Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Ο Λουί Αλτουσέρ, ο Ροζέ Γκαρωντύ, ο Νίκος Πουλαντζάς και οι άλλοι...

Πως έβλεπε ο Τζωρτζ Λίχτχάιμ τις «περιπέτειες της διαλεκτικής» στο Παρίσι του 1969!
Κάποτε στη Γαλλία, στις μακρυνές δεκαετίες του 1960 και του 1970... Με το μοναδικό ζωηρό και ειρωνικό ύφος του, ο σχεδόν εντελώς λησμονημένος George Lichtheim ανέλυσε ως αυτόπτης τις θεωρητικές διαμάχες της εποχής εκείνης, τις όχι χωρίς συνέπειες στην έμπρακτη πολιτική. Από τότε κύλισε πολύ νερό στον Σηκουάνα. Επιστροφή στο 1969, για να θυμούνται οι παλιοί και για να μαθαίνουν οι νέοι.
Τον Δεκέμβριο του 1966, ένας παρατηρητής της παρισινής πνευματικής σκηνής με ευνοϊκή διάθεση, γράφοντας στο Literary Supplement των Times του Λονδίνου, επέστησε την προσοχή στην πρόσφατη εμφάνιση στο προσκήνιο μιας ομάδας θεωρητικών
που σχετίζονται με τον Λουί Αλτουσέρ, φιλόσοφο που κατέχει τη σχετική καθηγητική έδρα στη πολύ έγκυρη Ecole Normale Supérieure της rue d' Ulm, αλλά και σημαντική μεν, αμφιλεγόμενη δε προσωπικότητα στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Λίγο αργότερα, έφτασαν στο ευρύ κοινό νέες ειδήσεις προερχόμενες από διαφορετικές κατευθύνσεις.


Τα δύο αιρετικά «ιερά τέρατα» του γαλλικού κομμουνισμού στη δεκαετία του '60, είχαν

δύσκολο ξεκίνημα στη ζωή τους. Ο «μαυροπόδαρος» (Γάλλος από την Αλγερία) Αλτουσέρ
ως στρατιώτης αιχμαλωτίστηκε το 1940 από τους Ναζί. Στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.Ο Γκαρωντύ συνελήφθη από τις φιλοναζιστικές αρχές του Βισύ και φυλακίστηκε στην Αλγερία
[1968: αναταραχή στη γαλλική Αριστερά: Μάης, εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, διαμάχες στο ΚΚΓ]
Πρώτα, συνέβη η πολυσυζητημένη διαμάχη μεταξύ του Αλτουσέρ και του[τότε] επίσημου φιλοσόφου του Κόμματος Ροζέ Γκαρωντύ (Roger Garaudy), σε μια συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, της οποίας και οι δύο άνδρες ήταν μέλη. Ο Γκαρωντύ, ο οποίος συμμετείχε τότε και στο Πολιτικό Γραφείο, είχεμεγαλύτερο πολιτικό βάρος, όμως εν τω μεταξύ εκδιώχθηκε εντελώς από το κόμμα. Στη συνέχεια, η δίκη του Ρεζίς Ντεμπρέ (Régis Debray) στη Βολιβία έφερε στο φώς την απίθανη σχέση που συνδέει αυτόν τον επαναστατημένο γόνο της παρισινής haute bourgeoisie με δύο μορφές τόσο ξένες μεταξύ τους, όπως είναι ο Λουί Αλτουσέρ (ο παλιός δάσκαλος του Ντεμπρέ) και ο αείμνηστος Ερνέστο Γκεβάρα. Τέλος, με την αναταραχή του Μαΐου-Ιουνίου 1968 στη Γαλλία, τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο περίπλοκα: ο Αλτουσέρ αντέδρασε σ'αυτά τα γεγονότα με εκκωφαντική σιωπή. Δόθηκε μετά η ερμηνεία ότι ήταν άρρωστος. Ακούστηκε επίσης, ότι σε ιδιωτικές συζητήσεις εξέφρασε επικρίσειςγια τις αυταπάτες που έτρεφαν οι φοιτητές.
Με ανάλογη σιωπή αντιμετώπισε και την εισβολή των στρατιωτικών δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, ενώ αντίθετα ο Γκαρωντύ κάλεσε δημοσίως τους Μπρέζνιεφ και Σία να παραιτηθούν (“Allez-vous en”),προκαλώντας έτσι αμηχανία στους συναδέλφους του στο Πολιτικό Γραφείο,γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι μια μεγάλη μειονότητα των αγωνιστών του Κόμματος σοκαρίστηκε από τη γλώσσα του Γκαρωντύ. Από τότε ταπροβλήματα πολλαπλασιάστηκαν. Η Jeanette Vermeersch, η χήρα του γραμματέα Τορέζ (Maurice Thorez) παραιτήθηκε από την Κεντρική Επιτροπή σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επίσημη στάση του Κόμματος περί την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, ενώ ο Γκαρωντύ (που αργότερα αποβλήθηκε) τη γλύτωσε ανώδυνα με μια ήπια επίπληξη από τους συναδέλφους του στο Πολιτικό Γραφείο: τον επέκριναν ότι έκανε πάρα πολλές μη εγκεκριμένες δηλώσεις, καλώντας τους Γάλλους κομμουνιστές να καταγγείλουν τον σταλινισμό - του οποίου ήταν άκριτος απολογητής μέχρι το 1956, οπότεξαφνικά άνοιξαν τα μάτια του και είδε. Εν τω μεταξύ, σιωπή τύλιγε τον Λουί Αλτουσέρ και τον στενό κύκλο του στην Ecole Normale. Δύσκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ήταν ευχαριστημένοι με τη συμπεριφορά του Κρεμλίνου. Από την άλλη πλευρά, σε αντίθεση με τον Γκαρωντύ (και τον Λουί Αραγκόν), αυτοί αρνήθηκαν να εκφράσουν δημόσια τη δυσφορία τους γι' αυτάπου συνέβαιναν.
Είναι δύσκολο να κατανοήσουν τη σημασία όλων αυτών, όσοι τα βλέπουν ως εξωτερικοί παρατηρητές. Ο γράφων λογίζει τον εαυτό του ανάμεσα σ' εκείνους που αισθάνονται αμηχανία από αυτά τα αντιφατικά και ανεξήγητα. Ίσως θα μπορούσαν να ρίξουν κάποιο φως ο Μαρξ και ο Μαξ Βέμπερ (Max Weber).
Τόσο ο πρωτόγονος λενινισμός της δεκαετίας του 1930, όσο και οαπολιθωμένος σταλινισμός της δεκαετίας του 1950, έχουν εγκαταλειφθεί. Ησχολή ειδικεύεται στην θεωρητική ανάλυση και προσδοκά από τους οπαδούς της να είναι καλά ενημερωμένοι επί της θεωρίας των παιγνίων και επί τηςτελευταίας πτυχής της κοινωνιολογίας του Talcott Parsons. Μερικοί, με κακόβουλη διάθεση, υπαινίσσονται ότι ο Αλτουσέρ επιχειρεί στην πράξη νααντικαταστήσει τον σταλινισμό με τον στρουκτουραλισμό (θα αναφερθώ σε αυτό το θέμα αργότερα). Έχει επίσης ειπωθεί, ότι το φάρμακο είναι χειρότεροαπό την ασθένεια, γιατί, στο κάτω κάτω, ο σταλινισμός απλά σκοτώνει το σώμα, ενώ ο στρουκτουραλισμός καταστρέφει το μυαλό. Χωρίς να προχωρεί τόσο, ο γράφων είναι υποχρεωμένος να ομολογήσει ότι διαβάζοντας τα γραπτά της σχολής δεν ανταμείφθηκε και τόσο πολύ, όσο προσδοκούσε με όσαακούγονταν. Ίσως ο διαφωτισμός που επαγγέλλονται θα έρθει στο μέλλον.Μέχρι τότε, ιδού ένα μέρος του έργου που χρήζει προσοχής.



Ο Αντρέ Γκλυκσμάν ανάμεσα στα μεγαθήρια της γαλλικής διανόησης μετά το 1945,
τον φιλόσοφο Ζαν Πωλ Σαρτρ και τον συντηρητικό κοινωνιολόγο Ραιημόν Αρόν


[Ο νεαρός Αντρέ Γκλυκσμάν, πρώην μαθητής του Αλτουσέρ, στη συνέχεια μαοΐζων]

Για να ξεκινήσουμε από λάθος σημείο, από το τέλος, ας αγνοήσουμε το μικρό βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο του Ρεζίς Ντεμπρέ, η εξοικείωση του οποίου με την τέχνη αυτή μπορεί να θεωρείται πλέον δεδομένη. Φέρει τα ίχνη της πνευματικής προέλευσής του· όμως, όποιος θέλει να γνωρίσει μια πιο επίκαιρηπαραγωγή της σχολής, πρέπει να μελετήσει την ανάλυση του Αντρέ Γκλυκσμάν (André Glucksmann) για την εξέγερση του Μαίου-Ιουνίου 1968 στη Γαλλία. Αυτή ακολούθησε μετά από μια μελέτη του για την πολεμική στρατηγική, η οποία είχε δημοσιευτεί το 1967 υπό τον προκλητικό τίτλο Le Discours de la Guerre. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι ο νεαρός συντάκτης της είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι τα προβλήματα που σχετίζονται με τον στρατιωτικό σχεδιασμό,όμως στο κάτω κάτω δεν έγραφε για πόλεμο, αλλά για τη θεωρία του πολέμου. Για να είμαστε ακριβείς, παρουσίασε μιαν ερμηνεία των πολιτικών και στρατιωτικών θεωριών, από τον Κλαούζεβιτς (Clausewitz) έως τον Μάο Τσε Τουνγκ.
Το βιβλίο έχει κάποια νοσηρή γοητεία για κάθε αδαή αναγνώστη όπως ο γράφων, αλλά θα ήταν καλύτερο να συμβουλευτούμε έναν επαγγελματία - τον Ντεμπρέ ίσως, ή τον Μαλρώ (Malraux) - για να πάρουμε τη γνώμη των ειδικών.Πάντως, οι υποψήφιοι αναγνώστες του Le Discours de la Guerreπροειδοποιούνται ότι μια βαθιά γνώση της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ,αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του Glucksmann. Είναι πολύ καλός στην ανάπτυξη απλών στρατιωτικών θεμάτων, π.χ. «Ο αμοιβαίοςορισμός των όρων εντός μιας αντίφασης αποκλείει τη δυνατότητα κάθε μη αντιφατικής καθολικότητας». Έχει επίσης μερικές καλές συμβουλές για το πώς να προχωράμε από το ένα σημείο στο άλλο, παραδείγματος χάριν: «Η λογική χειραγώγηση μιας μελέτης της αντίφασης στις παράδοξες δηλώσεις του Φιντέλ Κάστρο για την εισβολή στην Πράγα». Από τη μία πλευρά (είπε), ήταν μια κατάφωρη παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας. Από την άλλη πλευρά, ήταν απαραίτητη για να «σώσει το σοσιαλισμό» από τους ρεβιζιονιστές. Και ούτως ή άλλως, η αρχή της εθνικής κυριαρχίας είναι μια αστική απάτη. Δεν έχει καμία απόλυτη αξία, μόνο μια σχετική, και δεν θα μπορούσε να επιτρέψει να υπερισχύει των συμφερόντων της παγκόσμιας επανάστασης. Αυτό ήταν πάνταη στάση του Λένιν μετά το 1918. Αυτό ίσως εκφράζει και την άποψη του Αλτουσέρ, δεδομένου ότι ο λενινισμός του είναι ανεπιφύλακτος και, επομένωςθα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την σιωπή του.
Απο την άποψη των θεωρητικών πιστεύω του, ο Αλτουσέρ είναι ένα «δογματικός», αλλά της λόγιας και εκλεπτυσμένης ποικιλίας. Το γεγονός ότιαρνείται τους συμβιβασμούς λειτουργεί αμφίδρομα. Εφόσον υπερασπίζεταιάκαμπτα ό,τι ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως κομμουνιστική ερμηνεία του μαρξισμού, αναμενόμενη είναι η τάση να βλέπει με παγερή αδιαφορία τον ανθρωπισμό. Και αυτό είναι που έκανε διάσημο τον Αλτουσέρ και τουςμαθητές του. Ταυτόχρονα όμως, αυτοί οι αυστηροί και άκαμπτοι εκφράζονταισε ένα υψηλό διανοητικό επίπεδο, που δεν μπορεί να ταιριάσει με τις προτιμήσεις των Σοβιετικών της Πράβντα. Θεωρούν τον Φρόιντ και τον Λέβι Στρως (Levi-Strauss) ως δύο από τους μύστες τους, ενώ προοδευτικά μειώνεται στη σκέψη τους ο ρόλος των εξωτερικών παραγόντων. Από τις διαφορές στιςαντιφάσεις, από την πολλαπλότητα τους στην κύρια αντίφαση, από τη δυάδατων εκφάνσεων της αντίφασης (κύρια και δευτερεύουσα) στην ασυμμετρία της ανάπτυξής τους (ανομοιομορφία), πρέπει πάντα να γίνεται μια μετατόπιση από το εξωτερικό, όπου ίσως τίθενται οι όροι του προβλήματος, προς το εσωτερικό,όπου επιλύεται. «Και γιατί δεν το είχα σκεφτεί από πριν»; C'est Clair comme le jour, mais il fallait y penser, όπως λένε στο Παρίσι.

Αυτά που γράφει ο Γκλυκσμάν για τη γαλλική μη-επανάσταση τον Μάιο-Ιούνιο 1968 είναι επίσης πρωτότυπα, αν και κάπως διεστραμμένα. Επειδή είναιμάλλον πιο εκλεπτυσμένος από τους τριαντάρηδες επαναστάτες της πολυθρόνας, αυτός συσχετίζει τη γενική κρίση της νεωτερικής κοινωνίας με την εθνική κρίση της γαλλικής κοινωνίας. Είναι ένα τέχνασμα, το οποίο η σχολήΑλτουσέρ, μέλος της οποίας είναι [ήταν τότε] ο Γκλυκσμάν, το έχει δανειστείαπό τον Αντόνιο Γκράμσι, παρόλο που για φιλοσοφικούς λόγους έχει την τάσηνα τον επικρίνει, δεδομένου ότι ο Γκράμσι είχε επηρεαστεί πάρα πολύ από τον Χέγκελ. Είναι εντελώς σωστή προσέγγιση, αρκεί να συμμορφώνεσαι με τους κανόνες του παιχνιδιού. Αν θέλεις να είσαι σοβαρός μ' αυτή τη μέθοδο, δεν πρέπει να προσποιηθείς, λόγου χάρη, ότι η σχεδόν κατάρρευση της υπερ-συγκεντρωτικής γαλλικής γραφειοκρατίας το 1968 ήταν μέρος μιας παγκόσμιας«αμφισβήτησης» των εκμεταλλευτών από τα θύματά τους, από την Κίνα μέχρι το Περού (κυριολεκτικά). Ατυχώς, ο Γκλυκσμάν είδε τις καταλήψεις εργοστασίων το Μάη του 1968 ως σύμπτωμα μιας παγκόσμιας τάσης στις σύγχρονες κοινωνίες. Στην πραγματικότητα αυτές ήταν σύμπτωμα ενός αιώνιου προβλήματος της γαλλικής κοινωνίας. Όμως η εμπειρική ιστοριογραφία δεν μετράει πολύ για την αλτουσσεριανή σχολή. Ούτε το έθνος και το παρελθόν του.


Ο Γκαρωντύ με τον ποιητή Πωλ Ελυάρ (Τεχοτιχουακάν, Μεξικό, 1949) - Δεξιά με τους Tillon και Vercors (1970)


[Γκαρωντύ εναντίον Αλτουσέρ - Η ηθική, η φιλία Γκαρωντύ-Τορέζ, η γαλλική πνευματική παράδοση]
Ο κ. Γκαρωντύ, στην τελευταία του ημι-αυτοβιογραφική πραγματεία του έχει ένα κεφάλαιο για την πολιτική ηθική που προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το Peut-on être communiste aujourd’hui [Μπορεί κανείς να είναι κομμουνιστής σήμερα;] είναι με τον τρόπο του ένα ενδιαφέρον γραπτό. Μεταξύ άλλων εξηγεί πώς ο συγγραφέας κατάφερε, από τότε που έγινε κομμουνιστής στην ηλικία των είκοσι ετών το 1933, να διατηρήσει τα πιστεύω του, σε πείσμα των πάντων. Και δεν ήτανμόνον το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν του 1939, που έπρεπε να έχεις πολύ θάρρος για να μπορείς να το υπερασπιστείς (ιδιαίτερα αυτός, που ήταν στρατιώτης εκείνη την εποχή και ξυλοκοπήθηκε για το πείσμα του), αλλά και οιαποκαλύψεις του 1956 για τον Στάλιν. Φαίνεται ότι τότε ήρθε η χειρότερη κρίση της ζωής του, και τα έβγαλε πέρα μόνον αντλώντας από την αστείρευτηπηγή μιας πραγματικά θρησκευτικής πίστης στον κομμουνισμό, ως ιδανικόδιακριτό από την πικρή πραγματικότητα της σταλινικής Ρωσίας. Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός, ότι η ηθική συνείδηση του νεαρού Γκαρωντύ, πρινμεταστραφεί τον Μαρξ, είχε αφυπνισθεί από την μελέτη του Δανού φιλοσόφου Κίρκεγκωρ (Kierkegaard) και του θεολόγου Καρλ Μπαρτ (Karl Barth), και ότιοι στενότεροι φίλοι του Γκαρωντύ πάντα συμμερίζονταν την πίστη του ότι ηχριστιανική ηθική είναι συμβατή με τον κομμουνισμό. Στα πιο θεωρητικά μέρη του βιβλίου του πραγματεύεται αρκετά καλά την πνευματική αλαζονεία τηςαλτουσεριανής σχολής, τη μεγάλη απόσταση της από τις ανησυχίες των απλών ανθρώπων, καθώς και τη δέσμευσή της σε ένα είδος νεο-θετικισμού, με βαθιές ρίζες στη γαλλική πνευματική παράδοση.
Αυτό το εμβριθές και καλογραμμένο μικρό βιβλίο, μάλλον λέει αυτά που θέλουν να ακούσουν σήμερα οι Γάλλοι κομμουνιστές - και ιδιαίτερα οικομμουνιστές που προέρχονται από την εργατική τάξη, όπως ο ίδιος ο Γκαρωντύ. Οι αλτουσεριανοί προέρχονται συνήθως από διαφορετικό κοινωνικόστρώμα και ο Γκαρωντύ παίρνει καλό βαθμό όταν κάνει την εξής παρατήρησηγια τον δάσκαλό τους:

“Ainsi l’on en arrive aisément a considérer que l’idéologie est bien assez bonne pour le maniement des masses en réservant la Théorie pour les technocrates de la philosophie” (σελ. 271, «Φτάνει λοιπόν κανείς εύκολα στην αντίληψη ότι η ιδεολογία είναι καλή για να χειρίζεσαι τις μάζες, επιφυλάσσοντας τη Θεωρία για τους τεχνοκράτες της φιλοσοφίας».) Δεδομένου ότι και ο ίδιος ο Γκαρωντύ είναι καθηγητής της φιλοσοφίας (αν και διδάσκει σε επαρχιακό πανεπιστήμιο, όχι στο Παρίσι), αυτού του είδους η παρατήρηση δεν μπορεί να απορριφθεί ως έκφραση της παραδοσιακής καχυποψίας που τρέφει ο «ανίδεος λαϊκός» εναντίον του «κλήρου». Αυτό πουχωρίζει τους δύο άνδρες είναι η δέσμευση του Γκαρωντύ σε μια σοσιαλιστική μορφή ανθρωπισμού, δηλαδή η πίστη στην ικανότητα όλων των ανθρώπων να κατανοήσουν τι πραγματικά είναι ο κόσμος και ιδιαίτερα, τι είναι η ιστορία. Ο Αλτουσέρ έχει γίνει διάσημος για τον ισχυρισμό ότι ο μαρξισμός δεν είναι μια μορφή ανθρωπισμού, και ότι τα γραπτά του νεαρού Μαρξ - κυρίως τα περίφημαΠαρισινά Χειρόγραφα του 1844 - αποτελούν μια μορφή φιλοσοφικού ιδεαλισμού την οποία ο Μαρξ αποκήρυξε στη συνέχεια. Η πραγματική δέσμευση του Μαρξ, περίπου από το 1845 και μετά (σύμφωνα με τον Αλτουσέρ), ήταν στην προλεταριακή επανάσταση και όχι την ανθρωπότητα. Αλλά ποιος θα πραγματοποιήσει την επανάσταση; Μα φυσικά τοΚομμουνιστικό Κόμμα (εδώ δεν μιλά πια ο Μαρξ, αλλά ο Λένιν, όπως τονερμήνευσε ο Αλτουσέρ). Συνακόλουθα, οι εκκλήσεις για «σοσιαλιστικό ουμανισμό» είναι απορριπτέες, μαζί τους βέβαια και οι καταγγελίες για παραβιάσεις των αστικο-δημοκρατικών αρχών όπως είναι η εθνική κυριαρχία ή η ελευθερία... Εξ ου και η σιωπή του σχετικά με την Τσεχοσλοβακία, ενώ οΓκαρωντύ καταδίκασε τη σοβιετική επέμβαση δημοσίως (βλ. NouvelObservateur, 21 Οκτωβρίου 1968), ως «αντίθετη προς τις αρχές που διέπουν τηβασική προβληματική περί [διαφορετικών] δρόμων προς το σοσιαλισμό».
Αλλά στο τέλος, η ζωηρή και έντονη πολεμική του Γκαρωντύ δεν πέτυχε τον στόχο της. Όποιος επικαλείται την ηθική, για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός, πρέπει να θυσιάζει όλα τα άλλα στην αλήθεια. Ο Γκαρωντύέδωσε τον καλύτερο εαυτό του για να είναι έντιμος και ειλικρινής, αλλά το καλύτερο του δεν ήταν αρκετά καλό. Στο βιβλίο του λέει όσα πρέπει ναλέγονται για τον Στάλιν, αλλά αποστρέφει τα μάτια του από τη φοβερή αλήθεια για το σταλινισμό ως σύστημα εξουσίας. Επίσης, συμφωνεί με την επίσημη[κομματική] μυθολογία, τη σχετική με το μερίδιο των Γάλλων κομμουνιστώνστο κίνημα της Αντίστασης, συμπεριλαμβάνοντας και αυτό που αποκαλεί«l'appel patriotique du 10 Juillet», το οποίο υποτίθεται ότι δημοσίευσε η ηγεσία του Κόμματος μετά την ανακωχή [συνθηκολόγηση της Γαλλίας] του 1940. Δεν υπήρξε τέτοια «έκκληση» την ημερομηνία εκείνη (το σχετικό «ντοκουμέντο» είναι μια μεταπολεμική πλαστογραφία). Η αυθεντική δήλωση του ΚΚΓκυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, και παρόλο που περιείχε μερικέςεπιθετικές παρατηρήσεις για το [φιλοχιτλερικό] καθεστώς του Vichy, δεν ήτανσε καμμιά περίπτωση έκκληση για αντίσταση εναντίον του Χίτλερ, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν ακόμη σύμμαχος του Στάλιν.
Είναι λυπηρό να βλέπεις κάποιον που επικαλείται την ηθική, να θυσιάζει τη συνείδησή του για χάρη της φιλίας του με τον αείμνηστο Μορίς Τορέζ, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη. Και ούτως ή άλλως, ο Γκαρωντύ είχε αναλάβει μιαν αποστολή καταδικασμένη σε αποτυχία. Αν μου επιτρέπεται, θα κάνω λογοκλοπή από ένα μάλλον αιχμηρό άρθρο της Σύνταξης στην εφημερίδα Manchester Guardian, σχετικά με τα τελευταία παπική εγκύκλιο και τς επιπτώσεις της στην Αγγλία: «Όποιος προσπαθεί να μιλήσει ταυτόχρονα ως προφήτης, ως φιλόσοφος, ως πάστορας και ως πολιτικός, στο τέλος θα καταλάβει ότι ο κόπος του είναι μάταιος... Οι προφήτες εκφράζονται απόλυτα, οι φιλόσοφοι αναλυτικά, οι πολιτικοί γενικά και αόριστα, οι πάστορες μιλούν για τα ειδικά και για τα επί μέρους». Επίσης, οι πολιτικοί λένε ψέματα. Ίσως ηακλόνητη αφοσίωση του Γκαρωντύ στον Τορέζ να προκαλεί μέχρι και τον θαυμασμό· όμως, πραγματικά, δεν θα 'πρεπε να καλύπτει τον πρώην αρχηγότου κόμματος· τουλάχιστον όχι σε τόση έκταση όπως έκανε στο βιβλίο του.
Αντίθετα, είναι αποτελεσματικός όταν επιτίθεται στους φιλοσοφικούς τους αντιπάλους του για να τους βγαλει έξω από τη μεθοδολογική κρυψώνα τους. Αν και δεν είναι πρωτότυπος στοχαστής, ο Γκαρωντύ είναι φιλόσοφοςπροπονημένος και γυμνασμένος, πολύ ικανός στο να διακρίνει μιαν αντίφαση όταν τη βλέπει μπροστά του. Όταν λέει

«Althusser combat l’interprétation ‘‘historiciste’’ du marxisme, et il la combat contre Marx lui-même» (σελ. 272, [Ο Αλτουσέραντιμάχεται την «ιστορικιστική» ερμηνεία του μαρξισμού και αυτή είναι μια μάχη εναντίον του ίδιου του Μαρξ]),λέει το προφανές. Και υπάρχουν περιπτώσεις που δεν βλάπτει να το κάνουμε αυτό. Ακόμη πιο κοντά στο στόχο χτυπάει όταν γράφει:

“En réalité Althusser ne se contente pas d’opérer un retour au rationalisme dogmatique; son propos, qu’il a explicite dans un article sur le retour a Freud (Nouvelle Critique de Janvier 1965) est d’être a Marx ce que Lacan est a Freud”(σελ. 273-74, [Στην πραγματικότητα, ο Αλτουσέρ δεν επιχειρεί μιαν επιστροφή στοδογματικό ορθολογισμό. Σκοπός του είναι, όπως το εξέφρασε σε ένα άρθρο με θέμα την επιστροφή στον Φρόιντ, να γίνει ένας Μαρξ με τον τρόπο που ο Λακάν έγινε ένας Φρόιντ]).Αυτό λέει την αλήθεια με ευγενικό τρόπο, αν και θα προτιμούσα ίσως να εξηγήσω πώς ο Λακάν - “le genie du moment” [η μεγαλοφυία του καιρού μας]- απέκτησε την ξαφνική φήμη του με ένα τεράστιο τόμο που συσχετίζει τον Φρόιντ με τον Λεβί-Στρως και τη σχολή του. Πρέπει επίσης να εξηγηθεί ότι ο Αλτουσέρ και οι μαθητές του, σε μια αξιέπαινη προσπάθεια να ξεφύγουν από τον Χέγκελ και τον Εγελιανισμό, ασχολούνται πάρα πολύ με τη μοναδικότητα των ιστορικών γεγονότων: συγκεκριμένων γεγονότων, όπως λόγου χάρη, της Οκτωβριανής Επανάστασης. Τέτοια ρήγματα της ιστορικής συνέχειας δεν είναι προβλέψιμα (βλ. το δοκίμιο του Αλτουσέρ “Contradiction et Surdétermination” [Αντίφαση και Υπερκαθορισμός] στο έργο του Pour Marx(σελ. 87) [Για τον Μαρξ] και δεν υπακούουν σε κανέναν «νόμο». Αυτό είναι αίρεση για τη Σοβιετική ερμηνεία, αφού αυτή βλέπει την Οκτωβριανή Επανάσταση ως «νόμιμη», με την έννοια ότι ήταν εγγεγραμμένη στη λογική της ιστορίας.
Ο Αλτουσέρ συνειδητοποιεί πολύ καθαρά ότι αυτό είναι (α) ανοησία, (β) μη-μαρξιστικό, (γ) δεν είναι αυτό που σκέφτηκε ο ίδιος ο Λένιν. Όμως, η Οκτωβριανή Επανάσταση έγινε όντως, και φυσικά δεν είναι επιτρεπτό να την αντιμετωπίζουμε σαν ένα ναπολεόντειο παιχνίδι με την τύχη [σαν μια ζαριά - «ο κύβος ερρίφθη»], άν και στην πραγματικότητα αυτό ήταν. Η λύση του προβλήματος από τον Αλτουσέρ, είναι ο ισχυρισμός ότι το γεγονός«υπερπροσδιορίστηκε», πράγμα που σημαίνει το εξής: μια σειρά από φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους καταστάσεις (ο πόλεμος, η κατάρρευση του τσαρισμού, η ύπαρξη και η ετοιμότητα του Λένιν και του Μπολσεβίκικου Κόμματος), όλα αυτά συνέκλιναν προς το ίδιο αποτέλεσμα.
Η έννοια της «υπερκαθορισμού», η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο σκέψης του Αλτουσέρ, είναι πράγματι δανεισμένη από την ψυχανάλυση, ενώ άλλες έννοιες που συστηματικά χρησιμοποιούνται από τη σχολή του, είναιδανεισμένες από τον Φουκώ (Michel Foucault) και από τον Λέβι-Στρώς. Kαι γιατί όχι; O Γκαρωντύ δεν προβάλλει αντιρρήσεις επί της αρχής. Αυτό που καταγγέλλει, είναι μια τάση να γίνεται χρήση μιας διαφορετικής προσέγγισης, ως υποκατάστατου της προσέγγισης του Μαρξ, χωρίς όμως αυτό να ομολογείται. Έχει δίκιο στη διάγνωση αυτής της τάσης, αν και φυσικά, ίσως κάνει λάθος ως προς την ουσία: αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Στο κάτω κάτω, εύλογα μπορεί να υποστηρίξει κανείς, ότι οι σημερινοί μαρξιστέςχωρίς την εγελιανή διαλεκτική θα ήταν σε πολύ καλύτερη θέση, για να μην αναφέρουμε τον ευνουχισμό της από τον Ένγκελς και τους επιγόνους του.Όμως, αν αυτό πιστεύει ο Αλτουσέρ, θα έπρεπε να το λέει πιο ξεκάθαρα και χωρίς να εμπλέκεται σε ανούσιες αντιπαραθέσεις με θέμα τον Λένιν.



Ο Νίκος Πουλαντζάς στο σπίτι του (Παρίσι) - Δεξιά με τον Κων. Τσουκαλά
(η μικρή στο μέσο είναι πιθανώς η κόρη του Πουλαντζά Αριάδνη)


[Ο Νίκος Πουλαντζάς, το κράτος, η ιστορία και η θεωρία]

Θα ασχοληθώ με τον Δάσκαλο εν ευθέτω χρόνω. Πρώτα ας ρίξουμε μια ματιά σε έναν από τους πιστούς μαθητές του: Ο κ. Νίκος Πουλαντζάς, ελληνικής καταγωγής κοινωνιολόγος στο Centre National de la Recherche Scientifique, είναι ο συγγραφέας του εμβριθούς δοκιμίου με τον τίτλο Pouvoir politique etclasses sociales de l'état capitaliste [Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις,pdf → τ. Α και B]. Για έναν νέο στα τριάντα δύο του χρόνια, πρόκειται για πολύαξιόλογο επίτευγμα: ακραιφνώς επαγγελματικό, δομημένο με αυστηρή λογική, με άφθονες υποσημειώσεις κατά τον καλύτερο επιστημονικό τρόπο. ΟΠουλαντζάς έχει αφομοιώσει την κλασική βιβλιογραφία του κομμουνισμού(Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Γκράμσι, αλλά και τον Αλτουσέρ· κανένας άλλος δεν μετράει, ασφαλώς όχι ο Λούκατς, ο οποίος «κόβεται», δεδομένου ότι είναι έναςΕγελειανός με μεταμφίεση). Όμως κάθε φορά που του δίνεται η ευκαιρία, δεν παραλείπει να παραπέμψει και στους Weber, Schumpeter, Parsons, Lasswell, Maclver, Theodor Geiger και Ralf Dahrendorf. Φαίνεται πράγματι να γνωρίζεικαλά όλα σχεδόν όσα σχετικά με το θέμα γράφτηκαν στόν 20ό αιώνα, αν καιόχι τόσο πολύ καλά όσα είχαν γραφτεί παλαιότερα. Και αυτός, όπως οΓκλυκσμάν, δεν ασχολείται με την ιστορία ως εμπειρία - τα λίγα που λέει γι' αυτήν μαρτυρούν έντονη περιφρόνηση για κάτι τόσο βαρετό όπως το απλό, γυμνό γεγονός. Αυτό που επιχειρεί είναι μια ανάλυση του συγκεκριμένουαντικειμένου που επέλεξε ως θέμα του: του καπιταλιστικού κράτους. Ιδού λοιπόν η πρώτη δυσκολία. Όποιος ξεφυλλίσει το σύνολο των έργων των Μαρξ και Ένγκελς, δεν θα βρεί εκεί μέσα καμμιά συστηματική πραγμάτευσητου συγκεκριμένου θέματος. Ο Μαρξ είχε πολλά να πει για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Επίσης, είχε πολλά να πει για την αστική κοινωνία. Καιεπισήμανε πολλές φορές το γεγονός ότι το κράτος (με το οποίο εννοούσε τη γραφειοκρατία) είναι συνήθως - αλλά όχι πάντα - στην υπηρεσία της κοινωνικά κυρίαρχης τάξης. Όμως πουθενά δεν έγραψε για «καπιταλιστικό κράτος» (καιγια τον ίδιο λόγο, ούτε για φεουδαρχικό κράτος). To πλησιέστερο με το παραπάνω, που υποστηρίζει, είναι ότι το σύγχρονο κράτος υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Όμως τι γράφει για το ίδιο το κράτος; Για τον Μαρξ, το κράτος είναι απλά η ενσάρκωση της ισχύος, έναςσυγκεντροποιημένος μηχανισμός που η επανάσταση πρέπει να τον καταλάβει (ή να τον καταστρέψει). Το κράτος είναι αυτό που δεν είναι η κοινωνία: είναι η συμπυκνωμένη ουσία της πολιτικής εξουσίας και κατά τα άλλα είναι ένας ουδέτερος διοικητικος μηχανισμός. Δεν υπάρχει «καπιταλιστικό κράτος», για τον Μαρξ τουλάχιστον.
Τίθεται λοιπόν εδώ ένα δύσκολο ερώτημα. Ήταν ο Μαρξ μαρξιστής; Ήξερε τι έκανε; Η απάντηση που δίνουν ο Αλτουσέρ και οι μαθητές του είναι η εξής:«Μόνον μέχρι ενός σημείου». Ο Μαρξ, ισχυρίζονται, δημιούργησε έναν νέο τρόπο επεξεργασίας της θεωρίας, όμως, στο μυαλό του, δεν ήταν εντελώς σαφήόλα τα επακόλουθα του δικού του έργου. Ο λόγος είναι ότι δεν διέθετε κάποια από τα εννοιολογικά εργαλεία που ήταν απαραίτητα για να αποσαφηνίσει τη μέθοδο που εφάρμοσε στις έρευνες του. Επιπλέον, στο βαθμό που έκανε χρήση της ορολογίας του Χέγκελ, ξεστράτιζε εντελώς από το σωστό δρόμο. Ευτυχώς,τώρα πιά είναι δυνατό να απαλλαγούμε από αυτές τις παρωπίδες και να μετατρέψουμε τον μαρξισμό σε μια πραγματική επιστήμη. Πώς; Με το νααπαλλαγούμε από όλο αυτό το βάρος της γερμανικής μεταφυσικής και να τηναντικαταστήσουμε με αυτήν την εκλεπτυσμένη, εξελιγμένη ανάλυση των συστημάτων, την οποία ο Αλτουσέρ, ο Λακάν, ο Πουλαντζάς, ο Φουκώ και άλλοι, περιγράφουν ως στρουκτουραλισμό. Ο πραγματικός Μαρξ - εκείνος τουοποίου τις πραγματικά νέες, καινοτομικές θεωρητικές ανακαλύψεις πρέπει μεκόπο να αποκρυπτογραφήσουμε με τη βοήθεια των εννοιολογικών εργαλείων του Αλτουσέρ - ήταν ένας στρουκτουραλιστής πριν την ώρα του. Απλώς δεν το γνώριζε.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Στο κάτω κάτω, ο στρουκτουραλισμός δεν είχε ακόμα εφευρεθεί. Δηλαδή, δεν είχε ακόμη καθιερωθεί (από τον Λεβί-Στρως και τη σχολή του), ότι αυτό που έχει σημασία στη διερεύνηση ενός κοινωνικού συστήματος, είναι η εσωτερική σχέση μεταξύ των μερών του. Υπάρχει ένασυγκεκριμένο σύνολο σχέσεων σε κάθε κοινωνία, τέτοιο ώστε όλοι οι επιμέρους τομείς διατηρούνται σε ισορροπία μέσω της κανονιστικής αρχής του συστήματος: στην περίπτωση του καπιταλισμού, είναι η συσσώρευση του κεφαλαίου. Ως κοινωνιολόγος, ο Μαρξ το γνώριζε, αλλά ως φιλόσοφο τονπαρεμπόδιζε η κληρονομιά του Χέγκελ. Έτσι, αντί να επικεντρωθεί στην εσωτερική λογική του συστήματος που ανέλυε (δηλαδή του καπιταλισμού), προσπαθούσε να το τοποθετήσει σε μια ιστορική προοπτική [δηλαδή στη διαχρονία], στο ενδιάμεσο μεταξύ της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας και του σοσιαλιστικού μέλλοντος. Επιπλέον, ο Μαρξ ισχυριζόταν ότι η αυθεντική ανάλυση του καπιταλισμού κατέστη δυνατή μόνον σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή, όταν οι «εσωτερικές αντιφάσεις» του συστήματος είχαν αρχίσει να αντανακλώνται σε κριτικές θεωρητικές επεξεργασίες (σοσιαλιστικής φύσης).
Αυτή η σύνδεση μεταξύ «κρίσης» και «κριτικής» ήταν μέρος της εγελιανής κληρονομιάς. Οδήγησε στην αντίληψη ότι οι θεωρητικές έννοιες είναι και οι ίδιες ιστορικές, με την έννοια ότι «αντανακλούν» μιαν ιδιαίτερη κατάσταση πραγμάτων, αντί να είναι διαχρονικές και να ισχύουν για όλη την αιωνιότητα. Ο Αλτουσέρ (που προτιμά σαφώς τον Σπινόζα από τον Χέγκελ) δεν είναιικανοποιημένος με όλο αυτό και επισημαίνει τι ανησυχητικές συνέπειες έχει το να αντιμετωπίζονται τις θεωρητικές έννοιες σαν να είναι ρευστές και χρειάζονται αναθεώρηση κάθε λίγο και λιγάκι. Αυτό που λέει (βλ. Lire le Capital, Τόμοι Ι και ΙΙ [→ ελληνικά]) είναι το εξής: θα ήταν καλύτερα αν οΜαρξ είχε απαλλαγεί από την εγελιανή ορολογία και είχε παρουσιάσει τη θεωρία του καπιταλισμού ως επιστημονική ανάλυση ενός ορισμένου δομικούσυνόλου: επιστημονική επειδή αληθινή και ως εκ τούτου, διαχρονική.
Πολύ καλά, προσωρινά ας αποδεχτούμε όλα αυτά. Ας αγνοήσουμε τηνενοχλητική σύμπτωση ότι ο ορθολογισμός του Αλτουσέρ είναι σε ευθεία γραμμή απόγονος της λογικής του Ωγκύστ Κοντ (Auguste Comte) και ότι ο Μαρξ είχε διαβάσει Κοντ αλλά δεν έτρεφε πολλή εκτίμηση για τη θεωρία του. Για χάρη της συζήτησης, ας αποδεχτούμε επίσης, ότι ο Μαρξ προσπαθούσε νακάνει εκείνο το είδος της δομικής-λειτουργικής ανάλυσης της αστικής (bourgeois) κοινωνίας, το οποίο ο Μαξ Βέμπερ και ο Τάλκοτ Πάρσονςεφάρμοσαν αργότερα στη βιομηχανική κοινωνία (η οποία δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα). Εξακολουθεί να μένει άλυτο το πρόβλημα, γιατί ο άνθρωπος αυτός δεν κατάφερε να εντοπίσει την ύπαρξη ενός «καπιταλιστικού κράτους».Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου και όλα αυτά τα πολιτικά έργα τα σχετικά με την κατάληψη της εξουσίας, ωστόσο ποτέ δεν του ήρθε η ιδέα ότι υπάρχει ένα «καπιταλιστικό κράτος». Γιατί δεν είδε ότιδύο και δύο κάνουν τέσσερα; Τόσο καιρό καταγίνονταν με το να αναλύει τησχέση της αστικής κοινωνίας με το κράτος· γιατί δεν επισήμανε ότι το κράτοςήταν «καπιταλιστικό»;
Η προφανής απάντηση είναι: γιατί δεν πίστευε ότι υπάρχει τέτοια οντότητα,όπως το «καπιταλιστικό κράτος». Σκέφτονταν με όρους κεφαλαιοκρατικούτρόπου παραγωγής, ο οποίος είναι συμβατός με πολλών ειδών κράτος: απολυταρχικό, δημοκρατικό ή οτιδήποτε άλλο. Αλλά ο αναγνώστης δεν θα το βρει αυτό να δηλώνεται από τον Πουλαντζά (ούτε από τον Αλτουσέρ). Αντ' αυτού κάνουν μια σειρά υποδείξεων, σύμφωνα με τις οποίες η έννοια του «καπιταλιστικού κράτους» μπορεί να συναχθεί από τα γραπτά του Μαρξ, άν καιχρειάζεται σκληρή προσπάθεια. Υπάρχει και το επιχείρημα ότι στη συνέχεια ο μαρξισμός αναπτύχθηκε περαιτέρω, από τον Λένιν και τον Γκράμσι, λόγου χάρη. Όμως ούτε ο Γκράμσι γράφει τίποτε για «καπιταλιστικό κράτος»! Αντίθετα, μιλάει για ιταλικό κράτος, το οποίο, βέβαια, εξυπηρετεί τους βασικούς στόχους της άρχουσας τάξης, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Ποιές είναι οι νεότερες μαρξιστικές θεωρίες για το θέμα αυτό; Ο Πουλαντζάς αναφέρει τον Ανρύ Λεφέβρ (Henri Lefebvre), τον Μαξιμιλιέν Ρουμπέλ (Maximilien Rubel) και τον Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse - σελ. 132).Όμως κουνάει το κεφάλι του αποδοκιμαστικά και τους απορρίπτει ως «ιστορικιστές»· είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να πει ένας στρουκτουραλιστής για τους αντιπάλους του. Όπως φαίνεται, κατά τη γνώμη του όλοι αυτοί συμμερίζονται ένα κοινό λάθος: έχουν πάρει στα σοβαρά την εγελιανή διάκριση μεταξύ της «αστικής κοινωνίας» [ή «κοινωνίας πολιτών» ή «ιδιωτικής κοινωνίας» “bürgerliche Gesellschaft” - “civil society”] και «του κράτους». Και συνάγει ότι

“ce corrélat de la problématique historiciste qu’est la perspective anthropologique de ‘l’individu concret’ et de ‘l’homme générique’ conçus comme sujets de l’économie” [αυτό συσχετίζεται με την ιστορικιστική προβληματική, που είναι η ανθρωπολογική οπτική του «συγκεκριμένου ατόμου» και του «ανθρώπου εν γένει», που νοούνται ως υποκείμενα της οικονομίας - βλ. και την ελληνικη μετάφραση του Κώστα Φιλίνη, τ. Α, σ. 171].Ο Πουλαντζάς, ο οποίος έχει μάθει από τον Αλτουσέρ ότι ο Μαρξ, όταν το1844 έγραφε τα Παρινά Χειρόγραφα, ήταν ακόμη ένας θεωρησιακός [δηλαδή ιδεαλιστής] φιλόσοφος, δεν θέλει να έχει καμμιά σχέση με αυτή την«ιστορικιστική οπτική». Δεν σκέπτεται ότι η διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας (η οποία, στην πραγματικότητα, εισήχθη για πρώτη φορά από μια ομάδα θεωρητικών του 18ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του Μοντεσκιέ και των Σκώτων ιστορικών), ίσως να ήταν η διανοητική αντανάκλαση ενόςπραγματικού γεγονότος: της εμφάνισης (για πρώτη φορά στην καταγραμμένη ιστορία), μιας αυτόνομης κοινωνίας επικεντρωμένης την αγορά, η οποία δεν υπάγεται στο κράτος.
Το μόνο που μπορεί να δει ο Πουλαντζάς είναι ότι ο Μαρξ κληρονόμησε αυτή την ορολογία και δεν ήθελε να αποχωριστεί από αυτήν. Και συνεχίζει:


“Sans s’étendre sur la critique de cette conception, contentons-nous de remarquer qu’elle conduit a des conséquences très graves, qui aboutissent a l’impossibilité d’un examen scientifique de l’état capitaliste” [χωρίς να επεκτεινόμαστε στην κριτική αυτής της αντίληψης, άς αρκεστούμε να πατατηρήσουμε ότι αυτή οδηγεί σε πολύ σοβαρές συνέπειες, που καταλήγουν στο αδύνατο μιαςεπιστημονικής εξέτασης του κεφαλαιοκρατικού κράτους - βλ. ελλ.μτφρ. του Κ. Φιλίνη, τ. Α, σ. 172]. Οι «σοβαρές συνέπειες» είναι οι εξής: αν το κράτος ως τέτοιο έγινε ορατό για πρώτη φορά σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, τότε μια [γενική] θεωρία του κράτους είναι κάτι διαφορετικό από την ανάλυση της ιδιαίτερης πολιτικής τάξης πραγμάτων που χαρακτηρίζει τη σημερινή κοινωνία. Με άλλα λόγια, άν ισχύει αυτό, η φιλοσοφία θα διατηρεί την αυτονομία της - αντί να μετατραπείσε κοινωνιολογία - όσο οι άνθρωποι θα ενθυμούνται ότι υπήρχε κάποτε κάτι που λέγεται ιστορία, και ότι η ιστορία έχει να κάνει με ανθρώπους, και όχι μόνον με τις κοινωνικές τάξεις και τις σχέσεις μεταξύ των τάξεων. Η φιλοσοφία και η ιστορία είναι στην πραγματικότητα αλληλένδετες· και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, η σχολή Αλτουσέρ θέλει να εξαλείψει και τις δύο.



Ο Λετονός ζωγράφος Jānis Pauļuks (1906-1984)

[Υπάρχει «λογική της ιστορίας»; Διαλεκτική της αντίφασης και διαχρονία ή δομές και συγχρονία;]Nous voilà enfin au cœur de la mêlée [Επιτέλους φτάνουμε στην καρδιά της περίπλοκης διαφωνίας]. Δεν είναι μόνο το ζήτημα του «ιστορικισμού» με τηνεγελιανή έννοια. Ο Πουλαντζάς έχει να πεί κάτι πολύ λογικό (σ. 222) για τον περιττό κόπο που κάνουν μερικοί εγελιανοί, όταν προσπαθούν να ξεχωρίσουντην «ιδεολογία» από την «επιστήμη». Οι σύντομες παρατηρήσεις του για το θέμα αυτό είναι εύστοχες εναντίον του Λούκατς (και εναντίον του Λένιν, στον οποίο δεν ασκεί κριτική), όμως αυτό είναι μια απλή σκιαμαχία. Αυτό που θέλουμε να μάθουμε είναι που υπεισέρχεται η ιστορία - η πραγματική, πεζή και εμπειρική ιστορία. Η απάντηση του είναι ότι δεν υπεισέρχεται καθόλου [δεν υπάρχει ρόλος για την ιστορία]. Σε κάθε περίπτωση, ο γράφων δεν μπόρεσε νατον βρει. Και μου φαίνεται ότι γι' αυτό, μέρος της ευθύνης αναλογεί στον Λουί Αλτουσέρ. Εδώ πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο Αλτουσέρ και οι μαθητές τουπροσφέρουν μια πολύτιμη υπηρεσία στην προσπάθεια να απαλλαγούμε από τη σταλινική κληρονομιά, συμπεριλαμβανομένων των φοβερών ανοησιών της για «αστική επιστήμη» και «προλεταριακή επιστήμη». Τουλάχιστον ο αέρας ξαναγίνεται κατάλληλος για την αναπνοή. Όμως η συσσωρευμένη δυσωδία από τον Σταλινικό βόθρο δεν ήταν το μόνο πρόβλημα. Ο γαλλικός κομμουνισμός είχε εθιστεί σε μια υποβαθμισμένη μορφή της μεταφυσικής, η οποία βεβαίωνεγια την ερχόμενη νίκη της επανάστασης προσφεύγοντας στους διαλεκτικούς«νόμους της κίνησης», που υποτίθεται ότι ισχύουν τόσο στη φύση όσο και στην ιστορία. Η κατεδάφιση αυτής της πίστης ήταν εδώ και καιρό ληξιπρόθεσμη και για άλλη μια φορά, ο Αλτουσέρ αξίζει τα εύσημα για αυτό το έργο. Τέλος, υπήρχε η κληρονομιά των φιλοσοφικών κειμένων του Ένγκελς, συμπεριλαμβανομένης της ερμηνείας του (ή παρερμηνείας) του ιστορικού υλισμού στην επιστολή του προς τον J. Bloch της 21 Σεπτεμβρίου 1890. Είναι ένα κείμενο που αναφέρεται συνήθως από τους απολογητές του, ως απόδειξη ότι είχε απόλυτη επίγνωση των περιορισμών του οικονομικού ντετερμινισμού.Στην πραγματικότητα, σ' εκείνο το ατυχές γραπτό, ο Ένγκελς παρουσιάζει ένα εκλεκτικιστικό δόγμα που δέχεται στην ονομαστική της αξία την επιφανειακήμορφή της κοινωνίας. Η εκ μέρους του άκριτη αποδοχή τού θεωρητικούμοντέλου που έχει ως βάση την έννοια του homo oeconomicus, αποτελεί μιαν επιστροφή στην προ-μαρξιστική σκοπιά.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν εξαντλείται εδώ. Η αυτονομία της επιστήμης στα γραπτά του Αλτουσέρ σηματοδοτεί τη δέσμευσή του για ένα συγκεκριμένο είδος θεωρίας: εκείνο που συνδέεται με τη στρουκτουραλιστική σχολή. Η επιστροφή στον θετικισμό είναι αναπόφευκτη όταν κάποιος πετά τη φιλοσοφία στα αζήτητα, όμως ο στρουκτουραλισμός ασκεί μια ιδιαίτερη έλξη στουςΓάλλους μαρξιστές επειδή είναι εναρμονισμένος με την θετικιστική παράδοσηπου εγκαινίασε ο Ωγκύστ Κοντ. Μπορεί επίσης να αντλεί υποστήριξη από το κύρος της σύγχρονης ανθρωπολογίας, ψυχολογίας και γλωσσολογίας. Ωστόσο, όπως είδαμε, μπορεί να υποστηριχθεί, με τη βοήθεια κάμποσηςεφευρετικότητας, ότι ακόμη και ο ίδιος ο Μαρξ ήταν ένας στρουκτουραλιστής πριν την ώρα του. Είναι βέβαιο ότι ερευνούσε για πάγια σχήματα και για σταθερές σχέσεις, τα οποία οι μαθητές του Αλτουσέρ αρέσκονται να εντοπίζουνστην 6η Θέση για τον Φόυερμπαχ: «Η ουσία του ανθρώπου δεν είναι μια αφαίρεση που ενυπάρχει στο μεμονωμένο άτομο, [...] είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων». Τέτοια πράγματα ήταν - και εξακολουθούν να είναι - αναγκαία διορθωτικά αντίβαρα στη μεταφυσική της γερμανικής θεωρησιακής φιλοσοφίας, για να μην αναφερθούμε στον υπερχειλίζοντα ιδεαλισμό τουΦρίντριχ Σίλλερ (Schiller) και των μιμητών του, οι οποίοι φτάνουν και μέχρι τον σύγχρονο Χόχουτ (τον θεατρικό συγγραφέα Rolf Hochhuth). Ο Μαρξάσκησε κριτική στον Καντ για τον ίδιο λόγο που προτιμούσε τον Σαίκσπηρ από τον Σίλλερ.
Από την άλλη πλευρά, ο Μαρξ δεν εκτιμούσε τον θετικισμό του Κοντ και είναι εύκολο να μαντέψει κανείς τι θα είχε σκεφτεί άν άκουγε για την ανακάλυψη του Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) ότι «ο Άνθρωπος» επινοήθηκε μάλλονπρόσφατα, γύρω στα 1800 (βλ. στο έργο του Φουκώ Les Mots et Les Choses, σελ. 319 - ελλ. Οι Λέξεις και τα Πράγματα), αναμένεται δε να κάνει πράξη και την εξαφάνισή του σύντομα (ό.π., σελ. 396-398). Αυτό που θα πάρει τη θέση του ανθρώπου, όπως φαίνεται, θα είναι μια μάζα ανθρώπινων μυρμηγκιών μέσαστην οποία το άτομο δεν θα υφίσταται πλέον ως τέτοιο. Αν κάποιος πιστεύεικάτι τέτοιο, πρέπει επίσης να πιστεύει ότι δεν υπάρχει τίποτε που πρέπει καιμπορεί να γίνει γι' αυτό, οπότε δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί ότι ανήκει στη μαρξιστική παράδοση. Στην πραγματικότητα ο Φουκώ παραπέμπει στον Νίτσε,προκειμένου να αντλήσει υποστήριξη για τις σκέψεις του, τις σχετικές με τον επικείμενο Θάνατο του Ανθρώπου:

“L'homme est une invention dont l’archéologie de notre pensée montre aisément la date récente” [«Ο άνθρωπος είναι μια επινόησησχετικά πρόσφατη, όπως εύκολα μπορεί να δείξει η αρχαιολογία της σκέψης μας»].Φυσικά δεν είναι εύλογο να φορτώσουμε στον Αλτουσέρ τις ζοφερές προφητείες του Φουκώ. Μπορούμε επίσης, να δεχτούμε ότι όλα τα προβλήματααπό καιρό σε καιρό πρέπει να αναδιατυπώνονται και ότι δεν θα κάνει κακό στους μαρξιστές άν προσπαθήσουν να επικαιροποιήσουν τον εννοιολογικόεξοπλισμό τους. Τέλος, μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο ίδιος ο Μαρξ, στην εποχή του, δεν διέθετε την απαραίτητη προοπτική για να διακρίνει τι ακριβώς έκανε,το οποίο δεν είχε γίνει πριν από αυτόν. Αυτό είναι ένα πανάρχαιο πρόβλημαστη φιλοσοφία και στην επιστήμη: οι μεγάλοι καινοτόμοι που προχωρούν σε μια terra incognita, πρέπει, ταυτόχρονα με το βηματισμό τους, νακατασκευάζουν και τα εργαλεία που χρειάζονται για να την εξερευνήσουν. Και αυτά τα εργαλεία, αναγκαστικά, είναι μέρος της φύσεως του «παλιού κόσμου»,που οι καινοτόμοι την αφήνουν πίσω τους. Στην περίπτωση του Μαρξ, έχει γίνει σήμερα συμβατικότητα να αποδοκιμάζεται το υπόλειμμα του Εγελειανισμού του, όμως ο Αλτουσσεριανός Μαρξ πάσχει από ένα πιο συγκεκριμένο ελάττωμα: ήταν τόσο πολύ προχωρημένος σε σχέση με την εποχή του, ώστε του ήταν αδύνατο, ακόμη και στο Κεφάλαιο, να εφαρμόσει το είδος της μεθοδολογίας που θα ήταν κατάλληλο γι' αυτή την εργασία που ανέλαβε να φέρει σε πέρας. Αντ' αυτού, επέστρεψε πίσω, σε κληρονομημένα πρότυπα σκέψης (Lire le Capital, I, σελ. 33-35). Γι' αυτό το λόγο, επικράτησε μιαορολογία που δίνει σάρκα και οστά σε ένα συγκεκριμένο σχήμα, στο σχήμα της διαλεκτικής διαδικασίας, η οποία συνεχίζει το δρόμο της ωθούμενη από τις «εσωτερικές αντιφάσεις» της.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτό υπάρχει εν σπέρματι ήδη από την αρχή, και στημετέπειτα ιστορία μιας εποχής (στην αρχαιότητα, στο μεσαίωνα, πάντα), απλά εκδηλώνεται και εξωτερικεύεται η κρυφή λογικής της εσωτερικής αντίφασης. Στο βιβλίο Pour Marx (σελ. 92 κ.ε.) ο Αλτουσέρ δείχνει πολύ καθαρά ότι για την κατανόηση γεγονότων όπως η Ρωσική Επανάσταση, χρειάζεται ένα διαφορετικό εννοιολογικό μοντέλο. Δεν είναι τόσο πειστικός όταν στρέφει την προσοχή του σε εκείνα τα χωρία του Κεφαλαίου, στα οποία ο Μαρξ χρησιμοποιεί Εγελιανούς όρους, για να ισχυριστεί ότι σχετικά απλές μορφές της οικονομικής ζωής (το εμπόρευμα, το χρήμα, κ.λπ.) ήδη περιείχαν in nuce [μέσα σε καρύδι, σε μικρογραφία, εν σπέρματι] τα πιο ανεπτυγμένα στάδια τηςκαπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η μέθοδος απλά δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα θεωρητικά συμπεράσματα που βγήκαν με τη βοήθεια της. Η λύση του Αλτουσέρ γι' αυτό το δυσεπίλυτο πρόβλημα, είναι να δείξει ότι ο Μαρξ έφερε σε πέρας το επιστημονικό του έργο (την αξιοπιστία του οποίου θεωρεί δεδομένη), παρά το γεγονός ότι τον δυσκόλευε το βάρος εννοιώνπου ήταν μάλλον ακατάλληλες για τον σκοπό αυτό. Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, αυτό που ανακάλυψε ο Μαρξ (με τη βοήθεια, ομολογουμένως, μιας«ιδεολογικής» δέσμευσής του στη λογική της αντίφασης, που είχε δανειστεί από τον Χέγκελ), ήταν μια συγκεκριμένη δομή στην οποία η λογική αυτή δεν ισχύει (Lire le Capital, II, σελ. 399-401).

Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Αλτουσέρ και οι μαθητές του δεν έχουν τίποτενα πουν για το θέμα των οικονομικών ερευνών του Μαρξ. Ασχολούνταιαποκλειστικά με τη μεθοδολογία του. Το μέρος της που είναι «μολυσμένο» από τον εγελιανισμό, το αντιμετωπίζουν ως επουσιώδες και άσχετο, ως κάτι πουπαρεισέφρυσε εκεί τυχαία. Ένας εμπειριστής, όπως ο Ραιημόν Αρόν (Raymond Aron) μπορεί να περιγράψει τον Μαρξ ως προ-νεωτερικό, γιατί ήταν ακόμη«χρεωμένος» στον Χέγκελ. Η πρωτοτυπία της προσπάθειας του Αλτουσέρ συνίσταται στο να αποδείξει ότι ο Μαρξ εφάρμοσε όντως μια δική του μέθοδο,για την οποία όμως δεν είχε βρει έναν κατάλληλο τρόπο να την εκφράσει, και ότι ασυνείδητα αναπλήρωσε αυτή την έλλειψη με τη χρήση της απαρχαιωμένηςορολογίας του Χέγκελ. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ο Αλτουσέρ δεν μας λέειποιά ήταν αυτή η νέα μέθοδος του Μαρξ. Το καταληκτικό συμπέρασμα του Lire le Capital είναι ένα ρητορικό ερώτημα:

«quelle est donc la nouveauté de la méthode d’exposition suivie par Marx pour qu’il soit contraint de l’exposer en un langage ancien qui la trahit?» (ό.π., II, σ. 401, [ποιά είναι η καινοτομία της μεθόδου παρουσίασης που χρησιμοποίησε ο Μαρξ, την οποία αναγκάστηκε να την εκθέσει σε μια απαρχαιωμένη γλώσσα που την προδίδει;]). Μια σαφή απάντηση πουθενά δεν μπορούμε να βρούμε, αλλά η περιπλάνηση της σκέψης του Αλτουσέρ είναι φανερή: αφού ξεφορτώθηκε την «υλιστική»μορφή της διαλεκτικής, αυτή που είχε διατηρήσει ο Μαρξ, ο Αλτουσέρ είναιτώρα ελεύθερος να ερευνήσει τη δομή της κοινωνικής πραγματικότητας χωρίς πιά να λαμβάνει υπόψη την αντίληψη ότι αυτή η ιστορική διαδικασία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της λογικής της αντίφασης (ή το πέρασμα από τηνουσία στην ύπαρξη, ή την μετάβαση από μια ασυνείδητη πραγματικότητα στη συνειδητοποιημένη, ή οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφική δεισιδαιμονία). Όμως το θέμα εδώ είναι το εξής: κατά τον Αλτουσέρ, η θεωρητική σκέψη, αν θέλει να παίρνει υπόψη σοβαρά τον εαυτό της, δεν μπορεί να λειτουργεί με εκείνο το είδος λογικού μοντέλου που είχε στο μυαλό του ο Ένγκελς όταν έγραψε στον πρόλογο του Τόμου ΙΙΙ του Κεφαλαίου:

«Είναι αυτονόητο το εξής: όταν τα πράγματα και τιςαλληλεπιδράσεις τους δεν τα αντιλαμβανόμαστε ως πάγια αλλά ωςμεταβαλλόμενα, τότε και οι απεικονίσεις τους στη νόηση, οι έννοιες, υπόκεινται επίσης στη μεταβολή και στη μεταμόρφωση· δεν πρέπει να τις κλείνει κανείς μέσα σε άκαμπτους ορισμούς, αλλά να βλέπει πως εξελίσσονται στην ιστορική ή λογική διαδικασία του σχηματισμού τους». [Es versteht sich ja von selbst, daß da, wo die Dinge und ihre gegenseitigen Beziehungen nicht als fixe, sondern als veränderliche aufgefaßt werden, auch ihre Gedankenabbilder, die Begriffe, ebenfalls der Veränderung und Umbildung unterworfen sind; daß man sie nicht in starre Definitionen einkapselt, sondern in ihrem historischen resp. logischen Bildungsprozeß entwickelt].Αν η μεταβαλλόμενη ουσία της ιστορικής διαδικασίας εισβάλλει μέσα στην ίδια τη δομή του εννοιολογικού μοντέλου, τότε πώς μπορεί να υπάρχει αυτό τοπράγμα που αποκαλούμε επιστήμη;
Το ερώτημα είναι θεμιτό. Η απάντηση είναι η εξής: ο Ένγκελς, όχι για πρώτη φορά, συνέχεε ένα λογικό πρόβλημα, για τη λύση του οποίου δεν ήταν εξοπλισμένος. Ο Αλτουσέρ είναι τόσο συγκλονισμένος από αυτήν την ανακάλυψη (βλ, Lire le Capital, II, σελ. 64-67), ώστε μετά βίας βρίσκει κάτι να πει γι αυτό, ενώ ο Γκαρωντύ (ό.π., σελ. 275-278) εξαντλεί όλες τις προσπάθειές του για να αποδείξει ότι ο Ένγκελς απλώς επεξηγεί το απλό νόημα αυτού που ο Μαρξ είχε πει νωρίτερα. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ δεν θα μπορούσε ναείχε κάνει ποτέ το θεωρητικό του έργο, εάν δεν πίστευε ότι είναι δυνατό νακαθορίσει επιστημονικά το αντικείμενό του. Η πολεμική του Αλτουσέρ εναντίον του «εμπειρισμού» και του «πραγματισμού» στρέφεται κατά του Ένγκελς· και, στο βαθμό που κάνει αυτό, αποτελεί μια δικαιολογημένη αντίδραση εκ μέρους ενός θεωρητικού που έρχεται αντιμέτωπος με ένα εννοιολογικό μοντέλο που καθιστά τη θεωρητική σκέψη αδύνατη - και μάλιστα υπερηφανεύεται πως έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάτι που να μοιάζει με επαρκή επιστημονικό ορισμό, επειδή «ο μόνος πραγματικός ορισμός είναι η εξέλιξη του ίδιου του αντικειμένου, αλλά η εξέλιξη αυτή δεν είναι πλέον ένας ορισμός» (Lire le Capital, II, σ. 65, παραπέμποντας στο Anti-Dühring [το έργο του Ένγκελς Αντι-Ντύρινγκ]).
Αυτό το γραπτό υλικό συνδέει τον Ένγκελς με τον Νίτσε και δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί ο Αλτουσέρ επειδή δεν θέλει να έχει καμμία σχέση μαζί του.Όμως είναι λιγότερο πειστικός όταν προσπαθεί να αποβάλει τη διαλεκτική απόεκείνα τα χωρία του έργου του ίδιου του Μαρξ, όπου η θεωρητική σκέψη έχει ως στόχο να παρουσιάσει με κατάλληλο τρόπο την πραγματική ιστορικήδιαδικασία - κάτι που ο Ένγκελς δεν θα μπορούσε να κάνει στις πραγματιστικέςεικασίες του, αφού, κατά τη γνώμη του, οι έννοιες απλώς «αντανακλούν» τομεταβαλλόμενο σύνολο των καταστάσεων της πραγματικότητας, και ως εκ τούτου δεν έχουν καμία θεωρητική αξιοπιστία. Όταν ο Αλτουσέρ δηλώνει ότι η αυθεντική θεωρητικοποίηση είναι ασύμβατη με αυτό το είδος ιστορικισμού, λέει το προφανές. Και όταν ο ίδιος επαινεί τον Σπινόζα για το γεγονός ότι πραγματοποίησε μιαν άνευ προηγουμένου επανάσταση στη σκέψη (Lire le Capital, II, σελ 50), επιτελεί ένα σημαντικό και αναγκαίο έργο. Αλλά όταν αποκαλεί τον Σπινόζα “lle seul ancêtre direct de Marx” [μοναδικό άμεσο πρόγονο του Μαρξ, ό.π.], τότε αφήνει την πλευρά του ευάλωτη στην κριτική (βλ. Γκαρωντύ, σελ. 273). Το μαθηματικό μοντέλο σκέψης που εφάρμοσαν ο Καρτέσιος και ο Σπινόζα, μπορεί όντως να χρησιμοποιηθεί, για να μας υπενθυμίζει ότι οι θεωρητικές ανακαλύψεις είναι υπαρκτά πράγματα. Και φυσικά ο Μαρξ πίστευε ότι είχε ανακαλύψει κάτι νέο· αλλιώς, γιατί να έμπαινε σ' όλο αυτό τον κόπο και στην προσπάθεια;
Όλα αυτά είναι πολύ καλά ως διορθωτικά εκείνου του είδους υποβαθμισμένου Εγελιανισμού, που δεν αναγνωρίζει πλέον καμία διαφορά μεταξύ των ιδεών και των σκέτων ιδεολογιών. Αλλά ο Αλτουσέρ φαίνεται να υποτιμά τη δυσκολία της εφαρμογής του ορθολογιστικού μοντέλου στην ιστορική πραγματικότητα.Αν πράγματι υπάρχει κάτι που μοιάζει με λογική της ιστορίας (τους δύο τελευταίους αιώνες η φιλοσοφία βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση μιας μεθόδουκατάλληλης για να διερευνήσει αυτό το θέμα), αυτή τη λογική είναι αδύνατο να την αποκαλύψουν στοχαστές οι οποίοι θεωρούν τον Εγελιανισμό απλά και μόνον μια μεγαλοπρεπή εκτροπή.



Jānis Pauļuks, πίνακας
[Το πρόβλημα κάθε επιστημολογίας: Οι θεωρίες είναι πτυχές του αντικειμενικού κόσμου της εποχής τους, ωριμάζουν και γερνούν μαζί του]
Η ελκτική δύναμη που προσφέρει ο στρουκτουραλισμός στον Αλτουσέρ και στη σχολή του, δεν πρέπει να μας φαίνεται κάτι το ανεξήγητο. Σε τελευταία ανάλυση, τόσο ο ίδιος όσο και ο Λέβι-Στρως, αναζητούν κάτι που βρίσκεται πέρα και έξω ​​από τη ροή της ιστορίας. Ο ενωτικός σύνδεσμος είναι η θεωρία της γλώσσας, καθόσον η μελέτη της γεννά την ελπίδα ότι θα αποκαλυφθεί, στα πιο γενικά χαρακτηριστικά του, ο τρόπος που είναι δομημένη η σκέψη του ανθρώπου και συνακόλουθα θα αποκτήσουμε ένα μέσο για νααποκρυπτογραφήσουμε την πολιτισμική μας κληρονομιά, χωρίς να πέφτουμεστον σχετικισμό και στην περιπτωσιολογία. Στο προφανές ερώτημα για το τιακριβώς αναζητείται, τίνος η δομή της σκέψης - του ιθαγενή της Βραζιλίας ή του σύγχρονου επιστήμονα - η φιλοσοφία μπορεί να απαντήσει με τα λόγια ενός σύγχρονου βρετανού ειδικού της Λογικής (P.F. Strawson):

«Υπάρχει ένας εκτεταμένος κεντρικός πυρήνας της ανθρώπινης σκέψης ο οποίος δεν έχει καθόλου ιστορία» [είναι ανιστορικός καιπαραμένει αναλλοίωτος].Εάν αυτό το έδαφος ξεκαθαριστεί, θα αποκτήσουμε πρόσβαση τόσο στους«κοινούς τόπους της λιγότερο εκλεπτυσμένης σκέψης», όσο και «στονθεμελιακό πυρήνα του εννοιολογικού εξοπλισμού των πιο εξελιγμένωνανθρώπινων όντων».
Προφανώς, για μερικούς από τους συγχρόνους μας, αυτός ο στόχος έχει πάρει τη θέση του παραδοσιακού ενδιαφέροντος για την αποκρυπτογράφηση των ιστορικών διαδικασιών. Δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν εξοικειωμένο με το πνευματικό κλίμα του Παρισιού, το γεγονός ότι η Γαλλία, η οποία για πάρα πολύ καιρό ήταν το προπύργιο του ορθολογισμού και του θετικισμού, έχει γίνειτώρα κέντρο του στρουκτουραλισμού (σε τελευταία ανάλυση, όλη αυτή η κίνηση εδώ καταλήγει). Θα παρατηρήσω μόνον επιτροχάδην, ότι η ιστορικήκίνηση που μας οδήγησε σ΄αυτό, μπορεί εξίσου εύκολα να μας απομακρύνει. Γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής, η τωρινή επικράτηση των ορθολογιστικών, των στρουκτουραλιστικών και των αντι-ιστορικιστικών (για να μην πω αντι-ιστορικών) τρόπων σκέψης, είναι και αυτή μια πτυχή του τωρινού κόσμου,ακριβώς όπως είναι η άνοδος της πυρηνικής επιστήμης, οι νέες υπολογιστικέςμηχανές, η αύξηση των αυταρχικών και γραφειοκρατικών τάσεων στην πολιτική και το φαινόμενο μιας λογοτεχνίας που απευθύνεται σε έναν κύκλοπιστών οπαδών, της οποίας το θέμα δεν είναι πλέον ο θάνατος του Θεού, αλλάη επερχόμενη εξαφάνιση του Ανθρώπου.

O George Lichtheim (1912–1973) γεννήθηκε στη Γερμανία, έζησε όμως το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο. Το έργο του επικεντρώνεται στην ιστορία, στη διεθνή πολιτική της εποχής του και στη θεωρία του σοσιαλισμού. Θεωρούσε τον εαυτό του σοσιαλιστή και το 1964 γράφει στην New York Review of Books: «Δεν είμαι φιλελεύθερος και ποτέ δεν ήμουν. Θεωρώ τον φιλελευθερισμό τόσο λίγο ενδιαφέροντα όσο και τον κομμουνισμό και δεν ξέρω ποιό από τα δύο αυτά απαρχαιωμένα συστήματα σκέψης είναι το πιο ακατάλληλο για να οδηγήσει τον κόσμο ένα βήμα πιο πέρα». Η ερμηνεία της ιστορίας που υποστήριζε ήταν αυτή του Μαρξ, στο έργο του οποίου έβλεπε την κληρονομιά του γερμανικού ιδεαλισμού, από τον Καντ ώς τον Χέγκελ. von Kant über Hegel. Ήταν αντίπαλος των Μαρξιστικών-Λενινιστικών ορθοδοξιών, έβλεπε επίσης με πολύ σκεπτικισμό τα ρεύματα του αναρχισμού και της μη μαρξιστικής επαναστατικής Αριστεράς. Τοποθετούσε τον εαυτό του στο ρεύμα του εγελιανού μαρξισμού και της Κριτικής Θεωρίας. Όπως ο ίδιος έλεγε, ανήκε «στην παράδοση που εγκαινίασαν μελετητές όπως ο Horkheimer, ο Adorno και ο Marcuse στη δεκαετία του 1930 και την συνέχισαν οι διάδοχοι της Σχολής της Φρανκφούρτης - προπαντός ο Jürgen Habermas».
Το αρθρογραφικό του έργο, με το μοναδικό ζωηρό και ειρωνικό ύφος του, δημοσιεύτηκε στα περιοδικά Commentary, Partisan Review, Dissent, the New Leader, Encounter, the Times Literary Supplement, The New York Review of Books και Palestine Post. Τα πιο σημαντικά βιβλία του: The Pattern of World Conflict (1955), Marxism (1961), Μarxism: An Historical and Critical Study (1964), Marxism in Modern France (1966), The Concept of Ideology and other Essays (1967), The Origins of Socialism (1969), A Short History of Socialism (1970), Lukács (Fontana Modern Masters, 1970), Imperialism (1971), From Marx to Hegel (1971), Europe in the Twentieth Century (1972), Thoughts Among the Ruins: Collected essays on Europe and beyond (1973)



Μετά την κρίση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου