Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

Οι εποχές του Έρικ Χομπσμπάουμ

της Έφης Γαζή

Στο τρίτο κεφάλαιο της Εποχής του Κεφαλαίου, με τίτλο «Η ενοποίηση του κόσμου», ο Έρικ Χομπσμπάουμ αναφέρεται στην ανάπτυξη των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας της εποχής (σιδηρόδρομοι, ατμόπλοια, τηλέγραφος κτλ.) και δίνει ένα γλαφυρό παράδειγμα της «μείωσης του χρόνου» στον ύστερο 19ο αιώνα, περιγράφοντας τα ταξίδια του Φιλέα Φογκ:
(Η προσωπογραφία έργο του Peter Laurent de Francia)
«Ως το 1872, τα μέσα αυτά είχαν ήδη πραγματοποιήσει τον θρίαμβο που εξιστορούσε ο Ιούλιος Βερν: τη δυνατότητα να κάνει κανείς το γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, ακόμα και με τις διάφορες αναποδιές που παραμόνευαν τον αδάμαστο Φιλέα Φογκ. Ας θυμηθούμε τη διαδρομή αυτού του φλεγματικού ταξιδιώτη: διέσχισε με σιδηρόδρομο και πορθμείο την Ευρώπη από το Λονδίνο ως το Μπρίντιζι, και εκεί πήρε το πλoίο και πέρασε τη διώρυγα του Σουέζ, που είχε εγκαινιασθεί πρόσφατα (όλα αυτά μέσα σε επτά ημέρες). Το ταξίδι από το Σουέζ στη Βομβάη με το πλοίο επρόκειτο να διαρκέσει 13 μέρες. Το σιδηροδρομικό ταξίδι από τη Βομβάη στην Καλκούτα θα του έπαιρνε 3 μέρες».

Ο ιστορικός συνεχίζει την αφήγηση των ταξιδιών του Φιλέα Φογκ: Χονγκ Κονγκ, Γιοκοχάμα, Σαν Φρανσίσκο με πλοία και τρένα σε μια διαδρομή που πήρε σαράντα μια μέρες, άλλες επτά μέρες μέχρι τη Νέα Υόρκη, και μετά Λίβερπουλ και Λονδίνο. Και διερωτάται: «Πόσο καιρό θα ήθελε ο Φιλέας Φογκ για ένα τέτοιο ταξίδι το 1848»; Με παιδικό σχεδόν πείσμα και περιέργεια, υπολογίζει μέρες, αναφέρεται στις ταχύτητες των ιστιοφόρων, στις πιθανές θαλάσσιες διαδρομές, καταλήγοντας: «Ο περίπλους της υδρογείου το 1848 δεν θα απαιτούσε λιγότερο από έντεκα μήνες, δηλαδή τέσσερις φορές περισσότερο απ’ όσο χρειάστηκε ο Φιλέας Φογκ».

Η ιστορία του Φιλέα Φογκ, ένα σύντομο επεισόδιο μέσα στο εκτενές και συναρπαστικό έργο του Ε.Χ., αποτυπώνει ορισμένα υπόγεια ρεύματα που συναντήθηκαν στον ποταμό της ιστοριογραφίας του. Κεντρική θέση σ’ αυτό κατέχει η έννοια της «εποχής» (age) — όχι του αιώνα ή της περιόδου ή του πολιτικο-κοινωνικού σχηματισμού, παρά μόνο σε ένα δεύτερο επίπεδο, εκείνο της γενικής διαιρετικής. Η «εποχή» αποτελεί το βασικό πλαίσιο αναφοράς μιας μνημειώδους σύνθεσης της ιστορίας του νεότερου και σύγχρονου κόσμου. Σε αυτή τη σύνθεση, η ευρωπαϊκή ιστορία γίνεται κατανοητή «όχι ως το άθροισμα των ιστοριών», αλλά κυρίως μέσω της διαντίδρασης τόπων και χρόνων. Οι οφειλές αυτής της ετερολογικής οπτικής της ιστορίας στην εβραϊκότητα μένει να διερευνηθούν. «Αν και δεν ανήκαμε, ξέραμε και δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από το γεγονός ότι είμαστε Εβραίοι», γράφει στην αυτοβιογραφία του, υπογραμμίζοντας ότι γι’ αυτόν «Εβραίος σημαίνει διασπορά».

Αμφισβητώντας τα «φυσικά όρια» του χρόνου και του χώρου, ο Ε.Χ. αναδεικνύει πώς διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες και νοητικά σχήματα συνδημιούργησαν τον κόσμο του 19ου και του 20ού αιώνα. Για να το επιτύχει, μεταβάλλει διαρκώς τις κλίμακες της παρατήρησης, αναιρώντας κάθε ουσιοκρατική εννοιολόγηση του χωροχρονικού άξονα στην ιστορία. Στο «καθεστώς της εποχής» του Ε.Χ. ενεργοποιούνται διαφορετικά στρώματα ιστορικής εμπειρίας που συνδιαμορφώνουν ό,τι ο Ζακ Ρεβέλ αποκαλούσε «παίγνια της κλίμακας» ή «μεταβαλλόμενες κλίμακες» (jeux d’ echelles).

Πώς λειτουργούν οι «εποχές» ως «μεταβαλλόμενες κλίμακες» στο έργο του Ε.Χ.; Είναι σημαντική η ταλάντωση ανάμεσα σε ένα μεγάλο ερμηνευτικό σχήμα και στις πολλαπλότητες των «ποικιλιών της ανθρώπινης κοινωνικής εμπειρίας», όπως έλεγε ο ίδιος. Παρήγαγε μεγάλες, καλογραμμένες, συνθετικές, προσιτές στον μέσο καλλιεργημένο αναγνώστη αφηγήσεις. Αυτές οι μεγάλες συνθέσεις είναι κατοικημένες από μυριάδες «μικρές ιστορίες» οι οποίες δεν έχουν χαρακτήρα ανεκδοτολογικού υλικού. Αντίθετα, αναδεικνύουν την εικόνα της «εποχής» στο νοητικό σύμπαν των ιστορικών υποκειμένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κεφάλαιο «Στην οικονομική άβυσσο» από την Εποχή των Άκρων. Στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης ξεπροβάλλουν ολοζώντανες οι μορφές των ανθρώπων όταν ο Ε.Χ. σημειώνει, για παράδειγμα: «Στον παππού μου, που η ασφάλεια ζωής του ωρίμασε κατά τη διάρκεια του αυστριακού πληθωρισμού, άρεσε να διηγείται την ιστορία ότι πήρε ένα τεράστιο ποσό σε υποτιμημένο νόμισμα, για να ανακαλύψει ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει μ’ αυτό ήταν να πιεί ένα ποτό στο καφενείο όπου σύχναζε».

Στο δοκίμιο του «Από την κοινωνική ιστορία στην ιστορία της κοινωνίας» (1971), αναμετράται με τη σύνθετη φύση της κλίμακας στη μελέτη των «εποχών» του και σημειώνει αναφερόμενος στις κοινωνικές συγκρούσεις:

«Πόσο λιγότερες θα ήταν οι γνώσεις μας για τις ιδέες εκείνων που συνήθως δεν εκφράζονται δημόσια ή γραπτά αν δεν είχαμε αυτή την εξαιρετική έκφραση του ανέκφραστου, που είναι τόσο χαρακτηριστική των επαναστατικών περιόδων, και την οποία μαρτυρούν τα βουνά από φυλλάδια, επιστολές, άρθρα και λόγους, για να μην αναφέρουμε τον όγκο των αστυνομικών αναφορών, των καταθέσεων σε δικαστήρια και των ανακρίσεων; […] δεν μιλάμε απλώς για κομμάτια χρόνου που ξεχωρίζουν από ένα συνεχές ανάπτυξης και εξέλιξης, αλλά για σύντομες περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων η κοινωνία […] μεταμορφώνεται».

Αξίζει να διερευνήσουμε τους συνδετικούς κρίκους των εποχών του Ε.Χ. Ειδικά στη μεγάλη τριλογία του (και λιγότερο στην Εποχή των Άκρων), τα εισαγωγικά κεφάλαια ταξιδεύουν πίσω στους προηγούμενους τόμους και επαναφέρουν τις θεματικές στο πλαίσιο των επόμενων εποχών: επαναστάσεις, εθνικισμοί, αποικιοκρατικές πολιτικές ξανακαρφιτσώνονται στον χρόνο, εξερχόμενες από τις οριοθετήσεις τόσο της στενής χρονολογικής αλληλουχίας όσο και της συμβατικής περιοδολόγησης. Έχει πολλές φορές ειπωθεί ότι η ανάλυση του Χομπσμπάουμ εστιάζεται στην έννοια του μετασχηματισμού. Ωστόσο, έχει σημασία να αναφερθεί ότι ο ιστορικός ενδιαφέρεται κυρίως για «το κοινωνικό περιεχόμενο του οικονομικού μετασχηματισμού». Η ένταση ανάμεσα στο παλιό και το νέο, ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, οι μυριάδες τρόποι με τους οποίους θεσμίζονται αμοιβαία οι δύο κατηγορίες βρίσκονται στο κέντρο του ενδιαφέροντός του. Στην Επινόηση της παράδοσης, κλασικό και ακόμη επίκαιρο έργο, χαρτογραφεί τις διαδικασίες θέσμισης της παράδοσης εντός των νεωτερικών πλαισίων, ορίζοντας τις παραδόσεις όχι μέσα στο δίπολο παράδοση/νεωτερικότητα αλλά ως «αποκρίσεις σε καινούριες καταστάσεις που παραπέμπουν σε παλιές καταστάσεις ή που καθιερώνουν το δικό τους παρελθόν». Ας σκεφτούμε πώς προσέγγισε φαινόμενα όπως ο λουδιτισμός στη σημαντική μελέτη του «Οι καταστροφείς των μηχανών» (1952). Στράφηκε στα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα, εγκατέλειψε ολότελα τις διαδεδομένες πεποιθήσεις για τις ανορθολογικές και τεχνοφοβικές συμπεριφορές «παραδοσιακά» σκεπτόμενων εργατών, απομυστικοποίησε τις συγκεκριμένες πρακτικές εγγράφοντάς τις στο πεδίο της διαπραγμάτευσης για την εργασία στο πλαίσιο μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής τάξης πραγμάτων.

Οι εποχές, τέλος, του Ε.Χ. δεν ταυτίζουν τον χρόνο με τη χρονολόγηση, ούτε αποκλειστικά την ιστορία με το παρελθόν. Είναι γνωστό ότι υπήρξε ένας ιστορικός εξαιρετικά ευαίσθητος απέναντι στην περίπλοκη σχέση παρελθόντος και παρόντος. Ωστόσο, αξίζει να σταθούμε στη σημασία που απέδιδε στο μέλλον. «Υπάρχουν τεχνικοί λόγοι για να βλέπουμε διαφορετικά το παρελθόν και το μέλλον», επεσήμανε στο δοκίμιό του «Κοιτάζοντας μπροστά: Ιστορία και μέλλον» (1981). «Η ιστορία δεν μπορεί να ξεφύγει από το μέλλον, γιατί δεν υπάρχει κάποια διαχωριστική γραμμή που να χωρίζει μεταξύ τους αυτά τα δύο». Για τον Ε.Χ., η πρόβλεψη ήταν «εφικτή, επιθυμητή και αναγκαία», παρά το γεγονός ότι «όσοι έχουμε κάνει προβλέψεις, έχουμε φάει κατάμουτρα αποτυχίες», όπως έλεγε. Για να μην επικαλεστώ τα γνωστά παραδείγματα αποτυχημένων πολιτικών προβλέψεων, αναφέρω ότι τη δεκαετία του 1960, ο Χομπσμπάουμ (με το ψευδώνυμό του ως μουσικοκριτικός, Φράνσις Νιούτον) προέβλεψε ότι σε είκοσι χρόνια κανένας δεν θα θυμόταν τους Beatles…

Ωστόσο, ανοίγοντας την πόρτα στο μέλλον, οι εποχές του Ε.Χ. δημιουργούν μια εντελώς διαφορετική αίσθηση της κλίμακας. Το 1990 έγραψε στο περιοδικό Marxism Today ένα σύντομο κείμενο με τίτλο «Αντίο σε όλα αυτά», όπου σημείωνε: «Όσοι πιστεύαμε ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν μια πόρτα στο μέλλον της παγκόσμιας ιστορίας, κάναμε λάθος». Δεν φαινόταν όμως διατεθειμένος να παραχωρήσει το μέλλον στους προφήτες του «τέλους της ιστορίας». Διερωτώμενος «ποιος δεν έχει μέλλον σε έναν κόσμο όπου οι ισχυροί δεν φοβούνται», ο Ε.Χ. προέβη σε μια χαρτογράφηση της αυγής του 21ου αιώνα, διαβλέποντας τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την άνοδο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και την οικολογική κρίση.

Σε μια ενδιαφέρουσα βιβλιοκριτική του για την Εποχή των Άκρων (The New Republic, 1995), ο Αμερικανός ιστορικός Γιουτζίν Τζενοβέζε υποστήριξε ότι η ιστοριογραφία του Ε. Χ., εκτός των μαρξιστικών καταβολών για τις οποίες έχουν γραφεί πολλά και σημαντικά, περιλαμβάνει οφειλές σε στοχαστές προερχόμενους από αντίπαλες παραδόσεις, όπως ο Γιόζεφ Σουμπέτερ, ο Βιλφρέντο Παρέτο και o εβραϊκής καταγωγής, γεννημένος στην Ουγγαρία, ιστορικός που σταδιοδρόμησε στις ΗΠΑ, Τζων Λούκατς.

Βρισκόμαστε στην αρχή μιας σε βάθος ενασχόλησης με το έργο, τις φάσεις και τις εποχές του Ε.Χ. – για να σκεφτούμε την ιστορία μαζί αλλά και μετά τον Ε.Χ. Έχει σημασία όμως να αναδείξουμε, έστω εν μέρει, τον σύνθετο χαρακτήρα του εγχειρήματος ενός ιστορικού που κυρίως τα τελευταία χρόνια της ζωής του βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά επιστημονικής και πολιτικής κριτικής, προερχόμενα τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά. Σε μια εποχή επιδερμικής θριαμβολογίας από τη μια και «αριστερής μελαγχολίας» από την άλλη, όπως η δεκαετία του 1990, σημείωνε πως «τίποτα δεν μπορεί να οξύνει τη σκέψη του ιστορικού όσο η ήττα». Ίσως όχι μόνο του ιστορικού, μπορούμε να προσθέσουμε, συλλογιζόμενοι αυτόν τον «φλεγματικό ταξιδιώτη Φιλέα Φογκ» των νεότερων και σύγχρονων εποχών μέσα από τους στίχους που ο ίδιος διάλεξε για τους Θρυμματισμένους Καιρούς του. Ανήκουν στο πολύσημο ποίημα του Μάθιου Άρνολντ, «Η παραλία του Ντόβερ».Στον δραματικό του μονόλογο, ο αφηγητής ατενίζει τις ακτές του Ντόβερ, αναπολώντας τον καιρό που κολυμπούσε στη «θάλασσα της πίστης» και καταλήγει:

«Και είμαστε εδώ σαν πάνω σε σκοτεινή πεδιάδα

Ανάστατοι από μπερδεμένα σήματα για μάχη ή για φυγή

Όπου τυφλοί στρατοί συγκρούονται τη νύχτα».



Η Έφη Γαζή διδάσκει νεότερη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Το άρθρο βασίζεται στην εισήγησή της στην ημερίδα «Eric Hobsbawm, 1917-2012. Ένας χρόνος μετά», που οργάνωσαν οι εκδόσεις Θεμέλιο, 8.11.2013.

Ο Έρικ Τζον Έρνεστ Χομπσμπάουμ (Eric John Ernest Hobsbawm) γεννήθηκε στις 9-6-1917 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου