου, δεν είναι για την ίδια τους την προστασία που σκοτώνουν το λαό και παραμορφώνουν τις ψυχές, δεν είναι για τον εαυτό τους που το κάνουν αυτό, μα για να υπερασπίσουν την ιδιότητα τους.

Ο Πάβελ άρπαξε το χέρι της μητέρας του και το ’σφιξε γέρνοντας κατά το μέρος της:
― Αν μπορούσες να νιώσεις όλη αυτή την ατιμία, αυτή τη βρωμερή σαπίλα… Τότε θα καταλάβαινες πως έχουμε δίκιο… Θα έβλεπες πόσο η ιδεολογία μας είναι μεγάλη κι ωραία!

Η μητέρα σηκώθηκε, κατασυγκινημένη. Ήθελε να μπορούσε να ενώσει την καρδιά της με την καρδιά του γιου της μέσα στην ίδια φλόγα.
― Άκουσε, Πάβελ… Άκουσε! μουρμούρισε λαχανιασμένη. Καταλαβαίνω, το νιώθω… Ακούς!

Το μυθιστόρημα του Γκόρκι Η Μάνα διαβάστηκε από εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα κυκλοφόρησε σε πολλές μεταφράσεις και πολλές εκδόσεις. Το απόσπασμα που παραθέτουμε είναι σε μετάφραση Μέλπως Αξιώτη, και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ το 1966. Το έργο του Γκόρκι είναι και θα παραμένει επίκαιρο όσο θα κυριαρχεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο Μαξίμ Γκόρκι έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιούνη του 1936.

Επιμέλεια: Οικοδόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου