Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Ο Υπαρξισμός του Ζαν Πωλ Σαρτρ

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ (Jean Paul Sartre) ήταν γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 21 Ιουνίου 1905.
Όπως ο Νίτσε, έτσι κι ο Σαρτρ, με το δικό του τρόπο σκέψης και έκφρασης, προέτρεψε τον άνθρωπο να αναζητήσει το ηθικό χρέος του πέρα από τις ηθικές αρχές που έχουν καθιερωθεί παραδοσιακά.
Αντίθετα όμως προς το Νίτσε, που πρότεινε το ασαφές πρόσωπο του υπερανθρώπου ως πρότυπο της ηθικής συμπεριφοράς μας, ο Σαρτρ ισχυρίστηκε ότι η επιλογή του είδους των πράξεων που θεωρούμε ηθικά σωστές ανήκει στην απόλυτη δικαιοδοσία του καθενός από μας και δεν υπόκειται σε κανένα πρότυπα, δεν εντάσσεται σε κανένα πλαίσιο.
“Είμαι καταδικασμένος να είμαι ελεύθερος”.

(Je suis condamné à être libre)

από το βιβλίο το ‘Είναι και το Μηδέν’ (L‘ être et le néant)

Ουδείς και τίποτε μπορεί να υποδείξει στον καθέναν τι πρέπει να πράξει. Δεν υπάρχει καμιά συνταγή για το πώς οφείλουμε να ρυθμίσουμε τη ζωή μας. Καθένας από μας θα πρέπει να βασιστεί στο συναίσθημά του, προκειμένου να διακρίνει ποιο είναι στην εκάστοτε δεδομένη στιγμή το ηθικό χρέος του.

Υπάρχει μια ιστορία, που έζησε ο Σαρτρ, όπου φαίνεται παραστατικά πώς εννοεί αυτός τον τρόπο επιλογής των πράξεών μας.

H ιστορία του μικρού μαθητή

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διηγείται ο Σαρτρ, ένας μαθητής του ζήτησε τη βοήθειά του για ένα σοβαρό ηθικό πρόβλημα που τον απασχολούσε.

Οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει τον πατέρα του μαθητή του, ο οποίος έκτοτε ανέλα­βε την υποχρέωση να φροντίζει τη μητέρα του, μια και δεν είχε άλλον στον κόσμο αυτή, για να τη συντηρεί.

Κάποια στιγμή δίνεται η ευκαιρία στο μαθητή του να συμμετάσχει στην Αντίστα­ση κατά των Γερμανών. Αυτός, πέρα από το πατριωτικό ενδιαφέρον, είχε έναν πρό­σθετο, προσωπικό λόγο να θέλει να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών, Υπερασπι­ζόμενος την πατρίδα του πίστευε ότι θα μπορούσε να εκδικηθεί για τον άδικο χαμό του πατέρα του. Όμως, αν έπαιρνε μια τέτοια απόφαση, η μάνα του θα έμενε εντε­λώς απροστάτευτη, με κίνδυνο να πεθάνει κιόλας.

Το ηθικό πρόβλημα, για το οποίο ο μαθητής ζητούσε τη βοήθεια του Σαρτρ, απο­κρυσταλλωνόταν στο δίλημμα: να πάει στην Αντίσταση, εγκαταλείποντας τη μάνα του στην τύχη της, ή να μείνει κοντά στη μητέρα του, αδιαφορώντας για την πατρίδα του; Ποια από τις δύο επιλογές ήταν η σωστή, ώστε να την ακολουθήσει;

Το βέβαιο, σκέφτηκε ο Σαρτρ, είναι ότι η παραδοσιακή ηθική με τις καθιερωμένες αρχές της δε θα μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια στο μαθητή του.

Αν, ας πούμε, έκανε ό,τι υπαγορεύει η χριστιανική αρχή «αγάπα τον πλησίον σου», το δίλημμα γι’ αυτόν θα παρέμενε. Ποια από τις δύο – η μάνα του ή η πατρίδα του – ήταν ο πλησίον, ώστε να την αγαπήσει και να της προσφέρει τη βοήθειά του; Ο χριστιανισμός δε μας ορίζει ποιος μπορεί να είναι ο πλησίον. Ακόμα και τον εχθρό μας τον θεωρεί πλησίον και γι’ αυτό μας προτρέπει να τον αγαπάμε.

Την ίδια δυσκολία, σημειώνει ο Σαρτρ, θα αντιμετώπιζε στο πρόβλημά του ο μαθητής του και αν, ακολουθώντας τη μέθοδο του Καντ, υιοθετούσε την αρχή «να μεταχειρίζεσαι τον άλλο ως σκοπό, ποτέ απλώς ως μέσο». Και στην περίπτωση αυτή, το δίλημμά του «ποια από τις δύο να επιλέξω: τη μάνα μου ή την πατρίδα μου;» θα παρέμενε.

Γιατί στην εν λόγω αρχή δε λαμβάνε­ται υπόψη το γεγονός ότι μερικές φορές, στην προσπάθειά μας να μεταχειριστούμε κάποιον συνάνθρωπο μας ως σκοπό, υποχρεωνόμαστε να χρησιμοποιήσουμε κάποι­ον άλλο ως μέσο. Στην περίπτωσή του ακριβώς, ο μαθητής, επιλέγοντας, ας πούμε, να μείνει κοντά στη μητέρα του, θα είχε μεταχειριστεί μεν αυτή ως σκοπό, αλλά, συγχρόνως, θα είχε χρησιμοποιήσει την πατρίδα ως μέσο, και, αντιστρόφως, αν απο­φάσιζε να πάει στην Αντίσταση, θα είχε μεταχειριστεί μεν την πατρίδα ως σκοπό, αλλά, συγχρόνως, θα είχε χρησιμοποιήσει τη μητέρα του ως μέσο. Η ηθική αρχή λοιπόν «να μεταχειρίζεται τον άλλο ως σκοπό, ποτέ απλώς ως μέσο» δε μας προσφέρει καμιά διέξοδο στα διλήμματά μας.

Τούτο, κατά το Σαρτρ, ισχύει για όλες ης ηθικές αρχές που έως τώρα, κατά καιρούς, έχουν καθιερωθεί στην κοινωνία μας. Γι’ αυτό η προτροπή του Σαρτρ προς το μαθητή του ήταν “εμπιστέψου το συναίσθημά σου”. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αγνοήσει όλες τις αρχές, σύμφωνα με τις οποίες έχουμε συνηθίσει να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας, και να αποφασίσει εντελώς μόνος του για εκείνο που όφειλε να πράξει.

Ο τρόμος της ελευθερίας και η κακή πίστη

Η προτροπή αυτή του Σαρτρ, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει, κάθε άλλο παρά ανώδυνη θα μπορούσε να θεωρηθεί για το μαθητή του. Αποδεχόμενος ο τελευταίος αυτός να αποφασίσει μόνος του για εκείνο που έπρεπε να πράξει, ήταν υποχρεωμένος συγχρόνως να αναλάβει ολόκληρη την ευθύνη για τις συνέπειες της όποιας απόφασής του.

Αν, ας πούμε, ο μαθητής αποφάσιζε να πάει στην Αντίσταση, αφήνοντας πίσω του τη μάνα του, και πέθαινε αυτή εξαιτίας της εγκατάλειψής της, εν ονόματι ποιας αρχής θα μπορούσε να δικαιολογηθεί για την πράξη του αυτή; Οι διαστάσεις της ευθύνης του μαθητή για την πράξη του, αλλά και κάθε άλλου ανθρώπου που αποφασίζει να πράξει εντελώς ελεύθερα, ανεξάρτητα από καθιερωμένες αξίες και κατεστημένες αρχές της κοινωνίας, είναι τεράστιες – τόσο μεγάλες, που αισθάνεται να καταλαμβάνεται από τον τρόμο.

Η εμπειρία του τρόμου, που προκαλεί στον άνθρωπο η απόλυτη ελευθερία του στην επιλογή των πράξεών του, τον αναγκάζει πολλές φορές να καταφεύγει σ’ αυτό που ο Σαρτρ ονομάζει κακή πίστη. Πρόκειται για τη λήψη των αποφάσεών του βάσει ενός καθιερωμένου κώδικα αξιών.

Στην κοινωνία μας υπάρχει ένα σύνολο αρχών – όπως, για παράδειγμα, η πίστη στο Θεό, ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η τήρηση των υποσχέσεών μας, η αγάπη προς τον πλησίον, η αντιμετώπιση του άλλου ως σκοπού κ.ά.- σύμφωνα προς τις οποίες καλούμαστε να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά μας. Αυτές οι αρχές, που τις βρίσκουμε έτοιμες στην κοινωνία χωρίς να τις έχουμε αποφασίσει οι ίδιοι, αποτελούν, κατά το Σαρτρ, ένα άλλοθι, για να μεταθέσουμε το βάρος της ευθύνης που πρέπει να αναλάβουμε, όταν, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε κάποιο ηθικό δίλημμα, είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε κάποια απόφαση.

Ο μαθητής, στο παράδειγμα που είδαμε παραπάνω, αντί, ακολουθώντας την προτροπή του Σαρτρ, να αποφασίσει μόνος του, θα μπορούσε να είχε επιλέξει να ενεργήσει εν ονόματι κάποιας καθιερωμένης αρχής, της αρχής, ας πούμε, ότι πρέπει να μεταχειριζόμαστε τον άλλο ως σκοπό. Στην περίπτωση αυτή, έχοντας ενεργήσει εν ονόματι της αρχής αυτής, αν πηγαίνοντας στην Αντίσταση είχε πεθάνει η μάνα του, θα είχε το δικαίωμα να ισχυριστεί ότι δεν έφερε την ευθύνη αυτός, αλλά ότι υπεύθυνη ήταν η αρχή βάσει της οποίας ενήργησε έτσι.

Αυτό, κατά το Σαρτρ, συμβαίνει με όλους μας, όταν, μπροστά στα ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζουμε, επικαλούμαστε κάθε φορά κάποια αρχή, για να δικαιολογήσουμε τις αποφάσεις που παίρνουμε. Καταφεύγουμε στην κακή πίστη, προβάλλουμε ένα άλλοθι, δημιουργούμε ψευδαισθήσεις, για να ξεφύγουμε από τον τρόμο που η απόλυτη ελευθερία μάς προκαλεί.

Έτσι βέβαια, παρατηρεί ο Σαρτρ, μεταθέτοντας την ευθύνη των επιλογών μας από τον εαυτό μας κάπου αλλού, σε κάποια από τις καθιερωμένες αρχές, κάνουμε μεν τις επιλογές μας πιο ανώδυνες, αλλά συγχρόνως αλλοτριωνόμαστε από την ίδια την ύπαρξή μας.

H ανθρώπινη ύπαρξη και το μηδέν

Ο Πωλ Βαλερύ είχε πει: γεννήθηκα πολλοί και θα πεθάνω ένας. Αυτό σημαίνει ότι καθένας από μας, όταν γεννιέται, έχει τη δυνατότητα να γίνει, ας πούμε, ένας ασήμαντος, μέτριος ή σπουδαίος επιστήμονας, ένας εξέχων ή συνήθης καλλιτέχνης, ένας συνετός, κακός ή αδιάφορος οικογενειάρχης, ένας επικίνδυνος ή γραφικός απατεώνας, ένας δεινός ή αφελής πολιτικός, ένας έγκριτος ή επιπόλαιος δημοσιογράφος και χίλια δυο άλλα πράγματα. Από όλες αυτές τις δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας τη στιγμή που γεννιόμαστε, ο καθένας τελικά, πεθαίνοντας, θα έχει γίνει κάτι συγκεκριμένο. Αυτή η πορεία του ανθρώπου από τη γέννησή του – και την απεριόριστη δυνατότητα να γίνει αυτό ή εκείνο το ον – έως το θάνατο του – που γίνεται ένα ορισμένο ον -, κατά το Σαρτρ, δεν είναι προδιαγεγραμμένη.

Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια ανοικτή, διαρκώς μεταβαλλόμενη δυνατότητα, που κατευθύνεται προς ένα απροσδιόριστο μέλλον. Τα ανθρώπινα πλάσματα δε μοιάζουν με τα υπόλοιπα όντα.

Τα τελευταία αυτά από τη στιγμή που θα υπάρξουν είναι ήδη ολοκληρωμένες οντότητες.Ένα γυάλινο ανθοδοχείο, για παράδειγμα, όσο υπάρχει, είναι αυτό που ήταν από τη στιγμή που κατασκευάστηκε και θα είναι μέχρι να καταστραφεί αυτό που είναι τώρα.

Αντίθετα, η ανθρώπινη ύπαρξη τώρα δεν είναι αυτό που ήταν και, στο μέλλον, δε θα είναι αυτό που τώρα είναι. Τι σχέση, λόγου χάρη, έχει ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης με το βρέφος που ήταν κάποτε αυτός και ποια η αντιστοιχία του βρέφους εκείνου με τον έφηβο στον οποίο εξελίχθηκε στη συνέχεια και ποιος ξέρει πού θα καταλήξει ύστερα από ένα, δύο, πέντε, είκοσι χρόνια, έως τη στιγμή που θα πεθάνει;

Η ανθρώπινη ύπαρξη βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να πούμε για κάποιο ανθρώπινο πλάσμα ότι είναι κάτι δεδομένο, τελειωμένο, ότι είναι ον. Ο άνθρωπος, ως διαρκώς μεταβαλλόμενος, δεν είναι ον, όπως το γυάλινο ανθοδοχείο ή οποιοδήποτε άλλο ον, είναι μη ον, μηδέν. Γίνεται ον, όταν πάψει να έχει την προοπτική της εξέλιξης, της δυνατότητας να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήδη είναι. Και αυτή η διακοπή της περαιτέρω εξελικτικής πορείας του μπορεί να συμβεί μόνο με το θάνατο του. Τότε, με το θάνατο της, η ανθρώπινη ύπαρξη από μηδέν γίνεται ον.

Η εξελικτική πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης από το μηδέν προς το ον είναι, κατά το Σαρτρ, αδέσποτη, με την έννοια ότι δεν καθορίζεται από τίποτε άλλο εκτός από τον ίδιο τον εαυτό της. Καθένας από μας, υποστηρίζει ο Σαρτρ, μοιάζει να έχει ριχτεί τυχαία μέσα σε έναν αφιλόξενο κόσμο, όπου πρέπει μόνος, του να προσπαθήσει να δημιουργήσει την οντότητά του χωρίς τη συνδρομή άλλων, πέρα από τον εαυτό του, παραγόντων, όπως ο Θεός ή οι καθιερωμένες ηθικές αρχές.

Ο Θεός, στον οποίο θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς κάποιο στήριγμα, δεν υπάρχει. Ο Σαρτρ συντάχθηκε προς τη διακήρυξη του Νίτσε ότι ο Θεός έχει πεθάνει. Έτσι η εξελικτική πορεία του ανθρώπου γίνεται -ακριβέστερα πρέπει να γίνεται-στον ορίζοντα της απουσίας του Θεού. Οι υφιστάμενες ηθικές αρχές εξάλλου, συμφωνά προς τις οποίες καλούμαστε να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά μας, έχουν ήδη καθιερωθεί εν τη απουσία μας, πριν από μας – πριν από μένα, πριν από σένα, πριν από εκείνον, πριν από τον κάθε άνθρωπο που διαγράφει τώρα την πορεία του από το μηδέν στο ον.

Έτσι, κατά το Σαρτρ, το να επιχειρεί κανείς – καταφεύγοντας, όπως είδαμε παραπάνω, στην κακή πίστη – να διαμορφώσει την ύπαρξή του εν ονόματι ενός ανύπαρκτου Θεού ή βάσει ορισμένων αρχών που δεν έχουν διατυπωθεί για τον ίδιο, αλλά για κάποιον άλλο, είναι σαν να προσπαθεί να αλλοτριώσει την ύπαρξή του, σαν να προσπαθεί δηλαδή να διαμορφώσει μια άλλη ύπαρξη διαφορετική από τη δική του.

Ο κίνδυνος της αλλοτρίωσης της ύπαρξής μας όμως, παρατηρεί ο Σαρτρ, δεν ελλοχεύει μόνο στην κακή πίστη, στην οποία καταφεύγουμε, για να απαλλαγούμε από την εμπειρία του τρόμου της ελευθερίας μας, αλλά υπαγορεύεται επίσης από την παρουσία των άλλων γύρω μας.

Οι άλλοι είναι η κόλαση

Ο Σαρτρ υιοθέτησε την άποψη ότι οτιδήποτε εκδηλώνεται μέσα στη συνείδησή μας αναφέρεται σε κάτι. Όταν, λόγου χάρη, επιθυμούμε, επιθυμούμε κάτι – ένα παγωτό ή όταν πιστεύουμε, πιστεύουμε κάτι – ότι θα κερδίσει η ομάδα μας ή ότι αύριο θα κάνει καλό καιρό, το ίδιο και όταν φοβόμαστε, φοβόμαστε κάτι – το σκοτάδι, το θάνατο ή το αεροπλάνο, κ.ο.κ. H συνείδησή μας είναι πάντοτε συνείδηση τινός.

Είναι σαφές ότι το σημείο αναφοράς της συνείδησής μου είναι υποδεέστερο αυτής. Εκείνο στο οποίο αναφέρεται η συνείδησή του – ένα παγωτό, ας πούμε, στην περίπτωση που η συνείδησή μου, επιθυμώντας το, αναφέρεται σ’ αυτό – το αντιμετωπίζω έτσι, ώστε να ικανοποιήσω μια προσωπική ανάγκη μου, είναι υποχείριο μου. Ακόμη και αν κάτι στο οποίο αναφέρεται η συνείδησή μου – όπως το σκοτάδι, στην περίπτωση που φοβάμαι το σκοτάδι – με υπερβαίνει, προσπαθώ να το φέρω στα μέτρα μου, για να το χειριστώ, όπως με ικανοποιεί καλύτερα.

Όταν όμως το σημείο αναφοράς της συνείδησής μας είναι κάποιος συνάνθρωπος μας, η σχέση μας αποκτά άλλη σημασία. Γίνεται ανταγωνιστική.

Γιατί, αν υποτεθεί ότι εγώ καθιστώ κάποιον σημείο αναφοράς της συνείδησής μου, τον μεταχειρίζομαι σαν ένα αντικείμενο έτοιμο να ικανοποιήσει κάποιο αίτημά μου. Τον αλλοτριώνω, καθώς από εκεί που ήταν μια αυτόνομη, ανεξάρτητη και αξιοπρεπής ύπαρξη, τον καθιστώ υποχείριο των διαθέσεών μου.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, η συνείδηση του άλλου, τον οποίο έχω κάνει αντικείμενο της δικής μου συνείδησης, αισθάνεται θιγμένη, υποτιμημένη και καταλαμβάνεται από το αίσθημα της ντροπής. Μ αντίδραση του ανθρώπου που θίχτηκε η συνείδησή του είναι να προσπαθήσει να φέρει εμένα στη θέση τη δική του και να με καταστήσει αντικείμενο της δικής του συνείδησης.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, κάποιον που βρίσκεται με τη σύντροφο του στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Όσο ξέρει ότι είναι ασφαλής πίσω από την πόρτα του δωματίου, αισθάνεται άνετα. Αν, κάποια στιγμή, καταλάβει ότι κάποιος τον παρακολουθεί μέσα από την κλειδαρότρυπα, καταλαμβάνεται από το αίσθημα της ντροπής, επειδή έγινε αντικείμενο της συνείδησης κάποιου άλλου. H αντίδρασή του τότε είναι, ας πούμε, να ανοίξει την πόρτα και να συλλάβει τον παρατηρητή του επ’ αυτοφώρω, ο οποίος με τη σειρά του κυριεύεται από το αίσθημα της ντροπής, επειδή κατέστη αντικείμενο της συνείδησης του ανθρώπου τον οποίο, έως πριν από τη στιγμή της αποκάλυψης, είχε κάνει αυτός αντικείμενο της συνείδησής του.

Ο Σαρτρ θεωρεί ότι ανάλογα ανταγωνιστικές είναι όλες οι κοινωνικές σχέσεις μας. Ο καθένας προσπαθεί να αλλοτριώσει τον άλλο καθιστώντας τον από αυτόνομη ύπαρξη αντικείμενο της συνείδησής του, ο οποίος, με τη σειρά του, προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη ανεξαρτησία του, επιχειρεί να κάνει αντικείμενο της συνείδησής του εκείνον που τον είχε κάνει υποχείριο της συνείδησής του κ.ο,κ. Η συνείδηση του ενός επιδιώκει να καταστήσει αντικείμενο τη συνείδηση του άλλου, προκειμένου να διατηρήσει την ελευθερία της. Ο αγώνας για την ελευθερία μας είναι ένας ανελέητος αγώνας, για να απαλλαγούμε από τους άλλους που επιχειρούν να αλλοτριώσουν την ύπαρξή μας καθιστώντας την αντικείμενο της συνείδησής τους. Με αυτή την έννοια, ο/ άλλο? είναι η κόλαση.

Έτσι, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του υπαρξισμού, ο ηθικός τρόπος διαβίωσης του ανθρώπου προσέλαβε από το Σαρτρ έντονα δραματικό τόνο. Έχοντας κανείς, κατά το Σαρτρ, γεννηθεί σε έναν ξένο και αφιλόξενο κόσμο, που η παρουσία των άλλων τον έχει μετατρέψει σε κόλαση γι’ αυτόν, καλείται -προκειμένου να δημιουργήσει τον εαυτό του πορευόμενος από το μηδέν στο ον, από εκείνο που θα μπορούσε να γίνει σ’ εκείνο που τελικά θα γίνει- να πράττει το σωστό μόνος του, εντελώς αβοήθητος, μην περιμένοντας τη βοήθεια κανενός Θεού, μην έχοντας για στήριγμα καμιά ηθική αρχή.

Άλλοι φιλόσοφοι ωστόσο, κατά τον εικοστό αιώνα επίσης, κινούμενοι σε ένα διαφορετικό από εκείνο του υπαρξισμού πλαίσιο διανόησης και επιχειρημάτων, επιδίωξαν να προσεγγίσουν τα ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς του ανθρώπου χωρίς τη δραματική έξαρση με την οποία τα αντιμετώπισε ο Σαρτρ. Πρόκειται για τους φιλοσόφους εκείνους που διατύπωσαν τις καλούμενες μεταηθικές θεωρίες, εμπνεόμενοι, από τα κελεύσματα της γλωσσαναλυτικής μεθόδου.

Θεοδόση Πελεγρίνη




Ζαν Πωλ Σαρτρ: ‘Ο Υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός’


Ένας από τους σπουδαιότερους Γάλλους φιλοσόφους του 20ου αιώνα, με σημαντική απήχηση στη διεθνή διανόηση ήταν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Δεν ήταν μόνο νομπελίστας και θεατρικός συγγραφέας αλλά και υπέρμαχος του κινήματος του Υπαρξισμού στη Γαλλία. Το 1964, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του ‘Οι Λέξεις’ (Les mots), το οποίο και αρνήθηκε να παραλάβει. Ο Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1905 και κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών του χρόνων, είχε την ευκαιρία να συναναστραφεί με προσωπικότητες που σημάδεψαν την πολιτική ζωή και διανόηση στη Γαλλία όπως ο Raymond Aron, ο Maurice Merlau-Ponty, ο Simone Weil και ο Claude Levi-Strauss.

Ο Σαρτρ δημοσίευσε τη νουβέλα του ‘Ναυτία’ το 1938 σε μορφή ημερολογίου, που εμπεριείχε διάφορους φιλοσοφικούς συλλογισμούς, τους οποίους και ανέπτυξε στα επόμενα του έργα. Το 1943, σε ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του ‘Το Είναι και το Μηδέν’, ανέπτυξε τις σκέψεις του πάνω σε έννοιες όπως η ανθρώπινη συνείδηση, η ελευθερία του ατόμου και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το 1946, και αφού είχε εστίασε την προσοχή του στον άνθρωπο, αποφάσισε να αναδείξει στο επόμενο του έργο, ‘Ο Υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός’, το θέμα της κοινωνικής υπευθυνότητας. Ο Σαρτρ καταπιάστηκε με την έννοια της ελευθερίας όχι μόνο ως αξία ή ως στόχο αλλά σαν αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης που συνεπάγεται την κοινωνική υπευθυνότητα.

Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Jean Paul Sartre, κρατήθηκε όμηρος από τα Γερμανικά στρατεύματα από το 1940 μέχρι τον Απρίλιο του 1941 όπου και αφέθηκε ελεύθερος λόγω προβλημάτων υγείας. Αμέσως μόλις γύρισε στη Γαλλία έλαβε μέρος στη γαλλική αντίσταση και ταυτόχρονα, έγινε μέλος του αντιστασιακού κόμματος ‘Σοσιαλισμός και Ελευθερία’ (Socialisme et Liberte). Παρά το σπουδαίο συγγραφικό του έργο, η πολιτική του στράτευση δεν περιορίστηκε σε θεωρητικό επίπεδο. Αν και ποτέ δεν έγινε επίσημα μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και επέκρινε τη στάση του τελευταίου στη Σταλινική Ρωσία, ήταν οπαδός του κομμουνισμού και θεωρούσε το Μαρξισμό «τη φιλοσοφία των καιρών μας».

O Σαρτρ θεωρείται βασικός εκφραστής της φιλοσοφίας του υπαρξισμού και συγκεκριμένα στο βιβλίο του ‘Ο Υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός’ (l’ existentialisme est unhumanisme’) επικεντρώθηκε σε μια προσπάθεια απόδοσης των κεντρικών σημείων του Υπαρξισμού. Το βιβλίο βασίστηκε σε μια διάλεξη που έδωσε το 1945 στο Παρίσι, στο Club Maintenant. Προσπάθησε να αντιμετωπίσει τους επικριτές του, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της διάλεξης του, αλλά και στη συζήτηση που ακολούθησε αργότερα, η οποία παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου.

Στην εποχή του υπήρχε έντονος ο προβληματισμός για τη θέση του ατόμου μέσα στην κοινωνία. Όλο το έργο του Γάλλου συγγραφέα βαπτίζεται στην αριστερή σκέψη και απαυγάζει τη στρατευμένη του ματιά που μιλά για τον άνθρωπο σε μια κοινωνία κάφρων και εστιάζει στην έννοια της ελευθερίας και της ανθρώπινης ανεξαρτησίας.

Το φιλοσοφικό και λογοτεχνικό του credo κινείται γύρω από την έννοια της ελευθερίας, στηριγμένη στην ανυπαρξία του Θεού και γι’ αυτό κανένας άνθρωπος δεν έχει ουσία πριν από τη γέννησή του, πριν από την ύπαρξή του: η ύπαρξη προηγείται της ουσίας.

Τα έργα του Σαρτρ αποτελούν ευρέα σύμβολα των φιλοσοφικών του αντιλήψεων, μια προσπάθεια αφηγηματοποίησης των ιδεών του. Έτσι, στο διήγημα Τοίχος αναφέρεται στη νύχτα τριών κρατούμενων στον ισπανικό εμφύλιο, όπου η ψυχολογία του μελλοθάνατου απαξιώνει τον θάνατο αλλά και τη ζωή, την αγάπη και την ευαισθησία, ενώ στο τέλος η συμπτωματική προδοσία αποδεικνύει το τυχάρπαστο της ζωής. Τελικά για ποιο λόγο πολεμά κανείς και για ποιο λόγο θυσιάζεται; Ο Σαρτρ απαντά “μόνο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια” κι αυτό ίσως είναι η ύψιστη μορφή ελευθερίας.

Θεωρητικές επιρροές στη φιλοσοφική σκέψη του Σαρτρ

Ενώ διάφοροι φιλόσοφοι θεωρήθηκαν θεμελιωτές του υπαρξισμού, ο Σαρτρ ήταν αυτός που τον έφερε στο προσκήνιο στη Γαλλία και δημιούργησε το ομώνυμα γαλλικό κίνημα. Όπως αναφέρει και στο βιβλίο του υπάρχουν δυο σχολές υπαρξιστών. Οι πρώτοι είναι οι Χριστιανοί, όπως ο Καρλ Γιασπερς και ο Γκαμπριελ Μαρσέλ και από την άλλη μεριά οι άθεοι υπαρξιστές, μέλη του οποίου είναι οι Γάλλοι υπαρξιστές, ο Χάιντεγκερ και φυσικά ο ίδιος ο Σαρτρ.

Μπορεί να παρατηρηθεί μια σύγκλιση απόψεων μεταξύ Σαρτρ και Νίτσε στους κεντρικούς άξονες και στη γενική αντιμετώπιση του θέματος. Και οι δυο πίστευαν ότι ο άνθρωπος είναι ‘εγκαταλελειμμένος’ στη γη, ότι μπορεί να κάνει τον εαυτό του ότι επιλέξει, αρνούνται την ύπαρξη του θεού, ενώ την ίδια στιγμή δεν δέχονται την ύπαρξη της «ουσίας». Εντούτοις, ο Σαρτρ επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό από το Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς, οι οποίοι ήταν επίσης θεμελιωτές του υπαρξισμού κατά τη διάρκεια του πολέμου. Επίσης, η μελέτη των Kierkegaard και Χάιντεγκερ, οι οποίοι καταπιάστηκαν με την έννοια της αγωνίας/του άγχους του ανθρώπου μέσα από το πρίσμα μιας πεσιμιστικής άποψης απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη, σηματοδότησαν την ποιοτική ανάπτυξη και εξέλιξη της γραφής του Σαρτρ. Ο Kierkegaard (όπως και ο Νίτσε) θεώρησαν ότι έχει ιδιαίτερη αξία το γεγονός ότι, όσον αφορά θεμελιώδεις αξίες και πιστεύω, το άτομο είναι ικανό να αποφασίζει ελεύθερα. Ταυτόχρονα, αυτές οι επιλογές, μπορούν να αλλάξουν τη φύση και ταυτότητα του υποκειμένου που παίρνει τις αποφάσεις.

Για τον Χάιντεγκερ, η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η προσπάθεια κατανόησης του Είναι. Μέσα από το βιβλίο το ‘Είναι και Χρόνος’, -επιστημονικό έργο που επηρέασε σημαντικούς διανοούμενος- ο Χάιντεγκερ καταπιάστηκε με τον προσδιορισμό του υποκειμένου και εν συνεχεία με την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου είναι η προσπάθεια του όντος να κατανοήσει αυτό που είναι, συν την προσπάθεια να γίνει αυτό που δεν είναι ακόμα. Έχει αξία η έννοια του όντος μέσα από το πρίσμα της σκέψης του Χάιντεγκερ διότι στοχεύει μια κατ’ εξακολούθηση προσπάθεια υπερβατικότητας του υποκειμένου, να γίνει αυτό που δεν είναι ακόμα.

Ο Γιασπερς για παράδειγμα στην προσπάθεια του να κατανοήσει το «είναι» θεωρεί ότι δεν είναι άλλο από το «περιέχον», αυτό δηλαδή που περιβάλλει την ανθρώπινη ύπαρξη, που είναι η πηγή του ίδιου του υποκειμένου. Υπάρχει μια ομοιότητα με τον Σαρτρ όσον αφορά την αναζήτηση της αλήθειας του υποκειμένου προσαρμόζοντας το κάθε φορά στις καταστάσεις. Ο Γιασπερς θεωρεί ότι υπάρχουν μεταβαλλόμενες καταστάσεις και κοινές καταστάσεις όπως για παράδειγμα ο θάνατος.

Βασικοί επικριτές του Υπαρξισμού

Οι κυριότεροι πολέμιοι του Υπαρξισμού, ήταν οι Χριστιανοί και οι Κομμουνιστές (της σταλινικής παράδοσης). Υποστήριζαν ότι εξαιτίας των ιδεών που κηρύττει o Σαρτρ, ο άνθρωπος αποξενώνεται από την κοινωνία, αφού δίνει όλο το βάρος στην υποκειμενικότητα. Επιπροσθέτως οι Χριστιανοί που δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να αποδεχτούν την σχολή του Υπαρξισμού αφού πιστεύουν ότι μια σκέψη που απαρνείται την ύπαρξη του Θεού, αρνείται στην πραγματικότητα την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

Αντίθετα ο Σαρτρ πιστεύει, ότι είναι σκέτος ρομαντισμός το γεγονός ότι ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένες αξίες, βασισμένες σε θεϊκές εντολές ή σε κοινωνικές επιταγές, αφού ο άνθρωπος πρέπει να κάνει ο ίδιος τις επιλογές του χωρίς περιορισμούς. Ο Σαρτρ, αρνείται την ύπαρξη του θεού και την έννοια του ως δημιουργό ή πλάστη , ο οποίος παράγει σύμφωνα με ορισμένη τεχνική και αντίληψη τον άνθρωπο. Έτσι, σύμφωνα με τη θρησκευτική οπτική, ο κάθε άνθρωπος πραγματώνει μια ορισμένη έννοια που βρίσκεται μέσα στη θεϊκή λογική.

Σε αντιπαράθεση με την θρησκευτική λογική, ο άνθρωπος, όπως τον αντιλαμβάνεται ο Σαρτρ, πρώτα υπάρχει, απαντάται δηλαδή με τον εαυτό του και ύστερα προσδιορίζεται. Αυτό σημαίνει ότι πριν δεν είναι τίποτα, δηλαδή δεν είναι προσδιορίσιμος. Δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση, θα γίνει μετά αυτό που θα φτιάξει ο ίδιος για τον εαυτό του.

Κεντρικές ιδέες του Σαρτρ στο βιβλίο του

‘Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός’

Στο βιβλίο του ‘Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός’, αναφέρει την φράση του Ντοστογέφσκυ, ότι αν δεν υπήρχε Θεός θα επιτρέπονταν τα πάντα. Εδώ, βρίσκεται κατά τον Σαρτρ το σημείο αφετηρίας του υπαρξισμού. Πραγματικά τα πάντα επιτρέπονται αφού δεν υπάρχει θεός και κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι εγκαταλελειμμένος, γιατί δεν βρίσκει ούτε μέσα ούτε έξω από τον εαυτό του μια δυνατότητα να αρπαχτεί από κάτι. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει τίποτα το προκαθορισμένο, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο άνθρωπος είναι ελευθερία. Είμαστε μόνοι, ασυγχώρητα μόνοι. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος.

Το κεντρικό στοιχείο του υπαρξισμού είναι ότι «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» («L’existence précède l’essence»). Σύμφωνα λοιπόν με το τελευταίο η εξέλιξη του ανθρώπου δεν μπορεί να βασιστεί σε μια έτοιμη φόρμουλα. Έτσι από τη στιγμή που η ύπαρξη του θεού απορρίπτεται, και ο άνθρωπος δημιουργείται πριν την ουσία του, μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί μετέπειτα. Συνέχισε, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει η έννοια της ανθρώπινης φύσης, αφού ο άνθρωπος πρέπει να προσδιορίσει τον εαυτό του. Αυτή ακριβώς είναι η βασική έννοια του υπαρξισμού που καθιστά υπεύθυνους τους ανθρώπους στο τι γίνονται.

Για να μπορέσει να αντιταχθεί στο επιχείρημα ότι ο άνθρωπος αποξενώνεται, αφού πρέπει να παίρνει αποφάσεις μόνος του, υποστήριξε ότι το άτομο πρέπει να αποφασίζει πάντα για το καλύτερο και το γεγονός ότι αυτή η επιλογή είναι η καλύτερη γι αυτόν πρέπει αυτόματα να είναι και για την κοινωνία. Άρα πρέπει να υπάρχει μια κοινωνική υπευθυνότητα μέσα στο περιεχόμενο του υπαρξισμού.

Ο Σαρτρ ξεκαθαρίζει στο βιβλίο του ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αποφασίζει και τίποτα δεν μπορεί να προσδιορίζει την επιλογή του αφού επιβαρύνεται από την ευθύνη της απόφασης του όχι μόνο απέναντι στο εαυτό του αλλά και απέναντι στην κοινωνία. Έγραψε για τον άνθρωπο πως «είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και τον έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη για αυτές

Μια σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στον υπαρξισμό και τα υπόλοιπα φιλοσοφικά ρεύματα, είναι ότι ο πρώτος υποστηρίζει, ότι μια επιλογή πρέπει να αποφασίζεται σύμφωνα με την δύναμη των συναισθημάτων μας. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να τα εκτιμήσουμε (ποσοτικά και ποιοτικά) μέχρι να δράσουμε.Άλλωστε, θεωρούσε ότι ανεξαρτήτως των συνθηκών, καθένας κρίνεται μόνο από τις πράξεις του, που επιπλέον είναι μη αναστρέψιμες. Εξάλλου η -συχνά εφιαλτική- κρίση των άλλων μόνο σε αυτές μπορεί να βασιστεί και όχι στις προθέσεις ενός ατόμου.

Ο Σαρτρ προτείνει ότι ο υπαρξισμός, ανεξαρτήτως από τι πιστεύουν οι αντίπαλοι του, είναι ένα αισιόδοξο κίνημα και το γεγονός ότι οι βασικές του πεποιθήσεις είναι η ‘εγκατάλειψη’ του ατόμου, υποδηλώνει την ελευθερία των αποφάσεων του.Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη του την υπόλοιπη κοινωνία. Αντιθέτως ο Σαρτρ πιστεύει ότι το άτομο παίρνει αποφάσεις μόνο μέσω της βοήθειας των υπολοίπων. Γράφοντας για τον άνθρωπο πως « είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» τον έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη για αυτές.

Καταλήγει σημειώνοντας ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να προσπαθεί να ξεπερνά τον εαυτό του ώστε να μπορεί να προσαρμόσει τις αποφάσεις του σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Ο άνθρωπος έχει μείνει μόνος του και η ζωή του μπορεί να προσδιοριστεί αφού την έχει ζήσει. Ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να θέλει μοναχά ένα πράγμα: την ελευθερία σαν θεμέλιο όλων των αξιών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως θέλει την ελευθερία αφηρημένη αλλά πως οι πράξεις των καλής πίστης ανθρώπων έχουν σαν ύστατο νόημα την αναζήτηση της ελευθερίας σαν ελευθερίας.

Συζήτηση πάνω στις θέσεις του Υπαρξισμού

Στο τέλος του βιβλίου, παρατίθεται η συζήτηση που ακολούθησε μεταξύ του Σαρτρ και του Ναβίλ (Naville), ενός δημοσιογράφου και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας. Η συζήτηση ήταν αρκετά έντονη, αφού ο Ναβίλ ήταν κάθετα αντίθετος στις ιδέες του υπαρξισμού, τις οποίες θεωρούσε «ανάσταση» του φιλελευθερισμού. O Ναβίλ, αντιλαμβανόταν το πλαίσιο της συζήτησης μέσα από αυτό του «φιλοσοφικού υλισμού» (όπως τον διαμόρφωσε ο «σοβιετικός μαρξισμός»), γι αυτό και διαφώνησε με την προσπάθεια του Σαρτρ να συνδέσει την υποκειμενικότητα του υπαρξισμού με την αντικειμενικότητα του μαρξισμού. Έτσι, σύμφωνα με τον Ναβίλ, ο υπαρξισμός δεν μπορούσε να γίνει μέρος του ίδιου ιδεολογικού πλαισίου. Επίσης, βασική αρχή του μαρξισμού, είναι ότι η ιστορία και οι πράξεις του παρελθόντος προσδιορίζουν τις επόμενες πράξεις μας, ενώ στην πραγματικότητα ο υπαρξισμός αποτυγχάνει να προσδώσει ένα μοντέλο καθοδήγησης των ανθρώπων προς την κατάκτηση της αλήθειας μέσα από τις πράξεις του.

Όπως σημειώνει ο Ναβίλ, ο Σαρτρ προβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την προεξέχουσα αξία του ατόμου, θέματα που δεν απέχουν τόσο πολύ από τα παλιά γνωστά συνθήματα των φιλελεύθερων.

«Ο υπαρξισμός αρπάζεται από την ιδέα μιας ανθρώπινης φύσης, που όμως αυτή τη φορά δεν είναι περήφανη για τον εαυτό της αλλά εμφανίζεται σαν ψοφοδεής, αβέβαια και εγκαταλειμμένη ανθρώπινη μοίρα. Η πρωταρχική πραγματικότητα είναι η φυσική πραγματικότητα της οποίας η ανθρώπινη πραγματικότητα δεν είναι παρά μια από τις εκφάνσεις της».

Ωστόσο η ιστορία διαμορφώνει τα άτομα τα οποία έρχονται σε ένα κόσμο του οποίου ανέκαθεν αποτελούσαν τμήματα από τον οποίο προσδιορίζονται. Ο μαρξισμός, βλέπει τη φύση στον άνθρωπο και τον άνθρωπο στη φύση, ο οποίος δεν προσδιορίζεται αναγκαστικά από αυστηρά ατομική σκοπιά. Ο υπαρξιστής, σαν άλλος φιλελεύθερος, διεκδικεί τον άνθρωπο σαν γενικότητα γιατί δεν καταφέρνει να διαμορφώσει μια στάση τέτοια που επιβάλλουν τα γεγονότα. Δηλαδή, δεν αρκεί να λέει κανείς πως οι άνθρωποι μπορούν να παλέψουν για την ελευθερία, χωρίς να ξέρουν πως παλεύουν για την ελευθερία. Αν δώσουμε πλήρες νόημα σ αυτήν την αναγνώριση, αυτό σημαίνει πως οι άνθρωποι μπορούν να στρατευθούν και να παλέψουν για μια ιδέα για ένα σκοπό που τους δεσπόζει, διότι αν ένας άνθρωπος αγωνίζεται για την ελευθερία χωρίς να ξέρει, χωρίς να έχει διατυπώσει ξεκάθαρα μέσα του πως και για ποιον σκοπό αγωνίζεται, αυτό σημαίνει πως οι πράξεις του θα έχουν σαν επακόλουθο μια σειρά από συνέπειες. Γιατί δηλαδή ο υπαρξισμός να μη δίνει κατευθυντήριες γραμμές; Στο όνομα της ελευθερίας; Μα αν είναι φιλοσοφία, έτσι όπως ο Σαρτρ πιστεύει, πρέπει να ξεκαθαρίσει, όπως υποστηρίζει ο Ναβίλ, αν είναι υπέρ της παράταξης των εργατών η της παράταξης των μικροαστών.

Ο Σαρτρ αντικρούοντας τον Ναβίλ υποστηρίζει ότι η έννοια της ανθρώπινης υποκειμενικότητας που καθιστά το άτομο ικανό να παίρνει αποφάσεις ελεύθερα δεν προϋποθέτει την αδιαφορία του ανθρώπου απέναντι στην κοινωνία, αφού ο δρόμος προς την αλήθεια μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω των άλλων. Όμως η ιστορία και οι απερχόμενες πράξεις λαμβάνονται υπόψη αλλά όχι σαν καταλυτικοί παράγοντες για την εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης. Δεν υπάρχει ένα αυστηρό, άκαμπτο πλαίσιο όπου πρέπει να λειτουργεί μέσα σ’ αυτό το άτομο αφού το ίδιο το άτομο πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις του με καλή πίστη δηλαδή ως προς το καλύτερο γι αυτό και την κοινωνία.

Ο Σαρτρ επιπλέον πιστεύει ότι οι επιστήμες είναι αφηρημένες, μελετούν τις παραλλαγές και ποικιλίες επίσης αφηρημένων παραγόντων και όχι τις πραγματικές αιτίες.

Γιατί ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός; Γιατί, όπως μας απαντάει ο Σαρτρ, δεν υπάρχει άλλος κόσμος από αυτόν της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Ο άνθρωπος δεν είναι κλεισμένος στον εαυτό του αλλά είναι παρών πάντα σε έναν ανθρώπινο κόσμο. Ανθρωπισμός γιατί, θυμίζουμε, στον άνθρωπο δεν υπάρχει νομοθέτης άλλος από τον ίδιο του τον εαυτό και πως εγκαταλελειμμένος, μόνος θα αποφασίσει για τη μοίρα του. Αλλά και γιατί δείχνει πως όχι στρεφόμενος προς τα μέσα, προς εαυτόν, αλλά ψάχνοντας πάντα έξω από τον εαυτό του, για ένα σκοπό που να είναι απελευθερωτικός, μόνο έτσι ο άνθρωπος θα πραγματωθεί, σαν ανθρώπινο ον.

Ιωάννα Π aformi.wordpress.com/ κλπ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου