Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Οι διόλου ξαφνικοί «ύμνοι» για τη Χούντα


Γιάννης Νικολόπουλος

Η «αθώα» και «επιστημονική» αναμόχλευση του παρελθόντος, ελάχιστα αφορά το τότε.
Ο πρώ­τος, δη­μο­σιο­γρά­φος, είχε ζη­τή­σει ήδη από τον Απρί­λιο του 2010, την ανα­στο­λή άρ­θρων του Συ­ντάγ­μα­τος, όπως εκεί­να για την ελευ­θε­ρία των συ­γκε­ντρώ­σε­ων και την προ­κή­ρυ­ξη των απερ­γιών, προ­κει­μέ­νου να αντι­με­τω­πι­στεί η λαϊκή οργή μπρο­στά στον βαρύ λο­γα­ρια­σμό των πρώ­των, μνη­μο­νια­κών μέ­τρων. Η άλλη, βου­λευ­τί­να Επι­κρα­τεί­ας κυ­βερ­νώ­ντος κόμ­μα­τος, είχε δια­πι­στώ­σει ότι «οι πο­λι­τι­κές του ΔΝΤ μόνο σε χώρες με δι­κτα­το­ρι­κά κα­θε­στώ­τα περ­νούν και  πε­τυ­χαί­νουν χωρίς αντι­δρά­σεις-ευ­τυ­χώς... ή δυ­στυ­χώς». Ο επό­με­νος, δη­μο­σιο­γρά­φος και «ιστο­ριο­δί­φης», ισχυ­ρι­ζό­ταν ότι η να­ζι­στι­κή Χρυσή Αυγή επι­δί­δε­ται σε «ακτι­βι­σμούς» στο κέ­ντρο της Αθή­νας και συ­νά­δελ­φός του με απο­δο­χές και σύ­ντα­ξη διευ­θυ­ντή με­γά­λης, ελ­λη­νι­κής τρά­πε­ζας θε­ω­ρού­σε ότι «η χώρα έχει ανά­γκη μια σο­βα­ρή Χρυσή Αυγή».

Τη σκυ­τά­λη, πήρε πρώην πρά­σι­νος εκ­συγ­χρο­νι­στής υπουρ­γός, που υπο­στή­ρι­ζε ότι «χρειά­ζε­ται να επι­βλη­θούν με­γά­λες πει­θαρ­χί­ες στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία», χωρίς να μπει στον κόπο να διευ­κρι­νί­σει τον τρό­πο-γι­νό­ταν έμ­με­σα κα­τα­νοη­τός. Έτε­ρος Καπ­πα­δό­κης, γα­λά­ζιος αυτή τη φορά υπουρ­γός, δή­λω­νε ότι εμπνε­ό­ταν από το πα­ρά­δειγ­μα «του κυ­βερ­νή­τη Με­τα­ξά» - προ­φα­νώς εν­θυ­μού­με­νος την ΕΟΝ, το «αντι­κομ­μου­νι­στι­κό και αντι­κοι­νο­βου­λευ­τι­κό κρά­τος», το ρε­τσι­νό­λα­δο, τις
 εκ­πα­ρα­θυ­ρώ­σεις κομ­μου­νι­στών κρα­του­μέ­νων ή την Ει­δι­κή Ασφά­λεια και τα χα­μό­γε­λα με τον Γκαί­μπελς.



Κα­τό­πιν, ένας ψευ­δο­φι­λό­σο­φος, γυ­ρο­λό­γος τη­λε­ο­πτι­κών πάνελ και απο­τυ­χη­μέ­νων συ­νε­δριά­σε­ων ομα­δι­κής ψυ­χο­θε­ρα­πεί­ας του κι­τσα­ριού των ελ­λή­νων νε­ό­πλου­των, δια­τυ­μπά­νι­ζε, συ­νε­πι­κου­ρού­με­νος από πο­λι­τι­κό «επι­κε­φα­λής» νού­φα­ρων, ότι «η χού­ντα άφησε μηδέν χρέος». Στο με­σο­διά­στη­μα, αρ­θρο­γρά­φοι, επι­κοι­νω­νιο­λό­γοι, δη­μο­σιο­λό­γοι, διά­φο­ροι φελ­λοί και μαϊ­ντα­νοί της κα­τη­γο­ρί­ας «ο χρή­σι­μος ηλί­θιος της εβδο­μά­δας» έγρα­φαν και μι­λού­σαν υπο­νο­μευ­τι­κά και απα­ξιω­τι­κά για «τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση, που μας έφτα­σε έως εδώ», τις «πλη­γές του με­τα­πο­λι­τευ­τι­κού λαϊ­κι­σμού», τα «όσα δεν έγι­ναν 40 χρό­νια για να ανα­πτυ­χθεί η Ελ­λά­δα, λόγω αρι­στε­ρής, ιδε­ο­λο­γι­κής ηγε­μο­νί­ας» και άλλα συ­να­φή. Εν­δια­μέ­σως και σε τακτά δια­στή­μα­τα μη­ρυ­κά­ζε­ται η γνω­στή κα­ρα­μέ­λα περί «με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής βίας μόνο από την Αρι­στε­ρά» από αρ­χη­γούς με­γά­λων κομ­μά­των, που κλεί­νουν πο­νη­ρά το εξου­σια­στι­κό μάτι στα θολά και βρώ­μι­κα νερά της ακρο­δε­ξιάς ψήφου.



Και μετά... επα­νέ­καμ­ψε ο κάθε κα­ψο­κα­λύ­βας, που πυρ­πο­λεί κατά το δο­κούν τη σύγ­χρο­νη, ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία, δήθεν από αυ­στη­ρά, επι­στη­μο­νι­κό εν­δια­φέ­ρον-και σπεύ­δουν να τον υπε­ρα­σπι­στούν γι­’αυ­τό όλοι ή σχε­δόν όλοι οι προη­γού­με­νοι. Δεν είναι εξάλ­λου, η πρώτη φο­ρά-το κακό ξε­κί­νη­σε «ανώ­δυ­να» κάπου στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1990, όταν ο ελά­χι­στα κρυ­πτό­με­νος εν­θου­σια­σμός από την κα­τάρ­ρευ­ση του «υπαρ­κτού» και την... επι­κρά­τη­ση του «τέ­λους της ιστο­ρί­ας» έγινε η αφορ­μή για ένα γε­νι­κό ξε­σά­λω­μα και ξή­λω­μα της ιστο­ρί­ας και της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας κα­θε­αυ­τής. Ήπια, ορι­σμέ­νοι μί­λη­σαν για «ανα­θε­ω­ρη­τι­σμό»-στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν εκτε­τα­μέ­νη χάλ­κευ­ση, με απώ­τε­ρο σκοπό την πα­λι­νόρ­θω­ση της πιο αντι­δρα­στι­κής εθνι­κο­φρο­σύ­νης του μαυ­ρα­γο­ρι­τι­σμού, του δω­σι­λο­γι­σμού, του ταγ­μα­τα­σφα­λι­τι­σμού και της μα­κριάς, πα­ρα­κρα­τι­κής χεί­ρας, που έμενε μαύρη εφε­δρεία στα σκο­τει­νά πα­ρα­σκή­νια του αστι­σμού. Αυτής που εξέ­θρε­ψε το με­τεμ­φυ­λια­κό κρά­τος(πάντα έτοι­μο να κι­νη­το­ποι­ή­σει στα δύ­σκο­λα «έναν λοχία», όπως απαι­τού­σε υστε­ρι­κά και ιστο­ρι­κή εκ­δό­τρια της επο­χής, αρκεί να ήταν ο «δικός μας (τους) λο­χί­ας»). Έτσι κύ­λη­σε η δε­κα­ε­τία του ‘90 και τα πρώτα χρό­νια του νέου αιώνα, καθώς πά­λευαν να σκά­ψουν τον λάκκο του κομ­μου­νι­σμού και των τα­ξι­κών υπο­θέ­σε­ων και ανα­με­τρή­σε­ων. Και εκεί, που έσκα­βαν τον λάκκο, όπως πχ στις πε­ρι­πτώ­σεις των «άλλων» κα­πε­τα­νέ­ων, έπε­φταν οι ίδιοι μέ­σα-εντε­λώς μέσα, με το κε­φά­λι, όχι όπως στις απο­τυ­χη­μέ­νες δη­μο­σκο­πή­σεις τους.

Ξε­στρα­τί­σα­με όμως. Το θέμα είναι γιατί «ξαφ­νι­κά» ενέ­σκη­ψε αυτή η φα­γού­ρα για τη Χού­ντα και την απο­κα­τά­στα­ση μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης απο­τί­μη­σής της, που συν­δέ­ε­ται ου­σιω­δώς, λόγω πρω­τα­γω­νι­στών, ιδε­ο­λο­γί­ας και κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών ρηγ­μά­των, πρώτα με την Κα­το­χή και την Αντί­στα­ση και μετά με τον Εμ­φύ­λιο μέσα από το πρί­σμα που επέ­βα­λε ο πα­λι­νορ­θω­μέ­νος με­τεμ­φυ­λια­κός λόγος της εθνι­κο­φρο­σύ­νης. Όπως ήδη από τον πρό­λο­γο έχει δια­πι­στώ­σει ο μέ­χρις εδώ ανα­γνώ­στης, δεν υπάρ­χει τί­πο­τα το «ξαφ­νι­κό» σε μια κα­τά­στα­ση που άρ­χι­σε να αν­θί­ζει και να απλώ­νει τα δη­λη­τη­ριώ­δη πλο­κά­μια της σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να με την επι­βο­λή των μνη­μο­νί­ων. Και αυτό δεν είναι τυ­χαίο. Δια­βλέ­πο­ντας την όξυν­ση της τα­ξι­κής ανα­μέ­τρη­σης, το τέλος μιας δια­τα­ξι­κής, πο­λι­τι­κής στρά­τευ­σης στον χρε­ο­κο­πη­μέ­νο γα­λα­ζο­πρά­σι­νο δι­κομ­μα­τι­σμό, την απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση των αστι­κών ηγε­σιών σε όλο το φάσμα της οι­κο­νο­μι­κής, κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής ζωής, καθώς και τον επα­να­κα­θο­ρι­σμό των ερ­γα­τι­κών στρω­μά­των και των υπο­τε­λών τά­ξε­ων από και προς τα αρι­στε­ρά, το ελ­λη­νι­κό αστι­κό μπλοκ εξου­σί­ας ανα­ζη­τά νέες νο­μι­μο­ποι­ή­σεις της πα­ρου­σί­ας του, νέες διε­ξό­δους στα στρα­τη­γι­κά αδιέ­ξο­δα της ΕΕ και της Ευ­ρω­ζώ­νης και κυ­ρί­ως νέες πει­θαρ­χή­σεις των μαζών μπρο­στά στο φάσμα μιας 40χρο­νης σχε­δόν υπερ­λι­τό­τη­τας, που θα αυ­ξή­σει ρα­γδαία τους πα­ρί­ες αυτού του τό­που-και επο­μέ­νως τη δυ­σα­ρέ­σκεια και το μαρ­ξι­κό, τα­ξι­κό μίσος, το τόσο «ξορ­κι­σμέ­νο» και...ξο­φλη­μέ­νο στη δε­κα­ε­τία του 1990-η γλυ­κιά εκ­δί­κη­ση του «τέ­λους στο τέλος της ιστο­ρί­ας».


Με απλά λόγια, η «αθώα» και «επι­στη­μο­νι­κή» ανα­μό­χλευ­ση του πα­ρελ­θό­ντος, ελά­χι­στα αφορά το τότε. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αφορά το άμεσο μέλ­λον και τις επι­λο­γές του αστι­σμού, που ανα­ζη­τά νέους «λο­χί­ες» για να επι­βά­λουν τις με­γά­λες και αι­μα­τη­ρές «πει­θαρ­χί­ες» στη πολλά υπο­σχό­με­νη για τα κέρδη των μεν και τις απώ­λειες των δε λι­τό­τη­τα του εν πο­λέ­μω ευ­ρι­σκό­με­νου κα­πι­τα­λι­σμού στις επό­με­νες δε­κα­ε­τί­ες, στην Ελ­λά­δα και την Ευ­ρώ­πη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου